Ομάδα Εργασίας του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας για το Χωροταξικό των Ιχθυοκαλλιεργειών Απόψεις στη δημόσια διαβούλευση για το χωροταξικό των υδατοκαλλιεργειών Η υδατοκαλλιέργεια είναι τομέας του πρωτογενούς κλάδου παραγωγής και αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία 20 30 χρόνια στη χώρα μας με αποτέλεσμα να βρίσκεται στην αιχμή του πρωτογενούς τομέα. Ίσως αυτή την στιγμή είναι ο μοναδικός κλάδος που πρωταγωνιστεί στις εξαγωγικές δραστηριότητες του πρωτογενή τομέα της χώρας. Αξιοποιήθηκε λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια το συγκριτικό πλεονέκτημα που διέθετε η Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της Μεσογείου, που είναι οι άριστες κλιματολογικές και υδρολογικές συνθήκες, το ανάγλυφο καθώς και το μεγάλο μήκος ακτογραμμής (περίπου 15.000 χλμ.). Έτσι σήμερα η χώρα διαθέτει ισχυρή τεχνογνωσία στον τομέα Η υδατοκαλλιέργεια και η τεχνογνωσία που τη συνοδεύει πρέπει συνεχώς να βελτιώνεται και να παίζει στρατηγικό ρόλο στην παραγωγή τροφίμων υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας. Καταρχήν σαν επένδυση έχει την δυνατότητα να εκμεταλλεύεται «πλεονάζοντα και λανθάνοντα» δημόσιο οικονομικό χώρο (φυσικοί πόροι σε άριστη οικολογική κατάσταση) που τουλάχιστον μέχρι στιγμής δεν μπορεί να αξιοποιηθούν με αντίστοιχο τρόπο από καμία άλλη παραγωγική δραστηριότητα. Η αλματώδης ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα όμως δεν υποστηρίχθηκε από τη θέσπιση ενός πλαισίου που να ρυθμίζει χωροταξικά την οργάνωση και ανάπτυξη του κλάδου καθώς και τις αναγκαίες υποδομές. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα έπρεπε να λάβει υπόψη του τις περιβαλλοντικές συνθήκες, το σύνολο των ασκούμενων σε κάθε περιοχή δραστηριοτήτων και τις προτεραιότητες που θα πρέπει να δοθούν ώστε η δημιουργία ενός εύρωστου και βιώσιμου κλάδου της οικονομίας να διασφαλίσει τόσο την προστασία του περιβάλλοντος όσο και την κοινωνική συνοχή. Αντίθετα, η άναρχη χωρίς επιστημονικά δεδομένα χωροθέτηση των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας, η απουσία δεδομένων περιβαλλοντικής παρακολούθησης σε συνδυασμό με την υπέρβαση της εγκεκριμένης δυναμικότητας είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και να συσσωρευτούν πολλά προβλήματα. Κρίνεται λοιπόν επιτακτική η ανάγκη για τη θεσμοθέτηση ενός πλαισίου χωροθέτησης των μονάδων υδατοκαλλιέργειας στη σωστή βάση τώρα!!!.
Ένα χωροταξικό σχέδιο λοιπόν για τις υδατοκαλλιέργειες θα πρέπει να είναι σαφές, κατανοητό, να επιτρέπει στην υδατοκαλλιέργεια να παίζει τον ρόλο της, χωρίς να προβαίνει σε ανατροπή άλλων παραμέτρων στις συγκεκριμένες περιοχές (κοινωνικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών κ.ά.). Ένα τέτοιο σχέδιο θα πρέπει να είναι ανοιχτό στην εισαγωγή και ανανέωση κεφαλαιακού δυναμικού και την είσοδο νέων ανθρώπων, νέων επενδυτών στην παραγωγική διαδικασία. Θα πρέπει να είναι δεκτικό σε κάθε καινοτομία είτε προϊόντος, είτε παραγωγικής διαδικασίας. Έτσι θα πετύχει την ανάπτυξη και μάλιστα με όρους αειφορίας, Ο ανοιχτός σχεδιασμός με την ενθάρρυνση των σημειακών χωροθετησεων, επιτυγχάνει τη γεωγραφική διασπορά των επενδύσεων καλύπτοντας πλήρως την ανάγκη για συνεχόμενη ανάπτυξη με κοινωνικούς και οικονομικούς. Το κυριότερο, υπάρχει διασπορά περιβαλλοντικών, παραγωγικών και επιχειρηματικών κινδύνων, που είναι πάρα πολλοί για μια παραγωγική διαδικασία του πρωτογενούς τομέα. Βέβαια θα πρέπει να μπει κάποια τάξη με τη έννοια της θεσμοθέτησης. Όμως μπαίνει πάρα πολύ επιτακτικά το ερώτημα: Ποιός σχεδιάζει και για ποιόν; Και μάλιστα γίνεται ο σχεδιασμός με όρους αειφορίας; Το σχέδιο που παρουσιάστηκε και ο χάρτης που εμπεριέχει δίνει την εντύπωση ότι θέλει να τακτοποιήσει τις οποιεσδήποτε στρεβλώσεις ή ακόμα και παρατυπίες και όχι να σχεδιάσει όπως θα πρέπει ένα χωροταξικό με προοπτική. Προβλέπει συγκέντρωση μονάδων σε μερικές περιοχές και μάλιστα με οργανωμένο τρόπο που συμβάλει στην αναίρεση του βασικού πλεονεκτήματος της υδατοκαλλιέργειας που είναι η αειφορία. Η συγκέντρωση των μονάδων σε συγκεκριμένες περιοχές μπορεί να προκαλέσει προβλήματα όπως υποβάθμιση περιβάλλοντος, βιοποικιλότητα, ιχθυοπαθολογικά, θνησιμότητας και άλλα. Τελικά η συγκέντρωση των μονάδων σε συγκεκριμένες περιοχές θα έχει σαν συνέπεια την απαξίωση της επένδυσης των υδατοκαλλιεργητών. Εξάλλου τι νόημα έχει η χρησιμοποίηση στο σχέδιο εννοιών και ακρωνυμίων όπως ΠΟΑΠΔ, ΠΑΣΜ, ΠΟΤΑ, ΠΑΥ, ΠΟΑΥ, που έχουν μεταφερθεί άκριτα από άλλες δραστηριότητες; Στο νομοσχέδιο που παρουσιάζεται δεν δίνεται κανένα περιεχόμενο και ερμηνεία στα παραπάνω ακρωνύμια. Η ασάφεια αυτή ανοίγει το δρόμο για νομικές ερμηνείες πάσης φύσεως που θα επαναφέρουν τις υδατοκαλλιέργειες αντιμέτωπες με διαδικασίες που κυρίως ταλαιπωρούσαν τους επενδυτές μέχρι τώρα εξαιτίας έλλειψης θεσμικού πλαισίου. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα με καταστροφικές συνέπειες. Κάποια κύρια ερωτήματα για το χωροταξικό των υδατοκαλλιεργειών είναι τα εξής: Χωροταξικό κυρίως συγκέντρωσης συγκεντροποίησης των μονάδων σε γιγαντιαία πάρκα
ή ενίσχυση μιας πολιτικής υπέρ των μεμονωμένων και διάσπαρτων μονάδων; Ενίσχυση των μικρομεσαίων μονάδων παραγωγής ή των μεγάλων του κλάδου στην κατεύθυνση της σταδιακής αφομοίωσης των μικρότερων επιχειρήσεων Εξάρτηση μιας περιοχής από έναν τομέα της οικονομίας ή για λόγους μακροπρόθεσμης σταθερότητας διασύνδεσή της με όσο το δυνατόν περισσότερους; Θέσπιση φορέων πραγματικής διαχείρισης των περιοχών υδατοκαλλιεργειών στο πλαίσιο των οικοτόπων ιδιαίτερης σημασίας με κοινωνική συμμετοχή και δημόσιο έλεγχο ή νομιμοποίηση της παρούσας κατάστασης; Ενίσχυση των φιλικών προς το περιβάλλον πρακτικών ή νομιμοποίηση των υφιστάμενων αυθαιρεσιών; Η ενίσχυση του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών σημαίνει και άσυλο στην περιβαλλοντική επιβάρυνσή του χώρου όπου δραστηριοποιείται και παρεκκλίσεις πολεοδομικών διατάξεων και διατάξεων περί τον αιγιαλό και την παραλία ή προστασία τους πάση θυσία προς όφελος των πολιτών; Το χωροταξικό που προτείνεται απαντά με το λάθος τρόπο σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, αντιαναπτυξιακά, αντιπεριβαλλοντικά, απορυθμιστικά και αντικοινωνικά. Ειδικότερα τα βασικότερα αρνητικά σημεία του σχεδίου είναι τα ακόλουθα: 1. Επιλέγεται ως μοντέλο χωροθέτησης αυτό της «συγκέντρωσης - συγκεντροποίησης» των μονάδων και περιορίζονται οι δυνατότητες ανάπτυξης των μικρών μεμονωμένων και σε διασπορά. Αυτό το μοντέλο: Μπορεί εν δυνάμει να αποτελέσει μεγαλύτερη πηγή περιβαλλοντικής επιβάρυνσης Υπονομεύει την ισόρροπη ανάπτυξη επί μέρους περιοχών αφού η παρουσία μεγάλων πάρκων υδατοκαλλιέργειας δημιουργεί μονοσήμαντη εξάρτηση από έναν τομέα της οικονομίας και δημιουργεί ευθέως μεγάλη αντιπαράθεση χρήσεων γης. Διευκολύνει τους μεγάλους επιχειρηματικά ομίλους και ανοίγει το δρόμο στην εξαφάνιση των μικρών παραγωγών και στην οικονομική συγκέντρωση όλου του κλάδου, όπου ουσιαστικά όλοι οι μικροί (όπως έγινε και με τον κλάδο χοιροτροφίαςπτηνοτροφίας) θα γίνουν δορυφόροι των μεγάλων Αδυνατίζει από υγειονομικής άποψης την παραγωγική ευστάθεια του κλάδου, αφού οποιοδήποτε πρόβλημα εξωγενές ή ενδογενές στο πάρκο υδατοκαλλιέργειας μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα ευζωίας του πληθυσμού Η επικαλούμενη βιωσιμότητα (επιχειρηματική) δεν επιτυγχάνεται με τη συγκέντρωση.
2. Η θάλασσα και οι ακτές, δηλαδή ο αιγιαλός και η παραλία, αποτελούν ευπαθή οικοσυστήματα, που απολαμβάνουν τη συνταγματική προστασία του άρθρου 24 του Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει αποφανθεί ότι «η διαχείριση των παράκτιων οικοσυστημάτων πρέπει να γίνεται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η διατήρηση της μορφολογίας των ακτών, η ακεραιότητα της ακτογραμμής, η ανάδειξη της αισθητικής του τοπίου, η διατήρηση του φυσικού της προορισμού καθώς και η ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση των πολιτών σε αυτές.» Ο αιγιαλός και η παραλία είναι σύμφωνα με το Σύνταγμα της χώρας κοινόχρηστος. Ο χαρακτήρας του κοινόχρηστου δεν μπορεί να αναιρεθεί ή να παραβιαστεί με νόμο, διάταγμα ή κυβερνητική απόφαση. Με την έννοια αυτή λοιπόν δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτές λογικές της μελέτης που, στο όνομα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας του κλάδου, δίδουν δημόσιο χώρο όσον αφορά υποδομές, πολεοδομικές παρεκκλίσεις, παρεκκλίσεις επί του αιγιαλού και της παραλίας. 3. Ιδιαίτερα αρνητική είναι η ρύθμιση όσον αφορά την αλλαγή της βιοικανότητας εκτροφής και των αποστάσεων μονάδας από μονάδα. Έτσι, ενώ διατηρείται η υποχρέωση απόστασης ενός χιλιομέτρου μονάδας από μονάδα, αλλάζει τραγικά προς το χειρότερο ο δείκτης εκτροφής ιχθυομάζας από 150 τόνους στα 10 στρέμματα θαλάσσιας εκτροφής στους 1.500 τόνους για την ίδια έκταση. Εάν σε αυτό προστεθεί και η μέχρι τώρα εμπειρία με την αδυναμία ή την ανυπαρξία θέλησης ελέγχου από μέρους των δημοσίων φορέων, τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να αποβούν καταστροφικά. 4. Ουσιαστικά με το συγκεκριμένο χωροταξικό νομιμοποιούνται κατά βάση οι υφιστάμενες θέσεις των μονάδων ιχθυοκαλλιέργειας και ελάχιστα πραγματοποιείται ένας σχεδιασμός ως προς την εγκατάσταση νέων. Αυτό ίσως εκφράζει και μια πίεση λόγω των προβλημάτων ανανέωσης των μισθώσεων σε μεγάλες μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας και των αποφάσεων του ΣΤΕ. 5. Η χωροθέτηση γίνεται ως εργασία μελέτη γραφείου, και όχι ως αποτέλεσμα έρευνας και συμπερασμάτων από το πεδίο. Ακόμα και για την προσέγγιση συγκεκριμένων σημείων δεν υπάρχει μια ανάλυση των φυσικοχημικών και βιολογικών παραμέτρων των περιοχών χωροθέτησης, ενώ παρόλο που οι υδατοκαλλιέργειες αναπτύσσονται στην χώρα μας εδώ και τόσα χρόνια, δεν υπάρχει η οιαδήποτε συγκεκριμένη, αξιολόγηση της υφιστάμενης κατάστασης, και των επιπτώσεων από την λειτουργία των υδατοκαλλιεργειών στο άμεσο
και γειτνιάζον περιβάλλον λειτουργίας τους. 6. Δεν έχει γίνει καμιά αξιολόγηση της ευρωπαϊκής εμπειρίας, όπου οι διαδικασίες χωροθέτησης στην κοινόχρηστη θάλασσα είναι πολύ αυστηρές και η ιχθυοπαραγωγή γίνεται σε μονάδες στη στεριά. 7. Η υδατοκαλλιέργεια, στην πλειονότητά της, χωροθετείται στην παράκτια ζώνη. Σε αυτές τις ζώνες και ειδικά στη χώρα μας όπου, αφενός η αλιεία και αφετέρου ο τουρισμός, αποτελούν σημαντικούς τομείς ο ανταγωνισμός για τις χρήσεις είναι εξαιρετικά μεγάλος. Όμως δυστυχώς, ούτε ο ανταγωνισμός με περιοχές-χώρους δραστηριοποίησης της παράκτιας αλιείας που σε ορισμένες περιπτώσεις υφίσταται έντονα, ούτε οι αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών από τη χωροθέτηση μονάδων υδατοκαλλιέργειας δε φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη. 8. Το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο αναφέρεται διεξοδικά στις θαλάσσιες καλλιέργειες σχεδόν αγνοώντας τις καλλιέργειες των γλυκέων υδάτων, ενώ και η μικρή αναφορά που κάνει σε αυτές είναι απαγορευτική για τέτοιου είδους καλλιέργειες. Συγκεκριμένα, απαγορεύει την ίδρυση χερσαίων μονάδων υδατοκαλλιεργειών σε γη υψηλής παραγωγικότητας δηλαδή σε περιοχές με νερά, ενώ, όπως είναι γνωστό, στις υδατοκαλλιέργειες το νερό είναι το πρώτο και βασικό στοιχείο που πρέπει να εξασφαλισθεί. Εξ άλλου και η υδατοκαλλιέργεια είναι παραγωγική διαδικασία του πρωτογενούς τομέα και δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθεί από περιοχές υψηλής παραγωγικότητας. 9. Ανησυχητικός είναι επίσης και ο ρόλος που δίνει το προτεινόμενο χωροταξικό στους φορείς διαχείρισης των ΠΟΑΥ. Οι φορείς αυτοί συστήνονται κατά κύριο λόγο από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, η συμμετοχή κρατικών φορέων είναι προαιρετική και αναλαμβάνουν γνωμοδοτικό και ελεγκτικό ρόλο. Πώς είναι δυνατόν οι ελεγχόμενοι να είναι και ελεγκτές του εαυτού τους; Που είναι ο ρυθμιστικός και ελεγκτικός ρόλος του κράτους; Οι ίδιοι οι φορείς, διαχείρισης θα αποφασίζουν αν και ποιες νέες μονάδες θα δημιουργηθούν και αν τηρούνται οι περιβαλλοντικοί όροι. 10. Υποβαθμίζεται ο ρόλος της περιβαλλοντικής μελέτης καθώς αρκεί μια γενική μελέτη για το σύνολο μιας ΠΟΑΥ. Αυτό θα έχει σαν αποτέλεσμα την έκπτωση στην ορθή τήρηση περιβαλλοντικών όρων.
Εξαιτίας των παραπάνω αρνητικών σημείων κρίνουμε πως το σχέδιο είναι αντιπεριβαλλοντικό για τις επιπτώσεις που θα προκληθούν στο περιβάλλον, εφόσον γίνει αποδεκτό, και απορυθμιστικό για τις πολλαπλές επιπτώσεις τις οποίες θα επιφέρει στο σύνολο των ευρύτερων οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων στις διάφορες περιοχές της χώρας, και για αυτό το απορρίπτουμε. Η χώρα χρειάζεται ένα ουσιαστικό χωροταξικό σχέδιο για τις υδατοκαλλιέργειες που θα λύνει υφιστάμενα προβλήματα και δεν θα τα κουκουλώνει. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να έχει ως στρατηγικό στόχο την κατ ουσία ρύθμιση της χωρικής διάρθρωσης, της οργάνωσης και της ανάπτυξης του κλάδου στον ελληνικό χώρο, με γνώμονα τόσο τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος όσο και τη δημιουργία ενός εύρωστου και βιώσιμου κλάδου της οικονομίας ενταγμένου αρμονικά στο πλέγμα των δραστηριοτήτων που παραδοσιακά ασκούνται στην παράκτια ζώνη. Αθήνα 14 Σεπτεμβρίου 2011 Τα μέλη της ομάδας εργασίας του ΓΕΩΤ.Ε.Ε.