Τ. Γιαννίτσης: Κρίση και στρατηγικές εξόδου Σε µια κοινωνία όπου έχουν καταρρεύσει βεβαιότητες, άξονες αναφοράς, αξιοπιστία και εµπιστοσύνη, το κεντρικό ερώτηµα είναι αν έχει κανείς να προσφέρει µια πειστική προοπτική. Τονίζω το πειστική, γιατί όταν ακόµα και σήµερα, µε τον πιο φυσικό τρόπο, χωρίς καµιά αιδώ, διατυπώνονται δηµόσια, φαύλες, κατάφορα άδικες και εξοργιστικές για τον δοκιµαζόµενο Ελληνα προτάσεις ή εφαρµόζονται αντίστοιχες πρακτικές, η κοινωνία πολώνεται. Από τη µια στοιχίζονται πολυποίκιλες δηµιουργικές δυνάµεις, σε ευρύτερους ιδεολογικούς και κοινωνικούς χώρους, που έχουν καταλάβει ότι τις είχαν εγκλωβίσει µέσα στο πρόβληµα. Από την άλλη, εµβρόντητοι, παρακολουθούµε το ανούσιο θέαµα όσων δεν κατάλαβαν ακόµα τίποτα ή δεν έχουν να προτείνουν τίποτα ή γενικολογούν ή διχάζουν ή αποδοµούν τη δηµοκρατία ή ουρλιάζουν ή συνεχίζουν αδιέξοδες, άδικες, ιδιοτελείς, ακόµα και διεφθαρµένες πρακτικές ή πολλά από αυτά µαζί. Η ελληνική κοινωνία έχει υπαρξιακή ανάγκη να ρίξει τα τείχη ασφυξίας µέσα στα οποία αναζητούσε απαντήσεις στο παρελθόν, να διευρύνει αντί να διασπά δυνάµεις, που, µε όποιες διαφορές έχουν, θα ήθελαν να αθροιστούν, προκειµένου να αλλάξουν την τροχιά της χώρας. Θα έλεγα, ότι έπειτα από πέντε χρόνια, εµείς πρέπει να επαναλάβουµε τη φράση «Μέχρι εδώ, το παιχνίδι τελείωσε». Πρέπει να ξεκαθαρίσουµε τους λογαριασµούς µας µε το παρελθόν µας και να κερδίσουµε την αίσθηση µιας νέας συλλογικότητας, µια αίσθηση για τα συµφέροντα της χώρας και για το ότι οι πιο βαρύγδουπες θέσεις είναι και οι πιο δηλητηριώδεις για το µέλλον µας. Ο καθένας µας ας ψάξει να βρει τις απαντήσεις µέσα του. Ας σκεφτεί, όµως, και πού οδηγήθηκε η χώρα αυτή στην ιστορία της και τι τίµηµα πλήρωσε, κάθε φορά που οι απαντήσεις κινήθηκαν στον αστερισµό του διχοτοµικού, του συγκρουσιακού, του εξωπραγµατικού ή της αποπλάνησης. Ας σκεφτούµε, αν θέλουµε να τραγουδάµε «πιο χαµηλά Λόλα» ή να εργαστούµε, ώστε να αρχίσει να κινείται, όχι απλώς κάτι, αλλά κάτι που θα άξιζε πολύ, κάτι που όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος, γράφοντας τον Μπολιβάρ, θα ήταν κάτι µεγάλο, ωραίο και δυνατό. Σήµερα, είναι πιεστικά αναγκαίο να ξαναδούµε το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θέλουµε να στηρίξουµε µια πολιτική για την αντιµετώπιση της κρίσης. Οσο η ιδεολογία µένει στα παλιά, και παύει να εκφράζει βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες και προσδοκίες, µετατρέπεται είτε σε ιδεοληψία, είτε σε αδιέξοδο βολονταρισµό. Η εκδήλωση αυτή σήµερα είναι µια πρωτοβουλία που βλέπει τον εαυτό της στον κεντροαριστερό χώρο. Όµως, ξέρουµε, ότι οι τίτλοι κατακτώνται, ότι δεν είναι δεδοµένοι, και ότι την κοινωνία θα την κερδίσει όποιος δώσει πραγµατικά προοδευτικές απαντήσεις στα µεγάλα προβλήµατα της κρίσης, των δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων, της ανταγωνιστικότητας, της διαφθοράς, της ανικανότητας του Κράτους, της ανεργίας και της φτώχειας, της σύγχρονης ανάπτυξης, της γνώσης και της καινοτοµικής δράσης, των ακραίων ιδεολογιών και της οικονοµικής και διαγενεακής ανισότητας. Οποιαδήποτε εκδοχή Αριστεράς, οποιαδήποτε εκδοχή δηµιουργικών δυνάµεων έχει να απαντήσει στο δίληµµα, ποιο είναι το µεγαλύτερο διακύβευµα γι αυτήν: το πώς θα ξεφύγει η κοινωνία και η χώρα από την κρίση και πώς θα εξυπηρετηθεί καλύτερα το συλλογικό, το κοινωνικό και το εθνικό συµφέρον ή πώς θα διασωθούν δογµατισµοί και στερεότυπα, που έχουν στοιχειώσει, και απλώς περιµένουν να δώσουν τη θέση τους σε νέα; Σήµερα, έξοδος από την κρίση προϋποθέτει µια απάντηση στη συνύπαρξη µιας πρωτόγνωρης ανεργίας, φτώχειας, φόβου, αναξιοπιστίας της πολιτικής και της παράλληλης κατασκευής εικονικών πραγµατικοτήτων που διαδοχικά καταρρέουν. Οσο η απάντηση αυτή εκκρεµεί, είναι πιθανό να δούµε ένα απελπιστικό σενάριο: ότι τελικά η κρίση παρακάµπτεται, αλλά η κοινωνία µένει σε ένα κυµαινόµενο τέλµα διαρκείας που θα στηρίζεται στις περικοπές µισθών και συντάξεων, στην επιβολή φόρων σε όσους πληρώνουν φόρους, στις νέες µορφές φτώχειας, στο δεύτερο µεγάλο µεταπολεµικό µεταναστευτικό κύµα νέων στο εξωτερικό και στην πολιτική αδιαφορία για την πραγµατικότητα που διαµορφώνεται. Η σηµερινή πολιτική δίνει το µήνυµα, ότι πολλά από τα σηµερινά χαρακτηριστικά δεν θα αλλάξουν παρά επιφανειακά. Αυτή θα είναι η χειρότερη και πολύ άδικη- πραγµατικότητα. Θα σήµαινε, ότι θα έχουν συντελεστεί απλώς οι ελάχιστες, όµως εξαιρετικά οδυνηρές και άνισες ανατροπές, οι οποίες θα επιτρέψουν σε ένα σύστηµα που κατέρρευσε, να βελτιώσει στοιχειώδεις λειτουργίες του, να φτιασιδωθεί, και να συνεχίσει
στα ίδια περίπου χνάρια µε πριν. Η πραγµατικότητα αυτή θα ήταν η αρχή των επόµενων διαδοχικών αδιεξόδων. Γι αυτά τα «επόµενα» κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ. Θα τα φορτωθούν κάποιοι άλλοι και σίγουρα ο ελληνικός λαός. Σε ένα τέτοιο σκηνικό ο καθένας µας καλείται να σκεφτεί: - Αν, ατοµικά και συλλογικά, διδάχθηκε από την κρίση και αν θέλει να πάει ενάντια σε νέες, κοινωνικά, οικονοµικά και πολιτικά αδιέξοδες προοπτικές, - Τι θέλει ή περιµένει ένας ολόκληρος κόσµος από µια νέα πρωτοβουλία, - Τι χρειάζεται και τι δεν χρειάζεται η χώρα και η κοινωνία, - Τι µορφή µπορεί να πάρουν όλα αυτά για να πετύχουν την αναστροφή της πτώσης. Τελικά, τα ερωτήµατα συνοψίζονται σε ένα: «τι διακυβεύεται στη χώρα, το οποίο πρέπει να παλέψει κανείς για να µην διακυβευθεί;». Η απάντησή µου είναι ότι διακυβεύονται: - Η ηµοκρατία και οπωσδήποτε η ποιότητα της ηµοκρατίας µας, που παρουσιάζει έκδηλα φαινόµενα εκφυλισµού και µετάλλαξης, - Η προοπτική απαξίωσης εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων, που από πλευράς γνώσεων και ικανοτήτων αντιπροσωπεύουν σήµερα ένα κεφάλαιο που η χώρα ποτέ δεν διέθετε στο παρελθόν, - Η ανάπτυξη, η περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού και επιχειρηµατικού δυναµικού, η απουσία πρωτοβουλιών από ελληνικές ή ξένες επιχειρήσεις να διευρύνουν και να µετασχηµατίσουν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας, - Η συνεκτικότητα της κοινωνίας µας, που δοκιµάζεται βάναυσα από την κρίση, από εκρηκτικές διχοτοµήσεις, ακόµα και διάχυτες µορφές µίσους, ανευθυνότητας, ιδιοτέλειας και ανικανότητας. Εχει κανείς την αίσθηση, ότι κάθε τρεις ή τέσσερις δεκαετίες πρέπει να γυρίζουµε στις πιο µαύρες σελίδες της ιστορίας µας, για να ικανοποιηθούν τα ίδια συµφέροντα, τα ίδια δόγµατα, οι ίδιες άπληστες πολιτικές ή προσωπικές ιδιοτέλειες. - Η πραγµατική θέση, που ο καθένας µας θεωρεί ότι πρέπει να έχει η Ελλάδα στην Ευρώπη ως σύστηµα δηµοκρατικών και κοινωνικών αξιών, ελευθερίας ιδεών και έκφρασης λόγου και οικονοµικής ευηµερίας. Το κεντρικό ερώτηµα λοιπόν, είναι πώς θα ξεπεραστεί η κρίση. Οι απαντήσεις σίγουρα είναι περισσότερες. Όµως, περισσότερες δεν σηµαίνει ότι είναι και όποιες θέλουµε. Και αν δεν έχουµε, πρέπει να βρούµε τις απαντήσεις, που θα πετύχουν τους µεγάλους πολιτικούς στόχους και τις µεγάλες κοινωνικές αξίες µας, µέσα στις δυνατότητες που πραγµατικά έχουµε ή µπορούµε να δηµιουργήσουµε. Αυτό που πλέον είναι απαγορευτικό, είναι να δώσουµε απαντήσεις φαντασµιακές, που θα εκφράζουν έναν ανέφικτο βολονταρισµό ή να δώσουµε δήθεν απαντήσεις, που απλώς θα δηµιουργούν στον κόσµο την αίσθηση ότι θα ανέβουµε προς τα επάνω, ενώ λίγο αργότερα όλοι θα αναρωτιόνται πώς και πηγαίνουµε προς τα κάτω. Για να το πω χωρίς περιστροφές: φτάνει πια κάθε κίβδηλο success story, τουλάχιστον από ένα χώρο που διεκδικεί µια ξεκάθαρη ιδεολογική και πολιτική σχέση µε την κοινωνία. Οι επισηµάνσεις αυτές υποδηλώνουν µια θεµελιακή πολιτική διαχωριστική γραµµήσε µια συζήτηση για την κρίση, που θα κάνει ξεκάθαρο ότι: - Υπάρχει µια συνολικότερη αντίληψη η οποία βρίσκεται σε ρήξη µε το παρελθόν και µε κεντρικές επιλογές του σήµερα,
- Η αντίληψη αυτή ξέρει ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει µε ένα δύσκολο συνδυασµό σταθεροποίησης, αλλαγών, ανάκαµψης και κοινωνικής και δηµοκρατικής επανισορρόπησης, ξέρει τι πρέπει να κάνει και µέχρι πού µπορεί να φτάσει, - Η αντίληψη αυτή θέλει την Ελλάδα να ξεπερνάει το σηµερινό τέλµα, όπως άλλες χώρες και την θέλει στην Ευρώπη. Στο παρελθόν, αλλά και στα χρόνια αυτά της κρίσης ζήσαµε και ζούµε µια θάλασσα στερεότυπων και ιδεοληψιών γύρω από τις έννοιες της ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής, της ευαισθησίας και της αλληλεγγύης. Με αυτήν την ρητορική φτάσαµε στην πιο µαζική φτώχεια, στην πιο βαθιά παιδική φτώχεια, στην πιο µεγάλη καταστροφή ανθρώπινων δυνάµεων, στο πιο µεγάλο κενό κοινωνικής πολιτικής και αλληλεγγύης, ανάπτυξης, εµπιστοσύνης και πολιτικής συγκρότησης, που δεν θα µπορούσαµε να έχουµε δει ούτε στον πιο άσχηµο εφιάλτη µας. Κοινωνική συνοχή, ανάπτυξη, δηµοκρατία, αξιοπρέπεια προφανώς και θα ήταν αδιανόητο να µην είναι σταθερά κεντρικά ζητούµενα. Όµως όχι στο όνοµά τους να φτάνει κανείς στο αντίστροφο αποτέλεσµα. Όταν στην πορεία αυτή φανεί, ότι ένας νέος κόσµος πλησιάζει, ευαισθητοποιείται και ενώνει τις δυνάµεις του για µια εναλλακτική αντίληψη, θα είναι το σηµάδι ότι στην Ελλάδα κάτι πάει να γίνει. Στους επόµενους 10 ή 15 µήνες θα ληφθούν βασικές αποφάσεις για την Ευρώπη και για την Ελλάδα, που θα συνοδεύουν την πορεία µας για µεγάλο διάστηµα, ίσως για δεκαετίες. Θα αποκρυσταλλωθούν οι νέες γραµµές πάνω στις οποίες θα κινηθούν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες προκειµένου να ξεπεράσουν τα απαράδεκτα λάθη, τις οδυνηρές αποφάσεις και την αδιαφορία που έδειξαν για τις συνέπειες των πολιτικών που ακολουθήθηκαν. Η Ελλάδα, έτσι όπως πάει, µπορεί να βρεθεί στη δεύτερη κατηγορία, µε ότι σηµαίνει αυτό. Η χώρα δεν µπορεί να επιλέξει την ανικανότητα, όταν άλλες χώρες προχωράνε. Πρέπει να ξεκαθαρίσουµε τι θέλουµε και να είµαστε στην ίδια γραµµή µε τους άλλους. Αν αποφασίσουµε να µην είµαστε, να τιµωρήσουµε το δικό µας µέλλον για τα δικά µας λάθη, πρέπει, τουλάχιστον, να ξέρουµε πολύ καλά τι θα σηµαίνει αυτό και για ποιους. Με αφετηρία τα σηµεία αυτά, θα αναφερθώ, ελλειπτικά, σε ορισµένα πιο συγκεκριµένα ζητήµατα, γιατί οι γενικότητες περισσεύουν και το συγκεκριµένο είναι ισχνό. Θα αναφερθώ σε πέντε σηµεία, που προφανώς δεν συγκροτούν µια ολοκληρωµένη αντίληψη, όµως η υλοποίησή τους θα είχε αισθητή επίδραση σε µια πορεία εξόδου από την κρίση. Πρώτος στόχος: Η ανάκτηση βαθµών ελευθερίας στην πολιτική Υπάρχει µια παράµετρος, την οποία οι διαµάχες για την εθνική αξιοπρέπεια, την εθνική κυριαρχία, τα Μνηµόνια, και ότι άλλο συναφές, την αφήνουν εκτός: ότι µια χώρα σε πτώχευση είναι µια χώρα ηττηµένη, µε βαριά τραυµατισµένη διαπραγµατευτική ικανότητα. Η άποψη, ότι µπορεί να διαπραγµατεύεται όπως µια χώρα µε δύναµη, και ότι η θέση της στη διεθνή σκηνή έχει παραµείνει αλώβητη, µπορεί να ηχεί εθνικά υπερήφανα, όµως, στην ουσία, προσπαθεί αφ ενός να αποσιωπήσει τις ευθύνες πολλών που την έφεραν στο σηµείο αυτό και αφ ετέρου να παρακάµψει την ανάγκη για χάραξη µιας δύσκολης στρατηγικής εξόδου από την κρίση, που θέλει χρόνο και δεν συµβαδίζει µε ηρωικές θεωρίες. Πολύ ψυχρά, δύναµη και υπερχρέωση απέναντι στις αγορές βρίσκονται µεταξύ τους σε διαµετρικά αντίθετη σχέση. Αν την εθνική κυριαρχία την θυµάται κανείς όταν ανακαλύπτει το ολέθριο αποτέλεσµα των επιλογών του, είναι αργά. Τότε γεµίζει ο κόσµος µε κόκκινες γραµµές. Η αφετηρία της έγνοιας για τις κόκκινες γραµµές θα έπρεπε να βρίσκεται πίσω, στην αρχή της αλυσίδας των ενεργειών, που οδηγούν στο ανάποδο αποτέλεσµα. υνάµεις και κοινωνίες που δεν έχουν την ικανότητα να δουν έγκαιρα την αλυσίδα αυτή, έχουν χάσει. Όταν δουν κατάµατα την ήττα, δεν χρειάζονται ερωτήµατα, µοιρολόγια ή θεατρικές παραστάσεις, ως προς το γιατί επιβάλλονται όροι. Χρειάζεται αναστοχασµός και δουλειά. Για το λόγο αυτό, ο µακροχρόνιος στόχος στον οποίο πρέπει να συµπυκνωθούν οι επιδιώξεις µας είναι να οικοδοµηθεί µια χώρα, που θα ανακτήσει σιγά-σιγά την δύναµη που είχε και θα δίνει αυτοπεποίθηση και προοπτική στους πολίτες της. Ενας τέτοιος στόχος σήµερα ηχεί ως εξωπραγµατικός. Είναι, αν τον δει κανείς στο µικρό διάστηµα. Μακροπρόθεσµα όµως, δεν είναι. Και αν, περιµένοντας τα πετρέλαια, τα αέρια, τις φαντασµιακές ή µαγικές λύσεις στο
µέλλον, αποφασίσουµε να εργαστούµε συντεταγµένα σήµερα, θα το κάνουµε εµείς να µην είναι. εύτερος στόχος: Αλληλεγγύη, στη βάση της εφαρµογής των υφιστάµενων συνταγµατικών κανόνων Η κρίση που περνάµε είναι φαινοµενικά αποτέλεσµα του εκτροχιασµού του 2009, είναι όµως και δηµιούργηµα µιας εξαιρετικά άνισης και άδικης κοινωνίας. Ακόµα και σήµερα, πολιτικές δυνάµεις ή πρόσωπα µάχονται για το πως θα εξασφαλίσουν προνόµια, εξαιρέσεις, απαλλαγές για την ισχυρή ή πλατειά πελατεία τους, µεταθέτοντας ουσιαστικά πρόσθετο βάρος στους πιο αδύναµους. Θεωρώ, ότι προέχουν τέσσερα κεντρικά σηµεία: - Μεταξύ των Ελλήνων πολιτών δεν θα ισχύουν ανόµοιοι κανόνες δηµοσιονοµικών υποχρεώσεων. Καµιά ειδική µεταχείριση σε κοινωνικές οµάδες. Ολοι θα έχουν την υποχρέωση να συµµετέχουν ισότιµα στα δηµοσιονοµικά βάρη, µε βάση το εισόδηµα, την ακίνητη περιουσία, τα αυτοκίνητα, τα σκάφη ή άλλα στοιχεία. - Κυβερνήσεις και Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν θα αφήνουν ανέγγιχτη ούτε τη φοροδιαφυγή, ούτε τους οφειλέτες γενικών ή τοπικών φόρων ή τελών ή κοινωνικών εισφορών. Όταν εγκαταλειφθεί η συνειδητή πρακτική της απόλυτης ανοχής ή και υπόθαλψης απέναντι στην φοροκλοπή και τη φοροδιαφυγή, σε συνδυασµό µε το προηγούµενο σηµείο που ανέφερα, τότε ίσως αισθανθεί πράγµατι η ελληνική οικογένεια ότι δεν υπερφορολογείται σε σχέση µε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μέχρι τότε θα υφίσταται το πλιάτσικο από ένα Κράτος, που µε δακρύβρεχτη υποκρισία θα αρνείται συστηµατικά να εφαρµόσει κεντρικές αρχές της φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και του Κράτους ικαίου. - Πελατειακές και προνοµιακές παροχές και κρατικές αποφάσεις που θα απονέµουν ειδικές προσόδους σε εκτεταµένες κατηγορίες επαγγελµατιών ή πολιτών δηµιουργούν ισχυρές αδικίες, τινάζουν στον αέρα τα ασφαλιστικά ταµεία και αυξάνουν επώδυνα το βάρος των µισθωτών και συνεπών πολιτών. Η συντριβή των εργαζόµενων µε χαµηλές αµοιβές και των συνεπών φορολογούµενων είναι ευθεία απόρροια των έντεχνων κυβερνητικών πρακτικών διασφάλισης οικονοµικά και κοινωνικά αδικαιολόγητων προνοµίων σε όσους θέλουν να ευνοήσουν. - Απαιτείται πολιτική ενάντια στην ανεργία και στη φτώχεια, που πλέον αλλάζει µορφή στη χώρα και επικεντρώνεται κυρίως στα αστικά νοικοκυριά µε άνεργα µέλη και παιδιά. Για δεκαετίες η πολιτική για την ανεργία συνοψιζόταν σε πλασµατικά σεµινάρια, καταρτίσεις, επιδοτούµενες θέσεις, που δηµιουργούσαν εισοδήµατα σε πολλούς ενδιάµεσους και στους ενδιαφερόµενους, αλλά όχι πραγµατική απασχόληση. Θέσεις εργασίας για 1,5 εκατ άνεργους θα προκύψουν µόνο µέσα από συγκροτηµένες αναπτυξιακές πολιτικές, που προϋποθέτουν διαφορετικό µοντέλο διακυβέρνησης, χρόνο, πολιτική ηθική, πραγµατική αναπτυξιακή στήριξη από τα ευρωπαϊκά ιαρθρωτικά Ταµεία και παραίτηση από αδιαφανή οφέλη. Τρίτος στόχος: Η αναδιάρθρωση της ηµόσιας ιοίκησης Καµιά πολιτική δεν µπορεί να πετύχει, αν δεν στηρίζεται από µια εξειδικευµένη και αποτελεσµατική ηµόσια ιοίκηση, αν δεν λειτουργήσουν το Κοινοβούλιο, η Εκτελεστική και η ικαστική εξουσία σύµφωνα µε το Σύνταγµα. Κανένα ισχυρό Κράτος δεν στηρίζεται σε διαβρωµένους και αναποτελεσµατικούς θεσµούς. Ιδιαίτερα, κάθε χώρος που θεωρεί ότι κεντρικοί αναπτυξιακοί και κοινωνικοί στόχοι προϋποθέτουν σοβαρή κρατική παρέµβαση, πρέπει να στηρίξει ένα Κράτος, η λειτουργία του οποίου θα παράγει ισχυρά πολιτικά αποτελέσµατα και αλλαγές στην κοινωνία. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης συνέβη το αντίστροφο. Η ίδια η έννοια του Κράτους κλονίστηκε έντονα στα µάτια της κοινωνίας, λόγω των ιδεολογηµάτων, των πρακτικών, των δογµατισµών που κυριάρχησαν σε όλο το φάσµα των πολιτικών δυνάµεων.
Η κρίση, η αλληλεγγύη, η ανάπτυξη, όλες οι σηµαντικές αξίες µπορούν να πραγµατωθούν µόνο µέσα από µια ευρύτατη ανατροπή του αναχρονιστικού κρατικού κατεστηµένου και τον µετασχηµατισµό του σε εργαλείο που πραγµατώνει καίριους πολιτικούς στόχους για την κοινωνία και όχι για τον εαυτό του. Αν το Κράτος λειτουργεί ως στυγνό εργαλείο νοµής της εξουσίας, δεν είναι να απορεί κανείς, ότι στα µάτια της κοινωνίας απονοµιµοποιείται τόσο η ιδέα του Κράτους, όσο και οι οποιεσδήποτε εκδοχές πολιτικής -αριστερές και δεξιές. Και αυτό το είδαµε ξεκάθαρα στην οθόνη µας. Τέταρτος στόχος: Η ανάκτηση της αξιοπιστίας του δηµόσιου χώρου και των δηµόσιων-συλλογικών αξιών στο εθνικό µας σύστηµα Η ανα-κατάκτηση των δηµόσιων-συλλογικών αξιών σηµατοδοτεί µια διαφορετική ισορροπία µεταξύ κοµµατικών συµφερόντων και συλλογικού συµφέροντος στη διαχείριση των δηµόσιων πραγµάτων, τη διαφύλαξη των θεσµών και την ανάδειξη της αξίας της συλλογικότητας απέναντι στον ατοµικισµό. Ο ατοµικισµός, που είναι η λογική απόρροια του εκφυλισµού της ηµοκρατίας, δεν λύνει προβλήµατα. Τα οξύνει. Ένα έθνος, µια κοινωνία, µια χώρα µε αδύναµη αίσθηση συλλογικότητας είναι καταδικασµένα τόσο ως συλλογικότητα, όσο και στο επίπεδο της ατοµικότητας. Κριτήριο επιτυχίας θα ήταν η επιστροφή της κοινωνικής εµπιστοσύνης στο απαξιωµένο σήµερα Κράτος και σε κάθε διακριτή εξουσία ή κρατικό θεσµό. Όµως, δεν µπορεί να υπάρξει εµπιστοσύνη σε ένα Κράτος, που µε σπασµωδικό τρόπο κάθε τρίµηνο περικόπτει εισοδήµατα, αδρανεί απόλυτα για την παραγωγική βάση και εξακολουθεί να καλλιεργεί όσες προβληµατικές καταστάσεις έχει δηµιουργήσει. Η δικαιολογία της δηµοσιονοµικής προσαρµογής που πρέπει να επιτευχθεί είναι υπαρκτή και αναγκαία. Όµως, οι πολιτικές που επιβάλλονται, απλώς δεν είναι ο µόνος δρόµος µε τον οποίο ο στόχος αυτός µπορεί να επιτευχθεί. Είναι ο µόνος δρόµος που επιλέγει το σύστηµα εξουσίας. Πέµπτος στόχος: Η παραγωγική βάση της χώρας Οι πολιτικές που επιβλήθηκαν, άφησαν απέξω τη σχέση µεταξύ κρίσης και παραγωγικού συστήµατος. Η Τρόικα και τα Μνηµόνια στην ουσία δεν ενδιαφέρονται για το παραγωγικό σύστηµα. Όµως, ούτε και οι δικές µας πολιτικές, ούτε και οι θέσεις που έχουν ακουστεί, ενδιαφέρονται πράγµατι. Γιατί µια πιο ουσιαστική αναπτυξιακή και παραγωγική πολιτική θα έπρεπε να έρθει αντιµέτωπη µε τις πιο βαθιές συστηµικές παθογένειες και να πλήξει ένα κατασκεύασµα που είναι το παιδί του πολιτικού αµοραλισµού. Γι αυτό και η άρνηση είναι ισχυρή. Ολο το βάρος της πολιτικής έπεσε στα µακροοικονοµικά, αγνοώντας, ότι ένα σηµαντικό τµήµα της κρίσης συνδεόταν µε την ολοένα και πιο αδύναµη παραγωγική και ανταγωνιστική βάση της οικονοµίας µας. Τις µακροοικονοµικές ανισορροπίες της κρίσης δεν πρέπει να τις δούµε µόνο από την οπτική των καταστροφικών επιπτώσεων που έχουν στο παραγωγικό σύστηµα της χώρας, αλλά και αντίστροφα: πώς δηλαδή η µακροχρόνια αποδυνάµωση της παραγωγικής µας βάσης, σε συνδυασµό και µε τις πολιτικές που εφαρµόστηκαν, οδήγησε στην κρίση. Μια τέτοια αµφίδροµη σχέση, σηµαίνει ότι ακόµα και σήµερα, η παραγωγική βάση έχει παραµεριστεί εντελώς, η µεγέθυνση έχει πάθει καθίζηση και µια ανάκαµψη που θα στηρίζεται µόνο στα δηµοσιονοµικά, έχει ένα υπέρµετρο κοινωνικό και οικονοµικό κόστος. Σηµαίνει, επιπλέον, πως όταν υπάρξει µεγέθυνση, αυτή θα είναι αναιµική. Θα σταµατήσω στα σηµεία αυτά, παρ όλο ότι θα ήθελα να αναφερθώ ακόµα σε θέµατα ηµοκρατίας και σεβασµού των ανθρώπινων δικαιωµάτων, που για κάθε Ελληνα θα έπρεπε να έχουν ιδιαίτερη φόρτιση, καθώς και στο τι σηµαίνουν τα καµώµατά µας σε µια στιγµή και σε µια γεωπολιτική περιοχή, στην οποία συντελούνται εξαιρετικά σηµαντικές ανακατατάξεις, που αγγίζουν τη διεθνή θέση της χώρας και κεντρικά εθνικά µας συµφέροντα, πολύ πιο καθοριστικά από το κάθε θέµα που δηµιουργεί µιντιακές και κοµµατικές θύελλες. Αρκετοί από τους στόχους που ανέφερα δεν είναι νέοι. Νέο θα ήταν το στοιχείο της υλοποίησής τους. Το κεντρικό µήνυµα των αναφορών αυτών είναι η ανάγκη να αλλάξει ότι πια είναι βαρίδι, και να ξεκινήσει κάτι πιο δηµιουργικό. Αν η αλλαγή έχει κόστος, -και έχειη αδράνεια έχει επίσης κόστος που συχνά είναι πολλαπλάσιο του πρώτου. Απλώς, το κόστος
αυτό αποκαλύπτεται αργότερα και η κοινωνία καθησυχάζει, πιστεύοντας το µήνυµα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από πουθενά. Θεωρώ, ότι πρέπει να τελειώνουµε µε τις αυταπάτες, τις αερολογίες και τους µηχανισµούς αποπλάνησης. Θεωρώ, ότι η Ελλάδα δεν θα αλλάξει µε πρωτοβουλίες που έρχονται από πάνω, αλλά από την απόφαση πολλών να αθροίσουν τις µικρές τους δυνάµεις µε τρόπο που να σπρώξει τη χώρα προς τα πάνω. Για να αποτραπούν αδιέξοδα και να δηµιουργηθεί κάτι διαφορετικό, χρειάζεται µια ισχυρή δύναµη από τα κάτω. Η πρωτοβουλία που έχει ξεκινήσει, µε τους 58, µε εσάς εδώ και πολλούς ακόµα σε άλλες πόλεις, πρέπει να πάρει µαζική, ανοικτή και υπερβατική χροιά. Να υπερβεί όσους την ξεκίνησαν, να υπερβεί τις αρχικές σκέψεις, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ευρύτερων δυνάµεων που ψάχνονται, αρνούνται να συµβιβαστούν µε ότι τους προσφέρεται και είναι έτοιµες να επενδύσουν σε ότι τις πείσει.