ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Σχετικά έγγραφα
Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Σελίδα 1 από 5. Τ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών Ως κορυφαία πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εργασία στο μάθημα των Εφαρμογών Δημοσίου Δικαίου. Το δημοψήφισμα

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

(ΦΕΚ.) ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Κατεπείγουσα ρύθμιση για την οργάνωση της διαδικασίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015.

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018 ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ. Οι Έλληνες παίρνουν θέση για τη Συνταγματική Αναθεώρηση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΤΟ ΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

{ Μοναρχία. Κωνσταντίνος-Ιωάννης Δημητρόπουλος

Ν.1850 / Κύρωση του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονοµίας

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

Ενότητα 6 η : Αντιπροσωπευτική Αρχή Εκλογικό Σώμα Δημοψήφισμα

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Εισαγωγή στο θεσμό των Δημοψηφισμάτων! Δαγρές Χρίστος

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΙΚΗ ΙΑΛΥΣΗ ΒΟΥΛΗΣ ΚΑΙ ΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΙΑΦΟΡΕΣ ΑΘΗΝΑ 2006

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ο μεγαλύτερος. επιστημονικός σύλλογος της χώρας, με τους αγώνες. και τη μεγάλη δημοκρατική παράδοση, άρθρωσε

Κοινή Γνώμη. Κολέγιο CDA ΔΗΣ 110 Κομμωτική Καρολίνα Κυπριανού 11/02/2015

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Η πολιτική αντίθεση μονάρχη-κοινοβουλίου

9ο Κεφάλαιο (σελ )

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4068, 10/2/2006

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Αθήνα, 18 Ιουλίου 2006 Αρ. Πρωτ.: Υ190

16η ιδακτική Ενότητα Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ

Προπτυχιακή Εργασία. Νταλαμάνη Ελένη. Το Ισχύον Εκλογικό Σύστημα ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

5. Η γραπτή πρόταση αναθεώρησης άρθρου κατατίθεται στη Βουλή των Ελλήνων και λαμβάνει αριθμό πρωτοκόλλου που περιέχει και την ημερομηνία κατάθεσης.

Παλιό Νέο: Τάσεις και στάσεις στην Ελλάδα σήμερα

Πρωτ. Από τα επίσηµα Πρακτικά της ΙΘ, 31 Οκτωβρίου 2018, Συνεδρίασης της Ολοµέλειας της Βουλής, στην οποία ψηφίστηκε το παρακάτω σχέδιο νόµου:

Συνθήκη της Λισαβόνας

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Ακολούθως ο Πλάτων στο έργο του Πολιτεία προϋποθέτει ως βασικό στοιχείο της Δημοκρατίας, την ελευθερία των πολιτών και την ελευθερία του λόγου.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Ενότητα 7 η : Αρχές της ψήφου και της ψηφοφορίας Το εκλογικό σύστημα Η αρχή του πολυκομματισμού

Αποτελέσματα πολιτειακών εργαστηρίων

Προπτυχιακή Εργασία. Τζαβέλα Μαρία. Δημοψήφισμα και Ευρωπαϊκό Σύνταγμα ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΜΕΝΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ( ) 1.ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (Η ΠΡΩΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ)

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΤΟΜΕΑΣ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

7597/18 ΔΛ,ΔΛ/γομ/ΔΛ 1 DRI

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 12ης Μαρτίου σχετικά με την ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων (CON/2013/17)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ Ευρωβαρόμετρο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Τακτικό EB 69.2) - Άνοιξη 2008 Αναλυτική σύνθεση

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 1ης Δεκεμβρίου 2009 για τη θέσπιση του εσωτερικού του κανονισμού (2009/882/ΕΕ)

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

7η ιδακτική Ενότητα ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Transcript:

ΑΘΑΝΑΣΙΑ Δ. ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Α ΕΞΑΜΗΝΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 3 ΤΟ ΘΕΜΑ... 3 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ... 4 Α ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 9 ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ... 9 Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 12 ΔΙΑΚΡΙΣΗ «REFERENDUM-PLEBISCITUM» ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ... 12 Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 14 ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ... 14 1. Το δημοψήφισμα ως απόφαση του λαού... 14 2. Το ουσιαστικό θέμα που πραγματεύεται το δημοψήφισμα... 14 3. Απόφαση με γραπτή ψηφοφορία... 15 Δ ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 16 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΩΝ... 16 1. Δημοψηφισματική νομοθετική πρωτοβουλία... 17 2. Επεξεργασία και δημόσια συζήτηση... 20 3. Λήψη της απόφασης... 21 Ε ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 22 ΕΙΔΗ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ... 22 ΣΤ ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 24 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ ΤΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ... 24 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ... 25 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟ ΛΑΟ... 26 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΟΥΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ... 27 ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ- ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ... 30 Ζ ΚΕΦΑΛΑΙΟ... 32 ΤΟ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ ΣΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ... 32 Η διαμόρφωση του δημοψηφίσματος στο Σύνταγμα του 1975... 32 Το δημοψήφισμα ύστερα από την αναθεώρηση του 1986... 33 Προϋποθέσεις εφαρμογής του δημοψηφίσματος κατ ερμηνεία του άρθρου 44 παρ.2... 33 Το λεγόμενο εθνικό δημοψήφισμα... 34 Το κοινωνικό δημοψήφισμα... 37 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 40 1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ... 41 ΛΗΜΜΑΤΑ... 42 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 44 2

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟ ΘΕΜΑ Η παρούσα εργασία σχετίζεται με το θέμα του δημοψηφίσματος και αποσκοπεί στην όσο το δυνατόν πληρέστερη και εξαντλητική ανάπτυξη του ειδικότερου ζητήματος «το Δημοψήφισμα στο ισχύον Σύνταγμα. Βασικότερη πηγή για την άντληση των πληροφοριών αποτέλεσε κυρίως το σύγγραμμα του καθηγητή Α.Γ Δημητρόπουλου («ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ», εκδόσεις Σάκκουλα ) διανθισμένο βέβαια με τις νεότερες διορθώσεις του και τις επιπρόσθετες απόψεις που εντοπίστηκαν σε μια γενικότερη βιβλιογραφία, η οποία θα μνημονευτεί παρακάτω. Η εργασία στοχεύει, όπως προαναφέρθηκε, σε μια διεξοδική ανάλυση του δημοψηφισματικού θεσμού, όπως αυτός προβλέπεται μέσα από το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, ύστερα από τις μεταβολές και τις μετεξελίξεις που υπέστη στα προγενέστερα Συντάγματα. Θα επιχειρηθεί αρχικά μια σύντομη ιστορική αναδρομή του θεσμού του δημοψηφίσματος, θα αναλυθούν οι λειτουργικές εκφάνσεις του θεσμού και τα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, ενώ παράλληλα θα παρουσιαστεί η δημοψηφισματική διαδικασία με έμφαση στο προβλεπόμενο δημοψήφισμα του ισχύοντος Συντάγματος. Συνολικά, με την εργασία αυτή πραγματοποιείται μια απόπειρα προσέγγισης ενός από τους τρεις θεσμούς της άμεσης λαϊκής συμμετοχής, με σκοπό τη βαθύτερη κατανόηση του ρόλου που αυτός διαδραματίζει μέσα στη σύγχρονη συνταγματικοπολιτική πραγματικότητα. 3

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ Μια ιστορική επισκόπηση του θεσμού του δημοψηφίσματος στην Ελλάδα πριν και μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο σε συνδυασμό βέβαια με τη γέννηση του συγκεκριμένου θεσμού και την εξέλιξη του στους εθνικούς και ευρωπαϊκούς κόλπους Γέννηση και εξέλιξη στους κόλπους της Ευρώπης Ύστερα από μια μακροχρόνια αφάνεια και μια ταλάντευση μεταξύ πειραματικών ασταθών και μη προσοδοφόρων καθεστώτων, ο θεσμός της δημοκρατίας αναβιώνει στη Γαλλία και βρίσκει έκφραση μέσα από το αντιπροσωπευτικό σύστημα της Γαλλικής επανάστασης. Ωστόσο, ο λαός εξακολουθεί και είναι απών από την άσκηση της εξουσίας, η οποία ανατίθεται σε αιρετά πρόσωπα, παρά την παρακμή των πεποιθήσεων υπέρ των μοναρχικών και μονοπωλιακών ικανοτήτων. Επομένως, το δημοκρατικό πολίτευμα της εποχής παραμένει στην ουσία του άκρως εξουσιαστικό, εφόσον αποκλείει το μεγαλύτερο και ενεργό μέρος των πολιτών από τη διαδικασία και την τελική λήψη των κυβερνητικών αποφάσεων. Η κατάσταση βέβαια αυτή φαίνεται να υποχωρεί με το πέρασμα των πρώτων αιώνων εφαρμογής του αντιπροσωπευτικού συστήματος, καθώς ενεργοποιείται βαθμιαία το εκλογικό σώμα. Οι νέες οικονομικοκοινωνικές συνθήκες διαβίωσης και εκπαίδευσης, συνδυασμό με τη δραστηριότητα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης συνιστούν πλέον το «λαό ποιότητας», ο οποίος είναι ο βασικός μέτοχος στη λήψη αποφάσεων, ψηφίζοντας και παρέχοντας τη συναίνεσή του. Παράλληλα, οι εσφαλμένες κινήσεις και συχνά η ανεύθυνη διαχείριση των αιρετών αντιπροσώπων συνέβαλε αναμφίλεκτα στον κλονισμό της εμπιστοσύνης που επεδείκνυε προς αυτούς το εκλογικό σώμα, καθιστώντας επιτακτικότερη ανάγκη τη στροφή στους θεσμούς της «παραδοσιακής» άμεσης δημοκρατίας. Αυτή η ροπή προς την άμεση δημοκρατία παρατηρείται σε διεθνές επίπεδο, ενώ η νομική βιβλιογραφία κάνει ξεκάθαρα λόγο για την κρίση του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το δημοψήφισμα βρίσκεται επομένως συνεχώς στην επικαιρότητα. Πέραν όμως από το δημοψήφισμα ( referendum), στους τρεις κορυφαίους θεσμούς της άμεσης δημοκρατίας περιλαμβάνεται η λαϊκή πρωτοβουλία ή αλλιώς πρωτοβουλία των πολιτών(volksinitiative -Volksbegehren), και η ανάκληση (Abberufungsrecht). Η πρωτοβουλία και το δημοψήφισμα, που αφορούν στη θέσπιση κανόνων δικαίου, ανάγονται στη νομοθετική διαδικασία, ενώ η ανάκληση αποτελεί ελεγκτικό μέσο, δηλαδή θεσμό ελέγχου. Δημοψήφισμα είναι η για βασικά θέματα και σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές, που διέπουν τη γραπτή ψήφο και ψηφοφορία λαμβανόμενη κρατική απόφαση από το εκλογικό σώμα ως ανώτατο όργανο του κράτους. 4

Βέβαια, για δημοψήφισμα δεν πρόκειται μόνο εφόσον στην κρίση του λαού τίθεται πράξη νομοθετικής εξουσίας, αλλά και σε κάθε περίπτωση ουσιαστικής απόφασης του εκλογικού σώματος. Το δημοψήφισμα με την ουσιαστική έννοια του όρου, ως δηλαδή απόφαση του λαού για συγκεκριμένα ουσιαστικά ζητήματα, κατάγεται από την αρχαία Ελλάδα και συνδέεται άρρηκτα με τη δημοκρατία της εποχής εκείνης. Υπό αυτή την έννοια το δημοψήφισμα έχει επομένως ελληνική καταγωγή και αποτελεί «προϊόν» ελληνικό. Ωστόσο, το δημοψήφισμα με τυπικήδιαδικαστική έννοια, δηλαδή η με ψηφοδέλτια διαδικασία για τη λήψη απόφασης, σε περισσότερα εκλογικά τμήματα με μυστική ψηφοφορία δεν συναντάται στην αρχαία Ελλάδα, αλλά είναι δημιούργημα των νεότερων χρόνων, όταν δηλαδή ξεκινά να αναδεικνύεται με την υποχώρηση των λαϊκών συνελεύσεων στα ελβετικά καντόνια, υποκαθιστώντας τα. Αντίθετα, στην αρχαία ελληνική δημοκρατία οι αποφάσεις λαμβάνονταν με προφορική φανερή ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου. Με την εμφάνιση οξύτατων προβλημάτων και καταστάσεων ο δημοψηφισματικός θεσμός εφαρμόζεται επανειλημμένα, ενώ αποτελεί έναν πολύ διαδεδομένο θεσμό της Ευρώπης, με τα περισσότερα ευρωπαϊκά Συντάγματα να προβλέπουν την εφαρμογή του και τη διαδικασία που ακολουθείται σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Μάλιστα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου, η πρακτική εφαρμογή του θεσμού εμφανίζει ανοδική πορεία. Ιστορική αναδρομή του θεσμού στην Ελλάδα Ειδικότερα, η ιστορία του ελληνικού δημοψηφίσματος περιλαμβάνει τόσο έναν μεγάλο αριθμό διενεργηθεισών διαδικασιών, όσο και αρκετές πρωτοβουλίες για τη συνταγματική καθιέρωση του θεσμού. Αρχικά, πριν το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, δημοψήφισμα θεωρείται η διαδικασία που διενεργήθηκε το Νοέμβριο 1862 για την εκλογή του μονάρχη της Ελλάδας. Ωστόσο, η συγκεκριμένη εκλογή δεν επιτρέπει την κατάταξή της στα γνήσια δημοψηφίσματα, αλλά συγκαταλέγεται στον κατάλογο των «προσωπικών» δημοψηφισμάτων, αφού μάλιστα πρόκειται για εκλογή κληρονομικού μονάρχη. Η αρχική αυτή πρακτική εφαρμογή του δημοψηφίσματος δεν συνέβαλε στην εξέλιξη του θεσμού, καθώς αποτέλεσε διαδικασία εκλογής και όχι ουσιαστικό δημοψήφισμα. Ωστόσο, δεν είναι επιπλέον ορθή η κατάταξη της διαδικασίας αυτής στα προσωπικά δημοψηφίσματα( plebiscitum), εφόσον δεν συγκεντρώνει ούτε τα χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε η απόφαση αυτής της διαδικασίας εφαρμόστηκε. Στη συνέχεια, ακολούθησε κατά την αναθεωρητική διαδικασία του 1911 η πρώτη απόπειρα συνταγματικής καθιέρωσης του δημοψηφίσματος, ύστερα από πρόταση του Αλ. Παπαναστασίου. Ο Παπαναστασίου εισηγήθηκε την καθιέρωση υποχρεωτικού δημοψηφίσματος σχετικά με την αναθεώρηση, διατυπώνοντας την άποψη ότι ύστερα από κάθε επιψήφιση κάποιας 5

μεταρρύθμισης από τη βουλή, πρέπει να γνωστοποιείται αντίστοιχα η απόφανση του λαού. Βέβαια, η πρόταση αυτή του Παπαναστασίου δεν έγινε τελικά δεκτή. Έπειτα, πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα της 22ας Νοεμβρίου 1920, το οποίο προέκυψε εξαιτίας του εθνικού διχασμού του 1920. Με την ταραγμένη πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα εκείνη την εποχή, το δημοψήφισμα αποσκοπούσε στην επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου. Το δεύτερο αυτό δημοψήφισμα, πέραν από το γεγονός ότι στοίχησε στην Ελλάδα την πολύτιμη οικονομική βοήθεια από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποτέλεσε παράλληλα μια εκλογική παρωδία, εφόσον τα επίσημα αποτελέσματα απέδειξαν την κυβερνητική παρέμβαση. Συνολικά, η διενεργηθείσα διαδικασία του 1920, η οποία δεν συνδέθηκε με θεσμικά ζητήματα, πραγματοποιήθηκε για να ευνοήσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (plebiscitum) και υπήρξε αρνητική για τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του θεσμού. Μετά το δημοψήφισμα αυτό, ακολούθησε άλλη μια πρόταση, για συνταγματική καθιέρωση του θεσμού το 1921, από τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας. Από τα δύο προηγούμενα δημοψηφίσματα, σημαντικά διαφέρει αυτό της 13 ης Απριλίου 1924. Αποτελεί στην ουσία την πρώτη περίπτωση εφαρμογής αυθεντικού δημοψηφίσματος στην Ελλάδα. Χρησιμοποιήθηκε για τη μεταβολή του πολιτεύματος από βασιλευόμενη σε αβασίλευτη Δημοκρατία. Πρόκειται επομένως για ένα δημοψήφισμα καταστατικό και ειδικότερα πολιτειακό. Το 1925, στη Δ Συντακτική συνέλευση, τέθηκε ξανά το ζήτημα καθιέρωσης του νομοθετικού προαιρετικού δημοψηφίσματος, και ενώ ο Γ.Δουζίνας (πληρεξούσιος Τροιζηνίας) πρότεινε τη θέσπιση προαιρετικού νομοθετικού δημοψηφίσματος για όλα τα νομοσχέδια εξαιρουμένων αυτών που σχετίζονται με την άμυνα και την οικονομία, ο Αλ. Παπαναστασίου υποστήριξε μόνο το συνταγματικό δημοψήφισμα. Ενάντια στο δημοψήφισμα τάχθηκε ο Γ. Παπανδρέου, αλλά και ο πρωθυπουργός της εποχής Α. Μιχαλακόπουλος. Ένα χρόνο αργότερα, το 1926, η εκλογή του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει βέβαια κοινά στοιχεία με το λεγόμενο «προσωπικό» δημοψήφισμα, πρόκειται όμως στην ουσία για διαδικασία άμεσης εκλογής προέδρου της Δημοκρατίας. Το 1927 πραγματοποιείται η πρώτη συνταγματική αναγνώριση του δημοψηφίσματος μέσω του άρθρου 125 στο οποίο βέβαια αναγνωριζόταν μόνο το συνταγματικό και όχι και το νομοθετικό δημοψήφισμα, ενώ η διαδικασία ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί για τις μη θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος. Όπως προβλεπόταν η πρόταση αναθεώρησης έπρεπε να ψηφιστεί αρχικά από τη βουλή και τη γερουσία, ενώ μετά την παρέλευση τριών μηνών από την εθνική συνέλευση. Πρόκειται στην ουσία του για ένα προαιρετικό και όχι υποχρεωτικό δημοψήφισμα, καθώς η διεξαγωγή του επαφίεται στην κρίση της Εθνικής συνέλευσης, ενώ παράλληλα είναι εγκριτικό και αποφασιστικό, εφόσον η απόφαση του λαού είναι δεσμευτική. 6

Ύστερα από την αναγνώριση του δημοψηφίσματος από το Σύνταγμα του 1927, η επόμενη διενεργηθείσα διαδικασία πραγματοποιήθηκε την 3 η Νοεμβρίου 1935 και είχε ως αντικείμενο τη μεταβολή του πολιτεύματος σε βασιλευόμενη Δημοκρατία και την κατάργηση της αβασίλευτης. Όπως αποδείχθηκε, εξελίχθηκε τελικά σε μια κατ επίφαση δημοψηφισματική διαδικασία, σε μια ακόμη «παρωδία» δημοψηφίσματος, καθώς τα αποτελέσματα νοθεύτηκαν με σκοπό να επιστρέψει στην Ελλάδα ο βασιλιάς Γεώργιος Β και να αναλάβει τα καθήκοντά του, ενώ ο λαός κλήθηκε να επικυρώσει μια ήδη αποφασισμένη μεταβολή και όχι να επιλέξει μια μορφή πολιτεύματος. Κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας, η νόθευση των αποτελεσμάτων σε συνδυασμό με την αποχή των δημοκρατικών είχε ως αποτέλεσμα τον εκφυλισμό του θεσμού του δημοψηφίσματος, καθώς μάλιστα τίποτα δεν συνηγορεί ότι εκδηλώθηκε η θέληση του ελληνικού λαού. Μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, διεξήχθη δημοψήφισμα την 1 η Σεπτεμβρίου 1946, με σκοπό την επίλυση του πολιτειακού. Παρά το γεγονός ότι παρουσιάστηκε ως ένα προσωπικό δημοψήφισμα, υπέκρυπτε τελικά ένα ουσιαστικό, καθώς από την έκβαση του δημοψηφίσματος θα κρινόταν και το μέλλον της βασιλείας στην Ελλάδα. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1968 υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου, διενεργήθη στην Ελλάδα μια υποτιθέμενη δημοψηφισματική διαδικασία με προβλεπόμενη όμως έκβαση. Με το συγκεκριμένο δημοψήφισμα επιδιώχθηκε ουσιαστικά να προσδοθεί δημοκρατική όψη σε ένα δικτατορικό στρατιωτικό καθεστώς το οποίο σαφώς δεν διέθετε «λαϊκή βάση». Άλλο ένα δημοψήφισμα που διενεργήθηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας είναι αυτό της 29 ης Ιουλίου του 1973. Με αυτό το δικτατορικό καθεστώς επιδίωκε την κατάργηση της βασιλευόμενης Δημοκρατίας και την μετατροπή της σε «Προεδρική κοινοβουλευτική Δημοκρατία». Για μια ακόμη φορά, το αποτέλεσμα ήταν άκρως αναμενόμενο, καθώς σημειώθηκε εκτεταμένη νοθεία, γεγονός που οδήγησε σε μια επιπλέον βάναυση κακοποίηση και δυσφήμιση του δημοψηφισματικού θεσμού στη νεότερη Ελλάδα. Με το δημοψήφισμα της 8 ης Δεκεμβρίου του 1974 καθορίστηκε το πολίτευμα και αποκαταστάθηκε η συνταγματική τάξη, αφού προηγουμένως απομακρύνθηκε η δικτατορία. Το δημοψήφισμα αυτό είχε αναντίρρητα συντακτικό χαρακτήρα, εφόσον ο ελληνικός λαός κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με τη μορφή του πολιτεύματος, ενώ το αποτέλεσμα προέκυψε υπέρ της αβασίλευτης μορφής της δημοκρατίας. Πρόκειται για το μοναδικό αδιάβλητο δημοψήφισμα στη νεοελληνική συνταγματική ιστορία, καθώς το αποτέλεσμά του ποτέ δεν αμφισβητήθηκε σοβαρά και δεν υπήρχαν σημαντικές κατηγορίες για τις συνθήκες διεξαγωγής του, ενώ με αυτό ο λαός έθεσε τα θεμέλια της συνταγματικής τάξης. Τέλος, με την διαδικαστική Συντακτική Πράξη της 3 ης Οκτωβρίου 1974 εξασφαλίστηκε ένας ακόμη ρόλος για το συνταγματικό δημοψήφισμα. Προβλέφθηκε ένα «συντρέχον εναλλακτικό συνταγματικό δημοψήφισμα», το 7

οποίο θα διενεργούταν για την έγκριση του Συντάγματος, σε περίπτωση που η αναθεωρητική Βουλή δεν αποπεράτωνε τη σύνταξή του μέσα σε ορισμένη προθεσμία 1. Εκ των παραπάνω δημοψηφισμάτων, μόνο αυτά του 1924, του 1935 και του 1974 επιτρέπουν την κατάταξή τους στο αληθές δημοψήφισμα. Αναμφίλεκτα, η αξιοποίηση του θεσμού δεν ήταν επαρκής με αποτέλεσμα ο Έλληνας ψηφοφόρος να στερηθεί τη δυνατότητα λήψης των αποφάσεων στα κρίσιμα, σοβαρά εθνικά και κοινωνικά ζητήματα με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος. Βέβαια στο συνταγματικό κείμενο του 1975 εισήχθηκε πρόβλεψη η οποία κατέχει και τη θέση στο άρθρο 44 παράγραφο 2 του ισχύοντος Συντάγματος: Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δημοψήφισμα προκηρύσσεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με διάταγμα και για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εκτός από τα δημοσιονομικά, εφόσον αυτό αποφασιστεί από τα τρία πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση των δύο πέμπτων του συνόλου και όπως ορίζουν ο Κανονισμός της Βουλής και νόμος για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Δεν εισάγονται κατά την ίδια περίοδο της Βουλής περισσότερες από δύο προτάσεις δημοψηφίσματος για νομοσχέδιο. Αν νομοσχέδιο υπερψηφιστεί, η προθεσμία του άρθρου 42 1 αρχίζει από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. 1 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, Το δημοψήφισμα στη νεότερη Ελλάδα, σελίδα 815 8

Α ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Έννοια Η λέξη δημοψήφισμα είναι σύνθετη, καθώς προέρχεται από τις λέξεις «δήμος»(=λαός) και ψήφισμα(=απόφαση).επομένως ως δημοψήφισμα νοείται η απόφαση του λαού. Βέβαια, με την τυπική έννοια του όρου εννοείται η διαδικασία μέσα από την οποία λαμβάνεται η απόφαση του λαού. Αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, τον «θεσμό των θεσμών» 2. Με τη βοήθεια του δημοψηφίσματος πραγματώνεται το ουσιαστικό περιεχόμενο της λαϊκής κυριαρχίας αλλά και ένας ταυτόχρονος περιορισμός της παντοκρατορίας των νομοθετικών σωμάτων, ενώ παράλληλα πιστοποιείται η ύπαρξη της ταυτότητας ή της διάστασης ανάμεσα στο εκλογικό σώμα και το κοινοβούλιο. Εξασφαλίζεται πολιτική σταθερότητα, επικρατεί ευημερία και αίσθηση ότι πρόκειται για «κράτος δικαίου», επιτυγχάνεται η επιδιωκόμενη οικονομική σταθερότητα και κατά συνέπεια η οικονομική ανάπτυξη. Ο θεσμός του δημοψηφίσματος ακολουθεί ρυθμούς ανάπτυξης και χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στις διάφορες χώρες για τη λήψη των σοβαρών αποφάσεων. Αξιοσημείωτη είναι και η στενή σχέση του θεσμού του δημοψηφίσματος και της πρωτοβουλίας των πολιτών, συναρτώμενη σχέση που προκύπτει από την ένταξη και των δύο θεσμών στην ίδια νομοθετική διαδικασία, της οποίας αποτελούν μερικότερες φάσεις. Η νομοθετική διαδικασία διακρίνεται σε κοινοβουλευτική και δημοψηφισματική, ενώ η πρωτοβουλία των πολιτών και το δημοψήφισμα αποτελούν μέρη της δημοψηφισματικής νομοθετικής διαδικασίας, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα στάδια: Νομοθετική πρωτοβουλία Επεξεργασία Συζήτηση και ψήφιση Η δημοψηφισματική πρωτοβουλία λογίζεται ως ενιαίος θεσμός με το δημοψήφισμα, υπό τον όρο «δημοψήφισμα με πρωτοβουλία πολιτών» Αναντίρρητα, το δημοψήφισμα επαφίεται στην άμεση έκφανση του δημοκρατικού πολιτεύματος, εφόσον η σχέση λαϊκής κυριαρχίας και θεσμών άμεσης δημοκρατίας πρέπει να θεωρείται αυτονόητη. 3 Βέβαια η συσχέτιση 2 Δημητρόπουλος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.818 3 Σχετικά σημειώνει ο Σβώλος, Το Νέον Σύνταγμα και οι βάσεις του πολιτεύματος, σ. 145 146: Από θεωρητικής απόψεως είναι περιττόν να τονισθή ότι, είτε προ της ψηφίσεως του νόμου, είτε μετ` αυτήν, η άσκησις του δημοψηφίσματος ως τελειωτική της εγκύρου παραγωγής ή πάντως ως συμπληρωματική του νόμου πράξις και η λαϊκή πρωτοβουλία ως είδος επιτακτικής εντολής προς ορισμένην νομοθετικήν κατεύθυνσιν συμβιβάζονται προς την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας 9

αυτών διαφοροποιείται και διχάζονται οι γνώμες σχετικά με την παρείσφρηση ενός θεσμού άμεσης δημοκρατίας στο έμμεσο αντιπροσωπευτικό σύστημα, στο οποίο άλλοτε προσκρούει και άλλοτε απορροφάται και εξομοιώνεται. Πρέπει να σημειωθεί ότι εφόσον το δημοψήφισμα δεν αποτελεί «περιφερειακό» συνταγματικό ζήτημα, δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα και ανεξάρτητα από τους άλλους συνταγματικούς θεσμούς. Επομένως, η προβληματική σχετικά με το δημοψήφισμα ανακύπτει από την καθολικότερη προβληματική για το πολίτευμα, ενώ η ανεύρεση των σχέσεων δημοψηφίσματος και πολιτεύματος περιπλέκεται με το ίδιο το ζήτημα της μορφής της σύγχρονης δημοκρατίας. Τα βασικότερα προβλήματα που προκύπτουν είναι τρία: Το πρώτο σχετίζεται με την ένταξη του δημοψηφίσματος στο σύγχρονο πολιτειακό σχήμα. Το δεύτερο αναφέρεται στην οριοθέτηση και την έκταση της άμεσης άσκησης της κρατικής εξουσίας από το εκλογικό σώμα. Το τρίτο αφορά στην ένταξη των παραγόμενων με το δημοψήφισμα κανόνων δικαίου στην έννομη τάξη. Άμεση δημοκρατία ονομάζεται το πολίτευμα εκείνο στο οποίο ο λαός ασκεί ο ίδιος την κρατική εξουσία στις κυριότερες εκδηλώσεις της. Όπως σημειώνεται από τον Κασιμάτη, στο έργο Μελέτες Ι, 1975 1995 της σελίδας 41, άμεση είναι η δημοκρατία, όπου οι βασικές εξουσίες, πάντως οπωσδήποτε η νομοθετική, και οι κυριότερες πολιτικές εξουσίες ασκούνται από το λαό. Με τον ίδιο τρόπο που η λαϊκή συνέλευση στην αρχαιοελληνική της μορφή ανέρχεται σε τακτά διαστήματα με σκοπό να νομοθετήσει, να εκλέξει άλλα κρατικά όργανα και να απονείμει δικαιοσύνη, και στα θεμέλια του αριστοτελικού ορισμού του πολιτεύματος, υπό το πρίσμα «δήμος εστίν ο κρατών» 4, η σύγχρονη δημοκρατία εκ φύσεως τείνει στην άμεση εκδήλωσή της. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι ο μεγάλος αριθμός δημοψηφισμάτων συντείνει σε μια αποτελεσματικότερη μορφή της δημοκρατίας. Από την άλλη, στον αντίποδα των θεωρητικών βάσεων του δημοψηφισματικού θεσμού βρίσκεται το πρώιμο αντιπροσωπευτικό σύστημα, το οποίο, όταν πλαισιώνεται από θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, προκύπτει να αντιφάσκει. Η ονομασία του αντιπροσωπευτικού συστήματος ως έμμεσης δημοκρατίας οφείλεται στην αναγνώριση του λαού ως πηγής της εξουσίας. Ωστόσο, η άρνηση της εξουσίας από το λαό δεν συμβιβάζεται με τη συγκεκριμένη ονομασία, και αυτό οφείλεται στο ότι ο λαός δεν μπορεί να λάβει αποφάσεις, δεν κυριαρχεί, δεν κρατεί και επομένως ο όρος «έμμεση δημοκρατία» φαίνεται οξύμωρος. Βέβαια, πέραν από αυτό το γεγονός, αντίφαση σημειώνεται και εντός των ίδιων των κόλπων του 4 Αριστοτέλους, Αθ. Πολιτεία XLI 1,2 10

αντιπροσωπευτικού συστήματος. Σύμφωνα με την αντιπροσωπευτική θεωρία, ο λαός είναι ανίκανος να ασκεί εξουσία, καθώς δεν διαθέτει τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες, το αναγκαίο μορφωτικό επίπεδο αλλά και τον απαιτούμενο χρόνο, σε συνδυασμό βέβαια με την ανιδιοτέλεια και τη διάθεση προσφοράς που αποτελούν επίσης αναγκαία χαρακτηριστικά. Επομένως, ο λαός καλείται να επιλέξει «αντιπροσώπους ποιότητας» 5, εφόσον η άσκηση της εξουσίας προϋποθέτει προσωπικότητες αντίθετες προς τις αντιλήψεις του αντιπροσωπευτισμού. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι, πέραν της απόρριψης της δημοκρατίας και του δημοψηφίσματος, είναι αναντίρρητο γεγονός η αντίφαση που εντοπίζεται, καθώς, πώς είναι δυνατόν να συμβαδίζει η ανικανότητα του λαού να λαμβάνει αποφάσεις με την ικανότητά του να εκλέγει τους αρμόδιους να αποφασίζουν για αυτόν αντί αυτού, δηλαδή τους αποκαλούμενους «αντιπροσώπους ποιότητας» ; Βάσει των παραπάνω προκύπτει η αντίθεση του πρώιμου αντιπροσωπευτικού συστήματος με κάθε μορφή άσκησης της εξουσίας από το λαό 6. Από την άλλη, είναι αναντίρρητο ότι ένας παραλληλισμός του αντιπροσωπευτισμού και του δημοψηφισματικού θεσμού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, εφόσον η ανάσυρση του θεσμού της αντιπροσώπευσης πριν από δύο αιώνες δεν είναι δυνατόν να διατηρηθεί αναλλοίωτη ούτε να εξυπηρετεί πάντοτε τις ίδιες και απαράλλακτες ανάγκες. Η «εξουσία της ψήφου» σε συνδυασμό με την ισχυρή παρουσία του λαού στην πολιτική ζωή προκαλούν δυσχέρειες στη λειτουργία του «αγνού» αντιπροσωπευτισμού, ενώ επιπρόσθετα φαινόμενα δυσλειτουργίας του συνεπάγονται την επίκληση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας και ροπής του αντιπροσωπευτισμού εγγύτερα προς την εκπροσώπηση. Ένας επιπλέον προβληματισμός της νομικής επιστήμης, ο οποίος ωστόσο επιδέχεται ενιαία επαρκή απάντηση, αποτελεί το ζήτημα της τυπικής ιεραρχίας μεταξύ νόμων και δημοψηφίσματος. Ενώ στο ελληνικό Σύνταγμα γίνεται πρόβλεψη για το θεσμό του δημοψηφίσματος, δεν καθορίζεται κάτι ειδικότερο για την τυπική δύναμη των δημοψηφισματικών κανόνων. Οι κανόνες δικαίου που τίθενται με δημοψήφισμα διαφέρουν από τους ψηφιζόμενους από τη Βουλή ως προς το όργανο παραγωγής. Παράλληλα όσον αφορά την ιεραρχία, το εκλογικό σώμα αναγνωρίζεται πάντοτε ως το ανώτατο όργανο του κράτους 5 Δημητρόπουλος Α.Γ., Το δημοψήφισμα Ο ρόλος και η σημασία του θεσμού στη σύγχρονη Δημοκρατία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997, σ. 402 6 Ο Rousseau, κατεξοχήν θεωρητικός αντίπαλος του αντιπροσωπευτισμού, διατείνεται ότι οι αντιπρόσωποι του λαού δεν είναι παρά οι εκτελεστές της θέλησής του. «η ιδέα των αντιπροσώπων του λαού είναι νέα και προέρχεται από το ανελεύθερο φεουδαρχικό σύστημα. Ελεύθερος είναι ο λαός μόνο κατά την εκλογή των μελών του κοινοβουλίου, αμέσως μετά γίνεται υπόδουλος», διατυπώνει. Έτσι, βρίσκει την ανεξαρτησία των αντιπροσώπων και των πολιτικών κομμάτων ασυμβίβαστη, ενώ συμπυκνώνει τη θεωρία του και στο παρακάτω σχήμα: ΕΚΛΟΓΕΣ <εκλογέας εκλέγει κυβερνώντες» κυβερνάται ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑ < ψηφοφόρος αποφασίζει» αυτοκυβερνάται 11

και επομένως ξεπερνά στην ιεραρχία τη Βουλή. Ωστόσο, δεν συνάγεται αναγκαία τυπική ιεραρχία των δημοψηφισματικών κανόνων. Μια τυπική διαφοροποίηση των κανόνων δικαίου θα πρέπει να προκύπτει με μεγάλη σαφήνεια και ακρίβεια από συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη. Στην περίπτωση μάλιστα που δεν ορίζεται ρητά στο Σύνταγμα, γίνεται δεκτή η τυπική ισοδυναμία μεταξύ του δημοψηφίσματος και των κοινοβουλευτικών κανόνων δικαίου. Επομένως, η εκατέρωθεν μεταβολή ή κατάργηση των κανόνων δικαίου είναι δυνατόν να επιτευχθεί 7. Β ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΙΑΚΡΙΣΗ «REFERENDUM-PLEBISCITUM» ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ Δημοψήφισμα ονομάζεται η για βασικά θέματα και σύμφωνα με τις συνταγματικές αρχές που διέπουν τη γραπτή ψηφοφορία λαμβανόμενη κρατική απόφαση από το εκλογικό σώμα ως ανώτατο όργανο του κράτους 8. Ενώ στην ελληνική ορολογία υπάρχει μόνο ο όρος «δημοψήφισμα», στην ξένη χρησιμοποιείται και ο λατινικός και διεθνής όρος referendum αλλά και ο συνώνυμος επίσης λατινογενής plebiscitum, ο οποίος βέβαια είναι πολύ συχνά επιφορτισμένος με αρνητική σημασία. Μάλιστα, ιδιαίτερα αρνητική στη διαμόρφωση του θεσμού του δημοψηφίσματος υπήρξε η συμβολή του λεγόμενου «προσωπικού δημοψηφίσματος». Η παρεμβολή του «plebiscitum» συνέβαλε σημαντικά στην αρνητική φήμη του δημοψηφίσματος. Οδηγεί στην πρόκληση εννοιολογικών και ορολογικών συγχίσεων και δημιουργεί κλίμα επιφυλακτικότητας απέναντι στο θεσμό του δημοψηφίσματος. Το προσωπικό δημοψήφισμα αποτελεί στην ουσία «παρέκβαση» του θεσμού, καθώς με τον όρο αυτό αποδίδονται κατά κύριο λόγο περιπτώσεις κακής χρήσης της δημοψηφισματικής διαδικασίας. Ενώ με τον όρο «plebiscitum» αποδίδεται το λεγόμενο «προσωπικό δημοψήφισμα», με τον όρο referendum αποδίδεται το κατά κυριολεξία δημοψήφισμα, δηλαδή η ουσιαστική διαδικασία που έχει θεματικό χαρακτήρα. Αρχικά, οι δύο όροι ήταν συνώνυμοι 9. Όπως αναφέρει ο Montesquieu, στο έργο «Το πνεύμα των νόμων», plebiscita ήταν οι νόμοι, τους οποίους μετά από αγώνες κατόρθωσαν να καταρτίζουν οι πληβείοι, χωρίς τη σύμπραξη των πατρικίων 10. Όπως μάλιστα αναφέρει και ο Chenot ο Βολταίρος επιβεβαιώνει ότι «στην αρχαία Ρώμη, ακόμη και στη Γενεύη και στη Bale, αλλά και στα μικρά καντόνια, οι νόμοι γίνονται με plebiscites» (Voltaire, 7 Δημητρόπουλος Α.Γ, Πρακτικά Θέματα Συνταγματικού Δικαίου, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 59 8 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου εκδ. Σάκκουλα, σελ.818 9 Chenot, το δημοψήφισμα στους γαλλικούς θεσμούς σελ.428 10 Δημητρόπουλος Α.Γ Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου εκδ. Σάκκουλα σελ. 824 12

Γράμμα από το Argental, 30 Μαρτίου 1776). «Referendum» και «plebiscitum» αρχίζουν να διαφοροποιούνται εννοιολογικά κατά την εποχή του Βοναπάρτη αποκτώντας έτσι διαφορετικό εννοιολογικό συνταγματικοπολιτικό περιεχόμενο. Η διάκριση αυτή προέρχεται από τη Γαλλία επηρέασε όμως και τη νομική επιστήμη άλλων χωρών. Βέβαια, στο νομικό χώρο της Γερμανίας η διάκριση δεν είναι πάντοτε σαφής και ο όρος «plebiszit» δεν χρησιμοποιείται πάντοτε με αρνητικό περιεχόμενο, αλλά σχεδόν ως συνώνυμος του «referendum». Πρέπει να επισημανθεί ότι ο όρος προσωπικό δημοψήφισμα δεν υπάρχει. Αποτελεί «παραποίηση, κακή χρήση και διαστρέβλωση του θεσμού του δημοψηφίσματος που κάνει την εμφάνισή του σε περιόδους εκφυλισμού της δημοκρατίας και των δημοκρατικών θεσμών. Συμπερασματικά, η διάκριση δημοψηφίσματος και προσωπικού δημοψηφίσματος δεν έχει καμία πρακτική χρησιμότητα και μπορεί να επιφέρει μόνο σύγχυση. Επομένως, είναι ορθότερη η αδιάκριτη χρήση των δύο όρων ( plebiscitum και referendum ). Τα κύρια εννοιολογικά χαρακτηριστικά του θεσμού του δημοψηφίσματος είναι τρία: Το πρώτο αναφέρεται στο υποκείμενο του δημοψηφίσματος. Το δημοψήφισμα συνιστά απόφαση του λαού, του εκλογικού σώματος που αποτελεί το ανώτατο κρατικό όργανο Το δεύτερο αναφέρεται στο περιεχόμενο της δημοψηφισματικής απόφασης. Η απόφαση του λαού σχετίζεται με ουσιώδη και συγκεκριμένα ζητήματα και σε καμία περίπτωση με την ανάδειξη συγκεκριμένων προσώπων. Και το τρίτο αναφέρεται στον τρόπο σχηματισμού της απόφασης και έχει επομένως διαδικαστικό χαρακτήρα. Η απόφαση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες που καθορίζουν τα σχετικά με τη γραπτή ψηφοφορία. Τα ειδικά αυτά γνωρίσματα του θεσμού του δημοψηφίσματος, για τα οποία έγινε απλός λόγος, θα αναλυθούν περαιτέρω στο επόμενο κεφάλαιο της συγκεκριμένης παρουσίασης. 13

Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ 1. Το δημοψήφισμα ως απόφαση του λαού Το πρώτο χαρακτηριστικό του δημοψηφίσματος αναφέρεται στο υποκείμενο, δηλαδή στο φορέα λήψης της απόφασης, που είναι ο λαός. Όπως έχει ήδη επισημανθεί το δημοψήφισμα αποτελεί απόφαση του λαού. Με το δημοψήφισμα ο λαός, που αποτελεί το εκλογικό σώμα, σχηματίζει τις αποφάσεις του ως το ανώτατο κρατικό όργανο, και έτσι δεν εκφράζονται με αυτό μόνο οι εκάστοτε «τάσεις» ή η στάση του εκλογικού σώματος όσον αφορά ένα συγκεκριμένο ζήτημα 11. Το δημοψήφισμα αποτελεί επίσημη διαδικασία σχηματισμού κρατικής απόφασης, μια διαδικασία βέβαια κατά την οποία συμπράττουν όλα τα τμήματα του λαού, δηλαδή οι μερικότερες λαϊκές θελήσεις, έτσι ώστε να ληφθεί η ανάλογη κρατική απόφαση. Κυριότερη ιδιότητα του θεσμού του δημοψηφίσματος είναι η αμεσότητα της έκφρασης της απόφασης του λαού, καθώς όπως έχει γίνει ήδη σαφές η απόφαση ανήκει αποκλειστικά στο λαό και λαμβάνεται χωρίς καμία παρεμβολή. Παράλληλα, επιπλέον ιδιότητα του δημοψηφίσματος χάρη στο υποκείμενό του, δηλαδή το λαό, αποτελεί και το αυξημένο κύρος του. Πέραν και ανεξαρτήτως της τυπικής ισοδυναμίας της δημοψηφισματικής απόφασης με τους υπόλοιπους κανόνες δικαίου, η δημοψηφισματική απόφαση αποτελεί αναμφισβήτητα «suprema lex». Η δεσπόζουσα αυτή θέση του δημοψηφίσματος αναπτύσσει ιδιαίτερα θετικές λειτουργίες. 2. Το ουσιαστικό θέμα που πραγματεύεται το δημοψήφισμα Όπως έχει ήδη αναφερθεί, κάθε δημοψήφισμα αποτελεί απόφαση του λαού. Ωστόσο, κάθε απόφαση του λαού δεν είναι απαραίτητα και δημοψήφισμα. Οι αποφάσεις του εκλογικού Σώματος αναφέρονται είτε σε πρόσωπα ( εκλογήανάκληση) είτε σε ουσιαστικά θέματα. Το δημοψήφισμα όμως περιλαμβάνει μόνο την δεύτερη κατηγορία και δεν σχετίζεται με τις αποφάσεις προσωπικού χαρακτήρα. Το δημοψήφισμα συνιστά απόφαση του λαού για συγκεκριμένα ουσιαστικά ζητήματα, δηλαδή ο λαός προβαίνει στη λήψη μιας απόφασης για ορισμένα ζητήματα τα οποία τίθενται στην κρίση του. Επιπλέον για 11 Στον ευρύτερο χώρο της δημοσιότητας και του προσχηματισμού της λαϊκής θέλησης ανήκουν οι δημοσκοπήσεις, τα γκάλοπ, οι διάφορες μετρήσεις της κοινής γνώμης για ποικίλα ζητήματα. Ωστόσο, οι μετρήσεις αυτές δεν βρίσκονται όπως το δημοψήφισμα στην ευρύτερη «κρατική περιοχή», καθώς δεν πρόκειται για επίσημες πολιτικές διαδικασίες και δεν διενεργούνται από κρατικά όργανα, αλλά από ιδιωτικούς φορείς. Κατά τη διεξαγωγή τους συμμετέχουν «αντιπροσωπευτικά δείγματα» του εκλογικού σώματος. Είναι όμως αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι μετρήσεις αυτές έχουν εξελιχθεί ιδιαίτερα και σε πολλές περιπτώσεις με μεγάλη ακρίβεια την υπάρχουσα πραγματική εικόνα της λαϊκής θέλησης. (Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 14

δημοψήφισμα πρόκειται μόνο όταν στην κρίση του λαού τίθενται αποκλειστικά θέματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της νομοθετικής ή αναθεωρητικής εξουσίας ή ζητήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα της κυβέρνησης ως κατεξοχήν καθοδηγητικού οργάνου. Η έννοια του δημοψηφίσματος διαφοροποιείται από τις εκλογές. Αντικείμενο του δημοψηφίσματος μπορεί να είναι καταρχήν οποιοδήποτε ουσιαστικό ζήτημα, όχι όμως η εκλογή προσώπων ή αντιπροσώπων. Το ουσιαστικό αυτό γνώρισμα διακρίνει το δημοψήφισμα από δύο άλλους θεσμούς, στους οποίους προέχει το προσωπικό στοιχείο, δηλαδή τις εκλογές και το λεγόμενο «προσωπικό δημοψήφισμα» Το ίδιο επίσης γνώρισμα διακρίνει το δημοψήφισμα και από την ανάκληση, η οποία πάντως δύναται να έχει και ουσιαστικό χαρακτήρα. 3. Απόφαση με γραπτή ψηφοφορία Την έννοια του δημοψηφίσματος συγκροτεί και ένα τρίτο χαρακτηριστικό, το οποίο σχετίζεται με τον τρόπο λήψης της απόφασης. Η λαμβανόμενη από το λαό απόφαση για ένα ουσιαστικό ζήτημα, για να αποτελέσει δημοψήφισμα θα πρέπει να λαμβάνεται με τη χρήση ψηφοδελτίων. Επομένως, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, για δημοψήφισμα γίνεται λόγος μόνο όταν πρόκειται για διαδικασία που διεκπεραιώνεται με τη χρήση ψηφοδελτίων και όχι με την προφορική ψήφο. Ο καθορισμός του στοιχείου αυτού αφενός επισημαίνει τη διάκριση προφορικής και γραπτής ψηφοφορίας, αφετέρου καθιστά εναργέστερα τη σύζευξη της δημοψηφισματικής διαδικασίας με τις αρχέγονες λαϊκές συνελεύσεις. Αυτό το τελευταίο γνώρισμα έχει περισσότερο διαδικαστικό, τεχνικό χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο οι αποφάσεις του δημοψηφίσματος διαφοροποιούνται από τις αποφάσεις που λαμβάνονται στις συνελεύσεις των πολιτών. Είναι αυτονόητο ότι στο άρθρο 44 παρ.2, ο συντακτικός νομοθέτης, ο οποίος δεν αναφέρεται σε σύγκληση του εκλογικού σώματος σε λαϊκή συνέλευση, χρησιμοποιεί τον όρο «δημοψήφισμα» με τη στενότερη έννοια της γραπτής ψηφοφορίας. Ο κοινός νομοθέτης επιτάσσει ρητά τη ψηφοφορία με ψηφοδέλτια, σε συνδυασμό βέβαια με την εφαρμογή της αμεσότητας, της καθολικότητας, της μυστικότητας και της υποχρεωτικότητας 12. Κατά τη δημοψηφισματική διαδικασία ψηφίζουν εξίσου αυτονόητα οι πολίτες που δικαιούνται ψήφο κατά το άρθρο 51 παρ.3-5 του Συντάγματος. Γενικά, στη δημοψηφισματική διαδικασία, εξαιτίας της έλλειψης ρητών περαιτέρω προβλέψεων, εφαρμόζονται οι αρχές που ισχύουν και για την εκλογική διαδικασία. Ο κανόνας αυτός τίθεται και από τον ίδιο το νομοθέτη, καθώς, 12 Άρθρο 2 ν.350/1976 σύμφωνα με το οποίο: «1.Το προκηρυσσόμενον δημοψήφισμα διενεργείται δι αμέσου, καθολικής και μυστικής διά ψηφοδελτίων ψηφοφορίας, των κατά την κειμένην Εκλογικήν Νομοθεσίαν εχόντων το δικαίωμα του εκλέγειν Ελλήνων πολιτών. 2.Η συμμετοχή των εκλογέων εις την ψηφοφορίαν είναι υποχρεωτική» 15

όπως προβλέπεται στο ν.350/1976 και ειδικότερα στο άρθρο 21, για τα θέματα, που δεν προβλέπει ειδικά ο παρών νόμος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της κοινής νομοθεσίας. Συνολικά, διαφαίνεται ότι τόσο η υποβολή του ερωτήματος, όσο και η ίδια η απάντηση πραγματοποιούνται με γραπτή διαδικασία. Πρέπει τέλος να αναφερθεί ότι, παρά τη σημασία της γραπτής υποβολής του ερωτήματος αλλά και του αντίστοιχου τρόπου απάντησης, το δημοψήφισμα υποκατέστησε σιωπηρά την «εκκλησία του δήμου», γεγονός που θα διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο κατά το προδημοψηφισματικό στάδιο, όπως αυτό θα παρουσιαστεί στη συνέχεια της συγκεκριμένης εργασίας. Δ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΣΙΚΩΝ ΤΗΣ ΣΤΑΔΙΩΝ Σύμφωνα με την τυπική έννοια του όρου, ως δημοψήφισμα εννοείται η διαδικασία με την οποία λαμβάνεται η απόφαση του λαού. Επομένως, το δημοψήφισμα υπό αυτή την έννοια ταυτίζεται με τη δημοψηφισματική διαδικασία, η οποία αποτελεί έναν τρόπο παραγωγής κανόνων δικαίου. Η φύση του προκύπτει από τον αποφασιστικό χαρακτήρα του αποτελέσματός του εξετάζοντας πάντοτε βέβαια από νομική σκοπιά. Στην περίπτωση που λαμβάνει χώρα η διεξαγωγή «συμβουλευτικού δημοψηφίσματος» δεν πρόκειται στην κυριολεξία για παραγωγή κανόνων δικαίου, καθώς αυτό συμβαίνει μόνο εφόσον οι παραγόμενοι κανόνες έχουν δεσμευτική ισχύ. Κατά αυτό τον τρόπο παράγονται είτε κανόνες κοινού δικαίου, είτε συνταγματικοί κανόνες. Ως νομοθετική διαδικασία μπορεί να χαρακτηριστεί η δημοψηφισματική, στην περίπτωση του κοινωνικού δημοψηφίσματος, όπου τίθεται στην κρίση του λαού ένα νομοσχέδιο. Η δημοψηφισματική διαδικασία, ως διεργασία για την παραγωγή κανόνων δικαίου έχει τρία μερικότερα στάδια, που περιλαμβάνουν βέβαια και υποκατηγορίες. Τα στάδια αυτά είναι τα εξής: 1. Η δημοψηφισματική νομοθετική πρωτοβουλία 2. Η συζήτηση επεξεργασία 3. Η λήψη της απόφασης 16

1. Δημοψηφισματική νομοθετική πρωτοβουλία Δημοψηφισματική πρωτοβουλία ονομάζεται η πράξη, η οποία ως έννομη συνέπεια έχει την παραπομπή ενός θέματος στην κρίση του λαού. Η δημοψηφισματική πρωτοβουλία είναι είδος της νομοθετικής πρωτοβουλίας, είναι στην ουσία το δικαίωμα πρότασης νόμων, όχι όμως με αποδέκτη το κοινοβούλιο, αλλά το λαό. Περιλαμβάνει δύο αιτήματα, το ουσιαστικό και το διαδικαστικό και επομένως διακρίνεται σε ουσιαστική και τυπική δημοψηφισματική πρωτοβουλία. Το διαδικαστικό αίτημα της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας είναι η σύγκληση του λαού σε δημοψήφισμα, ενώ η κίνηση της δημοψηφισματικής διαδικασίας και η παραπομπή του ερωτήματος σε δημοψήφισμα συνθέτουν το διαδικαστικό αποτέλεσμα άσκησης της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας. Το ουσιαστικό αίτημα αναφέρεται σε συγκεκριμένο ερώτημα και σε συγκεκριμένη ουσιαστική ρύθμιση, της οποίας η θέσπιση επιδιώκεται με τη δημοψηφισματική διαδικασία. i. Το ερώτημα Το ουσιαστικό περιεχόμενο της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας αφορά συγκεκριμένο ουσιαστικό ζήτημα. Αντικείμενο του δημοψηφίσματος αποτελεί ένα ορισμένο κάθε φορά θέμα, το οποίο τίθεται στην κρίση του λαού, υπό τη μορφή ερωτήματος, στο οποίο οι ψηφοφόροι καλούνται να απαντήσουν συνήθως μονολεκτικά με «ναι ή όχι». Εξαιτίας μάλιστα του τρόπου διατυπώσεως της απάντησης αλλά και της αντίστοιχης ερώτησης έχουν δημιουργηθεί έντονες αμφιβολίες, διχογνωμίες και προβληματισμοί όσον αφορά την επιτέλεση των επιμέρους προσδοκώμενων συνταγματικών λειτουργιών του δημοψηφίσματος. Τα συγκεκριμένα ζητήματα έχουν βέβαια ένα έντονο «τεχνικό» χαρακτήρα, ωστόσο αναμφίλεκτα έχουν μεγάλη σημασία για την ουσία του θέματος. Τα επιπλέον θέματα που ανακύπτουν σχετίζονται με την επιλογή του θέματος, το περιεχόμενο του ερωτήματος αλλά και τη διατύπωσή του, τον αριθμό των ερωτημάτων και το κατάλληλο για τη θέση και τη διατύπωση όργανο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιλογή του θέματος για το οποίο πρόκειται να διενεργηθεί το δημοψήφισμα έχει ιδιαίτερη σημασία. Τα κριτήρια επιλογής των θεμάτων είναι ποικίλα. Το δημοψήφισμα πρέπει να διεξάγεται μόνο για βασικά «τοπικά» θέματα, για έντονα δηλαδή ζητήματα της επικαιρότητας που έχουν προεξάρχουσα σημασία. Βέβαια, ενώ αντικείμενο του δημοψηφίσματος μπορεί να είναι αρχικά οποιοδήποτε ζήτημα, αυτό δεν σημαίνει ότι η επιλογή του θέματος είναι αυθαίρετη ή απόλυτα ελεύθερη. Επομένως, η επιλογή του θέματος υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς. Αρχικά, γενικό 17

περιορισμό αποτελεί η συμφωνία του ερωτήματος με το Σύνταγμα. Δημοψήφισμα μπορεί επίσης να γίνει μόνο για ζητήματα που έχει ήδη ρυθμίσει και εκφράσει την κρίση του το νομοθετικό όργανο. Αναπόδραστη ανάγκη αποτελεί ακόμη και ο προσδιορισμός της επίδρασης που ασκείται στους ψηφοφόρους από τον τρόπο που διατυπώνεται το ερώτημα. Η διατύπωση του ερωτήματος ασκεί πράγματι μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της απάντησης, καθώς είναι πιθανό η διατύπωση του ερωτήματος να χρησιμοποιηθεί με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να «εκμαιευτεί» η επιδιωκόμενη ψήφος του λαού. Η αποδοχή της επίδρασης που ασκείται από τη διατύπωση του ερωτήματος, σε λογικά πάντοτε πλαίσια, δεν συμπίπτει, αλλά αντίθετα διαφοροποιείται σημαντικά από την υπερβολή και την εξωπραγματική υποτίμηση της νοημοσύνης του εκλογικού σώματος και κατ επέκταση όλων των ανθρώπων. Οι απόψεις αυτές αποκτούν θετική δράση στην περίπτωση που συμβάλλουν στη βελτίωση και ολοκλήρωση του θεσμού. Βέβαια, αδήριτη ανάγκη πρέπει να θεωρείται και η διαμόρφωση κανόνων που να ρυθμίζουν τη διαμόρφωση των ερωτημάτων 13. Κύριο κανόνα αποτελεί η αντιστοιχία προβλήματος και ερωτήματος. Γενικά ως κοινώς αποδεκτή οφείλουμε να θεωρούμε την άποψη ότι το τιθέμενο ερώτημα πρέπει να αποδίδεται με πληρότητα, ακρίβεια και σαφήνεια το κοινωνικό ή πολιτικό ζήτημα που απασχολεί, και να μην παραλείπονται, αλλά αντίθετα να αναδεικνύονται με μεγάλη καθαρότητα όλες οι βασικές εκδοχές ανάμεσα στις οποίες καλείται να επιλέξει ο ψηφοφόρος. Τέλος, το ερώτημα ή το υποερώτημα θα πρέπει να έχει τέτοια ευρύτητα, έτσι ώστε να περιλαμβάνει όλες τις βασικές και όχι μόνο μερικές πλευρές του ζητήματος που απασχολεί. Στα στοιχεία που επιφέρουν την αμφισβήτηση του θεσμού του δημοψηφίσματος συγκαταλέγεται και το ζήτημα της συμπύκνωσης σε ένα ερώτημα ενός ολόκληρου θέματος αλλά και του ανάλογου περιορισμού που υποχρεώνει το εκλογικό σώμα σε απόκριση με σύντομο, απόλυτο και μονολεκτικό τρόπο. Έχει διατυπωθεί ότι κατά αυτόν τον τρόπο υπεραπλουστεύονται τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι πολίτες, καθώς μάλιστα με τις συνθήκες συμπύκνωσης και απλοποίησης δύσκολα εκφράζεται η θέληση του εκλογικού σώματος. Από την άλλη, η κατηγορία μάλλον ακυρώνεται κυρίως χάρη στη προδημοψηφισματική διαδικασία, στην εκτεταμένη προσπάθεια ενημέρωσης, στη γόνιμη συζήτηση, στην επαρκή ανάλυση όλων των πτυχών του θέματος και στην κατάλληλη προετοιμασία και διαμόρφωση των βασικών ερωτημάτων και 13 Δαρζέντας, Αναθεωρητικό Σύστημα και Αναθεώρηση Συντάγματος 1958 Γαλλία, Αθήνα 1998, σελ.165. Είναι χαρακτηριστική η άποψή του σχετικά με τον όρο του «έντιμου» δημοψηφίσματος, προκειμένου να λειτουργήσει θετικά για τη λαϊκή κυριαρχία. 18

υποερωτημάτων. Άλλωστε, δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι το δημοψήφισμα δεν αποτελεί διαδικασία καθορισμού λεπτομερειών, αλλά τρόπος λήψης των βασικών αποφάσεων, που θα καθορίσουν τα πλαίσια δράσης των κρατικών οργάνων, ενώ η αντιμετώπιση και των περισσότερο σύνθετων και περίπλοκων προβλημάτων μπορεί να επιτευχθεί με την επιλογή από τις αντίστοιχες κατηγορίες δημοψηφίσματος. Με την πάροδο του χρόνου, νεότεροι τύποι δημοψηφίσματος που εμφανίζονται στη δημοψηφισματική πρακτική αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα που ανακύπτουν. Ανάλογα με τον αριθμό των ερωτημάτων που περιέχονται σε μια δημοψηφισματική διαδικασία, το δημοψήφισμα διακρίνεται σε απλό, σύνθετο ή πολλαπλό. a) ΑΠΛΟ: Ονομάζεται το δημοψήφισμα στο οποίο περιλαμβάνεται ένα μόνο ερώτημα. Η απλότητα του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος αποτελεί ένα αναμφισβήτητο προσόν εφόσον η προσοχή του εκλογικού σώματος επικεντρώνεται σε ένα ορισμένο ζήτημα, προσφέροντας έτσι μεγαλύτερη δυνατότητα εμβάθυνσης και περαιτέρω κατανόησης του θέματος. Από την άλλη, ως «ατέλεια» του απλού δημοψηφίσματος λογίζεται η έλλειψη δυνατότητας έκφρασης έτερων ή ενδιάμεσων απόψεων, σε συνδυασμό βέβαια με τη μεγάλη χρονική και χρηματική επιβάρυνση λαμβάνοντας υπόψη ότι διενεργείται δημοψήφισμα για ένα μόνο συγκεκριμένο θέμα. b) ΣΥΝΘΕΤΟ: το δημοψήφισμα το οποίο αναφέρεται σε ένα θέμα, αναλύεται όμως σε περισσότερα υποερωτήματα. Περιέχεται ένα σύνθετο ερώτημα και γίνεται με αυτό τον τρόπο δυνατή η διατύπωση περισσότερων υποερωτημάτων, δηλαδή περισσότερων εναλλακτικών εκδοχών για το ίδιο θέμα. Πλεονέκτημα επομένως αυτής της μορφής δημοψηφίσματος αποτελεί η παροχή δυνατότητας για εμβάθυνση και επιλογή ανάμεσα σε περισσότερες εναλλακτικές λύσεις. Το σύνθετο δημοψήφισμα έχει τη μορφή ερωτηματολογίου, ενώ η απάντηση στα βασικά ερωτήματα, που αντιστοιχούν σε βασικές όψεις του ίδιου θέματος, δεν περιορίζεται σε «ναι» ή «όχι». c) ΠΟΛΛΑΠΛΟ: Το δημοψήφισμα στο οποίο περιλαμβάνονται ερωτήματα για θέματα που δεν σχετίζονται μεταξύ τους, αλλά είναι ανεξάρτητα. Ως πλεονέκτημα αυτής της κατηγορίας δημοψηφίσματος πρέπει να θεωρηθεί η εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα απαιτούνταν πολλά ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Από την άλλη, στα μειονεκτήματα συγκαταλέγεται η διάσπαση της προσοχής του εκλογικού σώματος σε πολλά μη αλληλένδετα πεδία, γεγονός που οδηγεί στη μείωση της εμβάθυνσης στα επιμέρους ζητήματα. ii. Το υποκείμενο του ερωτήματος 19

Ένα επίσης αξιοπρόσεχτο στοιχείο είναι και το υποκείμενο που θα επιλέξει το θέμα που πρόκειται να τεθεί σε ψηφοφορία. Κατά κανόνα, αρμόδιο για την επιλογή του ερωτήματος είναι το υποκείμενο στο οποίο ανήκει η τυπική δημοψηφισματική πρωτοβουλία. Υποκείμενο του ερωτήματος είναι δυνατόν να είναι είτε ένας συγκεκριμένος αριθμός πολιτών είτε κρατικά όργανα (πχ Κοινοβούλιο, κυβέρνηση κλπ). Στην περίπτωση μάλιστα που η πρωτοβουλία του δημοψηφίσματος ανήκει αποκλειστικά σε κρατικά όργανα, χωρίς την αντίστοιχη ενεργοποίηση κάποιας ομάδας πολιτών, πρόκειται για ατελές δημοψήφισμα, όπου το ρυθμιστικό πλαίσιο και το θέμα δεν επιλέγονται από το λαό αλλά από τα αρμόδια κρατικά όργανα. Μειονέκτημα της συγκεκριμένης κατηγορίας αποτελεί το γεγονός ότι ο λαός δεν δύναται ο ίδιος να θέσει και να διαμορφώσει το ερώτημα 14. Από την άλλη, η πρώτη κατηγορία διεξαγωγής δημοψηφίσματος αποκλείεται από το ισχύον ελληνικό Σύνταγμα, καθώς δεν καθιερώνεται η δημοψηφισματική πρωτοβουλία των πολιτών. Τέλειο ονομάζεται το δημοψήφισμα αυτό, διότι το ερώτημα επιλέγεται από τους πολίτες που άσκησαν τη δημοψηφισματική πρωτοβουλία, χωρίς να μεσολαβούν κρατικά όργανα. iii. Κίνηση δημοψηφισματικής διαδικασίας Διαδικαστικό επακόλουθο της άσκησης της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας είναι η κίνηση της ανάλογης διαδικασίας για το δημοψήφισμα. Η δημοψηφισματική πρωτοβουλία μπορεί να είναι είτε απλή, είτε σύνθετη. Για απλή διαδικασία γίνεται λόγος όταν το δημοψήφισμα πραγματοποιείται κατόπιν προτάσεως του αρμόδιου οργάνου, του οργάνου δηλαδή του οποίου η δυνατότητα πρότασης για διεξαγωγή του δημοψηφίσματος προβλέπεται από το Σύνταγμα. Από την άλλη, σύνθετη είναι η διαδικασία εφόσον η αίτηση γίνεται από ένα όργανο ( πχ από την κυβέρνηση ή τον πρόεδρο της δημοκρατίας), αλλά η απόφαση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος λαμβάνεται από άλλο (από το Κοινοβούλιο)15. 2. Επεξεργασία και δημόσια συζήτηση Αποτελεί το δεύτερο κύριο στάδιο της δημοψηφισματικής διαδικασίας, και στην ουσία πρόκειται για τον «πυρήνα» της όλης διαδικασίας, εφόσον δίνεται ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο στο δημοψήφισμα 16. Ελλείψει της δημόσιας συζήτησης, το δημοψήφισμα θα μετατρεπόταν σε μια τυπική 14 Schmitt, Volksentscheid und Volksbegehren, 1927, σελ.37 15 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, σελ.842-843 16 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, σελ.843 20

διαδικασία με τη συμμετοχή ανίδεων για το θέμα πολιτών, σε μια «παρωδία». Για αυτό ακριβώς το λόγο, ο κοινός νομοθέτης έχει την υποχρέωση να οργανώσει την προδημοψηφισματική περίοδο και να μεριμνήσει για την απρόσκοπτη, αμερόληπτη και αντικειμενική ενημέρωση των πολιτών. Αυτή επιτυγχάνεται κυρίως χάρη στη δράση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που οφείλουν να σεβαστούν την παραπάνω επιταγή και να ενημερώνουν το εκλογικό σώμα χωρίς διάθεση παραπλάνησης ή αποπροσανατολισμού, μετατρέποντας τη χώρα σε μια «απέραντη Εκκλησία του Δήμου» 17. Βέβαια, έχουν διατυπωθεί ορισμένες επιφυλάξεις και διχογνωμίες για την αποτελεσματικότητα του δημοψηφίσματος που έχει εξελιχθεί σε υποκατάστατο των διενεργούμενων κάποτε λαϊκών συνελεύσεων. Αυτό οφείλεται στην «ιδιώτευση» που υφίσταται ο πολίτης εξαιτίας της ατομικής μυστικής ψηφοφορίας, αλλά και της απουσίας μιας ουσιαστικής συζήτησης που προηγούνταν ακριβώς από τη λήψη των αποφάσεων κατά τις λαϊκές συνελεύσεις. Από την άλλη, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί ότι τα φερόμενα ως μειονεκτήματα μπορούν να θεωρηθούν πλεονεκτήματα, εφόσον με τη μυστική ψηφοφορία ο πολίτης ψηφίζει ανεπηρέαστος μένοντας μακριά από παρορμήσεις και επιδράσεις τρίτων. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε η διεύρυνση της τεχνολογίας και η εξέλιξη των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης συντελούν στην ενίσχυση της δημόσιας συζήτησης κατά την προδημοψηφισματική διαδικασία. 3. Λήψη της απόφασης Η ολοκλήρωση του δημοψηφίσματος επέρχεται κατά το στάδιο λήψης της απόφασης, το οποίο μπορεί να διακριθεί σε δύο επιμέρους φάσεις, δηλαδή την ψήφιση από το εκλογικό σώμα αλλά και τον έλεγχο της απόφασης. Η ψήφιση πραγματοποιείται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά την εκλογική διαδικασία, ενώ η ευθύνη για τον έλεγχο που διενεργείται στη συνέχεια, στην Ελλάδα, ανήκει κατά κανόνα στη δικαστική εξουσία. 17 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, σελ.843 21

Ε ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΔΗ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ Τα είδη του δημοψηφίσματος διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες με βάση ορισμένα κριτήρια. Αναλόγως του αντικειμένου το δημοψήφισμα μπορεί να διακριθεί σε συνταγματικό και νομοθετικό. Το μεν πρώτο αναφέρεται στη θέσπιση ή τροποποίηση του Συντάγματος, το δε δεύτερο στη θέσπιση ή τροποποίηση των νόμων. Επιπροσθέτως, το συνταγματικό δημοψήφισμα διακρίνεται σε καταστατικό ( αφορά τη θέσπιση Συντάγματος εξαρχής και στο σύνολό του) και σε αναθεωρητικό (ασχολείται με την αναθεώρηση μόνο κάποιων διατάξεων του υπάρχοντος Συντάγματος), ενώ ειδική κατηγορία αποτελεί και το πολιτειακό ( προηγείται της ψηφίσεως του Συντάγματος και καθορίζει τη μορφή του πολιτεύματος). Από την άλλη, στο νομοθετικό δημοψήφισμα εντάσσεται το καταργητικό, με το οποίο επιτυγχάνεται η κατάργηση κανόνων δικαίου. Αυτό το είδος νομοθετικού δημοψηφίσματος σε συνδυασμό με τη δημοψηφισματική πρωτοβουλία των πολιτών συντελεί στην παραγωγή του θεσμού της λαϊκής αρνησικυρίας ( veto populaire ). Παράλληλα, το νομοθετικό δημοψήφισμα μπορεί επίσης να διακριθεί σε προγενέστερο ή μεταγενέστερο ενός νόμου. Αναλόγως της νομικής του δύναμης, το δημοψήφισμα διακρίνεται σε αποφασιστικό και σε συμβουλευτικό, το οποίο συχνά απαιτείται από λόγους σκοπιμότητας, χωρίς όμως να σημαίνει ότι υστερεί σε δεσμευτική δύναμη ή επιτρέπει την παράβλεψη της απόφασης που λαμβάνει το εκλογικό σώμα. Κριτήριο διάκρισης του δημοψηφίσματος αποτελεί επίσης και ο βαθμός υποχρεωτικότητας του. Κατά αυτό τον τρόπο διαχωρίζεται σε υποχρεωτικό δημοψήφισμα (referendum obligatoire, rechtsnotwentiges referendum), όταν η διενέργεια του είναι υποχρεωτική, και προαιρετικό (referendum fecultatif, freigestelltes referendum) όταν αντίστοιχα η εφαρμογή του κρίνεται ως προαιρετική. Ανάλογα με τη σύνθεση των ψηφοφόρων που συμμετέχουν στη διαδικασία του θεσμού, το δημοψήφισμα μπορεί να διακριθεί σε εθνικό (μετέχουν όλοι οι ψηφοφόροι και αποφαίνονται για θέματα μεγάλης σπουδαιότητας και εθνικής εμβέλειας), περιφερειακό/τοπικό και επαγγελματικό. Στην περίπτωση του περιφερειακού και επαγγελματικού δημοψηφίσματος απασχολούνται συνήθως μερικότερες ομάδες του πληθυσμού χωρίς βέβαια να θεωρείται δεδομένο ότι θέματα γενικότερης σημασίας δεν τίθενται σε αυτές τις κατηγορίες. 22

Τέλος, με κριτήριο τη δημοψηφισματική πρωτοβουλία, τη δυνατότητα δηλαδή δραστηριοποίησης για την διενέργεια ενός δημοψηφίσματος, το δημοψήφισμα διακρίνεται σε ποικίλες κατηγορίες: το προεδρικό δημοψήφισμα, στο οποίο η σχετική αρμοδιότητα ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. το κυβερνητικό,στο οποίο η δημοψηφισματική πρωτοβουλία ανήκει στην κυβέρνηση ή τη συμπολίτευση και συχνά με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η διόρθωση, η συμπλήρωση ή η μεταβολή της κυβερνητικής πολιτικής κατά τη βουλευτική περίοδο. Αποτελεί επομένως «συνταγματικό μέσο στα χέρια της πλειοψηφίας» 18. Το αντιπολιτευτικό, στο οποίο η κίνηση της διαδικασίας είναι δυνατή από μικρότερο αριθμό βουλευτών, γεγονός που επιτρέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος από την αντιπολίτευση. ( το είδος αυτό του δημοψηφίσματος δεν προβλέπεται στο ισχύον Σύνταγμα. Το δημοψήφισμα με πρωτοβουλία των πολιτών. Με αυτό τον τρόπο ενεργοποιείται στην πράξη ο θεσμός και ταυτόχρονα ουσιαστικοποιείται. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι σε αυτή την κατηγορία δημοψηφίσματος ο λαός δεν είναι μόνο αποδέκτης ενός ερωτήματος, αλλά και αυτός που συμβάλλει στη διαμόρφωση, στην επεξεργασία και στην πρόταση των ζητημάτων, για τα οποία πρόκειται να αποφασίσει στη συνέχεια. Ενώ όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο συνδυασμός της δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας των πολιτών και του καταργητικού δημοψηφίσματος ονομάζεται «λαϊκή αρνησικυρία» ( veto populaire ). Όπως, έγινε λοιπόν φανερό, υπάρχουν πολλά είδη δημοψηφίσματος καθώς αυτά ταξινομούνται με διάφορα κριτήρια, δεν είναι όμως ταυτόχρονα εφαρμόσιμα σε όλο τον κόσμο, καθώς άλλα κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα της κάθε χώρας. Για παράδειγμα, η λαϊκή αρνησικυρία εφαρμόστηκε στο Saint gall της Ελβετίας το 1830 19. 18 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, σελ.846 19 Δημητρόπουλος Α.Γ, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, σελ.847 23