ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Η ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΛΟΓΩ ΕΝΕΧΥΡΟΥ Τριμελής επιτροπή : Γεώργιος Τριανταφυλλάκης Απόστολος Καραγκουνίδης Χρήστος Μαστροκώστας Εισηγήτρια: Μόλβαλη Ευφροσύνη (Α.Μ. 1945/2011)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟ Ι. Έννοια εμπράγματου δικαιώματος... 3 ΙΙ. Γενικά για το ενέχυρο... 4 ΙΙΙ. Γενικά για το ενέχυρο πράγματος... 5 ΙV. Γενικά για το ενέχυρο δικαιώματος... 6 V. Γενικά για το ενέχυρο απαίτησης... 7 VI. Ειδικότερα το ενέχυρο επί αξιογράφων... 8 VII. Διακρίσεις του ενεχύρου επί των αξιογράφων... 9 1. Ενέχυρο επί ανώνυμων αξιογράφων ή στον κομιστή... 9 2. Ενέχυρο επί αξιογράφων εις διαταγή... 10 3. Ενέχυρο επί ονομαστικών αξιογράφων... 11 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΕΝΕΧΥΡΟΥ Ι. Γενικές παρατηρήσεις για τη... 12 1. Έννοια και νομικά χαρακτηριστικά... 12 2. Συρροή βασικής (υποκείμενης) και εκτελεστικής (από συναλλαγματική) σχέσης 13 3. Οικονομική σημασία και λειτουργία της συναλλαγματικής... 14 II.Έννοια και νομοθετικό πλαίσιο ενεχύρου επί συναλλαγματικής... 16 III.Τρόποι σύστασης ενεχύρου επί συναλλαγματικής... 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ Ι. Γενικές παρατηρήσεις για την οπισθογράφηση... 18 1. Έννοια οπισθογράφησης... 18 2. Νομική φύση οπισθογράφησης... 19 3. Τύπος οπισθογράφησης και περιεχόμενο της οπισθογράφησης... 20 4. Αποτελέσματα της οπισθογράφησης... 21 Α. Νομιμοποιητικό αποτέλεσμα... 21 Β. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα... 23 Γ. Εγγυητικό αποτέλεσμα... 25 IΙ. Πεδίο εφαρμογής ενεχυρικής οπισθογράφησης... 26 IΙΙ. Ενεχυρική οπισθογράφηση καθαυτή... 27 1. Όροι σύστασης... 27 2. Αποτελέσματα από την ενεχυρική οπισθογράφηση... 29 Α. Νομική θέση κομιστή και σχέση του με τον οπισθογράφο... 30 Β. Ενστάσεις κατά του ενεχυρούχου δανειστή... 34 Γ. Περαιτέρω οπισθογράφηση της ενεχυρασθείσας συναλλαγματικής... 37 Δ. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα... 37 Ε. Νομιμοποιητικό αποτέλεσμα... 39 ΣΤ. Εγγυητικό αποτέλεσμα... 40 ΙV. Απόσβεση του ενεχυρικού δικαιώματος... 41 V. Είδη οπισθογράφησης - διάκρισή τους από την οπισθογράφηση λόγω ενεχύρου. 41 1. Πλήρης ή τακτική οπισθογράφηση... 41 2. Λευκή οπισθογράφηση... 42 3. Οπισθογράφηση ουχί εις διαταγή και οπισθογράφηση άνευ ευθύνης... 43 4.Όψιμη οπισθογράφηση ή μετοπισθογράφηση... 44 5.Φανερή και καλυμμένη λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση... 45 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.Δ. 17.7/13.8/1923 ΠΕΡΙ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΕΠΙ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ 48
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι. Σύσταση κατά τα άρθρα 1211 επ. ΑΚ... 49 ΙΙ. Σύσταση κατά τις ΑΚ 1247 εδ. β, γ και 1248... 49 1. Πεδίο εφαρμογής... 50 2. Όροι σύστασης... 52 3. Νομική θέση ενεχυραστή... 54 4. Νομική θέση ενεχυρούχου δανειστή... 55 5. Ο οφειλέτης της ενεχυρασμένης απαίτησης... 55 6. Διάκριση της ενεχύρασης κατά το κοινό δίκαιο και το δίκαιο της συναλλαγματικής 55 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΉΣ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΙΣΤΩΣΗΣ Ι. Χορήγηση δανείου με ενεχύραση συναλλαγματικής... 57 ΙΙ. Προεξόφληση της συναλλαγματικής... 57 ΙΙΙ. Ενεχύραση συναλλαγματικής ως μέσο πίστωσης σε αλληλόχρεο λογαριασμό... 59 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΕΝΕΧΥΡΟΥ Ι. Γενικές παρατηρήσεις για την επιταγή... 61 1. Έννοια και νομικά χαρακτηριστικά επιταγής... 61 2. Οικονομική σημασία της επιταγής... 62 3. Είδη επιταγής... 64 Α. Επιταγή ονομαστική ή επιταγή ουχί εις διαταγή... 64 Β. Επιταγή σε διαταγή... 64 Γ. Επιταγή ανώνυμη ή εις τον κομιστή... 65 4. Διαφορές της επιταγής από τη συναλλαγματική... 65
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ Ν. 5960/1933 Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις)... 67 ΙΙ. Αδυναμία σύστασης ενεχύρου σε επιταγή εις διαταγήν με οπισθογράφηση... 68 1. Αδυναμία και ακυρότητα σύστασης ενεχύρου σε επιταγή με οπισθογράφηση κατά το νόμο 5960/1933... 68 2. Αδυναμία σύστασης ενεχύρου με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 19 ν. 5325/193268 ΙΙI. Δυνατότητα οπισθογράφησης της επιταγής σε διαταγή λόγω ενεχύρου... 71 1 Σκοπός της επιταγής και ενεχύραση της... 71 2. Έλλειψη διάταξης κανόνα στο ν. 5960/1933... 73 IV. Η διάταξη του άρθρου 11 ν. 1957/1991... 77 2. Αδυναμία σύστασης ενεχύρου με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 19 ν. 5325/1932 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΔΙΚΑΙΟ Ι. Η ενεχύραση της επιταγής κατά τα άρθρα 1211 επ. ΑΚ... 78 ΙΙ. Η ενεχύραση επιταγής κατά άρθρο 1251 ΑΚ... 79 1. Δυνατότητα ενεχύρασης... 79 2.Αποτελέσματα της ενεχύρασης της επιταγής κατά το άρθρο 1251 ΑΚ... 80 ΙΙΙ. Ενεχύραση επιταγής εις διαταγή κατά τις διατάξεις 1247 1248 ΑΚ... 82 ΙV. Ενεχύραση της επιταγής εις διαταγή κατά το άρθρο 1244 ΑΚ... 83 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΕΝΕΧΥΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΑΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ Ν.Δ. 17.7/13.08.1923 84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΉΣ ΩΣ ΜΕΣΟ ΠΙΣΤΩΣΗΣ Ι. Χορήγηση δανείου με ενεχύραση συναλλαγματικής... 86 ΙΙ. Προεξόφληση της επιταγής... 87 ΙΙΙ. Ενεχύραση επιταγής ως μέσο πίστωσης σε αλληλόχρεο λογαριασμό... 88 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 89 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 91
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ αστικός κώδικας ΑΠ Άρειος Πάγος Αρμ. Αρμενόπουλος (νομικό περιοδικό) αριθμ. αριθμός Βλ. (ή βλ.) Βλέπε Γνμδ Γνωμοδότηση εδ. εδάφιο ΕΕμπΔ Επιθεώρηση Εμπορικού Δικαίου (νομικό περιοδικό) έκδ. έκδοση ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη (νομικό περιοδικό) επ. επόμενα ΕπισκΕΔ Επισκόπηση Εμπορικού δικαίου (νομικό περιοδικό) Εφ Εφετείο ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΜΠρ Μονομελές Πρωτοδικείο Ν. ( ή ν.) Νόμος Ν.Δ. (ή ν.δ.) Νομοθετικό Διάταγμα ΝοΒ Νομικό Βήμα Ολομ. Oλομέλεια ό.π. όπως παραπάνω περ. περίπτωση ΠΠρ Πολυμελές Πρωτοδικείο Πρ Πρωτοδικείο π.χ. παραδείγματος χάριν ΣτΕ Συμβούλιο της Επικρατείας σελ. σελίδα υποσ. υποσημείωση
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η σπουδαιότητα της οικονομικής πίστης στη σύγχρονη συναλλακτική ζωή δε χρειάζεται να τονιστεί. Η παροχή πιστώσεων για σκοπούς επενδυτικούς, παραγωγικούς αλλά και καταναλωτικούς αποτελεί θεμέλιο της οικονομικής δραστηριότητας. Χωρίς αυτήν θα ήταν αδύνατη η πραγμάτωση και η εξέλιξη επενδυτικών και παραγωγικών προγραμμάτων. Τόσο η επιχείρηση- με μεγαλύτερες οικονομικές απαιτήσεις, αλλά και εν συνεχεία ο καταναλωτής- με μικρότερες επιταγές, εάν έπρεπε να εξοικονομήσουν πρώτα ολόκληρο το τίμημα για να μπορέσουν να αποκτήσουν τα αγαθά που χρειάζονται, θα επηρεαζόταν δυσμενώς η αύξηση της παραγωγής, η απασχόληση του εργατικού δυναμικού και η οικονομική ανάπτυξη. Η πιστωτική βάση του κάθε προσώπου έχει ιδιαίτερη σημασία για την εκ μέρους του ανάπτυξη οποιασδήποτε οικονομικής δραστηριότητας και για οποιουσδήποτε σκοπούς. Κάθε πιστοδότηση είναι συνυφασμένη με τον κίνδυνο της μη είσπραξης του ποσού της πίστωσης και των τόκων του 1. Από τον κίνδυνο αυτό, να πάψει τις πληρωμές ο οφειλέτης ή να βρεθεί σε αδυναμία πληρωμής, επιδιώκει να εξασφαλιστεί ο δανειστής εξαρτώντας τη χορήγηση της πίστωσης από την παροχή κατάλληλων και ικανών ασφαλειών. H επιδίωξη του πιστοδότη για την απόκτηση της εξασφάλισης δικαιολογείται από τη δυσπιστία του ως προς τη φερεγγυότητα του πιστούχου, από την ανησυχία του για την ενδεχόμενη οικονομική κρίση του τελευταίου, με άλλα λόγια από την επιθυμία του να είναι βέβαιος ότι θα εισπράξει το ποσό της πίστωσης. Τις περισσότερες φορές η παροχή πίστωσης εξελίσσεται ομαλά, με την έννοια ότι ο πιστούχος ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του, και έτσι η ενεργοποίηση της δοθείσας ασφάλειας δεν καθίσταται αναγκαία. Πράγματι, ως πιο ευπρόσδεκτη εξασφάλιση θεωρείται στις συναλλαγές εκείνη, στην οποία δε θα χρειασθεί να ανατρέξουν οι συναλλασσόμενοι. Επειδή όμως ποτέ δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ανώμαλης εξέλιξης μιας πιστωτικής σύμβασης, ο πιστοδότης είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να επιδιώξει την απόκτηση κατάλληλων και επαρκών ασφαλειών, οι οποίες θα αποτρέψουν ή θα μειώσουν τον πιθανό κίνδυνο ζημίας του. Ως ασφάλεια ή εξασφάλιση εννοούμε τη θέση στη διάθεση του πιστοδότη περιουσιακών στοιχείων, στα οποία θα μπορέσει αυτός να ανατρέξει για να ικανοποιηθεί, αν ο πιστούχος δεν εξοφλήσει το ποσό της πίστωσης. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία μπορεί να ανήκουν στον ίδιο τον πιστούχο (π.χ. υποθήκη σε ακίνητο) ή σε τρίτο πρόσωπο που δέχεται να παράσχει ασφάλεια για τον οφειλέτη (π.χ. υποθήκη σε ακίνητο τρίτου), να συνίσταται σε δικαιώματα ενοχικά (π.χ. εγγύηση) ή εμπράγματα (π.χ. ενέχυρο, υποθήκη) 2. Μεγαλύτερη πρακτική σπουδαιότητα έχει η εμπράγματη 1 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ, 1993, σελ. 116 2 Γεωργιάδης Α., Η εξασφάλιση των Πιστώσεων, 2008, σελ. 11 1
ασφάλεια. Σ αυτήν η εξασφάλιση του δανειστή συνίσταται στο ότι αποκτά εμπράγματο δικαίωμα αξίας πάνω σε ορισμένο πράγμα (κινητό ή ακίνητο) του οφειλέτη (ή τρίτου), το οποίο δίνει τη δυνατότητα μόνο στο δικαιούχο αν ο οφειλέτης δε εξοφλήσει το χρέος, να το εκποιήσει αναγκαστικά και να ικανοποιηθεί προνομιακά από το προϊόν της αναγκαστικής εκποίησης. Κάτι τέτοιο, σε μία ιδανική οικονομικά βέβαια περίοδο, θα συνήγαγε στο γεγονός ότι η εμπράγματη ασφάλεια μειώνει σημαντικά, αν δεν εξαφανίζει τελείως, τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο δανειστής από την αφερεγγυότητα του οφειλέτη. Στην παρούσα εργασία το είδος της εμπράγματης ασφάλειας που θα μας απασχολήσει είναι αυτό του ενέχυρου και συγκεκριμένα η λειτουργία του ενέχυρου πάνω στη συναλλαγματική και την επιταγή. 2
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΕΧΥΡΟ I. Έννοια εμπράγματου δικαιώματος Α. Τα εμπράγματα δικαιώματα είναι οι νομικές μορφές εξουσίασης 3 των οικονομικών αγαθών από τον άνθρωπο. Ο ΑΚ ορίζει στο άρθρο 973 τα εμπράγματα δικαιώματα ως τα δικαιώματα που παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω στο πράγμα. Το άρθρο αυτό, σε συνδυασμό με τις διατάξεις για τα διάφορα εμπράγματα δικαιώματα (ΑΚ 1000, 1118, 1142, 1209, 1257 ) προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα είναι εξουσία πάνω στο πράγμα που έχει για ουσιαστικό περιεχόμενο τον πορισμό του συνόλου ή μέρους των ωφελειών του πράγματος, ανάλογα με το είδος του εμπράγματου δικαιώματος. Δηλαδή η έκταση και το περιεχόμενο της εξουσίας αυτής διαφέρουν ανάλογα με το συγκεκριμένο εμπράγματο δικαίωμα. Για παράδειγμα στη κυριότητα (ΑΚ 1000) ο κύριος δικαιούται να επιχειρεί κάθε νοητή ενέργεια πάνω στο πράγμα, αρκεί να μην την απαγορεύει ο νόμος. Από την άλλη ο ενεχυρούχος δανειστής δικαιούται μόνο να ικανοποιήσει την ασφαλισμένη απαίτησή του εκποιώντας το πράγμα σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει ο νόμος (ΑΚ 1209). Επομένως, το εμπράγματο δικαίωμα αποτελεί σχέση προσώπου προς πράγμα που έχει μια θετική (ή εσωτερική) πλευρά και μια αρνητική (ή εξωτερική). Η θετική είναι η άμεση εξουσίαση του πράγματος και ο πορισμός των ωφελειών του (αμεσότητα). Η αρνητική είναι η ενέργεια του δικαιώματος εναντίον όλων, δηλαδή η δυνατότητα του δικαιούχου να αποκλείει κάθε ενέργεια τρίτου πάνω στο πράγμα να επιβάλει σε όλους τους άλλους το σεβασμό της εξουσίας του πάνω στο πράγμα (απολυτότητα). Έτσι, η απολυτότητα σημαίνει ότι ο δικαιούχος μπορεί να αποκλείσει, δηλαδή να απαγορεύσει κάθε παρέμβαση τρίτου πάνω στο πράγμα, καθώς και να επιδιώξει δικαστικά την ευρύτατη προστασία που παρέχει ο νόμος στον εμπράγματο δικαιούχο. Β. Ο ΑΚ γνωρίζει και εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε ξένο δικαίωμα, ενοχικό ή εμπράγματο. Έτσι ο ΑΚ αναγνωρίζει την επικαρπία δικαιώματος (ΑΚ 1178-1182), το ενέχυρο σε δικαίωμα (ΑΚ 1247-1256) και την υποθήκη σε επικαρπία ακινήτου (ΑΚ 1259). Τα εμπράγματα δικαιώματα αυτά παρέχουν άμεση εξουσία άσκησης ή διάθεσης του βεβαρημένου ξένου δικαιώματος. Βέβαια στις περιπτώσεις των δικαιωμάτων αυτών ο όρος «εμπράγματο δικαίωμα» δεν κυριολεκτεί. Επικράτησε όμως και χρησιμοποιείται ως τεχνικός όρος που εκφράζει ορισμένη ενέργεια του δικαιώματος, δηλαδή το άμεσο και το απόλυτο της εξουσίας πάνω στο αντικείμενο (ενσώματο ή ασώματο). Πράγματι περιεχόμενο και των «εμπράγματων» δικαιωμάτων πάνω σε 3 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο Ι, σελ. 31. 3
δικαίωμα είναι η άμεση και απόλυτη εξουσία πάνω σε ξένο δικαίωμα, αδιάφορα αν το δικαίωμα αυτό παρέχει άμεση εξουσία πάνω σε ενσώματο αντικείμενο ή όχι. Παρέχουν άμεση εξουσία πάνω στο βεβαρημένο δικαίωμα με την έννοια, ότι η άσκηση ή η διάθεσή του εναπόκειται αποκλειστικά στη βούληση του εμπράγματου δικαιούχου. Π.Χ. στο ενέχυρο απαίτησης ο ενεχυρούχος δανειστής μετά τη λήξη του ασφαλισμένου χρέους εισπράττει μόνος του την ενεχυρασμένη απαίτηση (ΑΚ 1254). Η αμεσότητα αυτή έχει και εδώ για επακόλουθο την απολυτότητα, δηλαδή την ενέργεια του «εμπράγματου» δικαιώματος απέναντι σε κάθε τρίτον που παρακωλύει ή δε σέβεται την εξουσία αυτή. Κατ ακρίβεια και αυτή ακόμη η υποθήκη σε ακίνητο ή το ενέχυρο σε κινητό είναι δικαίωμα όχι πάνω σε πράγμα αλλά σε δικαίωμα, δηλαδή στην κυριότητα του άλλου. Ο ενυπόθηκος δανειστής δεν έχει δικαίωμα να ενεργήσει πάνω στο πράγμα, αλλά να διαθέσει το δικαίωμα πάνω στο πράγμα, να εκποιήσει τν ξένη κυριότητα για να ικανοποιηθεί προνομιακά από την αξία του πράγματος. Έτσι, διευρύνοντας τη διάταξη της ΑΚ 973, μπορούμε να πούμε ότι το εμπράγματο δικαίωμα είναι το δικαίωμα που παρέχει εξουσία άμεση και εναντίον όλων σε πράγμα ή σε ξένο δικαίωμα. II. Γενικά για το ενέχυρο Το κοινό ενέχυρο, στην παραδοσιακή του μορφή, δηλαδή με το πράγμα στην οιονεί νομή του δανειστή, ανταποκρίνεται σε παρωχημένες εποχές με απλές και περιορισμένες σε έκταση οικονομικές συναλλαγές 4 και έχει σήμερα περιορισμένη οικονομική σημασία ως μέσο εξασφάλισης απαιτήσεων. Προϋποθέτει ένα σύστημα κλειστής οικονομίας και λόγος έγκειται στην απαίτηση του ΑΚ να παραδίδεται το πράγμα που ενεχυράζεται στον δανειστή ή στον τρίτο και να μη μένεις την κατοχή του ενεχυραστή, ο οποίος χάνει με την ενεχύραση τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του πράγματος. Η εκμετάλλευση του πράγματος πρέπει να μην είναι απαραίτητη στον κύριό του, αφού αυτός στερείται τη φυσική εξουσία Στο πλαίσιο για παράδειγμα χρηματοδότησης επαγγελματικών ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, η σύσταση ενεχύρου σε πράγματα αναγκαία για την επαγγελματική ή επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη (εμπορεύματα, μηχανήματα), θα σήμαινε την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας του τελευταίου, αφού δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα ενεχυρασμένα πράγματα για να αποπληρώσει τις οφειλές του. Από την άλλη πλευρά, η απαίτηση για παράδοση του πράγματος είναι μειονεκτική και για τον ενεχυρούχο δανειστή, επειδή τον αναγκάζει να διαθέτει χώρο και πόρους για τη φύλαξη του ενεχυράσματος. Επιφέρει βραδύτητα στις συναλλαγές γιατί το ενεχύρασμα δεν μπορεί να εκτεθεί, επιδειχτεί, δοκιμαστεί και τελικά παραδοθεί στον αγοραστή για άμεση απόλαυση, όσο χρόνο το κατέχει ο 4 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ.190, Γεωργιάδης Α. Η εξασφάλιση των Πιστώσεων, σελ 367,378 4
δανειστής, δηλαδή δεν μπορεί να είναι εμπόρευμα.. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι το παραδοσιακό ενέχυρο- με εξαίρεση το ενέχυρο σε αξιόγραφα- δεν είναι κατάλληλο μέσο εξασφάλισης της πίστης στη σύγχρονη συναλλακτική ζωή 5. Είναι απρόσφορο τόσο στο μικρό πιστολήπτη επιχειρηματία όσο και στο μεγάλο πιστοδότη ( π.χ. τράπεζα), ο οποίος ούτε ενδιαφέρεται ούτε και μπορεί να ασκεί την οιονεί νομή στα διάφορα κινητά που του προσφέρονται ως ενέχυρο. Το ενέχυρο, γενικότερα, συνιστά εμπράγματο δικαίωμα 6 προνομιακής ικανοποίησης του δανειστή μιας απαίτησης (ΑΚ 1209) μέσω της αξίας του αντικειμένου που βαρύνεται με το ενέχυρο. Ανάλογα με το αντικείμενό του το ενέχυρο διακρίνεται σε ενέχυρο κινητού πραγματος (ΑΚ 1209 επ.) και σε ενέχυρο δικαιώματος (ΑΚ 1247 επ.), ειδική περίπτωση του οποίου συνιστά το ενέχυρο απαίτησης (ΑΚ 1249 επ.), Ενδιάμεση θέση καταλαμβάνει στην κατηγοριοποίηση αυτή το ενέχυρο επί αξιογράφων (ΑΚ 1244 επ., 1251, 1255). III. Γενικά για το ενέχυρο πράγματος Το ενέχυρο κατά τον ορισμό της ΑΚ 1209 προσδιορίζεται ως εμπράγματο δικαίωμα επί κινητού πράγματος. Το ενέχυρο παρέχει συνεπώς στον ενεχυρούχο δανειστή εξουσία άμεση και απόλυτη πάνω στο πράγμα, ενώ τα εννοιολογικά στοιχεία του είναι το κινητό πράγμα, η ασφαλιζόμενη απαίτηση και η προνομιακή ικανοποίηση. Ακριβέστερα, αντικείμενο του ενεχύρου πράγματος είναι το ξένο κινητό πράγμα και μάλιστα το δικαίωμα κυριότητας πάνω σε αυτό, αφού μόνο δικαιώματα εκποιούνται. Τα ενέχυρο αποσκοπεί αποκλειστικά στην προνομιακής ικανοποίησης του δανειστή μιας απαίτησης από την αξία ενός κινητού πράγματος ή δικαιώματος με σκοπό την εξασφάλιση μιας χρηματικής απαίτησης του δανειστή 7 και κατά τούτο συνιστά δικαίωμα αξίας 8, αντικείμενό του δε αποτελούν μόνο πράγματα που μπορούν να αξιοποιηθούν, να ρευστοποιηθούν με πλειστηριασμό. Έτσι, έγγραφα που δεν ενσωματώνουν απαίτηση, αλλά απλώς αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας έννομης σχέσης (ασφαλιστήρια, βιβλιάρια καταθέσεων), δεν μπορούν να ενεχυραστούν. Αυτός είναι και ο σκοπός άλλωστε, του ενεχύρου η προνομιακή ικανοποίηση της ασφαλιζόμενης απαίτησης 5 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ, σελ.190, Γεωργιάδης Α. Η εξασφάλιση των Πιστώσεων, σελ 367, Λιακόπουλος Θ. Στον ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Εισαγωγή 1209-1256, σελ. 280 6 Συνεπώς τα εννοιολογικά στοιχεία του εμπράγματου δικαιώματος (εξουσία πάνω σε πράγμα, εξουσία έννομη, εξουσία άμεση και απόλυτη) υπάρχουν και σε αυτό. Είναι δικαίωμα εμπράγματης ασφάλειας που αποσκοπεί στην προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το προϊόν της αναγκαστικής εκποίησης του αντικειμένου του ενεχύρου (πλειστηρίασμα). 7 Γεωργιάδης Α., Εμπράγματο Δίκαιο ΙΙ, σελ. 190. 8 Γεωργιάδης Α., ό.π., 5 αρ. 8 και 89 αρ. 17. 5
από την αξία (πλειστηρίασμα) του ενεχυρασμένου πράγματος 9. Ακολούθως, η ύπαρξη ενεχύρου δεν είναι δυνατή χωρίς την ύπαρξη απαίτησης την οποία να ασφαλίζει, οποιασδήποτε απαίτησης χρηματική ή αποτιμητής σε χρήμα. Σε αντίθεση με τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού, η οποία καταρτίζεται άτυπα, η σύσταση ενεχύρου είναι τυπική δικαιοπραξία. Η σχετική συμφωνία των μερών πρέπει να περιβληθεί τον τύπο είτε του συμβολαιογραφικού εγγράφου είτε του ιδιωτικού που φέρει βέβαιη χρονολογία. Δικαιολογία της επιβολής του παραπάνω τύπου είναι η προστασία κυρίως των τρίτων, οι οποίοι πρέπει να μπορούν να αναχθούν σε ένα ασφαλές στοιχείο για να διαπιστώσουν από πότε υπάρχει το ενέχυρο, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο ενδεχόμενης προχρονολόγησης του εγγράφου από τους συμβαλλόμενους. Εντούτοις, επειδή ο νόμος συνδέει τη σύσταση του ενεχύρου για λόγους δημοσιότητας- με την παράδοση της φυσικής εξουσίας του κινητού (ΑΚ 1211-1213), κατατάσσεται το ενέχυρο στα εμπράγματα δικαιώματα πάνω σε πράγμα. Συνέπεια αυτού είναι ότι το ενέχυρο, αναπτύσσει τη δύναμη της δίωξης. Κατά ΑΚ 1236, 1094 ο ενεχυρούχος δανειστής μπορεί να επιδιώξει την απόδοση του πράγματος ή τη διατήρηση της φυσικής εξουσίας αδιατάρακτης (ΑΚ 1236, 1108) από κάθε τρίτο που προσβάλλει το δικαίωμα του ενεχύρου. IV. Γενικά για το ενέχυρο δικαιώματος Ωστόσο, εκτός αυτού κατά ΑΚ 1247 εδ. 1 ενέχυρο μπορεί να συσταθεί και σε δικαίωμα με περιεχόμενο ανάλογο του ενεχύρου πάνω σε πράγμα ( π.χ. δικαίωμα προσδοκίας αγοράς κινητού με επιφύλαξη κυριότητας, δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας, εταιρική ιδιότητα σε προσωπικές εταιρίες εφόσον μεταβιβάζεται.). Μπορεί να συσταθεί πάνω σε οποιοδήποτε δικαίωμα και να συντρέχουν απαραιτήτως δύο βασικές προϋποθέσεις. Το βαρυνόμενο δικαίωμα πρέπει να είναι περιουσιακό 10, να έχει δηλαδή ορισμένη οικονομική αξία, να τείνει στην ικανοποίηση οικονομικών συμφερόντων. Η προϋπόθεση αυτή προκύπτει από τη φύση του ενεχύρου ως δικαιώματος αξίας. Και επειδή με τη σύσταση του ενεχύρου ο ενεχυρούχος δανειστής αποκτά την εξουσία διάθεσης του βεβαρημένου δικαιώματος, προκειμένου να ικανοποιήσει την ασφαλιζόμενη απαίτησή του, είναι λογικό ότι μόνο μεταβιβάσιμα δικαιώματα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενεχύρου, έτσι είναι ανεπίδεκτη ενεχύρου η οίκηση. Κατά την ΑΚ 1247 εδ. β, η ενεχύραση δικαιώματος γίνεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η μεταβίβασή του. Αν δεν προβλέπεται ειδικός τρόπος μεταβίβασης του δικαιώματος, εφαρμόζονται οι 9 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ.191 και Δωρής Φ. Εμπράγματη Ασφάλεια (Παραδόσεις), 1986 σελ. 105. 10 Αντικέιμενο του ενεχύρου μπορεί να αποτελέσει και η επικαρπία επί κινητού, παρά της ανυπαρξίας αντίστοιχης διάταξης με την ΑΚ 1259, η οποία ρητά προβλέπει την εγγραφή υποθήκης επί επικαρπίας. 6
διατάξεις για την εκχώρηση (ΑΚ 470), δηλαδή η σύσταση του ενεχύρου γίνεται με απλή εκχωρητική σύμβαση (ΑΚ 455). Επιπλέον, απαιτείται κατά την ΑΚ 1247 εδ. γ, για να προστατευθούν οι τρίτοι από τον κίνδυνο εμφάνισης προχρονολογημένων ενεχυράσεων, η συμφωνία για την ενεχύραση να περιβληθεί τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου ή του ιδιωτικού εγγράφου με βέβαιη χρονολογία. Με τη σύστασή του δεν αλλάζει ο φορέας του βαρυνόμενου δικαιώματος, απλώς ορισμένες εξουσίες, που πηγάζουν από το δικαίωμα αυτό, μεταφέρονται στον ενεχυρούχο δανειστή, προκειμένου να ικανοποιήσει προνομιακά από την αξία του δικαιώματος την απαίτηση που έχει κατά του ενεχυραστή ή τρίτου, Συγκεκριμένα, μεταφέρεται στον ενεχυρούχο δανειστή μέρος της εξουσίας διάθεσης που έχει ο δικαιούχος στο βαρυνόμενο δικαίωμα και που συνίσταται στη δυνατότητα αξιοποίησης του δικαιώματος αυτού είτε με εκποίηση (ΑΚ 1256, 1237) είτε αν πρόκειται για ενεχύραση απαίτησης με είσπραξη (ΑΚ 1253-1254). Στις συναλλαγές συνηθέστερη είναι η ενεχύραση αξιογράφων για την εξασφάλιση τραπεζικών πιστώσεων 11. V. Γενικά για το ενέχυρο απαίτησης Μια ειδικότερη μορφή ενεχύρου δικαιώματος είναι το ενέχυρο απαίτησης, το οποίο καταρχήν υπάγεται στη ρύθμιση εκείνου. Εντούτοις ο νομοθέτης λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία των απαιτήσεων, ρύθμισε με τις ΑΚ 1248 επ. ειδικά την ενεχύρασή τους. Οι ειδικές αυτές διατάξεις διευκολύνουν την ικανοποίηση του ενεχυρούχου δανειστή από την ενεχυρασμένη απαίτηση (ΑΚ 1254), θέτουν, όμως ως πρόσθετο όρο για τη σύσταση του ενεχύρου τη γνωστοποίηση της ενεχύρασης στον οφειλέτη της ενεχυραζόμενης απαίτησης (ΑΚ 1248). Αν δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των ειδικών αυτών διατάξεων, ισχύουν οι κανόνες που διέπουν το ενέχυρο δικαιώματος (ΑΚ 1256). Αντικείμενο ενεχύρου μπορεί να αποτελέσει οποιαδήποτε αυτοτελής απαίτηση του ουσιαστικού δικαίου, χρηματική ή τουλάχιστον μετατρέψιμη σε χρήμα 12, ανεξάρτητα αν πηγάζει από σύμβαση (π.χ. δάνειο, σύμβαση έργου) ή απευθείας από το νόμο (π.χ. αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας), αν είναι εκκαθαρισμένη ή ληξιπρόθεσμη, υπό αίρεση ή προθεσμία, γεννημένη ή μελλοντική. Συνήθης είναι στην πράξη η ενεχύραση απαίτησης για την εξασφάλιση πίστωσης που δόθηκε με ανοικτό λογαριασμό. Το ενέχυρο εξασφαλίζει εδώ την αρχική πίστωση και την αύξηση του ποσού της με τις συνήθεις τραπεζικές επιβαρύνσεις. 11 Βλ. ΕφΕθ 2545/2003 ΕλλΔνη 45, 593. 12 Αν οι απαιτήσεις δεν είναι χρηματικές, αλλά μετατρέπονται σε χρήμα, ενεχυράζονται μόνο εκείνες που αφορούν κινητά, γιατί το ενέχυρο αποτελεί δικαίωμα καταρχήν μόνο σε κινητά. 7
Η απαίτηση πρέπει επίσης να είναι μεταβιβάσιμη (ΑΚ 1247 εδ. β ). Άρα δεν μπορούν να εναχυραστούν, ως ανεκχώρητες, οι ακατάσχετες απαιτήσεις (ΑΚ 464), καθώς και εκείνες που συνδέονται στενά με το πρόσωπο του δανειστή τους ( π.χ. αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη). Η ενεχύραση μελλοντικής απαίτησης προϋποθέτει τον επαρκή προσδιορισμό της στην ενεχυρική σύμβαση. Για την ενεχύραση απαίτησης χρειάζεται απαραίτητα η ενεχυρική σύμβαση να καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό βέβαιης χρονολογίας και να γνωστοποιηθεί αυτή από τον ενεχθραστή στον οφειλέτη της ενεχυραζόμενης απαίτησης (ΑΚ 1248). Με τη γνωστοποίηση συντελείται η σύσταση του ενεχύρου και εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν η δημοσιότητα της ενεχύρασης και ο ενεχυραστής αποξενώνεται από την εξουσία να εισπράξει την απαίτηση 13. Σε αντίθεση με την ενεχυρική σύμβαση, η γνωστοποίηση δεν υπόκειται σε ορισμένο τύπο, αν και στην πράξη συνηθίζεται να γίνεται η γνωστοποίηση με επίδοση αντιγράφου της ενεχυρικής σύμβασης μέσω δικαστικού επιμελητή. VI. Ειδικότερα το ενέχυρο επί αξιογράφων Μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές εμφάνισης του ενεχύρου 14, στη σύγχρονη συναλλακτική ζωή, αποτελεί το ενέχυρο επί αξιογράφων και ιδίως, αυτό που αποβλέπει στην εξασφάλιση τραπεζικών πιστώσεων. Το αξιόγραφο είναι έγγραφο που ενσωματώνει δικαίωμα κατά τέτοιο απόλυτο τρόπο, ώστε η άσκηση και συνήθως η μεταβίβαση του δικαιώματος να προϋποθέτει αναγκαία την κατοχή του εγγράφου. Το ενέχυρο αξιογράφου θα μπορούσε να θεωρηθεί, εκ πρώτης όψεως ως ενέχυρο πράγματος, εφόσον το αξιόγραφο είναι έγγραφο και άρα κινητό πράγμα. Κατά την επικρατέστερη όμως άποψη, συστηματικά το ενσωματωμένο δικαίωμα είναι αυτό που έχει οικονομική αξία (και όχι το ίδιο το έγγραφο) και σε αυτό αποβλέπουν τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη σύσταση του ενεχύρου. Έτσι, έγγραφα που δεν ενσωματώνουν απαίτηση, αλλά απλώς αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας έννομης σχέσης (π.χ. ασφαλιστήρια), δεν μπορούν να ενεχυραστούν. Υπόψιν όλων αυτών το ενέχυρο επί εξιογράφων θα έπρεπε να εντάσσεται στην κατηγορία του ενεχύρου δικαιώματος 15. Το νομοθετικό πλαίσιο του ενεχύρου επί αξιογράφων συντίθεται από σύνολο νομοθετικών ρυθμίσεων. Ειδικές διατάξεις στον Αστικό Κώδικα, σε συνδυασμό με τις διατάξεις για το ενέχυρο 13 Βλ. ΑΠ 108/1997, ΕλλΔνη 39, 106, ΕφΘεσ 3231/1996, ΕλλΔνη 38, 896. 14 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ.567, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ. Ενεχύραση συναλλαγματικής, ΕπισκΕΔ Γ/1999, σελ. 647. 15 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ. 580, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου ό.π., σελ. 648. 8
δικαιώματος αλλά και πράγματος, αλλά και με την ειδική νομοθεσία ορισμένων αξιογράφων διαμορφώνουν το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο. VII. Διακρίσεις του ενέχυρου επί των αξιογράφων Το ενέχυρο σε αξιόγραφα διακρίνεται αντίστοιχα με τη βασική διάκριση των αξιογράφων - σε ανώνυμα ή στον κομιστή, σε εις διαταγή και σε ονομαστικά-. Έτσι, οι ίδιοι κανόνες που αναφέρθηκαν παραπάνω αντιμετωπίζουν το ενέχυρο επί ανώνυμων αξιογράφων ως ενέχυρο επί κινητού, ενώ το ενέχυρο επί αξιογράφων εις διαταγή ως ενέχυρο επί δικαιώματος. 1. Ενέχυρο επί ανώνυμων αξιογράφων ή στον κομιστή Στα ανώνυμα αξιόγραφα δεν αναγράφεται το όνομα του δικαιούχου, εκδίδονται υπέρ του κομιστή, διακρίνονται από την πλήρη ενσωμάτωση του δικαιώματος εκ του εγγράφου στο (εμπράγματο) δικαίωμα επί του εγγράφου 16. Μεταβιβάζονται όπως τα κινητά πράγματα, με συμφωνία και παράδοση του τίτλου και φορέας του ενσωματωμένου στον τίτλο δικαιώματος αναγνωρίζεται ο νόμιμος κομιστής του χαρτιού. Εξάλλου, το παραπάνω γνώρισμα είναι εκείνο που, όπως σε επίπεδο μεταβίβασης, έτσι και σε επίπεδο ενεχύρασης, στηρίζει την υποβολή των ανώνυμων αξιογράφων στη νομική μεταχείριση των κινητών. Δηλαδή, η σύσταση του ενεχύρου, η ενεχυρική σχέση, η εκποίηση του ενεχυράσματος και η απόσβεση του ενεχύρου ρυθμίζονται από τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα που αφορούν στο ενέχυρο κινητού πράγματος εκτός και αν υπάρχει άλλη ειδικότερη ρύθμιση (π.χ. ΑΚ 1244 εδ.β, 1245 ΑΚ). Σύμφωνα με το άρ. 68 ΝΔ 1923, στον κομιστή μπορούν να εκδοθούν μόνο α) τα τραπεζικά γραμμάτια, β) οι μετοχές ανωνύμων εταιριών, γ) οι μη εν όψει ομολογίες ομολογιακού δανείου ανωνύμων εταιριών και δ) τα τοκομερίδια και τα μερισματόγραφα ομολογιών και μετοχών ανωνύμων εταιριών. Στον κομιστή επίσης μπορούν να εκδοθούν η τραπεζική επιταγή (άρ. 5 εδ. α ν. 5960) και τα πιστοποιητικά καταθέσεων (άρ. 9 ν. 148/1967, όπως ισχύει σήμερα) 17. 16 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ. 580, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., ό.π., σελ. 649, Σκούρας, στον ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, 1244, σελ. 355. 17 Κιάντου Παμπούκη Α., Δίκαιο Αξιογράφων, Εκδόσεις Σάκκουλας, 1997, σελ. 29, Τριανταφυλλάκης Γ., Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων, 2008, σελ. 22 9
2. Ενέχυρο επί αξιογράφων εις διαταγή Τα αξιόγραφα εις διαταγή είναι αυτά τα οποία εκδίδονται υπέρ ορισμένου προσώπου, το οποίο κατονομάζεται σε αυτά ως δικαιούχος, έχει όμως αυτός τη δυνατότητα να υποδείξει με οπισθογράφηση και να κατονομάσει άλλο πρόσωπο ως δικαιούχο και στο οποίο θα γίνει η πληρωμή. Φορέας του ενσωματωμένου δικαιώματος είναι εκείνος ο κομιστής που κατονομάζεται ως δικαιούχος ή που υποδεικνύεται με οπισθογράφηση από τον τελευταίο. Παρατηρούμε λοιπόν ότι και τα αξιόγραφα εις διαταγή χαρακτηρίζονται από το στοιχείο της ενσωμάτωσης, με δεσμό όμως ασθενέστερο από εκείνο των ανώνυμων αξιογράφων. Δεδομένου αυτού, δικαίως ο νόμος διαφοροποιεί στον τομέα της ενεχύρασης και της μεταβίβασης τη νομική μεταχείριση των αξιογράφων εις διαταγή από αυτή των ανώνυμων, αποκλείοντας την αντιμετώπιση των πρώτων ως κινητά 18. Ειδικότερα, ο Αστικός Κώδικας αναφερόμενος στην ενεχύραση των αξιογράφων εις διαταγή, προβαίνει στις παρακάτω ορθές επιλογές: Δίνει βαρύτητα στην ενσωματωμένη στον τίτλο απαίτηση. Εν τούτοις, συνεκτιμώντας ότι η προηγούμενη απαίτηση ενσωματώνεται σε αξιόγραφο εις διαταγή, δεν αρκείται στις γενικές διατάξεις περί ενεχύρου απαίτησης, αλλά αφιερώνει στο εν λόγω ενέχυρο και δύο ειδικές διατάξεις: τις ΑΚ 1251 και 1255 1 εδ. α και 2. Με την πρώτη, εισάγει τρόπο ενεχύρασης συνεπή προς αυτόν της μεταβίβασης και, συγχρόνως, απλούστερο αλλά και ευνοϊκότερο εκείνου που ισχύει για την ενεχύραση κοινών απαιτήσεων. Συγκεκριμένα, επιτρέπει και την ενεχύραση με οπισθογράφηση 19. Εξάλλου, με τη δεύτερη από τις παραπάνω διατάξεις, ρυθμίσει το ζήτημα της είσπραξης, παρεκκλίνοντας, εν μέρει, από όσα προβλέπονται για την είσπραξη κοινών απαιτήσεων 20. Τα αξιόγραφα που μπορούν να εκδοθούν σε διαταγή αναφέρονται περιοριστικά στο άρ. 76 ν.δ. 1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών και είναι η συναλλαγματική και το γραμμάτιο σε διαταγή, εφόσον δεν περιέχεται σε αυτά η ρήτρα ουχί εις διαταγήν ή άλλη ισοδύναμη ρήτρα (άρ. 11 1 και 77 ν. 5325/1932) η τραπεζική επιταγή όταν δεν περιέχει τη ρήτρα ουχί εις διαταγήν ή δεν έχει εκδοθεί στον κομιστή (άρ. 5 και 14 2 ν.5960/1933) τα αποθετήρια των γενικών αποθηκών (αποθηκόγραφο και ενεχυρόγραφο), εφόσον δε φέρουν τη ρήτρα ουχί εις διαταγήν (άρ. 1 2, 27 2 και 30 1 ν.δ. 3077/1954 περί Γενικών Αποθηκών ). 18 19 20 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ. 582, Καρύμπαλη-Τσίπτσιου Γ., Ενεχύραση συναλλαγματικής ό.π., σελ. 649 Βλ. 190/2011 ΕφΠειρ, ΝΟΜΟΣ Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ. 582, Κιάντου Παμπούκη Α., Δίκαιο Αξιογράφων, σελ. 25, Τριανταφυλλάκης Γ., ό.π., σελ. 22 10
3. Ενέχυρο επί ονομαστικών αξιογράφων Ονομαστικά αξιόγραφα ή ονομαστικοί τίτλοι είναι εκείνοι στους οποίους κατονομάζεται το πρόσωπο, το οποίο αναγνωρίζεται ως φορέας του ενσωματωμένου δικαιώματος και δικαιούται αποκλειστικά και μόνο αυτό, να ασκήσει το δικαίωμα εκ του αξιογράφου, χωρίς να έχει το δικαίωμα να υποδείξει άλλο πρόσωπο ως δικαιούχο, όμως μπορεί ελεύθερα να μεταβιβάσει το δικαίωμά του, με εκχώρηση και συνεπώς όχι με οπισθογράφηση ή απλή παράδοση 21. Ο ΑΚ δε ρυθμίζει ειδικά το ενέχυρο σε ονομαστικούς τίτλους γι αυτό εφαρμόζονται οι διατάξεις για το ενέχυρο δικαιώματος και για το ενέχυρο πράγματος κατάλληλα προσαρμοζόμενες. Στο μέτρο που δε συντρέχει κάποιος λόγος που να επιβάλλει, ως προς τη δυνατότητα ενεχύρασης, τη διαφορετική μεταχείρισή τους από τα υπόλοιπα αξιόγραφα, είναι προφανές ότι ο Αστικός Κώδικας θεώρησε αυτονόητη την παραπάνω δυνατότητα. Εξάλλου, ο ίδιος ο κώδικας φαίνεται πως έκρινε περιττή την ειδική σχετική αναφορά. Κι αυτό γιατί και εμφανής είναι η συστηματική ένταξη του ενεχύρου επί ονομαστικών αξιογράφων στην κατηγορία του ενέχυρου δικαιώματος και επαρκείς εμφανίζονται οι γενικές ρυθμίσεις για το ενέχυρο δικαιώματος αλλά και για το ενέχυρο πράγματος, κατάλληλα προσαρμοσμένες 22, προς κάλυψη των ζητημάτων που συναρτώνται με την ενεχύραση των ονομαστικών αξιογράφων. Τη συστηματική μάλιστα υπαγωγή του εν λόγω ενεχύρου στην κατηγορία του ενεχύρου δικαιώματος δικαιολογεί η απουσία από τα ονομαστικά αξιόγραφα του στοιχείου της πλήρους ενσωμάτωσης, πράγμα που σημαίνει την υπεροχή, σ αυτά, του δικαιώματος εκ του εγγράφου έναντι εκείνου επί του εγγράφου. Άλλωστε, τη σχετική υπεροχή στηρίζει η φύση των ονομαστικών αξιογράφων, ως αξιογράφων τα οποία όχι μόνο κατονομάζουν το δικαιούχο όπως τα εις διαταγή αξιόγραφα- αλλά και μεταβιβάζονται μόνο με εκχώρηση 23. Ονομαστικά αξιόγραφα είναι η μετοχή, εφόσον αναγράφεται ο δικαιούχος της, η φορτωτική, το ασφαλιστήριο και το δελτίο αεροπορικής μεταφοράς πραγμάτων, εφόσον δεν περιέχουν τη ρήτρα εις διαταγή. 21 Γεωργιάδης Α., ό.π., σελ. 582, Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 24, Τριανταφυλλάκης Γ., ό.π., σελ. 23 22 Βλ. 996/1997 ΕφΑθ, ΝΟΜΟΣ 23 Κιάντου Παμπούκη Α., Ενεχύραση συναλλαγματικής, σελ. 650 11
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΕΝΕΧΥΡΟΥ I. Γενικές παρατηρήσεις για τη συναλλαγματική 1. Έννοια και νομικά χαρακτηριστικά συναλλαγματικής Συναλλαγματική ως προς τη νομική της φύση είναι το αξιόγραφο και σύμφωνα με το άρ. 1 ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν, εκδίδεται με τον ορισμένο τύπο της επιστολής και περιέχει την εντολή του εκδότη προς τον πληρωτή να πληρώσει στον τρίτο δικαιούχο - λήπτη της συναλλαγματικής ορισμένο χρηματικό ποσό σε ορισμένο τόπο και χρόνο 24. Η συναλλαγματική επομένως περιέχει εντολή πληρωμής και αποτελεί λογικά τριτοπρόσωπη σχέση, όπως η έκταξη του αστικού δικαίου (ΑΚ 876 επ.) κι αυτό γιατί ο νομοθέτης σε διεθνές πλαίσιο επεδίωκε με την περίπλοκη αυτή ρύθμιση να καλύψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις, που ανακύπτουν από τη χρησιμοποίηση του μέσου αυτού πίστωσης και πληρωμών. Έτσι, λοιπόν το πρόσωπο που εκδίδει τη συναλλαγματική και δίνει την εντολή πληρωμής καλείται εκδότης. Το πρόσωπο στο οποίο δίνεται η εντολή πληρωμής καλείται πληρωτής και τέλος, το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η πληρωμή καλείται λήπτης, ενώ οι μεταγενέστεροι δικαιούχοι, που απέκτησαν τη συναλλαγματική με μεταβίβαση καλούνται κομιστές. Στην πρακτική βέβαια, ο κανόνας είναι η συναλλαγματική των δύο προσώπων (ο εκδότης, που είναι ταυτόχρονα και λήπτης, και ο αποδέκτης). Ο δανειστής είναι ο εκδότης και λήπτης της ( πληρώσατε σε διαταγή εμού του ιδίου ) και ο οφειλέτης αυτός που την αποδέχεται (μονοσκελή σχέση), κάτι το οποίο διευκολύνει την κατανόηση του πολύπλοκου μηχανισμού της. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ρύθμιση μιας ενοχικής σχέσης πιστώσεως μεταξύ δύο προσώπων. Εμφανίζεται, επίσης, συχνά στην πράξη και η συναλλαγματική με ένα μόνο πρόσωπο, που είναι ταυτόχρονα εκδότης, λήπτης και αποδέκτης (άρθρο 3 1 ν. 5325/1932). Κάτι τέτοιο βέβαια, συναλλαγματική με συγκεντρωμένες όλες τις ιδιότητες σε ένα πρόσωπο, αποκτά νομική σημασία μόνο όταν οπισθογραφηθεί και μεταβιβασθεί, 24 Δελούκας Ν. Αξιόγραφα, 1980, σελ 69, Καρύμπαλη- Τσίπτσιου Γ. ό.π., σελ 651, Κιάντου-Παμπούκη Α., ό.π., σελ.79, Τριανταφυλλάκης Γ., Εισαγωγή στο δίκαιο των αξιογράφων, 2008, σελ. 49. Για την έννοια του αξιογράφου βλ. και γερμανικό δίκαιο Brox H., Handelsrechtund Wertpapierrecht, 1999, σελ.217 12
γιατί μόνο τότε προστίθεται πραγματικά ένα δεύτερο πρόσωπο, που είναι απαραίτητο για να λειτουργήσει η σχέση δανειστή και οφειλέτη. Η συναλλαγματική εκτός από τα βασικά στοιχεία ενός αξιογράφου παρουσιάζει και άλλα ειδικότερα νομικά χαρακτηριστικά 25. Έτσι, η συναλλαγματική αποτελεί καταρχήν αξιόγραφο, γιατί ενσωματώνει απαίτηση που δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς ο δικαιούχος να κατέχει το ίδιο το έγγραφο 26, πράγμα το οποίο συνάγεται απότα άρθρα 38 και 43 ν. 5325/1932, ότι δηλαδή ο κομιστής της συναλλαγματικής μπορεί να απαιτήσει πληρωμή και να ασκήσει αναγωγή, αλλά και από τα άρθρα 39 και 50 1, ότι δηλαδή η πληρωμή μπορεί να απαιτηθεί μόνο με παράδοση της συναλλαγματικής. Περαιτέρω η συναλλαγματική χαρακτηρίζεται ως αξιόγραφο με στενή έννοια και μάλιστα με στενότατη έννοια επειδή σε αυτήν ισχύει η αρχή της γραμματοπάγειας, της αυτονομίας, αλλά και της στενής ενσωματώσεως. Δηλαδή η ύπαρξη και η έκταση του δικαιώματος του δικαιούχου καθορίζεται ακριβώς και αποκλειστικά από το κείμενο του εγγράφου της, είναι αυτοτελέςανεξάρτητο από το δκαίωμα όλων των προηγούμενων δικαιούχων. Η συναλλαγματική είναι ενοχικό αξιόγραφο, διότι ενσωματώνει με οπισθογράφηση ενοχική απαίτηση και μάλιστα μόνο χρηματική (χρηματόγραφο). Είναι επιπλέον συστατικό αξιόγραφο, γιατί η απαίτηση που ενσωματώνει είναι νέα και γεννιέται με την έκδοσή της. Επίσης είναι αναιτιώδες αξιόγραφο, επειδή η απαίτηση που περιέχει είναι ανεξάρτητη από την αιτία της, δηλαδή η βασική σχέση από την οποία προήλθε δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της. Η συναλλαγματική είναι αξιόγραφο γεννημένο σε διαταγή, γι αυτό μεταβιβάζεται με οπισθογράφηση, και μόνο όταν ο εκδότης θέλει να αποκλείσει τη μεταβίβασή της με οπισθογράφηση, θέτοντας τη ρήτρα ουχί εις διαταγή, μετατρέπεται σε ονομαστικό αξιόγραφο και μεταβιβάζεται μόνο με εκχώρηση.δεν μπορεί να όμως να εκδοθεί στον κομιστή. Όταν φέρει λευκή οπισθογράφηφη μπορεί να μεταβιβαστεί με απλή παράδοση χωρίς όμως να μετατρέπεται σε αξιόγραφο στον κομιστή, διότι μπορεί και πάλι να οπισθογραφηθεί. 2. Συρροή βασικής (υποκείμενης) και εκτελεστικής (από συναλλαγματική) σχέσης Η συναλλαγματική όπως και τα άλλα χρηματόγραφα δεν υπάρχει εν κενώ. Δημιουργείται και χρησιμοποιείται στις συναλλαγές επειδή προϋπάρχει μία οικονομική (ενοχική) δοσοληψία μεταξύ 25 26 Κιάντου-Παμπούκη Α., ό.π., σελ.89-93, Κορδή-Αντωνοπούλου Μ. Η ευθύνη του οπισθογράφου στη συναλλαγματική και στην επιταγή, 2007, σελ.27, Τριανταφυλλάκης Γ. ό.π., σελ. 54 Κιάντου-Παμπούκη Α., ό.π., σελ.89, βλ. Και γερμανικό δίκαιο Brox H., ό.π., σελ.217 13
δύο προσώπων, του πιστωτή και του οφειλέτη, η οποία δεν εκκαθαρίζεται άμεσα με την εξόφληση σε μετρητά χρήματα του πρώτου από τον δεύτερο. Η ενοχική αυτή σχέση, που είναι γνωστή στη νομική ορολογία ως βασική ή υποκείμενη σχέση, διαφοροποιείται ανάλογα από το αν πρόκειται για πώληση (συνηθέστερη περίπτωση), δάνειο, εργολαβία, μίσθωση πράγματος ή εργασίας κλπ και υφίσταται ήδη πριν την έκδοση ή μεταβίβαση (οπισθογράφηση) της συναλλαγματικής, η οποία μεταβιβάζεται εξαιτίας αυτής της σχέσης. Η ευρεία χρήση της συναλλαγματικής, ως ενός από τα κύρια πιστωτικά μέσα που χρησιμοποιούνται στις συναλλαγές, εξηγείται από το γεγονός ότι με την υπογραφή της δημιουργείται μια νέα ισχυρότερη ενοχική σχέση η οποία λειτουργεί παράλληλα 27 προς τη βασική ή υποκείμενη σχέση (πώλησης κ.λ.π.) - είναι όμως πολύ δραστικότερη αυτής, δεδομένου ότι παρέχει πολύ πιο άμεσα, απτά και απρόσκοπτα αποτελέσματα για τον πιστωτή, απ ότι η δικαστική επιδίωξη ικανοποίησης από τη βασική σχέση. Ο πιστωτής με τον εξοπλισμό του με συναλλαγματική αποκτά εξαιρετικά πλεονεκτήματα: όχι μόνο μία σημαντική οικονομική αξία, που μπορεί να μεταβιβάσει περαιτέρω, αλλά και νομική κατοχύρωση τέτοια, που η θέση του, από την άποψη της εξασφάλισής του, να είναι η αμέσως καλύτερη μετά απ αυτή της εξόφλησής του άμεσα με μετρητά χρήματα. Ειδικότερα μπορεί, μεταβιβάζοντας τη συναλλαγματική με οπισθογράφηση, να εξοφλήσει δικές του οφειλές, να δανειστεί ή και να ποριστεί χρήματα (προεξοφλώντας την σε Τράπεζα). 3. Οικονομική σημασία και λειτουργία της συναλλαγματικής Καταρχήν η συναλλαγματική αποτελούσε μέσο πληρωμής για τη μεταφορά χρημάτων σε διατόπιες συναλλαγές, λόγω της επικινδυνότητας και της καθυστέρησης αποστολής χρημάτων. Με την πρόοδο και την ανάπτυξη άλλων τελειότερων μέσων πληρωμής, όπως η επιταγή και το έμβασμα, η συναλλαγματική έχασε τη σημασία της ως μέσο πληρωμής, τουλάχιστον μέσα στα όρια της επικράτειας της κάθε χώρας, λόγω της εύρεσης τελειότερων μέσων πληρωμής (έμβασμα, επιταγή), ενώ τη διατήρησε σε διεθνές επίπεδο. Στη σύγχρονη οικονομική ζωή η συναλλαγματική είναι κυρίως όργανο πίστεως. Η κυριότερη λειτουργία της είναι η πιστωτική, δηλαδή χρησιμοποιείται ως μέσο παροχής πίστωσης και μάλιστα με πολλούς τρόπους. Πράγματι, επειδή συνήθως δεν είναι πληρωτέα κατά την εμφάνισή της, αλλά περιέχει προθεσμία μεταξύ του χρόνου έκδοσης και του χρόνου πληρωμής, η συναλλαγματική 27 Τριανταφυλλάκης Γ., ό.π., σελ. 48 14
χρησιμεύει ως μέσο παροχής πίστωσης 28. Επειδή δεν είναι πληρωτέα κατά την εμφάνισής της, αλλά εκδίδεται πληρωτέα μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοσή της. Πρόκειται για μια εξαιρετικής σημασίας λειτουργία, διότι στην πίστωση- με τη χρονική μετάθεση του χρόνου πληρωμής της απαίτησης που προκαλείται- στηρίζεται όλη η ανάπτυξη της Οικονομίας. Και τούτο διότι η έλλειψη ρευστότητας είναι χαρακτηριστικό του εμπορίου. Με την παροχή πίστωσης (μέσω ανάληψης υποχρέωσης από συναλλαγματική) ο έμπορος μπορεί να αγοράσει με πίστωση εμπορεύματα κ.λ.π., τα οποία θα αποπληρώσει μετά την είσπραξη του τιμήματος από την περαιτέρω διάθεσή τους. Αντίστοιχα, ο πωλητής παραδίδει το εμπόρευμα στον αγοραστή εκδίδοντας μία συναλλαγματική για το συμφωνημένο ποσό σε βάρος του αγοραστή, ο οποίος την αποδέχεται χάριν εξοφλήσεως. Με τον τρόπο αυτό η θέση του πωλητή γίνεται ευνοϊκότερη, γιατί ο αγοραστής ευθύνεται απέναντί του κατά τις αυστηρές διατάξεις της συναλλαγματικής. Έπειτα, ο πωλητής έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει την απαίτηση από τη συναλλαγματική ευχερέστερα από όσο την απαίτηση από το τίμημα. Ακόμα με τη συναλλαγματική μπορεί ο πωλητής μπορεί να επιτύχει ευκολότερα την ικανοποίησή του με τη γρήγορή διαδικασία που ισχύει για την επιδίωξη απαιτήσεων από αξιόγραφα. Ακόμη η συναλλαγματική μπορεί να εξυπηρετήσει την παροχή πίστωσης σε πολλές τραπεζικές εργασίες, όπως στην περίπτωση δανείου, οπότε ο δανειστής εκδίδει συναλλαγματική με ημερομηνία λήξης την ημερομηνία που συμφωνήθηκε να αποδοθεί το δάνειο και ο οφειλέτης την αποδέχεται. Κατά αυτόν τον τρόπο συνάπτεται το δάνειο με πολλές εγγυήσεις υπέρ του δανειστή, λόγω της αυστηρής ευθύνης του οφειλέτη από τη συναλλαγματική και με την ευχέρεια να μεταβιβαστεί περαιτέρω η συναλλαγματική από το δανειστή. Η συναλλαγματική χρησιμεύει ακόμα και ως μέσο βραχυπρόθεσμης επένδυσης κεφαλαίων από τράπεζες. Οι τράπεζες συνηθίζουν να προεξοφλούν συναλλαγματικές των πελατών τους, αφαιρώντας τον προεξοφλητικό τόκο από την ημέρα της προεξόφλησης μέχρι το χρόνο λήξης για να τον κρατήσουν προς όφελός τους. Κατά αυτόν τον τρόπο οι τράπεζες δανείζουν τα διαθέσιμα κεφάλαια τους για την εξυπηρέτηση των συναλλαγών των επιχειρήσεων. Εκτιμάται ότι το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγματικών που κυκλοφορούν μεταβιβάζεται στις τράπεζες προς προεξόφληση 29 ή ως ενέχυρο. Είναι προφανές πόσο τεράστιας σημασίας ζήτημα είναι οι βραχυπρόθεσμες αυτές χορηγήσεις για τις επιχειρήσεις και κατ επέκταση για όλη την οικονομία. Πρόκειται λοιπόν για μία ακόμη σπουδαία λειτουργία της συναλλαγματικής. 28 29 Κιάντου-Παμπούκη Α., ό.π., σελ.87 Σε θεωρία και νομολογία η προεξόφληση χαρακτηρίζεται ως παροχή πίστεως βλ. Κιάντου-Παμπούκη Α., ό.π., υπ. 3, σελ.8 15
Τέλος, η συναλλαγματική μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως μέσο παροχής εγγύησης, όταν εκδίδεται με μοναδικό σκοπό να δοθεί τριτεγγύηση, που είναι νομικά ισχυρότερη, από την εγγύηση του κοινού δικαίου ή όταν παραδίδεται συναλλαγματική με αποδοχή, για να χρησιμοποιηθεί στην περίπτωση που ο αποδέκτης δε θα εκπληρώσει την υποχρέωσή του με τον προσήκοντα τρόπο. Επίσης, η συναλλαγματική μπορεί να λαμβάνεται και να παραμένει στο χαρτοφυλάκιο του εκδότη ή να φυλάσσεται για να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση μη κανονικής τακτοποίησης της βασικής σχέσης. Όλες οι παραπάνω λειτουργίες της συναλλαγματικής της προσδίδουν τη μεγάλη κυκλοφοριακής της ικανότητα, που οφείλεται στην ευχέρεια νομιμοποίησης του δικαιούχου της, την ευχέρεια μεταβίβασης της εξ αυτής απαίτησης, την αυτοτελή θέση του κομιστή της και τέλος την απλούστευση της διαδικασίας επιδίωξης των απαιτήσεων που προκύπτουν από αυτήν. II. Έννοια και νομοθετικό πλαίσιο ενεχύρου επί συναλλαγματικής Α. Μπορούμε, με γνώμονα την ΑΚ 1209, που αναφέρεται στη έννοια του ενεχύρου, να ορίσουμε το ενέχυρο επί συναλλαγματικής 30 ως το εμπράγματο δικαίωμα που συνιστάται επί συναλλαγματικής με στόχο την εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το ποσό της ενσωματωμένης στη συναλλαγματική χρηματικής απαίτησης. Όπως παρατηρείται, με την ενεχύραση της απαίτησης από συναλλαγματική, προάγεται σημαντικά ο δανεισμός, ιδίως όταν γίνεται για σύντομο χρονικό διάστημα. Πολλές φορές, ο κομιστής, ο οποίος έχει ανάγκη κάποιου χρηματικού ποσού, προτιμά, αντί να προεξοφλήσει τη συναλλαγματική, να δανειστεί ενεχυράζοντάς την. Εξάλλου, η προτίμηση αυτή του κομιστή οφείλεται στο γεγονός ότι η προεξόφληση, ιδίως στις περιπτώσεις που η συναλλαγματική έχει εκδοθεί για μεγάλο ποσό και με απομακρυσμένη λήξη, συνεπάγεται επιβάρυνση με μεγάλο προεξοφλητικό τόκο, ενώ η ενεχύρασή της επιβαρύνει μόνο με τον τόκο που αναλογεί στο ποσό του δανείου μέχρι την απόδοσή του. Β. Η ενεχύραση της απαιτήσεως από τη συναλλαγματική μπορεί να γίνει 31 τόσο κατά το κοινό δίκαιο (ΑΚ 1247 επ.), όσο και με (φανερή) ενεχυρική οπισθογράφηση κατά το αρ. 19 ν. 5325/1932 32 περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν. Πάντως και στην ενεχυρική οπισθογράφηση εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του κοινού δικαίου, ιδίως οι διατάξεις περί ενεχυράσεως τίτλων εις διαταγή, όταν δεν είναι ασυμβίβαστες προς τη φύση της 30 31 32 Καρύμπαλη- Τσίπτσιου Γ. ό.π., σελ 652 Καρύμπαλη- Τσίπτσιου Γ. ό.π., σελ 652, Κιάντου-Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 211 Βλ. Και γερμανικό δίκαιο Hueck A. Canaris, RechtderWertpapiere, 1986, σελ. 98,Zollner W., Wertpapierrecht, 1987, σελ. 103 16
οπισθογράφησης αυτής. Και στο αρ. 38 ν.δ. του 1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών προβλέπεται η ενεχυρική οπισθογράφηση αξιογράφων εις διαταγή. Πάντως, η ενεχύραση της συναλλαγματικής κατά το αρ. 19 ν. 5325 είναι προσφορότερη, γιατί γίνεται με τρόπο απλό, που ανταποκρίνεται στην ταχύτητα με την οποία διεξάγονται οι εμπορικές συναλλαγές. Παράλληλα, εξυπηρετεί καλύτερα τον οφειλέτη, ο οποίος εκτός του ότι δεν επιβαρύνεται υπέρμετρα με τόκο, ανακτά με απλό πάλι τρόπο τη συναλλαγματική όταν αποδώσει το δάνειο. II. Τρόποι σύστασης ενεχύρου επί συναλλαγματικής Από τους κανόνες που συνθέτουν το παραπάνω νομοθετικό πλαίσιο, την αφετηρία για τον προσδιορισμό των τρόπων σύστασης 33 του ενεχύρου επί συναλλαγματικής, θα πρέπει να αποτελέσει η ΑΚ 1251 34. Σύμφωνα με αυτή Για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί η οπισθογράφηφή του σε διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία. Από την προηγούμενη διάταξη προκύπτει ότι τα αξιόγραφα εις διαταγή ενεχυράζονται με οπισθογράφηση. Εν τούτοις, από την ίδια διάταξη, που αρκείται σε οπισθογράφηση, αντλείται το συμπέρασμα ότι αυτή δεν αποκλείει την ενεχύραση και με άλλο τρόπο. Δεδομένου ότι ο αστικός κώδικας αντιμετωπίζει το ενέχυρο επί αξιογράφων εις διαταγή ως ενέχυρο απαίτησης, είναι φανερό ότι η ΑΚ 1251 δεν αποκλείει και την ενεχύραση κατά τους όρους που ισχύουν για τις κοινές απαιτήσεις σύμφωνα με την ΑΚ 1247 εδ.β, γ και 1248. Ενόψει των παραπάνω, το ενέχυρο επί συναλλαγματικής, ως ενέχυρο επί αξιογράφου εις διαταγή, συνίσταται αφενός, όπως το ενέχυρο επί κοινής απαίτησης κατά τις ΑΚ 1247 εδ.β, γ και 1248 35, αφετέρου, με οπισθογράφηση 36. Εξάλλου, έχει υποστηριχθεί και η άποψη πως η συναλλαγματική μπορεί να ενεχυράζεται και κατά τους όρους της ενεχύρασης κινητού των ΑΚ 1211επ. 33 Καρύμπαλη- Τσίπτσιου Γ. ό.π., σελ 653 34 Υποστηρίζεται πως με την εισαγωγή της ΑΚ 1251, η οποία κάλυψε το πεδίο εφαρμογής του αρ. 38 ν.δ. περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών, το τελευταίο έπαψε να ισχύει. 35 Δημάκου Φ., στον ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλο, άρθρο 1251, σελ. 393, Καρύμπαλη Τσίπτσιου Γ., ό.π., σελ. 653, Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 211, Λουκόπουλος Α., Περί αξιογράφων, 1968 σελ. 148, Τριανταφυλλάκης Γ., ό.π., σελ. 105και από το χώρο του γερμανικού δικαίου έτσι και Brox H., ό.π., σελ. 291 κατά τον οποίο ωστόσο ως προϋποθέσεις προβλέπονται η ύπαρξη συμφωνίας και η παράδοση του τίτλου χωρίς να ορίζεται ότι η συμφωνία πρέπει να περιβληθεί το τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, Hueck A. - Canaris C., ό.π., σελ. 99, Soergel H., ό.π., 1292, αρ. 5, Stranz J., ό.π., σελ. 147, Zollner W., ό.π., σελ. 105, οι οποίοι επίσης προβλέπουν τη δυνατότητα ενεχύρασης της συναλλαγματικής κατά το κοινό δίκαιο 36 Καραβάς Η λόγω ενεχύρου οπισθογράφησις των συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν, ΕΕΝ 1936,864 17
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΣΥΣΤΑΣΗ ΕΝΕΧΥΡΟΥ ΕΠΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕ ΟΠΙΣΘΟΓΡΑΦΗΣΗ I. Γενικές παρατηρήσεις για την οπισθογράφηση 1. Έννοια οπισθογράφησης Η οπισθογράφηση είναι ο χαρακτηριστικός τρόπος μεταβίβασης όλων των αξιογράφων εις διαταγή 37, που συνίσταται σε σημείωση πάνω στον τίτλο και παράδοσή του. Είναι η έγγραφη μονομερής δήλωση του οπισθογράφου, συνήθως στην πίσω πλευρά της συναλλαγματικής, ότι η συναλλαγματική δε θα πληρωθεί σε αυτόν αλλά σε τρίτο πρόσωπο, τον υπέρ ου η οπισθογράφηση 38. Συζητείται όμως, αν η δήλωση αυτή αρκεί για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συναλλαγματική ή αν εκτός από αυτήν χρειάζεται και η παράδοση του τίτλου. Η θέση, που πρέπει να πάρει κανείς στη συζήτηση αυτή, εξαρτάται από τη θέση που παίρνει απέναντι στις θεωρίες για τη γένεση της ενοχής από τη συναλλαγματική. Γίνεται ευρέως δεκτό ότι είναι απαραίτητη η παράδοση του τίτλου. Και αυτό συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η οπισθογράφηση αποτελεί παράγωγο τρόπο κτήσης, και ότι συνεπώς στο σύνολό της είναι σύμβαση 39. Δεν ταυτίζεται ούτε ως προς τη νομική φύση ούτε ως προς τα αποτελέσματα με την εκχώρηση του κοινού δικαίου, αλλά είναι ειδικός τρόπος μεταβίβασης του δικαίου των αξιογράφων. Η οπισθογράφηση μεταβιβάζει με πολύ δραστικό τρόπο όλα τα δικαιώματα που σχετίζονται με τη συναλλαγματική. Δηλαδή, τόσο το δικαίωμα επί του εγγράφου, όσο και το δικαίωμα εκ του εγγράφου και ο δικαιούχος αποκτά δικαίωμα αυτόνομο από το δικαίωμα του προκατόχου του. Επέρχεται αξιογραφική μεταβίβαση του δικαιώματος από τον τίτλο. Κατά δεύτερο λόγο μεταβιβάζεται το δικαίωμα κυριότητας επί του τίτλου, το δικαίωμα επί του εγγράφου. Η μεταβίβαση αυτή συντελείται με τη συμφωνία των συμβαλλομένων και την παράδοση της νομής του τίτλου. Έτσι με την οπισθογραφική μεταβίβαση ισχύει ο εξής κανόνας: ο οπισθογράφος έναντι μεν των επόμενων από αυτόν οπισθογράφο είναι οφειλέτης, έναντι δε των προηγούμενων από αυτόν οπισθογράφων πιστωτής. Δηλαδή ο οπισθογράφος που πλήρωσε τον κομιστή της συναλλαγματικής μπορεί να στραφεί κατά των προηγούμενών του οπισθογράφων, αλλά όχι έναντι των επόμενων. 37 38 39 Δελούκας Ν., ό.π., σελ. 107 Δελούκας Ν., ό.π., σελ. 107, Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 173, Λουκόπουλο Α., Περί αξιογράφων, Συναλλαγματική, 1981, σελ.114, Τριανταφυλλάκης Γ., ό.π., σελ. 90 Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 174 18
2. Νομική φύση οπισθογράφησης Όσον αφορά τη νομική φύση της οπισθογράφησης, αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες 40, οι οποίες θίγουν μόνο μερικές από τις όψεις του φαινομένου της οπισθογράφησης. Σύμφωνα με τη θεωρία της εντολής 41, ο οπισθογράφηση δεν οδηγεί σε μεταβίβαση δικαιωμάτων, αλλά παρέχεται με αυτήν εντολή (διαταγή) από τον κομιστή στον πληρωτή να πληρώσει όχι στον ίδιο αλλά σε άλλον που αυτός ορίζει. Δεν εξηγεί όμως η θεωρία αυτή πώς με μόνη την εντολή, αποκτά ο δικαιούχος αξιώσεις κατά των προηγούμενων υπόχρεων από τη συναλλαγματική. Απλά δέχεται ότι ο νέος δικαιούχος δεν είναι ειδικός διάδοχος του οπισθογράφου αλλά αποκτά τα δικαιώματα από τη συναλλαγματική με πρωτότυπο τρόπο, είναι δηλαδή νέος δανειστής από την εντολή που έδωσε ο οπισθογράφος, ο οποίος διατηρεί τη θέση του ως δανειστή. Την θεωρία αυτή ήλθε να συμπληρώσει η θεωρία της προσφοράς 42 ευθύνης προς άγνωστο πρόσωπο (ad incert am personam). Την προσφορά αυτή την κάνει ο εκδότης, καθώς και όλοι οι μεταγενέστεροι υπογραφείς (συνεπώς και οι οπισθογράφοι), προς όλους αυτούς που πρόκειται με οπισθογράφηση να αποκτήσουν τη συναλλαγματική. Έτσι ο υπέρ ου η οπισθογράφηση αποκτά το δικαίωμα από τη συναλλαγματική όχι παράγωγα, από τον οπισθογράφο, αλλά πρωτότυπα, με βάση την προσφορά του καθενός από τους υπογραφείς της συναλλαγματικής. Με τον τρόπο αυτόν εξηγείται και τούτο, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή: ότι ο οπισθογράφος διατηρεί τα δικαιώματά του ως δανειστής τα οποία ασκεί κατ αναγωγή όταν πληρώσει τη συναλλαγματική τα οποία εμποδίζεται απλώς να ασκήσει όσο δεν έχει στα χέρια του τη συναλλαγματική. Σε παρόμοια αποτελέσματα όπως η πρώτη θεωρία, μόνο που δέχεται παράγωγη κτήση δικαιωμάτων, καταλήγει και η θεωρία της αιρέσεως 43. Σύμφωνα με αυτή, με την οπισθογράφηση μεταβιβάζει ο οπισθογράφος το δικαίωμα με τη διαλυτική αίρεση ότι θα πληρώσει ο ίδιος σε περίπτωση αναγωγής. Σκοπός της θεωρίας αυτής είναι η εξήγηση της επανόδου του οπισθογράφου στην προγενέστερη θέση που είχε σε περίπτωση ανάστροφης κυκλοφορίας της συναλλαγματικής. Τέλος κατά νεότερη θεωρητική κατασκευή 44, ο οπισθογράφος μεταβιβάζει βέβαια τα δικαιώματα τα σχετικά με τη συναλλαγματική αλλά, εφόσον φέρει και αυτός ευθύνη, διατηρεί το δικαίωμα προσδοκίας για την ανάκτηση της συναλλαγματικής και, ανακτώντας την, αποκτά απαίτηση αποζημιώσεως κατά των προηγούμενων υπογραφέων για το ποσό που πλήρωσε. 40 Τριανταφυλλάκης Γ., ό.π., σελ. 91 41 Λεβαντής Ε. Δίκαιο Αξιογράφων, 1972, σελ. 160, όπου Η οπισθογράφησις αποτελεί τη συνέχειαν του κειμένου της συναλλαγματικής, αποτελεί νέαν διαταγήν πληρωμής, ως εκ τούτου ο οπισθογράφος δεν δύναται να μεταβάλη τούτο. 42 Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 176 43 44 Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 176 Κιάντου Παμπούκη Α., ό.π., σελ. 176 19