ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ

Σχετικά έγγραφα
Τον Καθηγητή και άσκαλο Κ. Καλαβρό για όσα μου έχει προσφέρει.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Εισαγωγή EΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Η εγγύηση ως προσωπική παρεπόμενη ασφάλεια. I. Έννοια και προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης του εγγυητή

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 6537/2001

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Επί του ανωτέρω ερωτήματος έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Ν.3463/2006 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ...IX ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...XI ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων. Τμήμα 1. Διαφάνεια και ρυθμίσεις. Άρθρο 12

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΥΝΗΘΗ ΛΑΘΗ ΚΑΙ ΑΣΤΟΧΙΕΣ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Αθήνα, 3 Ιουνίου 2008 Αριθ. Πρωτ. : 661. Ε Γ Γ Ρ Α Φ Η Σ Υ Σ Τ Α Σ Η Π Ο Ρ Ι Σ Μ Α (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004)

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Αντί προλόγου.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΕΚΧΩΡΗΤΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΙΤΣΑΡΑΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΟΥ (ΑΜ 2043/2012)

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕφΑθ 885/2009. Πρόεδρος Σ. Βουγιούκαλος, Πρόεδρος Εφετών. Εισηγητής θ. Κανελλόπουλος, Εφέτης

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ* Ελευθέριου Σκαλίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

(2015) 1 PRO JUSTITIA. «Αρχή Υπεύθυνου Δανεισμού» Άννα Οβσεπιάν, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος... VII Συντομογραφίες... IX

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Ενωμένη στην πολυμορφία EL 2009/2170(INI) Σχέδιο έκθεσης Diana Wallis (PE )

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

Αντί προλόγου. Χολαργός, Ιούλιος 2014 Πόπη Χριστακάκου-Φωτιάδη

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Ρύθμιση

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

ΠΡΟΣ. Το Δ.Σ. του Συνεταιρισμού Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία

Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΙΣΧΥΟΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ/ΚΦΔ (ν. 4174/2013, όπως ισχύει μετά τον ν. 4223/2013 ΦΕΚ 287Α )

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΦΗΡΗΜΕΝΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ της ΕΛΕΝΗΣ ΓΡ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ Επιβλέπων: Απόστολος Χελιδόνης Επίκουρος Καθηγητής Νομικής Σχολής Θράκης Κομοτηνή, Ιούνιος 2014

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος.... σελ. 2 Μέρος πρώτο: Εννοιολογικά χαρακτηριστικά και διάκριση από αιτιώδη αναγνώριση χρέους... σελ. 5-24 Κεφάλαιο πρώτο: Η αιτία στο αστικό δίκαιο... σελ. 5 Κεφάλαιο δεύτερο: Εννοιολογικά στοιχεία της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους (αντικείμενο τύπος)... σελ. 9 Κεφάλαιο τρίτο: Αιτιώδης αναγνώριση χρέους διάκριση των δύο θεσμών σελ. 19 Μέρος δεύτερο: Περιεχόμενο και αποτελέσματα της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους.. σελ. 24-34 Κεφάλαιο πρώτο: Ο ερμηνευτικό κανόνας του εδαφίου β του άρθρου 873 ΑΚ σελ. 24 Κεφάλαιο δεύτερο: Αποτελέσματα της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους σελ. 26 Κεφάλαιο τρίτο: Η βασική αιτία.. σελ. 30 Μέρος τρίτο: Ειδικότερα ζητήματα. σελ. 35-48 Κεφάλαιο πρώτο: Μετατροπή άκυρης συναλλαγματικής σε αφηρημένη αναγνώριση χρέους.... σελ. 35 Κεφάλαιο δεύτερο: Δικονομικά ζητήματα.. σελ. 38 Κεφάλαιο τρίτο: Νομολογιακή εφαρμογή... σελ. 42 Επίλογος.. σελ. 49 Βιβλιογραφία.... σελ. 51

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 2 Πρόλογος Η σύμβαση αποτελεί το κύριο μέσο ικανοποίησης των αναγκών των μελών ορισμένης κοινωνίας μέσω της λειτουργίας της αγοράς. Νοείται, όμως, σύμβαση η οποία να στηρίζει τη δεσμευτικότητά της αποκλειστικά και μόνο στο αφηρημένο μοντέλο της υπόσχεσης χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση; Χωρίς καμία αναφορά στο τι «γέννησε» την υποχρέωση αυτή; Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), η οποία παρέχει ελευθερία συνάψεως ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικές γι τους συμβαλλομένους, αρκεί να μην προσκρούει το περιεχόμενό τους σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη 1 θα έδινε μια γρήγορη καταφατική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Πράγματι, το αν η ενοχή την οποία παράγει μια σύμβαση θα είναι αιτιώδης ή αναιτιώδης ανήκει στην ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων, η οποία και «αποτυπώνεται» στο περιεχόμενο της σύμβασης. Η αναιτιώδης σύμβαση είναι ήδη γνωστή στο ρωμαϊκό δίκαιο με τη μορφή της stipulatio 2, όσο και στο αρχαίο ελληνικό δίκαιο. Στο τελευταίο ειδικότερα, την εμφάνισή της ευνόησε ο «δεσπόζων τύπος της εγγράφου καταρτίσεως των συμβάσεων». Ο τύπος αυτός επέτρεψε την αφαίρεση της αιτίας κατά την έγγραφη διατύπωση της σύμβασης και έτσι καθιερώθηκε και λειτούργησε η αναιτιώδης σύμβαση δια του θεσμού της «συγγραφής» 3. Στο βυζαντινορωμαικό δίκαιο, τώρα, η επίδραση του χριστιανικού πνεύματος, μέσω ης επιείκειας και της καλής πίστης συνετέλεσαν στην απάλειψη κατ ουσίαν του επιβλαβούς για τον οφειλέτη αναιτιώδους χαρακτήρα της stipulatio. Επρόκειτο για τη μετεξέλιξη ή έστω αντίστοιχο θεσμό με αυτό της «συγγραφής». Λειτούργησε η stipulatio ως αναιτιώδης σύμβαση μέχρι την καθιέρωση του ιουστινιάνειου δικαίου, οπότε και λόγω καταχρήσεων στα δάνεια, επιβλήθηκε οριστικά στον ενάγοντα εκ της stipulation να μνημονεύει και να αποδεικνύει την αιτία. Η έγγραφη αναιτιώδης ομολογία επέζησε για να διαδοθεί στη Δύση με τη μορφή των πιστωτικών τίτλων που κατέστησαν πολύτιμα εργαλεία της εμπορικής συναλλαγής. Περί τον 19 ο αιώνα εμφανίστηκε στον νομικό κόσμο ένα πολύ βασικό ζήτημα το οποίο είναι γνωστό ως «το πρόβλημα των αφηρημένων δικαιοπραξιών». Ο γαλλικός Αστικός Κώδικας, αλλά και το αυστριακό 1 Βλ. ΑΠ 1279/2012, ΝΟΜΟΣ. 2 Συμβατικό μόρφωμα που αφορούσε μόνο τους ρωμαίους πολίτες, για τους οποίους η επίδειξη συνέπειας στην εκπλήρωση της υπόσχεσης σχετιζόταν με την αυστηρή αντίληψη τιμής των Ρωμαίων. 3 Έγγραφη σύμβαση, στην οποία κατά κανόνα δεν αναφερόταν ή ήταν νομικά αδιάφορη η αιτία του χρέους από τα συμβαλλόμενα μέρη, καταρτιζόταν μ ε την παρουσία μαρτύρων και μετά την πάροδο της προθεσμίας, εντός της οποίας ο υπόχρεος όφειλε να εκπληρώσει την παροχή του, ήταν άμεσα εκτελεστή, βλ. Φίλιο, Η αιτία στις ενοχικές συμβάσεις, σελ. 11 και 16.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 3 και το ιταλικό δίκαιο αγνοούν την αφηρημένη αναγνώριση χρέους 4. Ο γερμανικός Αστικό Κώδικας είναι αυτός που αναγνώρισε καταρχήν τον αφηρημένο χαρακτήρα των εμπραγμάτων συμβάσεων 5, ενώ αναγνωρίζει ως αιτιώδεις όλες τις υποσχετικές συμβάσεις. Οι γερμανοί επηρεάστηκαν από το ρωμαϊκό δίκαιο, το οποίο αναγνώριζε την έννοια της stipulatio, στην οποία διακρίνονται στοιχεία υπόσχεσης και εμπράγματης διάθεσης ταυτόχρονα. Δεν επιχειρήθηκε ποτέ, όμως, από αυτούς ο διαχωρισμός της υποσχετικής ενοχικής σύμβασης που προετοιμάζει τη μεταβίβαση και της διαθετικής που ολοκληρώνει την υποσχετική 6. Το χωρισμό αυτό επιχείρησε το πρώτον ο γερμανός νομομαθής Karl. V. Savigny και πάνω σε αυτόν δημιούργησε την έννοια της αφηρημένης εμπράγματης σύμβασης. Σκοπός του ήταν η προώθηση της συμβατικής ελευθερίας των συναλλαγών, με το κύρος της εμπράγματης μεταβίβασης να είναι καταρχήν ανεξάρτητο από την υποσχετική. Το ελληνικό δίκαιο ταυτίστηκε πλήρως με τον γερμανικό Αστικό Κώδικα αναφορικά με τις υποσχετικές συμβάσεις, ενώ δεν αναγνώρισε το αφηρημένο σε όλες τις εμπράγματες συμβάσεις 7. Ποιος ο λόγος, όμως, της εισαγωγής ενός μοντέλου αφηρημένων συμβάσεων; Πρακτικοί λόγοι, όπως η διευκόλυνση των συναλλαγών, θα έλεγε κανείς. Εφόσον τα μέρη επιθυμούν η αιτία να μην επηρεάζει το κύρος της σύμβασης, αυτό αρκεί για να μην αναδειχθεί η αιτία σε στοιχείο του κύρους της υπόσχεσης. Η απουσία, δε, της αιτίας διορθώνεται με την έγερση της ένστασης του αδικαιολόγητου πλουτισμού από τα μέρη (ΑΚ 904 επ.). Η αφηρημένη, λοιπόν, σύμβαση εξυπηρετεί την ανάγκη για ταχύτητα των συναλλαγών, η οποία είναι όλο και πιο επιτακτική. Με τις διατάξεις των άρθρων 873-875 ο Αστικός Κώδικας αναγνωρίζει την ισχύ των συμβάσεων με τις οποίες αναγνωρίζεται ορισμένο χρέος ανεξάρτητα από την αιτία του. Πρόκειται για το τυπικότερο παράδειγμα αναιτιώδους δικαιοπραξίας που ρυθμίζεται από τον Αστικό Κώδικα διότι, σε αντίθεση με άλλες αναιτιώδεις συμβάσεις, όπου ο αφηρημένος χαρακτήρας αποτελεί πόρισμα ερμηνείας (έκταξη, εκχώρηση, αναδοχή χρέους κ.λ.π), στην προκειμένη περίπτωση δηλώνεται ρητώς από τον ίδιο το νομοθέτη στη διάταξη του άρθρου 873 Α.Κ 8. Σκοπός της εισαγωγής στον Αστικό Κώδικα της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους είναι η ταχύτητα και η 4 Για το ιταλικό δίκαιο ουσιαστικά οι αφηρημένες συμβάσεις συνιστούν μια ιδιαιτερότητα της γερμανικής νομικής σκέψης. 5 Με την έννοια πως το κύρος τους καταρχήν δεν επηρεάζεται από την ύπαρξη της αιτίας τους. 6 Με τον τρόπο αυτό, η πρώτη γίνεται αιτία της δεύτερης. 7 Χαρακτηριστική η διάταξη της ΑΚ 1033 σε αντιδιαστολή με την ΑΚ 1034. 8 Βρεττού Χ. σε Καράκωστα - Βαρελά, Αστικός Κώδικας ερμηνεία σχόλια νομολογία, ειδικό ενοχικό, τόμος 6, Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 644.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 4 ασφάλεια της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης του δανειστή, καθώς δεν είναι ανάγκη να εκθέσει στην αγωγή του ούτε να αποδείξει την αιτία της οφειλής 9. Πριν τη θεσμοθέτηση των αφηρημένων συμβάσεων η κρατούσα γνώμη αναγνώριζε μεν ισχυρή την αναιτιώδη σύμβαση και συνεπώς θεωρούσε βάσιμη τη στηριζόμενη σε αυτήν αγωγή, αν όμως ο εναγόμενος αμφισβητούσε την ύπαρξη ή το κύρος της αιτίας τότε επέβαλλε την απόδειξή της στον ενάγοντα 10. Έτσι, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα ανωτέρω και με πρότυπο τον γερμανικό Αστικό Κώδικα, ο εισηγητής του ελληνικού Αστικού Κώδικα Κ. Τριανταφυλλόπουλος, συνέταξε τις διατάξεις των άρθρων 509 και 510 του προσχεδίου του Αστικού Κώδικα, στις οποίες αναγνωριζόταν το κύρος της αφηρημένης σύμβασης. Οι διατάξεις αυτές διατηρήθηκαν και στο σχέδιο της συντακτικής επιτροπής με κάποιες τροποποιήσεις και τελικά περιλήφθηκαν στον ισχύοντα Αστικό Κώδικα στα άρθρα 873, 874, 875, όπως αυτά ισχύουν σήμερα. Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθεί και η σημασία της διάκρισης στην οποία προβαίνει ο νομοθέτης μεταξύ αφηρημένης υπόσχεσης χρέους και αφηρημένης αναγνώρισης χρέους. Στη θεωρία κρατούσα είναι η άποψη ότι η διάκριση στερείται ουσιαστικής σημασίας και ότι η εν λόγω διάκριση γίνεται για να περιληφθούν στη ρύθμιση όλες οι συναλλακτικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η ενοχή 11. Ωστόσο, έχει διατυπωθεί και αντίθετη άποψη κατά την οποία η διάκριση έχει ουσιαστική σημασία βασιζόμενη κατ' αρχήν στον ισχυρισμό ότι η αφηρημένη υπόσχεση δημιουργεί η ίδια το χρέος, ενώ η αφηρημένη αναγνώριση αφορά σε προϋφιστάμενο χρέος 12. Ανάλυση των παραπάνω αντίθετων απόψεων θα ακολουθήσει στη συνέχεια. Η παρούσα εισήγηση πραγματεύεται το ζήτημα της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους. Ξεκινώντας από την έννοιά της, αναλύει τα βασικά της στοιχεία, συνεχίζοντας με τα αποτελέσματά της και τα ειδικότερα ζητήματα που προκύπτουν από αυτήν. Πρόκειται για έναν όρο που τον συναντάει κανείς πολύ συχνά στην 9 Λιβάνης Ν. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1984, σελ. 6. 10 Κασιμάτης Π. Η αφηρημένη υπόσχεση και αναγνώριση χρέους κατά την ΑΚ 873, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα 2009, σελ.7 11 βλ. Κ. Φουντεδάκη, Παρατηρήσεις υπό την ΕΘ 4096/1995 ΕπισκΕΔ Β(1996) 890. Την άποψη ότι το δισυπόστατο της αφηρημένης σύμβασης στο άρθρο 873 Α.Κ στερείται ουσιαστικής σημασίας ακολουθούν και οι: Λιακόπουλος, με την επισήμανση ότι η ενιαία ρύθμιση από τον Α.Κ της αφηρημένης αναγνώρισης και της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους καθώς και η εννοιολογική τους ενότητα αφαιρούν κάθε ουσιαστική σημασία από την διάκριση, ο Π. Φίλιος με τη διαπίστωση ότι αποτελεί απλώς φραστική διατύπωση, ο Απ. Γεωργιάδης και οι Καράκωστας/Βρεττού αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι κοινό γνώρισμα και των δύο συμβάσεων είναι ότι προϋποθέτουν την ύπαρξη προγενέστερης ενοχικής σχέσης από την οποία πηγάζει το χρέος. 12 Την αντίθετη άποψη υποστηρίζουν οι :Χ. Φίλιος, Η αιτία στις ενοχικές συμβάσεις, σελ.281 επ., Κασιμάτης ό.π., σελ. 36-40.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 5 καθημερινή πρακτική, πολλές φορές χωρίς τούτο να είναι εμφανές. Η χρησιμότητά της μεγάλη, γι αυτό και θα πρέπει να γνωρίζει κανείς τα στοιχεία της, προκειμένου να την αναγνωρίζει και να την εφαρμόζει. Δεν θα μπορούσε να λείπει από το παρόν έργο μια ανάλυση της έννοιας της αιτίας, η οποία, πέραν της πολύ μεγάλης της σημασίας στο Αστικό Δίκαιο εν γένει, είναι αυτή που στηρίζει τη ίδια την αφηρημένη αναγνώριση χρέους και την διαχωρίζει από άλλες συναφείς έννοιες. Μέρος Πρώτο Εννοιολογικά χαρακτηριστικά και διάκριση από την αιτιώδη αναγνώριση χρέους Κεφάλαιο Πρώτο Η αιτία στο δίκαιο Όποιος αναλαμβάνει έναντι κάποιου άλλου την υποχρέωση ορισμένης παροχής, πράττει τούτο κατά κανόνα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συναλλαγής, από την οποία προκύπτει, εκτός από τη συγκεκριμένη υποχρέωση, η αιτία ή ο σκοπός της υποχρέωσης αυτής 13. Είναι όμως δυνατό και εμφανίζεται συχνά στη συναλλακτική πρακτική, η ανάληψη της υποχρέωσης έναντι κάποιου άλλου να γίνει με μια αυτοτελή υπόσχεση του οφειλέτη, την οποία αποδέχεται ο δανειστής, χωρίς περαιτέρω αναφορά σε κάποιον σκοπό. Η υπόσχεση της παροχής είναι εδώ που υποχρεώνει τον υποσχεθέντα από μόνη της, παραμένει απομονωμένη. Εύλογα αναρωτιέται κανείς τι νόημα μπορεί να έχει μια τέτοια υποχρέωση παροχής ανεξάρτητη και αφηρημένη, αφού κανείς δεν αναλαμβάνει έναντι άλλου υποχρεώσεις χωρίς κάποιο σκοπό ή αιτία. Πριν από αυτό, όμως, γεννάται ένα άλλο ακόμα πιο βασικό ερώτημα: έχουν όλες οι δικαιοπραξίες ορισμένη αιτία; Ποια είναι αυτή και ποια η σημασία της; 13 Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος 2, Σάκκουλας 2007, σελ.571.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 6 Πρώτο και κύριο συστατικό της συμβατικής ενοχής είναι η ύπαρξη προσώπων και η βούληση νομικής τους δέσμευσης. Η τελολογία της δήλωσης βούλησης, ήτοι η κατεύθυνσή της στη γένεση έννομων συνεπειών, είτε μέσω μιας υποσχετικής είτε μέσω μια εκποιητικής δικαιοπραξίας, θεμελιώνεται στην ανάγκη παραγωγής κοινωνικώς ωφέλιμων και δίκαιων αποτελεσμάτων 14. Η βούληση είναι προϊόν σκέψεων, επιθυμιών, κινήτρων, ελατηρίων. Προκειμένου να διαμορφωθεί και να πάρει την τελική της μορφή, ο συμβαλλόμενος διέρχεται από νοητικά στάδια και εσωτερικές διεργασίες. Όλα αυτά τα «επειδή», που αποτελούν το λογικώς προηγούμενο της δήλωσης βουλήσεως και με άλλα λόγια την «αιτιότητα», μπορεί να συνδέονται άμεσα με τον σκοπό, τον στόχο, τον προορισμό της δήλωσης βούλησης. Μόνο εάν το «επειδή» μετουσιωθεί σε δήλωση βούλησης νομικά αξιόλογη, ήτοι όταν καταρτισθεί σύμβαση, υπάρχει σκοπός. Η υπόσχεση αναλαμβάνεται πάντα για κάποιο σκοπό. Καμία δήλωση βούλησης, είτε στοχεύει σε δημιουργία υποσχετικής, είτε σε δημιουργία εκποιητικής δικαιοπραξίας δεν είναι αυτάρκης. Το στοιχείο που τη δικαιολογεί και τη θεμελιώνει νομικά είναι ο σκοπός. Ακόμα και όταν μια δικαιοπραξία ιδρύει ενοχή χωρίς μνεία της αιτίας, η διατήρηση της ενοχής αυτής δεν είναι αποσυνδεδεμένη από την ύπαρξη της αιτίας της 15. Η επίδοση 16 ως πράξη προερχόμενη από εύλογα όντα, επιχειρείται πάντοτε για κάποια αιτία. Επίδοση χωρίς σκοπό είναι αδιανόητη. Άστοχα 17 ταυτίζεται ορισμένες φορές ο σκοπός της ενοχής με την αύξηση της περιουσίας 18. Η τελευταία αποτελεί στοιχείο της υπόστασης κάθε επιδοτικής δικαιοπραξίας και όχι σκοπό της, ήτοι αυτοσκοπό. Ο σκοπός της επίδοσης είναι ένα στοιχείο πέρα και έξω από την πράξη επίδοσης και αυτό στο οποίο πρέπει να συμφωνήσουν οι συμβαλλόμενοι. Η ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους του επιδίδοντος αποτελεί τον άμεσο σκοπό της επιδόσεως. Τελολογικά επίδοση και άμεσος σκοπός ταυτίζονται 19. Σε μία περαιτέρω σύγκριση, ο σκοπός της ενοχής είναι ένα βασικό στοιχείο της βούλησης του προσώπου που προβαίνει στη δήλωση 20. Με την επίδοση, όμως, επιδιώκεται και ένας άλλος έμμεσος σκοπός, που συνίσταται στη 14 Χρ. Φίλιος, Η αιτία στις ενοχικές συμβάσεις, Σάκκουλας 2007, σελ. 101. 15 Χρ. Φίλιος, ό.π., σελ. 115, υποσημ. 66. 16 Ως επίδοση νοείται όχι μόνο η εκπλήρωση της παροχής, αλλά και η κατάρτιση της υποσχετικής συμβάσεως, καθώς και αυτή δημιουργεί υποχρέωση προς καταβολή της παροχής, βλ. Απ. Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 272. 17 Κατά τον Χρ. Φίλιο, ό.π., σελ. 116 και κατά την συγγραφέα της παρούσης. 18 Την άποψη αυτή υποστηρίζει ο Απ. Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 272. 19 Ευρυγένη, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, εισαγ. Άρθρων 873 875, αριθ. 3, βλ. επίσης και αντίθετη άποψη Χρ. Φίλιου, ό.π., σελ. 118 και 119. 20 Από τη σκοπιά του οφειλέτη, ο σκοπός της υπόσχεσης είναι ο κατευθυντήριος παράγοντας της βούλησής του.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 7 δημιουργία άλλου εννόμου αποτελέσματος, χάριν του οποίου επιχειρείται η επίδοση. Ο επιδίδων προβαίνει στη μεταβίβαση, προκειμένου να εκπληρώσει υποχρέωσή του που απορρέει από σύμβαση που έχει συνάψει με τον αντισυμβαλλόμενο. Ο έμμεσος αυτός σκοπός τεχνικώς καλείται αιτία (γνωστή και με τον λατινικό της ορισμό causa) 21. Πέραν, όμως, από τους άμεσο και έμμεσο σκοπό, συναντάει κανείς στις συμβάσεις και τους λεγόμενους «απώτερους σκοπούς», που ωθούν τους συναλλασσομένους στην κατάρτισή τους. Τεχνικώς αποτελούν τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως των συναλλασσομένων και λαμβάνονται υπόψη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά την ερμηνεία των συμβάσεων (όπως κατ άρθρο ΑΚ 1784 22 και ΑΚ 143 23 ). Ήδη από το ρωμαϊκό η αιτία, ήτοι ο έμμεσος σκοπός της επιδόσεως, έχει διακριθεί σε τρεις κύριες τυπικές κατηγορίες. Ειδικότερα, η αιτία μπορεί να είναι: α. λόγω αποκτήσεως απαιτήσεως (causa credendi) 24, β. λόγω εκπληρώσεως υπάρχουσας υποχρεώσεως (causa solvendi) 25 ή γ. λόγω δωρεάς (causa donandi) ή γενικότερα λόγω ελευθεριότητας. Στην τελευταία κατηγορία η επίδοση γίνεται για να καταστεί ο ένας από τους συμβαλλομένους πλουσιότερος, χωρίς να υποχρεούται σε καταβολή ανταλλάγματος στον άλλο συμβαλλόμενο. Πέραν αυτών των κύριων κατηγοριών αιτιών μπορούν να υπάρξουν και άλλες, όπως για παράδειγμα η αιτία ανανεώσεως (causa novandi) ή η αιτία πληρώσεως αιρέσεως (causa condictionis implendae) 26. Η σχέση μεταξύ αιτίας και επιδόσεως είναι σχέση σκοπού προς μέσο. Με την επίδοση πραγματώνεται ο επιδιωκόμενος από τα μέρη σκοπός. Η σχέση αυτή είναι που διακρίνει τις δικαιοπραξίες σε αιτιώδεις ή αναιτιώδεις. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι καμία δικαιοπραξία δεν στερείται αιτίας. Αυτό που χαρακτηρίζει μια δικαιοπραξία αιτιώδη ή αναιτιώδη είναι το πόσο στενή είναι η σχέση μεταξύ της αιτίας και της επιδόσεως και όχι η ύπαρξη αυτής καθαυτής της αιτίας. Σε μια αιτιώδη 21 Έχει υποστηριχθεί από κάποιους θεωρητικούς (όπως Σούρλας, Ερμηνεία Αστικού Κώδικα, εισαγ. Άρθρων 361 373, αριθ. 25, Τριανταφυλλόπουλος, Σχέδιο Ενοχικού εις Σχέδιο ΑΚ, τόμος 2, 1935, σελ. 52)πως αιτία (causa) είναι ο άμεσος σκοπός. Ουσιαστικά πρόκειται για μια διαφορετική θεώρηση του ίδιου ζητήματος. Από τη σκοπιά των συναλλασσομένων αιτία είναι ο άμεσος σκοπός, που επιδιώκεται από τον επιδίδοντα μέσω της επιδόσεως. Από τη σκοπιά της επιδόσεως, όμως, η αιτία αποτελεί τον άμεσο σκοπό της. 22 «Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν υπήρξε αποτέλεσμα πλάνης από αίτια που μνημονεύονται στη διαθήκη και ανάγονται στο παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, χωρίς τα οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη.». 23 «Εφ όσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, πλάνη που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης.». 24 Στην περίπτωση αυτή εμπίπτει η υποσχετική δικαιοπραξία της πωλήσεως (ΑΚ 513), ήτοι ο πωλητής υπόσχεται να πωλήσει το πράγμα στον αγοραστή. 25 Στην περίπτωση αυτή εμπίπτει η εκποιητική δικαιοπραξία της πώλησης (ΑΚ 513), ήτοι η μεταβίβαση του πράγματος από τον πωλητή στον αγοραστή. 26 Απ. Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 273.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 8 δικαιοπραξία η αιτία αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της, ενώ σε μια αναιτιώδη κείται εκτός αυτού 27. Αιτιώδη χαρακτηρίζουμε μια δικαιοπραξία όταν η σχέση αιτίας και επιδόσεως είναι τόσο στενή, ώστε η ισχύς και η ενέργειά της να εξαρτάται από την ισχύ της δικαιοπραξίας. Εδώ απαιτείται συμφωνία των μερών και για την αιτία. Από την άλλη, μια δικαιοπραξία είναι αναιτιώδης όταν η αιτία συνδέεται τόσο χαλαρά με την επίδοση, ώστε η ισχύς και η ενέργειά της να μην επηρεάζουν την ισχύ και την ενέργεια της δικαιοπραξίας. Η διάσπαση, όμως, αυτή της αιτίας από την δικαιοπραξία δεν είναι απόλυτη. Χαρακτηριστικό είναι πως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αιτία δεν υπάρχει πια ή είναι παράνομη, αλλά η επίδοση είναι έγκυρη, το δοθέν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.). Η συμφωνία των αντισυμβαλλομένων για το σκοπό της σύμβασης 28 δεν στηρίζεται σε έναν κοινό νομικό σκοπό, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για τη σύγκλιση οικονομικών, ιδιωφελών και αντιτιθέμενων σκοπών, οι οποίοι αποκτούν νομική υπόσταση μέσα από τη συμφωνία των μερών για το περιεχόμενό τους 29. Ακόμα και στις μη ανταλλακτικές δικαιοπραξίες, όπως η δωρεά του άρθρου 496 ΑΚ, όπου δεν υφίσταται άλλος σκοπός από αυτόν που επιδιώκει ο δωρητής και ο σκοπός της ενοχής μετουσιώνεται σε αιτία της σύμβασης, ο σκοπός της ενοχής παραμένει πάντα ιδιωφελής. Και ενώ μια πρώτη προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 361 ΑΚ φαίνεται να αρκεί η σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλομένων χωρίς περαιτέρω μνεία της αιτίας της ενοχής, η συμφωνία των μερών για το σκοπό της σύμβασης είναι αναγκαία. Σύμφωνα με το άρθρο 195 ΑΚ δε, «Σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση δεν είναι καταρτισμένη, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της.». Ποια, όμως, είναι αυτά τα σημεία; Είναι σε αυτά ο σκοπός της σύμβασης; Μπορεί, εν τέλει, να υπάρξει έγκυρη ενοχική σύμβαση χωρίς συμφωνία για το σκοπό; Χωρίς συμφωνία στο σκοπό της ενοχής δεν μπορεί να ιδρυθεί έγκυρη συμβατική ενοχή. Πρέπει οι συμβαλλόμενοι να συμφωνήσουν και ως προς το στοιχείο του σκοπού, διαφορετικά υπάρχει ασυμφωνία σε βασικό στοιχείο της σύβασης και η τελευταία δεν θεωρείται καταρτισμένη σύμφωνα με το άρθρο 195 ΑΚ. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό μέσα από ένα παράδειγμα. Σε μία πώληση, εάν ο πωλητής αναλάβει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει 27 Απ. Γεωργιάδης, ό.π., σελ. 274. 28 Βλ. Χρ. Φίλιο, ό.π., σελ. 169 για τη θεωρία του «ενιαίου» συμβατικού σκοπού. 29 Χρ. Φίλιος, ό.π., σελ. 172.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 9 τη νομή του πράγματος με σκοπό ο αγοραστής να αναλάβει την υποχρέωση για την καταβολή του ανταλλάγματος, ήτοι του τιμήματος και ο τελευταίος παραλάβει το πράγμα δηλώνοντας πως το αποδέχεται επειδή αυτό προσφέρεται δωρεάν λόγω εορτών, είναι προφανές πως δεν έχει καταρτιστεί σύμβαση πώλησης. Και αυτό γιατί τα μέρη δεν συμφωνούν ως προς τον ανταλλακτικό ή μη σκοπό της υπό κατάρτιση σύμβασης. Από όλα τα παραπάνω, λοιπόν, συνάγεται πως, προκειμένου να υπάρξει έγκυρη σύμβαση θα πρέπει να υπάρχει η βούληση των μερών για τη σύναψή της και η συμφωνία τους ως προς το αντικείμενο και την αιτία αυτής. Ο νομοθέτης, όμως, του ΑΚ αναγνώρισε και τη δυνατότητα να ιδρύσουν τα μέρη ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία της. Και αυτή είναι η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους του άρθρου 873 ΑΚ. Δεν απαιτείται, δηλαδή, για την ύπαρξή της συμφωνία των μερών για τον σκοπό της, ούτε η επίτευξη του τελευταίου. Πρόκειται για μια εξαίρεση από τον κανόνα των αιτιωδών ενοχικών συμβάσεων και ανάλυσή της ακολουθεί στα επόμενα κεφάλαια. Κεφάλαιο δεύτερο Βασικά εννοιολογικά στοιχεία της αφηρημένης αναγνώρισης χρέους (αντικείμενο τύπος) Η αφηρημένη αναγνώριση χρέους ρυθμίζεται στα άρθρα 873-875 του Αστικού Κώδικα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 873 ΑΚ «Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό.». Πρόκειται για μια ετεροβαρή σύμβαση με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στο δανειστή παροχή ανεξάρτητη από την αιτία της, ή αναγνωρίζει ως υφιστάμενο ορισμένο χρέος 30. Η διαζευτική αναφορά στο Νόμο της αφηρημένης υπόσχεσης και αναγνώρισης χρέους δεν αντιστοιχεί σε κάποια εννοιολογική διαφορά, αλλά αποτελεί παράθεση από τον 30 Δανηλάτου σε Καράκωστα, Αγωγές και αιτήσεις Αστικού Κώδικα & άμυνα εναγομένου, Νομική Βιβλιοθήκη 2007, σελ. 162 και ΕφΛαρ 191/2006, ΑρχΝ 2007, 185.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 10 νομοθέτη των δύο βασικότερων μορφών που προσλαμβάνει στην πράξη η διαμόρφωση από τα μέρη αφηρημένης ενοχής με αντικείμενο προϋφιστάμενη ενοχή 31. Η διάκριση δεν έχει ουσιαστική σημασία και η αναφορά γίνεται για να περιληφθούν στη ρύθμιση όλες οι συναλλακτικές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η ενοχή. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την ενιαία ρύθμισή τους από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ. Έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία, οι δύο μορφές της αφηρημένης σύμβασης του άρθρου 873 ΑΚ διαφέρουν κατά τη μορφή της δήλωσης του υποχρέου και ότι η αφηρημένη υπόσχεση δημιουργεί η ίδια το χρέος, ενώ η αναγνώριση αφορά προϋφιστάμενο χρέος 32. Ορθότερο, όμως, είναι να δεχθούμε πως η διάκριση αυτή στερείται ουσιαστικής σημασίας, καθώς και οι δύο μορφές αφηρημένης σύμβασης προϋποθέτουν την ύπαρξη χρέους, καθόσον και η αφηρημένη υπόσχεση αφορά χρέος που λογικά τουλάχιστον προϋπάρχει αυτής. Προς τούτο, δε, συνηγορεί και η διάταξη του άρθρου 874 ΑΚ, με την οποία δίνεται η δυνατότητα να συναφθεί τόσο υπόσχεση όσο και αναγνώριση χρέους που να αφορά σε υπόλοιπο κλεισθέντος λογαριασμού, ήτοι σε χρέος χρονικά προϋπάρχον των συμβάσεων αυτών. Ο αναιτιώδης χαρακτήρας της σύμβασης δηλώνεται ρητά από τον ίδιο τον νομοθέτη και δεν αποτελεί πόρισμα της ερμηνείας, όπως στην περίπτωση άλλων αναιτιωδών συμβάσεων, όπως η έκταξη (ΑΚ 876 επ.), η εκχώρηση (ΑΚ 455 επ.) ή η αναδοχή χρέους (ΑΚ 471 επ.). Κάνουμε λόγο για το τυπικότερο παράδειγμα αναιτιώδους δικαιοπραξίας που ρυθμίζεται στον Αστικό μας Κώδικα. Έχει υποστηριχθεί, όμως, και η άποψη 33 πως η αφηρημένη αναγνώριση χρέους, παρά τη θέση που κατέχει στον Αστικό Κώδικα, δεν παρίσταται ως ιδιαίτερος τύπος ενοχικής συμβάσεως. Η ρύθμιση της αναιτιώδους αναγνώρισης χρέους, κατά την άποψη αυτή, δεν περιέχει ορισμό μιας συμβάσεως, η οποία εμφανίζεται στη συναλλακτική ζωή με τυπικώς επαναλαμβανόμενα χαρακτηριστικά. Απλώς διαδηλώνει τη θέση του δικαίου απέναντι στην αναιτιώδη αναγνώριση χρέους, ήτοι την κατ αρχήν αποδοχή της ως σύμβαση που διαμορφώνει κατά ορισμένο τρόπο την ενοχή και, πιο πέρα, τους όρους αποδοχής της. Έτσι, η ρύθμιση της ΑΚ 873 δεν περιέχει ορισμό, στον οποίο θα μπορούσε να υπαχθεί συγκεκριμένο περιστατικό που προβάλλεται ως αναιτιώδης 31 Βρεττός σε Καράκωστα Αστικός Κώδικας ερμηνεία σχόλια νομολογία, Τόμος Έκτος, άρθρο 873, Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 644. 32 Κασιμάτης, Η αφηρημένη υπόσχεση και η αφηρημένη αναγνώριση χρέους κατά την ΑΚ 873, Σάκκουλας 2009, σελ. 37. 33 Παμπούκης, αιτιώδης αναγνώριση χρέους, ΕπισκΕΔ Γ/2004, σελ. 544.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 11 αναγνώριση χρέους. Το αν, λοιπόν, μια σύμβαση είναι αναιτιώδης αναγνώριση χρέους δεν είναι ζήτημα υπαγωγής, αλλά ερμηνείας της σύμβασης. Αρχικά πρέπει να διαπιστώσει κανείς αν οι δηλώσεις βουλήσεως, σε κάθε περίπτωση, εμφανίζουν συμβατικό χαρακτήρα ή όχι και έπειτα (και εφόσον υπάρχει ο συμβατικός χαρακτήρας), εάν η βούληση των μερών κατευθύνεται σε ενοχή ανεξάρτητη από την αιτία ή σε επιβεβαίωση ή προσδιορισμό του περιεχομένου της ενοχής 34. Αποβλέπει κυρίως στη διευκόλυνση για το δανειστή της επιδιώξεως των δικαιωμάτων του, στην αποσαφήνιση αμφιβόλων απαιτήσεων και στην ασφάλεια των συναλλαγών. Πρέπει, όμως, να επισημανθεί πως ο εξοβελισμός της αιτίας έχει σαν απώτατο όριο τις διατάξεις των άρθρων 174 και 178 ΑΚ. Έτσι, η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους εγγενείς περιορισμούς που απαγορεύουν και καθιστούν άκυρη μια δικαιοπραξία ανήθικου αποτελέσματος, καθώς και κάθε δικαιοπραξία, που σκοπός της είναι ο καταναγκασμός προς πράξη ή παράλειψη επί θέματος, στο οποίο η κατά τις κρατούσες αντιλήψεις βούληση πρέπει να είναι ελεύθερη 35. Επομένως, είναι άκυρη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους που στηρίζεται σε αιτία παράνομη ή ανήθικη και δεν απαιτείται η προσφυγή στον αδικαιολόγητο πλουτισμό προκειμένου αυτός που υπόσχεται ή αναγνωρίζει να ελευθερωθεί από το χρέος. Ο ως άνω εξοβελισμός της αιτίας από την αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους συνδυάστηκε από τον νομοθέτη με την τήρηση του έγγραφου τύπου. Το στοιχείο αυτό προσδίδει σοβαρότητα και δεσμευτικότητα στη δήλωση του οφειλέτη, αποτελεί τον απαραίτητο συγκερασμό των συμφερόντων του δανειστή και του οφειλέτη, ενώ παράλληλα προστατεύει, επιπλέον, τον οφειλέτη από αλόγιστες πράξεις και ιδίως από τον «ανελαστικό» χαρακτήρα που εμφανίζει η υπόσχεσή του 36. Ορθότερο, λοιπόν, είναι να δεχτούμε πως ο έγγραφος τύπος στην αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους αποτελεί τον αναγκαίο εκείνον όρο για να παράγει δεσμευτικότητα η αποκομμένη από την αιτία της δήλωση του οφειλέτη 37. Υπάρχει περίπτωση, στο έγγραφο που περιέχει την υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, να γίνεται αναφορά και στην αιτία της δημιουργούμενης ενοχής. Τούτο δεν σημαίνει υποχρεωτικά πως τα μέρη απέβλεπαν στη σύναψη αιτιώδους σύμβασης 38. Απλή 34 Φουντεδάκη, ΕπισκΕΔ Β/1996, σελ. 887. 35 ΜΠρΡοδ 40/2012 ΝΟΜΟΣ. 36 Λιβάνης, Αιτιώδης αναγνώριση χρέους, Σάκκουλας 1984, σελ. 79. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη, κυρίως από Π. Φίλιο, ότι η τήρηση του τύπου έχει ως μοναδικό στόχο την προστασία του οφειλέτη από απερίσκεπτες αποφάσεις. 37 Λιβάνης, ό.π., σελ. 79. 38 Φουντεδάκη, σχόλιο σε ΕφΘες 4096/1995, ΕπισκΕΔ 1996, 883.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 12 αναφορά της αιτίας δεν βλάπτει, ιδίως όταν αυτή γίνεται αορίστως 39. Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να γίνει ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως, με την προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ και θα πρόκειται για αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους εάν προκύπτει ότι: α) τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία που το δημιούργησε και να ιδρύσουν νέα ενοχή, απαλλαγμένη μάλιστα από οποιοδήποτε ελάττωμα της αιτίας και β) δεν απέβλεψαν τα μέρη στην απλή επιβεβαίωση της ήδη υπάρχουσας, παλαιάς, ενοχής 40. Επομένως, όταν υπάρχει δήλωση που αναφέρει την αιτία δεν μπορούμε να οδηγηθούμε απευθείας στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για αιτιώδη ή αναιτιώδη σύμβαση εάν δεν διαπιστωθεί από το περιεχόμενο του εγγράφου ή και από άλλα στοιχεία, σαφής και αναμφίβολη θέληση των αντισυμβαλλομένων για δημιουργία ενοχής ανεξάρτητης από την αιτία της 41. Για τη θεμελίωση της αφηρημένης υπόσχεσης χρέους απαιτείται συμφωνία των μερών, στην οποία, όπως προελέχθη, η δήλωση αναγνωρίσεως χρέους πρέπει να γίνει εγγράφως. Η αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννάται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θα εξακριβωθεί από αυτήν την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις 42. Κατ' αρχήν, λοιπόν, για να υπαχθεί η αναγνώριση χρέους στην ρύθμιση του ως άνω άρθρου απαιτείται σύναψη σύμβασης, κατά τον τρόπο που προβλέπουν οι κοινοί για τη σύναψη συμβάσεων κανόνες των γενικών αρχών του αστικού δικαίου (127-200 Α.Κ) 43. Πρέπει δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του οφειλέτη, η οποία επέχει θέση προτάσεως κατ' άρθρο 185 Α.Κ, να περιέλθει και να γίνει αποδεκτή από το δανειστή προς τον οποίο απευθύνεται κατά τα άρθρα 189 επ. Α.Κ. Σε περίπτωση έλλειψης αποδοχής δεν ιδρύεται νέα ενοχή καθώς η μονομερής αναγνώριση χρέους δεν αναγνωρίζεται από το νόμο, μπορεί όμως να 39 ΟλΑΠ 2088/1986 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ και με τη με αριθμό 1279/2012 απόφασή του ο ΑΠ έκρινε πως παραβιάστηκε από το Εφετείο η διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, καθώς θεώρησε πως υπάρχει αιτιώδης αναγνώριση χρέους, λόγω απλής αναφοράς της αιτίας και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη γιατί δεν παρέθεσε ο ενάγων τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν το γενεσιουργό λόγο του χρέους, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. 40 ΕφΑθ 7841/2005, ΝοΒ 2007, 69. 41 ΑΠ 104/1990, Δνη 1990, 816 (μειοψηφία ενός μέλους). 42 ΟλΑΠ 2088/1986 και ΑΠ 3/2011 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ. 43 Βλ. ΑΠ 1094/2006 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε πως το Εφετείο παραβίασε τόσο ευθέως όσο και εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθώς ενώ διαπίστωσε έμμεσα την ύπαρξη κενού στις δηλώσεις των συμβαλλομένων δεν προσέφυγε στην αρωγή των ερμηνευτικών κανόνων των παραπάνω διατάξεων προκειμένου να προσδώσει σε αυτές τον χαρακτήρα αφηρημένης αναγνώρισης χρέους και ΑΠ 42/2006 όπου κρίθηκε πως δεν απαιτείται η ερμηνεία των δηλώσεων των συμβαλλομένων μερών με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, καθώς με σαφήνεια προκύπτει η βούλησή τους από το ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψαν αυτά (πηγή ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 13 χρησιμεύσει ως αποδεικτικό μέσο 44. Είναι, λοιπόν, σαφές πως η δήλωση του οφειλέτη πρέπει να περιέχει σαφή υπόσχεση για ορισμένη παροχή και να γίνεται σαφής αποδοχή της δήλωσης αυτής από το δανειστή. Διαφορετικά θα έχουμε μια αόριστη σύμβαση ανεπίδεκτη εκτιμήσεως 45. Είναι λάθος, όμως, να θεωρήσουμε πως η θέληση αυτή των συμβαλλομένων να συνάψουν μια αναιτιώδη δικαιοπραξία, αποτελεί στοιχείο της συμβάσεως. Και αυτό γιατί ο ίδιος ο Νόμος καθιερώνει στο εδάφιο β του άρθρου 873 τεκμήριο μέσω του οποίου αναγνωρίζει ως υπάρχουσα τη βούληση αυτή. Το ως άνω εδάφιο θα αναλυθεί παρακάτω. Έτσι, η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης αναγνωρίσεως χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρεώσεως, ανεξάρτητα από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξιώσεως) όπου το θεμελιωτικό της αξιώσεως πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής 46. Η αφηρημένη αναγνώριση χρέους είναι ετεροβαρής σύμβαση καθώς η υποχρέωση παροχής γεννιέται αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού που αναγνωρίζει, ακόμα κι αν το χρέος προέρχεται από αμφοτεροβαρή σύμβαση. Μια σύμβαση υποσχετική μπορεί να διαμορφωθεί ως αναιτιώδης, μόνο εάν είναι ετεροβαρής, γιατί στην αμφοτεροβαρή σύμβαση αίτια της παροχής του καθενός από τα μέρη είναι η αντιπαροχή του άλλου 47. Συμφωνία για αντιπαροχή του δανειστή είναι δυνατή μόνο υπό τη μορφή αιρέσεως, εξαρτώντας δηλαδή την καταβολή του χρέους που αναγνώρισε ο οφειλέτης από την εκπλήρωση ορισμένης παροχής εκ μέρους του δανειστή 48. Επιπλέον, αποτελεί σύμβαση βοηθητική ή παρεπόμενη, καθώς αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση προϋφιστάμενης ενοχικής σχέσης μεταξύ δανειστή και οφειλέτη (βασική ή υποκείμενη σχέση), την οποία αποσαφηνίζει και απαλλάσσει από ενδεχόμενα ελαττώματα. Επίσης, παρέχοντας μια επιπλέον αυτοτελή αξίωση στο δανειστή, παράλληλη με αυτήν της βασικής σχέσης, ενισχύει τη θέση του για να επιδιώξει την εκπλήρωση της οφειλόμενης σε αυτόν παροχής 49. Αντικείμενο της αφηρημένης σύμβασης μπορεί να είναι κάθε είδος παροχής χρηματική ή μη 50 και δημιουργεί υποχρέωση για τον οφειλέτη και αντίστοιχη αξίωση 44 Βρεττού Χ. σε Καράκωστα - Βαρελά, Αστικός Κώδικας ερμηνεία σχόλια νομολογία, ειδικό ενοχικό, τόμος 6, Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 644. 45 Βασιλείου, Περί την ερμηνείαν του αρθρ. 873 Α.Κ., ΝΔ 6 ο έτος, σελ. 135. 46 ΕφΘες 712/2009, Δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ. 47 Παμπούκης, Αιτιώδης αναγνώριση χρέους, ΕπισκΕΔ 2004, 547. 48 Γεωργιάδης Απ., Ενοχικό Δίκαιο - Ειδικό Μέρος Τόμος ΙΙ σελ. 575. 49 Γεωργιάδης Απ., ό.π. 50 Πιο σύνηθες είναι το αντικείμενο της αφηρημένης αναγνώρισης ή υπόσχεσης χρέους να είναι χρηματική παροχή και σπανιότερα παροχή αντικαταστατών πραγμάτων. Ως προς τούτο διαφέρει

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 14 για τον δανειστή τόσο σε πράξη όσο και σε παράλειψη 51. Στην περίπτωση, όμως, που τα συμβαλλόμενα μέρη με την κατάρτιση της σύμβασης σκοπούν στη δημιουργία ενοχής για παράλειψη, μπορούν να επιτύχουν το σκοπό τους μόνο αν συνάψουν αφηρημένη υπόσχεση χρέους, αλλά όχι αφηρημένη αναγνώριση χρέους, καθώς δημιουργία υποχρέωσης προς παράλειψη για το παρελθόν δεν είναι νοητή 52. Ακόμα και προσωποπαγείς υπηρεσίες (π.χ. φιλοτέχνηση προσωπογραφίας) μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αφηρημένης υπόσχεσης χρέους, δεδομένου ότι ο οφειλέτης από την αρχική ενοχική σχέση και ο οφειλέτης από την υπόσχεση χρέους είναι κατά κανόνα το ίδιο πρόσωπο και επομένως το συμφέρον του δανειστή για αυτοπρόσωπη εκτέλεση της παροχής από τον οφειλέτη δεν θίγεται 53. Το ίδιο ισχύει και όταν η υπόσχεση δίνεται από τρίτο, αφού η αφηρημένη υπόσχεση χρέους δεν συνιστά αναδοχή χρέους και έτσι ο αρχικός οφειλέτης παραμένει πάντοτε υπόχρεος προς εκπλήρωση απέναντι στον δανειστή βάσει της υποκείμενης σχέσης. Αποκλείεται να έχει ως αντικείμενο, δε, παροχή που κατά τον νόμο εκπληρώνεται μόνο με αιτιώδη δικαιοπραξία, όπως για παράδειγμα τη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου κατά το άρθρο 1033 ΑΚ 54. Ο περιορισμός αυτός τίθεται λόγω της εξαιρετικής σημασίας που προσδίδει ο νομοθέτης σε περιουσιακές επιδόσεις, όπου τα συμφέροντα του οφειλέτη είναι άξια μεγαλύτερης προστασίας. Η αιτιώδης δικαιοπραξία επιτρέπει στον οφειλέτη, εφόσον η αιτία της επίδοσης πάσχει, να απαλλάσσεται άμεσα από την υποχρέωση εκπλήρωσης, απλώς με την επίκληση των ελαττωμάτων της αιτίας, χωρίς να χρειάζεται να εμπλακεί στον επισφαλή ως προς τα αποτελέσματά του μηχανισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού του άρθρου 909 ΑΚ, που αποτελεί το μόνο μέσο προστασίας του οφειλέτη στο πλαίσιο μιας αφηρημένης δικαιοπραξίας. Συνήθως το αναγνωριζόμενο δικαίωμα είναι ενοχικό, γι αυτό γίνεται λόγος φια αναγνώριση «χρέους», χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν είναι δυνατή η αναγνώριση με σύμβαση άλλου δικαιώματος 55. Είναι δυνατόν, επίσης, η αφηρημένη υπόσχεση η ουσιωδώς από την αξιογραφική ενοχή του τύπου των χρηματογράφων (συναλλαγματική, επιταγή), που αντικείμενο έχει μόνο χρηματική παροχή. 51 Βρεττός σε Καράκωστα, Αστικός Κώδικας Ερμηνεία Σχόλια Νομολογία, Ειδικό Ενοχικό, Τόμος Έκτος, Νομική Βιβλιοθήκη 2009, σελ. 645. 52 Σχετική η ΕφΑθ 3574/1992, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, η οποία δέχεται πως δεν νοείται παράβαση διατακτικού απόφασης που υποχρεώνει τον οφειλέτη σε παράλειψη πριν την επίδοση της απόφασης αυτής με επιταγή προς εκτέλεση, αφού δεν νοείται εκτέλεση της απόφασης αυτής για το παρελθόν. 53 Γεωργιάδης Απ., ό.π., σελ. 578. 54 ΕφΑθ 6125/2002, ΕλλΔνη 2003, 269. 55 Μπόσδας, Η αναγνώρισις ως αιτία υποχρεώσεως, ΑρχΝ 1976, 369, σελ. 370, ο οποίος κάνει λόγο για αναγνώριση εμπράγματου δικαιώματος και ειδικότερα του δικαιώματος της κυριότητας και

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 15 αναγνώριση να αφορά χρέος που προέρχεται από φυσική ενοχή 56. Τέλος, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αφηρημένης αναγνώρισης ή υπόσχεσης χρέος από παίγνιο ή από στοίχημα, σύμφωνα με τη ρητή απαγόρευση της διάταξης του εδαφίου β του άρθρου 844 ΑΚ. Από την ίδια τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ προκύπτει πως οι συντάκτες του συνέδεσαν τη νομική καθιέρωση της αφηρημένης σύμβασης με την τήρηση του εγγράφου τύπου, ως αναγκαίας προϋπόθεσης για τη σύστασή της 57. Πρόκειται, λοιπόν, για μια σύμβαση τυπική κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 158 ΑΚ 58. Προκειμένου να κατανοήσουμε την ύπαρξη του συστατικού τύπου 59, θα πρέπει να ερευνηθεί ο στόχος του. Ο έγγραφος τύπος στην αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους επιτελεί κατά κύριο λόγο προειδοποιητική και δευτερευόντως αποδεικτική λειτουργία 60. Ο έγγραφος τύπος διασφαλίζει την ύπαρξη της αναγκαίας περίσκεψης του αναγνωρίζοντος προτού αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση και επιπλέον συντελεί στην ευκολότερη εξακρίβωση της βούλησης των μερών να μην εξαρτήσουν το κύρος της δέσμευσης του οφειλέτη από την ύπαρξη και το κύρος της βασικής σχέσης. Κατά μία άλλη άποψη 61, ο έγγραφος τύπος στην αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους αποτελεί όχι απλώς το αντιστάθμισμα για την αφαίρεση της αιτίας από το περιεχόμενό της, αλλά το υποκατάστατο της αιτίας και ανάγεται σε αναγκαίο όρο με σκοπό να καταστεί δεσμευτική η, αποκομμένη από την αιτία της, δήλωση υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους του οφειλέτη. Ως συνέπεια της προειδοποιητικής λειτουργίας του τύπου στην αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, μόνο η δήλωση βούλησης του οφειλέτη απαιτείται να αποτυπωθεί εγγράφως 62, ενώ η αποδοχή του δανειστή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή 63, να διακρίνει καταρχίν ανάμεσα στην αναγνώριση κυριότητας κινητού και ακινήτου και στη συνέχεια ανάλογα με το αν ο αναγνωριζόμενος βρίσκεται στη νομή του πράγματος, στην περίπτωση της κυριότητας κινητού και με το ποιος φαίνεται στα βιβλία μεταγραφών, στην περίπτωση της αναγνώρισης κυριότητας ακινήτου. 56 Περίπτωση αναγνώρισης ατελούς ενοχής αποτελεί η κατά το εδάφιο β της παραγράφου 2 του άρθρου 272 ΑΚ, εν αγνοία της παραγραφής αναγνώριση παραγεγραμμένης αξίωσης, η οποία μπορεί να είναι τόσο αιτιώδης όσο και αφηρημένη. Σε κάθε περίπτωση, η παραγεγραμμένη αξίωση αποτελεί έγκυρη causa για την αναγνώριση και έτσι δεν υπόκειται σε προσβολή κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ). 57 Δεν απαιτείται έγγραφος τύπος για την αρνητική αναγνώριση χρέους του άρθρου 454 ΑΚ, εκτός εάν από την αιτία της σύμβασης αυτής επιτάσσεται τύπος. 58 ΠΠρΑθ 15311/1980, ΕΕΝ 48, 312. 59 Η παράλειψή του καθιστά την αφηρημένη ενοχή άκυρη, βλ. ΕφΑθ 316/1994, ΕλλΔνη 36, 711. 60 Βρεττός, ό.π., σελ. 647. 61 Φίλιος, Η αιτία στις ενοχικές συμβάσεις, Σάκκουλας 2007, σελ. 276. 62 ΑΠ 40/2006, ΕΕμπΔ 2006, 923 και ΜΠρΘες 2946/2008, Αρμ 2008, 1337, όπου αναφέρεται «για λόγους πρόνοιας και σαφέστερης διατύπωσης μιας τόσο δραστικής ενοχής, επιβάλλει ο νόμος την τήρηση εγγράφου».

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 16 συνάγεται συμπερασματικά, όπως από την ανεπιφύλακτη παραλαβή του εγγράφου 64, ή να συντελείται με την έγερση αγωγής 65 και πρέπει να περιέλθει στον οφειλέτη 66. Το έγγραφο με το οποίο ο οφειλέτης υπόσχεται ή αναγνωρίζει χρέος πρέπει να περιέχει και τα περιστατικά εκείνα που είναι παραγωγικά της αφηρημένης ενοχής, ήτοι να περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης, ιδίως να αναφέρει ότι η παραγόμενη ενοχή είναι ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία 67. Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το είδος του εγγράφου, γίνεται δεκτό ότι αρκεί το ιδιωτικό έγγραφο 68. Από τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 160 και 161 ΑΚ, από τις οποίες η πρώτη ορίζει τα στοιχεία του ιδιωτικού εγγράφου 69 και η δεύτερη ότι τον έγγραφο τύπο αναπληρώνει το συμβολαιογραφικό έγγραφο, συνάγεται ότι η υπόσχεση ή η δήλωση περί αναγνωρίσεως χρέους από την οποία γεννιέται αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή, είναι έγκυρη και όταν έχει καταχωρισθεί σε πρακτικό δικαστηρίου, αφού και αυτό είναι δημόσιο έγγραφο και συνεπώς αναπληρώνει τον έγγραφο τύπο, εφόσον, βεβαίως, η υπόσχεση ή η αναγνώριση δεν αφορά αιτία για την οποία ο νόμος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο (άρθρο 875 ΑΚ) 70. Από τον γενικό κανόνα, όμως, της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ εισάγονται δύο εξαιρέσεις προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις στα άρθρα 874 και 875 ΑΚ. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 874 ορίζει «Το έγγραφο που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο δεν απαιτείται αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού που έχει κλείσει.». Με τον όρο «αλληλόχρεος λογαριασμός» νοείται η σύμβαση, με την οποία οι αμοιβαίες χρηματικές απαιτήσεις που παράγονται από μια βασική σχέση που συνδέει τα μέρη και οι καταβολές έναντι των απαιτήσεων αυτών χάνουν την αυτοτέλειά τους καθιστάμενες μη απαιτητά κονδύλια πιστώσεως και χρεώσεως ενός ενιαίου λογαριασμού, του οποίου μόνο το υπόλοιπο που θα προκύψει μετά το πέρας της συμβατικής σχέσης είναι απαιτητό 71. Συχνά, σε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού το ένα ή το άλλο μέρος προβαίνει σε αναγνώριση του ενδιάμεσου ή 63 ΕφΑθ 4075/1970, Αρμ. 25, 412. 64 ΑΠ 1458/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 65 ΕφΑθ 7105/2002, ΕλλΔνη 2003, 1006. 66 ΑΠ 339/1971, ΝοΒ 1971, 979. 67 ΑΠ 1455/2005, ΧρΙΔ 2006, 222. 68 ΑΠ 40/2006, ό.π. 69 «1. Αν ο νόμος ή τα μέρη όρισαν για τη δικαιοπραξία έγγραφο τύπο, το έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη. 2. Αν πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει να τεθεί στο ίδιο έγγραφο. Αν συνταχθούν για τη σύμβαση περισσότερα πρωτότυπα, αρκεί η υπογραφή του κάθε μέρους στο έγγραφο προορίζεται για το άλλο.». 70 ΑΠ 676/1996, ΕλλΔνη 1998, 594. 71 Ψυχομάνης, Τραπεζικό δίκαιο Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων, Σάκκουλας 2010, σελ. 173.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 17 οριστικού υπολοίπου. Η αναγνώριση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού εκ μέρους του οφειλέτη αποτελεί αφηρημένη αναγνώριση χρέους και δημιουργεί νέα ενοχή προς καταβολή του λογαριασμού, ανεξάρτητα από τα κονδύλια του λογαριασμού, από τα οποία προέκυψε το κατάλοιπο, και την αιτία τους 72. Η ως άνω διάταξη του άρθρου 874 ΑΚ αίρει την υποχρέωση τήρησης εγγράφου στην περίπτωση της αναγνώρισης αυτής. Σκοπός της ρύθμισης είναι η διευκόλυνση και η απλούστευση της σύναψης αφηρημένης σύμβασης μετά από κλείσιμο αλληλόχρεου λογαριασμού, δεδομένου ότι το υπόλοιπο του αλληλόχρεου, ο οποίος τηρείται πάντοτε εγγράφως, είναι εμφανές και εύκολο να ελεγχθεί 73. Βεβαίως, πρέπει να τονιστεί πως σκοπός της διάταξης δεν είναι να προδικάσει τη φύση της υπόσχεσης χρέους με αντικείμενο κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά να διευκολύνει την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης, όταν και εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη ήθελαν να της προσδώσουν αφηρημένο χαρακτήρα, ήτοι να θεμελιώσουν νέα αξίωση, αυτοτελή και ανεξάρτητη από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού 74. Έτσι, αφηρημένη υπόσχεση χρέους αποτελεί η αναγνώριση υπόλοιπου κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού μόνο εάν οι συμβαλλόμενοι ήθελαν να αποχωρίσουν την απαίτηση του υπολοίπου από τις επιμέρους πράξεις που διαμόρφωσαν αυτό το υπόλοιπο 75. Τέλος, όταν ο δανειστής που ενάγει επικαλείται σύμβαση αναγνώρισης καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού που έκλεισε, υποχρεούται να προτείνει και αποδείξει μόνο ότι η απαίτησή του προέρχεται από τέτοια αιτία, ήτοι οφείλει να αποδείξει και τις δύο συμβάσεις του αλληλόχρεου λογαριασμού και της αναγνωρίσεως (ρητής ή πλασματικής) του καταλοίπου του, χωρίς να χρειάζεται να καθορίσει και αποδείξει καθένα από τα κονδύλια του αλληλόχρεου λογαριασμού χωριστά ούτε τα στοιχεία τους 76. Κατά τη διάταξη, τώρα, του άρθρου 875 ΑΚ «Αν η υπόσχεση ή αναγνώριση αφορά αιτία για την οποία ο νόμος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο, είναι άκυρη αν δεν γίνει μ αυτόν τον τύπο.». Πρόκειται για επιβολή αυστηρότερου τύπου κατ απόκλιση από τον 72 Πάγια θέση της νομολογίας βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1458/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 470/2006, ΧρΙΔ 2006, 638, ΑΠ 192/2005, ΕλλΔνη 2006, 460 με την οποία κρίθηκε ότι «Αν ο οφειλέτης του καταλοίπου, με σύμβαση που κατάρτισε με τον δανειστή, υποσχέθηκε αφηρημένως πριν κλείσει λογαριασμός, την καταβολή του υπολοίπου που θα προκύψει, ή, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνώρισε την υποχρέωσή του προς καταβολή αυτού, τότε ενέχεται κατά τα άρθρα 361, 873 και 874 ΑΚ, από τη σύμβαση αυτή, που είναι αυτοτελής σύμβαση αφηρημένης αναγνώρισης χρέους.», ΕφΑθ 8236/2003, ΕλλΔνη 2004, 293. 73 Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, σελ. 664. 74 Γεωργιάδης Απ., ό.π., σελ. 580. 75 Βρεττός, ό.π., σελ. 675. 76 ΜΠρΑθ 426/2003, ΕΕμπΔ 2004, 809.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 18 κανόνα της διάταξης του άρθρου 873 ΑΚ, η οποία δεν ορίζει το είδος του εγγράφου που απαιτείται και έτσι γίνεται δεκτό πως αρκεί και το ιδιωτικό έγγραφο, όπως ελέχθη και παραπάνω. Το γεγονός ότι η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους καταρτίζεται χωρίς μνεία της βασικής σχέσης και είναι ανεξάρτητη από αυτήν, δεν σημαίνει ότι υπάρχει πλήρης αποκοπή του δεσμού της προς την causa και, μέσω αυτής, προς την βασική σχέση 77. Η διάταξη του άρθρου 875 ΑΚ αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για την άμεση επιρροή της αιτίας στη σύμβαση αναγνώρισης, αφού η τελευταία υποβάλλεται στον ιδιαίτερο τύπο που προβλέπεται για τη βασική σχέση την οποία εξυπηρετεί 78. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να αποτρέψει καταστρατηγήσεις του επιβαλλόμενου για ορισμένες συμβάσεις τύπου, οι οποίες μπορούν να γίνουν μέσω της χρησιμοποίησης της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους ως μέσου εξουδετέρωσης των πλεονεκτημάτων που συνεπάγεται για τον οφειλέτη η τήρηση του ειδικού συστατικού τύπου που εκάστοτε ορίζει ο νόμος 79. Επιβάλλεται, λοιπόν, με την εν λόγω διάταξη η τήρηση αυστηρότερου τύπου στις περιπτώσεις που για τη σύσταση της βασικής σχέσης, είτε λόγω της αιτίας της 80, είτε του αντικειμένου της 81, είτε της τυπικότητάς της 82, απαιτείται αυστηρότερος τύπος, ο οποίος με ποινή ακυρότητας πρέπει να τηρηθεί. Μάλιστα, ο αυστηρότερος τύπος πρέπει να τηρηθεί όχι μόνο για την δήλωση υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους του οφειλέτη, αλλά και για την αποδοχή του δανειστή εάν τούτο επιβάλλει η βασική σχέση και κατ απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 873 ΑΚ 83. 77 Βρεττός, ό.π., σελ. 687. 78 ΑΠ 676/1996, ό.π., στην οποία αναφέρεται πως, βάσει των διατάξεων των άρθρων 873, 160 και 161 ΑΚ, «η υπόσχεση ή δήλωση περί αναγνωρίσεως χρέους είναι έγκυρη και όταν έχει καταχωρισθεί σε πρακτικό δικαστηρίου, αφού και αυτό είναι δημόσιο έγγραφο, εφόσον, βεβαίως, η υπόσχεση ή αναγνώριση δεν αφορά αιτία για την οποία ο νόμος απαιτεί ιδιαίτερο τύπο (ΑΚ 875).». 79 Βρεττός, ό.π., σελ. 688. 80 Δωρεά κατ άρθρο 498 ΑΚ. 81 Σύμβαση για μεταβίβαση υφιστάμενης περιουσίας κατ άρθρο 367 ΑΚ. 82 Άρθρο 158 ΑΚ. 83 ΑΠ 779/2004, ΕΕμπΔ 2005, 705.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 19 Κεφάλαιο τρίτο Αιτιώδης αναγνώριση χρέους διάκριση των δύο θεσμών Προκειμένου να κατανοήσουμε την διάκριση μεταξύ αναιτιώδους και αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, θα πρέπει να κατατάξουμε αρχικά τις δύο αυτές έννοιες στη γενική κατηγορία συμβάσεων στις οποίες εντάσσονται, ήτοι τις αναγνωριστικές συμβάσεις. Στον γενικό όρο «αναγνωριστικές συμβάσεις» μπορούν να περιληφθούν όλες οι διαφορετικού περιεχομένου και εννόμων συνεπειών συμβάσεις που συνάπτονται ενόψει προϋφιστάμενου χρέους μεταξύ των συμβαλλομένων 84. Στον ελληνικό ΑΚ ρυθμίζονται μόνον ειδικές περιπτώσεις αναγνωριστικών συμβάσεων ως επώνυμες συμβάσεις, ενώ η δυνατότητα προσφυγής σε άλλες μορφές τους θεμελιώνεται στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων του άρθρου 361 ΑΚ 85. Η μόνη επώνυμη αναγνωριστική σύμβαση στον ΑΚ είναι η αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους του άρθρου 873 ΑΚ, ενώ μορφές αυτής υπάρχουν κυρίως στο εμπορικό δίκαιο, όπως οι ενοχές από αξιόγραφα και η αναγνώριση υπολοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού 86. Οι αναγνωριστικές συμβάσεις διακρίνονται από τη θεωρία σε μη γνήσιες και γνήσιες, με κριτήριο διάκρισης το αν δημιουργούν ή όχι νέα ενοχή σε σχέση με την προϋφιστάμενη, ενόψει της οποίας συνήφθησαν 87. Ειδικότερα, ως μη γνήσιες αναγνωριστικές χαρακτηρίζονται οι συμβάσεις εκείνες με τις οποίες τα συμβαλλόμενα μέρη προβαίνουν στην επιβεβαίωση, απλώς, προϋφιστάμενης ενοχής. Δεν δημιουργείται νέα ενοχή και ουδεμία επίδραση έχουν στο περιεχόμενο της παλιάς ενοχής. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η γνωστή στη θεωρία και τη νομολογία αιτιώδης αναγνώριση χρέους. Έτσι, στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους τα μέρη αναφέρονται στην αιτία του χρέους, όπως συμβαίνει σε όλες τις αναγνωριστικές συμβάσεις, όμως η αιτία του χρέους καθίσταται περιεχόμενο της συμβάσεως αναγνωρίσεως. Σκοπός της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, είναι η επιβεβαίωση υπάρχουσας ενοχής, η διασφάλισή της από υπάρχοντα ελαττώματα και η αποκοπή από τον οφειλέτη για το μέλλον των ενστάσεων κατά του αρχικού χρέους, τις οποίες ο 84 Φουντεδάκη, παρατηρήσεις σε ΕφΘες 4096/1995, ΕπισκΕΔ Δ/1996, σελ. 886. 85 ΑΠ 779/2004, ΕπισκΕΔ 2005, 705. 86 Βλ. παραπάνω Κεφάλαιο δεύτερο για το πότε η αναγνώριση του υπολοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού αποτελεί αφηρημένη αναγνώριση χρέους κατ άρθρο 874 ΑΚ. Επίσης, ΠΠρΑθ 5345/1991, ΕλλΔνη 1992, 206. 87 Φουντεδάκη, ό.π., σελ. 888.

Αφηρημένη Αναγνώριση Χρέους 20 οφειλέτης κατά την αναγνώριση του χρέους γνώριζε 88. Η αιτιώδης αναγνώριση χρέους βασίζεται στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, που καθιερώνει την ελευθερία των συμβάσεων και είναι κυρίως άτυπη, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας απαιτείται η τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί τύπος και για τη σύμβαση της αναγνώρισης 89. Με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους, τα μέρη προσδιορίζουν οριστικά την ενοχική τους σχέση, στο σύνολο ή σε ορισμένα σημεία της, ώστε να αποτρέψουν κάθε φιλονικία ή να εξαλείψουν κάθε αβεβαιότητα 90. Για τον λόγο αυτό, η αιτιώδης αναγνώριση χρέους ονομάζεται επίσης και επιβεβαιωτική αναγνώριση χρέους 91, όρος που είχε επικρατήσει παλαιότερα κυρίως για να εκφράσει την αντίθεση αυτής προς την αφηρημένη αναγνώριση χρέους. Μάλιστα στη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ 92 ρυθμίζεται και η αρνητική αναγνώριση χρέους, με την οποία διαπιστώνεται πως ορισμένη οφειλή δεν υπάρχει και η οποία επιφέρει την κατάργηση της υφιστάμενης ενοχής. Αιτία της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους αποτελεί ο σκοπός των μερών να αποκτήσουν βεβαιότητα αναφορικά με την έννομη σχέση που αναγνωρίζεται 93. Για τη σύναψη της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους πρέπει καταρχήν να συντρέξουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να λάβει ύπαρξη οποιαδήποτε σύμβαση, ήτοι ικανότητα προς δικαιοπραξία, συμφωνία δηλώσεως και βουλήσεως και βούληση των συμβαλλομένων που κατευθύνεται στην επέλευση εννόμων αποτελεσμάτων. Ενδέχεται, όμως, σε ορισμένες περιπτώσεις η βούληση αυτή των συμβαλλομένων για επέλευση εννόμων αποτελεσμάτων να εκλείπει. Στις περιπτώσεις αυτές, έχει επικρατήσει η άποψη πως η αναγνώριση χρέους λειτουργεί ως εξώδικη ομολογία, ήτοι αποδεικτικό μέσο 94. Κρίσιμο κριτήριο προκειμένου να καταλήξουμε στο αν μια αναγνώριση χρέους αποτελεί δήλωση βούλησης και επομένως σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους ή εξώδικη ομολογία, αποτελεί η ύπαρξη ή ανυπαρξία καταστάσεως αβεβαιότητας ή ασάφειας 88 ΜΠρΤρικ 1456/2001 σε, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. 89 ΜΠρΘεσσαλ. 2946/2008, Αρμ. 2008,1337. 90 Παμπούκης, Αιτιώδης αναγνώριση χρέους, ΕπισκΕΔ 2004, 551. 91 Σταθόπουλου-Ρούσσου, Αναγνώριση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού και οι τραπεζικές ρήτρες ΓΟΣ για την πλασματική αναγνώριση, ΧρΙΔ 2006,365. 92 «Όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση του χρέους, ή με σύμβαση μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής.». 93 Έχει υποστηριχθεί και η άποψη, πως αιτία της αιτιώδους αναγνώρισης χρέους αποτελεί η υποκείμενη, βασική σχέση, στην οποία αυτή στηρίζεται. Η άποψη αυτή καταρρίπτεται από το γεγονός ότι στην αιτιώδη αναγνώριση χρέους η ανυπαρξία ή ελάττωμα της υποκείμενης σχέσης, τα οποία υπήρξαν αντικείμενο της αναγνωρίσεως, δεν επιφέρουν ανυπαρξία ή ακυρότητα της αναγνωριστικής συμβάσεως, όπως συμβαίνει στις λοιπές αιτιώδεις συμβάσεις. 94 ΕφΘεσσαλ 1513/1980, Αρμ. 1981, 467, ΑΠ 1021/1972, ΝοΒ 21, 597. Η νομολογία δεν προσδιορίζει ποιο είναι αυτό το αποδεικτικό μέσο. Κατά τον Λιβάνη, αυτό είναι η εξώδικη ομολογία, ό.π., σελ. 71.