EPSTEIN BARR VIRUS (EBV) O ΕΒV ανήκει στην οικογένεια των ερπητοϊών και μεταδίδεται στον ανθρώπινο οργανισμό κυρίως μέσω σάλιου προκαλώντας την λοιμώδη μονοπυρήνωση. Η λοίμωξη αυτή προσβάλλει τα λευκά αιμοσφαίρια. Έχει παγκόσμια κατανομή, προσβάλλοντας το 80-90% του πληθυσμού. Κύρια συμπτώματα της νόσου είναι ο πυρετός, η φαρυγγίτιδα και η έντονη διόγκωση των λεμφαδένων. Σε ορισμένες περιπτώσεις προκαλείται επίσης ίκτερος και ηπατίτιδα. Αν και η λοίμωξη κατά την παιδική ηλικία είναι συνήθως υποκλινική, το 50-80% των εφήβων που προσβάλλονται από τον ιό εμφανίζουν λοιμώδη μονοπυρήνωση. Η λοίμωξη με ΕΒV έχει επίσης θεωρηθεί υπεύθυνη για έναν συγκεκριμένο τύπο νεοπλασίας,το λέμφωμα του Burkitt, αποτελώντας μία από τις πρώτες αποδείξεις ότι η καρκινογέννηση μπορεί να προκληθεί από ιό. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR). ΕΝΥ/ πτύελα/ πλευριτικό υγρό/ σπέρμα/ αίμα/ ούρα. QF-PCR (ΑΜΝΙΑΚΟΥ ΥΓΡΟΥ-ΧΟΡΙΑΚΩΝ ΛΑΧΝΩΝ) Η QF-PCR είναι μία σύγχρονη τεχνική μοριακής γενετικής, η οποία έχει το πλεονέκτημα μέσα σε 12-24 ώρες από την αμνιοπαρακέντηση να παρέχει αποτελέσματα για τις συχνότερες αριθμητικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες καθώς και ταυτοποίηση του φύλου του κυοφορούμενου εμβρύου. Από τα δείγματα αμνιακού υγρού και χοριακών λαχνών που λαμβάνονται για καρυοτυπική ανάλυση μια μικρή ποσότητα χρησιμοποιείται για την απομόνωση γονιδιακού εμβρυικού DNA και στη συνέχεια γίνεται επιλεκτικός πολλαπλασιασμός συγκεκριμένων περιοχών των χρωμοσωμάτων 13, 18, 21, Χ και Υ, καθώς επίσης καθορισμός του αριθμού των αντιγράφων των χρωμοσωμάτων αυτών. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων γίνεται με τον τελευταίας τεχνολογίας γενετικό αναλυτή ΑΒΙ-3130. Με την QF-PCR δεν είναι δυνατό να ανιχνευθούν περιπτώσεις μωσαϊκισμού και δομικών χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Ποσοτικός φθορίζων εκλεκτικός πολλαπλασιασμός αλληλουχιών DNA. Αμνιακό υγρό/χοριακές λάχνες. ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΑΔΕΝΟΪΟΩΝ 1 / 10
Υπάρχουν περισσότεροι από 50 αδενοϊοί που προκαλούν λοιμώξεις στον άνθρωπο και κατατάσσονται σε έξι διαφορετικές οροομάδες (A-F). Έχουν την ικανότητα να προσβάλλουν οποιοδήποτε όργανο του σώματος με μεγαλύτερη συχνότητα τους βλεννογόνους στους οποίους μπορεί να παραμείνουν σε λανθάνουσα κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Λοιμώξεις από αδενοϊούς συμβαίνουν σε όλες τις ηλικίες (ιδιαίτερα τα μικρά παιδιά) και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι υποκλινικές. Τα σύνδρομα που προκαλούν παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια όπως: μηνιγγοεγκεφαλίτιδα, άτυπη πνευμονία, βρεφική γαστρεντερίτιδα, τραχηλίτιδα, ουρηθρίτιδα, λοιμώξεις σε ανοσοκατασταλμένους ασθενείς, κ.α. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (RT- PCR). Περιφερικό αίμα και εγκεφαλονωτιαίο υγρό (στείρο σωληνάριο γενικής αίματος-edta), κόπρανα και ούρα (στείρο δοχείο συλλογής). ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΕΝΤΕΡΟΪΟΩΝ Οι εντεροϊοί διακρίνονται σε περισσότερους από 60 οροτύπους που ταξινομούνται σε τέσσερις κυρίως υποομάδες: πολιοϊοί, Coxsackie A, Coxsackie B και Echo, ενώ υπάρχουν και μη ομαδοποιημένοι ορότυποι. Με εξαίρεση τους πολιοϊούς που έχουν αντιμετωπισθεί στις ανεπτυγμένες χώρες με προγράμματα μαζικού εμβολιασμού, οι εντεροϊοί προκαλούν πολύ συχνά λοιμώξεις στον άνθρωπο, ορισμένες δε από αυτές είναι αρκετά σοβαρές. Κανένας ορότυπος δε συνδέεται αποκλειστικά με συγκεκριμένο κλινικό σύνδρομο, υπάρχει δηλαδή αλληλοεπικάλυψη οροτύπων και κλινικών συνδρόμων. Οι εντεροϊοί ενοχοποιούνται για ορισμένα χρόνια νοσήματα όπως: σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, πολυομυοσίτιδα, δερματομυοσίτιδα. Η άσηπτη μηνιγγίτιδα από εντεροϊούς είναι η συχνότερη ιογενής μηνιγγίτιδα. Η μυοκαρδίτιδα ιογενούς αιτιολογίας οφείλεται συνήθως σε εντεροϊούς, με τους Coxsackie B να ευθύνονται για τις μισές τουλάχιστον από αυτές. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR). Ολικό αίμα (γενική αίματος - EDTA), εγκεφαλονωτιαίο υγρό, κόπρανα, ούρα (σε στείρο δοχείο), κυτταρικά επιχρίσματα, βιοπτικό υλικό. ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΙΟΥ ΕΡΥΘΡΑΣ (Rubella virus) 2 / 10
Η ερυθρά είναι μια μολυσματική νόσος που πλήττει κυρίως την άτομα στην παιδική και εφηβική ηλικία. Η μετάδοση της λοίμωξης γίνεται με εκκρίσεις του αναπνευστικού συστήματος. Ο ιός προκαλεί εξάνθημα και λεμφαδενίτιδα, ενώ στο 25-50% των περιπτώσεων η λοίμωξη είναι ασυμπτωματική. Η συγγενής ερυθρά οφείλεται στη μεταφορά του ιού μέσω του πλακούντα και προσβολή του εμβρύου. Το έμβρυο είναι ευάλωτο στην προσβολή από τον ιό σε όλη τη διάρκεια της εμβρυικής ζωής με ιδιαίτερα αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης (70-90%). Οι κυριότερες κλινικές εκδηλώσεις της συγγενούς ερυθράς στα νεογνά είναι κώφωση, ηπατοσπληνομεγαλία και καρδιακές διαμαρτίες. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (RT- PCR). Περιφερικό αίμα (σε στείρο σωληνάριο γενικής αίματος-edtα), αμνιακό υγρό, τροφοβλάστη. ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΙΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΘΗΛΩΜΑΤΟΣ (HPV) Ο ιός του ανθρωπίνου θηλώματος (HPV) προσβάλλει τα επιθηλιακά κύτταρα του δέρματος και των βλεννογόνων προκαλώντας ένα ευρύ φάσμα νόσων που περιλαμβάνει από θηλώματα και κονδυλώματα έως και καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Η μόλυνση των επιθηλιακών κυττάρων γίνεται με τη σύνθεση και την παραγωγή ιϊκών σωματιδίων που η ενεργοτητά τους σχετίζεται με το βαθμό διαφοροποίησης του μολυσμένου κυττάρου. Έως σήμερα περισσότεροι από 100 διαφορετικοί τύποι HPV έχουν ταυτοποιηθεί και μεταξύ αυτών οι 3 και 10 σχετίζονται με τις δερματικές μυρμηγκιές, οι 6, 11, 42, 43, 44 συνδυάζονται συχνότερα με κονδυλώματα, ενώ 20 περίπου σχετίζονται με το πλακώδες καρκίνωμα του τράχηλου της μήτρας. Με βάση την ογκογενετική τους ικανότητα μπορούν να διακριθούν σε υψηλού (16, 18, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59, 66, 68, 73, και 83) και χαμηλού κινδύνου (6, 11, 34, 40, 43, 44, 53, 54, 61, 70, 74 και 81). Στην Ευρώπη σε περισσότερες από το 50% των περιπτώσεων καρκίνου του τράχηλου της μήτρας ανιχνεύεται ο υπότυπος 16, στο 10-15% ο υπότυπος 18, στο 7-8% ο υπότυπος 31 και το υπόλοιπο ποσοστό των περιπτώσεων οφείλεται σε λιγότερο συχνούς υπότυπους. Οι δερματικοί υπότυποι μεταδίδονται με άμεση ή έμμεση (με μολυσμένα βιολογικά υγρά) επαφή, ενώ οι γεννητικοί με σεξουαλική επαφή. Περιγεννητική μετάδοση συμβαίνει σπάνια και έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη λαρυγγικών θηλωμάτων στο νεογνό. Η επικρατούσα μέθοδος για έγκαιρη διάγνωση είναι το Pap test. Ο συνδυασμός του με μοριακή διάγνωση αυξάνει κατά πολύ την ευαισθησία και την ειδικότητα της εξέτασης, καθώς επίσης επιτρέπει την ακριβή τυποποίηση του ιού. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR). 3 / 10
Τραχηλικό-κολπικό επίχρισμα σε κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα ή σε thin prep, καθώς επίσης βιοπτικό υλικό σε παραφίνη. ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΑΡΒΟΪΟΥ Β19 (Parvovirus B19) Ο ιός μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων από το ανώτερο αναπνευστικό, με μεταγγίσεις αίματος αλλά και κατά την κύηση διαπλακουντιακά. Ο κίνδυνος προσβολής του εμβρύου τις πρώτες είκοσι εβδομάδες της κύησης είναι περίπου 10%. Οι λοιμώξεις που μπορεί να προκαλέσει είναι λοιμώδες εξάνθημα, αρθρίτιδα, ή παροδική απλαστική αναιμία. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (RT- PCR). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο ιός δεν είναι δυνατό να καλλιεργηθεί. Ορός αίματος, αμνιακό υγρό, τροφοβλάστη. ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΑΤΟΣ (Toxoplasma gondii) Η λοίμωξη από τοξόπλασμα στον άνθρωπο μπορεί να προκληθεί κυρίως μετά από λήψη ωοκύστεων (μολυσμένα χέρια από ζώα - γάτες και σκύλους -, καθώς και από χώμα μολυσμένο με εκκρίματα ζώων) και κύστεων (ανεπαρκώς μαγειρεμένο κρέας) του παρασίτου και είναι συνήθως ασυμπτωματική. Κατά τη διάρκεια της κύησης είναι δυνατό να επιμολυνθεί το έμβρυο από μητέρα που έχει ενεργό πρόσφατη λοίμωξη ή παλαιά που έχει αναζωπυρωθεί. Ο κίνδυνος μετάδοσης αυξάνεται με την πρόοδο της κύησης κατά 10%, 30% και 60% στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο τρίμηνο αντίστοιχα. Αντίθετα η σοβαρότητα της λοίμωξης μειώνεται όσο προχωρά η κύηση. Μόλυνση ασθενών που βρίσκονται σε ανοσοκαταστολή μπορεί να προκαλέσει σοβαρή συμπτωματολογία στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στα μάτια. Η έγκαιρη διάγνωση της μόλυνσης είναι πολύ σημαντική για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, δηλαδή εγκύους και έμβρυα, νεογνά, και ανοσοκατασταλμένους ασθενείς. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (RT- PCR). Περιφερικό αίμα, αμνιακό υγρό, τροφοβλάστη, εγκεφαλονωτιαίο υγρό (σε στείρο σωληνάριο γενικής αίματος- EDTΑ) ΕΡΠΗΤΟΪΟΣ 1-2 4 / 10
Ο ιός του απλού έρπητα (HSV), ο οποίος παρασιτεί μόνο τα κύτταρα του ανθρώπου διακρίνεται σε δύο τύπους: ΗSV1 και HSV2. Ο HSV1 μεταδίδεται συνήθως με άμεση επαφή ενώ ο HSV2 σεξουαλικώς. Το φάσμα των λοιμώξεων από HSV1 περιλαμβάνει λοιμώξεις του δέρματος, του βλενογόννου, του κεντρικού νευρικού συστήματος και του γενετικού συστήματος. Ο HSV1 σχετίζεται συχνότερα με όλο το φάσμα των λοιμώξεων πλην αυτών του γεννητικού συστήματος ενώ το αντίθετο συμβαίνει με τον HSV2. Με την σεξουαλική μετάδοση, αρχικά εμφανίζονται μικρές φουσκάλες πάνω στα γεννητικά όργανα τα οποία στην συνέχεια ανοίγουν και προκαλούνται τοπικά έλκη του δέρματος που συνοδεύονται από πόνο και κνησμό. Ο ιός μπορεί να περιοριστεί με την κατάλληλη θεραπεία αλλά δεν μπορεί να εκριζωθεί. Περνάει σε μία λανθάνουσα κατάσταση στο σώμα του μολυσμένου ερωτικού συντρόφου και δεν παρουσιάζει συμπτώματα κι επίσης δεν μπορεί να μεταδοθεί. Oι ερπητοϊοί 1 και 2 έχουν συσχετιστεί τόσο με γενικευμένες λοιμώξεις ειδικά σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς όσο και με νεογνικές λοιμώξεις. Η εγκεφαλίτιδα είναι μια σοβαρή επιπλοκή των λοιμώξεων από HSV1, δεδομένου ότι η θνησιμότητα της χωρίς θεραπεία είναι 70%, ενώ παρατηρούνται σοβαρές νευρολογικές ανωμαλίες στους επιζώντες. Οι νεογνικές λοιμώξεις δεν είναι συχνές (1/2000 τοκετούς), είναι δε πάντοτε συμπτωματικές και συχνά θανατηφόρες. Υλικά Αίμα, κολπικό/τραχιλικό, σπέρμα, οφθαλμικό επίχρισμα. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (PCR). ΙΟΓΕΝΗΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ Β (HBV) Ο ιός της ηπατίτιδας Β, είναι DNA ιός με μικρό κυκλικό γονιδίωμα, και μέγεθος 3200 bp. Η γενετική ποικιλομορφία που τον χαρακτηρίζει οφείλεται κυρίως στην υψηλή πιθανότητα σφάλματος της αντίστροφης μεταγραφάσης του ιού, η οποία δε διαθέτει μηχανισμό επιδιόρθωσης. Αυτό έχει ως συνέπεια το γονιδίωμα του ιού να βρίσκεται υπο συνεχή μεταβολή και εξέλιξη οδηγώντας στη δημιουργία μια μεγάλης ποικιλίας μεταλλαγμένων στελεχών του ιού. Ο ιός μεταδίδεται αιματογενώς, με σεξουαλική επαφή και από τη μητέρα στο παιδί κατά την περιγεννητική περίοδο ή σπανιότερα διαπλακουντιακά. Περίπου το 5% του πληθυσμού της γης έχουν χρόνια λοίμωξη από HBV. Ο κίνδυνος εμφάνισης της χρόνιας λοίμωξης εξαρτάται από την ηλικία προσβολής καθώς και από παράγοντες που σχετίζονται με τον ξενιστή, ενώ είναι ιδιαίτερα υψηλός όταν η μόλυνση συμβεί κατά την περιγεννητική περίοδο. Οι χρόνιοι φορείς, οι οποίοι είναι συνήθως ασυμπτωματικοί, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο μακροχρόνιων επιπλοκών, συμπεριλαμβανομένων της χρόνιας ηπατίτιδας, της κίρρωσης του ήπατος και του ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Η ανίχνευση του HBV DNA, είναι ο καλύτερος δείκτης ενεργού πολλαπλασιασμού του ιού και η ανίχνευση του με PCR παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού ακόμη και ελάχιστης ποσότητας κυκλοφορούντων σωματιδίων του ιού (60 IU/ml). Η μέτρηση αυτή βοηθά κυρίως στην 5 / 10
εκτίμηση της ανταπόκρισης του ασθενούς στην θεραπευτική αγωγή, καθώς και στην παρακολούθηση των ασθενών με χρόνια HBV λόιμωξη, όπου τα επίπεδα του HBV DNA σχετίζονται με την ενεργότητα της νόσου. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης, HΒV Amplicor (Roche). Ορός ή πλάσμα διατηρημένα σε χαμηλή θερμοκρασία (-20οC). ΙΟΓΕΝΗΣ ΗΠΑΤΙΤΙΔΑ C (HCV) Ο ιός της ηπατίτιδας C (HCV) αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της δημόσιας υγείας, αφού υπολογίζεται ότι το 2% περίπου του συνολικού πληθυσμού της γης έχει μολυνθεί, ενώ η πλειονότητα των νοσούντων φαίνεται ότι πάσχει από οξεία ή χρόνια ηπατίτιδα, κατάσταση που μπορεί να εξελιχθεί σε κίρρωση του ήπατος ή και ηπατοκυτταρικό καρκίνο. Η ηπατίτιδα C έχει μεγαλύτερο επιπολασμό συγκριτικά με την ηπατίτιδα Β, δεδομένου ότι αναφέρονται σε παγκόσμια κλίμακα περισσότερες από ένα εκατομμύριο νέες περιπτώσεις ετησίως. Στην Ελλάδα φαίνεται ότι το 1% περίπου του γενικού πληθυσμού έχει μολυνθεί από τον ιό. Ο HCV είναι RNA ιός μονής αλυσίδας, με μέγεθος 10000bp και μπορεί να μεταδοθεί με το αίμα ή τα προϊόντα αίματος. Η λοίμωξη είναι συχνή σε ασθενείς στους οποίους γίνεται μετάγγιση αίματος, μεταμόσχευση οργάνων, αιμοκάθαρση, καθώς και σε χρήστες ναρκωτικών ουσιών. Η σεξουαλική επαφή δε φαίνεται να αποτελεί σημαντικό τρόπο μετάδοσης του HCV, ενώ μικρός είναι και ο κίνδυνος μετάδοσής του από τη μητέρα στο παιδί κατά την εμβρυϊκή ζωή ή τον τοκετό. Χαρακτηριστικά της νόσου είναι η απουσία συμπτωμάτων και η μικρή αύξηση των ηπατικών ενζύμων. Στο 80% των περιπτώσεων η λοίμωξη γίνεται χρόνια, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις αναπτύσσεται κίρρωση του ήπατος, εξέλιξη που σχετίζεται κυρίως με το γονότυπο 1b. Για την προφύλαξη από τον ιό της ηπατίτιδας C δεν υπάρχει εμβόλιο και έτσι θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά μέτρα γενικής υγιεινής προστασίας. Σε άτομα με φυσιολογικά ηπατικά ένζυμα και θετικά HCV αντισώματα ο ποιοτικός προσδιορισμός του ιϊκού RNA οδηγεί στη διάγνωση ενεργού ή παλιάς λοίμωξης. Σε ασθενείς με αυξημένα ηπατικά ένζυμα η ανίχνευση του HCV RNA είναι απαραίτητη για τη διάγνωση της ενεργού ηπατίτιδας C. Στη χρονία ηπατίτιδα ο μοριακός ποιοτικός έλεγχος βοηθάει στην παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην θεραπεία. Σε περιπτώσεις οξείας ηπατίτιδας το HCV RNA είναι δυνατόν να ανιχνεύεται νωρίτερα από την ανίχνευση των αντισωμάτων στον ορό. Η τεχνική (αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης, PCR) που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του RNA του ιού έχει βελτιωθεί σημαντικά ως προς την ευαισθησία, τη δυνατότητα ανίχνευσης αναστολέα της αντίδρασης και την αυτοματοποίηση. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης, HCV Amplicor (Roche). 6 / 10
Ορός ή πλάσμα διατηρημένα σε χαμηλή θερμοκρασία (-20οC). ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΓΑΛΟΪΟΣ Ο κυτταρολομεγαλοϊός ανήκει στην ομάδα των ερπητοϊών και είναι DNA ιός. Ο ιός προκαλεί συνήθως σιωπηρή μόλυνση και μόνο το 1-5% αναπτύσσουν κλινική μόλυνση που μοιάζει με αυτή της λοιμώδους μονοπυρήνωσης. Μετά την αρχική μόλυνση ο ιός παραμένει σε λανθάνουσα κατάσταση, όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας των ερπητοϊών. Έχει διαπιστωθεί ότι το 60% περίπου του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών έχει θετικά αντισώματα για τον CMV κατά την εφηβική ηλικία. Ο CMV είναι επίσης η πιο συχνή αιτία ενδομήτριας λοίμωξης. Η πρωτοπαθής προσβολή σε έγκυες γυναίκες συμβαίνει σε ποσοστό 1%. Από αυτές, μόνο το 30-40% θα μεταδώσουν τον ιό διαπλακουντιακά, στο έμβρυο ενώ το 8-25% θα είναι συμπτωματικό. Η λοίμωξη του εμβρύου μπορεί να οδηγήσει σε συγγενείς ανωμαλίες. Τρεις παράγοντες που σχετίζονται με τον ιό έχουν καθοριστική σημασία στην παθογένεια των λοιμώξεων από CMV: Πρώτον η φύση των κυττάρων στα οποία ο ιός παρασιτεί, η δυνατότητα διασποράς του μέσω της κυκλοφορίας και τρίτον ο μονοκυτταρικός του χαρακτήρας, με την έννοια ότι τα μονοκύτταρα επιτρέπουν την ευρεία διασπορά του. Συμπτώματα περισσότερο σοβαρά είναι δυνατόν να παρατηρηθούν σε άτομα με διαταραγμένη ανοσολογική απόκριση π.χ ασθενείς με καρκίνο και ασθενείς με ΑIDS. Η νόσος μπορεί να μεταδοθεί μέσω άμεσης επαφής και μέσω των μολυσμένων εκκρίσεων όπως γάλα, τραχηλική βλέννη, σπέρμα, σάλιο, ούρα, αίμα μετάγγισης και μεταμόσχευση οργάνων. Η μέθοδος της PCR, δηλαδή μέσω ταυτοποίησης του DNA του ιού, αποτελεί μία γρήγορη και αξιόπιστη εξέταση κατά την οποία ανιχνεύεται η ενεργός λοίμωξη του CMV στο αίμα και σ άλλα σωματικά υγρά. Αίμα, κολπικό/τραχηλικό, εγκεφαλονωτιαίο, σπέρμα. ΜΥΚΟΒΑΚΤΗΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΦΥΜΑΤΙΩΣΗΣ (MYCOBACTERIUM TUBERCULOSIS) Το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης ή βάκιλλος του Koch αποτελεί το αίτιο της φυματίωσης. Εκτός από τους πνεύμονες προσβάλλει και άλλα όργανα του σώματος όπως τα οστά, τους νεφρούς, τον εγκέφαλο με εντόπιση στις μήνιγγες, τους λεμφαδένες. Η μετάδοση γίνεται μέσω σταγονιδίων, τα οποία περιέχουν τα μυκοβακτηρίδια και τα οποία αποβάλλονται με το βήχα ατόμων που πάσχουν από πνευμονική ή λαρυγγική φυματίωση. Τα μυκοβακτηρίδια εγκαθίστανται στους πνεύμονες και κατόπιν πολλαπλασιάζονται. Στην πλειοψηφία των ατόμων που έχουν μολυνθεί, η μόλυνση παραμένει τοπικά και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από το ανοσοποιητικό σύστημα. Χρονία νόσος που οδηγεί σε καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος και στη συνέχεια εξάπλωση και σε άλλα 7 / 10
μέρη του σώματος συναντάται σε πιο ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού όπως σε παιδιά, ηλικιωμένους, και σε ασθενείς με σοβαρά προβλήματα, όπως οι ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς με AIDS. Η φυματίωση εξακολουθεί να αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και στόχος είναι η έγκυρη διάγνωση της και η άμεση διάγνωση και θεραπεία των πασχόντων. Η μοριακή διάγνωση με τη μέθοδο της PCR συμπληρώνει τις υπάρχουσες κλασικές μεθόδους ανίχνευσης του μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης. Σημαντικά προτερήματα της PCR σε σύγκριση με τη μέθοδο της καλλιέργειας, η οποία έχει μεγάλο χρόνο επώασης, είναι η ταχύτητα λήψης του αποτελέσματος, και η δυνατότητα χρησιμοποίησης διαφόρων βιολογικών υλικών για την ταυτοποίηση του βακίλλου. Υλικά Πτύελα, ούρα, πλευριτικό υγρό, αίμα, βρογχοκυψελιδικό υγρό. ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑ ΠΝΕΥΜΟΝΙΑΣ (Mycoplasma pneymoniae) Απομονώθηκε σε καλλιέργεια το 1962 και αποτέλεσε το πρώτο γνωστό μέλος της οικογένειας των μυκοπλασμάτων τα οποία είναι παθογόνα για τον άνθρωπο. Η δράση του περιορίζεται στο ανώτερο και κατώτερο αναπνευστικό σύστημα όπου μπορεί να προκαλέσει πνευμονία. Η μυκοπλασματική πνευμονία παρατηρείται συχνότερα στις ηλικίες 7-9 ετών και στους νεαρούς ενήλικες, και εκδηλώνεται είτε ως τραχειοβρογχίτιδα, είτε ως άτυπη πνευμονία. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της λοίμωξης είναι η μακρά περίοδος επώασης (2-4 εβδομάδες). ΜΥΚΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (Mycoplasma hominis, Ureaplasma urealyticum) Τα M. hominis και U. urealyticum αποικίζουν τον κόλπο και τον τράχηλο της μήτρας στο 20-50% και 40-80% αντίστοιχα των σεξουαλικά ενεργών, υγιών γυναικών. Από τον κόλπο και τον τράχηλο της μήτρας τα μυκοπλάσματα μπορεί να επεκταθούν και να προσβάλλουν διάφορα όργανα προκαλώντας λοιμώξεις όπως ουρηθρίτιδα, πυελονεφρίτιδα και επιλόχειο πυρετό. Οι δύο αυτοί μικροοργανισμοί δεν προκαλούν βλάβη στους ιστούς μέσω της παραγωγής τοξινών ή ενζύμων. Βασικός παθογενετικός μηχανισμός της λοίμωξης είναι η προσκολλητικότητα των μυκοπλασμάτων στα επιθηλιακά κύτταρα και στα σπερματοζωάρια μέσω των οποίων επιτελείται η μεταφορά τους στο ανώτερο γεννητικό σύστημα. Ανίχνευσή τους σε έγκυες γυναίκες έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο για αυτόματες αποβολές ή πρόωρο τοκετό. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (RT- PCR). 8 / 10
Τραχηλικό - κολπικό επίχρισμα, ουρηθρικό επίχρισμα σε κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα, ιστός από προϊόν αποβολής, σπέρμα. ΧΛΑΜΥΔΙΑ ΤΡΑΧΩΜΑΤΟΣ (Chlamydia trachomatis) Tα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, καθώς παρατηρείται αύξηση του ρυθμού μετάδοσής τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα χλαμύδια του τραχώματος - είδος του γένους των χλαμυδίων - αποτελούν το πιο συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο βακτηριακό νόσημα. Θα πρέπει να τονισθεί ότι το 70% περίπου των λοιμώξεων από χλαμύδια είναι ασυμπτωματικές και έτσι πολλές περιπτώσεις δεν ανιχνεύονται και δεν αντιμετωπίζονται οδηγώντας σε σοβαρά προβλήματα ειδικά σε έγκυες γυναίκες. Επιμόλυνση για μεγάλο χρονικό διάστημα μπορεί να προκαλέσει χρόνια σαλπιγγίτιδα σε γυναίκες και ουρηθρίτιδα σε άνδρες, ενώ έχει συσχετιστεί με γυναικεία και ανδρική υπογονιμότητα, έκτοπη εγκυμοσύνη και αφροδίσιο λεμφοκοκκίωμα. Η ανίχνευση της επιμόλυνσης των χλαμυδίων είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο για την έγκαιρη θεραπεία όσο και για την πρόληψη της περαιτέρω μετάδοσης της μόλυνσης. Οι χλαμυδιακές λοιμώξεις του κατώτερου γεννητικού συστήματος που διαδράμουν ασυμπτωματικά στις γυναίκες εφόσον επεκταθούν στο ανώτερο γεννητικό σύστημα μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές, όπως φλεγμονώδη νόσο της πυέλου, υπογονιμότητα εξαιτίας σαλπιγγικού παράγοντα και αυτόματες αποβολές. Τα χλαμύδια μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο όχι μόνο διαμέσου της σεξουαλικής επαφής αλλά και από τη μητέρα στο κύημα που μπορεί να επιμολυνθεί κατά τη γέννηση. Μετάδοση κατά τη γέννηση μπορεί να προκαλέσει σοβαρή μόλυνση των ματιών, των αυτιών και ειδικά των πνευμόνων. Για το λόγο αυτό συνίσταται ο συστηματικός έλεγχος για την ανίχνευση χλαμυδίων σε γυναίκες που κυοφορούν με σκοπό την έγκαιρη θεραπεία. Αλυσιδωτή αντίδραση της πολυμεράσης (RT- PCR). Τραχηλικό - κολπικό, ουρηθρικό και οφθαλμικό επίχρισμα σε κατάλληλο ρυθμιστικό διάλυμα,ούρα, ιστός από προϊόν αποβολής. ΧΛΑΜΥΔΙΟ ΠΝΕΥΜΟΝΙΑΣ (Chlamydia pneumoniae) To χλαμύδιο της πνευμονίας προκαλεί μια σειρά από ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος όπως βρογχίτιδα, ιγμορίτιδα και πνευμονία. Η χλαμυδιακή πνευμονία μοιάζει με την μυκοπλασματική με τη διαφορά ότι συχνά συνυπάρχει με λαρυγγίτιδα. Έχει επίσης συσχετιστεί με το άσθμα, το σύνδρομο Reiter και τη σαρκοείδωση. Εμπλοκή αυτού του 9 / 10
μικροοργανισμού στην παθογένεια της αθηρωμάτωσης έχει πιθανολογηθεί λόγω της απομόνωσής του από αθηρωματικές πλάκες. Στο εργαστήριο εφαρμόζεται η PCR με ειδικούς εκκινητές, σχεδιασμένους για γενετική περιοχή του χλαμυδίου. Αποτελεί μια γρήγορη κι αξιόπιστη μεθοδολογία η οποία μπορεί να εφαρμοστεί σε πληθώρα βιολογικών υλικών. Πτύελα, βρογχοκυψελιδικό υγρό, πλευριτικό υγρό. 10 / 10