Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1' Πολιτικό Τμήμα Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σπυρίδωνα Ζιάκα, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βαρβάρα Κριτσωτάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο και Δημήτριο Κόμη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Φεβρουαρίου 2013, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Δ. Χ. του Α., κατοίκου... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο - Ευγένιο Χριστοφιλόπουλο, που δήλωσε ότι ανακαλεί την από 31-1-2013 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ", που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Θεοδόση με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-12-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 46/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 6749/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 4-10-2010 αίτησή της και τους από 1-7-2011 πρόσθετους λόγους. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Πάσσος διάβασε την από 10-2-2012 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού, τότε Αρεοπαγίτη και ήδη Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου Βασιλείου Λυκούδη, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος αναιρέσεως του κυρίως δικογράφου και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι αναιρέσεως (κύριοι και πρόσθετοι). Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, ο λόγος δε αυτός αναίρεσης αναφέρεται σε ακυρότητες, δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό δίκαιο. Κατά τον
αριθ. 8 του ίδιου άρθρου ιδρύεται λόγος αναίρεσης και εάν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, ως "πράγματα" δε κατά την διάταξη αυτή νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, που με την προϋπόθεση της παραδεκτής προβολής τους, συγκροτούν την βάση και επομένως, στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου (ΟλΑΠ 25/2003, ΑΠ 705/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθ. 591 1β' και γ' (όπως ισχύει, ως εκ του εδώ κρισίμου χρόνου, από 1-1-2002 μετά την αντικατάστασή του με το άρθ. 19 ν. 2915/2001), 256 1 περ. δ' και 679 1 ΚΠολΔ (ακριβώς όμοια με την διάταξη του άρθ. 666 1 του ίδιου Κώδικα) συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (άρθ. 677-681 ΚΠολΔ, ουσιωδώς όμοια με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών που διαγράφεται στα άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ), κατά την οποία δικάσθηκε και η υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση, δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων και οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι οι ενστάσεις και οι αντενστάσεις, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο, επιπλέον δε οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθ. 262 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις, απαιτείται δηλ. σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που "ως γενομένη κατά την συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 190/2011, 341/2011). Εξάλλου, κατά το άρθ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ "είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός εάν προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο... ως υπεράσπιση κατά της έφεσης...". Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος εναγόμενος παραδεκτά προτείνει στο Εφετείο μη προταθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ένσταση, προς την οποία εξομοιώνεται και η προταθείσα απαραδέκτως (όπως είναι και η ένσταση που δεν καταχωρίσθηκε στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την ως άνω ειδική διαδικασία, ΑΠ 1275/ 2009), εφόσον αποσκοπεί στην υπεράσπιση κατά της έφεσης, στην κατάλυση δηλ. του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης (ΑΠ 2080/2007, 1043/2007) και την στήριξη του (απορριπτικού της αγωγής) διατακτικού της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 941/2010), ανεξάρτητα από τον ειδικότερο λόγο απόρριψης της αγωγής. Πρέπει να σημειωθεί, ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθ. 527 αριθ. 3 και 269 2 περ. γ' και δ' ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθ. 11 ν. 2915/2001 και πριν αντικατασταθεί με το άρθ. 27 ν. 3994/2011, κατ' εξαίρεση του συγκεντρωτικού συστήματος η προβολή νέων ισχυρισμών (ενστάσεων κ.λπ.) στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται, εκτός από την
προαναφερθείσα περίπτωση, και όταν αυτοί αποδεικνύονται με δικαστική ομολογία ή εγγράφως και το δικαστήριο κρίνει ότι ο διάδικος που προτείνει τον ισχυρισμό δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη των εγγράφων. Στην προκειμένη περίπτωση από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης αυτής (άρθ. 561 2 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι: (1) Με την ένδικη από 17-12-2002 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εξέθεσε, ότι με ατομική σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου παρείχε τις υπηρεσίες της ως δικηγόρος στην εναγομένη και τώρα αναιρεσίβλητη ΑΕ, με πάγια περιοδική (μηνιαία) παροχή συμβατικά προσδιοριζομένη, κατά το χρονικό διάστημα από 3-5-1985 έως 18-9-1998, όταν λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση, συνταξιοδοτηθείσα από 19-9-1998 ως ασφαλισμένη στο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού της εναγομένης και μέτοχος στο Ταμείο Αρωγής Προσωπικού αυτής, ότι κατόπιν σχετικής συμφωνίας την 13-12-1994 με τα αρμόδια όργανα της εναγομένης, με την 2382/1994 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, η πάγια μηνιαία αμοιβή της είχε καθορισθεί από 13-12-1994 μέχρι 18-9-1998 στις αποδοχές του μόνιμου προσωπικού της εναγομένης κατηγορίας ΑΤ5, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1997 έως 18-9-1998 είχε αξίωση για την καταβολή του επιδόματος/κινήτρου απόδοσης, το οποίο ως καταβαλλόμενο στους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους έπρεπε κατά νόμον να προσαυξάνει την πάγια μηνιαία αμοιβή της, με υπολογισμό του στα επιδόματα αδείας και εορτών και στην καταβληθείσα σ' αυτήν την 18-9-1998 κατά την αποχώρησή της προβλεπομένη από το άρθ. 94 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων αποζημίωση των 30 παγίων αμοιβών, στην οποία, όμως, δεν συνυπολογίσθηκε, και ότι η εναγομένη την ζημίωσε, παράνομα και υπαίτια, λόγω του μη υπολογισμού του επιδόματος αυτού στην χορηγηθείσα σύνταξη του Ταμείου Ασφάλισης του Προσωπικού της και στην εφάπαξ χορηγία του Ταμείου Αρωγής του Προσωπικού της, με βάση δε τα περιστατικά αυτά ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη της οφείλει, με το νόμιμο τόκο, τ' αναφερόμενα στην αγωγή λεπτομερώς ποσά, ως επίδομα/κίνητρο απόδοσης για το χρονικό διάστημα από 1-1-1997 έως 18-9-1998, με υπολογισμό του στα επιδόματα αδείας και εορτών, ως συμπληρωματική αποζημίωση του άρθ. 94 1 Κώδικα περί Δικηγόρων και ως αποζημίωση για τον μη υπολογισμό, παρανόμως και υπαιτίως, του επιδόματος αυτού στην εφάπαξ χορηγία του Ταμείου Αρωγής και στην σύνταξη του Ταμείου Ασφάλισης του Προσωπικού της εναγομένης (2) Κατά την συζήτηση της αγωγής αυτής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο η εναγομένη αναιρεσίβλητη πρότεινε στο ακροατήριο προφορικά διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της τις καταχωρισθείσες στα οικεία πρακτικά ενστάσεις της αοριστίας της αγωγής και της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της ενάγουσας, ενώ μόνο με τις κατατεθείσες προτάσεις της προέβαλε ένσταση από το άρθ. 12 4 ν. 1093/1980, περί συμφωνίας δηλ. μεταξύ των διαδίκων για μη καταβολή στην ενάγουσα του κινήτρου/επιδόματος απόδοσης με τις υπέρτερες των κατά τον Κώδικα περί
Δικηγόρων μηνιαίες αποδοχές της (πάγια μηνιαία αμοιβή). Κατά συνέπεια και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η ως άνω ένσταση δεν προτάθηκε παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (3) Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε ως αόριστη με την 46/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά της οποίας η ενάγουσα άσκησε έφεση με μοναδικό λόγο, ως εικός, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την ένδικη αγωγή της ως αόριστη. (4) Με τις προτάσεις της ενώπιον του Εφετείου κατά την συζήτηση της έφεσης της αναιρεσείουσας ενάγουσας η αναιρεσίβλητη εναγομένη προς απόκρουση της έφεσης και διατήρηση του απορριπτικού για την ενάγουσα διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης (άρθ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ) υπέβαλε και πάλι την ως άνω ένσταση. Το Εφετείο Αθηνών με την προσβαλλομένη 6749/2007 απόφασή του κατά παραδοχή της έφεσης της αναιρεσείουσας έκρινε ότι η αγωγή της ήταν ορισμένη και, εξαφανίζοντας την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, δέχθηκε κατά το στάδιο της ουσιαστικής έρευνας της υπόθεσης ότι η ένσταση αυτή, που είχε προταθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μόνο με τις προτάσεις της αναιρεσίβλητης εναγομένης, παραδεκτά επαναφέρθηκε ενώπιον αυτού από την αναιρεσίβλητη σύμφωνα με τα άρθ. 527 αριθ. 3 και 269 2 ΚΠολΔ ως εγγράφως, κατά την σχετική επίκληση της αναιρεσίβλητης, αποδεικνυομένη από την σχετική συμφωνία των διαδίκων (με αριθ. 2382/1994 απόφαση του ΔΣ της εναγομένης και από 14-12-1994 έγγραφη αποδοχή της από την ενάγουσα), στην συνέχεια δε κατά παραδοχή αυτής και ως ουσιαστικά βάσιμης απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Κρίνοντας το Εφετείο, ότι η ως άνω ένσταση παραδεκτά προτάθηκε ενώπιον αυτού κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθ. 527 αριθ. 3 και 269 2 ΚΠολΔ και όχι (ως έδει) σύμφωνα με το άρθ. 527 αριθ. 1 ΚΠολΔ, δεχθέν δηλ. άλλο λόγο παραδεκτής σ' αυτό προβολής του ως άνω ισχυρισμού, σε ορθό αποτέλεσμα κατέληξε (πρβλ. άρθ. 578 ΚΠολΔ) και δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες από τους αριθ. 8 και 14 του άρθ. 559 ΚΠολΔ και επομένως ο πρώτος κύριος λόγος αναίρεσης (με στοιχ. Ι) από τις διατάξεις αυτές, με τον οποίο αποδίδονται οι αιτιάσεις ότι το Εφετείο παρά το νόμο (α) έλαβε υπόψη την ως άνω ένσταση που δεν είχε προταθεί παραδεκτά ενώπιον αυτού, λόγω μη επίκλησης από την εναγομένη ότι δεν γνώριζε, ούτε μπορούσε να είχε πληροφορηθεί εγκαίρως την ύπαρξη της ως άνω συμφωνίας και (β) δεν την κήρυξε απαράδεκτη, πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος. Συναφώς προς τα προαναφερθέντα με τον δεύτερο κύριο λόγο αναίρεσης (με στοιχ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 4-10-2010 αίτηση και τους επ' αυτής πρόσθετους λόγους της Δ. Χ. για αναίρεση της 6749/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαΐου 2013. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Ιουνίου 2013. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ