1. Προβληµατισµοί και στόχοι της έρευνας. 1.1. Εισαγωγή. Άρχισα να γράφω αυτό το άρθρο το 2004, µε την σκέψη, ότι είχα ήδη συγκεντρώσει αρκετό υλικό που έπρεπε να δηµοσιευθεί. Το υλικό αυτό αφορούσε τις έρευνές µου στον τοµέα της Στρωµατογραφίας και της Τεκτονικής της Ανατολικής Ελλάδας, τις οποίες είχα πραγµατοποιήσει στο χρονικό διάστηµα 2000-2004. Αργότερα, το κείµενο επεκτάθηκε και περιέλαβε νεότερες έρευνές µου, που έγιναν και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τελικά, οι παρατηρήσεις µου οργανώθηκαν µέσα στο µυαλό µου και ταίριαξαν µεταξύ τους τόσο καλά, ώστε να µπορώ να πω, σήµερα, ότι είµαι σε θέση να διατυπώσω µια νέα ορογενετική θεωρία για την Ελλάδα. Προηγουµένως, πριν από το 2000, είχα πραγµατοποιήσει µερικές γεωλογικές χαρτογραφήσεις στην Κρήτη, την Πάρο και την Ανατολική Πελοπόννησο (Τροιζηνία), οι οποίες, εντελώς τυχαία, µου είχαν δείξει ότι σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, που αποτυπώθηκαν βαθιά στην µνήµη µου, υπήρχαν γεωλογικές δοµές, οι οποίες ήταν µη συµβατές µε τις βασικές θεωρίες και απόψεις, που είχαν διατυπωθεί µέχρι τότε, σχετικά µε την ορογενετική διαδικασία της Ελλάδας. Στην αρχή, αυτές οι ασυµβατότητες έµοιαζαν ανεξήγητες και άσχετες µεταξύ τους. Με το πέρασµα, όµως, του χρόνου και την συστηµατοποίηση των παρατηρήσεών µου άρχισα να αντιλαµβάνοµαι ότι υπήρχε κάποιο είδος σχέσης µεταξύ τους, πράγµα που µε ώθησε να εντατικοποιήσω τις προσπάθειές µου να διερευνήσω περαιτέρω το θέµα. Παρακάτω, εξηγώ ποιες ήταν οι αυτές οι ασυµβατότητες θεωρίας και παρατηρήσεων, που είχα παρατηρήσει παλαιότερα. 1.2. Ασυµβατότητες µεταξύ της θεωρίας και των παρατηρήσεων. 1.2.1. Άγιος Νικόλαος Ελούντα Κρήτης. Η πρώτη µη συµβατή δοµή που είχα παρατηρήσει, ήταν η εµφάνιση σχιστολιθικών πετρωµάτων και λευκών αδροκρυσταλλικών µαρµάρων που υπάρχουν κάτω από τα στρώµατα των πλακωδών ασβεστόλιθων (Plattenkalk) της περιοχής Αγίου Νικολάου - Ελούντας της Ανατολικής Κρήτης (περιοχή Κατσίκια). Οι σχετικές χαρτογραφήσεις µου έγιναν το 1980 περίπου, όταν εργαζόµουν στο ΙΓΜΕ, και περιλαµβάνονται στο φύλλο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ του Γεωλογικού Χάρτη της Ελλάδας, κλίµακας 1:50.000, έκδοσης 1987, ΙΓΜΕ. Οι παρατηρήσεις µου δεν συµφωνούσαν µε την άποψη του Creutzburg (Γεωλογικός Χάρτης της Κρήτης, 1:250.000, ΙΓΜΕ, 1977), ότι οι πλακώδεις ασβεστόλιθοι αποτελούν τον βαθύτερο σχηµατισµό της Κρήτης. Αντίθετα, έδειχναν ότι κάτω από τους Plattenkalk, υπήρχαν σχιστολιθικά πετρώµατα και µάρµαρα, τα οποία, κατά την άποψή µου, ήταν δυνατόν
να ανήκουν σε µια ξεχωριστή ενότητα, υποκείµενη των Plattenkalk. υστυχώς, οι συγκυρίες την εποχή εκείνη δεν µου επέτρεψαν να ερευνήσω διεξοδικότερα το θέµα. Συµπτωµατικά, µετά από 30 χρόνια, το 2010, επανήλθα στην περιοχή και συνέχισα την χαρτογράφηση εκείνη. Με την εµπειρία, που διέθετα τώρα πλέον, ήταν εύκολο να διαπιστώσω, ότι οι Plattenkalk είναι στην πραγµατικότητα ένα ασβεστολιθικό κάλυµµα επωθηµένο επάνω στο φυλλιτικό σύστηµα της Κρήτης, όπως ακριβώς συµβαίνει και µε το κάλυµµα των ασβεστόλιθων της ενότητας της Τρίπολης, που ήταν γνωστό στην Κρήτη, εδώ και πολλές δεκαετίες. Πάντως, οι χαρτογραφήσεις µου του 1980 µου είχαν ήδη δηµιουργήσει την αίσθηση, ότι κάτω από τους Plattenkalk ήταν δυνατόν να υπάρχουν σχιστολιθικά πετρώµατα, τα οποία και αποτελούσαν, πραγµατικά, το υπόβαθρο της Κρήτης. 1.2.2. Νάουσα Πάρου. Την δεύτερη µη συµβατή δοµή, που µε εντυπωσίασε ιδιαίτερα, την παρατήρησα το 1996, στην Πάρο, στα περίχωρα της Νάουσας, στην βόρεια πλευρά του νησιού. Εδώ, και πιο συγκεκριµένα στον λόφο Κανόνι της Νάουσας, παρατήρησα ότι στην κορυφή του λόφου υπήρχαν στρώµατα λευκοκίτρινων µαρµάρων, ενώ το κύριο σώµα και η βάση του λόφου αποτελούταν από κροκαλοπαγή και µάργες του Νεογενούς. Η διάταξη αυτή των στρωµάτων ήταν πολύ χαρακτηριστική και µπορούσε να εξηγηθεί µόνο µε την παραδοχή ότι τα µάρµαρα ήταν επωθηµένα επί του Νεογενούς. Αργότερα διαπίστωσα ότι παρόµοιες επωθήσεις υπήρχαν και σε άλλα σηµεία της Πάρου ή και σε γειτονικά νησιά. Οι παρατηρήσεις µου ήταν πολύ σαφείς και µε υποχρέωναν να υποθέσω ότι µεγάλες οριζόντιες επωθητικές κινήσεις, µε την µορφή καλυµµάτων, είχαν λάβει χώρα κατά την διάρκεια του Νεογενούς. Εποµένως, µέσα στο Νεογενές υπήρχε τουλάχιστον µια µεγάλη συµπιεστική φάση στην περιοχή του Αιγαίου. Αυτή η υπόθεση, όµως, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση µε την επικρατούσα, τότε, άποψη, ότι το Νεογενές είναι, γενικώς, µια περίοδος τεκτονικής ηρεµίας. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν, ακόµη και σήµερα, ότι το Νεογενές είναι περίοδος γενικής αποσυµπίεσης, σχηµατισµού κανονικών ρηγµάτων και κατακερµατισµού των πτυχωµένων αλπικών δοµών, που είχαν δηµιουργηθεί, προηγουµένως, στα όρια Ολιγοκαίνου - Μειοκαίνου. Λόγω έλλειψης άλλων σχετικών παρατηρήσεων, δεν µπόρεσα, τότε, να καταλήξω σε οριστικά συµπεράσµατα, όσον αφορά το θέµα των επωθήσεων των µαρµάρων επί του Νεογενούς, στην περιοχή του Αιγαίου. Αργότερα, όµως, όταν επισκέφθηκα και άλλες περιοχές της Ελλάδας όπως την Λοκρίδα, την Βόρεια Εύβοια, την Νάξο και την Κρήτη, µπόρεσα να τεκµηριώσω, χωρίς αµφιβολία, ότι το Μειόκαινο δεν ήταν περίοδος τεκτονικής ηρεµίας, αλλά ήταν περίοδος επωθήσεων. Κατά την εποχή αυτή, διάφοροι σχηµατισµοί (µάρµαρα, ασβεστόλιθοι και γνεύσιοι) επωθήθηκαν επάνω σε µολασσικά ιζήµατα του Νεογενούς. Προφανώς, οι επωθήσεις έγιναν κάτω από την επίδραση µεγάλων πλευρικών τάσεων, άρα το Νεογενές δεν µπορεί να θεωρείται, πλέον, ως περίοδος τεκτονικής ηρεµίας.
1.2.3. Τροιζηνία. Το τρίτο µη συµβατό φαινόµενο, που παρατήρησα, ήταν, το 1998, στην Τροιζηνία, στην περιοχή των λατοµείων ammonitico rosso του Άνω Φαναρίου, όπου διαπίστωσα ότι οι τριαδικοί νηριτικοί ασβεστόλιθοι της περιοχής βρίσκονταν επωθηµένοι επί µεγάλων οφιολιθικών µαζών (περιδοτιτών και σχιστοκερατόλιθων), των οποίων η ηλικία υποτίθεται ότι ήταν ιουρασική. Οι ασβεστόλιθοι, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, µπορούµε να υποθέσουµε, ότι ανήκαν στην Υποπελαγονική ή Πελαγονική ζώνη. Για το θέµα αυτό δεν γίνεται αναφορά στον γεωλογικό χάρτη κλίµακας 1:50.000 του ΙΓΜΕ, Φύλλο ΛΥΓΟΥΡΙΟΝ, αλλά προσδιορίζεται η ηλικία τους ως τριαδική. Οι παρατηρήσεις µου έρχονταν σε αντίθεση µε την γενικότερη άποψη, που επικρατούσε την εποχή εκείνη (και επικρατεί ακόµη και σήµερα), ότι, δηλαδή, οι οφιόλιθοι της Υποπελαγονικής ζώνης, επειδή είναι ιουρασικής ηλικίας, παρεµβάλλονται στρωµατογραφικά µεταξύ των ασβεστόλιθων του Τριαδικού και του Κρητιδικού. Ως προς την ορθότητα των παρατηρήσεών µου, όµως, δεν υπήρχε καµιά αµφιβολία, δεδοµένου ότι η εν λόγω επώθηση (τριαδικοί ασβεστόλιθοι επί οφιολίθων) υπήρχε χαρτογραφηµένη και στον γεωλογικό χάρτη του ΙΓΜΕ µε την µόνη διαφορά ότι στον χάρτη αυτόν η επώθηση αναφέρεται απλώς ως «τεκτονική επαφή». Σηµειώνω παρεµπιπτόντως, ότι, όπως παρατήρησα µεταγενέστερα, σε πολλούς χάρτες του ΙΓΜΕ, συστηµατικά χρησιµοποιείται ο γενικός όρος «τεκτονική επαφή» για τις επωθήσεις, που είναι µεν ορατές στο ύπαιθρο, αλλά είναι ασύµβατες µε τις στρωµατογραφικές στήλες των γνωστών τεκτονικών ζωνών. 1.3. Ηλικία των οφιόλιθων. Στο σηµείο αυτό, ανοίγω µια παρένθεση για να σηµειώσω, ότι η θεωρία περί ιουρασικής ηλικίας των οφιολίθων είναι πολύ παλαιά και πιθανότατα εισήχθη στην Ελλάδα από ξένους ερευνητές, που µελετούσαν τις Άλπεις. Η θεωρία αυτή έχει υποστηριχθεί και από τους Renz, Brunn, Aubouin και άλλους, χωρίς, µέχρι σήµερα, να έχει αµφισβητηθεί. Με την πάροδο του χρόνου, η µόνη διαφοροποίηση που υπέστη η αρχική θεωρία, ήταν σχετικά µε το ζήτηµα εάν οι οφιόλιθοι είναι αυτόχθονες ή αλλόχθονες σχηµατισµοί. Οι παλαιοί ερευνητές είχαν την άποψη ότι οι οφιόλιθοι σχηµατίσθηκαν συγχρόνως µε τα ιζηµατογενή πετρώµατα, µέσα στα γεωσύγκλινα. Μετά, όµως, την επικράτηση της θεωρίας της Τεκτονικής των Πλακών, οι νεότεροι ερευνητές διατύπωσαν την άποψη, ότι οι οφιόλιθοι έχουν αλλόχθονη προέλευση, δηλαδή είναι τµήµατα του πυθµένα ενός ωκεανού, τα οποία, κατά το στάδιο µιας ορογένεσης, επωθήθηκαν επάνω στα ιζηµατογενή πετρώµατα µιας γειτονικής ηπείρου. Η διαδικασία αυτή ονοµάσθηκε obduction και προτάθηκε από τον αµερικανό γεωλόγο Robert G. Coleman, στις αρχές της 10ετίας του 1970.
Έτσι, και στην περίπτωση της Ελλάδας, οι ερευνητές δέχθηκαν, ότι µια ορογένεση συνέβη κατά το Άνω Ιουρασικό Κάτω Κρητιδικό µε αποτέλεσµα οι οφιόλιθοι να αποβληθούν από τον ωκεανό, που βρισκόταν δίπλα στην Πελαγονική ζώνη, και να καλύψουν (ως τεκτονικό κάλυµµα) τα ιζήµατα που είχαν ήδη αποτεθεί επί της γειτονικής ηπείρου, όπου βρίσκονται και σήµερα. Η συγκεκριµένη ήπειρος πήρε και το όνοµα «Πελαγονική τριαδική ασβεστολιθική πλατφόρµα», διότι θεωρήθηκε ότι σε µεγάλο ποσοστό αποτελούταν από νηριτικούς ασβεστόλιθους του Τριαδικού. Βέβαια, η θεωρία της ύπαρξης µιας ορογενετικής φάσης που συνέβη µεταξύ Ιουρασικού και Κρητιδικού, είχε ήδη διατυπωθεί και από προηγούµενους ερευνητές. Η φάση αυτή είχε ονοµασθεί «Νεοκιµµερική» και ήταν γνωστή στην περιφέρεια του Ειρηνικού ωκεανού, όµως ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ευρώπη και την Ασία. Το κύριο επιχείρηµα που συνηγορούσε υπέρ της απόψεως ότι και στην Ελλάδα έδρασε η Νεοκιµµερική ορογένεση, ήταν η λεγόµενη «Κρητιδική Επίκλυση», δηλαδή µια ασυµφωνία που παρατηρείται στην βάση των κρητιδικών ασβεστόλιθων της ανατολικής Κεντρικής Ελλάδας µε τα υποκείµενα πετρώµατα. Ποια είναι, όµως, τα υποκείµενα πετρώµατα των κρητιδικών ασβεστόλιθων; Σύµφωνα µε τον Renz, που µελέτησε την Κεντρική και Νότια Ελλάδα, τα υποκείµενα των κρητιδικών ασβεστόλιθων στρώµατα αντιστοιχούν σε µια µεικτή σειρά πετρωµάτων, που ο ίδιος ονόµασε «Σχιστοκερατολιθική ιάπλαση µε Οφιόλιθους». Η σειρά αυτή αποτελούταν από δύο οµάδες πετρωµάτων, τα εκρηξιγενή και τα ιζηµατογενή, τα οποία είχαν εντελώς διαφορετική µεταξύ τους προέλευση. Τα ιζηµατογενή πετρώµατα της διάπλασης αντιστοιχούσαν, σε κλαστικά ιζήµατα (αργίλους, σχιστόλιθους και ψαµµίτες), τα οποία ο Renz υπέθετε, ότι προήλθαν από την ιζηµατογένεση των υλικών της διάβρωσης µιας νεοκιµµερικής οροσειράς, που είχε αναδυθεί στην περιοχή της Ελλάδας, πριν από το Άνω Κρητιδικό. ηλαδή αντιστοιχούσαν σε ένα είδος φλύσχη ιουρασικής κρητιδικής ηλικίας. ευτερευόντως, στην κλαστική αυτή σειρά ήταν δυνατόν να παρεµβάλλονται και οργανικά ιζήµατα µεγάλου βάθους (ραδιολαρίτες και πελαγικοί ασβεστόλιθοι). Όσον αφορά τα εκρηξιγενή πετρώµατα, κατά τον Renz, αυτά προέρχονταν από υποθαλάσσιες εκχύσεις βασαλτικού οφιολιθικού µάγµατος, που συνέβησαν στον πυθµένα του ωκεανού (ή γεωσυγκλίνου) ταυτόχρονα µε την διαδικασία απόθεσης των παραπάνω φλυσχοειδών πετρωµάτων. Έτσι, λοιπόν, ο Renz αποδεχόµενος την θεωρία της ύπαρξης της νεοκιµµερικής ορογένεσης κατάφερε να «ερµηνεύσει» την συνύπαρξη σχιστοκερατολιθικής και οφιολιθικής φάσης, υποστηρίζοντας ότι τα µεν ιζήµατα αποτελούσαν ένα είδος φλύσχη προερχόµενου από την αποσάθρωση της νεοκιµµερικής οροσειράς, τα δε εκρηξιγενή πετρώµατα προέρχονταν από το εσωτερικό της Γης. Μερικοί, όµως, ερευνητές αµφισβήτησαν την ορθότητα αυτών των απόψεων, δεδοµένου ότι ουδέποτε παρατηρήθηκαν φαινόµενα µεταµόρφωσης επαφής µεταξύ των ιζηµατογενών (φλυσχοειδών) και των εκρηξιγενών (οφιολιθικών) µελών της διάπλασης, που να αποδεικνύουν ότι πράγµατι αυτά τα πετρώµατα σχηµατίσθηκαν ταυτόχρονα.
Στην 10ετία του 1970, η εισαγωγή της θεωρίας της obduction, δηλαδή της τεκτονικής τοποθέτησης των οφιόλιθων επάνω στα ηπειρωτικά περιθώρια, έµοιαζε να δίνει τέλος στο πρόβληµα της απουσίας φαινοµένων µεταµόρφωσης επαφής. Σύµφωνα µε τις απόψεις αυτές, τα εκρηξιγενή µέλη της διάπλασης (οφιόλιθοι) σχηµατίσθηκαν, αρχικά, πολύ µακριά από τα ιζήµατα, στον πυθµένα των ωκεανών, και αργότερα µεταφέρθηκαν τοποθετήθηκαν τεκτονικώς επί των ιζηµατογενών πετρωµάτων της διάπλασης (φλυσχοειδών), που είχαν ήδη αποτεθεί κανονικά επί των περιθωρίων µιας γειτονικής ηπείρου. Έτσι, εξηγήθηκε «ικανοποιητικά» η απουσία φαινοµένων µεταµόρφωσης επαφής. Με άλλα λόγια, έγινε δεκτό ότι οι οφιόλιθοι έχουν ωκεάνια προέλευση, ενώ τα φλυσχοειδή έχουν ηπειρωτική προέλευση. Επιπροσθέτως, έγινε δεκτό ότι η τοποθέτηση των οφιολίθων επί των φλυσχοειδών έγινε κατά το τέλος του Ιουρασικού και µε αυτόν τον τρόπο «διασώθηκε» η παλαιά έποψη περί ιουρασικής ηλικίας των οφιόλιθων. 1.4. Στρωµατογραφική στήλη της Υποπελαγονικής. Σύµφωνα µε τα παραπάνω, εάν θέλαµε να αναπαραστήσουµε την στρωµατογραφική στήλη της Υποπελαγονικής, κατά το διάστηµα Τριαδικό Κρητιδικό, θα έπρεπε να βάλουµε από κάτω προς τα επάνω: α) ασβεστόλιθους του Τριαδικού, β) φλυσχοειδή (σχιστοκερατόλιθους), γ) επιφάνεια επώθησης, δ) οφιόλιθους (περιδοτίτες κλπ.), ε) επιφάνεια επίκλυσης, στ) κρητιδικούς ασβεστόλιθους. Στην περιοχή, όµως, της Τροιζηνίας, όπως προανέφερα, οι παρατηρήσεις µου δεν ταίριαζαν µε την παραπάνω στρωµατογραφική στήλη, διότι όλες έδειχναν ότι οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι της περιοχής ήταν επωθηµένοι επί των οφιόλιθων ή των σχιστοκερατόλιθων. Βέβαια, θα µπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι η επώθηση των τριαδικών ασβεστόλιθων επί των οφιόλιθων προκλήθηκε από µεταγενέστερα τεκτονικά φαινόµενα, τα οποία µας ήταν ακόµη άγνωστα. Επίσης, θα µπορούσε να υποθέσει κανείς ότι οι οφιόλιθοι της περιοχής ήταν προ-τριαδικής ηλικίας, όπως π.χ. συµβαίνει µε τους οφιόλιθους του Λιθανθρακοπέρµιου της Πάρνηθας. Αυτές, όµως οι υποθέσεις δεν έλυναν το πρόβληµα. Την εποχή εκείνη, το θέµα της ακριβούς στρωµατογραφικής θέσης των τριαδικών ασβεστόλιθων της Τροιζηνίας µέσα στην στρωµατογραφική στήλη ήταν επιτακτικό να λυθεί αµέσως, διότι έπρεπε να δώσω µιαν απάντηση σε ένα βασικό ερώτηµα που µε απασχολούσε, δηλαδή εάν κάτω από τους σχιστοκερατόλιθους ή οφιόλιθους της Τροιζηνίας υπήρχαν πράγµατι οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι, όπως προέβλεπαν οι παραπάνω θεωρίες, ή όχι. Εάν πραγµατικά υπήρχαν, µπορούσε κανείς να φανταστεί την δυνατότητα να κατασκευάσουµε γεωτρήσεις, οι οποίες αφού διαπέρναγαν το οφιολιθικό κάλυµµα, θα συναντούσαν, από κάτω, τους τριαδικούς ασβεστόλιθους, µέσα στους οποίους υπήρχαν πιθανώς εγκλωβισµένοι καρστικοί υδροφόροι ορίζοντες. ηλαδή το ενδιαφέρον µου για την στρωµατογραφία ξεκινούσε από καθαρά υδρογεωλογικούς προβληµατισµούς. 1.5. Οι πρώτες συστηµατικές έρευνές µου.
Συνεχίζοντας τις χαρτογραφήσεις µου στην Τροιζηνία, βεβαιώθηκα, ότι οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι της περιοχής βρίσκονταν πάντα επωθηµένοι επί των οφιόλιθων και των σχιστοκερατόλιθων. Άρχισα, τότε, να έχω αµφιβολίες ως προς την ορθότητα της θεωρίας της obduction των οφιόλιθων, που ανέφερα πιο πάνω, σύµφωνα µε την οποία οι οφιόλιθοι θα έπρεπε να υπέρκεινται τεκτονικώς των τριαδικών ασβεστόλιθων. Έτσι, ξεκίνησα να ταξιδεύω στην Ελλάδα και να αναζητώ θέσεις, όπου µπορούσα να παρατηρήσω τις επαφές µεταξύ οφιόλιθων και ασβεστόλιθων και να καταγράφω το είδος των επαφών και τα διάφορα συναφή φαινόµενα. ιευκρινίζω εδώ, για να γίνω πιο κατανοητός, ότι αναφέροµαι στους ασβεστόλιθους, οι οποίοι στην βιβλιογραφία είναι γνωστοί ως ασβεστόλιθοι της Υποπελαγονικής ζώνης (κατά Aubouin και Μαράτο). Οι αναζητήσεις µου είχαν πάντα ένα στόχο: την διάψευση ή την επαλήθευση της θεωρίας περί ιουρασικής ηλικίας ή τοποθέτησης των οφιόλιθων. Όπως ήταν φυσικό, οι αναζητήσεις µου ξεκίνησαν από την Ανατολική Κεντρική Ελλάδα, όπου αφθονούν οι εµφανίσεις οφιόλιθων. ιαπίστωσα, σιγά - σιγά, ότι στην Ανατολική Ελλάδα οι ασβεστόλιθοι, που αναφέρονται στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ ως ασβεστόλιθοι του Κρητιδικού, δεν είναι επικλυσιγενείς αλλά είναι πάντοτε επωθηµένοι επί της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης µε οφιόλιθους. ηλαδή, η περίφηµη Κρητιδική Επίκλυση, ουσιαστικά δεν υπήρχε, αλλά ήταν µια επινόηση, που στόχο είχε να εξυπηρετήσει την θεωρία περί της ύπαρξης της Νεοκιµµερικής ορογένεσης στην Ελλάδα. Παρακολουθώντας την βάση των άλλων ασβεστολιθικών εµφανίσεων και ιδιαίτερα των τριαδικών, διαπίστωσα, ότι και αυτοί οι ασβεστόλιθοι είναι πάντοτε επωθηµένοι επί µιας άλλης φλυσχοειδούς σχιστολιθικής ενότητας που ονοµάζεται συνήθως στην βιβλιογραφία Λιθανθρακοπέρµιο ή Περµοτριαδική Ακολουθία. Σύµφωνα µε τις παρατηρήσεις µου, υπήρχε µια αναλογία µεταξύ όλων των εµφανίσεων των µεσοζωικών ασβεστόλιθων, που µπορούσε να συνοψισθεί σε µια φράση: Όλοι οι µεσοζωικοί ασβεστόλιθοι της Ανατολικής Ελλάδας ήταν επωθηµένοι, άλλοτε επί της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης και άλλοτε επί της περµοτριαδικής ακολουθίας. Με άλλα λόγια, όλοι οι ασβεστόλιθοι ήταν επωθηµένοι επί δύο διαφορετικών ενοτήτων ιζηµάτων φλυσχοειδούς µορφής, τα οποία, σύµφωνα µε τις ισχύουσες τότε απόψεις, αντιστοιχούσαν σε κλαστικά ιζήµατα προερχόµενα από την αποσάθρωση παλαιών γειτονικών οροσειρών. Υπήρχε, όµως, και ένα παράδοξο φαινόµενο στις παρατηρήσεις µου, που κέντρισε την περιέργειά µου: Όλοι οι σχηµατισµοί, που έβλεπα στο ύπαιθρο και αναφέρονταν στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ ως ενότητα της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης µε οφιόλιθους, έµοιαζαν καταπληκτικά µε τους σχηµατισµούς που αναφέρονταν στους χάρτες ως ενότητα της περµοτριαδικής ακολουθίας. ηλαδή, και οι δύο ενότητες αποτελούνταν από σχιστόλιθους, ενίοτε ελαφρά µεταµορφωµένους, και από λάβες, οφιόλιθους και κερατόλιθους. Τελικά, τα λιθολογικά χαρακτηριστικά των δύο ενοτήτων ήταν πανοµοιότυπα.
Το σηµαντικότερο όµως ήταν, ότι οµοιότητα υπήρχε και στους µυλονίτες της βάσης των επωθηµένων ασβεστόλιθων, ανεξάρτητα εάν οι υπερκείµενοι ασβεστόλιθοι ήταν τριαδικοί ή κρητιδικοί. Μάλιστα, το υψόµετρο των δύο επιφανειών επώθησης συνέπιπτε συνήθως. Η παρατήρηση αυτή, µου δηµιουργούσε την αίσθηση, ότι τόσο οι τριαδικοί, όσο και οι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι είχαν επωθηθεί ταυτόχρονα επάνω στα ιζήµατα φλυσχοειδούς σύστασης (Περµοτριαδική ακολουθία και Σχιστοκερατολιθική ιάπλαση). Όλα τα παραπάνω, βέβαια, θα µπορούσαν να έχουν µια λογική εξήγηση και πράγµατι να είχε συµβεί µια επώθηση των τριαδικών ασβεστόλιθων επί της περµοτριαδικής διάπλασης και αργότερα µια επώθηση των κρητιδικών ασβεστόλιθων επί της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης. Όµως, υπήρχε κάτι, που δεν ήταν δυνατόν να εξηγηθεί εύκολα και αυτό ήταν ο καθορισµός της στρωµατογραφικής θέσης των οφιόλιθων. Οι σύγχρονοι ερευνητές, όπως ανέφερα στην παράγραφο 1.3, δέχονται ότι οι οφιόλιθοι είναι αλλόχθονες ωκεάνιοι σχηµατισµοί, που τοποθετήθηκαν κατά το τέλος του Ιουρασικού επί των τριαδικο-ιουρασικών ασβεστόλιθων της ζώνης Ανατολικής Ελλάδας, ακολουθώντας την διαδικασία της obduction. Όµως εγώ, στις διάφορες περιοδείες µου, δεν διαπίστωνα τα παραπάνω. Αντίθετα, έβλεπα, ότι οφιόλιθοι, ακριβώς ίδιοι µε τους «ιουρασικούς», υπήρχαν και µέσα στην περµοτριαδική διάπλαση να υπόκεινται των τριαδικών ασβεστόλιθων. Τι συνέβαινε, λοιπόν; Είχαµε µια τοποθέτηση οφιόλιθων (obduction) και πριν από το Τριαδικό; Αυτό έµοιαζε να είναι εντελώς απίθανο. ιότι, το γεωλογικό µου ένστικτο δεν µπορούσε να παραδεχθεί ότι ήταν δυνατόν να έχουµε δύο διαφορετικές εκβολές οφιολίθων από ωκεανούς, οι οποίες να έχουν επαναληφθεί σε διαφορετικές εποχές και µάλιστα στην ίδια περιοχή της Γης. Ήµουν σίγουρος ότι κάτι άλλο συνέβαινε. 1.6. Η λύση του αινίγµατος. Το κλειδί στην λύση του παραπάνω αινίγµατος µου το έδωσε µια διαδροµή στην Πάρνηθα, στο Κάστρο της Φυλής, το 2003. Παρατήρησα τότε, ότι επί ενός σχηµατισµού, που στον χάρτη του ΙΓΜΕ αναφερόταν ως φλύσχης, υπήρχαν επωθηµένοι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι. Ο φλύσχης αυτός είχε τα χαρακτηριστικά του σχιστόλιθου των Αθηνών, επάνω στον οποίο, ως γνωστόν, βρίσκονται επωθηµένοι οι κρητιδικοί ασβεστόλιθοι των λόφων της Αθήνας (Ακρόπολη, Λυκαβηττός, Τουρκοβούνια). Τότε, αντιλήφθηκα, για πρώτη φορά, ότι τρεις φλυσχοειδείς ενότητες, που αναφέρονταν από τον Renz ότι εµφανίζονται στην Κεντρική Ανατολική Ελλάδα, δηλαδή α) τα Λιθανθρακοπέρµια στρώµατα (ή Περµοτριαδική ακολουθία), β) η Σχιστοκερατολιθική ιάπλαση µε Οφιόλιθους και γ) ο Φλύσχης (της Υποπελαγονικής ή του Παρνασσού), στην πραγµατικότητα αποτελούν όλες µαζί µια ενότητα, επάνω στην οποία έχουν επωθηθεί όλοι οι µεσοζωικοί ασβεστολιθικοί σχηµατισµοί της Αττικής, της Βοιωτίας και γενικότερα της
Υποπελαγονικής ζώνης. Σύµφωνα µε όλες τις παρατηρήσεις, που είχα µέχρι τότε, στην ίδια ενότητα µε τα φλυσχοειδή θα έπρεπε να περιληφθεί και ο Σχιστόλιθος των Αθηνών, ο οποίος δεν ήταν τίποτα άλλο παρά µια ηµιµεταµορφωµένη παραλλαγή της Σχιστοκερατολιθικής ιάπλασης µε Οφιόλιθους ή της Περµοτριαδικής Ακολουθίας. Επιπροσθέτως, αντιλήφθηκα, ότι οι τέσσερις φλυσχοειδείς ενότητες (Λιθανθρακοπέρµιο, Σχιστοκερατολιθική ιάπλαση, Φλύσχης και Σχιστόλιθος των Αθηνών) δεν είχαν προέλευση κλαστική - ηπειρωτική, όπως υπέθεταν οι Renz, Aubouin και Μαράτος, αλλά προέλευση ωκεάνια (αβυσσική). Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πάντα τα φλυσχοειδή αυτά πετρώµατα συνοδεύονται και από οφιόλιθους, που αναµφισβήτητα έχουν ωκεάνια προέλευση. Το λάθος των ερευνητών, τόσο της εποχής εκείνης (δεκαετία 1950), όσο και της σηµερινής, είναι ότι θεωρούσαν και θεωρούν τα παραπάνω πετρώµατα ως «κλαστικούς» σχηµατισµούς προερχόµενους από την αποσάθρωση παλαιών οροσειρών, που είχαν σχηµατισθεί σε τρεις διαφορετικές εποχές: α) τα µεταµορφωµένα τα θεωρούσαν ότι είχαν παλαιοζωική (περµική) ηλικία, β) τα ηµιµεταµορφωµένα ότι είχαν µεσοζωική (ιουρασική) ηλικία και γ) τα αµεταµόρφωτα (φλυσχοειδή) ότι είχαν καινοζωική ηλικία. Ο ίδιος ο Renz είχε αντιληφθεί ότι υπήρχαν οφιόλιθοι µέσα και στις τρεις αυτές ενότητες πετρωµάτων και για τον λόγο αυτό είχε υποστηρίξει, ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές περίοδοι οφιολιθικών εκχύσεων µέσα στα κλαστικά ιζήµατα, δηλαδή εκχύσεις παλαιοζωικής, µεσοζωικής και καινοζωικής ηλικίας. Επίσης, πρέπει να προσθέσουµε ότι ο Renz θεωρούσε ότι η δηµιουργία κάθε µιας από τις «κλαστικές» σειρές οφειλόταν και σε µια διαφορετική ανάδυση ενός τµήµατος της Ελλάδας, δηλαδή σε µιαν άλλη ορογένεση. Έτσι, κατέληγε στο συµπέρασµα ότι είχαν γίνει τρεις διαδοχικές ορογενέσεις στην Ανατολική Ελλάδα: η πρώτη στο Πέρµιο, η δεύτερη στο Ιουρασικό και η τρίτη (η κυρίως αλπική) στο Ηώκαινο - Ολιγόκαινο. Με βάση τις δικές µου αντιλήψεις, που ανέφερα παραπάνω, οι τρεις «κλαστικές-ηπειρωτικές» ενότητες του Renz συγχωνεύονται σε µία µόνο «ωκεάνια εκρηξιγενή και ιζηµατογενή» ενότητα, η οποία έχει τις εξής ιδιότητες: Α) Από πετρολογικής απόψεως, έχει τα χαρακτηριστικά ενός ωκεάνιου πυθµένα, όπου συνυπάρχουν διάφορα εκρηξιγενή πετρώµατα. Τέτοια πετρώµατα είναι οι περιδοτίτες, οι βασάλτες, οι λάβες και οι τόφφοι, οι οφιόλιθοι κλπ. Β) Εκτός από εκρηξιγενή πετρώµατα, η νέα ωκεάνια ενότητα έχει και ιζηµατογενή και αυτά αντιστοιχούν στον φλύσχη ή σε διάφορες φλυσχοειδείς παραλλαγές του. Μέχρι σήµερα, ο φλύσχης θεωρείται ως «κλαστικό» ίζηµα προερχόµενο από την αποσάθρωση αναδυοµένων οροσειρών. Η δική µου αντίληψη είναι ότι ο φλύσχης είναι ίζηµα «αβυσσικού περιβάλλοντος», που σχηµατίσθηκε στον πυθµένα των ωκεανών, σε πολύ µεγάλες αποστάσεις από τις ηπείρους και σε συνθήκες που δεν έχουν καµία σχέση µε την ορογένεση. Γ) Σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις που έχω, ο φλύσχης έχει αποτεθεί επάνω από τα εκρηξιγενή πετρώµατα που συγκροτούν την βαθύτερη στοιβάδα του ωκεάνιου φλοιού. Αυτή βέβαια η νέα αντίληψη, θα πρέπει να οδηγήσει σε επαναπροσδιορισµό του ρόλου του φλύσχη, µέσα
στο τεκτονικό οικοδόµηµα της Ελλάδος, πράγµα ιδιαίτερα σηµαντικό για τις περιοχές της υτικής Ελλάδας, όπου αφθονεί ο φλύσχης και οι ασβεστολιθικές ενότητες Πίνδου, Γαβρόβου και Ιονίου. ) Από απόψεως τεκτονικής θέσεως, πρέπει να διευκρινισθεί ότι η νέα ωκεάνια ενότητα αποτελεί το ενιαίο υπόβαθρο επάνω στο οποίο επωθήθηκαν όλοι οι µεσοζωικοί ασβεστόλιθοι της Ελλάδας, καθώς και άλλα πετρώµατα που θα δούµε λεπτοµερέστερα παρακάτω. Εποµένως δεν τίθεται πλέον θέµα προσδιορισµού της στρωµατογραφικής θέσης των τριαδικών, ιουρασικών και κρητιδικών ασβεστόλιθων της Υποπελαγονικής ζώνης ή των άλλων ζωνών. Ε) Όλα τα ασβεστολιθικά πετρώµατα αποτελούν αλλόχθονες σχηµατισµούς που προέρχονται από την ιζηµατογένεση που έγινε σε αβαθείς θάλασσες, σε περιβάλλον ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, δηλαδή σε περιβάλλον άσχετο προς το περιβάλλον σχηµατισµού των οφιολίθων και του φλύσχη. Η σηµερινή ανάµιξη των πετρωµάτων ηπειρωτικής και ωκεάνιας προέλευσης, που παρατηρείται µέσα στις οροσειρές, οφείλεται στο γεγονός ότι οι ασβεστόλιθοι επωθήθηκαν επάνω στο ενιαίο φλυσχοειδές - οφιολιθικό υπόβαθρο της Ελλάδας, σχετικά πρόσφατα (κατά το τέλος του Μειοκαίνου) και σχηµάτισαν διάφορα τεκτονικά καλύµµατα, τοποθετηµένα το ένα δίπλα στο άλλο. Οι έρευνές µου έχουν προχωρήσει ήδη αρκετά και διαπίστωσα, ότι όλοι οι ασβεστόλιθοι των δυτικών ζωνών της Ελλάδας (Πίνδου, Τρίπολης και Ιονίου) βρίσκονται επωθηµένοι επί ενός και µόνο φλύσχου, που συνήθως αναφέρεται στην βιβλιογραφία σαν φλύσχης της Πίνδου ή της Ιονίου ζώνης. Παρακάτω, για να µην υπάρξει παρεξήγηση, χρησιµοποιώ τον όρο «φλυσχοειδή» πετρώµατα, αντί του όρου «κλαστικά», για τα αβυσσικά ιζήµατα, επειδή ο όρος «κλαστικά» παραπέµπει σε έννοιες αποσάθρωσης και µεταφοράς υλικών, που δεν έχουν σχέση µε το αβυσσικό περιβάλλον. Εποµένως, τα «φλυσχοειδή» πετρώµατα, σύµφωνα µε την δική µου ορολογία, είναι τα πυριτικά ιζήµατα (άργιλοι και ψαµµίτες), που σχηµατίσθηκαν σε πολύ µεγάλο βάθος από την κατακρήµνιση των πυριτικών σωµατιδίων που αιωρούνται µέσα στο θαλασσινό νερό. Όπως θα δούµε παρακάτω, ο ρόλος του «κλαστικού» ιζήµατος, δηλαδή του πετρώµατος που σχηµατίζεται από την ανάδυση και αποσάθρωση γειτονικών ηπείρων, σύµφωνα µε την δική µου ορολογία, περιορίζεται πλέον µόνο στην µολάσσα. Έτσι υπάρχει σαφής διαχωρισµός, ως προς την γένεση των πετρωµάτων αυτών, µεταξύ του «φλύσχη» και της «µολάσσας». 1.7. Τα πρώτα γενικά συµπεράσµατα. Για να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τις παραπάνω απόψεις ή υποθέσεις µου, άρχισα, στην συνέχεια, να επισκέπτοµαι και να χαρτογραφώ συστηµατικά περιοχές, όπου οι ασβεστόλιθοι ή τα µάρµαρα διαφόρων ενοτήτων (Πελαγονικής, Τρίπολης, Πίνδου, Γαβρόβου, Ιονίου) έρχονταν σε επαφή µε σχιστολιθικά, φλυσχικά ή οφιολιθικά πετρώµατα και να ελέγχω το είδος της επαφής και την σχετική θέση των διαφόρων ενοτήτων. ιαπίστωσα, ότι παντού στην Ελλάδα οι ασβεστόλιθοι και ορισµένα µεταµορφωµένα πετρώµατα, όπως τα µάρµαρα και οι γνεύσιοι, που τα συνοδεύουν, σχηµατίζουν τεκτονικά καλύµµατα και κατέχουν την ανώτερη θέση στην στρωµατογραφική στήλη. Αντίθετα, οι σχιστοκερατόλιθοι, οι οφιόλιθοι και ο φλύσχης, καταλαµβάνουν πάντα την κατώτερη θέση
και παίζουν τον ρόλο του υποβάθρου. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι η κατώτερη σειρά, σε ορισµένες περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Κρήτη, Πελοπόννησος) εµφανίζεται ελαφρά έως µέτρια µεταµορφωµένη. Αυτό το χαρακτηριστικό οδήγησε τους παλαιότερους ερευνητές στην λανθασµένη άποψη ότι το υπόβαθρο της Ελλάδας αποτελείται από µεταµορφωµένα παλαιοζωικά πετρώµατα, που ανήκουν στην ασπίδα (Kraton) της Ευρώπης, δηλαδή αποτελείται από ηπειρωτικό φλοιό. Σύµφωνα, όµως, µε τις παρατηρήσεις µου και όσα ανέφερα πιο πάνω, στην πραγµατικότητα το υπόβαθρο της Ελλάδας αποτελείται από ωκεάνιο φλοιό, ο οποίος εν µέρει µπορεί να παρουσιάζεται σήµερα ελαφρά ή µέτρια µεταµορφωµένος. Το σηµείο αυτό είναι κεφαλαιώδους σηµασίας για την κατανόηση της ορογένεσης στην Ελλάδα. Παράλληλα άρχισα να εξετάζω και την τεκτονική θέση των νεογενών σχηµατισµών και ιδίως της µολάσσας. Πολύ γρήγορα διαπίστωσα, ότι πάντα οι ασβεστόλιθοι και τα µάρµαρα των τεκτονικών καλυµµάτων είναι επωθηµένα, όχι µόνο επί του ωκεάνιου υποβάθρου, αλλά και επί του Νεογενούς, πράγµα που είχα παρατηρήσει και πριν από πολλά χρόνια στην Πάρο. Με την πάροδο του χρόνου, συνειδητοποίησα ότι τα τεκτονικά καλύµµατα πρέπει να τοποθετήθηκαν στον ελληνικό χώρο κατά το τέλος του Μειοκαίνου (Μεσσήνιο). Αυτό συνάγεται από την παρατήρηση, ότι τα νεότερα στρώµατα του υποβάθρου, που συναντούµε κάτω από τις επιφάνειες επώθησης είναι συνήθως Μεσσηνίου ηλικίας. Πιο συγκεκριµένα, µπορούµε να πούµε, ότι, στα αρχικά στάδια της ορογένεσης, δηλαδή κατά την έναρξη των οριζόντιων συµπιέσεων, τα µεσοζωικά ασβεστολιθικά πετρώµατα µιας ή περισσότερων πλατφόρµων, που σχηµατίσθηκαν στο ηπειρωτικό περιθώριο, επωθήθηκαν επί των οφιόλιθων, του φλύσχου και του Νεογενούς (Μειοκαίνου) ενός γειτονικού ωκεανού σχηµατίζοντας τα αναφερθέντα καλύµµατα. Πιθανότατα, ο πυθµένας του ωκεανού να είχε ήδη αρχίσει, αρκετά νωρίτερα, να ανυψώνεται και να µετατρέπεται σε θάλασσα µικρού βάθους ή και να είχε αναδυθεί τελείως. Αυτό συνάγεται από την παρατήρηση, ότι σε πολλά σηµεία της Ελλάδας η βάση του Νεογενούς εµφανίζεται να είναι επικλυσιγενής επί του φλύσχου και µάλιστα µε συµφωνία στρώσης ή παρεµβολή στρωµάτων ενδιάµεσης σύστασης µεταξύ φλύσχου και µολάσσας. Τέτοιο παράδειγµα αποτελούν οι µάργες του Επταχωρίου, στην υτική Μακεδονία, που επικάθονται κατ ευθείαν (και σε συµφωνία) επάνω στον λεγόµενο φλύσχη της Πίνδου. Οι επωθήσεις των αλλόχθονων ασβεστολιθικών καλυµµάτων επί του υποβάθρου έγιναν σχετικά εύκολα, διότι η επιφάνεια επί της οποίας ολίσθησαν ή σύρθηκαν οι ασβεστόλιθοι, ήταν σχεδόν επίπεδη και οριζόντια. Κατά την φάση αυτή, µπορούµε να φανταστούµε, ότι οι επιφάνειες επώθησης ήταν επίπεδες και σε µικρό υψόµετρο. Τα ασβεστολιθικά καλύµµατα φαίνεται ότι είχαν διαφορετικές αρχικές προελεύσεις. ιακρίνουµε µη µεταµορφωµένους ασβεστόλιθους, που ανήκουν στις γνωστές ενότητες Υποπελαγονικής, Παρνασσού, Πίνδου, Τρίπολης, Γαβρόβου και Ιονίου, καθώς και µεταµορφωµένους ασβεστόλιθους, όπως είναι τα µάρµαρα Κοζάνης, Καβάλας, Θάσου, Πηλίου, Πεντέλης, Υµηττού, Πάρου, Νάξου κλπ. Στα µεταµορφωµένα καλύµµατα περιλαµβάνεται και η σειρά των Plattenkalk της Κρήτης και του Πάρνωνα ή Ταΰγετου. Κάθε µια από τις παραπάνω ασβεστολιθικές αλλόχθονες ενότητες έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, λιθολογικά, παλαιοντολογικά και τεκτονικά, που µας επιτρέπουν να τις διακρίνουµε µεταξύ τους. Π.χ. οι ασβεστόλιθοι της Πίνδου είναι κοκκινωποί ή λευκοί,
µαργαϊκοί, λεπτοπλακώδεις, µε παρεµβολές ραδιολαριτών στα κατώτερα στρώµατά τους και, κυρίως, έντονα πτυχωµένοι πρωτογενώς µε µικροπτυχές ακτίνας καµπυλότητας της κλίµακας των 20 100 µ. Η ηλικία τους είναι κρητιδική ηωκαινική. Γενικά µπορούµε να τους χαρακτηρίσουµε ως πελαγικής φάσης. Ως πρωτογενείς πτυχώσεις εννοούµε τις πτυχώσεις που προκλήθηκαν µέσα στην επωθούµενη ασβεστολιθική µάζα κατά το στάδιο της µεταφοράς και της τοποθέτησης του καλύµµατος, σε αντιδιαστολή προς τις κύριες ορογενετικές πτυχώσεις, που συνέβησαν λίγο αργότερα - αφού είχαν τοποθετηθεί τα καλύµµατα - και οι οποίες παραµόρφωσαν ολόκληρο τον φλοιό της Γης, επιδρώντας ταυτόχρονα και επί του ωκεάνιου υποβάθρου και επί των ασβεστολιθικών καλυµµάτων. Η ύπαρξη πρωτογενών πτυχώσεων είναι χαρακτηριστικό γνώρισµα των ασβεστόλιθων της Πίνδου, οι οποίοι φαίνεται ότι παρουσίαζαν µεγάλη ευκαµψία και παραµορφώνονταν εύκολα κάτω από την επίδραση των οριζόντιων τάσεων, στις οποίες οφείλονταν η µετακίνηση και τοποθέτηση του καλύµµατος. Σε αντίθεση µε του ασβεστόλιθους της Πίνδου, οι ασβεστόλιθοι της Υποπελαγονικής και του Παρνασσού είναι παχυστρωµατώδεις, χρώµατος γκρίζου, λευκού ή κιτρινωπού, ελάχιστα πτυχωµένοι πρωτογενώς, τριαδικής έως ηωκαινικής ηλικίας. Γενικά, µπορούµε να τους χαρακτηρίσουµε ως νηριτικής φάσης. Μεταξύ τους, οι ασβεστόλιθοι της Υποπελαγονικής και του Παρνασσού, δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές. Μπορούµε να πούµε ότι ανήκουν στην ίδια γεωτεκτονική ενότητα. Η παρουσία των βωξιτών, που παλαιότερα χαρακτήριζε την ζώνη του Παρνασσού, δεν µπορεί να χαρακτηρισθεί πλέον ως γνώρισµα της ζώνης του Παρνασσού. Όπως θα δείξω παρακάτω, οι βωξίτες δεν παρεµβάλλονται µέσα στους ασβεστόλιθους ούτε αποτελούν τµήµα του επωθηµένου ασβεστολιθικού καλύµµατος του Παρνασσού. Στην πραγµατικότητα είναι λατεριτικά κοιτάσµατα εγκλωβισµένα στην ζώνη της επώθησης, µεταξύ του υποκείµενου φλύσχου ή της σχιστοκερατολιθικής διάπλασης και του υπερκείµενου ασβεστολιθικού καλύµµατος. Υπενθυµίζουµε, άλλωστε, ότι βωξίτες υπάρχουν και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας, εκτός Παρνασσού. Μετά την τοποθέτηση των αλλόχθονων καλυµµάτων, δηλαδή µετά το Μεσσήνιο, η κατάσταση στην περιοχή της Ελλάδας άλλαξε απότοµα. Κάτω από την επίδραση µιας πολύ σηµαντικής και άνευ προηγούµενου συµπιεστικής φάσης, όλες η µέχρι τότε σχηµατισθείσες δοµές, περιλαµβανοµένων των καλυµµάτων πτυχώθηκαν σαν ένα σύνολο. Κατά την άποψή µου, η φάση αυτή αποτελεί και την κύρια ορογενετική φάση της Ελλάδας στα πλαίσια της λεγόµενης Αλπικής Ορογένεσης και κατά πάσα πιθανότητα σηµειώθηκε στο Κάτω Πλειόκαινο. Έτσι δηµιουργήθηκαν µεγάλα αντίκλινα, που αντιστοιχούν στις σηµερινές οροσειρές. Η ακτίνα καµπυλότητας των αντικλίνων αυτών είναι χιλιοµετρικών διαστάσεων, δηλαδή της τάξης των 5 100 χλµ.
Η Πίνδος αποτελεί, χωρίς αµφιβολία, το µεγαλύτερο σε µήκος και πλάτος αντίκλινο, που σχηµατίσθηκε στην Ελλάδα. Μικρότερο σε οριζόντιες διαστάσεις, αλλά µε µεγαλύτερο, ίσως, ύψος είναι το αντίκλινο του Ολύµπου. Λόγω της ορογένεσης και του σχηµατισµού των µεγάλων αντικλίνων, τα ασβεστολιθικά καλύµµατα µαζί µε το ωκεάνιο υπόβαθρό τους ανυψώθηκαν σηµαντικά. Η βάση των ασβεστόλιθων από το επίπεδο της θάλασσας περίπου, όπου βρισκόταν προηγουµένως, έφθασε και ξεπέρασε σε ορισµένες περιπτώσεις το υψόµετρο των 1500 µ. Αυτό το φαινόµενο παρατηρείται χαρακτηριστικά στον Όλυµπο, τον Παρνασσό, τον Τυµφρηστό, τα Τζουµέρκα, την Πάρνηθα και σε όλα σχεδόν τα µεγάλα βουνά της Ελλάδας. Έτσι εξηγείται και η πολύ διαδοµένη παρατήρηση ότι οι βουνοκορφές της Ελλάδας σχηµατίζονται συνήθως από ασβεστολιθικά πετρώµατα. Ένα άλλο σηµαντικό χαρακτηριστικό της ορογένεσης είναι ότι στις µεταξύ των οροσειρών περιοχές δεν σχηµατίσθηκαν µεγάλα σύγκλινα ή βυθίσµατα, όπως ίσως θα περίµενε κανείς. Φαίνεται ότι οι περιοχές αυτές ήταν αδύνατον να βυθισθούν και έµειναν στην θέση τους, σχεδόν επίπεδες και οριζόντιες και σε πολύ χαµηλά υψόµετρα. Σήµερα, οι περιοχές αυτές αντιστοιχούν στις µεγάλες πεδιάδες της χώρας, όπως είναι η Θεσσαλία, η Κωπαΐδα, το Αργολικό πεδίο, τα Μεσόγεια Αττικής κλπ. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρω, ότι υπάρχουν και ορισµένες παλαιές αντιλήψεις, πολύ διαδεδοµένες, σχετικά µε την γεωλογία της Ελλάδας, οι οποίες διαψεύσθηκαν από τις παρατηρήσεις µου. Για παράδειγµα αναφέρω χαρακτηριστικά, ότι κατά τις περιοδείες µου στην Ελλάδα, ουδέποτε συνάντησα φλύσχη να καλύπτει µε κανονική επαφή µεσοζωικά ανθρακικά πετρώµατα. Αντίθετα, παρατήρησα ότι πάντα ο φλύσχης υπόκειται τεκτονικά των ασβεστόλιθων. Το ίδιο συµβαίνει και µε τους µειοκαινικούς µολασσικούς σχηµατισµούς. Ουδέποτε παρατήρησα νεογενή µολασσικά πετρώµατα να έχουν αποτεθεί κανονικά (µε επίκλυση) επάνω σε µεσοζωικούς ασβεστόλιθους. Αντίθετα, οι µολάσσες εµφανίζονται πάντα επικλυσιγενείς µόνο επί των οφιολιθικών και σχιστολιθικών ωκεάνιων πετρωµάτων, ενώ πάντοτε υπόκεινται τεκτονικά των ασβεστολιθικών καλυµµάτων. Οι παραπάνω ανακαλύψεις διευκρινίζουν θέµατα που σχετίζονται µε την Γεωλογία της Ελλάδας και απαντούν σε ερωτήµατα που παρέµεναν χωρίς απάντηση επί πολλά χρόνια µέχρι σήµερα. Πιστεύω, όµως, επί πλέον, ότι οι ανακαλύψεις αυτές ανοίγουν νέους ορίζοντες για την κατανόηση των διαδικασιών της Αλπικής Ορογένεσης, στα πλαίσια, φυσικά, της Θεωρίας Τεκτονικής των Πλακών. Έτσι, µετά από µια δεκαετία συνεχών αναζητήσεων, έφθασα στην σηµερινή εποχή, όπου, αισθάνοµαι την ανάγκη να γράψω το άρθρο αυτό, µε την ελπίδα ότι θα µεταβιβάσω στον αναγνώστη µου ορισµένες από τις παρατηρήσεις µου, µαζί µε τα συµπεράσµατα στα οποία κατέληξα. Όπως είναι φυσικό να συµβαίνει σε κάθε παρόµοια έρευνα, που βρίσκεται εν εξελίξει, επιφυλάσσοµαι στο µέλλον να αναπτύξω περαιτέρω ορισµένα κεφάλαια. 2. Περί ορογενέσεων
2.1. Κλασσικές απόψεις για την ελληνική ορογένεση. Η γεωλογική δοµή της Ελλάδας, έτσι όπως αναφέρεται σήµερα στα πανεπιστηµιακά συγγράµµατα και στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ, φαίνεται ότι άρχισε να ξεκαθαρίζει κατά την περίοδο 1950-1960, όταν οι Renz και Aubouin πρότειναν ένα θεωρητικό µοντέλο, για να ερµηνεύσουν την υποδιαίρεση του ελληνικού χώρου σε Γεωτεκτονικές Ζώνες. Η υποδιαίρεση αυτή βασιζόταν στις εργασίες παλαιότερων ερευνητών και ακολουθούσε τις ιδέες που επικρατούσαν την εποχή εκείνη σχετικά µε την γεωλογία των Άλπεων και την υποδιαίρεσή τους σε γεωτεκτονικές ζώνες. Ο Renz άρχισε τις έρευνές του από την Κέρκυρα, το 1903. Πολύ αργότερα συστηµατοποίησε τα αποτελέσµατα των ερευνών του στα εξής έργα του: Α) Renz C. (1940). Die Tektonik der griechischen Gebirge. Pragm. Acad. Athinon, 8, 171 S., Athen. Β) Ρεντζ Κ. (1953). Τεκτονική της Ελλάδος (Μετάφραση Α.. Χαραλάµπους), 240 σελ. Γ) Renz C. (1955). Die vorneogene Stratigraphie der normalsedimentären Formationen Griechenlands. Inst. Geol. Sub. Res., 637 p., Athens. Στα παραπάνω έργα του, ο Renz αναφέρει λεπτοµερώς τα στρωµατογραφικά χαρακτηριστικά των ζωνών Παξών, Αδριατικοϊονίου, Τρίπολης, Πίνδου, Παρνασσού, Ανατολικής Ελλάδας κλπ. Οι έννοιες α) του φλύσχη, που αποτελεί το τελευταίο ίζηµα κάθε ζώνης, β) της διάδοσης της ορογένεσης από τα ανατολικά προς τα δυτικά, γ) της επώθησης των ανατολικών ζωνών επί των δυτικότερων, δ) της υποδιαίρεσης της ζώνης της Πίνδου σε λέπια κλπ. αναφέρονται µε λεπτοµέρειες στο έργο του. Έχω την άποψη, ότι ο Renz θα µπορούσε να θεωρηθεί ως ο πατέρας της σύγχρονης γεωλογίας της Ελλάδας. Ο Aubouin συνέχισε το έργο του Renz, δίνοντας ιδιαίτερη έµφαση στην παλαιογεωγραφία και στην τεκτονική εξέλιξη της Ελλάδας. Ξεκίνησε τις έρευνές του το 1954, σε ηλικία 26 ετών, χαρτογραφώντας την Κεντρική Πίνδο. Τα αποτελέσµατα των ερευνών του περιλαµβάνονται στα εξής έργα του: Α) Aubouin J. (1957). Sur la Géologie de la bordure Méridionale de la plaine de Trikkala. Ann. Geol. des P. Hellen., 8, Athènes. Β) Aubouin J. (1959). Contribution à l'étude géologique de la Grèce septentrionale; les confins de l' Epire et de la Thessalie. Thèse sciences, Univ. Paris, 1958 et Ann. Géol. Pays Hellén., 10, 1-525, Athènes. Γ) Aubouin J. (1965). Geosynclines. - Developments in geotectonics, 1, Amsterdam, Elsevier, 350 p. ) Aubouin J. et all. (1968). Précis de Géologie, Tome 3 - Tectonique, morphologie, globe terrestre, Paris, Dunod, 549 p.
Στα παραπάνω έργα του ο Aubouin κάνει µια προσπάθεια να διατυπώσει µια νέα ορογενετική θεωρία, στα πλαίσια βέβαια πάντοτε της γενικής θεωρίας των Γεωσυγκλίνων. Σε όλα τα έργα του, για να υποστηρίξει τις απόψεις του, κάνει συχνή αναφορά στην γεωλογία της Ελλάδας, όπως, φυσικά, την αντιλαµβανόταν αυτός. Στο µοντέλο του Aubouin, οι Γεωτεκτονικές Ζώνες της Ελλάδας αντιστοιχούν σε παλαιές υποθαλάσσιες τάφρους ή υβώµατα που έχουν την µορφή γεωσυγκλίνων και γεωαντικλίνων παραλλήλως διατεταγµένων. Οι δοµές αυτές, υποτίθεται, ότι κατά το Παλαιογενές συµπιέσθηκαν πλευρικά, µε αποτέλεσµα να πτυχωθούν, να αναδυθούν και να σχηµατίσουν όλες τις σηµερινές οροσειρές της Ελλάδας. Έτσι, ο κύκλος κάθε ζώνης περιελάµβανε τρία βασικά στάδια: α) την απόθεση των ιζηµάτων κάθε ζώνης µέσα σε µια τάφρο ή επάνω σε ένα ύβωµα, β) την πλευρική συµπίεση της ζώνης και την ανύψωσή της πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας (ανάδυση) και γ) την τελική πτύχωση της ζώνης και την επώθησή της επί της αµέσως επόµενης ζώνης, προς τα δυτικά. Οι εργασίες του Renz στον τοµέα της Στρωµατογραφίας και του Aubouin στον τοµέα της Τεκτονικής έγιναν γρήγορα αποδεκτές από τους γεωλόγους και οι θεωρίες τους απέκτησαν πολλούς υποστηρικτές και θαυµαστές στην Ελλάδα. Το 1972, ο Γεώργιος Μαράτος, τέως ιευθυντής του Ινστιτούτου Γεωλογίας (νυν ΙΓΜΕ), εξέδωσε το βιβλίο του µε τίτλο Γεωλογία της Ελλάδος, στο οποίο περιέλαβε, για πρώτη φορά, όλες τις τότε βασικές γνώσεις και θεωρίες σχετικά µε την Στρωµατογραφία, την Τεκτονική, την Μαγµατική ράση και την Μεταλλογένεση της Ελλάδας. Σχεδόν ολόκληρη η γεωλογική χαρτογράφηση της Ελλάδας, σε κλίµακα 1:50.000, που πραγµατοποιήθηκε από το ΙΓΜΕ κατά το δεύτερο ήµισυ του 20ου αιώνα, βασίσθηκε στις αρχές που περιγράφονται στο βιβλίο αυτό και κατ επέκταση στις προηγούµενες εργασίες των Renz και Aubouin. Ακόµη και σήµερα, η στρωµατογραφική ανάλυση και η τεκτονική εξέλιξη της Ελλάδας, ακολουθούν τα παραπάνω πρότυπα και διδάσκονται σε όλα τα Πανεπιστήµια, µε ελάχιστες παραλλαγές ή βελτιώσεις. Αυτή, όµως, η επιστηµονική σιγουριά και βεβαιότητα γρήγορα έµελλε να ακυρωθεί, όπως συχνά συµβαίνει στην ιστορία της επιστήµης. 2.2. Η ανατροπή των παλαιών θεωριών. Στα µέσα της δεκαετίας του 1970, οι ωκεανογραφικές έρευνες είχαν ήδη προχωρήσει αρκετά και είχαν αποδείξει, ότι στους ωκεανούς δεν υπάρχουν γεωσύγκλινα, λεκάνες ή υβώµατα επάνω στα οποία µπορεί να γίνεται απόθεση ιζηµάτων µεγάλου πάχους. Αυτή η διαπίστωση τίναξε κυριολεκτικά στον αέρα τις θεωρίες περί γεωσυγκλίνων και επανέφερε στο προσκήνιο την θεωρία της µετακίνησης των ηπείρων του Wegener. Η ίδια διαπίστωση, λίγο αργότερα, συνετέλεσε στην δηµιουργία της θεωρίας της τεκτονικής των λιθοσφαιρικών πλακών.
Έτσι, όµως, δηµιουργήθηκε ένα σηµαντικό επιστηµονικό κενό. εν ήταν δυνατόν να διευκρινισθεί σε ποιους χώρους σχηµατίσθηκαν οι παχιές ιζηµατογενείς σειρές πετρωµάτων, που συγκροτούν τις αλπικές οροσειρές, όπως είναι π.χ. οι ασβεστόλιθοι και ο φλύσχης. Ένα άλλο σηµαντικό ερώτηµα που προέκυψε, ήταν η προέλευση των οφιόλιθων. Αν και γρήγορα έγινε διεθνώς αποδεκτό ότι οι οφιόλιθοι έχουν ωκεάνια προέλευση, στην ουσία παρέµενε µυστήριο το πώς και γιατί οι οφιόλιθοι εγκατέλειψαν το ωκεάνιο περιβάλλον τους και βρέθηκαν στην σηµερινή τους θέση, δηλαδή µέσα στα ιζήµατα των οροσειρών. Φυσικά, όλοι σκέφθηκαν ότι αυτό έπρεπε να έχει γίνει στα πλαίσια µιας ορογένεσης, δηλαδή κατά την σύγκρουση µιας ωκεάνιας και µιας ηπειρωτική πλάκας, όπως επιτάσσει πλέον η θεωρία της Τεκτονικής των Πλακών. Όµως, οι λεπτοµέρειες αυτής της διαδικασίας ήταν παντελώς άγνωστες. Πολλοί ερευνητές σκέφθηκαν ότι η Ελλάδα προσφερόταν για την έρευνα αυτού του προβλήµατος, δεδοµένου ότι στην χώρα µας αφθονούν οι εµφανίσεις οφιόλιθων και µερικές από αυτές ήταν ήδη διάσηµες, όπως π.χ. οι οφιόλιθοι του Βούρινου, στην υτική Μακεδονία. Το ερώτηµα, που προέκυψε στο σηµείο αυτό, ήταν το εξής: Η εγκατάλειψη της θεωρίας των γεωσυγκλίνων (και ειδικότερα του µοντέλου ορογένεσης των Renz και Aubouin για την Ελλάδα) και η υιοθέτηση της θεωρίας των Πλακών, µας υποχρέωνε να ακυρώσουµε τις παλαιότερες χαρτογραφήσεις, ναι ή όχι; Για να απαντήσουµε σε αυτό το ερώτηµα, πρέπει να δούµε τα πράγµατα από την αρχή, δηλαδή να εξετάσουµε νηφάλια ποιες από τις προηγούµενες έννοιες είναι απλές αναπόδεικτες θεωρίες και ποιες είναι πραγµατικές παρατηρήσεις υπαίθρου. Στην Ελλάδα, όπως είναι γνωστό, όλες οι µέχρι σήµερα χαρτογραφήσεις και ορογενετικές θεωρίες αποδέχονται, λίγο ή πολύ, την ύπαρξη των Γεωτεκτονικών Ζωνών. Αυτή η γενική αντίληψη βασίζεται σε παρατηρήσεις υπαίθρου και όπως φαίνεται είναι αρκετά δικαιολογηµένη. Π.χ. µια γρήγορη µατιά στον γεωλογικό χάρτη της Ελλάδας αρκεί για να µας πείσει, ότι οι µεταµορφωµένοι ασβεστόλιθοι (µάρµαρα), βρίσκονται στην ανατολική πλευρά της ελληνικής χερσονήσου συγκροτώντας την Αττικοκυκλαδική Μάζα, ενώ, προχωρώντας πιο δυτικά, διακρίνουµε κατά σειράν τους ασβεστόλιθους της Πελαγονικής, τους ασβεστόλιθους του Παρνασσού, τους ασβεστόλιθους της Πίνδου και τους ασβεστόλιθους της Ιονίου ζώνης, όλους αυτούς παράλληλα διατεταγµένους σε ζώνες. Όλο το φαινόµενο φαίνεται να υπακούει σε κάποιο κανόνα ή φυσικό νόµο. Παλαιότερα, οι γεωλόγοι πίστευαν ότι η δηµιουργία των ζωνών είναι επακόλουθο των ορογενέσεων. Υπήρχε, δηλαδή, η άποψη ότι το µέγεθος των µεγάλων ηπείρων αυξανόταν συνεχώς µε την προσθήκη νέων οροσειρών στην περιφέρεια των µεγάλων ηπειρωτικών ασπίδων (kraton). Η προσθήκη των νέων οροσειρών γινόταν εκ των έσω προς τα έξω (από την ήπειρο προς τον γειτονικό ωκεανό) µε την διαδικασία των συνεχών ορογενέσεων. Έτσι, µετά από κάθε ορογένεση, µπορούσε να δηµιουργηθεί (να αναδυθεί) από τον ωκεανό µια νέα ζώνη, η οποία καταλάµβανε τον χώρο µεταξύ της προηγούµενης (πιο εσωτερικής) ζώνης και του ωκεανού.
Ο Aubouin τροποποίησε αυτές τις ιδέες και εισήγαγε την έννοια της παράλληλης διάταξης και της εναλλαγής διαδοχικών τάφρων και υβωµάτων, που βρίσκονταν µέσα στον ωκεανό. Με τον τρόπο αυτό κατάφερε να αυξήσει τον αριθµό των ελληνικών ζωνών σε 8 12 και να περιορίσει τον αριθµό των µεγάλων ορογενέσεων σε 2. Όµως, όπως είδαµε, οι παραπάνω θεωρίες περί γεωσυγκλίνων ή περί τάφρων και υβωµάτων διαψεύσθηκαν από τις σύγχρονες ωκεανογραφικές παρατηρήσεις. ηλαδή, µέσα στους ωκεανούς δεν υπάρχουν ζώνες. Εποµένως, η προέλευση των ζωνών παραµένει ένα µυστήριο και τίθεται το ερώτηµα τι πρέπει να γίνει τώρα. Εάν δεχθούµε ότι οι παρατηρήσεις είναι σωστές και ότι γεωτεκτονικές ζώνες υπάρχουν πραγµατικά, τότε πρέπει να ερευνήσουµε, από την αρχή, εάν υπάρχει κάποια άλλη διαδικασία ή κάποιος άλλος φυσικός νόµος, που να τις δηµιούργησε, δηλαδή να ψάξουµε για µια νέα ορογενετική θεωρία. Όπως συνέβη και µε τις παραπάνω θεωρίες, για να γίνει αυτό, οι γεωλόγοι πρέπει να διατυπώσουν µία η περισσότερες νέες θεωρίες, τις οποίες στην συνεχεία πρέπει να υποβάλλουν στην δοκιµασία της επιβεβαίωσης ή της διάψευσης, έχοντας σαν εργαλείο νέες παρατηρήσεις υπαίθρου και νέες χαρτογραφήσεις. Σήµερα, µπορούµε να πούµε, ότι αυτή η διαδικασία τηρήθηκε και στην Ελλάδα. Μετά το 1975, ξεκίνησαν να γίνονται διάφορες αναθεωρήσεις της γεωλογίας της Ελλάδας και πολλές τροποποιήσεις προτάθηκαν για τις ανατολικές ζώνες, όπως είναι η Πελαγονική, η Υποπελαγονική, η ζώνη Ανατολικής Ελλάδας, η ζώνη του Μαλιακού κόλπου, η Βοιωτική ζώνη κλπ. Οι αναθεωρήσεις αυτές αποδέχονταν την ύπαρξη των ζωνών, όµως τους έδιναν διαφορετικό νόηµα ή ιδιότητες, προσπαθώντας να τις εντάξουν µέσα στα πλαίσια της τεκτονικής των Πλακών. Πρέπει, βέβαια, να λάβουµε υπόψη µας, ότι σε γενικές γραµµές, οι αναθεωρήσεις αυτές δεν ήταν δυνατόν να αλλάξουν την διανοµή στον χώρο των διαφόρων σχηµατισµών, η οποία είχε ήδη αποτυπωθεί στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ. Έτσι, όσον αφορά τα όρια των διαφόρων εµφανίσεων, οι γεωλογικοί χάρτες του ΙΓΜΕ εξακολουθούν να ισχύουν και σήµερα. εν ισχύει, όµως το ίδιο και για τον καθορισµό των γεωτεκτονικών ζωνών, τα όρια και το νόηµα των οποίων έγιναν αντικείµενο συνεχών αναθεωρήσεων. Εάν επικεντρωθούµε στην περιοχή της Ανατολικής Κεντρικής Ελλάδας, βλέπουµε ότι το κύριο πρόβληµα, που απασχόλησε τους ερευνητές, ήταν η προέλευση των οφιόλιθων και η στρωµατογραφική τους θέση. Μπορούµε να πούµε, επίσης, ότι η εξέλιξη των διαφόρων θεωριών, επάνω σ' αυτό το θέµα, αποτυπώθηκε διαχρονικά και στους γεωλογικούς χάρτες του ΙΓΜΕ, διότι οι θεωρίες άλλαζαν σε µια περίοδο κατά την οποία συνεχιζόταν ακόµη η έκδοση αυτών των χαρτών. Έτσι, παρατηρούµε, ότι οι προ του 1970 γεωλογικοί χάρτες θεωρούν ότι οι οφιόλιθοι της Ανατολικής Ελλάδας είναι αυτόχθονες σχηµατισµοί, που έχουν αποτεθεί κανονικά επί των τριαδικοϊουρασικών ασβεστόλιθων, ενώ οι µετά το 1979 χάρτες εµφανίζουν τα οφιολιθικά πετρώµατα ως αλλόχθονες σχηµατισµούς, που αρχικά σχηµατίσθηκαν στον βυθό των γειτονικών ωκεανών, και µετά, κατά το κάτω Κρητιδικό, αποβλήθηκαν από τους ωκεανούς, αναδύθηκαν και επωθήθηκαν επί των τριαδικών ασβεστόλιθων.
Η θεωρία περί αποβολής ή εκβολής ή ανάδυσης του πυθµένα ενός ωκεανού, µόνο µε την θεωρία των Πλακών θα µπορούσε να ερµηνευθεί, διότι προϋπέθετε τεράστιες οριζόντιες µετακινήσεις του ωκεάνιου φλοιού. Αυτό, από µόνο του, αποτελεί αναγνώριση του γεγονότος ότι η ορογενετική διαδικασία στην Ελλάδα δεν ακολουθεί το µοντέλο του Aubouin, αλλά ακολουθεί τους νόµους της νέας Θεωρίας των Πλακών. Περιέργως, στην συνέχεια, οι επιστηµονικές συζητήσεις περιορίσθηκαν µόνο στην Ανατολική Ελλάδα, δηλαδή στην Πελαγονική ζώνη. Σιωπηρά, θεωρήθηκε, ότι τα φαινόµενα των µεγάλων οριζοντίων µετακινήσεων του φλοιού της Γης (µεταξύ των οποίων και η obduction των οφιόλιθων) συνέβησαν µόνο στην Πελαγονική ζώνη. Εντελώς αυθαίρετα και άνευ σχετικής συζητήσεως, η θεωρία των Πλακών και οι µεγάλες οριζόντιες µετακινήσεις του φλοιού, δεν επεκτάθηκαν στις υπόλοιπες δυτικότερες ζώνες, αφήνοντας, έτσι, να εννοηθεί, ότι οι δυτικές περιοχές δεν επηρεάσθηκαν από τις µεγάλες οριζόντιες µετακινήσεις, που έπληξαν την Πελαγονική ζώνη. Έτσι, στην υτική Ελλάδα η τεκτονική δοµή δεν αναθεωρήθηκε. Οι βασικές ζώνες Παξών, Ιονίου, Γαβρόβου, Πίνδου και Παρνασσού εξακολούθησαν, ακόµη και µετά την 10ετία του 1970, να ερµηνεύονται ως προερχόµενες από µια διαδοχική παράθεση ή εναλλαγή ωκεανών και υποθαλάσσιων υβωµάτων, όπως γενικά προβλέπει η θεωρία των γεωσυγκλίνων, στην παραλλαγή της που προτάθηκε από τον Aubouin για την Ελλάδα. ηµιουργήθηκε, λοιπόν, το εξής επιστηµονικό παράδοξο: Η ορογενετική διαδικασία του ανατολικού τµήµατος της Ελλάδας να ερµηνεύεται σύµφωνα µε την θεωρία των Πλακών και η ορογενετική διαδικασία του δυτικού τµήµατος της Ελλάδος να ερµηνεύεται σύµφωνα µε το µοντέλο Aubouin, δηλαδή σαν να υπήρχαν διαδοχικές παράλληλες υποθαλάσσιες τάφροι και υβώµατα µέσα στους ωκεανούς. Φυσικά, το παραπάνω παράδοξο δηµιούργησε µεγάλη επιστηµονική κρίση στην Ελλάδα, αν και ελάχιστοι είναι αυτοί που τολµούν να το παραδεχθούν. Οι περισσότεροι ανέχονται αυτήν την ερµαφρόδιτη προέλευση των ορέων της Ελλάδας, θεωρώντας ότι ισχύουν ταυτόχρονα και οι δύο ορογενετικές θεωρίες, παλαιά και νέα. Κάτι, τέτοιο, όµως, δεν ευσταθεί από επιστηµολογικής απόψεως. εν είναι δυνατόν για το ίδιο φαινόµενο, δηλαδή για την ορογένεση, να υπάρχουν δύο διαφορετικές θεωρίες, οι οποίες να επαληθεύονται ταυτόχρονα στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Τι συµβαίνει, λοιπόν; Η απάντηση στο ερώτηµα αυτό υπάρχει και δίνεται στο κείµενο, που ακολουθεί. Όπως εξηγώ, παρακάτω, µεγάλες οριζόντιες µετακινήσεις γεωτεκτονικών ζωνών ή ενοτήτων έχουν, πράγµατι, συµβεί στην Ελλάδα. Τα φαινόµενα αυτά δεν περιορίζονται µόνο στην Ανατολική Ελλάδα, αλλά παρατηρούνται σε όλη την χώρα και προεκτείνονται και έξω από αυτήν. Είναι δηλαδή ευρύτερες µετακινήσεις, κλίµακας δεκάδων ή εκατοντάδων χιλιοµέτρων. Οι µετακινηθέντες σχηµατισµοί δεν είναι οι οφιόλιθοι, όπως, λανθασµένα, υποστηρίζει η θεωρία της obduction. Στην πραγµατικότητα, τα µετακινηθέντα πετρώµατα είναι τα ανθρακικά.
Πιο συγκεκριµένα, τα µετακινηθέντα πετρώµατα είναι οι γνωστοί ασβεστόλιθοι µεσοζωικής - ηωκαινικής ηλικίας, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τις διάφορες «γεωτεκτονικές ζώνες» της Ελλάδας (ασβεστόλιθοι Πίνδου, Τρίπολης, Πελαγονικής κλπ.). Όλοι αυτοί οι ασβεστόλιθοι είναι στην πραγµατικότητα αλλόχθονες σχηµατισµοί, που σχηµατίζουν τα τεκτονικά καλύµµατα. Το υπόβαθρο, επάνω στο οποίο τοποθετήθηκαν τα ασβεστολιθικά καλύµµατα, αντιστοιχεί, κυρίως, σε πετρολογικές ενότητες, που έχουν ωκεάνια ή αβυσσική προέλευση, όπως είναι οι οφιόλιθοι, οι σχιστοκερατόλιθοι και ο φλύσχης. Σε πολλές περιοχές, τα ασβεστολιθικά καλύµµατα δεν τοποθετήθηκαν κατ ευθείαν επί των αβυσσικών σχηµατισµών, αλλά τοποθετήθηκαν και επί νεογενών µολασσικών σχηµατισµών, που έτυχε να έχουν αποτεθεί επάνω στους αβυσσικούς σχηµατισµούς κατά το Νεογενές. Αυτό αποδεικνύει ότι η τοποθέτηση των καλυµµάτων έγινε στην διάρκεια του Νεογενούς. Πρέπει να έχουµε υπόψη µας, ότι για να επιτευχθούν αυτές οι επωθήσεις, απαραίτητη προϋπόθεση ήταν, η επιφάνεια του υποβάθρου να είναι σχεδόν οριζόντια, επίπεδη και σε χαµηλό υψόµετρο (κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας). ιαφορετικά, ένα κάλυµµα δεν θα µπορούσε να τοποθετηθεί επάνω στο υπόβαθρό του και θα καταστρεφόταν κάτω από την επίδραση των πλευρικών τάσεων. Προφανώς, η τοποθέτηση των ανθρακικών καλυµµάτων προκλήθηκε από την σύγκρουση των δύο πλακών, της Ευρωπαϊκής και της Αφρικανικής. Όµως, οι λεπτοµέρειες αυτής της διαδικασίας δεν είναι ακόµη πλήρως γνωστές. Φαίνεται, κατ' αρχήν, ότι η φάση της τοποθέτησης των ανθρακικών καλυµµάτων ήταν πολύ σύντοµη, από χρονικής απόψεως, και τοποθετείται, χρονολογικά, στο τέλος του Μειοκαίνου (Μεσσήνιο). Επίσης, φαίνεται ότι τα διάφορα ασβεστολιθικά καλύµµατα σχηµάτισαν ένα µωσαϊκό από ασβεστόλιθους διαφόρων ενοτήτων, που κάλυψε, κυριολεκτικά, ολόκληρο τον ελληνικό χώρο. εν παρατηρούνται, γενικά, επικαλύψεις µεταξύ διαφορετικών ασβεστολιθικών ενοτήτων, αλλά κάθε ενότητα έχει τοποθετηθεί η µία δίπλα στην άλλη. Έτσι, δηµιουργήθηκε η ψευδαίσθηση, ότι οι διάφορες ασβεστολιθικές ενότητες διατάσσονται, µεταξύ τους, σε ζώνες. Επίσης, φαίνεται ότι κατά την τοποθέτησή τους, τα καλύµµατα ορισµένων ενοτήτων παραµορφώθηκαν ή πτυχώθηκαν έντονα, όµως οι πτυχώσεις αυτές ήταν αποτέλεσµα της προώθησης του καλύµµατος και δεν επηρέασαν το υπόβαθρο. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους ασβεστόλιθους της ενότητας της Πίνδου, που σε µικρή κλίµακα φαίνονται έντονα πτυχωµένοι, ενώ σε µεγάλη κλίµακα συγκροτούν ένα ενιαίο κάλυµµα, που έχει επωθηθεί, σαν σύνολο, επί των διαφόρων φλυσχοειδών σχηµατισµών και οφιολίθων του υποβάθρου. Μετά την τοποθέτηση των ανθρακικών καλυµµάτων, επακολούθησε, κατά το Κάτω Πλειόκαινο, µια πολύ βίαιη σύγκρουση µεταξύ των δύο πλακών, η οποία είχε σαν επακόλουθο την πτύχωση όλων των τεκτονικών δοµών, που είχαν δηµιουργηθεί µέχρι εκείνη την στιγµή. Η πτύχωση συµπεριέλαβε και τα ασβεστολιθικά καλύµµατα και το υπόβαθρό τους και είχε σαν αποτέλεσµα τον σχηµατισµό µεγάλων αντικλίνων. Τα αντίκλινα αυτά διατηρούνται µέχρι σήµερα και αντιστοιχούν στις µεγάλες οροσειρές της Ελλάδας.
Το σύνολο των παραπάνω απόψεων συγκροτεί µια νέα ορογενετική θεωρία. Η θεωρία είναι απλή και συνεκτική. Το κύριο πλεονέκτηµα της θεωρίας είναι ότι δεν είναι υποχρεωµένη να εξηγήσει την προέλευση των οφιόλιθων και των αβυσσικών ιζηµάτων, που καταλαµβάνουν τεράστιο τµήµα της επιφάνειας της Ελλάδας. Τα πετρώµατα αυτά, απλώς, αποτελούν το υπόβαθρο των ορέων της Ελλάδας. ηλαδή οι αλπικές οροσειρές δεν εγκαταστάθηκαν επάνω σε ένα υποθετικό µεταµορφωµένο υπόβαθρο, όπως υποστήριζαν οι παλαιότερες θεωρίες, αλλά εγκαταστάθηκαν επάνω σε ένα τµήµα του ωκεανού, που προφανώς προϋπήρχε µεταξύ Ευρωπαϊκής και Αφρικανικής Πλάκας. Η προέλευση των ασβεστολιθικών καλυµµάτων εξηγείται εύκολα, εάν δεχθούµε ότι αυτά σχηµατίσθηκαν, αρχικά, στα περιθώρια της Ευρωπαϊκής ή της Αφρικανικής Πλάκας, σε θάλασσες µικρού βάθους, που αντιστοιχούν σε αυτό που ονοµάζουµε σήµερα ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα. Φυσικά, η δηµιουργία αυτών των πετρωµάτων απαίτησε µεγάλο χρονικό διάστηµα και σχετική ηρεµία, που φαίνεται ότι διατηρήθηκε σε όλη την διάρκεια του Μεσοζωικού αιώνα. Αυτό που παραµένει µυστήριο, είναι το τι συνέβη κατά την διάρκεια του Μειοκαίνου. Θα µπορούσαµε να υποθέσουµε, ότι λόγω συγκλίσεως Ευρωπαϊκής και Αφρικανικής Πλάκας αναγκάσθηκε ένα τµήµα του ηπειρωτικού φλοιού (µε τους ασβεστόλιθους), να προωθηθεί και τοποθετηθεί επί του ωκεάνιου φλοιού, ο οποίος σε άλλες περιοχές είχε ήδη αναδυθεί, πράγµα που επιβεβαιώνεται από την παρουσία των λατεριτικών κοιτασµάτων (βωξίτες και σιδηρονικελιούχα), και σε άλλες περιοχές είχε δηµιουργήσει µια θάλασσα µικρού βάθους, όπου είχε αρχίσει να γίνεται απόθεση µειοκαινικών ιζηµάτων. Για να µπορέσουµε να δούµε µε λεπτοµέρεια τα παραπάνω φαινόµενα, επιλέξαµε να εξετάσουµε τον χώρο της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, όπου εµφανίζονται και αρκετοί οφιόλιθοι και σχιστοψαµµιτικά πετρώµατα, δηλαδή πετρώµατα ωκεάνιας προέλευσης. Παρακάτω, κάνω µια παρένθεση και αναφέρω, σύντοµα, την στρωµατογραφία και τεκτονική της Πελαγονικής ζώνης, όπως αυτή αναφέρεται στην σύγχρονη βιβλιογραφία σαν θεωρία, και ακολούθως εξετάζω τις αντιφάσεις µεταξύ την θεωρίας αυτής και των παρατηρήσεων, που πραγµατοποίησα στο ύπαιθρο, ο ίδιος. 2.3. Το ορογενετικό σχήµα της Πελαγονικής. Μετά από πολλές αναθεωρήσεις, οι περισσότεροι γεωλόγοι έχουν αποδεχθεί, σήµερα, ένα εξαιρετικά περίπλοκο στρωµατογραφικό και τεκτονικό σχήµα για την Κεντρική Ανατολική Ελλάδα. Η περιοχή αυτή θεωρείται ότι ανήκει τεκτονικώς στην Πελαγονική ζώνη. α) Το υπόβαθρο της Πελαγονικής συγκροτείται αφενός από µεταµορφωµένους σχηµατισµούς (γνεύσιους και µάρµαρα), που συναντώνται σε Αττική, Εύβοια, Πήλιο, υτική Μακεδονία και αφετέρου από µη µεταµορφωµένους κλαστικούς σχηµατισµούς (σχιστόλιθους, ψαµµίτες και οφιόλιθους), που συναντώνται σε Πάρνηθα και Σαλαµίνα. Τα µεταµορφωµένα πετρώµατα θεωρούνται παλαιοζωικής ηλικίας, ενώ τα µη µεταµορφωµένα θεωρούνται περµοτριαδικής ηλικίας. Πολλοί ερευνητές ονοµάζουν αυτό το υπόβαθρο και «προαλπικό υπόβαθρο», εννοώντας, προφανώς, ότι επάνω σ αυτό «εγκαταστάθηκε» η Αλπική Ορογένεση.
β) Επάνω σ' αυτό το περίπλοκο υπόβαθρο έχει αποτεθεί η λεγόµενη άνω-τριαδική ασβεστολιθική σειρά, µε νηριτικούς ασβεστόλιθους και δολοµίτες. Η σειρά αυτή ονοµάζεται και τριαδική ασβεστολιθική πλατφόρµα. γ) Ακολουθεί το Ιουρασικό µε ασβεστόλιθους και σχιστοκερατόλιθους, σε ασαφή γενικά στρωµατογραφική θέση, διότι δεν έχει διευκρινισθεί πλήρως ο ρόλος και η προέλευση των σχιστοκερατόλιθων. δ) Στο τέλος Ιουρασικού - αρχές Κρητιδικού, εικάζεται ότι συνέβησαν οι λεγόµενες πρώιµες αλπικές πτυχώσεις, που προκάλεσαν την εκβολή µεγάλων οφιολιθικών µαζών από τον πυθµένα των ωκεανών και την επώθησή τους επάνω στην τριαδική ασβεστολιθική πλατφόρµα και ενδεχοµένως επάνω και στους ιουρασικούς σχηµατισµούς. ε) Επακολούθησε η ανάδυση της ξηράς, η διάβρωση της επιφάνείας της, και η εκ νέου βύθισή της, συνοδευόµενη από την λεγόµενη κρητιδική επίκλυση. Η τελευταία προκάλεσε την απόθεση άνω-κρητιδικών ασβεστόλιθων επί όλων των προηγουµένων σχηµατισµών. ηλαδή, θεωρώντας ότι η διάβρωση της ξηράς µπορεί να είχε φθάσει µέχρι το υπόβαθρο, έγινε αποδεκτό ότι µπορεί να υπάρχουν επικλυσιγενείς κρητιδικοί ασβεστόλιθοι, που επικάθονται απευθείας επί της περµοτριαδικής κλαστικής ακολουθίας ή ακόµη και επί του µεταµορφωµένου υποβάθρου. Εποµένως, το υποκείµενο των άνω-κρητιδικών ασβεστόλιθων µπορεί να είναι οποιοδήποτε παλαιότερο πέτρωµα ή και οι οφιόλιθοι ακόµη. στ) Η ιζηµατογένεση φαίνεται ότι έκλεισε µε την απόθεση του φλύσχη, ο οποίος υποτίθεται ότι αποτέθηκε κανονικά επάνω στους κρητιδικούς ή ηωκαινικούς ασβεστόλιθους. Στην πραγµατικότητα οι εµφανίσεις φλύσχη είναι πολύ µικρές και αµφίβολες στην περιοχή της Πελαγονικής ζώνης. ζ) Ολόκληρο το παραπάνω στρωµατογραφικό οικοδόµηµα πτυχώθηκε και αναδύθηκε κατά το Ολιγόκαινο - Μειόκαινο. η) Αµέσως µετά, κατά το Μέσο και Ανώτερο Μειόκαινο, η περιοχή της Πελαγονικής θαλάσσευσε κατά τµήµατα, δηλαδή όπου σχηµατίσθηκαν τεκτονικές τάφροι, και στις θέσεις αυτές δέχθηκε τα ιζήµατα του Νεογενούς (ψαµµίτες, µάργες και κροκαλοπαγή). Η ιζηµατογένεση αυτή φαίνεται ότι συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή και κατά το Πλειόκαινο. θ) Τέλος, κατά το Τεταρτογενές, η περιοχή υπέστη, λόγω κανονικών ρηγµάτων, τον οριζόντιο και κατακόρυφο διαµελισµό, που παρατηρούµε σήµερα. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουµε, ότι το παραπάνω σχήµα είναι στην πραγµατικότητα µια θεωρητική ερµηνεία ή απλώς µια θεωρία. Ορισµένα στοιχεία της, και µάλιστα βασικά, δεν έχουν επιβεβαιωθεί ακόµη σε βαθµό γενικά αποδεκτό. Αναφέρω µερικά χαρακτηριστικά παραδείγµατα: α) εν έχει διευκρινισθεί πλήρως εάν οι τριαδικοί ασβεστόλιθοι είναι επικλυσιγενείς ή επωθηµένοι επί του κρυσταλλοσχιστώδους ή επί του περµοτριαδικού υποβάθρου. Οι περισσότεροι δέχονται ότι οι ασβεστόλιθοι είναι επικλυσιγενείς και µάλιστα ότι µε την επίκλυση αυτή αρχίζει ο αλπικός ορογενετικός κύκλος. Το πρόβληµα είναι ότι η βάση των