ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ Οι παστρικές ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΑΕΝΑΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΩΣ ΕΝΗΜΕΡΟΥΜΕΝΕΣ ΤΑ ΟΥ ΦΩΝΗΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 182 10 Μαρτίου 2016
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Παρουσιάζω ένα σταχυολόγημα σχετικών δημοσιεύσεών μου. Παστρικές : Ένας ευφημισμός γι αυτές τις ιέρειες της Αφροδίτης, τις εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσες, που άλλοτε τις λέμε βρόμες και άλλοτε παστρικές. ΓΛΩΣΣΑΡΙ Βαλανείον Βαλανεῖον, τό, Λατ. balineum, balneum, λουτρό (ο χώρος συνολικά ή ο συγκεκριμένος λουτήρας), σε Αριστοφ. συχνότερα απαντά στον πληθ., στον ίδ. Το balneum έδωσε το ιταλικό bagno που επέστρεψε (αντιδάνειο) ως μπάνιο. Από το μπάνιο έχουμε παράγωγα τη μπανιερά, το μπανιερό = συνηθ. μαγιό αλλά και το μπανιστήρι. Το μπανιστήρι προσήλθε από τους ηδονοβλεψίες (μπανιστιρτζήδες) των πρώτων θαλασσίων λουτρών που, με τρύπες που άνοιγαν στα γυναίκεια αποδυτήρια, παρακολουθούσαν τις γυναίκες που γδυνόντουσαν. Οι αρχαίοι ονόμαζαν παρθενοπιπες τους μπανιστιρτζήδες. Ελεγείο βαλανείον, πιθανόν επειδή ως καύσιμη υλη χρησιμοποιούσαν κελύφη από βαλανίδια η διότι ο χώρος κλειδώνονταν ( εβαλανούτο). Βαλανόω, μέλ. -ώσω, στερεώνω με μια βάλανο (βλ. αυτ.) βεβαλάνωκε τὴν θύραν, σε Αριστοφ. στην Παθ., βεβαλανωμένος, -η, -ον, ο κλεισμένος με ασφάλεια, ασφαλισμένος, σφραγισμένος, στον ίδ. Ο βεβαλανωμένος του Αριστοφάνη είναι ο βαλαντωμένος, ο κλειδωμένος, ο φυλακισμένος, ο περιορισμένος, ο μπαγλαμάς. Αυτός είναι φυσικό να στενοχωρείται. Ας λάβουμε υπόψη πως η στενοχώρια είναι αποτέλεσμα του κλειδώματος, εγκλεισμού σε στενό χώρο. Πβλ. Το πασίγνωστο κύμινο, κύμινο, κύμινο Μας βαλάντωσες φόρτε το μαντολίνο πολύ μας σκλάβωσες. Το βαλάντωσες εκτός από ομοιοκατάληκτο είναι και ομόσημο με το σκλάβωσες. Άλλη ερμηνεία στο 1111.155,156 Σημασία: μπαγλαμάς από το τουρκικό bağlama = ο δέσμιος, ο δεμένος από το ρήμα bağlamak δένω. Ως μουσικό όργανο ήταν το μπουζουκάκι των 1
φυλακισμένων δηλ. των μπαγλαμάδων. Πβ. τα ρήματα μπαγλαρώνω και το μπαγλάρωμα. Φράση :Βαλαντώνω στο κλάμα. βάλᾰνος, ἡ, I. βελανίδι, Λατ. glans, φρούτο, καρπός του φυτού «φηγός», το οποίο παρέχεται στους χοίρους, σε Ομήρ. Οδ. οποιοδήποτε παρόμοιο με το βελανίδι φρούτο, χουρμάς, σε Ηρόδ., Ξεν. II. (από την ομοιότητα του σχήματος), σιδερένια σφήνα, σύρτης, μάνταλο, Λατ. pessulus, το οποίο διαπερνά τον ξύλινο μοχλό (μόχλος) και εισέρχεται στις παραστάδες της πόρτας, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μοχλός να μην κινείται μέχρι να τραβηχτεί ο σύρτης με ένα κλειδί ή γάντζο (βλ. βαλανάγρα), σε Αριστοφ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.). III. Η κεφαλή του πέους παρθενοπίπης, -ου, ὁ, αυτός που κυνηγά τις παρθένες, ξελογιαστής, διακορευτής, σε Ομήρ. Ιλ. Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ὀπιπτεύω, μέλ. -σω (αναδιπλ. ΟΠ του ὄπωπα), I. κοιτάζω ολόγυρα, ατενίζω με περιέργεια ή αγωνία προς, με αιτ., σε Όμηρ. II. στήνω ενέδρα, παραμονεύω, παραφυλάω, οὐλάθρη ὀπιπτεύσας, ἀλλ' ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Ιλ. Πάστρα Η ιδιώτης του παστρικού. Ίσως και η σκούπα. Ένα γνωστό παιχνίδι με χαρτιά που είναι γνωστότερο ως «ξερή» λέγεται και πάστρα ενώ το ίδιο παιχνίδι οι Ιταλοί το λένε σκόπα (scopa). 2
Παστρικιά Το θηλυκό του παστρικού, δηλ. η καθαρή. Αυτή πλένεται ἤ και πλένει συχνά. Ιδίως επίθετο για τις πόρνες που, λόγῳ επαγγέλματος, ήταν αναγκασμένες να πλένεται συχνά. Το καλά κορίτσια πλενόντουσαν σπανίως. Επικρατούσε η δοξασία: Το πλυνες: -Το χάλασες. Το αναφορικό «το» εννοεί το αιδοίο. Μπορεί να φαίνεται σιχαμένο αλλά να μην ξεχνάμε ότι υπήρχαν και υπάρχουν, δυστυχώς, κοπρολάγνοι και ουρολάγνοι ακόμη και σήμερα. Αυτά που οι περισσότεροι θεωρούμε βρωμερά και εμετικά αυτοί θα θεωρούν διεγερτικά και ερεθιστικά. 3
Παστρεύω Εκ του σπαρτεύω δηλ σκουπίζω με ένα σαρωθρο (σκούπα) από σπάρτα. Με αντιμετάθεση των π<>σ έγινε παστρεύω και απέκτησε την γενική σημασία καθαρίζω. Το ίδιο ρήμα με την προσθήκη του επιτατικού ξε- γίνεται ξεπαστρεύω που έχει την μεταφορική έννοια που έχει και το καθαρίζω. «Ξεπάστρεψαν και τους 3, ήξεραν πολλά». Όπως και «Άκουσα ότι τον ξάδερφο του Χ τον καθαρίσανε». Το ξεκαθαρίζω όμως σημαίνει καθιστώ κάτι σαφές όπως και το διαλευκαίνω., ἤ το διευκρινίζω. πυγή, -ῆς, ἡ, γλουτοί, οπίσθια, σε Αριστοφ. κ.λπ. Από εδώ το πυγόλουτρο (μπιντέ), η καλλίπυγος Αφροδίτη, η πυγολαμπίδα, η στεατοπυγία, σεισοπυγίς (η σουσουράδα ἤ κωλοσούσα). Πυγόλουτρο Η πλύση, της πυγής λέγεται πυγολουτρον. Σήμερα χρησιμοποιούμε την λέξη μπιντέ από το γαλλικό bidet. Στα γαλλικά bidet = πουλάρι. Επειδή ο χρήστης κάθεται στο μπιντέ σαν να καβαλάει ένα άλογο, σε αντίθεση με τη λεκάνη του αποχωρητηρίου όπου κάθεται σαν σε πολυθρόνα. Ο τρόπος καθίσματος του μπιντέ επιβλήθηκε από την ανάγκη χειρισμού των βρυσών κρύου και ζεστού νερού που βρίσκονται προς τον τοίχο. Ο ενδιαφερόμενος καβαλάει το εξάρτημα σαν να ήταν άλογο (bidet = pony). 4
Συνήθως προτεραιότητα στο μπιντέ είχε η πόρνη που έπρεπε να ετοιμασθεί για την επομένη επίσκεψη και ο κύκλος επαναλαμβάνονταν για την εταίρα : με καβαλάει ένας καβαλἀω το μπιντέ - με καβαλάει ο επόμενος. Στα φτηνά χαμαιτυπεία αντί μπιντέ διευθετώ ένας ξύλινος κουβάς το μπουγέλο. περισσότερα... Μπουγέλο ειδικό ξύλινο δοχείον δια πυγόλουτρον (μπιντέ) της πόρνης ή και του πελάτου, απ όπου και η φράση «Ασπασία! Το μπουγέλο!» Η Ασπασία, υπηρέτις του χαμαιτυπείου, εκκαλείτο να προσκομίσει το μπουγέλο, Από το ιταλικό bugliolo < bollire < λατινικά bullio < bulla < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *vhal- Ως (ναυτικός όρος) = κουβάς (συνήθως ξύλινος με σχοινί, με τον οποίον αδειάζουν τα νερά από ένα πλεούμενο) σημαίνει και κάδος, κομοδίνο, ουροδοχείο φυλακισμένων ἤ βούτα. Μπουγέλωμα =παιγνιώδες συνήθειο καταβρέγματος σχολιαρόπαιδων Βρόμα Το βρώμα είναι η τροφή. Ο άνθρωπος όταν πεθάνει γίνεται «σκωληκων βρωμα». Την φράση την απαντάμε στη νεκρώσιμη ακολουθία: Εξέλθουμε καὶ ἴδωμεν ἐν τοῖς τάφοις, ὅτι γυμνὰ ὀστέα ὁ ἄνθρωπος, σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία καὶ γνῶμεν τίς ὁ πλοῦτος, τὸ κάλλος, ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ εὐπρέπεια. Επειδή ακόλουθη η δυσωδία (κακοσμία) παρετυμολογηθεί το βρώμα ως ακαθαρσία. Πιθανον από βρόμος, ὁ (βρέμω), Λατ. fremitus, 1. κάθε δυνατός, ηχηρός θόρυβος, όπως είναι το τρίξιμο της φωτιάς, σε Ομήρ. Ιλ. ή το βουητό της καταιγίδας, σε Αισχύλ. ή το χλιμίντρισμα των αλόγων, στον ίδ. 2. οργή, μανία, σε Ευρ. Το πέρδεσθαι εξαπολύει δυσωδία (πορδή, κλανιά) αρα και ακαθαρσια. Η εννοια επεξεταθη και μεταφορικως. Η βρομα ἤ βρωμα είναι και ο ηθικός ρυπος. βρόμα η [vróma] Ο25 : 1. δυσάρεστη μυρωδιά, δυσοσμία: Έρχεται μια βρόμα απ τον υπόνομο. Tο πτώμα έβγαζε μια αφόρητη βρόμα. 2. ακαθαρσία που συνήθ. μυρίζει άσχημα: Γέμισε ο τόπος βρόμες. 3. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καθαριότητας, ακαθαρσία βρομιά: Tο σπίτι του είναι μες στη βρόμα. (έκφρ.) βρόμα και δυσωδία: α. για πολύ έντονη δυσοσμία. β. για πράξη ή υπόθεση πρόστυχη, ανήθικη. ΦΡ βγάζω βρόμα, αποκαλύπτω μυστικά, σκάνδαλα ή ανέντιμες πράξεις: Πρόσεξε, γιατί θα βγάλω 5
βρόμα για τις απάτες σου. Kοίταξε μη βγάλεις βρόμα, γιατί θα γίνουμε ρεζίλι. 4. (μτφ.) μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο λέρα: Είναι μια βρόμα αυτός άλλο πράγμα, αισχρός, πρόστυχος, ανήθικος. Tον μήνυσε, γιατί την αποκάλεσε βρόμα. [μσν. *βρόμα (πρβ. μσν. βρομιάρης) < βρομ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.)] Βρομιάρα Αυτή που είναι βρόμικη από υλική ἤ και μεταφορική άποψη. Δηλ. ανήθικη. Και τα πρωτεία στον χαρακτηρισμό τα έχει η πόρνη. Καθαρός Συνώνυμο του παστρικός, παστρικιά αλλά μονό στην κυριολεκτική σημασία. Δεν λέγεται για δηλώσει την πόρνη. Η φράση «είναι καθαρή» λέγεται για την πόρνη που δεν έχει περίοδο και αφροδίσιο νόσημα, είναι επομένως διαθέσιμη. Λέγεται το καθαρός και για πράξεις, πράγματα, και ανθρώπους συνήθως τιμητικά. Καμία φορά ακούς και κάποιες οξύμωρες φράσεις πχ. «καθαρή άπατη» ἤ «καθαρή παλιανθρωπιά» όπου εκεί το καθαρός έχει την έννοια του ξεκάθαρος, εμφανής, διαυγής, ευνόητος, ξάστερος. Πβ. θα στο πω καθαρά και ξάστερα. Οι Καθαροί (Cathares) ήταν μια θρησκευτική σέκτα του μεσαίωνα αξιόλογων ανθρώπων και πραγματικών Χριστιανών που εξοντώθηκε από τους πάπες στο μεσαίωνα. Λεγοντουσαν και Μανιχαίοι, Παυλικιανοί, Βογόμιλοι, Αλβιγηνοί. Περισσότερα ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ Το λουτρό παρ Ελλησι Ελέγετο βαλανείον. Πιθανόν επειδή ως καύσιμη υλη χρησιμοποιούσαν κελύφη από βαλανίδια ἤ διότι ο χώρος εβαλανουτο. Ίσως κατ επέκταση να εννοούσαν και το όλο δένδρο που κάνει τα βελανίδια: το πουρνάρι (Quercus coccifera) που χρησιμοποιείται ανεκλήθην ως καύσιμο. Πβ. την παροιμ. «θ αφήσουμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια» Φαίνεται πως το ζεστό μπάνιο στην αρχαιότητα, ήδη από την εποχή του Ομήρου, θεωρούνταν μία άκρως υγιεινή και αναζωογονητική διαδικασία. Ο Αθηναίος αναφέρει στα τέλη του 2 ου αιώνα με θαυμασμό πώς οι ήρωες του Ομήρου ήταν όλοι τους εξοικειωμένοι τόσο με το μπάνιο, όσο και με τη χρήση των ελαίων. Η ιστορία του λουτρού πάντως στην αρχαία Ελλάδα ξεκινά από το χώρο του Γυμνασίου. Ενσωματώνοντας το μπάνιο στους χώρους αλλά και στη φιλοσοφία του, το αρχαίο Γυμνάσιο διαμόρφωσε ένα αρχιτεκτονικό, αλλά και κοινωνικό πλαίσιο για το δημόσιο λουτρό, ασκώντας σημαντικότατη επίδραση στη μεταγενέστερη εξέλιξη των αρχαίων λουτρών και αποτελώντας τη βάση για την ανάπτυξη των κατοπινών ρωμαϊκών θερμών. 6
Τα ρωμαϊκά λουτρά Άλλως Θέρμαι. Πχ. αι Θερμαι του Καρακάλα. (Σήμερα Θερινή Όπερα της Ρώμης ). Οι βυζαντινοί ακλούθησαν το ίδιο υπόδειγμα στα λουτρά τους. Ο επισκέπτης γδύνονταν στο αποδυτήριο ειδικός υπάλληλος, ο a sabanis 1 ο επί των σαβάνων τους έδινε μια μεγάλη πετσέτα (σάβανο) και προχωρούσαν εις το ψυχρό ή frigidarium για ένα κρύο ντους, μετά επακολουθούσε ένα χλιαρό λουτρό στο tepidarium και τέλος το ζεστό στο caldarium. Αν κάτι απρόοπτο συνέβαινε τότε το λούσιμο διεκόπτετο και ο επισκέπτης έμενε στα κρύα του λουτρού. Στα λουτρά λειτουργούσε το υπόκαυστον ένα είδος εσωτερικής θέρμανσης των Ρωμαίων που συνεχίστηκε να χρησιμοποιείται και στα λουτρά και πολυτελή κτίρια του βυζαντίου. Σκοπός ήταν η εφίδρωση όπως στη σάουνα. Πολλοί από την πολλή ζεστή βαλάντωναν 2 (αισθάνονταν δυσφορία) < βαλανείον ἤ τον κλειστό χώρο γενικότερα, δηλ. τον βαλανωμένον. Τα λουτρά χρησιμοποιούσαν κατά κανόνα οι άνδρες. Πολλοί μετά την συνουσία, τότε την έλεγαν και «αμαρτία» έσπευδαν στα λουτρά. Στα λουτρά έσπευδαν και οι πόρνες όχι διότι είχαν μανία καθαριότητος άλλα γιατί εκεί εύρισκαν πελάτες. Τα λουτρά ήταν ένα μέρος όπου οι πόρνες επεδείκνυαν ανερυθρίαστα τα κάλλη τους και οι άνδρες τα όργανα τους. Επέλευση της έντιμου συζύγου απεκλειετο de facto. Το αναγκαίο πάστρεμα μετά την «πράξη» είχε όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις. Ο όρος αυτή είναι μια από αυτές τις παστρικές έχει την αρχή του στις πόρνες των βαλαντίων. 1 Το συνανταμε σημερα ως επιθετο: Σαμπανης 2 Και όχι από την απωλεια του βαλαντιου! (Μπαμπινιώτης). 7