AΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ. Επιμέλεια Ανδρουλιδάκη Γαλάτια

Τεχνολογία και Καινοτομία - Οικονομική Επιστήμη και Επιχειρηματικότητα

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

- Δυνατότητα συνεχούς σχέσης χρηματοδότησης. - Ελαφρά υψηλότερο κόστος δανεισμού.

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

Factoring & Forfaiting Η ανάπτυξή τους στην Ελλάδα & στο εξωτερικό

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Λογιστική ΙΙ. Υποχρεώσεις. Ν. Ηρειώτης Δ. Μπάλιος Β. Ναούμ. Ν. Ηρειώτης Δ. Μπάλιος Β. Ναούμ

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης

ΙΔΡΥΜΑ: ΤΕΙ ΚΑΒΑΛΑΣ ΣΧΟΛΗ: ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ. ΘΕΜΑ: Έκδοση στοιχείων κατά την καταβολή δικαστικής δαπάνης και τόκων υπερηµερίας.

Προσωπικά Δάνεια. Ποιο είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα της Τράπεζας; Χορηγήσεις με υψηλή απόδοση και μικρή διάρκεια αποπληρωμής

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Χρήστος Βλ. Γκόρτσος Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Οικονομικού Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΙΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ ΣΤΙΣ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2006

Στη 2 η κατηγορία ανήκουν εκείνα που μεταβάλλονται συνεχώς μέσα στο παραγωγικό - συναλλακτικό κύκλωμα της επιχείρησης

Μάρκετινγκ Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ 6 η εισήγηση

Σύγχρονες μορφές Χρηματοδότησης

Υπεύθυνος δανεισμός και υπερχρέωση των καταναλωτών

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

Σύγχρονες Μορφές Χρηματοδότησης. Διάλεξη 2 Εμπορική Πίστωση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΟΔΗΓΙΕΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΣΤ04 ΣΤ05: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ

ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΟΙ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ FACTORING KAI FORFAITING ΝΙΚΗΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΡΚΑΝΤΕΣ

PRODUCT PROFILE ΕΊΣΠΡΑΞΗ ΛΗΞΙΠΡΌΘΕΣΜΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ

22856 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ. Τεύχος Β 2265/

ΠΩΛΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ (FORFAITING)

Ο όρος «Χρηματοδότηση» περιλαμβάνει δύο οικονομικές δραστηριότητες.

Χαρακτηριστικά εταιρικών μορφών και προϋποθέσεις ίδρυσής τους

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Ενότητα 5. Εξωτερικός και Εσωτερικός Έλεγχος Απαιτήσεων και ιαθεσίµων

Ελληνική Ένωση Τραπεζών: 32 ερωτήσεις και απαντήσεις για τις τραπεζικές συναλλαγές

Ενότητα 8. Άρθρο 10. ιασταυρώσεις και Απόδειξη Συναλλαγών (Παράγραφοι 1-8)

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ FACTORING & Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Ενότητα 6. Άρθρο 6 Τιµολόγηση Συναλλαγών (Παράγραφοι 1-18)

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3016/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4289, 29/7/2011 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΣΥΜΦΩΝΙΩΝ ΠΑΡΟΧΗΣ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2004

Η επιχείρηση που έχει στην κατοχή της ένα γραμμάτιο προς είσπραξη μπορεί να το εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως:

Leasing (Χρηματοδοτική μίσθωση)

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

PRODUCT PROFILE ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

Πλεονεκτήματα της Χρηματοδοτικής Μίσθωσης για τον Μισθωτή

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

TEI ΑΜΘ Τμήμα Λογιστικής & Χρηματοοικονομικής

ΔΟΜΗ ΝΕΟΥ Κ.Φ.Ε ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΦΟΡΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΦΟΡΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΧΑΠΙ ΗΣ

Εργαστήριο Εκπαίδευσης και Εφαρμογών Λογιστικής. Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική Ανάλυση

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ : ΔΠΠ-Η/

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ

ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ Ι. Γενική Εισαγωγή ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ. 1. Γενική Εισαγωγή. 2. Λογιστική Απεικόνιση o Τοκοφόρες και μη Υποχρεώσεις ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. ΑΜΟΙΒΗ: ,00 (με Φ.Π.Α. 24%) Στη Σαμοθράκη σήμερα 30/05/2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00 μεταξύ:

ΠΟΛ.1141/2016 Διευκρινίσεις για τη διαδικασία

ΑΠΟΦΑΣΗ 2/804/ τoυ Διοικητικού Συμβουλίου. Θέμα: Τροποποίηση του Κανονισμού Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων

Ανάλυση Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων

Η Θεωρία των Διεθνών Μετακινήσεων Κεφαλαίου

ΘΕΜΑ: Η λειτουργία και ρύθμιση του factoring στην Ελλάδα και στο εξωτερικό

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Εισαγωγικές Έννοιες Επιχειρηματικότητας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες. 1. Εισαγωγή 1 Ι. Η οικονομική σημασία των συμβάσεων καταναλωτικής


Χρηματοδότηση Εξασφαλιζόμενη με Απαιτήσεις ή Πρακτορεία Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (Factoring)

ATHOS ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ. Πολιτική Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων

Τ.Ε.Ι ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΜΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Εισαγωγή στην Χρηματοοικονομική ανάλυση

16SYMV

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΛΟΓΙΣΤΙΚΩΝ-ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

«Επιτροπή Διαχείρισης Υπερημερίας και Κρίσεων»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΣΥΝΟΠΤΙΚΕΣ ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΝΕΑΜΗΝΟ ΠΟΥ ΕΛΗΞΕ THN. 30 Σεπτεμβρίου 2006

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΤΗΛ: , Πέμπτη, 9 Νοεμβρίου 2006 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών

Πολιτική Κατηγοριοποίησης Πελατών

ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ

«1. Οι βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές των Ο.Τ.Α. και των νομικών τους προσώπων, έως την 30ή Νοεμβρίου 2014, προς το Ελληνικό Δημόσιο και τα

Τμήμα Οργάνωσης & Διοίκησης Επιχειρήσεων ΕΝΟΤΗΤΑ 4: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ομάδα 3: Χρηματοοικονομικά στοιχεία

15 years. Το νέο πλαίσιο της Φορολογίας Κινητών Αξιών. Παρουσίαση στο πλαίσιο του. Θεολόγης Γαϊτανίδης Γενικός Επιτελικός Διευθυντής Λειτουργειών

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ( )

Εταιρική χρηματοδότηση. Επίκαιρες φορολογικές πτυχές

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΓΔΟΗ ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΧΡΗΣΗ (

16SYMV

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ E2/2016 ΓΙΑ ΤΗΝ EKΜΙΣΘΩΣΗ ΚΥΛΙΚΕΙΩΝ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΩΝ ΑΜΑΞΟΣΤΑΣΙΩΝ ΤΗΣ Ο.ΣΥ. Α.Ε ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

ΕΤΑΙΡΙΕΣ. Ομόρρυθμη εταιρεία (Ο.Ε.)

16SYMV

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 4 και 5

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Λογιστική Εταιρειών. Ομόρρυθμη εταιρεία

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

Transcript:

AΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ: Η ΝΟΜΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ FACTORING Επιβλέποντες καθηγητές: Κοτσίρης Λ. Ψυχομάνης Σπ. Ελευθεριάδης Ν. Εισηγήτρια: Μουστάκα Βασιλική Α.Μ :499 Θεσσαλονίκη 2009

Ι. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Ι. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ.. 1 ΙΙ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1 Προοίμιο... 7 1.2. Ορολογία έννοια του factoring 8 1.3. Ιστορική εξέλιξη..9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING ΚΑΤΑ ΤΟ Ν. 1905/1990 ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ 2.1. Παρατηρήσεις επί του Ν. 1905/1990.. 11 2.2. Έννοια.12 2.3. Πεδίο εφαρμογής.14 2.4. Κατάρτιση της σύμβασης factoring (πώς λειτουργεί στην πράξη) 16 2.4.1. Κριτήρια των εταιριών factoring...18 2.5. Η εκχώρηση των απαιτήσεων του προμηθευτή 2.5.1. Περιεχόμενο της σύμβασης...19 2.5.2. Αναγγελία...21 2.5.3. Η συμφωνία για το ανεκχώρητο των απαιτήσεων.. 23 2.5.4. Εκχώρηση των ίδιων απαιτήσεων σε διαφορετικούς πράκτορες...24 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ FACTORING 3.1. Η χρηματοδοτική λειτουργία..25 3.1.1. Η τήρηση συμψηφιστικού ή τρέχοντος λογαριασμού.27 3.2. Η ασφαλιστική λειτουργία..28 3.2.1. Η ευθύνη του προμηθευτή για ύπαρξη απαιτήσεων...30 3.2.2. Η συμφωνία περί πιστωτικών ορίων.. 31 3.2.3. Η τήρηση του δεσμευμένου λογαριασμού. 32 3.3. Η διαχειριστική λειτουργία. 33 3.3.1. Η διευκόλυνση της είσπραξης των απαιτήσεων..... 34 1

3.3.2. Ειδικότερα η δικαστική επιδίωξη της είσπραξης....35 3.4. Άλλες λειτουργίες...36 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ FACTORING ΣΤΗΝ ΕΓΧΩΡΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΣΥΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ 4.1. Γνήσια και μη γνήσια σύμβαση factoring 4.1.1. Γνήσιο factoring (ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής).. 38 4.1.2. Μη γνήσιο factoring (ή με δικαίωμα αναγωγής). 39 4.2. Εμφανής και αφανής σύμβαση factoring 4.2.1. Εμφανές factoring....40 4.2.2. Αφανές factoring....41 4.3. Σύμβαση factoring με ή χωρίς προεξόφληση (ή χρηματοδότηση) 4.3.1. Factoring με προεξόφληση...42 4.3.2. Factoring χωρίς προεξόφληση....42 4.4. Σύμβαση Factoring με ή χωρίς λογιστική παρακολούθηση 4.4.1. Factoring με λογιστική παρακολούθηση......43 4.4.2. Factoring χωρίς λογιστική παρακολούθηση..... 43 4.5. Σύμβαση Factoring με ή χωρίς χρηματοδότηση 4.5.1. Factoring με χρηματοδότηση.....44 4.5.2. Factoring χωρίς χρηματοδότηση......44 4.6. Εσωτερική και διεθνής σύμβαση factoring 4.6.1. Εσωτερικό factoring...45 4.6.2. Διεθνές factoring..45 α) Έμμεσο διεθνές factoring ή σύστημα των δύο factors β) Άμεσο διεθνές factoring ή σύστημα του ενός factor βα) Άμεσο εισαγωγικό factoring: ββ) Άμεσο εξαγωγικό factoring ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΤΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ FACTORING 5.1. Ο προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών 47 2

5.2. Ο πράκτορας επιχειρηματικών απαιτήσεων.. 49 5.3. Ο οφειλέτης στη σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων.51 5.4. Δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών 5.4.1. Σχέση μεταξύ πράκτορα και προμηθευτή.52 5.4.2. Σχέση μεταξύ πράκτορα και τρίτου οφειλέτη...53 5.4.3. Σχέση μεταξύ προμηθευτή και οφειλέτη...55 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ: Η ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING - ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING 6.1. Το factoring ως μικτή σύμβαση.. 56 6.1.1 Οι παρεχόμενες κατά το νόμο «σχετικές υπηρεσίες» Α. «Η εκχώρηση απαιτήσεων στον πράκτορα με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής»....56 Β. «Η εξουσιοδότηση για την είσπραξή τους».57 Γ. «Η χρηματοδότηση του προμηθευτή με προεξόφληση των απαιτήσεων».59 Δ. «Η λογιστική ή νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων και «η διαχείριση τους»...59 Ε. «Η ολική ή μερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου»...60 6.2. Το factoring ως τυπική σύμβαση....61 6.3. Το factoring ως διαρκής σύμβαση..61 6.4. Το factoring ως σύμβαση πλαίσιο..63 6.5. Το factoring ως σύμβαση εκτελεστέα κατά διαδοχικές τμηματικές παροχές...63 6.6. Το factoring ως σύμβαση προσχώρησης 64 6.7. Το factoring ως αποκλειστική εμπορική δραστηριότητα του πράκτορα 65 6.8. Το factoring ως σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως και ως σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού 6.8.1 Το factoring ως σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως...66 6.8.2 Το factoring ως σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού 67 3

6.9. Ειδικότερα: Νομικός χαρακτηρισμός της αιτίας της εκχωρήσεως. 69 6.10. Ειδικότερα: Νομικός χαρακτηρισμός των υπηρεσιών εισπράξεως, διαχειρίσεως, λογιστικής και νομικής παρακολούθησης των απαιτήσεων...71 6.11. Συμπερασματικά ως προς τη νομική φύση της σύμβασης factoring 73 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ: ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ 7.1. Factoring και παρατεινόμενη επιφύλαξη της κυριότητας.. 75 7.2. Factoring και καταπιστευτική εκχώρηση απαιτήσεων... 78 7.3. Factoring και ενεχύραση απαιτήσεων 79 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ: ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING 8.1. Πλεονεκτήματα του factoring 8.1.1. H χρηματοδότηση της επιχείρησης...80 8.1.2. Διευκόλυνση της επιχειρηματικής δράσης...80 8.1.3. Εξασφάλιση της επιχειρηματικής δράσης 81 8.1.4. Επιχειρηματική ανεξαρτησία και εξοικονόμηση δαπανών..81 8.2 Μειονεκτήματα του factoring 8.2.1. Διατάραξη των σχέσεων προμηθευτή οφειλέτη 82 8.2.2. Κίνδυνος δυσφήμησης από τη σύγχυση με την παροχή πίστωσης έναντι εκχώρησης απαιτήσεων..83 8.2.3. Εξάρτηση του προμηθευτή από τον πράκτορα. 83 8.3. Επίλογος.84 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Νόμος 1905/1990... 89 Υπόδειγμα Σύμβασης factoring (με δικαίωμα αναγωγής).95 4

ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ Αστικός Κώδικας ΑΠΘ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ΑΠ Άρειος Πάγος Αρ. Αριθμός Αρμεν. Αρμενόπουλος (περιοδικό) Βλ. Βλέπε ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδικό) ΔΕΕΤ Δελτίο Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών (περιοδικό) ΔΠΑθ Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών εδ. Εδάφιο εκδ. Έκδοση Ελλ.Δ/νη Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) ΕΚ Εμπορικός Κώδικας επ. Επόμενα ΕΕμπΔ Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) ΕΕΝ Εφημερίς Ελλήνων Νομικών (περιοδικό) ΕπισκΕμπΔ Επισκόπηση Εμπορικού Δικαίου (περιοδικό) ΕρμΑΚ Ερμηνεία Αστικού Δικαίου ΕΤρΑξΧρΔ Επιθεώρηση Τραπεζικού, Αξιογραφικού και Χρηματιστηριακού Δικαίου (περιοδικό) ΕφΘεσσ Εφετείο Θεσσαλονίκης κ.λ.π και λοιπά ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΜΠΘ Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Ν. Νόμος ΝοΒ Νομικό Βήμα (ΝοΒ) ΟλΑΠ Ολομέλεια Αρείου Πάγου ό.π. όπου παραπάνω παρ. παράγραφος 5

π.χ. παραδείγματος χάριν Π.Δ Προεδρικό Διάταγμα ΠΔ/ΤΕ Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος σελ. σελίδα τ. τόμος τεύχ. Τεύχος Υ.Α Υπουργική Απόφαση ΦΕΚ Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης 6

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Προοίμιο Η σύμβαση factoring ανήκει στις νέες εκείνες μορφές συμβάσεων, που είναι δημιούργημα των ίδιων των συναλλαγών υπό την πίεση οικονομικών και επιχειρηματικών αναγκαιοτήτων. Αποτελεί εμπορική δραστηριότητα και δη τραπεζική εργασία 1, η οποία αναπτύσσεται τα τελευταία έτη με γρήγορους ρυθμούς. Περιεχόμενο της σύμβασης factoring, αποτελεί η εκχώρηση των απαιτήσεων του προμηθευτή στον πράκτορα και η εξουσία του τελευταίου να τις εισπράττει και να τις αξιοποιεί ελεύθερα. Ο προμηθευτής κατά κανόνα μικρομεσαία επιχείρηση προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητά του, διαθέτει στον πράκτορα εταιρία factoring τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της έναντι των πελατών της (τιμολόγια, επιταγές, συναλλαγματικές, απαιτήσεις από πιστωτικές κάρτες κ.λ.π), εκχωρώντας ουσιαστικά σε αυτόν την ευθύνη είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων 2. Το factoring δεν είναι απλώς μια μορφή χρηματοδότησης έναντι των απαιτήσεων του προμηθευτή. Ο πράκτορας (factor) αποκτά την απαίτηση του προμηθευτή καταβάλλοντας συνήθως αμέσως το μέγιστο μέρος της αξίας της στην επιχείρηση του προμηθευτή, επιμελείται την είσπραξή της, τη διαχειρίζεται και επωμίζεται τη λογιστική της παρακολούθηση. Συγχρόνως, συλλέγει πληροφορίες σχετικά με την οικονομική κατάσταση των πελατών του προμηθευτή και δίνει συμβουλές στον προμηθευτή για την παροχή και το ύψος της πίστωσης προς τους πελάτες. Σύμφωνα με τα παραπάνω, το factoring αποτελεί ένα νέο συμβατικό μόρφωμα και ένα δυναμικό χρηματοπιστωτικό εργαλείο, το θεσμικό πλαίσιο 1 Βλ. διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 περ. β. Ν.2076/1992, όπως η διάταξη αυτή προσδιόρισε τη διάταξη του άρθρου 2 ΒΔ της 2/14 Μαίου 1835 «περί αρμοδιότητος των εμποροδικείων». Οι τραπεζικές εργασίες, ως πρωτότυπες εμπορικές δραστηριότητες, προσδίδουν την εμπορική ιδιότητα σε όποιον τις μετέρχεται (άρ. 1 ΕΝ). Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων περιέχεται στον κατάλογο των τραπεζικών εργασιών του άρθρου 24 Ν. 2076/1992. 2 Η εκχώρηση διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ στο βαθμό που ο Ν. 1905/1990, ως ειδικός νόμος, δεν περιέχει διαφορετική ρύθμιση. 7

του οποίου τέθηκε από τον Έλληνα νομοθέτη με το Ν. 1905/1990 3 για τις συμβάσεις factoring και fortfaiting. Ωστόσο, στη νομική πράξη γεννιούνται ποικίλα νομικά προβλήματα, όπως πχ. Το ζήτημα της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης factoring, καθ όσον η νέα αυτή μορφή σύμβασης δημιουργεί ποικίλες ενοχές, η επίλυση δε των προβλημάτων που δημιουργούν οι ενοχές αυτές εναπόκειται στα δικαστήρια. 1.2. Ορολογία έννοια του factoring Ο αγγλικής προέλευσης όρος «factoring» φαίνεται ότι δημιουργήθηκε για να αποδώσει εννοιολογικά την εργασία των «factors». Η λέξη factor βρίσκεται αυτούσια στα λατινικά λεξικά. Προέρχεται από το ρήμα facere (facio) και σημαίνει το δημιουργό ή πράκτορα. Με την ίδια δε ακριβώς αλλά πάντως όχι νομική σημασία διατηρήθηκε ο όρος και στην αγγλική γλώσσα. Για την απόδοση στα ελληνικά του factoring προκρίθηκε ο όρος «πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων» 4, επειδή θεωρήθηκε ότι καλύπτει και αποδίδει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο το εννοιολογικό περιεχόμενο του μορφώματος «factoring» 5, αλλά και συγγενεύει ετυμολογικά με αυτόν τον όρο 6. Η μετάφραση αυτή είναι περιγραφική και μπορεί να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις. Ακόμη, οι μορφές που μπορεί να πάρει η σύμβαση factoring παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία, με συνέπεια η μετάφραση του όρου να αποδίδει έναν ή ορισμένους από τους εν λόγω τύπους 7. 3 Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το Ν. 2367/1995 (βλ. και ΠΔΤΕ 2168/1993, όπως τροποποιήθηκε με την ΕΝΠΘ 100/01 και την ΠΔΤΕ 2471/2001). 4 «Χρηματοδοτική ανάληψη απαιτήσεων» κατά την παλιότερη άποψη του Απ. Γεωργιάδη, ΝοΒ 1988, σελ. 1185, ή «παραγγελιοδοχική πίστωση» κατά τον Ζαχάρωφ, «Οι νομικοοικονομικές όψεις της χρηματοδότησης των εξαγωγών», 1988, σελ 220 ή «εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων» κατά τον Δ. Τσιμπανούλη, ΝοΒ 1990, σελ. 413. 5 Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων αποτελεί τον ευρύτερο και γενικότερο δυνατό ορισμό της σύμβασης factoring. Στην απλή της μορφή η σύμβαση factoring είναι σύμβαση πρακτορείας μίσθωσης έργου. Βλ. Λιακόπουλο Θ., «Η Σύμβαση Factoring», ΕΕμπΔ 1988, σελ. 388 και 389. 6 Οι λέξεις factoring και πρακτορεία έχουν κοινή ετυμολογική ρίζα. Το factoring προέρχεται από το λατινικό ρήμα facere και η πρακτορεία από το ρήμα πράττω. 7 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Κριτική του νομοσχεδίου για τους θεσμούς του factoring και του fortfaiting», ΔΕΕΤ 1990, τευχ. Γ, σελ. 82. 8

To factoring είναι μια σύμβαση μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, που είναι είτε τράπεζα, είτε ειδική ανώνυμη εταιρία, συνήθως θυγατρικής τράπεζας, και μιας επιχείρησης εμπορικής εταιρίας ή και φυσικού προσώπου που ασχολείται κατ επάγγελμα με την πώληση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό, με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός, χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες 8. Ο ορισμός που δίνεται στον ελληνικό νόμο για το factoring, δηλαδή ο Νόμος 1905/1990, δε διαφέρει σημαντικά από εκείνον της παρ. 2 του άρθρου 1 της σύμβασης για το διεθνές factoring που υιοθετήθηκε στη διεθνή συνδιάσκεψη της Ottawa. Ο Ν. 1905/1990 προέκυψε εξάλλου από τις ανάγκες των διεθνών συναλλαγών, αλλά και την αναγνώριση από τον επιχειρηματικό κόσμο στην Ελλάδα των ωφελειών, που προσφέρει ο θεσμός του factoring. Μια εταιρία ή τράπεζα factoring αγοράζει το μεγαλύτερο μέρος των απαιτήσεων του πελάτη πωλητή (επιχείρηση), που εκχωρούνται σε αυτήν και προέρχονται από την επί πιστώσει πώληση εμπορευμάτων ή την παροχή υπηρεσιών, προσφέροντας μια δέσμη υπηρεσιών, όπως χορήγηση προκαταβολών, κάλυψη πιστωτικού κινδύνου, έλεγχο φερεγγυότητας πελατών, λογιστική παρακολούθηση και είσπραξη απαιτήσεων. 1.3. Ιστορική εξέλιξη Η σύμβαση factoring εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19 ου αιώνα. Πριν από 25 περίπου χρόνια 9 μεταφυτεύτηκε και στην Ευρώπη, όπου ανέπτυξε τη δική του δυναμική και διαμορφώθηκε ανάλογα με τις ανάγκες του ευρωπαϊκού εμπορίου. Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε αντίθεση με την Ελλάδα, η σύμβαση factoring δεν έχει αποτελέσει ακόμη και σήμερα αντικείμενο ρύθμισης κάποιου ειδικού νόμου, ενώ η νομολογιακή αντιμετώπιση των 8 Βλ. ενδεικτικά νομολογία ΕφΘεσ 346/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002, σελ. 1069. 9 Οι ρίζες των συμβάσεων factoring βρίσκονται όμως ήδη στην αρχαία Βαβυλωνία, όπως συνάγεται από τους κώδικες του Χαμουραμπί. 9

διαφόρων ζητημάτων που αναφύονται, ελλείψει ειδικής νομοθετικής ρύθμισης στηρίζεται στους γενικούς κανόνες του αστικού και εμπορικού δικαίου. Στην Ελλάδα 10 η εισαγωγή του θεσμού factoring ήταν αποτέλεσμα των οικονομικών και επιχειρηματικών δεδομένων, που οι ίδιες οι συναλλαγές δημιούργησαν. Η εξέλιξη, εξάλλου, του θεσμού αυτού ήταν αποτέλεσμα, όχι μόνο της καθιερωμένης διεθνούς πρακτικής, αλλά και της επιρροής διαφόρων οικονομικών στοιχείων, καθώς και μιας γενικότερης πίεσης των ελληνικών τραπεζών προς την Τράπεζα της Ελλάδας για την καθιέρωση ενός γενικού πλαισίου διενέργειας πράξεων factoring. Έπειτα από μια σειρά συζητήσεων στα πλαίσια της δραστηριότητας της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, την έκδοση πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 11, καθώς και τη δημοσίευση στον οικονομικό τύπο άρθρων σχετικών με το θεσμό του factoring, το Υπουργείο Εμπορίου προχώρησε στην κατάρτιση του νομοσχεδίου για την καθιέρωση του θεσμού του factoring, το οποίο στη συνέχεια αποτέλεσε το Ν. 1905/1990 12. Ο νόμος αυτός ουσιαστικά καθιέρωσε τον γενικό όρο «πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», αφήνοντας στους συμβαλλομένους την ελευθερία καθορισμού του ειδικότερου περιεχομένου της σύμβασης πρακτορείας. Σήμερα η δράση των εταιριών factoring έχει επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό, αφού συχνά εταιρίες προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, θέλοντας να απαλλαγούν οι ίδιες από την ευθύνη είσπραξης των επιχειρηματικών τους 10 Το «factoring» ως χρηματοδοτικό προϊόν, θα μπορούσε να καθιερωθεί και στη χώρα μας, χωρίς ιδιαίτερη νομοθετική ρύθμιση στη βάση των περί εκχωρήσεως διατάξεων του ΑΚ. Όμως στην περίπτωση της εκχώρησης επιβάλλονταν τέλος χαρτοσήμου επί του ποσού που εκχωρείται, σε ποσοστό 2,4%. Η επιβάρυνση αυτή καθιστούσε το προϊόν ιδιαίτερα ακριβό για το χρηματοδοτούμενο και συνεπώς ασύμφορο. Βλ. Μουργελά Γ., «Οι χρηματοδοτικοί θεσμοί factoring και leasing», ΔΕΕΤ 1996, τευχ. Β, σελ. 40. 11 Πρόκειται για α) την υπ αρ. 959/10-03-1987 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων που χορηγήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 1266/1982), με θέμα τη διενέργεια από τις εμπορικές τράπεζες και θυγατρικές τους εταιρίες πράξεων αναδόχου είσπραξης εμπορευματικών απαιτήσεων ελλήνων εξαγωγέων, β) την υπ αρ. 1117/30-07-1987 (συμπληρωματική της ως άνω πράξης) πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και γ) την υπ αρ. 399/30-08-1988 πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, που ρύθμισε θέματα καταβολής αμοιβών ή προμηθειών σε συνάλλαγμα σε αλλοδαπές επιχειρήσεις, που αναλαμβάνουν τη διενέργεια πράξεων factoring για λογαριασμό ελληνικών επιχειρήσεων. 12 ΦΕΚ 147/15-11-1990. 10

απαιτήσεων εκχωρούν τις απαιτήσεις τους αυτές στις εταιρίες factoring, προκειμένου να ασχοληθούν αποκλειστικά με την αύξηση της επιχειρηματικής τους δράσης. Στην Ελλάδα το factoring καλύπτει μια αγορά με κύκλο εργασιών περίπου 10 δισ. ευρώ, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο ξεπερνά το 1 τρισ. ευρώ, με το 2009 να αναμένεται πτώση περίπου 30% λόγω και της κρίσης 13. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ FACTORING ΚΑΤΑ ΤΟ Ν. 1905/1990 ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ 2.1. Παρατηρήσεις επί του Ν. 1905/1990 Ο νόμος 1905/1990 είχε ως στόχο τη δικαιική μορφοποίηση και συστηματοποίηση ενός τρόπου συναλλαγών, ευρύτατα διαδεδομένου, με πολλές παραλλαγές, στην διεθνή πιστωτική πρακτική. Ο νόμος εισάγει ενιαίες ρυθμίσεις για όλες τις μορφές factoring. Η επιλογή του εάν η συγκεκριμένη σύμβαση θα έχει μόνο χρηματοδοτική ή διαχειριστική λειτουργία, ή ακόμη και ασφαλιστική, αφήνεται στην ελευθερία των συμβαλλομένων 14. Ο νομοθέτης, μέσω ευέλικτων ρυθμίσεων, που αφήνουν μεγάλα περιθώρια για τη διάπλαση των εννόμων σχέσεων, διαγράφει τις κατευθυντήριες γραμμές και τους βασικούς κανόνες, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργήσει αυτό το νέο μόρφωμα. Κανόνες αναγκαστικού δικαίου χρησιμοποιούνται σε περιορισμένη έκταση, για την κατοχύρωση βασικών αρχών λειτουργίας της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων. Κατά τα λοιπά, επιδιώκεται με κανόνες ενδοτικού δικαίου να περιοριστεί κατά το δυνατό η αβεβαιότητα των συναλλαγών. Επομένως, η ελλειπτικότητα των διατάξεων του Ν. 1905/1990 είναι ηθελημένη. 13 Βλ. μηνιαίο επενδυτικό και οικονομικό περιοδικό «ΧΡΗΜΑ», τ. 356/Οκτώβριος 2009 www.hrima.gr, πηγή Ένωση Ελληνικών Τραπεζών. 14 Βλ. Τσιμπανούλη Δ., «Ένα νομοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΝοΒ38, σελ. 417. 11

Η πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, επομένως, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο ελληνικό δίκαιο, εμπίπτει όμως στη ρητά προβλεπόμενη στο άρθρο 361 ΑΚ ελευθερία των συμβάσεων. 2.2. Έννοια Σύμφωνα τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. α του ν.1905/1990 το factoring είναι: «η σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ ενός πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων (factor) που είναι είτε τράπεζα είτε ειδική ανώνυμη εταιρία (συνήθως θυγατρική τράπεζας) και ενός κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών (επιχείρηση, εμπορική εταιρία ή ακόμη και φυσικό πρόσωπο), δυνάμει της οποίας ο πράκτορας αναλαμβάνει να παρέχει στον προμηθευτή, για το διάστημα που συμφωνείται, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες σχετικές με την παρακολούθηση και είσπραξη μιας ή μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων του προμηθευτή, ιδίως από συμβάσεις πωλήσεως αγαθών, παροχής υπηρεσιών σε τρίτους ή εκτέλεση έργων». Στο εδάφιο β του άρθρου 1 του Ν.1905/1990 παρατίθενται κάποιες ειδικότερες υπηρεσίες που αποτελούν περιεχόμενο της συμβάσεως: «η εκχώρηση απαιτήσεων στον πράκτορα με ή χωρίς δικαίωμα αναγωγής, η εξουσιοδότηση για την είσπραξή τους, η χρηματοδότηση του προμηθευτή με προεξόφληση των απαιτήσεων, η λογιστική ή νομική παρακολούθηση των απαιτήσεων, η διαχείρισή τους, η ολική ή μερική κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου του προμηθευτή». Οι υπηρεσίες αυτές αναφέρονται ενδεικτικά («ιδίως»), καθώς το αντικείμενο της σύμβασης factoring δεν είναι προκαθορισμένο, αλλά διαμορφώνεται με βάση τη συμφωνία των μερών και, πιο συγκεκριμένα, ανάλογα με τις ανάγκες του προμηθευτή ως επιχείρησης. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, με τη σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων ο πράκτορας (τράπεζα ή ειδική ανώνυμη εταιρία) αναλαμβάνει την είσπραξη και παρακολούθηση των απαιτήσεων, που έχει ο αντισυμβαλλόμενός του - προμηθευτής κατά πελατών του από τη διάθεση εμπορευμάτων ή την παροχή υπηρεσιών. Ο πράκτορας διαχειρίζεται αυτές τις απαιτήσεις, δηλαδή τις εισπράττει, συνήθως τις προεξοφλεί και ανάλογα με τη 12

συμφωνία αναλαμβάνει τον κίνδυνο της τυχόν μη φερεγγυότητας των πελατών του προμηθευτή, δικαιούμενος για τις δραστηριότητές του αυτές προμηθειών και τόκων επί των προκαταβολών 15. Με το factoring, δηλαδή, παρέχεται στον προμηθευτή μια ιδανική δέσμη υπηρεσιών που περιλαμβάνει χρηματοδότηση, ασφάλιση και διαχείριση απαιτήσεων 16. Η αποτελεσματική είσπραξη των απαιτήσεων καθορίζει την αποδοτικότητα της επιχείρησης και τη ρευστότητά της και συνεπώς η σύμβαση factoring ευνοεί κυρίως τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες δεν έχουν συνήθως τη δυνατότητα να εξακριβώνουν κάθε φορά τη φερεγγυότητα των πελατών τους ή να προχωρούν σε δαπανηρές διαδικασίες προς επιδίωξη της είσπραξης των απαιτήσεών τους. Αναθέτουν, λοιπόν, την ευθύνη αυτή σε ειδικευμένους φορείς, που έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε πληροφορίες, αλλά και τη δυνατότητα να διαθέτουν τους απαραίτητους μηχανισμούς και οργάνωση για τη νομική, εμπορική και λογιστική παρακολούθηση των οφειλών και την είσπραξή τους 17. Οι απαιτήσεις, την είσπραξη των οποίων αναλαμβάνει ο πράκτορας επιχειρηματικών απαιτήσεων μπορεί να είναι είτε υπάρχουσες, είτε μελλοντικές (2 η παρ. αρ.1 Ν. 1905/1990). Αρκεί να είναι οριστικές και βέβαιες. Γι αυτό το λόγο το factoring δεν προσφέρεται σε κλάδους, όπως ο οικοδομικός, ο κατασκευαστικός εξειδικευμένων προϊόντων κ.λ.π, στους οποίους η οριστική εξόφληση της απαίτησης εξαρτάται από την πρόοδο των εργασιών 18. Αντικείμενο της συμβάσεως factoring μπορεί να είναι και απαιτήσεις του προμηθευτή έναντι πελατών του στο εξωτερικό από εξαγωγική δραστηριότητα, καθώς και απαιτήσεις αλλοδαπού προμηθευτή έναντι πελατών του στο εσωτερικό από εισαγωγική δραστηριότητα (3 η παρ. αρ.1 Ν. 1905/1990). 15 Βλ. Γεωργιάδη Απ., «Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας-leasing- Factoring-Forfaiting-Franchising», 2000, σελ. 115. 16 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ.6. 17 Βλ. Ρέππα Π., «Η σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων (Σύμβαση Factoring)», Δελτίο Φορολογικής Νομοθεσίας 45, σελ. 1462. 18 Βλ. Βασιλείου Δ., «Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΔΕΕΤ 1997, τευχ. Γ, σελ. 90. 13

2.3. Πεδίο εφαρμογής Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται στη διάταξη του αρ.1 παρ.1 του Ν.1905/1990 δημιουργείται ένα δεύτερο ζήτημα σχετικά με το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης factoring. Σε αντίθεση με το ελληνικό δίκαιο, στο άρθρο 1 παρ.2 της Διεθνούς Σύμβασης 1988 της Ottawa, η οποία ρυθμίζει τα νομικά ζητήματα του διεθνούς factoring και η οποία ωστόσο δεν έχει κυρωθεί από την Ελλάδα, ορίζεται ότι ως σύμβαση factoring για την εφαρμογή του νόμου θεωρείται αυτή με βάση την οποία, ο μεν προμηθευτής εκχωρεί επιχειρηματικές απαιτήσεις του προς τον πράκτορα, αυτός δε αναλαμβάνει να εκτελέσει δύο τουλάχιστον από τις ακόλουθες λειτουργίες ήτοι: α) χρηματοδότηση του προμηθευτή περιλαμβανομένων των δανείων και προκαταβολών, β) λογιστική παρακολούθηση, γ) είσπραξη των απαιτήσεων και δ) εξασφάλιση κατά του κινδύνου αφερεγγυότητας των οφειλετών 19. Ο ελληνικός νόμος 1905/1990 φαίνεται να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που αναφέρει στο πρώτο άρθρο να αποτελεί το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης factoring. Μια τέτοια ερμηνεία, όμως, δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστή, καθώς οι υπηρεσίες που αναφέρονται στο άρθρο αφορούν είτε τον προμηθευτή («εκχώρηση», «εξουσιοδότηση προς είσπραξη»), είτε τον πράκτορα («χρηματοδότηση», «παρακολούθηση» κ.λ.π) και, δεδομένου ότι η σύμβαση factoring είναι αμφοτεροβαρής, δεν αρκεί μόνο μία από αυτές τις υπηρεσίες να αποτελεί το ελάχιστο περιεχόμενο. Στον ελληνικό νόμο, λοιπόν, δεν υπάρχει ασφαλές κριτήριο σχετικά με το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης factoring, σε αντίθεση με τη Διεθνή Σύμβαση της Οttawa. Στην ελληνική θεωρία υποστηρίζεται η άποψη 20 ότι το πρώτο εδάφιο περιέχει το υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης factoring, που είναι η ανάληψη εκ μέρους του πράκτορα της υποχρέωσης είσπραξης έναντι αμοιβής των απαιτήσεων του προμηθευτή από τρίτους, που μπορεί να έχει τη μορφή εκχωρήσεως (το συνηθέστερο) ή να σημαίνει μόνο εξουσιοδότηση προς 19 Βλ. Λιακόπουλο Θ., «Η Σύμβαση Factoring», ΕΕμπΔ 88, σελ. 381. 20 Βλ. Τσιμπανούλη Δ., «Ένα νομοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΝοΒ 38, σελ.420 επ.. 14

είσπραξη ιδίω ονόματι (πληρεξουσιοδότηση) ή επ ονόματι του εξουσιοδοτούντος. Το δεύτερο εδάφιο περιέχει το δυνητικό περιεχόμενο της σύμβασης. Η απαρίθμηση του δεύτερου εδαφίου, αποτελεί εξειδίκευση των μορφών που μπορούν να λάβουν η καθεμιά από τις δύο βασικές υπηρεσίες που συνιστούν την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων, δηλαδή η είσπραξη απαιτήσεων και η λογιστική παρακολούθησή τους 21. Σύμφωνα, όμως με αυτήν την άποψη, αποκλείεται η μορφή του αμιγώς χρηματοδοτικού factoring, όπου ο προμηθευτής αναλαμβάνει μόνος του την είσπραξη και παρακολούθηση των απαιτήσεών του (βλ. παρακάτω είδη factoring) και διαστρέφεται η ουσία της σύμβασης factoring. Φαίνεται σα να πρόκειται κυρίως για μια σύμβαση παροχής υπηρεσιών, εργασίας ή έργου, ενώ η χρηματοδότηση και η ανάληψη του πιστωτικού κινδύνου έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Υποστηρίζεται, ακόμη, η μάλλον ορθότερη άποψη, ότι ο ορισμός της διάταξης της 1 η παρ. του αρ.1 του Ν.1905/1990 δεν πρέπει να εκληφθεί ως αυστηρά νομικός, αλλά πρέπει ο ερμηνευτής να λάβει υπόψη του τη συνολική ρύθμιση του νόμου και να στηριχθεί στις γενικές διατάξεις του ΑΚ, στη διεθνή πρακτική και στις αντιλήψεις των συναλλασσομένων με τα κριτήρια των συναλλακτικών ηθών και εμπορικών συνηθειών, όπως αποτυπώνονται στις συναπτόμενες συμβάσεις, ώστε να σχηματιστεί μια ολοκληρωμένη αντίληψη για τη σχετική έννοια 22. Η υπαγωγή επομένως μιας σύμβασης στις διατάξεις του Ν.1905/1990 πρέπει να κριθεί ad hoc, δηλαδή για τη συγκεκριμένη περίπτωση, με βάση τη γενικότερη ρύθμιση και τον σκοπό του νόμου καθώς και τις αντιλήψεις και τη βούληση των συμβαλλομένων μερών κατά το άρθρο 200ΑΚ 23. 21 Βλ. Τσιμπανούλη Δ., «Ένα νομοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΝοΒ38, σελ. 421 και Γεωργιάδη Απ. «Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας leasing- factoring- franchising», 2000, σελ.115. 22 Βλ. Βάθη Β., «Η σύμβαση factoring», 1995, 63 επ. 23 Βλ. Βάθη Β., «Η σύμβαση factoring», 1995, σελ. 69 και νομολογία ΕφΑθ 6182/2007 ΕλλΔνη 2008, σελ. 76, ΕφΑθ 346/2002 ΕΕμπΔ 2002, σελ. 1069: «Πρόκειται για νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό με τον οποίο επιδιώκεται σκοπός χρηματοδοτικός ή διαχειριστικός ή ασφαλιστικός (εγγυητικός), σωρευτικά ή διαζευκτικά, με αντίστοιχες λειτουργίες». 15

2.4. Κατάρτιση της σύμβασης factoring (πώς λειτουργεί στην πράξη) Σε γενικές γραμμές η σύμβαση factoring λειτουργεί ως εξής: Ο προμηθευτής αγαθών ή υπηρεσιών προσφεύγει σε μια εταιρία factoring, επιζητώντας χρηματοδότηση ή παροχή άλλων υπηρεσιών π.χ. είσπραξη, λογιστική και νομική παρακολούθηση των απαιτήσεών του, ανάληψη του κινδύνου αφερεγγυότητας των οφειλετών του, παροχή συμβουλών marketing κ.τ.λ. Κατά ρητή πρόβλεψη του νόμου (άρθρο 4 παρ.1ν.1905/1990): «η δραστηριότητα της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων μπορεί να ασκηθεί μόνο από α) τράπεζες, που έχουν εγκατασταθεί και λειτουργούν μόνιμα στην Ελλάδα και β) ανώνυμες εταιρίες, με αποκλειστικό σκοπό την άσκηση της δραστηριότητας αυτής». Το αντισυμβαλλόμενο μέρος της σύμβασης factoring είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που μπορεί να είναι παραγωγός αγαθών, ο εξαγωγέας, εκείνος που αγοράζει αγαθά με πρόθεση μεταπωλήσεως, εκείνος που ασκεί επιχείρηση προμηθείας, εκείνος που παρέχει οποιαδήποτε υπηρεσία (εμπορική ή μη) σε τρίτους κ.ά. 24. Ο ενδιαφερόμενος προμηθευτής έρχεται σε επαφή με τον πράκτορα και διερευνούν μαζί τη δυνατότητα συνάψεως της σχετικής σύμβασης. Ο πράκτορας εξετάζει και εκτιμά την οικονομική κατάσταση του μελλοντικού πελάτη του, τον κύκλο οφειλετών του, το είδος συναλλαγών που ασκεί και γενικότερα όλα τα στοιχεία που τον βοηθούν να αποφασίσει, αν η σύναψη συμβάσεως factoring είναι συμφέρουσα και ποια μορφή μπορεί να έχει. Ο πράκτορας, εφόσον κρίνει ότι η κατάρτιση της σύμβασης αυτής είναι συμφέρουσα, αναλαμβάνει το σύνολο ή μέρος των υπαρχουσών και μελλοντικών απαιτήσεων του προμηθευτή έναντι των πελατών του. Η σύμβαση factoring καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων και του κατά κύριο επάγγελμα προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών (άρθρο 1 Ν. 1905/1990). 24 Βλ..Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ.103. 16

Η σύμβαση περιέχει τους όρους συνεργασίας των μερών όπως διαμορφώνονται από τη βούληση των μερών (λ.χ. τη μορφή factoring, την αμοιβή - προμήθεια του πράκτορα, το πιστωτικό όριο - πλαφόν μέχρι το οποίο ο πράκτορας δέχεται να αναλάβει τον κίνδυνο αφερεγγυότητας ενός οφειλέτη κλπ). Ο προμηθευτής εκχωρεί (συνήθως) στον πράκτορα τις απαιτήσεις του έναντι των πελατών του, τις μη επισφαλείς αλλά και τις επισφαλείς, με την ταυτόχρονη υποχρέωση, κατά τη διάταξη της 2 ης παρ. του άρθρου 3 Ν.1905/1990, που παραπέμπει στο 456 ΑΚ, «να θέσει στη διάθεση του πράκτορα τις σχετικές με τις απαιτήσεις, που αποτελούν αντικείμενο της μεταξύ τους σύμβασης, πληροφορίες και τα παραστατικά.». Τα παραστατικά αυτά είναι: 1) αντίγραφο του σχετικού τιμολογίου της εκχωρηθείσας απαίτησης και 2) αντίγραφο της σχετικής φορτωτικής. Με τον τρόπο αυτό η απαίτηση εξατομικεύεται και συγκεκριμενοποιείται, ώστε ο πράκτορας διαμορφώνει πλήρη εικόνα γι αυτή και διευκολύνεται στην άσκηση των εξουσιών και δικαιωμάτων που αποκτά από αυτή 25. Εξάλλου, έτσι αποδεικνύεται και η εκπλήρωση των υποχρεώσεων από τον προμηθευτή απέναντι στον οφειλέτη του. Συνήθως ανοίγεται ένας ανοικτός - ανοιχτός λογαριασμός μεταξύ των μερών όπου γίνονται οι πιστώσεις και οι χρεώσεις του πράκτορα προς τον προμηθευτή 26. Ο πράκτορας πιστώνει τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις στον λογαριασμό που τηρείται, κατά την είσπραξή τους από τους οφειλέτες ή, εφόσον αυτοί δεν πληρώνουν, μετά από ένα διάστημα 90-120 ημερών από τότε που η απαίτηση καταστεί ληξιπρόθεσμη (εννοείται, φυσικά, ότι πρέπει να έχει συμφωνηθεί κάλυψη από τον πράκτορα του πιστωτικού κινδύνου του συγκεκριμένου οφειλέτη). Στην περίπτωση που έχει συμφωνηθεί προεξόφληση των απαιτήσεων, ο πράκτορας πιστώνει ένα μέρος αυτών (συνήθως μέχρι 80%), ενώ το υπόλοιπο 20% πιστώνεται, όταν ο πράκτορας εισπράξει την απαίτηση από τους οφειλέτες. Παράλληλα, στον ανοιχτό λογαριασμό χρεώνει την αμοιβή του, που αποτελείται από : α) την προμήθεια, υπολογιζόμενη επί της αξίας των 25 Βλ. Τσιμπανούλη Δ., «Ένα νομοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΝοΒ38, σελ. 421. 26 Βλ. Βάθη Β., «Η σύμβαση factoring», 1995, σελ. 20. 17

εκχωρημένων απαιτήσεων, η οποία κυμαίνεται από 0, 75-2, 25% και εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως τη φερεγγυότητα των οφειλετών και το κόστος της λογιστικής παρακολούθησης, β) τους προεξοφλητικούς τόκους, εφόσον έχει συμφωνηθεί η προεξόφληση των απαιτήσεων από τον πράκτορα και γ) ένα ποσοστό της απαίτησης έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του οφειλέτη (εφόσον έχει συμφωνηθεί ευθύνη του πράκτορα για τη μη πληρωμή της απαίτησης). Πολλές φορές (όχι πάντα), ο πράκτορας περιλαμβάνει στην αμοιβή του και ορισμένα εφάπαξ δικαιώματα και έξοδα για κάθε οφειλέτη του προμηθευτή, το ύψος των οποίων εξαρτάται από τον τόπο εγκατάστασής του (οφειλέτη) και από το επείγον του αιτήματος εκ μέρους του προμηθευτή 27. Αν ο οφειλέτης αποδειχθεί αφερέγγυος και ο πράκτορας έχει αναλάβει το σχετικό κίνδυνο, τότε ο τελευταίος δε μπορεί να στραφεί κατά του εκχωρητή με αναγωγική αξίωση (γνήσιο factoring). Στην περίπτωση αυτή έχουμε να κάνουμε με οριστική κτήση της απαίτησης από τον πράκτορα έναντι της καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος στον προμηθευτή. Αν όμως, συμφωνηθεί ότι τον πιστωτικό κίνδυνο θα εξακολουθήσει να τον φέρει ο προμηθευτής και ο οφειλέτης αδυνατεί ή αρνείται να πληρώσει, ο πράκτορας μπορεί να εγείρει αναγωγική αξίωση κατά του οφειλέτη για απόδοση της αξίας της απαίτησής του, και μάλιστα, εντόκως 28. Στη συνέχεια της εργασίας θα αναφερθούμε αναλυτικά για τα παραπάνω ζητήματα. 2.4.1.Κριτήρια των εταιριών factoring Τα κριτήρια με τα οποία οι εταιρίες factoring εξετάζουν τα αιτήματα των προμηθευτών υποψήφιων πελατών τους, βασικά, είναι τα ίδια με αυτά των τραπεζών. Διαφέρει, όμως η βαρύτητα την οποία δίνουν σε αυτά οι δύο αυτοί φορείς. 27 Βλ. Βασιλείου Δ., «Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΔΕΕΤ 1997, τευχ. Γ, σελ. 98. 28 Βλ. Κοντογιάννη Αθ., «Η λειτουργία της εκχώρησης στο πλαίσιο της σύμβασης factoring», ΔΕΕ 4/1999, σελ. 376. 18

Συγκεκριμένα, οι μεν τράπεζες δίνουν κυρίως σημασία στα κεφάλια και την χρηματοοικονομική δομή των πιστούχων τους, οι δε εταιρίες factoring ενδιαφέρονται πρωτίστως για την ποιότητα των απαιτήσεων που εκχωρούνται σε αυτές. Αυτό σημαίνει, ότι όταν μια εταιρία έχει εξαντλήσει τα πιστοδοτικά της όρια με μια τράπεζα, αλλά έχει φερέγγυους πελάτες, στους οποίους πουλάει επί πιστώσει σε βραχυπρόθεσμη βάση, μπορεί να εξασφαλίσει, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, πρόσθετη χρηματοδότηση. Οι κυριότερες διαφορές 29 του factoring από τον τραπεζικό δανεισμό είναι οι εξής: 1. Οι εταιρίες factoring δίνουν κατά κανόνα προκαταβολές έναντι τιμολογίων, ενώ οι τράπεζες προτιμούν τα αξιόγραφα ως εξασφάλιση για τη χρηματοδότησή τους. 2. Στις εταιρίες factoring εκχωρείται το σύνολο των απαιτήσεων των πελατών τους που προέρχεται από επί πιστώσει πωλήσεις ή τουλάχιστον το σύνολο των απαιτήσεών τους κατά συγκεκριμένων οφειλετών τους και τέλος, 3. Οι εταιρίες factoring δεν προσφέρουν μόνο χρηματοδότηση, αλλά ένα σύνολο υπηρεσιών. 2.5. Η εκχώρηση των απαιτήσεων του προμηθευτή 2.5.1. Περιεχόμενο της σύμβασης Οι απαιτήσεις του προμηθευτή αποτελούν το επίκεντρο των οικονομικών λειτουργιών του factoring. Αντικείμενο του factoring είναι οι απαιτήσεις 30 του προμηθευτή έναντι τρίτων οφειλετών, που δημιουργούνται, σε γενικές γραμμές, από την επιχειρηματική δραστηριότητα του προμηθευτή. Η μεταβίβαση των απαιτήσεων προϋποθέτει εκχώρηση. Η εκχώρηση, ως σύμβαση, διέπεται από τις γενικές διατάξεις των ΑΚ 455 επ., οι οποίες εφαρμόζονται και στη σύμβαση factoring, στην έκταση που ο Ν. 1905/1990, 29 Βλ. μηνιαίο επενδυτικό και οικονομικό περιοδικό «ΧΡΗΜΑ», τ. 356/Οκτώβριος 2009 www.hrima.gr. 30 Τα χαρακτηριστικά, που πρέπει να συγκεντρώνουν οι απαιτήσεις, είναι τα εξής: 1) Να πρόκειται για τιμολογιακές απαιτήσεις, 2) Να προέρχονται από πωλήσεις εμπορευμάτων ή παροχής υπηρεσιών επί πιστώσει, 3) Να μην υφίστανται έναντι απλών καταναλωτών και 4) Δεν πρέπει να είναι μικρής αξίας, δηλ. κάτω από το όριο που τάσσει ο πράκτορας. 19

ως ειδικός νόμος, δεν περιέχει διαφορετικές ρυθμίσεις. Τα άρθρα 2 και 3 31 του Νόμου αυτού περιέχουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν εν μέρει από τις γενικές, ενώ ως προς το θέμα της αναγγελίας και της ισχύος περί ανεκχωρήτου καινοτομούν. Η συμφωνία (σύμβαση) εκχώρησης στο factoring, συμπεριβάλλεται τον ίδιο έγγραφο τύπο, που ο νόμος ορίζει για ολόκληρη τη σύμβαση (αρ. 1 Ν. 1905/1990). Περιεχόμενο της συμφωνίας είναι η μεταβίβαση των απαιτήσεων στον πράκτορα, κατά τρόπο, που ο τελευταίος αποκτά την εξουσία είσπραξης τους με το όνομά του και δικαιούται να τις διαθέτει ελεύθερα 32. Οι απαιτήσεις του προμηθευτή κατά τη στιγμή της κατάρτισης της σύμβασης είναι σε μικρή έκταση γεννημένες (τρέχουσες), κυρίως όμως είναι μη γεννημένες (μέλλουσες). Εξάλλου, για να αποφευχθεί η επιλεκτική εις βάρος του πράκτορα εκχώρηση των απαιτήσεων, συμφωνείται πάντα εκχώρηση όλων γενικά των ενεστωσών και μελλοντικών απαιτήσεων ή μιας προκαθορισμένης κατηγορίας τους, χωρίς διακρίσεις 33. Αρκεί, επομένως, η συμφωνία ότι εκχωρούνται στον πράκτορα όλες οι ενεστώσες και μέλλουσες απαιτήσεις του προμηθευτή έναντι πελατών του από την άσκηση της καθοριζόμενης επίσης στη σύμβαση factoring δραστηριότητας, είτε αυτή έχει ως αντικείμενο «συμβάσεις πώλησης αγαθών», είτε «συμβάσεις παροχής υπηρεσιών», κατά την ορολογία του Ν. 1905/1990. Έτσι πληρούται το αντικειμενικό της διάταξης του άρθρου 455 ΑΚ 34. Επομένως, η ρητή αναφορά στο νόμο αυτό της δυνατότητα εκχώρησης όλων των μελλοντικών απαιτήσεων, αίρει κάθε ενδεχόμενη 31 Άρθρο 2 Ν. 1905/1990: «Η σύμβαση πρακτορείας είναι δυνατό να αφορά και σε μη γεννημένες κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης απαιτήσεις, όπως επίσης και στον καθορισμό, με μορφή ειδικού ανοικτού λογαριασμού, του ύψους του πιστωτικού κινδύνου, που ο πράκτορας αναλαμβάνει κάθε φορά να καλύψει.» Άρθρο 3 Ν. 1905/1990: «Αντικείμενο της σύμβασης του άρθρου αυτού μπορεί να είναι και απαιτήσεις έναντι πελατών στο εξωτερικό, από επιχειρηματική δράση στο εξωτερικό οίκων εγκαταστημένων στην Ελλάδα, όπως επίσης και απαιτήσεις οίκων του εξωτερικού έναντι πελατών τους στην Ελλάδα.» 32 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ.189, υποσ. 230 με τις εκεί παραπομπές. 33 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ.189, υποσ. 231 με τις εκεί παραπομπές. 34 455 ΑΚ: «Ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του, χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη (εκχώρηση).» 20

επιφύλαξη για τη δυνατότητα αυτή, εξαιτίας των θεμάτων του ορισμένου των μελλοντικών απαιτήσεων ή της υπερβολικής δέσμευσης της ελευθερίας του προμηθευτή (ΑΚ 178, 179), που προβάλλονται στα πλαίσια των γενικών διατάξεων 35. 2.5.2. Αναγγελία Σύμφωνα με τη διάταξη του α εδ. της 4 ης παραγράφου του άρθρου 2 του Ν. 1905/1990, ο πράκτορας δεν αποκτά τα συμφωνηθέντα με τη σύμβαση εκχώρησης «δικαιώματα» - δηλαδή, τις απαιτήσεις απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους 36 - προτού συντελεστεί η αναγγελία, που προβλέπεται στο ίδιο άρθρο. Η διατύπωση της διάταξης αυτής είναι σχεδόν ίδια με την αντίστοιχη της ΑΚ 460 και συνδέεται με το ζήτημα, που αφορά του χρόνο, κατά τον οποίο ο εκδοχέας (πράκτορας) αποκτά την εκχωρηθείσα απαίτηση. Ο πράκτορας αποκτά την απαίτηση απέναντι στον οφειλέτη και τους τρίτους, είτε με έγγραφη αναγγελία (1 η -3 η παρ. άρθρ. 2 Ν. 1905/1990), είτε με την μερική παροχή του οφειλέτη προς αυτόν, είτε ταυτόχρονα με την ολική ικανοποίηση της απαίτησης 37. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις είναι αδιάφορο αν στη συνέχεια επακολούθησε ή όχι πράγματι αναγγελία και εισάγουν αυτονόητη εξαίρεση από την αυστηρότητα της πρώτης. Ο οφειλέτης, βέβαια, έχει τη δυνατότητα από τη διάταξη του άρθρου 461 ΑΚ να καταβάλλει το χρέος στον εκχωρητή ή να συνάψει μαζί του άλλες πράξεις, που εξομοιούνται με καταβολή πριν από την αναγγελία, οπότε και 35 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ.189, υποσ. 232 με τις εκεί παραπομπές. 36 Ως «τρίτοι» θεωρούνται οι εγχειρόγραφοι δανειστές του εκχωρητή, οι δανειστές του εκχωρητή με ενέχυρο στην απαίτηση, οι ομαδικοί πιστωτές σε περίπτωση πτώχευσης του εκχωρητή πριν από την αναγγελία και οι μεταγενέστεροι εκδοχείς της ίδιας απαίτησης. 37 Και η νομολογία (βλ. ΟλΑΠ 158/1969, ΝοΒ 17, σελ. 563 και ΑΠ 658/1974, ΝοΒ 23, σελ. 273) αναγνωρίζει ότι η καταβολή μέρους της εκχωρηθείσας απαίτησης ισοδυναμεί με αναγγελία, ώστε να τελειούται η εκχώρηση ή, έστω να πληρούται ο όρος του ενεργού του εκχωρηθέντος δικαιώματος από του χρόνου της μερικής καταβολής. 21

πάλι ελευθερώνεται. Η συμπεριφορά του όμως στην περίπτωση αυτή ελέγχεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ 38. Η αναγγελία, δηλαδή η από τον πράκτορα ή τον προμηθευτή γνωστοποίηση της γενόμενης εκχώρησης στον οφειλέτη, πρέπει κατά ρητή επιταγή της διάταξης του α εδ. της 1 ης παρ. του άρθρου 2 του Ν. 1905/1990 να γίνεται εγγράφως και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 με καθορισμένους τρόπους. Περιεχόμενο της γνωστοποίησης δεν είναι ολόκληρη η σύμβαση, αλλά μόνο η ύπαρξη της σύμβασης, ώστε να προσδιορίζονται οι απαιτήσεις και η ταυτότητα του πράκτορα, (1 ης παρ. του άρθρου 2 του Ν. 1905/1990). Η καταβολή στον πράκτορα πριν την αναγγελία προϋποθέτει λογικά ότι η σύμβαση factoring έχει κατά κάποιο τρόπο γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη, χωρίς όμως να είναι απαραίτητο η γνωστοποίηση αυτή να περιέχει όλα τα στοιχεία που προβλέπει η διάταξη του αρ.2 παρ.1 εδ. β του Ν.1905/1990 39. Εφόσον, μάλιστα, γίνει αναγγελία με τους τρόπους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 2 του Ν.1905/1990, το κύρος της εκχώρησης δεν παραβλάπτεται από το γεγονός ότι στα τιμολόγια δεν περιλαμβανόταν δήλωση περί εκχωρήσεως 40. Ο συνήθης τρόπος αναγγελίας, ανταποκρινόμενος στις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας του factoring, είναι η απλή αναγραφή στα προς εξόφληση παραστατικά της ταυτότητας του πράκτορα (β εδ., 2 η παρ., άρθρ.2 Ν. 1905/1990) 41. Ο οφειλέτης με αυτόν τον τρόπο οφείλει να γνωρίζει ότι μόνο στον πράκτορα μπορεί πλέον να καταβάλλει την αξία της απαίτησης, που περιγράφεται στο παραστατικό της συναλλαγής έγγραφο (συνήθως τιμολόγιο), με αποσβεστική έναντι πάντων ενέργεια. 38 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ.193, υποσ. 234 με τις εκεί παραπομπές. 39 Βλ. Γεωργιάδη Απ. «Νέες μορφές συμβάσεων της σύγχρονης οικονομίας leasingfactoring- franchising», 1992, σελ. 69. 40 Βλ. νομολογία ΕφΑθ346/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σελ.1069. Αντίθετη άποψη φαίνεται να έχει ο Βασιλείου Δ., «Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΔΕΕΤ 1997, τευχ. Γ, σελ 90, που υποστηρίζει ότι τα τιμολόγια πρέπει να συνοδεύονται και με πρόσθετη πράξη εκχώρησης της απαίτησης. 41 Συνηθίζεται στην πράξη η θέση επί του τιμολογίου σφραγίδας με περιεχόμενο υπόμνηση περί της εκχώρησης της εμφαινόμενης στο έγγραφο απαίτησης σε συγκεκριμένο πράκτορα και περί του δικαιώματος του πράκτορα για την είσπραξή της. 22

Ως τρόπος αναγγελίας αναφέρεται, ακόμη (3 η παρ., άρθρ. 2, Ν. 1905/1990), και οποιοσδήποτε, πρόσφορος, κατά τις συναλλαγές, έγγραφος τρόπος, «αρκεί να αποδεικνύεται παραχρήμα 42». Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει ένα ευρύτατα διαδεδομένο στη σύγχρονη συναλλακτική πρακτική είδος αναγγελίας της εκχώρησης απαιτήσεων 43. Ο νομοθέτης αφήνει τους συμβαλλομένους ελεύθερους να επιλέξουν τον πλέον πρόσφορο τρόπο, αρκεί από το περιεχόμενο οποιουδήποτε εγγράφου να απορρέει η γνωστοποίηση της σύμβασης, κατά τρόπο, ο οποίος δεν είναι επιδεικτικός αμφισβητήσεων από τον οφειλέτη, ή από τρίτους 44. 2.5.3. Η συμφωνία για το ανεκχώρητο των απαιτήσεων Συχνά οι αντισυμβαλλόμενοι των προμηθευτών σε συμβάσεις πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών (οφειλέτες) συμπεριλαμβάνουν στις συμβάσεις που καταρτίζουν, ρήτρες περί ανεκχωρήτου των απαιτήσεων εναντίον τους ή εξαρτούν την εκχώρησή τους από προηγούμενη συναίνεσή τους. Έτσι, οι απαγορεύσεις αυτές αποτελούν διεθνώς ένα μεγάλο πρόβλημα στο factoring, αφού, συνεπαγόμενες ακυρότητα των εκχωρήσεων των απαιτήσεων (466 ΑΚ) 45, εμποδίζουν ολοσχερώς τις λειτουργίες του θεσμού. Στο ελληνικό δίκαιο το πρόβλημα έλυσε η διάταξη της 5 ης παρ. του άρθρου 2 του Ν. 1905/1990, η οποία ορίζει ότι: «Οι συμβάσεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού κατισχύουν των τυχόν συμφωνιών μεταξύ προμηθευτή και οφειλέτη περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων». Από τη ρύθμιση αυτή, η οποία διαφέρει από τη γενική διάταξη 466ΑΚ, προκύπτει ότι, όταν ενάγεται ο οφειλέτης από τον πράκτορα επιχειρηματικών απαιτήσεων, δεν μπορεί να αντιτάξει κατ αυτού την ύπαρξη συμφωνίας με τον προμηθευτή 42 Ο όρος «παραχρήμα» είναι δικονομικός. Σημαίνει τη δια δικαστικής ομολογίας, την δια εγγράφων, και την δια μαρτύρων απόδειξη. Υποδηλώνει, δηλ. τα μέσα απόδειξης που μπορούν να χρησιμοποιούνται. Βλ. νομολογία ΕφΑθ 5634/2004, ΔΕΕ 2005, σελ.150. 43 Βλ. Τσιμπανούλη Δ., «Ένα νομοσχέδιο για την πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΝοΒ38, σελ.421. 44 Δεν αποκλείονται και οι σύγχρονες μέθοδοι επικοινωνίας π.χ. fax. 45 466 AK: «Δεν μπορεί να εκχωρηθεί απαίτηση, αν δανειστής και οφειλέτης συμφώνησαν το ανεκχώρητο. Αλλά απέναντι στον εκδοχέα ο οφειλέτης της δεν μπορεί να επικαλεστεί τέτοια συμφωνία, αν ο εκδοχέας απέκτησε την απαίτηση στηριζόμενος σε έγγραφο που δεν περιείχε όρο για το ανεκχώρητο.» 23

περί ανεκχωρήτου των απαιτήσεων. Από την χωρίς οποιαδήποτε διάκριση διατύπωση της διάταξης αυτής, συνάγεται ότι η αδυναμία προβολής του ανεκχωρήτου καλύπτει όχι μόνο τις συμφωνίες που ρητώς προβλέπουν περί του ανεκχωρήτου, αλλά και συμβάσεις, όπως η σύμβαση περί αλληλόχρεου λογαριασμού, που συνεπάγονται ως εκ του χαρακτήρα τους το ανεκχώρητο 46, το οποίο αποτελεί εγγενής συνέπειά τους 47. 2.5.4. Εκχώρηση των ίδιων απαιτήσεων σε διαφορετικούς πράκτορες Σύμφωνα με τη διάταξη της 3 ης παρ. του άρθρου 3 του Ν.1905/1995 «Δεν επιτρέπεται η σύναψη με περισσότερους του ενός πράκτορες επιχειρηματικών απαιτήσεων για την ίδια απαίτηση. Η εκ δόλου παράβαση της διάταξης αυτής τιμωρείται με τις διατάξεις περί απάτης του Ποινικού Κώδικα. Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης δεν υφίσταται εάν οι, κατά τα παραπάνω, πράκτορες συναίνεσαν στη σύναψη των συμβάσεων αυτών». Σύγκρουση μεταξύ πρακτόρων μπορεί να προκύψει στην περίπτωση που οι ίδιες απαιτήσεις εκχωρηθούν σε δύο πράκτορες, και θα λυθεί με την αρχή της χρονικής προτεραιότητας, δηλαδή από την απαίτηση θα ικανοποιηθεί ο πράκτορας που θα αναγγείλει πρώτος την εκχώρηση στον οφειλέτη, ανεξάρτητα από τη χρονική στιγμή της εκχώρησης. Υπάρχει, βέβαια, το ενδεχόμενο, ο δεύτερος πράκτορας να γνωρίζει την κακή οικονομική κατάσταση του προμηθευτή και να ενεργεί σε συμπαιγνία μαζί του, ωθώντας τον με αυτόν τον τρόπο σε παραβίαση των ανειλημμένων υποχρεώσεών του απέναντι στον πρώτο πράκτορα. Τότε, η δεύτερη σύμβαση factoring θα είναι άκυρη κατά το 178ΑΚ 48. 46 Βλ. νομολογία ΕφΑθ 5634/2004, ΔΕΕ 2005, σελ.150. 47 Βλ. για τις συνέπειες της σύμβασης τρέχοντος λογαριασμού Ψυχομάνη Σπ., «Τραπεζικό Δίκαιο Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων», 2001, σελ. 118 επ., 120 επ. 48 Βλ. Βάθη Β., «Η σύμβαση factoring», 1995, σελ. 141. 24

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΤΟΥ FACTORING Με τη σύμβαση factoring επιτελούνται σωρευτικά ή διαζευκτικά τρεις λειτουργίες: η χρηματοδοτική, η ασφαλιστική και η διαχειριστική λειτουργία. Οι λειτουργίες αυτές του factoring είναι ισότιμες μεταξύ τους και αναλύονται παρακάτω: 3.1. Η χρηματοδοτική λειτουργία Μια επιχείρηση παρέχει τις υπηρεσίες της ή πουλά τα εμπορεύματά της, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, με πίστωση. Απ την άλλη μεριά, χρειάζεται συνεχώς νέα κεφάλαια για τη λειτουργία της και την αγορά των προμηθειών της. Οι απαιτήσεις της, όμως, έναντι των πελατών της δεν αποτελούν ρευστό χρήμα, ώστε να της δίνουν οικονομική ευχέρεια κίνησης, παρά μόνο όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες. Συνεπώς, είναι πιθανό να δημιουργηθεί πρόβλημα στις ταμιακές ροές της επιχείρησης, καθώς οι εισπράξεις της μπορεί να μην επαρκούν να καλύψουν σε ικανοποιητικό βαθμό τις πιστώσεις. Το παραπάνω πρόβλημα μπορεί να λυθεί με τη σύμβαση factoring, χάρη στην οποία εξυπηρετείται η εξεύρεση βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέσων χρηματοδότησης των προμηθευτών, οι οποίοι πορίζονται άμεσα ρευστότητα με τον εξής τρόπο: Ο πράκτορας προκαταβάλλει μέρος ή ολόκληρη την αξία των απαιτήσεων, πριν από τη λήξη τους, που πρόκειται να εισπράξει από τους οφειλέτες του προμηθευτή (συνήθως συνίσταται σε ποσοστό 80% της αξίας τους και το υπόλοιπο 20% καταβάλλεται, όταν γίνει η πληρωμή από τους οφειλέτες μετά τη λήξη ή μετά από μια συμφωνημένη περίοδο ή σε εφάπαξ εξόφληση του συνολικού ποσού του ανταλλάγματος για την εκχώρηση 49 ), εισπράττοντας βέβαια σχετική αμοιβή - προμήθεια και τον προεξοφλητικό τόκο 50. Ο προμηθευτής εξασφαλίζει ρευστότητα για το διάστημα που 49 Βλ. Κοντογιάννη Αθ., «Η λειτουργία της εκχώρησης στο πλαίσιο της σύμβασης factoring», ΔΕΕ 4/1999, σελ. 377. 50 Βλ. Βασιλείου Δ., «Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΔΕΕΤ 1997, τευχ. Γ, σελ. 94 επ. 25

μεσολαβεί από την κατάρτιση της σύμβασης μέχρι την είσπραξη των απαιτήσεων, για την αγορά αποθεμάτων και τη διεύρυνση των πιστωτικών πωλήσεων. Βέβαια, υπάρχουν και άλλες μέθοδοι χρηματοδότησης, όπως ο δανεισμός από τράπεζες ή η αύξηση του κεφαλαίου της επιχείρησης. Η δανειοδότηση, όμως, από τις τράπεζες στηρίζεται στην οικονομική κατάσταση της συγκεκριμένης επιχείρησης, σε αντίθεση με τον πράκτορα, ο οποίος στηρίζεται στην οικονομική κατάσταση των πελατών της επιχείρησης. Εξάλλου, τα χρήματα που θα έπαιρνε από την τράπεζα η προμηθεύτρια επιχείρηση θα εμφανίζονταν στο παθητικό της επιχείρησης ως οφειλή, δυσχεραίνοντας την εικόνα του ισολογισμού της εταιρίας. Μπορεί λοιπόν ο πράκτορας να χρηματοδοτήσει μια επιχείρηση, η οποία δε θα χρηματοδοτούνταν από μια τράπεζα 51. Ωστόσο, είναι πιθανό μια επιχείρηση να μην μπορεί να προσφύγει στον τραπεζικό δανεισμό, λόγω αδυναμίας προσφοράς ασφαλειών 52. Όσο για την αύξηση του κεφαλαίου, ενδεχομένως οι μέτοχοι να μην είναι διατεθειμένοι να συνεισφέρουν νέο κεφάλαιο ή να μειώσουν το ποσοστό συμμετοχής τους με την είσοδο νέων μετόχων. Εξάλλου, η δημόσια έκδοση μετοχικού κεφαλαίου είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα και δαπανηρή 53. Η σύμβαση factoring αποτελεί, λοιπόν, μια εναλλακτική μέθοδο χρηματοδότησης που ξεπερνά τα εμπόδια των παραδοσιακών μεθόδων χρηματοδότησης. Επακόλουθο αυτής της υπηρεσίας είναι το γεγονός ότι βελτιώνεται η εικόνα του ισολογισμού της επιχείρησης, η οποία επικεντρώνεται στην παραγωγή των προϊόντων και στη συνεχή αύξηση των πωλήσεων αυτών, απαλλασσόμενη από τη χρηματοδοτική μέριμνα. Έχει, παράλληλα, τη δυνατότητα να πληρώνει τοις μετρητοίς τα εμπορεύματα που η ίδια 51 Βλ. Βασιλείου Δ., «Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΔΕΕΤ 1997, τευχ. Γ, σελ. 95. 52 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Περί συνδυασμού συμβάσεων ανοίγματος πίστωσης με τρέχοντα λογαριασμό, αναδοχής εκδόσεως ομολογιακού δανείου, factoring και leasing» (γνωμ.), ΕΕμπΔ 2005, σελ. 447. 53 Βλ. Βασιλείου Δ., «Μια συνοπτική θεώρηση της πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», ΔΕΕΤ 1997, τευχ. Γ, σελ. 95. 26

προμηθεύεται από τους προμηθευτές της, πετυχαίνοντας έτσι σημαντικές εκπτώσεις από αυτούς. 3.1.1. Η τήρηση συμψηφιστικού ή τρέχοντος λογαριασμού Στις συμβάσεις factoring προβλέπεται συνήθως χωρίς αυτό να αποτελεί ουσιώδες στοιχείο τους ή απλώς συνηθίζεται στην πράξη, η τήρηση ενός λογαριασμού εκ μέρους του πράκτορα για εξυπηρέτηση των δοσοληψιών που συνεπάγεται η χρηματοδοτική λειτουργία του θεσμού και τον συμψηφισμό των αμοιβαίων απαιτήσεών τους. Κατά κανόνα, συμφωνείται πως ο factor τηρεί έναν λογαριασμό, στον οποίο πιστώνει τα ποσά των εισπραττομένων ή εισπραχθησομένων απαιτήσεων του προμηθευτή και, αντίστοιχα, χρεώνει τις αναλήψεις στις οποίες προβαίνει ο τελευταίος, την προμήθεια του, τους τόκους, τα έξοδά του, κ.ο.κ 54. Ο συμψηφιστικός λογαριασμός αποτελεί στην πραγματικότητα τη λογιστική απεικόνιση των αμοιβαίων απαιτήσεων του πράκτορα και του προμηθευτή. Με τη μορφή αυτή αποτελεί εμπορικό βιβλίο. Το εάν και πώς ο λογαριασμός προσδιορίζει τελικά τη νομική θέση των συμβληθέντων, θα προκύψει από τις μεταξύ τους συμφωνίες. Ο στόχος της τήρησης του λογαριασμού είναι προφανώς η εξυπηρέτηση των αναγκών ενός συμψηφισμού των μεταξύ τους απαιτήσεων. Στην πρόβλεψη, δηλαδή, τήρησης λογαριασμού με την παραπάνω λειτουργία είναι ευχερώς διαγνώσιμη σιωπηρή συμφωνία περί συμψηφισμού απαιτήσεων (εκούσιος ή συμβατικός συμψηφισμός) 55. Συνήθως, όμως, στη σύμβαση factoring γίνεται ρητή αναφορά στη δυνατότητα συμψηφισμού με βάση τον τηρούμενο λογαριασμό, ο οποίος ονομάζεται για το λόγο αυτό «συμψηφιστικός» ή «εκκαθαριστικός» λογαριασμός. Πάντως, και χωρίς οποιαδήποτε πρόβλεψη, είναι δυνατός ο μονομερής συμψηφισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 440 επ. ΑΚ, με βάση και πάλι τον ίδιο λογαριασμό, που, ούτως ή άλλως, τηρεί ως εμπορικό βιβλίο ο πράκτορας. 54 Βλ. Βάθη Β., «Η σύμβαση factoring», 1995, σελ. 107 και νομολογία ΕφΑθ 6187/2007, ΔΕΕ 2008, σελ. 76. 55 Βλ. Ψυχομάνη Σπ., «Το factoring ως σύμβαση πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων», 1996, σελ. 217. 27