ÐÁÍÅÐÉÓÔÇÌÉÏ ÐÁÔÑÙÍ Ó ÏËÇ ÈÅÔÉÊÙÍ ÅÐÉÓÔÇÌÙÍ ÔÌÇÌÁ ÃÅÙËÏÃÉÁÓ ÔÏÌÅÁÓ ÅÖÁÑÌÏÓÌÅÍÇÓ ÃÅÙËÏÃÉÁÓ & ÃÅÙÖÕÓÉÊÇÓ ÅÑÃÁÓÔÇÑÉÏ ÔÅ ÍÉÊÇÓ ÃÅÙËÏÃÉÁÓ ÐÑÏÃÑÁÌÌÁ ÌÅÔÁÐÔÕ ÉÁÊÙÍ ÓÐÏÕÄÙÍ ÃÅÙÅÐÉÓÔÇÌÅÓ & ÐÅÑÉÂÁËËÏÍ ÊÁÔÅÕÈÕÍÓÇ: ÅÖÁÑÌÏÓÌÅÍÇ & ÐÅÑÉÂÁËËÏÍÔÉÊÇ ÃÅÙËÏÃÉÁ ÄÉÁÔÑÉÂÇ ÄÉÐËÙÌÁÔÏÓ ÅÉÄÉÊÅÕÓÇÓ ÈÅÌÁ: ÃÅÙÔÅ ÍÉÊÅÓ ÓÕÍÈÇÊÅÓ ÊÁÉ ÁÍÁËÕÓÅÉÓ ÅÕÓÔÁÈÅÉÁÓ ÐÑÁÍÙÍ ÓÔÁ ÐËÁÉÓÉÁ ÌÅËÅÔÙÍ ÃÅÙËÏÃÉÊÇÓ ÊÁÔÁËËÇËÏÔÇÔÁÓ. Ç ÐÅÑÉÐÔÙÓÇ ÔÙÍ ÏÉÊÉÓÌÙÍ ÊÁÑÕÁÓ & Í. ÓÏÕËÉÏÕ Í. Á ÁÚÁÓ ÓÐÕÑÉÄÙÍ Â. ËÁÚÍÁÓ ÃÅÙËÏÃÏÓ ÐÁÍ. ÐÁÔÑÙÍ ÅÐÉÂËÅÐÏÍÔÅÓ ÊÁÈÇÃÇÔÅÓ:. ê. Ã. Êïýêçò, ÊáèçãçôÞò Ðáí. Ðáôñþí ê. Í. ÓáìðáôáêÜêçò, Åð. ÊáèçãçôÞò Ðáí. Ðáôñþí ÉÏÕÍÉÏÓ 2005
I ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα ιατριβή ιπλώµατος Ειδίκευσης µε τίτλο «Γεωτεχνικές Συνθήκες και Αναλύσεις Ευστάθειας Πρανών στα πλαίσια Μελετών Γεωλογικής Καταλληλότητας. Η περίπτωση των οικισµών Καρυάς & Ν. Σουλίου, Νοµού Αχαίας» εκπονήθηκε στο Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Τµήµατος Γεωλογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών, στα πλαίσια του Προγράµµατος Μεταπτυχιακών Σπουδών (Π.Μ.Σ.) του Τµήµατος «Γεωεπιστήµες & Περιβάλλον», στην Κατεύθυνση «Εφαρµοσµένη & Περιβαλλοντική Γεωλογία» κατά την ακαδηµαϊκή περίοδο 2003-2005. Η εκπόνηση της ιατριβής έγινε στα πλαίσια Ερευνητικού Προγράµµατος του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας µε τίτλο «Γεωτεχνική έρευνα για την ένταξη των οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου» µε την επίβλεψή των κ.κ. Γεωργίου Κούκη, Καθηγητή (Επιστηµονικός Υπεύθυνος Προγράµµατος) και Νικολάου Σαµπατακάκη, Επ. Καθηγητή.
II ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ Από τη θέση αυτή θα ήθελα καταρχήν να ευχαριστήσω τους καθηγητές µου, κ.κ. Γ. Κούκη και Ν. Σαµπατακάκη για την ευκαιρία που µου έδωσαν να ασχοληθώ σε βάθος και να αποκτήσω αρκετές εµπειρίες στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα θέµατα της Τεχνικής Γεωλογίας, καθ όλη τη διάρκεια των σπουδών µου. Παράλληλα, τους ευχαριστώ για την εµπιστοσύνη που έδειξαν στο πρόσωπό µου µέσω της συµµετοχής µου στo Ερευνητικό Πρόγραµµα του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας µε τίτλο «Γεωτεχνική Έρευνα για την Ένταξη των Οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου». Χωρίς τη δική τους καθοδήγηση, τις χρήσιµες υποδείξεις τους και την διάθεση του υλικού του Ερ. Προγράµµατος δε θα ήταν δυνατή η περαίωση της παρούσης ιατριβής. Επίσης ευχαριστώ τους Υποψήφιους ιδάκτορες του Τµήµατος Γεωλογίας Ν. Σπανού,. Μουρτά, Α. Σπυρόπουλο και το συνάδελφο Μεταπτυχιακό Φοιτητή Σ. Κουλούρη για την πολύ καλή τους συνεργασία και τη βοήθεια που προσέφεραν σε όλα τα στάδια της έρευνας. Επιπρόσθετα, θα ήθελα να αναγνωρίσω την πολύτιµη συνεισφορά όλων των Μεταπτυχιακών και Προπτυχιακών φοιτητών που βοήθησαν, τόσο στις εργασίες υπαίθρου, όσο και κατά την εκτέλεση των εργαστηριακών δοκιµών. Τέλος, θα ήταν σηµαντική παράλειψη να µην ευχαριστήσω το Ι ΡΥΜΑ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΥΠΟΤΡΟΦΙΩΝ (Ι.Κ.Υ.) για την οικονοµική στήριξη που µου παρείχε µέσω υποτροφίας σε όλη τη διάρκεια των σπουδών µου.
III ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σκοπός της παρούσας ιατριβής Ειδίκευσης είναι η ανάλυση, η παρουσίαση και η αξιολόγηση των τεχνικογεωλογικών γεωτεχνικών συνθηκών των οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου του ήµου Πατρέων, σε σχέση µε την ευστάθεια των φυσικών πρανών και τις συνθήκες γεωλογικής καταλληλότητας για τις προς δόµηση περιοχές. Η εν λόγω περιοχή παρουσιάζει αξιόλογο ενδιαφέρον, λόγω των ιδιαίτερων και σύνθετων γεωλογικών συνθηκών, των συχνών και σηµαντικών κατολισθητικών φαινοµένων των τελευταίων ετών που προκάλεσαν σηµαντικές καταστροφές σε τεχνικά έργα και ανθρώπινες περιουσίες, αλλά και λόγω της ραγδαίας οικιστικής ανάπτυξης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στα περίχωρα της πόλης της Πάτρας, περιοχές σχετικά «άγνωστες» σε ότι αφορά τις γεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες ευστάθειας των πρανών και θεµελίωσης των τεχνικών έργων. Στα πλαίσια της ιατριβής και της παράλληλης Έρευνας του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας στην περιοχή ενδιαφέροντος πραγµατοποιήθηκε κατά τα τη χρονική περίοδο 2003-2005 λεπτοµερής γεωτεχνική έρευνα που περιελάµβανε ανόρυξη δειγµατοληπτικών γεωτρήσεων σε επιλεγµένες θέσεις µε ταυτόχρονη τοποθέτηση αποκλισιοµέτρων, συστηµατική λήψη αποκλισιοµετρικών µετρήσεων, σειρά εργαστηριακών και επί τόπου δοκιµών σε κατάλληλα διαµορφωµένα δείγµατα, λεπτοµερή καταγραφή των τεχνικογεωλογικών συνθηκών της περιοχής µε βάση κυρίως τη σύσταση, τη δοµή των γεωλογικών σχηµατισµών και τη γενικότερη φυσική τους κατάσταση και συµπεριφορά, αλλά και σε φαινόµενα ευστάθειας των φυσικών πρανών, ιδιαιτέρως λόγω του σηµαντικού ιστορικού κατολισθητικών κινήσεων στην περιοχή της Καρυάς τα τελευταία χρόνια. Μέσω της κατασκευής αντιπροσωπευτικών εδαφικών προσοµοιωµάτων έγινε διάκριση των σχηµατισµών της περιοχής έρευνας σε επιµέρους Γεωτεχνικές Ενότητες και σχεδιάστηκαν αντιπροσωπευτικές γεωτεχνικές τεχνικογεωλογικές διατοµές µε σκοπό τη σύνθεση και ερµηνεία του γεωτεχνικού περιβάλλοντος της περιοχής. Παράλληλα πραγµατοποιήθηκαν αναλύσεις ευστάθειας πρανών µε χρήση εξειδικευµένου λογισµικού σε επιλεγµένες διατοµές κατά µήκος των γεωτρήσεων, τόσο στην κατολισθαίνουσα ζώνη της Καρυάς, όσο και στην οικιστική ζώνη. Η σύνθεση των αποτελεσµάτων της γεωλογικής και γεωτεχνικής έρευνας οδήγησε στον προκαταρκτικό διαχωρισµό της περιοχής σε ζώνες κατάλληλες, ακατάλληλες ή κατάλληλες για δόµηση υπό προϋποθέσεις µε σκοπό τη διασφάλιση του δοµηµένου περιβάλλοντος από φυσικούς κινδύνους ή κινδύνους προερχόµενους από ανθρώπινες επεµβάσεις και δραστηριότητες. Μετά από µια σύντοµη εισαγωγή και περιγραφή της γεωγραφικής θέσης της περιοχής έρευνας περιγράφεται στο Κεφάλαιο 3 το µορφολογικό ανάγλυφο της περιοχής
IV των υπό µελέτη οικισµών, µέσω και της κατασκευής χάρτη µορφολογικών κλίσεων που δίνεται στο Παράρτηµα. Στο κεφάλαιο 4 παρατίθενται πληθυσµιακά δεδοµένα του ήµου Πατρέων και των οικισµών της Καρυάς Ν. Σουλίου, µε βάση τις τελευταίες απογραφές της Ε.Σ.Υ.Ε. Το κεφάλαιο 5 παρουσιάζει σε γενικές γραµµές τη γεωλογική δοµή της ευρύτερης περιοχής, όπως επίσης και τις γεωλογικές συνθήκες και περιγραφή των γεωλογικών σχηµατισµών που δοµούν τη στενή περιοχή των οικισµών. Στο κεφάλαιο 6 γίνεται περιγραφή του κύριου υδρογραφικού δικτύου της περιοχής, παρατίθενται και ερµηνεύονται υδροµετεωρολογικά δεδοµένα (βροχόπτωση, θερµοκρασία, υγρασία) του µετεωρολογικού σταθµού της Πάτρας και τέλος γίνεται εκτίµηση των υδρογεωλογικών συνθηκών, µε βάση τη δοµή και τη φυσική κατάσταση των σχηµατισµών της περιοχής. Στο κεφάλαιο 7 γίνεται αρχικά αναφορά στο γενικότερο τεκτονικό πλαίσιο της περιοχής µε αναφορά στις κύριες τεκτονικές δοµές, τη γεωδυναµική εξέλιξη και τη σεισµικότητα της ευρύτερης περιοχής του Πατραϊκού και Κορινθιακού Κόλπου. Παρουσιάζονται οι κύριες ρηξιγενείς ζώνες της περιοχής των οικισµών, όπως προέκυψαν µετά από εργασίες υπαίθρου και φωτογεωλογική ερµηνεία σειράς αεροφωτογραφιών. Παρατίθενται ενηµερωµένα σεισµολογικά δεδοµένα για την ευρύτερη περιοχή της Πόλης της Πάτρας και γίνεται ένας προκαταρκτικός διαχωρισµός των εδαφών της περιοχής σε κατηγορίες από πλευράς εδαφικής σεισµικής επικινδυνότητας. Στο κεφάλαιο 8 γίνεται αρχικά, µέσω της τεχνικογεωλογικής χαρτογράφησης κλίµακας 1:5000 που πραγµατοποιήθηκε από το Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας σε περιβάλλον Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών (G.I.S.), περιγραφή των τεχνικογεωλογικών χαρακτηριστικών των σχηµατισµών της περιοχής έρευνας µε βάση κυρίως τη σύσταση, τη δοµή και τη γενικότερη φυσική τους κατάσταση και συµπεριφορά. Στη συνέχεια γίνεται λεπτοµερής παρουσίαση του ιστορικού των κατολισθητικών φαινοµένων στην περιοχή της Καρυάς µε τις συνεχείς επαναδραστηριοποιήσεις από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως και τις πρόσφατες κατολισθητικές κινήσεις του 2001 µε παράλληλη αναφορά στις κινήσεις που πραγµατοποιούνται την τρέχουσα περίοδο στην περιοχή της κατολίσθησης βάσει της ερµηνείας των αποκλισιοµετρικών µετρήσεων. Επίσης από τα αποτελέσµατα των εργασιών υπαίθρου γίνεται παρουσίαση ασταθών ζωνών και συγκεκριµένων θέσεων στις οποίες υπάρχουν σαφείς ενδείξεις επιφανειακών µετακινήσεων. Το κεφάλαιο 9 παρουσιάζει αναλυτικά τα αποτελέσµατα της γεωτεχνικής έρευνας του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας στην κατολισθαίνουσα περιοχή της Καρυάς και στην υπόλοιπη οικιστική ζώνη. Σχολιάζονται οι εργαστηριακές και επί τόπου δοκιµές εδαφοµηχανικής που εκτελέστηκαν, γίνεται παρουσίαση της µεθοδολογίας λειτουργίας
V των αποκλισιοµέτρων και παρουσιάζονται ερµηνεύονται τα αποτελέσµατα των αποκλισιοµετρικών µετρήσεων στην περιοχή. Τέλος, γίνεται αξιολόγηση των στοιχείων της γεωτεχνικής έρευνας και ο διαχωρισµός των σχηµατισµών της περιοχής σε Γεωτεχνικές Ενότητες µε διαφορετικά φυσικά και µηχανικά χαρακτηριστικά, οι «µέσες» τιµές των οποίων εκτιµήθηκαν από τα αποτελέσµατα των εργαστηριακών και επί τόπου δοκιµών. Το κεφάλαιο 10 αναφέρεται στις αναλύσεις ευστάθειας πρανών που έγιναν στην περιοχή. Στο κεφάλαιο αυτό γίνεται αναλυτική παρουσίαση των συχνότερα χρησιµοποιούµενων µεθόδων Οριακής Ισορροπίας (Limit Equilibrium Method) σύµφωνα µε τη διεθνή βιβλιογραφία. Παρουσιάζονται οι µαθηµατικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν την κάθε µέθοδο, οι παραδοχές και η φιλοσοφία τις κάθε µεθόδου, καθώς και ο τρόπος που έχουν ενσωµατωθεί οι διάφορες µέθοδοι στο λογισµικό SLOPE/W, το οποίο χρησιµοποιήθηκε για τους σκοπούς της Έρευνας και της παρούσας ιατριβής. Παράλληλα µε την περιγραφή πραγµατοποιείται αξιολόγηση των µεθόδων αυτών, µαζί µε σχόλια για την αξιοπιστία της κάθε µεθόδου ανά περίπτωση. Οι αναλύσεις ευστάθειας έγιναν σε επιλεγµένες διατοµές της περιοχής της κατολίσθησης της Καρυάς και της οικιστικής ζώνης. Η προσοµοίωση των εδαφικών συνθηκών έγινε σύµφωνα µε τα συµπεράσµατα της γεωτεχνικής έρευνας για την εκτιµούµενη στρωµατογραφία και τις τιµές των παραµέτρων διατµητικής αντοχής των εδαφικών στρώσεων. Με σκοπό να εντοπιστούν οι «κρίσιµοι» παράγοντες που συντελούν στη δυνατότητα εµφάνισης κατολισθητικών φαινοµένων στην περιοχή ενδιαφέροντος έγιναν αρκετές προσοµοιώσεις κάτω από διάφορες περιπτώσεις σχετικά µε την κατάσταση των υπόγειων υδάτων και των παραµέτρων διατµητικής αντοχής των χαλαρών επιφανειακών υλικών. Τέλος, στο κεφάλαιο 11 γίνεται τελική σύνθεση όλων των συµπερασµάτων που προέκυψαν από τη τεχνικογεωλογική χαρτογράφηση, τη γεωτεχνική έρευνα, τις µετρήσεις των αποκλισιοµέτρων, τις επιτόπιες παρατηρήσεις και τις αναλύσεις ευστάθειας πρανών µε αποτέλεσµα ένα προκαταρκτικό διαχωρισµό επιµέρους ζωνών γεωλογικής καταλληλότητας, µε την κατασκευή χάρτη Γεωλογικής Καταλληλότητας κλίµακας 1:5000. Παράλληλα αναφέρονται συνοπτικά οι προϋποθέσεις και οι προτάσεις του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας για τη διασφάλιση της ασφαλούς δόµησης στην περιοχή των οικισµών. Στα παραρτήµατα που συνοδεύουν το παρόν τεύχος παρατίθενται τα κλιµατολογικά δεδοµένα της ευρύτερης περιοχής έρευνας, τα συγκεντρωτικά αποτελέσµατα των εργαστηριακών και επί τόπου δοκιµών, οι γεωτεχνικές τοµές (logs) των γεωτρήσεων, τα αποτελέσµατα των αναλύσεων ευστάθειας πρανών, οι χάρτες της περιοχής έρευνας και οι γεωτεχνικές διατοµές κατά µήκος των γεωτρήσεων
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... I ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΕΙΣ.. II ΠΕΡΙΛΗΨΗ III 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. 1 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.. 3 3. ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ... 5 4. ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.. 10 5. ΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ. 13 5.1. Γεωλογική οµή της ευρύτερης περιοχής.. 13 5.2. Γεωλογικές συνθήκες των οικισµών Καρυάς Ν. Σουλίου. 18 6. Υ ΡΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ... 20 6.1. Υδροµετεωρολογικά και υδρολογικά στοιχεία 20 6.2. Υδρογεωλογικές συνθήκες 27 7. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ, ΣΕΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Ε ΑΦΙΚΗΣ ΣΕΙΣΜΙΚΗΣ ΕΠΙΚΙΝ ΥΝΟΤΗΤΑΣ 29 7.1. Τεκτονική θεώρηση της ευρύτερης περιοχής. 29 7.2. Τεκτονικά στοιχεία της περιοχής µελέτης... 31 7.3. Στοιχεία Σεισµικότητας και εδαφικής Σεισµικής Επικινδυνότητας.. 33 8. ΤΕΧΝΙΚΟΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ... 39 8.1. Τεχνικογεωλογικές ενότητες Σύνταξη Τεχνικογεωλογικού Χάρτη 1:5000.. 39 8.2. Κατολισθητικά φαινόµενα.. 48 9. ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ.. 61 9.1. Γεωτρητικές εργασίες. 61 9.2. Εργαστηριακές και επί-τόπου δοκιµές 63 9.2.1. Εργαστηριακές δοκιµές... 63 9.2.2. Επί-τόπου δοκιµές οκιµή Πρότυπης ιείσδυσης (SPT).. 64 9.3. Εγκατάσταση και µέτρηση αποκλισιοµέτρων. 67 9.4. Αξιολόγηση στοιχείων γεωτεχνικής έρευνας.. 80 10. ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ ΠΡΑΝΩΝ.. 89 10.1. Γενικά περί ευστάθειας πρανών 89 10.1.1. Τύποι µετακίνησης πρανών. 89 10.1.2. Μηχανισµός και αίτια µετακίνησης πρανών.. 89 10.1.3. Παράγοντες που επηρεάζουν την ευστάθεια των πρανών. 90
10.1.4. Αναγνώριση στο πεδίο. 91 10.1.5. Μέθοδοι υπολογισµού ευστάθειας πρανών.. 92 10.1.6. Παράγοντες που επηρεάζουν την ανάλυση ευστάθειας πρανών.. 93 10.2. Ανάλυση ευστάθειας πρανών µε τη µέθοδο της Οριακής Ισορροπίας 95 10.2.1. Επίπεδες ολισθήσεις σε πρανή απείρου µήκους (infinite slope)... 95 10.2.2. Περιστροφικές, επίπεδες και σύνθετες ολισθήσεις.. 96 10.2.3. Ιστορική αναδροµή υπόβαθρο των µεθόδων Οριακής Ισορροπίας.. 97 10.2.4. Στοιχεία θεωρίας 98 10.2.5. Μέθοδοι ανάλυσης Οριακής Ισορροπίας... 106 10.2.5.1. Η Γενική Μέθοδος Οριακής Ισορροπίας (General Limit Equilibrium Method) 106 10.2.5.2 Η απλή (Σουηδική) µέθοδος των λωρίδων (Μέθοδος του Fellenius). 109 10.2.5.3. Η απλοποιηµένη µέθοδος του Bishop (Bishop s Simplified Method). 110 10.2.5.4. Η απλοποιηµένη µέθοδος του Janbu (Janbu s Simplified Method). 110 10.2.5.5. Η µέθοδος Spencer 110 10.2.5.6. Η µέθοδος Morgenstern-Price.. 112 10.2.5.7. Η γενικευµένη µέθοδος του Janbu (Janbu s Generalised method). 113 10.2.6. Γενική αξιολόγηση των µεθόδων Οριακής Ισορροπίας... 114 10.3. Αναλύσεις ευστάθειας µε τη µέθοδο της Οριακής ισορροπίας στην περιοχή µελέτης. 117 10.3.1. Περιοχή κατολίσθησης Καρυάς... 120 10.3.1.1. Γεωτεχνική Τοµή Α1-Α2. 120 10.3.1.2. Γεωτεχνική Τοµή Β1-Β2. 128 10.3.2. Οικιστική περιοχή.. 135 10.3.3. Γενικές παρατηρήσεις συµπεράσµατα σε σχέση µε την ευστάθεια στην περιοχή µελέτης.. 137 11. ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΤΗΤΑ 139 11.1. ιαχωρισµός ζωνών Γεωλογικής Καταλληλότητας Σύνταξη Χάρτη Αστυγεωλογικής Καταλληλότητας... 139 Βιβλιογραφία ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 Κλιµατολογικά δεδοµένα Συγκεντρωτικά αποτελέσµατα εργαστηριακών και επί-τόπου δοκιµών ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ2 Γεωτεχνικές τοµές (Logs) γεωτρήσεων ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 Αναλύσεις ευστάθειας πρανών Α) Περιοχή κατολίσθησης Καρυάς Β) Οικιστική ζώνη Καρυάς Ν. Σουλίου ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4 Χάρτης Πληροφόρησης Χάρτης Κλίσεων και µορφολογικού αναγλύφου Τεχνικογεωλογικός Χάρτης Χάρτης Αστυγεωλογικής Καταλληλότητας Γεωτεχνικές Τοµές κατά µήκος των γεωτρήσεων Τεχνικογεωλογική Γεωτεχνική Τοµή Α1-Α2 Τεχνικογεωλογική Γεωτεχνική Τοµή Β1-Β2
Κεφ. 1: Εισαγωγή 1 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ο καθορισµός και η εκτίµηση της «Γεωλογικής Καταλληλότητας» µιας υπο-ένταξη περιοχής είναι πολύ σηµαντική για τον Πολεοδοµικό Σχεδιασµό και την αξιολόγηση των τεχνικογεωλογικών χαρακτηριστικών της περιοχής αυτής, διότι διασφαλίζει το δοµηµένο περιβάλλον από φυσικούς κινδύνους ή κινδύνους προερχόµενους από ανθρώπινες επεµβάσεις και δραστηριότητες. Μια Mελέτη Γεωλογικής Καταλληλότητας λαµβάνει αποκλειστικά υπόψη όλες τις «κρίσιµες» παραµέτρους του τεχνικογεωλογικού περιβάλλοντος ώστε να µην υπάρξουν διαταραχές και να διατηρηθεί αναλλοίωτη η υφιστάµενη ισορροπία. Προς την κατεύθυνση αυτή η γεωλογική, τεχνικογεωλογική και γεωτεχνική έρευνα συµβάλλουν καθοριστικά ώστε οι τελικοί προσδιορισµοί και εκτιµήσεις να εµπεριέχουν σηµαντικό βαθµό αξιοπιστίας και να διασφαλίζεται έτσι η οικιστική χρήση χωρίς επιπτώσεις τόσο στη λειτουργικότητα και ασφάλεια των προβλεπόµενων έργων όσο και στο γενικότερο περιβάλλον. Το αντικείµενο της Mελέτης Γεωλογικής Καταλληλότητας, σύµφωνα µε τις ισχύουσες προδιαγραφές, είναι η εµπεριστατωµένη έρευνα και αξιολόγηση της περιοχής ενδιαφέροντος µε τελικό σκοπό τον εντοπισµό και διαχωρισµό από απόψεως εδαφικών συνθηκών, περιοχών ως κατάλληλων, ακατάλληλων και κατάλληλων υπό προϋποθέσεις για δόµηση, τη σαφή περιγραφή των προϋποθέσεων και των αναγκαίων µέτρων βελτίωσης των εδαφών ή άλλων µέτρων προστασίας που απαιτούνται, ούτως ώστε στις κατάλληλες υπό προϋποθέσεις περιοχές να καταστεί δυνατή η οικοδόµηση, καθώς επίσης στο και η υποβολή προτάσεων για το είδος των περαιτέρω µελετών και ερευνών που απαιτούνται για την αποσαφήνιση της γεωλογικής καταλληλότητας των προς πολεοδόµηση περιοχών. Στην κατεύθυνση αυτή, το Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών προχώρησε µετά από αντίστοιχη ανάθεση από τη Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αχαΐας στην εκπόνηση εµπεριστατωµένης και αναλυτικής Γεωτεχνικής Έρευνας µε τίτλο «Γεωτεχνική Έρευνα για την ένταξη των οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου», µε τελικό σκοπό να εκτιµηθούν τα χαρακτηριστικά εδαφικά προσοµοιώµατα που αντιπροσωπεύουν συγκεκριµένες επιµέρους ζώνες της περιοχής ενδιαφέροντος. Αυτά εµπεριέχουν τη διαθέσιµη ποιοτική και ποσοτική πληροφόρηση σχετικά µε τις «κρίσιµες» τεχνικογεωλογικές γεωτεχνικές παραµέτρους οι οποίες τελικά καθορίζουν τις επιµέρους απαιτήσεις για την οικιστική ανάπτυξη και βοηθούν ώστε να γίνει διαχωρισµός της περιοχής σε ζώνες αστυγεωλογικής καταλληλότητας µε βάση όλα τα διαθέσιµα γεωλογικά, τεχνικογεωλογικά και γεωτεχνικά στοιχεία.
Κεφ. 1: Εισαγωγή 2 Η εν λόγω περιοχή παρουσιάζει αξιόλογο ενδιαφέρον, λόγω των ιδιαίτερων και σύνθετων γεωλογικών συνθηκών, των συχνών και σηµαντικών κατολισθητικών φαινοµένων των τελευταίων ετών που προκάλεσαν σηµαντικές καταστροφές σε τεχνικά έργα και ανθρώπινες περιουσίες, αλλά και λόγω της ραγδαίας οικιστικής ανάπτυξης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στα περίχωρα της πόλης της Πάτρας, περιοχές σχετικά «άγνωστες» σε ότι αφορά τις γεωλογικές και γεωτεχνικές συνθήκες ευστάθειας των πρανών και θεµελίωσης των τεχνικών έργων. Η παρούσα ιατριβή ειδίκευσης εκπονήθηκε στα πλαίσια της συγκεκριµένης Έρευνας και περιλαµβάνει αναλυτική περιγραφή των γεωλογικών τεχνικογεωλογικών δεδοµένων της περιοχής των οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου, σαφή παρουσίαση του γεωτεχνικού προγράµµατος που εκπονήθηκε από το Εργαστήριο Τεχνικής Γεωλογίας, αναλύσεις ευστάθειας πρανών σε επιλεγµένες διατοµές καθώς και παρουσίαση των ζωνών γεωλογικής καταλληλότητας που καθορίστηκαν εντός των διοικητικών ορίων των εν λόγω οικισµών του ήµου Πατρέων Ν. Αχαΐας.
Κεφ. 2: Γεωγραφικά στοιχεία περιοχής 3 2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Η περιοχή έρευνας περικλείεται από τα όρια των οικισµών Καρυάς και Νέου Σουλίου και βρίσκεται στην νοτιοανατολική περιοχή της πόλης των Πατρών, εντός των διοικητικών ορίων του ήµου Πατρέων (εικόνα 2.1). Κείται µεταξύ των ποταµών Γλαύκου και Ελεκίστρα και οριοθετείται σύµφωνα µε τα στοιχεία της Πολεοδοµίας Πατρών όπως παρακάτω: τα όρια του οικισµού της Καρυάς προσδιορίζονται από περιφέρεια κύκλου µε ακτίνα 800 µέτρων από το κέντρο του οικισµού (εκκλησία Αγ. Τριάδας), σύµφωνα µε το Π.. 24.4/3.5.1985, ΦΕΚ 181, όπως τροποποιήθηκε µε τα Π. /τα του 87 και 89. τα όρια του οικισµού Νέου Σουλίου έχουν καθοριστεί σύµφωνα µε τη γνωµοδότηση 12/8.8.89 του Συµβουλίου Χωροταξίας Οικισµού και Περιβάλλοντος Νοµού Αχαΐας. Η αποτύπωση των ορίων των οικισµών φαίνεται στον Χάρτη 1 του Παραρτήµατος 4 («Χάρτης Πληροφόρησης»). Η κατασκευή των χαρτών έγινε βάσει του τοπογραφικού υπόβαθρου του χάρτη της ΓΥΣ (φύλλο 6225/8) κλίµακας 1:5000, του οποίου η ευρύτερη περιοχή ενδιαφέροντος αρχικά ψηφιοποιήθηκε µε γεωαναφορά στο σύστηµα γεωγραφικών συντεταγµένων Ε.Γ.Σ.Α. 87. Η αποτύπωση των υφιστάµενων αγροτικών οδών, οικιών, καθώς επίσης και των θέσεων των γεωτρήσεων κ.λπ. έγινε µε τη χρήση GPS. Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί ότι υπάρχουν κάποιες σχετικές αβεβαιότητες ως προς τη γενικότερη ακρίβεια αποτύπωσης των πληροφοριών που περιέχονται και δίνονται στο συγκεκριµένο τοπογραφικό διάγραµµα, που οφείλονται κυρίως τόσο στην παλαιότητα του πρωτότυπου διαγράµµατος της Γ.Υ.Σ. όσο και στις αποκλίσεις των στοιχείων που µετρήθηκαν µε τη χρήση του GPS. Η αποτύπωση των τεχνικογεωλογικών πληροφοριών και η σχεδίαση των αντίστοιχων θεµατικών χαρτών έγινε µε τη χρήση Γεωγραφικών Συστηµάτων Πληροφοριών (GIS) και συγκεκριµένα του λογισµικού ArcView GIS 3.2. Έγινε επίσης συστηµατική εξέταση και ερµηνεία όλων των διαθέσιµων αεροφωτογραφιών που καλύπτουν την περιοχή έρευνας. Η ερµηνεία των αεροφωτογραφιών αφορούσε κυρίως θέµατα που έχουν σχέση µε τη γεωλογία και την τεκτονική της περιοχής καθώς επίσης µε τη συγκριτική παρατήρηση σε θέµατα µεταβολών ανάγλυφου και κυρίως κατολισθήσεων εδαφικών µετακινήσεων. Στη συγκεκριµένη αεροφωτογραφία του 1994 (εικόνα 2.2), για παράδειγµα, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά η θέση της ασταθούς περιοχής της Καρυάς, αν και η αεροφωτογραφία είναι προγενέστερη των πρόσφατων κατολισθητικών κινήσεων στην περιοχή, γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη ιστορικού κατολισθητικών φαινοµένων στη συγκεκριµένη θέση.
4 Κεφ. 2: Γεωγραφικά στοιχεία περιοχής Εικόνα 2.1: Γεωγραφική θέση της περιοχής έρευνας (απόσπασµα τοπογραφικού διαγράµµατος 1:20 000 της ΓΥΣ) Εικόνα 2.2:: Αεροφωτογραφία σε σµίκρυνση της ευρύτερης περιοχής έρευνας (από ΓΥΣ µε αρχική κλίµακα 1:15 000 του 1994)
Κεφ.3: Γεωµορφολογία της περιοχής 5 3.ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ Το µεγαλύτερο τµήµα του οικισµού της Καρυάς αναπτύσσεται στο δυτικό αντέρεισµα του πρόβουνου των Αγ. Θεοδώρων του Παναχαϊκού. Τα οικιστικά όρια στο Νοτιοανατολικό τµήµα της περιοχής έρευνας φτάνουν σε υψόµετρο 600 m περίπου Βόρειο Βορειοδυτικά της θέσης "Τρανός Βράχος". Αντίθετα, ο οικισµός Νέου Σουλίου αναπτύσσεται στη Βορειοδυτική πεδινή περιοχή που αναπτύσσεται µεταξύ των ποταµών Γλαύκου και Ελεκίστρα και σε υψόµετρα που κυµαίνονται από 150 µέχρι 210 µέτρα. Χαρακτηριστικές φωτογραφίες της περιοχής έρευνας δίνονται στις εικόνες 3.1 και 3.2 Τα βασικά χαρακτηριστικά του γεωµορφολογικού ανάγλυφου αποτυπώθηκαν µε τη σχεδίαση θεµατικού χάρτη και απλών 3D ψηφιακών µοντέλων εδάφους, µε τη χρήση του ArcView GIS. Συγκεκριµένα: Χάρτης κλίσεων µορφολογικού ανάγλυφου (Xάρτης 2 Παράρτηµα 4), όπου φαίνεται η κατανοµή των µορφολογικών κλίσεων στην περιοχή έρευνας µε βάση την παρακάτω ταξινόµηση: Κλίση Γωνία (%) ( ο ) 0 20 < 11 20 35 11 20 >35 >20 Χαρακτηρισµός Σχετικά ήπιες κλίσεις Γενικά ευνοϊκή περιοχή Αρκετά απότοµες κλίσεις Περιορισµένης χρήσης περιοχή Εξαιρετικά απότοµες κλίσεις Πολύ δυσµενής περιοχή Από τον παραπάνω χάρτη εντοπίζονται αρχικά οι περιοχές που οι µορφολογικές κλίσεις είναι πολύ έντονες (>35%) και αποτελούν περιοχές αρκετά δυσµενείς κυρίως από πλευράς δυνητικής ευστάθειας των πρανών λαµβάνοντας πάντα υπόψη και τη γεωλογική σύσταση φυσική κατάσταση των σχηµατισµών που καλύπτουν την περιοχή έρευνας. 3D ψηφιακά µοντέλα εδάφους (digital terrain models) (Χάρτης 2) κατά δύο χαρακτηριστικές διευθύνσεις (από Β ι/κά και Ν /ικά), όπου σχηµατικά φαίνεται η γενικότερη µορφολογία της περιοχής µε την ακρίβεια πάντα του τοπογραφικού διαγράµµατος της ΓΥΣ (1:5000).
Κεφ.3: Γεωµορφολογία της περιοχής 6 Το έντονο ανάγλυφο που διαµορφώνεται στο Ανατολικό και Νότιο Νοτιοανατολικό τµήµα της περιοχής έρευνας, αντανακλά σε σηµαντικό βαθµό τη γεωλογική και τεκτονική δοµή της περιοχής. Οι περιοχές αυτές δοµούνται από συµπαγή πετρώµατα του γεωλογικού υποβάθρου (σχιστοκερατολιθικά και ανθρακικά ιζήµατα) τα οποία διατέµνονται από γεωλογικά ρήγµατα µε εµφανή ίχνη από παλαιές αποσπάσεις και καταπτώσεις βραχωδών µαζών. Αξιοσηµείωτες είναι οι µορφολογικές µεταβολές που έχουν γίνει στην περιοχή της κατολισθαίνουσας ζώνης Καρυάς από τις αρχές της δεκαετίας του 60 (οπότε και εκδηλώθηκε η πρώτη καταγραφείσα κατολίσθηση στη συγκεκριµένη θέση) µέχρι και σήµερα, όπως ενδεικτικά φαίνονται στην εικόνα 3.3. Οι τοπογραφικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται µεταξύ της προϋπάρχουσας (πριν τις αρχές του 60) τοπογραφίας και αυτής µετά το 2001 (µετά την κατολίσθηση του εκεµβρίου 2001) εντοπίζονται βασικά σε δύο ζώνες: µία ζώνη µεταξύ των υψοµέτρων 350 480 µέτρων περίπου, όπου παρατηρείται εκβάθυνση της µικρής χαράδρας λόγω αποκοµιδής των κατολισθαίνοντων υλικών και µία ζώνη κάτω των 350 µέτρων όπου η τοπογραφία γίνεται σχετικά οµαλή (κλίση περίπου 20 ο ) λόγω απόθεσης των ολισθηµένων υλικών. Θα πρέπει να σηµειωθεί ότι για την απόδοση της µετά το 2001 τοπογραφίας χρησιµοποιήθηκε το τοπογραφικό διάγραµµα κλίµακας 1:1000 που είχε συνταχθεί παλαιότερα για την κατολισθαίνουσα ζώνη Καρυάς.
Κεφ.3: Γεωµορφολογία της περιοχής 7 Εικόνα 3.1: Γενική άποψη της περιοχής έρευνας από την πεδινή περιοχή του Ν. Σουλίου. Στο βάθος το ύψωµα «Τρανός Βράχος»
Κεφ.3: Γεωµορφολογία της περιοχής 8 Εικόνα 3.2: Γενική άποψη της περιοχής έρευνας από την οδό προς Σούλι Κεφαλόβρυσο στη βάση του υψώµατος «Τρανός Βράχος». Στο βάθος διακρίνεται η πόλη της Πάτρας.
Κεφ.3: Γεωµορφολογία της περιοχής 9 Εικόνα 3.3:. Ψηφιακά µοντέλα εδάφους της κατολισθαίνουσας ζώνης Καρυάς (a) χάρτης ανάγλυφου πριν τις µετακινήσεις του 1962 (b) µετά το 2001 µε τις οριοθετήσεις των περιοδικών κατολισθητικών φαινοµένων (Sabatakakis et. αl, 2005).
Κεφ.4: Πληθυσµιακά δεδοµένα περιοχής 10 4. ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. Στις παρακάτω σελίδες ακολουθούν πληθυσµιακά δεδοµένα του ήµου Πατρέων και των οικισµών του Ν. Σουλίου και της Καρυάς µε βάση τις απογραφές της Ε.Σ.Υ.Ε. της χρονικής περιόδου από 1971 έως και 2001. Παράλληλα µε την παράθεση των δεδοµένων γίνεται, µε βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, πρόβλεψη µελλοντικού πληθυσµού για τους οικισµούς της Καρυάς και του Ν. Σουλίου. Ο ήµος Πατρέων περιλαµβάνει τα τέσσερα ηµοτικά διαµερίσµατα που φαίνονται στον παρακάτω πίνακα (πίνακας 4.1). Στον πίνακα αυτό παρατίθενται τα πληθυσµιακά δεδοµένα των τεσσάρων.. καθώς και ο συνολικός πληθυσµός του ήµου σύµφωνα µε την απογραφή του 2001. ήµος Πατρέων 1971 1981 1991 2001 Πατρέων 112.228 142.163 153.344 161.114 Ελικίστρας 826 1.186 1.312 1.378 Μοίρας 210 165 220 79 Σουλίου 484 606 821 875 Σύνολο 2001 163.446 Πίνακας 4.1: Πληθυσµιακά δεδοµένα δήµου Πατρέων για τη χρονική περίοδο 1971-2001. (πηγή Ε.Σ.Υ.Ε.) Ο οικισµός της Καρυάς ανήκει στο.. Ελεκίστρας, ενώ ο οικισµός του Ν. Σουλίου ανήκει στο.. Σουλίου, τα οποία αποτελούνται από πέντε (5) και έξι (6) οικισµούς αντίστοιχα (Πίνακες 4.2 και 4.3). Στα γραφήµατα 4.1 και 4.2 δίνεται σχηµατικά το ποσοστό του Πληθυσµού των οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου επί του συνολικού πληθυσµού των αντίστοιχων ηµοτικών ιαµερισµάτων, σύµφωνα µε την απογραφή του 2001. Οικισµός 1971 1981 1991 2001 Ποσοστό (2001) Ελικίστρα 171 230 209 260 18,87% Καρυά 80 92 140 296 21,48% Πουρναρόκαστρο 82 57 74 34 2,47% Ρυάκι* - - 172 151 10,96% Ρωµανός 419 517 717 637 46,23% Νέο Σούλι** 74 281 - - Σύνολο 2001 1.378 Πίνακας 4.2: Πληθυσµιακά δεδοµένα του. Ελικίστρας για τη χρονική περίοδο 1971-2001. (πηγή Ε.Σ.Υ.Ε.).
Κεφ.4: Πληθυσµιακά δεδοµένα περιοχής 11 Ποσοστό (%) του πληθυσµού των οικισµών του.. Ελικίστρας (απογραφή 2001) 46,23% 18,87% 21,48% 10,96% 2,47% Ελικίστρα Καρυά Πουρναρόκαστρο Ρυάκι Ρωµανός Γράφηµα 4.1: Ποσοστό πληθυσµού % των επί µέρους οικισµών επί του συνολικού πληθυσµού του Ελικίστρας για το έτος 2001 (πηγή Ε.Σ.Υ.Ε.). (*): όπου υπάρχει κενό δεν υπάρχουν δεδοµένα από την ΕΣΥΕ, λόγω πιθανότατα µη ύπαρξης των εν λόγω οικισµών. (**): Στις απογραφές του 1971 και 1981 αναφέρεται οικισµός µε το όνοµα Νέο Σούλι και στα δύο.. Οικισµός 1971 1981 1991 2001 Ποσοστό (2001) Νέο Σούλι 403 402 628 655 74,86% Άγιος Ιωάννης* - 79 73 71 8,11% Κεφαλόβρυσο 81 51 33 56 6,40% Μιντζαίικα - 59 57 33 3,77% Παναγιά - 15 30 20 2,29% Προφήτης Ηλίας* - - - 40 4,57% Σύνολο 2001 875 Πίνακας 4.3: Πληθυσµιακά δεδοµένα του. Σουλίου για τη χρονική περίοδο 1971-2001. (πηγή Ε.Σ.Υ.Ε.). (*): όπου υπάρχει κενό δεν υπάρχουν δεδοµένα από την ΕΣΥΕ, λόγω πιθανότατα µη ύπαρξης των εν λόγω οικισµών.
Κεφ.4: Πληθυσµιακά δεδοµένα περιοχής 12 Ποσοστό % των οικισµών επι του συνολικού πληθυσµού του.. Σουλίου (απογραφή 2001) 2,29% 3,77% 6,40% 8,11% 4,57% 74,86% Νέο Σούλι Άγιος Ιωάννης Κεφαλόβρυσο Μιντζαίικα Παναγιά Προφήτης Ηλίας Γράφηµα 4.2: Ποσοστό πληθυσµού % των επί µέρους οικισµών επί του συνολικού πληθυσµού του Σουλίου για το έτος 2001 (πηγή Ε.Σ.Υ.Ε.). Από τα παραπάνω δεδοµένα παρατηρούµε ότι ο οικισµός της Καρυάς αποτελεί περίπου το 21,5% του συνολικού πληθυσµού του.. Ελεκίστρας και ότι ο πληθυσµός του παρουσίασε τη δεκαετία 1991-2001 αύξηση κατά 111%! που αντιστοιχεί σε µέση ετήσια αύξηση της τάξης του 11%. Ο οικισµός του Ν. Σουλίου αποτελεί περίπου το 75% του συνολικού πληθυσµού του.. Σουλίου και ο πληθυσµός του παρουσίασε την δεκαετία 1991-2001 αύξηση κατά 4,3 %, που αντιστοιχεί σε µέση ετήσια αύξηση της τάξης του 0,4%.
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 13 5. ΓΕΩΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ 5.1. Γεωλογική οµή της ευρύτερης περιοχής Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί που συµµετέχουν στη δοµή της ευρύτερης περιοχής ανήκουν στη γεωτεκτονική ζώνη Ωλονού Πίνδου (εικόνα 5.1), που όµως σε πολλές θέσεις καλύπτονται από πλευρικά κορήµατα και κώνους κορηµάτων τοπικά σηµαντικού πάχους. Η ιζηµατογενής αυτή σειρά που είναι συνεχής από το Άνω Τριαδικό µέχρι το Ηώκαινο, έχει µεγάλη εξάπλωση στο νοµό Αχαΐας. Έντονη τεκτονική δράση έχει προκαλέσει τη δηµιουργία επάλληλων τεκτονικών λεπίων και την επώθηση της ζώνης αυτής πάνω στους σχηµατισµούς της ζώνης Γαβρόβου Τριπόλεως. Περιοχή µελέτης Εικόνα 5.1: Γεωλογικός χάρτης της Ελλάδας. Σηµειώνεται η θέση της ζώνης Ωλονού- Πίνδου (ανοικτό πράσινο χρώµα) και η περιοχή µελέτης.
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 14 Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί της ζώνης Ωλονού Πίνδου που συναντώνται στην Αχαΐα είναι οι παρακάτω (εικόνα 5.2): Κλαστική σειρά Άνω Τριαδικής ηλικίας, αποτελούµενη από ψαµµιτοϊλυολίθους µε ενστρώσεις ασβεστολίθων και πυριτικούς κονδύλους. Ασβεστόλιθοι Άνω Τριαδικού - Λιασίου µε ενστρώσεις ιλυολιθικών ασβεστολίθων και ιλυολίθων. Κατά θέσεις επικρατούν ιάσπιδες πάχους 5 10m και πυριτικοί ορίζοντες καθώς και ηφαιστειακοί τόφφοι που αφθονούν στη βάση των ασβεστολίθων και στον πυρήνα των ραδιολαριτών του Άνω Ιουρασικού σε πλήρη ανάµειξη µε τα ιζηµατογενή πετρώµατα. Ραδιολαρίτες και Ιλυόλιθοι Άνω Ιουρασικού που αποτελούνται από ιάσπιδες µε ενστρώσεις ιλυολίθων, ηφαιστειακών τόφφων και παρεµβολές στην κορυφή λατυποπαγών ασβεστολίθων που εξελίσσονται σε στιφρούς ασβεστολίθους µε πυριτολίθους. Οι ιλυόλιθοι αρχίζουν µε εναλλαγή ιλυολίθων και αβεστολίθων και προοδευτικά µεταπίπτουν σε ιλυολίθους µε φακούς ασβεστολίθων. «Πρώτος» φλύσχης ηλικίας Κάτω Κρητιδικού αποτελούµενος κυρίως από ιλυολίθους, ψαµµίτες και µικρο-λατυποπαγείς ασβεστολίθους. Πλακώδεις ασβεστόλιθοι Άνω Κρητιδικού µε ενστρώσεις αργιλικών ιάσπιδων. Απαντούν επίσης λατυποπαγείς ασβεστόλιθοι µε θραύσµατα ρουδιστών και σπάνιες ιλυολιθικές ενστρώσεις. Στρώµατα µετάβασης, ηλικίας Μαιστριχτίου Παλαιοκαίνου, αποτελούµενα από εναλλαγές πλακωδών ασβεστολίθων, ασβεστοµαργαϊκών υλικών, ψαµµιτών και λατυποπαγών ασβεστολίθων, µε ορίζοντες µαύρων πυριτολίθων. Ηωκαινικός φλύσχης που πρόκειται για εναλλαγές παχέων στρωµάτων ψαµµιτών και ψαµµιτικών ιλυολίθων, ενώ στη βάση της σειράς απαντούν µαργαϊκοί ασβεστόλιθοι. Μεταξύ των σειρών Γαβρόβου Τριπόλεως και Ωλονού Πίνδου εντοπίζεται σχηµατισµός που αποτελεί τεκτονοϊζηµατογενές σύµπλεγµα. Πρόκειται για ετεροµορφικό σχηµατισµό από τεµάχη ασβεστολιθικά µε κροκάλες και ογκολίθους διαφόρων οριζόντων του καλύµµατος των ζωνών Ωλονού Πίνδου και Γαβρόβου Τριπόλεως, καθώς και εκρηξιγενών πετρωµάτων µε ψαµµιτοϊλυολιθικό συνδετικό υλικό.
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 15 Εικόνα 5.2: Σχηµατική λιθοστρωµατογραφική στήλη αντιπροσωπευτική της ζώνης Ωλονού - Πίνδου. 1: δολοµίτες, 2: πλακώδεις ασβεστόλιθοι, 3: αργιλοψαµµίτες, 4: ηφαιστειοϊζηµατογενή υλικά, 5: κερατόλιθοι, 6: ασβεστόλιθοι µε πυριτικές ενστρώσεις, 7: λατυποπαγή, 8: ανωκρητιδικοί ασβεστόλιθοι, 9: σχηµατισµός φλύσχη ( από Μουντράκη, 1985 ). Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί του αλπικού υποβάθρου καλύπτονται από Πλειοπλειστοκαινικά ιζήµατα και Τεταρτογενείς σχηµατισµούς. Από λιθοστρωµατογραφικής πλευράς τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήµατα είναι δυνατόν να διακριθούν σε δύο ορίζοντες, που παρουσιάζουν συµφωνία στην απόθεση και χαρακτηρίζονται από µεγάλα πάχη. Κατώτερος ορίζοντας: Στην κατώτερη σειρά του ορίζοντα επικρατούν τα λεπτοµερή ιζήµατα, όπως άργιλοι, µάργες και άµµοι σε εναλλαγές και µε ποικίλο βαθµό διαγένεσης ή και ορίζοντες από µικτές φάσεις αυτών. Από τα παλαιότερα µέλη της σειράς απουσιάζουν τα χονδροκλαστικά υλικά. Από τις επιµέρους εµφανίσεις, φαίνεται ότι αυτές αποτελούνται από συχνές εναλλαγές, πάχους από µερικά εκατοστά έως 3m., άµµων, αµµούχων αργίλων, αργιλοµαργών και µαργών, συνήθως κίτρινου λευκοκίτρινου χρώµατος. Στους βαθύτερους ορίζοντες απουσιάζουν παντελώς τα αδροµερή υλικά, ο σχηµατισµός είναι αρκετά συνεκτικός, τεφρού τεφροκύανου χρώµατος και τοπικά εµφανίζει λεπτές παρεµβολές λιγνιτικών οριζόντων πάχους µέχρι 20cm. Αντίθετα στις υπερκείµενες σειρές συµµετέχουν αρχικά αραιοί χάλικες που αυξάνονται προς τα πάνω και τελικά µεταβαίνουν σε κροκαλοπαγείς ενστρώσεις ποικίλου πάχους. Η ιζηµατογένεση συνεχίζεται προς τα πάνω µε εναλλαγές αργιλοµαργών, άµµων χαµηλής διαγένεσης
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 16 και αµµούχων µαργών µε έντονη την παρουσία χαλικιών και κροκαλών σε ποσοστό 30 40% που σε αρκετές θέσεις διαµορφώνουν µικρού πάχους πάγκους χαλαρού κροκαλοπαγούς. Ο κατώτερος ορίζοντας τελειώνει µε την παρουσία µεταβατικού ορίζοντα που αποτελείται από συχνες εναλλαγές άµµων, µαργών, κροκαλοπαγών µε την παρουσία συχνών πλευρικών µεταβάσεων και καταλήγει τελικά σε κροκαλοπαγείς πάγκους πάχους 1 µέχρι 4 µ. Ανώτερος ορίζοντας: Αποτελείται από κροκαλοπαγή µεγάλου πάχους που χαρακτηρίζονται από ισχυρή συγκόλληση και δοµούνται από κροκάλες µέσου µεγέθους 8 cm µε ποικίλη προέλευση (από σχηµατισµούς του αλπικού υποβάθρου). Γενικά επικρατούν οι ασβεστολιθικές κροκάλες ενώ η συνδετική ύλη είναι ασβεστοµαργαϊκή. Τα Πλειοπλειστοκαινικά ιζήµατα καλύπτονται σε αρκετές θέσεις και σε σηµαντική έκταση από ιλουβιακούς σχηµατισµούς που αποτελούνται, από αδροµερείς κυρίως σχηµατισµούς ποταµοχερσαίας µέχρι καθαρά χερσαίας προέλευσης. Πρόκειται για εναλλαγές κροκαλολατυπών, άµµων και αργίλων µε κροκαλοπαγείς ορίζοντες. Συνήθως τα υλικά αυτά καλύπτουν ασύµφωνα τα πλειοπλειστοκαινικά ιζήµατα. Λιθολογικά ο σχηµατισµός αποτελείται από αργίλους, ιλύες και άµµους, ερυθρές αργιλοµιγείς άµµους, καθώς και ηµισυνεκτικά µέχρι συνεκτικά κροκαλοπαγή, πτωχά διαβαθµισµένα και συγκολληµένα µε αργιλικό και αργιλοµαργαϊκό συνδετικό υλικό. Πάχος από µερικά µέχρι 50 περίπου µέτρα. Οι Ολοκαινικές αποθέσεις αποτελούνται από κορήµατα κλιτύος σε ανάµιξη µε υλικά αποσάθρωσης καθώς και παλαιές και νέες αναµοχλευµένες εδαφικές µάζες λόγω κατολισθήσεων. Στις χαµηλότερες µορφολογικά περιοχές συναντάται αλλουβιακό ριπίδιο και µικρού πάχους αποθέσεις κοίτης. Απόσπασµα του γεωλογικού χάρτη του ΙΓΜΕ σε αρχική κλίµακα 1:50000 (Φύλλο Χαλανδρίτσα) για την ευρύτερη περιοχή, δίνεται στην παρακάτω εικόνα (εικόνα 5.3).
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 17 Εικόνα 5.3: Απόσπασµα γεωλογικού χάρτη ΙΓΜΕ (φύλλο Χαλανδρίτσα) σε αρχική κλίµακα 1:50 000 όπου σηµειώνεται η περιοχή των οικισµών Καρυάς και Ν.Σουλίου. Συµβολισµοί: SC-CS: πλευρικά κορήµατα και κώνοι κορηµάτων, Pl: Θαλάσσιες και λιµναίες αποθέσεις Νεογενούς, fo: φλύσχης, Ks: Πελαγικοί ασβεστόλιθοι Μαιστριχτίου, J-Kj: Ραδιολαρίτες Ιουρασικού Κ. Κρητιδικού.
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 18 5.2. Γεωλογικές συνθήκες της περιοχής των οικισµών Καρυάς Ν. Σουλίου. Για τη διερεύνηση της γεωλογίας και κυρίως της τεκτονικής στη στενή περιοχή των οικισµών Καρυάς και Ν. Σουλίου, έγινε λεπτοµερής ερµηνεία των αεροφωτογραφιών της ΓΥΣ (βλέπε Κεφάλαιο 2.2) και επιτόπου αναγνώριση χαρτογράφηση και διερεύνηση της δοµής και σύστασης των γεωλογικών σχηµατισµών. Συναντώνται γενικά οι σχηµατισµοί του γεωλογικού αλπικού υποβάθρου οι οποίοι µαζί µε τα πλευρικά κορήµατα και τους κώνους κορηµάτων καλύπτουν τις υψοµετρικά υψηλότερες περιοχές (κυρίως στον οικισµό Καρυάς) ενώ οι χαµηλότερες (οικισµός Νέου Σουλίου) καλύπτονται κυρίως από υλικά διλουβιακών αποθέσεων. Συγκεκριµένα συναντώνται οι παρακάτω γεωλογικοί σχηµατισµοί από τους παλαιότερους προς τους νεότερους.(βλέπε Τεχνικογεωλογικό Χάρτη κλίµακας 1:5000 Χάρτης 3): Σχιστοκερατόλιθοι Πρόκειται για ιζήµατα του Ιουρασικού-Κατώτερου Κρητιδικού που αποτελούνται από εναλλαγές κερατολίθων µε ερυθρωπούς αργιλικούς σχιστόλιθους, αργιλοµαργαϊκούς σχιστόλιθους, µαργαϊκούς ασβεστόλιθους, ψαµµίτες, καθώς και εµφανίσεις λεπτών ανθρακικών ενστρώσεων. Συναντώνται κυρίως στα ανατολικά τµήµατα της περιοχής των οικισµών, αλλά και ως µικρής έκτασης εµφανίσεις σε άλλες µεµονωµένες θέσεις. Ασβεστόλιθοι του Ανώτερου Κρητιδικού Αποτελούν τεκτονικά καταπονηµένους σχηµατισµούς που καταλαµβάνουν σηµαντικές εκτάσεις των πρόβουνων του Παναχαϊκού και είναι πλακώδεις µε λεπτές παρεµβολές πυριτόλιθων και αργιλικών σχιστόλιθων. Υπέρκεινται των σχιστοκερατολίθων και συναντώνται στα ανατολικά τµήµατα της περιοχής (ύψωµα «Τρανός Βράχος», αλλά και στα βορειοανατολικά του Ν. Σουλίου. Σχηµατισµοί µεταβατικής προς το φλύσχη σειράς Πρόκειται για εναλλαγές από λεπτοπλακώδεις ασβεστόλιθους, µαργαϊκούς ασβεστόλιθους, µάργες, ψαµµούχες µάργες, και κατά θέσεις κερατόλιθους που χαρακτηρίζονται για το σχετικά ήπιο ανάγλυφο, την έντονη πτύχωση και ισχυρή διάρρηξη και αναπτύσσονται στο µεγαλύτερο τµήµα της περιοχής έρευνας. Αποτελούν γενικά σχηµατισµούς µετάβασης από τα ανθρακικά πετρώµατα προς το Φλύσχη. Ιζήµατα Φλύσχη (ζώνης Πίνδου) Αποτελούνται από Ηωκαινικής Παλαιοκαινικής ηλικίας ψαµµίτες, αργιλικούς σχιστολίθους, µαργαϊκούς ασβεστολίθους, καθώς και φακοειδείς ενστρώσεις κροκαλοπαγών. εν έχουν σηµαντική επιφανειακή εµφάνιση στην περιοχή, παρά µόνο κοντά στα νότια όρια της κατολισθαίνουσας ζώνης Καρυάς. ιλουβιακές αποθέσεις
Κεφ.5: Γεωλογικές συνθήκες 19 Κυρίως άργιλοι, ιλύες και άµµοι, ερυθρές αργιλοµιγείς άµµοι, καθώς και ηµισυνεκτικά µέχρι συνεκτικά χαλαρά κροκαλοπαγή. Καταλαµβάνουν το µεγαλύτερο τµήµα των κατάντη εκτάσεων της περιοχής έρευνας, στην ευρύτερη περιοχή του οικισµού του Ν. Σουλίου. Κορήµατα κλιτύων Αποτελούνται από χαλαρά ασύνδετα αδροµερή κυρίως υλικά, όπως από ποικίλου µεγέθους λατύπες και θραύσµατα ασβεστολιθικής και κερατολιθικής προέλευσης, καθώς και ογκόλιθους ποικίλων διαστάσεων. Έχουν αποτεθεί σε πρανή µε συνήθως ισχυρές κλίσεις, ενώ έχουν τροφοδοτήσει µε υλικά τις παλαιότερες κατολισθητικές κινήσεις. Το ενδιάµεσο λεπτοµερές υλικό προέρχεται από τη διάβρωση των πετρωµάτων της σειράς Ωλονού Πίνδου και είναι αργιλοϊλυώδες έως αµµοϊλυώδες µε καστανέρυθρο χρώµα. Καταλαµβάνουν σηµαντικό τµήµα της περιοχής έρευνας και το πάχος τους κυµαίνεται από 0 έως και 15m σε ορισµένες θέσεις. Αποθέσεις κοίτης ποταµών και χειµάρρων Εντοπίζονται στην κοίτη του Γλαύκου και του Ελεκίστρα όπου και αποκτούν σηµαντικό πάχος, καθώς και σε αυτές των δευτερευόντων κλάδων τους. Πρόκειται για αδροµερή χαλαρά έως και ασύνδετα υλικά, κύρια από κροκάλες, χάλικες και ψηφίδες ασβεστολιθικής, κερατολιθικής και ψαµµιτικής σύστασης, άµµους ποικίλης διαβάθµισης, καθώς και ελάχιστα αργιλοϊλυώδους σύστασης λεπτοµερή υλικά. Το πάχος τους είναι κυµαινόµενο ανάλογα µε την τάξη και το τµήµα του υδρογραφικού άξονα που καλύπτουν. Υλικά πρόσφατων και παλαιότερων κατολισθητικών κινήσεων Πρόκειται για πρόσφατα αναµοχλευµένες εδαφικές µάζες κορηµάτων από ασβεστολιθικά και κερατολιθικά θραύσµατα σε ανάµιξη µε αργιλοϊλυώδη λεπτοµερή, που εντοπίζονται στην κατολισθαίνουσα ζώνη της Καρυάς. Αποτελούν ολισθηµένα υλικά που αποτέθηκαν στην περιοχή κατά τα κατολισθητικά φαινόµενα των ετών 1962, 1999 και 2001.
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 20 6.Υ ΡΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ Υ ΡΟΓΕΩΛΟΓΙΚΑ Ε ΟΜΕΝΑ 6.1.Υδροµετεωρολογικά και υδρολογικά στοιχεία Σχετικά µε την απορροή της ευρύτερης περιοχής, αυτή γίνεται µε τη βοήθεια των δευτερευόντων κλάδων των ποταµών Γλαύκου και του Ελεκίστρα, που διασχίζουν τα πρανή της περιοχής και µε γενική διεύθυνση ΒΑ/ική Ν /ική και Β /ική ΝΑ/ική καταλήγουν στους παραπάνω ποταµούς. Ο Γλαύκος αποτελεί τον κύριο και σπουδαιότερο υδρογραφικό άξονα της περιοχής µε µόνιµη ροή. Πηγάζει από το Παναχαϊκό όρος και τροφοδοτούµενος από διάφορες µικρότερες πηγές (Κεφαλόβρυσο, Βερδένικο, κ.λπ.) διασχίζει την οµώνυµη πεδιάδα όπου και χρησιµοποιείται εντατικά για αρδεύσεις ενώ ελάχιστη ποσότητα νερού εκβάλλει κατά το καλοκαίρι στη θάλασσα κοντά στην περιοχή Ιτιές. Η µέση ετήσια παροχή του ποταµού για την περίοδο 1975 1991 ήταν της τάξεως των 1,50 m 3 /sec. Από το έτος 1927 παρέχει ηλεκτρικό στην πόλη της Πάτρας µε τον υδροηλεκτρικό σταθµό που βρίσκεται εντός των ορίων της περιοχής έρευνας. Κατά µήκος της ροής του γίνεται συχνά διάθεση υγρών αποβλήτων, όπως οικιακά και βιοµηχανικά λύµατα, χωρίς καµία επεξεργασία µε αποτέλεσµα την πρόκληση σηµαντικών επιπτώσεων στο θαλάσσιο και χερσαίο περιβάλλον. Το ρέµα Ελεκίστρας συµβάλλει στο ιακονιάρη, δεν έχει µόνιµη ροή και έχει γίνει εκτροπή του µε σκοπό οι χειµερινές απορροές του να καταλήγουν στην κοίτη του Γλαύκου. Το έργο περιλαµβάνει κανάλι εκτροπής µήκους 2.030 m, που καταλήγει στο Γλαύκο, µεγάλο µέρος του οποίου εµπίπτει στην περιοχή έρευνας. Στα πλαίσια της έρευνας έγινε αναγνώριση και αποτύπωση: των ρεµάτων µόνιµης και εποχιακής ροής που διασχίζουν την περιοχή των ορίων των τοπικών υδροκριτών Επίσης έγινε προσπάθεια καταγραφής των θέσεων των υφιστάµενων υδροµαστευτικών έργων στην περιοχή και διαπιστώθηκε η ύπαρξη κάποιων δηµοτικών υδρογεωτρήσεων, η θέση των οποίων αποτυπώνεται στον Χάρτη Πληροφόρησης στο Παράρτηµα (Χάρτης 1). Το σηµαντικότερο από τα ρέµατα εποχιακής ροής που διασχίζει την περιοχή έρευνας είναι ο χείµαρρος «Βούδακας» που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά όρια του οικισµού της Καρυάς, έχει διεύθυνση σχεδόν ΒΑ/ική Ν /ική, αποστραγγίζει την ευρεία λεκάνη της περιοχής Πουρναρόκαστρο, καταλήγει στον Γλαύκο και παρουσιάζει σηµαντικές εποχιακές παροχές που εκτός από τις βροχοπτώσεις ενισχύονται από την
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 21 τήξη του χιονιού που είναι παχύ στη λεκάνη απορροής του. Τοπικά, αποτελεί το Βόρειο όριο της κατολισθαίνουσας ζώνης της Καρυάς, διαρρέει την περιοχή του πόδα της κατολίσθησης και για το λόγο αυτό, από τα υλικά των κατολισθήσεων του 1962 και 1999 έγινε απόφραξη της ροής του µε αποτέλεσµα το σχηµατισµό µικρών λιµνών βάθους µέχρι και τέσσερα µέτρα. Μετά τις κατολισθήσεις του 2001 έχει γίνει εγκιβωτισµός της κοίτης του συγκεκριµένου ρέµατος στο µεγαλύτερο µήκος του στα όρια της κατολισθαίνουσας ζώνης. (εικόνα 6.1). Εικόνα 6.1: Εγκιβωτισµός της κοίτης του χείµαρρου Βούδακα. Επάνω: στο βόρειο όριο της κατολίσθησης της Καρυάς, παράλληλα µε την επαρχιακή οδό. Κάτω: βόρεια του πόδα της κατολίσθησης του 2001(ΦΩΤ.3 στον Χάρτη 1) Οι κύριες λεκάνες απορροής τροφοδοτούν τα βασικά ρέµατα της περιοχής µε πιο σηµαντική τη λεκάνη του Βούδακα που καλύπτει τη νότια περιοχή έρευνας και αποτελείται από επιµέρους δευτερεύουσες λεκάνες των εποχιακών ρεµάτων που συµβάλουν στον
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 22 κεντρικό κλάδο. Στη βόρεια περιοχή οι κύριες λεκάνες τροφοδοτούν εποχιακά ρέµατα που απολήγουν στον Ελεκίστρα (περιοχή Αλωνάκι), καθώς και στο κανάλι εκτροπής του Ελεκίστρα (Β /ική περιοχή οικισµού Καρυάς που παρουσιάζει και έντονη οικοδοµική δραστηριότητα). Για την λεπτοµερέστερη περιγραφή των υδροµετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή, έγινε επεξεργασία και ανάλυση των υδροµετεωρολογικών στοιχείων του σταθµού Πατρών της Ε.Μ.Υ. που καλύπτουν το χρονικό διάστηµα 1931 1998 (οπότε και διακόπηκε η λειτουργία του συγκεκριµένου σταθµού) καθώς επίσης και του Φυτοπαθολογικού Σταθµού Πατρών το διάστηµα 1996 σήµερα. Παρά το γεγονός, ότι συχνά το µικροκλίµα σε µικρή περιοχή µπορεί να αποκλίνει σηµαντικά από τις µέσες κλιµατικές συνθήκες αυτής, θεωρείται ότι οι υδροµετεωρολογικές συνθήκες που καταγράφονται στους παραπάνω σταθµούς, καλύπτουν επαρκώς το καθεστώς στην ευρύτερη περιοχή έρευνας. Τα υδροµετεωρολογικά δεδοµένα του µετεωρολογικού σταθµού της ΕΜΥ Πατρών για τη χρονική περίοδο 1931 1998 και του Φυτοπαθολογικού Σταθµού Πατρών το διάστηµα 1996 2004 µετά τη συµπλήρωση και οµοιογενοποίησή τους δίνονται στο Παράρτηµα 1. Από την επεξεργασία και ανάλυση των υδροµετεωρολογικών στοιχείων, τα αποτελέσµατα της οποίας δίνονται στα γραφήµατα 6.1 έως 6.5 και τον Πίνακα 6.1, εξάγονται τα παρακάτω συµπεράσµατα: Παρατηρείται γενικά ευρεία διακύµανση του ετήσιου συνολικού ύψους των βροχοπτώσεων που κυµαίνεται γενικά από 400 1000 mm. Έτσι, σε συνδυασµό µε τη φύση των σχηµατισµών δικαιολογείται µία σηµαντική διαβρωτική δράση που παρατηρείται σε αυτούς. Σηµειώνεται βέβαια µια τάση µείωσης των βροχοπτώσεων κατά το µακρύ χρονικό διάστηµα των 75 περίπου τελευταίων ετών (Γράφηµα 6.1). Τους χειµερινούς µήνες το ποσοστό των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων αντιστοιχεί στο 46% περίπου του συνόλου του ετήσιου όγκου τους, ενώ αυτό των θερινών µηνών δεν ξεπερνά το 3% (Γράφηµα 6.3). Η πορεία των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων στη διάρκεια του έτους είναι ακριβώς αντίθετη από αυτήν της θερµοκρασίας (Γραφήµατα 6.2 και 6.5). Έτσι, οι γεωλογικοί σχηµατισµοί (ιδιαίτερα οι αργιλικής σύστασης) έχοντας υποστεί έντονη συστολή κατά τους θερινούς µήνες δέχονται κατά το χειµώνα σηµαντικό όγκο ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων, που είτε αποχετεύεται είτε διακινείται µε υστέρηση. Αποτέλεσµα αυτού είναι στις ασταθείς ζώνες πρανών, να δηµιουργούνται επιρρεπείς σε κατολίσθηση ή ολίσθηση µάζες. Το σχετικά αυξηµένο θερµοκρασιακό εύρος που παρατηρείται όλη την περίοδο του χρόνου, σε συνδυασµό µε την υψηλή γενικά υγρασία (67% περίπου), ευνοούν τη
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 23 δράση των παραγόντων διάβρωσης και αποσάθρωσης καθώς και τη γρήγορη ανάπτυξη της βλάστησης (Γράφηµα 6.5 και Πίνακας 6.1). Για την πλειονότητα των σχηµατισµών που δοµούν την περιοχή που ερευνήθηκε και χαρακτηρίζονται σαν ευκολοδιάβρωτοι, η συνδυασµένη διαδοχική επίδραση της θερµικής αποσάθρωσης (θερινή περίοδος) και της µηχανικής διάβρωσης (χειµερινή περίοδος), προκαλεί πρόσθετη χαλάρωση της συνοχής τους και κατ επέκταση µείωση της αντοχής τους. Στη συγκεκριµένη περιοχή, οι σχηµατισµοί υφίστανται, όπως ήδη αναφέρθηκε, αυξηµένη επιβάρυνση, που σε συνδυασµό µε τις µορφολογικές συνθήκες (απότοµα πρανή κ.λπ), επιφέρουν την πρόσθετη χαλάρωση και εποµένως τη µεταφορά τοπικά τµηµάτων των πρανών σε κατάσταση ασταθούς ισορροπίας µε πιθανή την εκδήλωση κατολισθήσεων. ΜΗΝΕΣ Μέση Υγρασία (%) ΙΑΝ 72 ΦΕΒ 71 ΜΑΡ 68 ΑΠΡ 68 ΜΑΙ 65 ΙΟΥΝ 63 ΙΟΥΛ 60 ΑΥΓ 60 ΣΕΠ 65 ΟΚΤ 69 ΝΟΕ 73 ΕΚ 73 ΜΕΣΟ ΕΤΗΣΙΟ 67,25 Πίνακας 6.1:. Μέση µηνιαία υγρασία στην πόλη της Πάτρας
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 24 1400 1200 1000 Συνολικό ετήσιο ύψος (mm) 800 600 400 200 0 1931 1941 1951 1961 1971 1981 1991 2001 ΕΤΟΣ Γράφηµα 6.1: Ετήσια κατανοµή του συνολικού ύψους των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων (σε mm ύψους βροχής) στην Πάτρα για τη χρονική περίοδο 1931 2004 140 120 100 Μέσο µηνιαίο ύψος (mm) 80 60 40 20 0 Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος εκέµβριος Γράφηµα 6.2: Μηνιαία κατανοµή του µέσου ύψους των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων (σε mm ύψους βροχής) στην Πάτρα για τη χρονική περίοδο 1931 2004
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 25 Εποχιακή κατανοµή (%) του µέσου ύψους βροχής για την περίοδο 1931-2004 31% 46% 3% Χειµώνας Ανοιξη 20% Καλοκαίρι Φθινόπωρο Γράφηµα 6.3: Εποχιακή κατανοµή του µέσου ύψους των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων (σε mm ύψους βροχής) στην Πάτρα για τη χρονική περίοδο 1931 2004. Μέση Ετήσια Θερµοκρασία για τα Έτη 1955-2004 o C 20,0 18,0 16,0 14,0 12,0 10,0 1955 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 Γράφηµα 6.4: ιακύµανση της µέσης ετήσιας θερµοκρασίας για τη χρονική περίοδο 1955-2004.
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 26 o C 30,0 25,0 20,0 15,0 10,0 5,0 Μηνιαίες Μέσες Θερµοκρασίες για τα Έτη 1955-2004 Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέµβριος Οκτώβριος Νοέµβριος εκέµβριος Μέση Μέση Ελάχιστη Μέση Μέγιστη Γράφηµα 6.5: Μέσες Μηνιαίες τιµές θερµοκρασίας (σε βαθµούς Κελσίου) στην Πάτρα για τη χρονική περίοδο 1955 2004
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 27 6.2.Υδρογεωλογικές συνθήκες Η υδρογεωλογική συµπεριφορά των γεωλογικών σχηµατισµών που συµµετέχουν στη γεωλογική διάρθρωση της περιοχής, λόγω της διαφορετικής λιθολογικής σύστασης που εµφανίζουν και της έντονης τεκτονικής καταπόνησης που έχουν υποστεί, παρουσιάζει σηµαντικές διαφοροποιήσεις. Υδροπερατοί σχηµατισµοί. Οι ασβεστολιθικοί σχηµατισµοί της περιοχής είναι συνήθως ισχυρά κερµατισµένοι λόγω των εφιππευτικών κινήσεων µε πλήθος µικρών και µεγάλων διαρρήξεων και εποµένως χαρακτηρίζονται σαν δευτερογενώς υδροπερατοί σχηµατισµοί. Τα κορήµατα κλιτύος, οι κώνοι κορηµάτων και οι ολισθηµένες µάζες, οι αποθέσεις κοίτης χειµάρρων, οι αδροµερείς διλλουβιακές αποθέσεις χαρακτηρίζονται από αυξηµένη υδροπερατότητα, η οποία πάντως ποικίλει µέσα σε ευρέα όρια ανάλογα µε την κοκκοµετρική σύστασή τους, αφού λόγω της ανοµοιογενούς δοµής τους παρουσιάζουν συχνές διαφοροποιήσεις τόσο στην οριζόντια όσο και στην κατακόρυφη διεύθυνση. Ηµιπερατοί σχηµατισµοί. Οι σχιστοκερατόλιθοι µπορούν να θεωρηθούν γενικώς από ηµιπερατοί έως υδροπερατοί σχηµατισµοί. Ο ισχυρός κατακερµατισµός τους έχει δηµιουργήσει ένα σηµαντικό δευτερογενές πορώδες, όµως η υδροπερατότητά τους επηρεάζεται από την παρουσία αργιλικών και µαργαϊκών ενστρώσεων που εµποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία του νερού εντός του δευτερογενούς πορώδους. Οι σχηµατισµοί της µεταβατικής προς το φλύσχη σειράς χαρακτηρίζονται ως ηµιπερατοί και κατά θέσεις υδροπερατοί σχηµατισµοί. Λόγω της ανοµοιογενούς δοµής, της έντονης τεκτονικής καταπόνησης δεν είναι δυνατός ο σχηµατισµός στο εσωτερικό τους ενιαίου υδροφόρου ορίζοντα. Η υροπερατότητα ποικίλει από σχετικά µεγάλη σε θέσεις όπου επικρατούν ασβεστόλιθοι έως µικρή όπου υπερέχει η συµµετοχή των αργιλοµαργαϊκών υλικών. Στεγανοί σχηµατισµοί. Τα ιζήµατα του φλύσχη αποτελούν στο σύνολό τους στεγανούς σχηµατισµούς, που απαγορεύουν την κατείσδυση του νερού. Όµως, λόγω της έντονης τεκτονικής καταπόνησης, της παρουσίας διαρρήξεων και της εµφάνισης ψαµµιτικών οριζόντων είναι δυνατόν να αναπτύσσουν κατά θέσεις µικρή δευτερογενή υδροπερατότητα, δίνοντάς τους τοπικά το χαρακτήρα του ηµιπερατού σχηµατισµού.
Κεφ.6: Υδρολογικά και υδρογεωλογικά δεδοµένα 28 Τα αργιλικά και γενικά τα αργιλοµιγή ιζήµατα των διλλουβιακών αποθέσεων αποτελούν επίσης στεγανούς σχηµατισµούς. Οι γεωλογικοί σχηµατισµοί οι οποίοι διαµορφώνουν σε µεγάλο βαθµό τις υδρογεωλογικές συνθήκες της περιοχής έρευνας είναι οι σχηµατισµοί της µεταβατικής προς φλύσχη σειράς καθώς επίσης και τα υλικά των κορηµάτων κλιτύων που κυριαρχούν στο χώρο έρευνας. Σηµειώνεται ότι τα υλικά των κορηµάτων όσο και τα αποσαθρωµένα υλικά της µεταβατικής ζώνης δέχονται σηµαντικές ποσότητες νερών από πλευρική τροφοδοσία των ασβεστολίθων και κερατολίθων, µε αποτέλεσµα τη διαµόρφωση πιεζοµετρικής στάθµης σε αυτά που σε περιόδους έντονων και παρατεταµένων βροχοπτώσεων, ανέρχεται σχεδόν µέχρι την επιφάνεια του ήπιου αναγλύφου. Ιδιαίτερα τα κορήµατα, όταν έχουν σηµαντική εξάπλωση και πάχος και επικάθονται στα ιζήµατα του φλύσχη, που είναι στεγανοί σχηµατισµοί, εµφανίζουν συχνά φαινόµενα αστάθειας. Υπάρχει ο κίνδυνος, σε θέσεις ευνοϊκής µορφολογίας και σε συνδυασµό µε την επίδραση άλλων (πχ ανθρωπογενών) παραγόντων, εκδήλωσης µικρής ή και µεγάλης κλίµακας κατολισθητικών φαινοµένων (π.χ. κατολισθητικά φαινόµενα 1999, 2001).