ΕΞΕΤΑΗΟΜΕΝΟ ΜΑΚΘΜΑ:ΛΟΓΟΤΕΧΝΛΑ ΚΕΩΘΤΛΚΘΣ ΚΑΤΕΥΚΥΝΣΘΣ ΘΜΕΟΜΘΝΛΑ:.. ΕΛΣΘΓΘΤΘΣ:ΟΚΑΣ ΚΛΕΑΧΟΣ ΟΝΟΜΑΤΕΡΩΝΥΜΟ ΜΑΚΘΤΘ: Θζμα Α Αϋ. ΚΕΙΜΕΝΟ Γεϊργιοσ Βιηυθνόσ, Το αμάρτθμα τθσ μθτρόσ μου (απόςπαςμα). Πταν επανιλκον να κακίςω πλθςίον τθσ, ζτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίςτου αλλ ιςχυροφ τινοσ φόβου. Θ μιτθρ μου εκρζμαςε τθν κεφαλιν, ωσ κατάδικοσ, όςτισ ίςταται ενϊπιον του κριτοφ του με τθν ςυναίςκθςιν τρομεροφ τινοσ εγκλιματοσ. Το κυμάςαι το Αννιϊ μασ; με θρϊτθςε μετά τινασ ςτιγμάσ πλθκτικισ ςιωπισ. Μάλιςτα, μθτζρα! Ρϊσ δεν το κυμοφμαι! Ιταν θ μόνθ μασ αδελφι, κ εξεψφχθςεν εμπρόσ ςτα μάτια μου. Ναι! με είπεν, αναςτενάξαςα βακζωσ, αλλά δεν ιτο το μόνο μου κορίτςι! Εςφ είςαι τζςςαρα χρόνια μικρότεροσ από το Χρθςτάκθ. Ζνα χρόνο κατόπι του ζκαμα τθν πρϊτθ μου κυγατζρα. Ιταν τότε κοντά, που επαντρολογιζτο ο Φωτισ ο Μυλωνάσ. Ο μακαρίτθσ ο πατζρασ ςου παράργθςε το γάμο τουσ, ϊσ που ν αποςαραντιςω εγϊ, για να τουσ ςτεφανϊςουμε μαηί. Ικελε να με βγάλθ και μζνα ςτον κόςμο, για να χαρϊ ςαν πανδρευμζνθ, αφοφ κορίτςι δεν μ άφθκεν θ γιαγιά ςου να χαρϊ. Το πρωί τουσ ςτεφανϊςαμε, και το βράδυ ιταν οι καλεςμζνοι ςτο ςπίτι τουσ και επαίηαν τα βιολιά, και ζτρωγεν ο κόςμοσ μζςα ςτθν αυλι, κι εγφρνα θ κανάτα με το κραςί από χζρι ςε χζρι. Και ζκαμεν ο πατζρασ ςου κζφι, ςαν διαςκεδαςτικόσ που ιταν ο μακαρίτθσ, και μ ζρριψε το μανδιλι του, να ςθκωκϊ να χορζψουμε. Σαν τον ζβλεπα να χορεφθ, μου άνοιγεν θ καρδιά μου, και ςαν νζα που ιμουνε, αγαποφςα κ εγϊ το χορό. Κ εχορζψαμε λοιπόν κ εχόρεψαν και οι άλλοι καταπόδι μασ. Μα εμείσ εχορζψαμε και καλφτερα και πολφτερα. Σαν εκοντζψανε τα μεςάνυχτα, επιρα τον πατζρα ςου παράμερα και τον είπα Άνδρα, εγϊ ζχω παιδί ςτθν κοφνια και δεν μπορϊ πια να μείνω. Το παιδί πεινά εγϊ εςπάργωςα. Ρϊσ να βυηάξω μες ςτον κόςμο και με το καλό μου το φόρεμα! Μείνε ςυ, αν κζλθσ να διαςκεδάςθσ ακόμα. Εγϊ κα πάρω το μωρό να πάγω ςτο ςπίτι.
Ε, καλά, γυναίκα! είπεν ο ςχωρεμζνοσ, και μ επαπάριςε πα ςτον ϊμο. Ζλα, χόρεψε κι αυτό το χορό μαηί μου, και φςτερα πθγαίνουμε κ οι δφο. Το κραςί άρχιςε να με χτυπά ςτο κεφάλι, και αφορμι γυρεφω κι εγϊ να φφγω. Σαν εξεχορζψαμε κ εκείνο το χορό, επιραμε τθ ςτράτα. Ο γαμβρόσ ζςτειλε τα παιχνίδια και μασ εξεπροβόδθςαν ϊσ το μιςό το δρόμο. Μα είχαμε ακόμθ πολφ ϊσ το ςπίτι. Γιατί ο γάμοσ ζγινε ςτον Καρςιμαχαλά. Ο δοφλοσ επιγαινε μπροςτά με το φανάρι. Ο πατζρασ ςου εςικωνε το παιδί, και βαςτοφςε και μζνα από το χζρι. Κουράςκθσ, βλζπω, γυναίκα! Ναι, Μιχαλιό. Κουράςκθκα. Άιντε βάλ ακόμα κομμάτι δφναμι, ϊσ που να φκάςουμε ςτο ςπίτι. Κα ςτρϊςω τα ςτρϊματα μοναχόσ μου. Εμετάνοιωςα που ς ζβαλα κ εχόρεψεσ τόςο πολφ. Δεν πειράηει, άνδρα, του είπα. Το ζκαμα για το χατιρι ςου. Αφριο ξεκουράηουμαι πάλι. Ζτςι ιρκαμε ςτο ςπίτι. Εγϊ εφάςκιωςα κ εβφηαξα το παιδί, κ εκείνοσ ζςτρωςε. Ο Χρθςτάκθσ εκοιμάτο μαηί με τθν Βενετιά, που τθν αφικα να τον φυλάγθ. Σε λίγο επλαγιάςαμε και μεισ. Εκεί, μζςα ςτον φπνο μου, μ εφάνθκε πωσ ζκλαψε το παιδί. Το καχμζνο!, είπα, δεν ζφαγε ςιμερα χορταςτικά. Και ακοφμβθςα ςτθν κοφνια του να το βυηάξω. Μα ιμουν πολφ κουραςμζνθ και δεν μποροφςα να κρατθκϊ. Το ζβγαλα λοιπόν, και το ζβαλα κοντά μου, μζς το ςτρϊμα, και του ζδωςα τθ ρόγα ςτο ςτόμα του. Εκεί με ξαναπιρεν ο φπνοσ. Δεν θξεφρω πόςθν ϊρα ικελεν ϊσ το πουρνό. Μα ςαν ζννοιωςα να χαράηθ ασ το βάλω, είπα, το παιδί ςτον τόπο του. Μα κει που πιγα να το ςθκϊςω, τι να διω! Το παιδί δεν εςάλευε! Εξφπνθςα τον πατζρα ςου το ξεφαςκιϊςαμε, το ηεςτάναμε, του ετρίψαμε το μυτοφδι του, τίποτε! Ιταν απεκαμζνο! Το πλάκωςεσ, γυναίκα, το παιδί μου! είπεν ο πατζρασ ςου, και τον επιραν τα δάκρυα. Τότε άρχιςα εγϊ να κλαίγω ςτα δυνατά και να ξεφωνίηω. Μα ο πατζρασ ςου ζβαλε το χζρι του ςτο ςτόμα μου και Σουσ! με είπε. Τι φωνάηεισ ζτςι, βρε βϊδι; Αυτό με το είπε. Κεόσ ςχωρζς τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμζνοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ εκείνθ τθ ςτιγμι με το είπε. Ε; Τι φωνάηεισ ζτςι; Κζλεισ να ξεςθκϊςθσ τθ γειτονιά, να πθ ο κόςμοσ πωσ εμζκυςεσ κ επλάκωςεσ το παιδί ςου;
Και είχε δίκθο, που ν αγιάςουν τα χϊματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάκαινεν ο κόςμοσ, ζπρεπε να ςχίςω τθ γθ να ζμβω μζςα από το κακό μου. Αλλά, τι τα κζλεισ! Θ αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εκάψαμε το παιδί, κ εγυρίςαμεν από τθν εκκλθςία, τότε άρχιςε το κρινοσ το μεγάλο. Τότε πια δεν ζκλαιγα κρυφά. Είςαι νζα, και κα κάμθσ κι άλλα, μ ζλεγαν. Ωσ τόςον ο καιρόσ περνοφςε, και ο Κεόσ δεν μασ ζδιδε τίποτε. Να! ζλεγα μζςα μου. Ο Κεόσ με τιμωρεί, γιατί δεν εςτάκθκα άξια να προφυλάξω το παιδί που μ ζδωκε! Και εντρεπόμουνα τον κόςμο, και εφοβοφμθν τον πατζρα ςου. Γιατί κ εκείνοσ όλο τον πρϊτο χρόνο ζκαμνε τάχα τον αλφπθτο και μ επαρθγοροφςε, για να με δϊςθ κάρροσ. Φςτερα όμωσ άρχιςε να γίνεται ςιγανόσ και ςυλλογιςμζνοσ. Θζμα Β 1. Από ποφ αντλεί το αφθγθματικό υλικό του ο Γεϊργιοσ Βιηυθνόσ και πϊσ το αξιοποιεί;να αναφζρετε τρία ςθμεία του παραπάνω κειμζνου, τα οποία τεκμθριϊνουν τθ κζςθ ςασ. 2. Να αναφζρετε, με παραδείγματα μζςα από το παραπάνω κείμενο, πζντε από τα βαςικά χαρακτθριςτικά τθσ διθγθματογραφίασ του Βιηυθνοφ. 3. «Ο Βιηυθνόσ ζχει τθν ικανότθτα να διαγράφει αυκυπόςτατουσ ανκρϊπινουσ τφπουσ, επιμζνοντασ πολφ ςτθ λεπτομερειακι απόδοςθ των ψυχικϊν καταςτάςεων. Οι ιρωζσ του, ιδωμζνοι με αγάπθ, ζχουν μια ειδικι ευαιςκθςία, είναι ιρωεσ πακθτικοί». (Γιϊργοσ Παγανόσ, Η Νεοελληνικθ Πεζογραφία, τ. Αϋ, Κϊδικασ, Θεςςαλονίκθ 1999). Να επαλθκεφςετε τθν παραπάνω άποψθ με ςτοιχεία από το απόςπαςμα του Γ. Βιηυθνοφ. 4. «Το πλάκωςεσ, γυναίκα, το παιδί μου! είπεν ο πατζρασ ςου, και τον επιραν τα δάκρυα. Τότε άρχιςα εγϊ να κλαίγω ςτα δυνατά και να ξεφωνίηω. Μα ο πατζρασ ςου ζβαλε το χζρι του ςτο ςτόμα μου και Σουσ! με είπε. Τι φωνάηεισ ζτςι, βρε βϊδι; Αυτό με το είπε. Θεόσ ςχωρζς τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμζνοι, κακό λόγο δεν με είπε. Κ εκείνθ τθ ςτιγμι με το είπε. Ε; Τι φωνάηεισ ζτςι; Θζλεισ να ξεςθκϊςθσ τθ γειτονιά, να πθ ο κόςμοσ πωσ εμζκυςεσ κ επλάκωςεσ το παιδί ςου;». Να ςχολιάςετε ςε δφο παραγράφουσ (130-150 λζξεισ) τθ ςτάςθ του πατζρα, όπωσ αυτι προκφπτει από το παραπάνω απόςπαςμα.
Θζμα Γ Να γίνει ςυγκριτικόσ ςχολιαςμόσ του αποςπάςματοσ από «Το αμάρτθμα τθσ μθτρόσ μου» του Γ. Βιηυθνοφ με το παρακάτω απόςπαςμα από τθν «Αναφορά ςτον Γκρζκο» του Νίκου Καηαντηάκθ όςον αφορά ςτθ κζςθ τθσ γυναίκασ. Νίκοσ Καηαντηάκθσ, Αναφορά ςτον Γκρζκο, (απόςπαςμα). Μονάχα μια φορά κυμοφμαι τθ μθτζρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι τθσ, να γελάει και να χαίρεται, ςαν όταν κα ταν ανφπαντρθ ι αρραβωνιαςμζνθ. Ρρωτομαγιά, είχαμε πάει ς ζνα χωριό, ςτθ Φόδελε, γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιζσ, να κάμει ο πατζρασ μου μια βάφτιςθ. Οπόταν, άξαφνα, ςφοδρι νεροποντι ξζςπαςε, γίνθκε ο ουρανόσ νερό κι άδειαςε απάνω ςτθ γθσ, κι αυτι κακάριηε, άνοιγε και δζχουνταν τ αρςενικά νερά βακιά ςτον κόρφο τθσ. Είχαν μαηευτεί οι προφχοντεσ του χωριοφ, με τισ γυναίκεσ τουσ και τισ κόρεσ, ςτο μεγάλον οντά του κουμπάρου, θ βροχι κι οι αςτραπζσ ζμπαιναν από τισ χαραμάδεσ τθσ πόρτασ και των παρακυριϊν, ο αζρασ μφριηε πορτοκάλι και χϊμα. Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίςματα, τα κραςιά, τα ρακιά κι οι μεηζδεσ, πιρε να βραδιάηει, άναψαν τα λυχνάρια, οι άντρεσ ιρκαν ςτο κζφι, οι γυναίκεσ οι χαμοβλεποφςεσ ςικωςαν τα μάτια κι άρχιςαν να κακαρίηουν ςαν τισ πζρδικεσ κι όξω από το ςπίτι μοφγκριηε ακόμα ο Κεόσ, πλικαιναν οι βροντζσ, τα ςτενά δρομάκια του χωριοφ είχαν γίνει ποτάμια, κατρακυλοφςαν οι πζτρεσ και χαχάριηαν, είχε γίνει ο Κεόσ νεροποντι κι αγκάλιαηε, πότιηε, κάρπιηε τθ γθσ. Κι ο κφρθσ ςτράφθκε ςτθ μάνα μου, πρϊτθ φορά είδα να τθν κοιτάηει με τρυφεράδα, κι θ φωνι του πρϊτθ φορά είχε γλυκάνει: Μαργι, τθσ είπε, τραγοφδθξε. Τθσ ζδινε τθν άδεια, μπροςτά ςε τόςουσ άντρεσ, να τραγουδιςει κι εγϊ ςθκϊκθκα ανταρεμζνοσ. δεν ξζρω γιατί, είχα κυμϊςει ζκαμα να τρζξω ςτθ μάνα μου, ςα να κελα να τθν προςτατζψω μα ο κφρθσ με άγγιξε με το δάχτυλό του ςτον ϊμο και με κάκιςε κάτω. Κι θ μάνα μου φάνθκε αγνϊριςτθ, γυάλιηε το πρόςωπό τθσ, ςα να το αγκάλιαηαν όλεσ οι βροχζσ κι οι αςτραπζσ, ςικωςε το λαιμό, και κυμοφμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά τθσ λφκθκαν ξαφνικά, τθσ ςκζπαςαν τισ πλάτεσ και κατζβθκαν ϊσ τα γοφιά τθσ. Κι άρχιςε... τι φωνι ιταν εκείνθ, βακιά, γλυκιά, λίγο βραχνι, όλο πάκοσ μεςόκλειςε τα μάτια τθσ κατά τον κφρθ και τραγοφδθςε μια μαντινάδα. Δε κα τθν ξεχάςω ποτζ τθ μαντινάδα αυτι τότε δεν κατάλαβα γιατί τθν είπε, για ποιον τθν είπε αργότερα, ςα μεγάλωςα, κατάλαβα. Τραγουδοφςε με τθ γλυκιά, γεμάτθ ςυγκρατθμζνο πάκοσ φωνι τθσ και κοίταηε τον πατζρα: Θαμάηουμαι όταν περπατείσ πώσ δεν ανθοφν οι ροφγεσ και πώσ δε γίνεςαι αϊτόσ με τισ χρυςζσ φτεροφγεσ!
Γφριςα πζρα τα μάτια, να μθ βλζπω τον κφρθ, να μθ βλζπω τθ μάνα, πιγα ςτο παρακφρι κι ακοφμπθςα το κοφτελό μου ςτο τηάμι κι ζβλεπα τθ βροχι να πζφτει και να τρϊει τα χϊματα.