«Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡOΝΟΜΩΝ ΣΧΟΛΗ» Γιώργος Μπιμπλής Γιώρος Κυβέλος Βαγγέλης Μπαΐρας Αλέξανδρος Μπογράκος
«ΕΙΣΑΓΩΓΗ» Η Αστρονομία (ως διεθνής όρος εκ των ελληνικών λέξεων του «άστρον» + «νέμω») είναι η επιστήμη που ερευνά και εξετάζει όλα τα ουράνια σώματα (μεταξύ αυτών και η Γη) καθώς και τις σχέσεις, κινήσεις και δυναμική αυτών. Αναφέρεται στην παρατήρηση και την ερμηνεία των φαινομένων που λαμβάνουν χώρα στον ουράνιο χώρο πέρα από την Γη και την ατμόσφαιρα της. Μελετά την προέλευση της εξέλιξης, τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των ουράνιων σωμάτων που μπορούν να παρατηρηθούν (και είναι εκτός των ορίων της ατμόσφαιρας), καθώς και των διεργασιών που περιλαμβάνουν αυτές. Γενικά η Αστρονομία γεννήθηκε με την εμφάνιση του «διανοούμενου ανθρώπου» στον ημέτερο πλανήτη. Ειδικότερα όμως για τους Έλληνες, η «Αστρονομία» γεννήθηκε ακριβώς την ίδια ιερή εκείνη στιγμή που γεννήθηκε και η ελληνική μυθολογία και μάλιστα σε μια αμφίδρομή σχέση.
«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ» «Γιώργος Μπιμπλής»
«ΕΙΣΑΓΩΓΗ» Σύστημα μέτρησης του σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που εμφανίζεται στην Νεολιθική εποχή. Είναι πιθανό ότι και κατά την Παλαιολιθική περίοδο ο προϊστορικός άνθρωπος είχε μάθει να συσχετίζει την περιοδική διαδοχή των κλιματικών φαινομένων (βροχή, ξηρασία), των γεγονότων του βίου των ζώων (περίοδος ζευγαρώματος μερικών ζώων) και των φυτών (φυλλόρροια, ωρίμαση των φρούτων) με την κανονική επανάληψη μερικών αστρονομικών φαινομένων, όπως οι φάσεις της Σελήνης, η μεταβολή της θέσης του Ήλιου. Η χρησιμοποίηση όμως των αστρονομικών αυτών φαινομένων ως αφετηριών για τον υπολογισμό του χρόνου φαίνεται ότι αποτελεί κατάκτηση του ανθρώπου της Νεολιθικής εποχής.
Αυτό εξηγείται αν λάβουμε υπόψη όπως κάνει ο Σουηδός μελετητής Μάρτιν Πέρσον Νίλσον στο θεμελιώδες για το ζήτημα αυτό έργο του «Πρωτόγονος Υπολογισμός Του Χρόνου» (Λουντ και Οξφόρδη 1920) ότι αν σ ένα στάδιο πιο πρωτόγονου πολιτισμού (του παλαιολιθικού) υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι τέτοιες αφετηρίες ήταν γνώστες κατά προσέγγιση με βάση κυμαινόμενα φαινόμενα, όπως οι αλλαγές του κλίματος, «για έναν πληθυσμό που ασχολούνταν με τη γεωργία ήταν αναγκαία πιο ακριβή σημεία υπολογισμού επειδή, παρόλο που η κατάλληλη στιγμή για τη σπορά μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις γενικές κλιματικές συνθήκες, ένας πιο ακριβής καθορισμός είναι σε μέγιστο βαθμό χρήσιμος». Τα πρώτα αστρονομικά φαινόμενα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για τη διαίρεση του χρόνου είναι, πιθανότατα, εκείνα που ήταν πιο εύκολο να παρατηρηθούν: τα σεληνιακά φαινόμενα. Από την παρατήρηση της κανονικής διαδοχής των φάσεων της Σελήνης έχουν την προέλευσή τους οι μήνες (περίοδος χρόνου ίση προς 29 και μισή περίπου ημέρες, που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο πανσελήνων ή μεταξύ δυο νέων σεληνίων) και οι εβδομάδες (περίοδος χρόνου που προκύπτει από την υποδιαίρεση του μήνα σε τέσσερα μέρη ίσα περίπου, με βάση τη νέα σελήνη, το πρώτο τέταρτο της σελήνης, την πανσέληνο και το τελευταίο τέταρτο της σελήνης).
«ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» Ο καθορισμός του έτους, ως μονάδα μέτρησης του χρόνου με βάση στα αστρονομικά φαινόμενα, έγινε αργότερα, κι ήταν αποτέλεσμα ακριβών παρατηρήσεων που έγιναν πάνω στη φαινομενική κίνηση των άστρων, κι αργότερα πάνω στη σκιά, που έριχνε ο Ήλιος. Οι Αιγύπτιοι, ίσως κατά την 5η π.χ. χιλιετία, παίρνοντας για αφετηρία την «ηλιακή ανατολή» του Σείριου (δηλαδή τη στιγμή κατά την οποία το άστρο αυτό ξαναεμφανίζεται στο ανατολικό ορίζοντα, λίγες στιγμές πριν από την ανατολή του Ήλιου) και μετρώντας το διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ της μιας και της άλλης ηλιακής ανατολής, βρήκαν ότι η διάρκεια του έτους ήταν 365 ημέρες, μέτρηση δηλαδή που πλησιάζει πολύ την πραγματική διάρκεια του τροπικού η ηλιακού έτους. Είναι πιθανόν ότι ως τότε οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν ένα ημερολόγιο που βασιζόταν στις σεληνιακές φάσεις, του οποίου μονάδα μέτρησης ήταν ο μήνας των 30 ημερών, που προέκυπτε από το στρογγύλεμα της περιόδου των 29 ½ ημερών, η οποία πάλι αντιστοιχούσε κατά προσέγγιση στο χρονικό διάστημα που χρειαζόταν η Σελήνη για να ξανάρθει στην πρώτη φάση της.
Ο συνδυασμός όμως μιας νέας μονάδας μέτρησης (του έτους) με την παλιά (μήνα) παρουσίαζε μερικές δυσκολίες. Ο αριθμός των ημερών του έτους (365)δεν μπορούσε, πράγματι, να διαιρεθεί ακριβώς με τον αριθμό των ημερών του μήνα (30). Για να υπερνικηθεί η δυσκολία καθορίστηκε το έτος σε 12 μήνες των 30 ημερών, στους οποίους πρόσθεταν 5 συμπληρωματικές ημέρες που δεν ανήκαν σε κανένα μήνα (30*12+5 = 365). Παρά την αξιοσημείωτη ακρίβεια των αστρονομικών παρατηρήσεων που είχαν συντελέσει στη διαμόρφωση του, το αιγυπτιακό ημερολόγιο του οποίου η επίδραση μπορεί να διαπιστωθεί στα συστήματα μέτρησης του χρόνου πολλών λαών παρουσίαζε ένα σοβαρό μειονέκτημα. Η διαφορά των 6 περίπου ωρών που υπήρχε μεταξύ της συμβατικής διάρκειας του αιγυπτιακού έτους και της πραγματικής του τροπικού έτους, με την πάροδο του χρόνου, είχε ως αποτέλεσμα να μη μπορεί το ημερολόγιο να διατηρεί τη σύμπτωση με κύκλο των εποχών, έτσι ώστε μέσα σε 1460 χρόνια μετατοπίζονταν ανάμεσα σ όλες τις εποχές. Το μειονέκτημα αυτό θα μπορούσε να εξαφανίσει με την προσθήκη μιας εμβόλιμης ημέρας κάθε 4 χρόνια (6 ώρες *4 χρόνια = 24 ώρες = 1 μέρα) που θα αποκαταστούσε την αντιστοιχία μεταξύ ημερολογίου και εποχών. Κι όμως ο τρόπος αυτός δεν υιοθετήθηκε και για χιλιετίες, ως τη μεταρρύθμιση του Πτολεμαίου Γ του Ευεργέτη, το 238 π.χ., το αιγυπτιακό ημερολόγιο παράμεινε αναλλοίωτο.
«ΒΑΒΥΛΩΝΙΑΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» Οι Βαβυλώνιοι, για να διορθώσουν τη διαφορά μεταξύ του επίσημου συστήματος διαίρεσης του χρόνου και της διάρκειας του ηλιακού έτους παρενέβαλαν στο ημερολόγιο μια έκτακτη χρονική περίοδο. Το έτος του βαβυλωνιακού ημερολογίου είχε πράγματι διάρκεια 354 ημερών, που αντιστοιχούσαν, κατά προσέγγιση, προς την πραγματική διάρκεια του σεληνιακού έτους, το οποίο είχε 354 ημέρες, 9 ώρες, 48 πρώτα λεπτά και 20 δευτερόλεπτα. Για να συμφωνήσει το ημερολόγιο με το ηλιακό έτος και να εξαλειφτεί έτσι η διαφορά, με τον κύκλο των εποχών, οι αστρονόμοι, κατάφυγαν στην παρεμβολή, με ακανόνιστο τρόπο, ενός μήνα.
«ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» Και στην αρχαία Ελλάδα το έτος είχε 354 ημέρες, γι αυτό και το ίδιο μειονέκτημα με το βαβυλωνιακό. Για να θεραπευτεί το μειονέκτημα αυτό κατάφυγαν ίσως κατά το δεύτερο μισό του 6ου π.χ. αι. στην υιοθέτηση της λεγόμενης οκταετηρίδας, δηλαδή ενός χρονολογικού κύκλου 8 ετών, με την οποία θα μπορούσαν να επιφέρουν κάποια προσέγγιση του ηλιακού έτους με το σεληνιακό. Οκτώ ηλιακά έτη αντιστοιχούν πράγματι με 2922 περίπου ημέρες και οκτώ σεληνιακά έτη περιλαμβάνουν 2832 περίπου ημέρες. Η διαφορά μεταξύ 8 ηλιακών ετών και 8 σεληνιακών είναι, συνεπώς 90 ημέρες, τρείς, δηλαδή, περίπου μήνες κατά τη διάρκεια του κύκλου των οκτώ σεληνιακών ετών είχαν μια προσέγγιση του ηλιακού με το σεληνιακό υπολογισμό. Αλλά και ο τρόπος αυτός δεν ήταν αρκετός για μια μεγαλύτερη προσέγγιση μεταξύ του ηλιακού και του σεληνιακού υπολογισμού του χρόνου, γι αυτό και κατά το δεύτερο μισό του 5ου π.χ. αι. υιοθετήθηκε στην Αθήνα ένας άλλος χρονολογικός κύκλος, που οφείλεται στον αστρονόμο Μέτωνα, γι αυτό και λέγεται «μετώνειος κύκλος».
Η μέθοδος αυτή βασιζόταν στην παρεμβολή 7 συμπληρωματικών μηνών σε μια περίοδο 19 ετών, καθένα από τα οποία αποτελείται από 12 ηλιακούς μήνες. Ο μετώνειος κύκλος, κατά συνέπεια, είχε 235 μήνες (19 έτη*12 μήνες+7 εμβόλιμοι μήνες = 235 μήνες), που καθένας τους είχε μέση διάρκεια 29 ημερών, 12 ωρών, 45 πρώτων λεπτών και 57 δευτερολέπτων: τα ονόματα των μηνών στην αρχαία Αθήνα ήταν: Εκατομβαιών, Μεταγειτνιών, Βοηδρομιών, Πυανεψιών, Μαιμακτηριών, Ποσειδεών, Γαμηλιών, Ανθεστηριών, Ελαφηβολεών, Μουνυχιών, Θαργηλιών, Σκιροφοριών.
«ΙΟΥΛΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» Το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο που προήλθε, ίσως σύμφωνα με την παράδοση, από προηγούμενο ημερολόγιο το οποίο αποδίνεται στον ιδρυτή της Ρώμης Ρωμύλο και κατά το οποίο το έτος είχε 304 ημέρες οι οποίες διαιρούνται σε 10 μήνες χρονολογείται από την εποχή του Νουμά Πομπιλίου. Αποτελούνταν από ένα έτος 12 μηνών (Martius, Aprilis, Maius, Junius, Quintilis, Sextilis, September, October, November, December, Januarius, Februarius τους ίδιους δηλαδή που έχουμε και σήμερα, εκτός από τους Quintilis και Sextilis, που ονομάστηκαν αργότερα Julius και Augustus) από τους οποίους τέσσερις (Martius, Maius, Quintilis, October) είχαν 31 ημέρες κι άλλοι 29, εκτός από το Φεβρουάριο (Februarius) που είχε 28.
Δύο φορές έτος κάθε τέσσερα χρόνια παρεμβάλλονταν στο έτος ένας εμβόλιμος μήνας (Mercedonius). Το καθήκον της εφαρμογής της παρεμβολής αυτής ανατέθηκε στους ποντίφηκες, αλλά αυτοί παραλείποντας ή αναβάλλοντας αυθαίρετα, για λόγους πολιτικούς, την εφαρμογή του προκάλεσαν τέτοια σύγχυση στο ημερολόγιο ώστε κατά τα τέλη της δημοκρατίας η μεταρρύθμιση έγινε αναγκαία. Η μεταρρύθμιση αυτή έγινε από τον Ιούλιο Καίσαρα, ο οποίος το 46 π.χ., εισήγαγε το ημερολόγιο που φέρει τ όνομα του το ιουλιανό. Το ιουλιανό ημερολόγιο απόκλεισε κάθε σχέση με τα σεληνιακά φαινόμενα και δέχτηκε ως μέση διάρκεια του έτους μια περίοδο 365 ημερών και ¼. Το πρόβλημα που προέκυπτε από το κλάσμα μιας ημέρας που περίσσευε κάθε χρόνο 4 ετών, από τα οποία τρία είχαν από 365 ημέρες και το τέταρτο (δίσεκτο έτος) 366 (1/4 ημέρες*4 = 1ημέρα).
«ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» Σε σχέση με το τροπικό έτος ( που η διάρκεια του είναι 365 ημέρες, 5 ώρες, 46 δευτερόλεπτα) το συμβατικό έτος των 365 ημερών και ¼, που είχε υιοθετήσει το ιουλιανό ημερολόγιο ήταν μεγαλύτερο κατά 11 λεπτά. Η διαφορά αυτή και λόγοι θρησκευτικοί (ο καθορισμός της ημέρας που έπρεπε να εορταστεί το Πάσχα), ανάγκασαν τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ να επιχειρήσει μεταρρύθμιση του ημερολογίου που έγινε το 1582 με βάση μαθηματικούς υπολογισμού. Για να εξαλειφτεί η διαφορά μεταξύ του τροπικού και του πολιτικού έτους αφαιρέθηκαν 10 ημέρες (πέρασαν από τις 4 Οκτωβρίου στις 15 Οκτωβρίου 1582) και καθορίστηκε ότι από εκεί και πέρα δε θα ήταν δίσεκτα αυτά που διαιρούνται με τον 100 έτη, εκτός από εκείνα που διαιρούνται με το 400. Πρέπει να σημειωθεί ότι και με το γρηγοριανό ημερολόγιο, υπάρχει σφάλμα μιας ημέρας σε κάθε 3000 χρόνια.
Το γρηγοριανό ημερολόγιο εισάχθηκε αμέσως στις ρωμαιοκαθολικές χώρες, αλλά αντιμετώπισε εχθρότητα από τα προτεσταντικά και ορθόδοξα έθνη. Τα προτεσταντικά κράτη της Γερμανίας το υιοθέτησαν μόνο το 1700, η Μεγάλη Βρετανία το 1751, η Βουλγαρία το 1917, η Σοβιετική Ένωση το 1918, η Ρουμανία το 1919 και η Ελλάδα το 1923.
«ΣΧΕΔΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ» Αν σε μερικές χώρες το γρηγοριανό ημερολόγιο εισάχθηκε σχετικά πρόσφατα, δεν έλειψαν, σε άλλες που το είχαν υιοθετήσει από παλιότερα, σχέδια, που έτειναν στην τροποποίηση του. Το πιο ενδιαφέρον σχέδιο από ιστορική άποψη, επειδή υιοθετήθηκε επίσημα κι έμεινε σε χρήση 12 έτη, ήταν το επαναστατικό γαλλικό ημερολόγιο(22 Σεπτεμβρίου 1793 31 Δεκεμβρίου 1805). Το επαναστατικό αυτό ημερολόγιο βασιζόταν στο έτος των 365 ημερών, που αποτελούνταν από 12 μήνες των 30 ημερών και από 5 συμπληρωματικές ημέρες. Κάθε τέσσερα χρόνια υπήρχε ένα δίσεκτο έτος. Η πρώτη του έτους μετατοπίστηκε στις 22 Σεπτεμβρίου. Οι μήνες πήραν ονόματα διαφορετικά από τα ονόματα του γρηγοριανού ημερολογίου, ονόματα που είχαν σχέση με τον τρυγητό, τη σπορά, τις καιρικές μεταβολές, τη βλάστηση. Οι μήνες αυτοί ήταν: Βαντεμιαίρ, Μπρυμαίρ, Φριμαίρ, Νεβόζ, Πλυβιόζ, Βαντόζ, Ζερμινάλ, Φλορεάλ, Πραιριάλ, Μεσσιντόρ, Τερμιντόρ (Θερμιδώρ) και Φρυκτιντόρ, και είχαν διαιρεθεί σε δεκαήμερα αντί εβδομάδες.
Από τις οργανώσεις που ιδρύθηκαν για ην μελέτη νέου συστήματος ημερολογίων είναι και η World Calendar Association της Νέας Υόρκης, η οποία πρότεινε ημερολόγιο με τα εξής χαρακτηριστικά: κάθε έτος θα έχει τέσσερα τρίμηνα όμοια 91 ημέρες το καθένα. Κάθε τρίμηνο θα έχει ένα μήνα από 31 ημέρες και δύο από 30. Κάθε έτος και κάθε τρίμηνο θα αρχίζουν από ημέρα Κυριακή. Ο πρώτος μήνας κάθε τρίμηνου θα έχει πέντε Κυριακές και 26 εργάσιμες ημέρες. Η 365η ημέρα (31 Δεκεμβρίου) θα κηρυχτεί «εκτός εβδομάδας» και θα είναι ημέρα εορτάσιμη με το όνομα «Παγκόσμια Ημέρα». Κατά τα δίσεκτα έτη, η 366η ημέρα θα τοποθετηθεί στο μέσο του έτους (31 Ιουνίου) και θα είναι κι αυτή εορτάσιμη και «εκτός εβδομάδας».
«Αστρονομία Στους Αρχαίους Πολιτισμούς» «Γιώργος Κυβέλος»
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑΣ» Η αστρονομία είναι από τις αρχαιότερες φυσικές επιστήμες, χρονολογούμενη στην αρχαιότητα, με ρίζες σε θρησκεία, μυθολογία και αστρολογία της προϊστορίας. Η αρχική αστρονομία περιελάμβανε παρατήρηση των μοτίβων και των κινήσεων ουράνιων σωμάτων που μπορούσαν να δουν και συγκεκριμένα του ηλίου, της σελήνης και αστεριών και πλανητών που είχαν τη δυνατότητα να δουν με γυμνό μάτι. Η μελέτη της αλλαγής θέσεων του ηλίου στον ορίζοντα ή η αλλαγή της εμφάνισης των αστεριών κατά τη διάρκεια του έτους μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία αγροτικού ή τελετουργικού ημερολογίου. Σε ορισμένους πολιτισμούς μάλιστα τα αστρονομικά δεδομένα χρησίμευαν για αστρονομικές προβλέψεις.
«ΑΡΧΑΙΟΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ» Αιγυπτιακή αστρονομία: Ο Αιγυπτιακός πολιτισμός είναι ένας από τους αρχαιότερους πολιτισμούς που αναπτύχθηκε εδώ και 5000 χρόνια στις παραποτάμιες κοιλάδες της Αφρικής. Φαίνεται ότι ήταν ένας από τους πιο ειρηνικούς πολιτισμούς. Ο Αιγυπτιακός πολιτισμός είναι φημισμένος για την λεπτότητα και λεπτομέρεια της τέχνης του όπως και για τον πλούτο των τεχνικών και πρακτικών επιτευγμάτων που σχετίζονται με την κατασκευή μεγάλων μνημείων (πυραμίδες, οβελίσκοι, κολοσσοί). Το αιγυπτιακό σύστημα αρίθμησης ήταν δεκαδικό και είχε ως βάση την απλή επαναληπτική αρχή σύμφωνα με την οποία διαφορετικά σύμβολα για τις διαδοχικές δυνάμεις του 10 επαναλαμβάνονταν όσες φορές χρειαζόταν ώστε να σχηματιστεί ο εκάστοτε αριθμός. Με ένα σύνολο από επτά σύμβολα οι Αιγύπτιοι μπορούσαν να γράφουν οποιοδήποτε ακέραιο αριθμό από το 1 έως το 9.999.999 και αυτό αρκούσε για τις καθημερινές απαιτήσεις τους. Οι Αρχαίοι Έλληνες επαινούσαν συχνά τις μαθηματικές ικανότητες των Αιγυπτίων και πίστευαν ότι τα μαθηματικά είχαν ως καταγωγή την Αίγυπτο.
Η Αιγυπτιακή αστρονομία ήταν εξαιρετικά πρωτόγονη καθώς άσκησε σε ένα μόνο σημείο ευεργετική επίδραση στους Έλληνες αστρονόμους: στην χρήση ενός ημερολογίου το οποίο ο Neugebauer φημίζει ως το πιο έξυπνο ημερολόγιο που υπήρξε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το αιγυπτιακό αυτό ημερολόγιο περιλάμβανε 12 μήνες με 30 ημέρες ο καθένας και 5 επιπλέον ημέρες στο τέλος του χρόνου. Δημιουργήθηκε από πρακτικές ανάγκες δίχως την παραμικρή μέριμνα για τη επίλυση αστρονομικών προβλημάτων. Ήταν εξαιρετικά εύχρηστο για αστρονομικούς υπολογισμούς πράγμα το οποίο αναγνωρίστηκε από αστρονόμους της ελληνιστικής εποχής. Η αστρονομία τους διατήρησε μια όψη πρωτόγονη για αρκετό καιρό με το να περιορίζουν τις παρατηρήσεις τους στο επίπεδο του ορίζοντα. Σε μερικούς πίνακες βρίσκουμε καταλόγους άστρων κλιμακωμένων σε μία ίδια κάθετο. Εύλογο είναι να τονιστεί ότι η παρατήρηση των νερών του ποταμού Νείλου οδήγησε τους Αιγυπτίους στο να χωρίσουν την μέρα σε 24 ώρες,τον μήνα σε 30 ημέρες και τον χρόνο σε 360 ημέρες. Επιπροσθέτως οι πλυμμήρες που προκαλούσε στις καλλιέργιες των Αιγυπτίων αυτός ο πολύ εύφορος ποταμός οδήγησε στην εμπειρική γνώση των μαθηματικών.
«Αστρονομία στην Μεσοποταμία» Με την παρακμή της Αιγύπτου συνέβει σημαντική εξέλιξη στη περιοχή της Μεσοποταμίας με την ανοικοδόμηση μεγάλων κτιρίων. Περίπου 1800 π.χ., έρχεται η ακμή του πολιτισμού στη Βαβυλώνα. Στον καθαρό ουρανό της Μεσοποταμίας,η αστρολογία πήρε μια μορφή παρόμοια με εκείνη της εποχής μας.για περισσότερα από πέντε χιλιάδες χρόνια οι ιερείς-αστρολόγοι της Βαβυλώνας είχαν καταλήψει την εκμάθηση του ουρανού και να εντοπίσουν όλα τα αστέρια, ώστε να κατασκευαστούν παρατηρητήρια στην πεδιάδα που ονομάζεται ziggurats. Υπάρχουν τέτοια μνημεία που χρονολογούνται από το 2600 π.χ. Εμφανίζονται κάποια δισκία στη Βιβλιοθήκη της Νινευής για την αστρονομία των Βαβυλωνίων και των Χαλδαίων. Solilunar χρησιμοποιόταν ως ημερολόγιο με δώδεκα ή δεκατρείς μήνες 29,5 ημερών. Αυτοί οι μήνες ξεκίνησαν με το όραμα του πρώτου προφίλ του σεληνιακού μηνίσκου. Το Βαβυλωνιακό έτος, ξεκίνησε την άνοιξη. Ήξεραν, φυσικά, κάθε έναν από τους πλανήτες και τους κύκλους τους. Ένας άλλος κύκλος που παρατηρήθηκε ήταν της Σελήνης. Αυτός ο κύκλος ήταν ίσως ο πιο σημαντικός. Ο σεληνιακός κύκλος των 28 ημερών χωρίστηκε σε τέσσερις, που αντιστοιχούν στις τέσσερις φάσεις της Σελήνης. Αυτά τα τέσσερα σημεία του χρόνου δείχνουν τα κρίσιμα σημεία του σεληνιακού μήνα.
Ένα αστρονομικό φαινόμενο που δεν είχε χαθεί, ήταν οι εκλείψεις. Οι γνώσεις σχετικά με τις εκλείψεις ήρθε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο, το οποίο χρησιμοποιηθεί αργότερα το ίδιο και στην Ελλάδα. Οι Βαβυλώνιοι γνώριζαν ένα υψηλότερο ποσοστό γνωστό ως "κύκλος Σάρος" που σημαίνει, επαναλαμβανόμενους κύκλους, αλλά για τη μέτρηση του ουρανού. Υπολόγισαν πόσα φεγγάρια ή ήλιους τα οποία ολοκλήρωναν την μέτρηση του ουρανού σε 360 μέτρα ή χώρους στον ουρανό. Σε εκείνους τους χρόνους, τα μαθηματικά, την αστρονομία και τη θρησκεία σχηματίζεται ένα ενιαίο σώμα της γνώσης. Αστρολογία ήταν η σύνθεση αυτής της τριλογίας. Σε αυτό υπήρχε σχέση ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και τη θέση των άστρων κατά τη στιγμή της γέννησής του, γι 'αυτό ήταν απαραίτητο να γνωρίζουμε ποιο είναι το αστέρι που ανατέλλει κατά τη στιγμή της γέννησης κάθε δεδομένη στιγμή.
«Ινδική αστρονομία» Αρχικά στην Ινδία, η αστρονομία ήταν συνυφασμένη με τη θρησκεία. Οι πρώτες γραπτές αναφορές για την αστρονομία στην Ινδία αναφέρονται στο Vedas (θρησκευτική λογοτεχνία της Aρχαίας Ινδίας). Σύμφωνα με τον Σάρμα (2008): «κάποιος μπορεί να βρει στη Ριγκβέντα ευφυείς υποθέσεις για τη γέννηση του σύμπαντος από την ανυπαρξία, τη λειτουργία του σύμπαντος, για τη σφαιρική «αυτοϋποστηριζόμενη γη» και το χρόνο χωρισμένο σε 12 μήνες με 30 μέρες ο καθένας» Μαθηματικά και αστρονομικά όργανα χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του χρόνου μετά το φως του ηλίου, τον υπολογισμό της ανατολής του ηλίου και γενικότερα τη μέτρηση του χρόνου. Ο Ohasi (1993) αναφέρει ότι η αστρονομία βρήκε έδαφος στην Ινδία ανάμεσα στον 6ο και τον 4ο π.χ. αιώνα. Τα διάφορα έργα τα οποία έχουν διασωθεί επιβεβαιώνουν ότι η ινδική αστρονομία αποτελεί μεγάλο μέρος της παγκόσμια επιστημονικής διαδρομής.
«ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ» Η κινέζικη αστρονομία έχει πολύ μεγάλη ιστορία, οι ιστορικοί θεωρούν μάλιστα ότι οι Κινέζοι ήταν οι πιο επίμονοι και οι πιο ακριβείς παρατηρητές ουρανίων φαινομένων στον κόσμο. Τα ονόματα των αστεριών (που αργότερα χωρίστηκαν σε 28 επαύλεις) έχουν βρεθεί σε οστά για μαντεία στο Anyang και χρονολογούνται στη μέση δυναστεία των Shang(κινέζικη εποχή του χαλκού). Οι βάσεις για το σύστημα των επαύλεων τέθηκαν στην εποχή του αυτοκράτορα Wu Ding (1139-1281 π.χ.) Λεπτομερή αρχεία αστρονομικών παρατηρήσεων άρχισαν την περίοδο των Warring States (4ος αι π.χ.). και άνθισαν από την εποχή του Χάμν και μετά. Η κινέζικη αστρονομία βασίζεται σε διαφορετικές αρχές από τη δυτική. Ορισμένα σχέδια της ινδικής αστρονομίας έφτασαν στην Κίνα μετά την επέκταση του Βουδισμού την ύστερη εποχή του Χαν (25-220 μ.χ.) αλλά πιο λεπτομερή ενσωμάτωση ινδικών στοιχείων έγινε κατά τη δυναστεία των Tang ( 618-907) Μέχρι και σήμερα συνεχίζει να είναι ενεργή στην αστρονομία με πολλά αστεροσκοπεία και το δικό της διαστημικό πρόγραμμα. ΑΡΧΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Κύριος στόχος τους ήταν αρχικά η χρονομέτρηση. Οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν αρχικά ένα ηλιοσεληνιακό ημερολόγιο αλλά επειδή οι κύκλοι του ηλίου και της σελήνης ήταν διαφορετικοί έπρεπε να γίνουν αλλαγές. Σημαντικό ρόλο στην αστρονομία είχε επίσης η αστρολογική θεοποίηση.
«ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ» Ανέπτυξαν 3 διαφορετικά πλανητικά μοντέλα: Το πρώτο ονομάζονταν gai tan (ημισφαιρικός θόλος). Σύμφωνα με αυτό υπήρχε ουρανός πάνω από μία θολοειδή γη. Το 2ο πλανητικό μοντέλο έβλεπε τον ουρανό ως μια ουράνια σφαίρα Το 3ο έβλεπε τον ουρανό ως άπειρο σε έκταση και τα ουράνια σώματα να επιπλέουν σε σπάνια διαστήματα
«ΧΑΡΤΕΣ ΑΣΤΕΡΙΩΝ» Οι Κινέζοι σχεδίασαν πολλούς αστρικούς χάρτες κατά τη διάρκεια των περασμένων αιώνων. Είναι συζητήσιμο ως προς το ποιος είναι ο πιο παλιός χάρτης. Ένας από τους πιο παλιούς είναι αυτός του Su Sang ( 1020 1101 π.χ.). Ο πιο διάσημος όμως είναι αυτός του Duhuang, που βρέθηκε στο Duhuang στο Gansu το 1907και διατηρείται στο βρετανικό μουσείο(σχεδίασμα πάνω σε χαρτί που απεικονίζει πάνω από 1350 αστέρια). Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες το χειρόγραφο αυτό χρονολογείται γύρω στα 705 με 710 π.χ.
«ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΟ ΙΣΛΑΜ» Η ισλαμική αστρονομία γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη της ανάμεσα στον 8ο και τον 15ο αιώνα και είναι γραμμένη στα αραβικά. Οι περιοχές στις οποίες αναπτύχθηκε είναι αυτές της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής. Δέχτηκε μεγάλη επιρροή από την ελληνιστική καθώς και την ινδική αστρονομία και επηρέασε την βυζαντινή, την ευρωπαϊκή και την κινέζικη. Το Ισλάμ συμβούλευε τους Μουσουλμάνους να βρουν τρόπους για να χρησιμοποιήσουν τα αστέρια. Με βάση αυτή τη συμβουλή αυτοί άρχισαν να αναπτύσσουν όλο και καλύτερα όργανα πλοήγησης και παρατήρησης. Για αυτό τον λόγο και τα περισσότερα πλοηγητικά αστέρια έχουν αραβικά ονόματα. Άλλες επιρροές που έχει το Κοράνι στην ισλαμική αστρονομία συμπεριλαμβάνουν την αντίληψη ότι το σύμπαν διοικείται από μια σειρά κανόνων οι οποίοι προέρχονται από την ισλαμική αντίληψη του tawhid (ενότητα του Θεού) καθώς και το σεβασμό για τα εμπειρικά δεδομένα που ήταν διαδεδομένα στον ελληνικό πολιτισμό ο οποίος ενέπνευσε και τους Μουσουλμάνους να ασχοληθούν συστηματικά με την εμπειρική παρατήρηση.
Με αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στην ανάπτυξη μιας πρώιμης αστρονομικής μεθόδου, βασιζόμενοι κυρίως στην εμπειρική παρατήρηση. Από το 12ο αιώνα και μετά η αστρονομία στο Ισλάμ άρχισε να γίνεται μια επιστήμη βασιζόμενη στην παρατήρηση κυρίως εξαιτίας των θρησκευτικών αντιθέσεων από τους θεολόγους του Ισλάμ της σχολής του Ash ari. ΚΥΡΙΩΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Η προϊσλαμική αραβική γνώση των άστρων ήταν εμπειρική. Ο ιστορικός επιστήμων Donald Ruthledge Hill χώρισε την ισλαμική αστρονομία σε 4 περιόδους.
«ΠΑΡΑΤΗΣΡΗΣΕΙΣ / ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΗΛΙΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ» «Βαγγέλης Μπαΐρας»
«ΠΤΟΛΕΜΑΪΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ» Η Μέγιστη είναι ένα από τα βιβλία με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ιστορία της δυτικής αστρονομίας. Σε αυτό το βιβλίο εξηγείται πως μπορούμε να προβλέψουμε τη συμπεριφορά των πλανητών μέσω των μαθηματικών.
«Η ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ» Ο Ίππαρχος θεωρείται από τους πιο σημαντικούς Έλληνες αστρονόμους γιατί εισήγαγε την έννοια της ακριβούς πρόβλεψης στην αστρονομία. Ήταν επίσης ο τελευταίος καινοτόμος πριν το Κλαύδιο τον Πτολεμαίο, μαθηματικό που δούλεψε στην Αλεξάνδρεια τον 2ο αι μ.χ.. Τα πιο σημαντικά έργα του είναι η «Μέγιστη» («Μαθηματική Σύνταξις» ή «Άλμαγέστη»), «η Πλανητική Υπόθεση» και η «Τετράβιβλος»
«ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΠΛΑΝΗΤΙΚΑ ΜΟΝΤΕΛΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΙΚΗ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ» Το σύστημα του Ευδόξου είχε μερικά αξιοσημείωτα ελαττώματα. Ένα ήταν η αδυναμία για την ακριβή πρόβλεψη των κινήσεων. Η δουλειά του Καλλίπου ήταν πιθανότατα μια προσπάθεια για τη διόρθωση των ελαττωμάτων αυτών. Άλλο ένα σχετικό πρόβλημα ήταν η ανικανότητα του μοντέλου αυτού να εξηγήσει γιατί οι πλανήτες φαίνεται να αλλάζουν ταχύτητα. Ένα τρίτο ήταν η ανικανότητα να εξηγήσει αλλαγές στη φωτεινότητα των πλανητών όπως φαίνονταν από τη γη (επειδή οι πλανήτες υποτίθεται ότι ήταν σφαιρικοί θα έπρεπε να ισαπέχουν πάντα από τη γη). Το τελευταίο πρόβλημα εντόπισε ο Αυτοκλής (310 π.χ.).
«Από το γεωκεντρισμό στον ηλιοκεντρισμό» Οι άνθρωποι πάντοτε βλέποντας τον ουρανό παρατηρούσαν μια σειρά από φυσικά φαινόμενα τα οποία προσπάθησαν να τα κατανοήσουν και να τα εξηγήσουν με διάφορους τρόπους. Για την ανθρώπινη αυτή δραστηριότητα, ο κάθε λαός δημιούργησε ένα δικό του τρόπο κατανόησης των φυσικών φαινομένων, ανάλογα με την εποχή, τον τόπο και τον πολιτισμό που ανέπτυσσε. Η αρχαία ελληνική επιστήμη κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στην ιστορία της αστρονομίας και στον τρόπο εξήγησης του κόσμου, επηρεάζοντας τις επόμενες ιστορικές περιόδους. Έχοντας ως αφετηρία την αρχαία ελληνική επιστήμη, θα παρουσιάσουμε την αλλαγή σε αυτά που πιστεύουμε για τη φύση μέσα από την ιστορία της μετατόπισης του κοσμοειδώλου που στο κέντρο του είχε τη Γη και στη θέση του αποκαλύφθηκε ο Ήλιος. Μια συγκλονιστική αλλαγή σχετικά με κάτι που θεωρούμε αυτονόητο και διαισθητικά δύσκολο να το φανταστούμε. Η παρουσίαση αυτή ταξιδεύει στην εξέλιξη αυτής της αλλαγής, από την αρχαία ελληνική επιστήμη έως τις απαρχές της επιστημονικής επανάστασης.
«Γεωκεντρισμός» Όσον αφορά τις παρατηρήσεις των Aρχαίων, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη διαφορά που παρουσίαζε η φωτεινότητα του τότε ορατού κόσμου εν συγκρίσει με τον σημερινό. Οι αρχαίοι παρατηρούσαν με γυμνό μάτι έναν ουράνιο θόλο γεμάτο άστρα, σίγουρα πιο φωτεινό από ό,τι μπορούμε εμείς να δούμε σήμερα και σίγουρα πιο κοντινό και προσιτό σε αυτούς εξαιτίας αυτής της φωτεινότητας. Παρατηρώντας καθημερινά τον ουράνιο θόλο, έβλεπαν μια σειρά φαινόμενα που επαναλαμβάνονταν και επηρέαζαν τη ζωή τους. Η παρατήρηση ορισμένων φαινομένων και οι κινήσεις των ουράνιων σωμάτων τους έδιναν την εντύπωση αφενός ότι στο κέντρο της παρατήρησής τους ήταν οι ίδιοι και επομένως η Γη και αφετέρου ότι ορισμένα φυσικά φαινόμενα εμφανίζονταν με περιοδικό τρόπο, άλλα συχνότερα και άλλα όχι. Αν φανταστούμε ανυποψίαστοι, όπως και τότε, ότι η Γη βρίσκεται πράγματι στο κέντρο του σύμπαντος, έχουμε πολλές και ουσιαστικές ενδείξεις να πειστούμε γι αυτά που μας υποδεικνύουν οι αισθήσεις μας και να διαμορφώσουμε μια θεωρία η οποία στο κέντρο του συστήματος θα έχει τοποθετημένη τη γη. Βλέπουμε λοιπόν καθημερινά να εναλλάσσεται η μέρα με τη νύχτα, δηλαδή ο Ήλιος, το ουράνιο σώμα που φαίνεται καθαρότερα από όλα τα υπόλοιπα, να εμφανίζεται και να χάνεται συνεχώς και αδιαλείπτως από μια κατεύθυνση προς κάποια άλλη.
Βλέπουμε τη θέση του να την παίρνει καθημερινά ένα άλλο ουράνιο σώμα, η σελήνη, και να παρουσιάζεται με διαφορετικά μεγέθη, πότε πιο φωτεινή και πότε όχι (φάσεις της σελήνης και διαφορές του μεγέθους της πανσελήνου). Επίσης, κάποιες φορές παρατηρούμε ότι πότε η Σελήνη και πότε ο Ήλιος «κρύβονται» ή εμφανίζονται ταυτοχρόνως (εκλείψεις). Παρατηρώντας πιο προσεκτικά τον ουράνιο θόλο βλέπουμε τα άστρα να περιστρέφονται κυκλικά, ξεκινώντας από ένα σημείο και επιστρέφοντας στο ίδιο ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, και ορισμένα ουράνια σώματα, τους πλανήτες, να περιστρέφονται γύρω μας με έναν δικό τους τρόπο, διαγράφοντας περίεργες κινήσεις (ανάστροφες κινήσεις). Το σημαντικό και το αυτονόητο, ως προς αυτές τις παρατηρήσεις μας, είναι η απουσία της αίσθησης ότι εμείς κινούμαστε και η σιγουριά ότι όλα τα υπόλοιπα κινούνται γύρω από μας.
«Ηλιοκεντρισμός» "Ηλιοκεντρικό" ονομάστηκε το σύστημα που πρότεινε ο Κοπέρνικος και θεωρούσε ότι ο Ήλιος και όχι η Γη είναι το κέντρο γύρω από το οποίο περιφέρονται οι πλανήτες. Η επαναστατική ιδέα του εκτοπισμού της Γης από το κέντρο του σύμπαντος προκλήθηκε από το ότι οι ίδιες οι παρατηρήσεις των κινήσεων των ουρανίων σωμάτων από τους αστρονόμους μπόρεσαν να κατευθύνουν μια θεωρία αλλαγής του κοσμοειδώλου και όχι η προσκόλληση των παρατηρήσεων στη θεωρία, όπως συνέβαινε από την αρχαιότητα. Μια διαδικασία δύσκολή, γεμάτη ιδεολογικές και φιλοσοφικές μάχες, που προκάλεσε ρήξεις τόσο στην αρχαία ελληνική αυθεντία όσο και στις κύριες θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας. Η αδυναμία της πτολεμαϊκής αστρονομίας να δώσει μια φυσική και όχι απλώς μια μαθηματική απάντηση, στα ανομοιόμορφα φαινόμενα που παρατηρούνταν στον ουράνιο θόλο, οδήγησε μια σειρά αστρονόμων και φυσικών φιλοσόφων να κοιτάξουν με μια άλλη ματιά τον κόσμο.
«ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ» Ο αστρολάβος, αρχικά αστρονομικό όργανο χειρός, ήταν ένα από τα πιο εύχρηστα όργανα. Εφευρέθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και η χρήση του διαδόθηκε σε διάφορους πολιτισμούς. Οι Άραβες το χρησιμοποίησαν σε ποικίλες παραλλαγές. Η χρήση του πέρασε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα από τον ισλαμικό κόσμο στην λατινική δύση. Υπήρχαν πολλές παραλλαγές του οργάνου είτε σε σφαιρικό σχήμα είτε σε επίπεδο. Στην επίπεδη μορφή του, το όργανο αποτελούνταν από συνδυασμούς πολυεπίπεδων δίσκων και μία μετακινούμενη ακίδα, η οποία επέτρεπε τη σκόπευση ενός άστρου ή ενός πλανήτη, καθώς και την προβολή της νοητής ευθείας πάνω σε ένα «χάρτη του ουρανού» σχεδιασμένο επάνω σε κάποιον δίσκο. Το όργανο αναπαριστούσε σύμφωνα με τον γεωκεντρισμό, δεδομένες θέσεις του Ήλιου, σημαντικών άστρων, του ζωδιακού κύκλου, την γραμμή του ορίζοντα, σε ορισμένους χρόνους και συντεταγμένες. Με την πάροδο των χρόνων, το όργανο εξελισσόταν και προσθέτονταν, περισσότεροι δίσκοι, οι οποίοι απέδιδαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τις παρατηρούμενες θέσεις των άστρων. Οι σφαιρικοί αστρολάβοι χρησιμοποιήθηκαν ως μοντέλα αναπαράστασης του πλανητικού συστήματος, ενσωματώνοντας κινητές ομόκεντρες σφαίρες.
Ο γνώμονας αποτελεί το δημοφιλέστερο και αρχαιότερο αστρονομικό εργαλείο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συστηματικά από πολλούς αρχαίους πολιτισμούς. Ο γνώμονας είναι το αστρονομικό όργανο που οδήγησε στον προσδιορισμό των ηλιοστασίων και των ισημερινών, γεγονός που έδωσε στους λαούς έναν αντικειμενικό και όχι συμβατικό διαχωρισμό των εποχών, βάσει της κίνησης του Ηλιου. Το όργανο αυτό είναι μια απλή εγχάρακτη ράβδος ή στύλος, με δεδομένο μήκος, τοποθετημένη κατακόρυφα στο έδαφος. Από το μήκος και την κατεύθυνση της σκιάς της ράβδου στο έδαφος, οι αρχαίοι λαοί μπορούσαν να υπολογίσουν την ακριβή θέση και την πορεία του ήλιου. Όταν ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, το μεσημέρι για παράδειγμα, η σκιά του γνώμονα ήταν η μικρότερη όλων των άλλων σκιών που αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές θέσεις του ήλιου, ενώ, όταν ο ήλιος βρισκόταν προς τη δύση, η σκιά έδειχνε προς την ανατολή. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, καταγράφοντας τις εναλλαγές της κατεύθυνσης και του μήκους της σκιάς, ήταν σε θέση να προβλέψουν ποικίλες θέσεις του Ήλιου, σε διάφορες εποχές του χρόνου, και να καθορίσουν το χειμερινό και το θερινό ηλιοστάσιο, όπως και την εαρινή και τη φθινοπωρινή ισημερία.
Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, για παράδειγμα, παρατήρησαν ότι ο Ήλιος είχε τη μικρότερη τροχιά, και συνεπώς η ημέρα διαρκεί λιγότερο από τη νύχτα, ενώ κατά το θερινό ηλιοστάσιο συνέβαινε το αντίθετο. Κατά την εαρινή και τη φθινοπωρινή ισημερία, και η ημέρα και η νύχτα έχουν ίση διάρκεια. Οι Έλληνες και ο γεωμέτρης Μέτων τελειοποίησαν τον γνώμονα και ανακάλυψαν το 432 π.χ. ότι οι ισημερίες δεν διαιρούσαν σε ίσες εποχές το έτος. Η ανακάλυψη αυτή βοήθησε τους αστρονόμους να καθορίσουν με μεγαλύτερη ακρίβεια, σύμφωνα με τον γεωκεντρισμό, τη φαινομενική τροχιά του Ήλιου γύρω από τη Γη. Η χρήση του γνώμονα οδήγησε τους αρχαίους λαούς στην ανάπτυξη μιας ιδιαίτερης επιστημονικής πρακτικής για τον προσδιορισμό διαφόρων αστρονομικών δεδομένων (όπως η κατά προσέγγιση μέτρηση της φαινομενικής διαμέτρου του Ήλιου και της Σελήνης) και μαζί με τη χρήση του αστρολάβου συγκρότησαν ειδικά πεδία τεχνικών δεξιοτήτων και υπολογιστικών μεθόδων της πρακτικής αστρονομίας. Ο γνώμονας αποτέλεσε το πρώτο ηλιακό ρολόι και, από τους αρχαίους Αιγυπτίους και εξής, μεγάλες πόλεις οικοδόμησαν ψηλούς γνώμονες (οβελίσκους) για την κοινή μέτρηση του χρόνου.
«ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΟΥ» Πιστεύεται ότι το πρώτο λειτουργικό τηλεσκόπιο εφευρέθηκε από τον οπτικό Χανς Λίπερσχαϊ το 1608 στην Ολλανδία. Σύμφωνα με τις πληροφορίες δύο από τα παιδιά του καθώς έπαιζαν στο μαγαζί του, πρόσεξαν ότι κρατώντας δύο φακούς σε ευθεία, μπορούσαν να μεγεθύνουν τον ανεμοδείχτη της γειτονικής εκκλησίας. Ο Λίπερσχαϊ τοποθέτησε τους δύο φακούς σε έναν μεταλλικό σωλήνα, διεκδικώντας την πατέντα αυτή. Όμως νωρίτερα (την δεκαετία του 1550) ένας άλλος εφευρέτης, ο Άγγλος Λέοναρντ Ντιγκς είχε δημιουργήσει ένα πρωτόγονο όργανο με έναν συνδυασμό κατόπτρων (καθρεφτών) και φακών, που μπορούσε να καθρεφτίσει και να μεγεθύνει τα μακρινά αντικείμενα. Ωστόσο υπήρξε διαμάχη για την αποτελεσματικότητα του. Ο Ιταλός αστρονόμος Γαλιλαίος ήταν ο πρώτος άνθρωπος που εισήγαγε το τηλεσκόπιο στην αστρονομία, ενώ δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι το εφεύρε. Όταν έμαθε για την εφεύρεση του Λίπερσχαϊ ο Γαλιλαίος κατάφερε να κατασκευάσει μόνος του το τηλεσκόπιο του, έχοντας υπόψη του μόνο την περιγραφή των αποτελεσμάτων του. Το πρώτο του τηλεσκόπιο μεγέθυνε 8 φορές τα αντικείμενα.