Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος Μάθημα: Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα. Επαγγελματική Ελευθερία ΙΙ-75 ΣχευρΣ. Κακούρου Ευαγγελία Α.

Σχετικά έγγραφα
ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Η Συνθήκη του Άµστερνταµ: οδηγίες χρήσης

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η διεθνής διάσταση της πρόσβασης στο άσυλο. Αρχή της μη επαναπροώθησης. επαναπροώθησης αποτελεί τον πυρήνα του δικαιώματος στο άσυλο, δηλαδή του

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

σύνταγμα» Παρασκευής Α. Σιάρκου Φοιτήτριας Νομικής Σχολής Αθηνών

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Εργασιακά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα της γυναίκας εν μέσω οικονομικής κρίσης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Πως ένας πολίτης μπορεί να απευθυνθεί στο Ευρωπαϊκό ικαστήριο. Ανθρωπίνων ικαιωμάτων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. Άρθρο πρώτο

Εμβάθυνση στο συνταγματικό δίκαιο

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Μητρ. Δημητριάδος: Το επιχειρούμενο Σύνταγμα θα αναιρεί τον εαυτό του

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

- Η διάταξη του άρθρου 3 της Σύμβασης Η απόφαση του Δικαστηρίου της 18 ης Δεκεμβρίου 1996, Λοϊζίδου κατά Τουρκίας 31 - Ανάλυση:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Αυτά τα δικαιώματα είναι η ισότητα, η ελευθερία, η ασφάλεια και η ιδιοκτησία.

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0059(CNS) Σχέδιο γνωμοδότησης Evelyne Gebhardt (PE v01-00)

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Transcript:

Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος Μάθημα: Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα Επαγγελματική Ελευθερία ΙΙ-75 ΣχευρΣ Κακούρου Ευαγγελία Α.Μ:1340200200173

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Δεδομένου ότι η επαγγελματική ελευθερία αποτελεί κορυφαία εκδήλωση της προσωπικότητας του ανθρώπου και ότι η επιλογή και η άσκηση του επαγγέλματος είναι κύρια έκφραση του χαρακτήρα και της ιδιοσυγκρασίας του η ελευθερία της εργασίας κατέχει σημαντική θέση στον κατάλογο των διακηρύξεων και αποτελεί μείζον θέμα συζήτησης στο εθνικό, διεθνές και στο Ευρωπαϊκό-Κοινοτικό δίκαιο. Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την έννοια της ελευθερίας του επαγγέλματος τόσο στα πλαίσια του Ελληνικού Συντάγματος 1975/2001 όσο και των ευρωπαϊκών συνταγματικών κειμένων με αφορμή την υιοθέτηση του χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. 2

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ 1: Γενική θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων. Μέρος πρώτο : 1. Έννοια και σημασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Σελ. 4 Ι. Ανθρώπινη αξία. Σελ.5 ΙΙ. Ισότητα Σελ. 6 IΙΙ. Ελευθερία. Σελ. 7 2. Ιστορική ανασκόπηση και διεθνής κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σελ.8 Ι. Ιστορική εξέλιξη. Σελ. 8 ΙΙ. Κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων στα ελληνικά συντάγματα. Σελ. 9 ΙΙΙ. Κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων στο Διεθνές Δίκαιο. Σελ. 12 ΙV.Κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων στο Ευρωπαϊκό- Κοινοτικό δίκαιο. Σελ. 17 2: Η εργασία ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα. Μέρος δεύτερο: 1. Ορισμός εργασίας. Σελ. 17 2. Το Συνταγματικό δικαίωμα της εργασίας. Σελ. 17 3.Εργασία και επαγγελματική ελευθερία. Σελ. 19 4. Σχέδιο Συνθήκης για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συντάγματος και επαγγελματική ελευθερία. Σελ. 20 Νομολογία Σελ. 23 Βασικά Συμπεράσματα Σελ.31 Βιβλιογραφία Σελ. 32 Περίληψη Σελ. 33 3

1. ΓΕΝΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ 1. ΈΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Δικαίωμα είναι η εξουσία που απονέμει το δίκαιο σε ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο για να προβαίνει σε πράξη ή παράλειψη ή για να απαιτεί πράξη ή παράλειψη από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα 1. Ανθρώπινα δικαιώματα ή θεμελιώδη δικαιώματα 2 του ανθρώπου είναι όσα αναφέρονται στο συνταγματικό δίκαιο ως ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα (ατομικές ή συνταγματικές ελευθερίες). Το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, το δικαίωμα για ανάπτυξη της προσωπικότητας, η ελευθερία σκέψης, συνείδησης και έκφρασης, το δικαίωμα να απαιτεί κανείς σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα που απαιτεί κανείς το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας αποτελούν μερικά από τα πιο βασικά θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα.τα πολιτικά δικαιώματα, τα οποία εγγυώνται τη δυνατότητα του πολίτη να συμμετέχει στη διαχείριση των κοινών, διαφέρουν από τα ατομικά επειδή τα τελευταία ανήκουν σε όλα τα πρόσωπα που εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία ενός κράτους (υπηκόους ή πολίτες και αλλοδαπούς), ενώ τα πολιτικά δικαιώματα ισχύουν μόνο υπέρ των πολιτών και όχι και υπέρ των αλλοδαπών. Τα ατομικά δικαιώματα δεν ενισχύουν μόνο την έννομη θέση του ιδιώτη. Αντίθετα, προχωρούν περισσότερο μεταβάλλοντας τον από απλό αντικείμενο δικαίου σε υποκείμενο δικαίου, δηλαδή τον μετατρέπουν από υπήκοο σε πολίτη. Αυτό σημαίνει ότι: ένα κράτος που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως υποκείμενο δικαίου διαφέρει ουσιαστικά από το κράτος που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αντικείμενο 4

δικαίου. Συνεπώς, τα ατομικά δικαιώματα δεν αναφέρονται απλά στην υποκειμενική κατάσταση του ιδιώτη αλλά περιορίζουν αντίστοιχα την κρατική εξουσία, οριοθετώντας και υποτάσσοντας την σε κανόνες υπερκείμενης τυπικής ισχύος που δεσμεύουν το νομοθέτη. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η ύπαρξη και η προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι εξαιρετικά σημαντική για τη διασφάλιση της ελευθερίας του ανθρώπου και γι' αυτό το λόγο κρίνεται απαραίτητη η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων στα συνταγματικά κείμενα.. 1,2 Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα 1998, σελ.28επ., Αθ. Ράικου, Συντ.Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα, 2002, σελ. 31 επ. Π. Δαγτόγλου, Συντ.Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Α', 1991 σελ. 5 επ. Ανδρέα Δημητρόγλου, Συνταγματικά Δικαιώματα, Ειδικό μέρος, 2005, σελ.4 επ. I. Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ Ορισμός: Ανθρώπινη αξία ως έννοια γένους είναι το σύνολο των γενικών υλικών, πνευματικών και κοινωνικών γνωρισμάτων του ανθρώπινου γένους. Η ανθρώπινη αξία ταυτίζεται με τον όρο άνθρωπος και αποτελεί, θα μπορούσαμε να πούμε τη νομική μεταγλώττιση του όρου. Καθώς η ανθρώπινη φύση είναι τρισδιάστατη, σωματική, πνευματική και κοινωνική το ίδιο συμβαίνει και με την ανθρώπινη αξία. Συνεπώς, η αξία του ανθρώπου είναι ο απαραβίαστος πυρήνας της προσωπικότητας του ανθρώπου ως φυσικού υποκειμένου του δικαίου που διακρίνει τον άνθρωπο από τα άλογα όντα αλλά και από τα αντικείμενα του δικαίου. Αναγνωρίζεται λοιπόν ο άνθρωπος ως υποκείμενο του δικαίου και όχι ως αντικείμενο δηλαδή ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (34 ΑΚ). Στο νομικό τώρα χώρο, η ανθρώπινη αξία αποτελεί τη βάση, την αρχή και το τέλος της έννομης τάξης. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη αξία αποτελεί τον άμεσο ή έμμεσο σκοπό 5

κάθε νομικού κανόνα και ότι από την αρχή αυτή αναπτύσσονται όλοι οι κανόνες δικαίου.'' Η ανώτατη δικαιοπολιτική αρχή της έννομης τάξης του κοινωνικού ανθρωπισμού, η ανθρωπιστική αρχή, ορίζει ότι η ανθρώπινη αξία είναι απαραβίαστη''. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας και το απαραβίαστο των θεμελιωδών δικαιωμάτων βαίνουν παράλληλα. Αυτό σημαίνει ότι η ανθρώπινη αξία είναι απαραβίαστη, απαραβίαστα είναι και τα συνταγματικά δικαιώματα που την εξειδικεύουν. Η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας αποτελεί την καταστατική αρχή της νέας ελληνικής έννομης τάξης με το Σύνταγμα 1975/86 και συνδέεται άρρηκτα με δύο θεμελιώδεις συνταγματικές υποχρεώσεις, την υποχρέωση των ατόμων να σέβονται και την υποχρέωση του κράτους να σέβεται και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία. Η αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας προστατεύεται από το Ελληνικό Σύνταγμα 1975/86 στις ακόλουθες διατάξεις: άρθρ. 2 παρ.1, αρθρ.4 παρ1 και 2, αρθρ.5 παρ.1 και 2, αρθρ.7 παρ.2, αρθρ.25 παρ 1-4 και 106 παρ.2. ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΙΣΟΤΗΤΑ Η ανθρώπινη αξία βασίζεται τόσο στην ελευθερία όσο και στην ισότητα, γεγονός που προϋποθέτει την ταυτόχρονη ύπαρξη της ελευθερίας και της ισότητας. Η αφαίρεση της μιας από τις δύο αρχές σημαίνει τον ακρωτηριασμό της ανθρώπινης αξίας. Συγκεκριμένα η ανθρώπινη αξία οριοθετεί την ελευθερία και ταυτόχρονα προσδίδει ελευθεριακό περιεχόμενο στην ισότητα αφαιρώντας την ισοπεδωτική αντίληψη. Συμπερασματικά, η ελευθερία του ατόμου είναι επιτρεπτή εφόσον δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία και η ισότητα είναι δυνατή μέχρι του σημείου που δεν προσκρούει στην ανθρώπινη αξία. ΙΣΟΤΗΤΑ Η αρχή της ισότητας αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική αρχή η οποία προστατεύεται στο αρθρ 4 παρ.1 του Συντάγματος ''οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου''. Η διάταξη αυτή αποτελεί παράδειγμα ταυτόχρονης συνταγματικής καθιέρωσης 6

αντικειμενικής αρχής και θεμελιώδους δικαιώματος. Η αρχή της ισότητας είναι καθολική και εμφανίζεται σε όλες τις περιοχές του δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει κλάδος του δικαίου που να μη διέπεται από την αρχή αυτή. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ Ελευθερία είναι η πλήρης εξουσία του ανθρώπου στον εαυτό του. Δηλαδή αποτελεί μορφή υλικής και σωματικής δράσης του ανθρώπου. Η ελεύθερη δράση μπορούμε να πούμε ότι αναδεικνύει την ατομικότητα του ανθρώπου, συνεπώς συνδέεται στενά με την προσωπικότητα του. Προσωπικότητα 1 είναι ο συνδυασμός των γενικών, υλικών, πνευματικών και κοινωνικών γνωρισμάτων του ανθρώπινου γένους σε συγκεκριμένο άτομο. Δεδομένου ότι μόνο ο ελεύθερος άνθρωπος μπορεί να έχει προσωπικότητα, προσωπικότητα και ελευθερία είναι δύο έννοιες παράλληλες. Μία από τις βασικότερες ελευθερίες αποτελεί η ανάπτυξη της προσωπικότητας. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας στο αρθρ.5 παρ.1. ''Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη''. Η διάταξη αυτή προστατεύει την τιμή, τη ζωή και την ελευθερία του ατόμου. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή, όλοι όσοι βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής,της τιμής και της ελευθερίας τους χωρίς τη διάκριση της εθνικότητας, της φυλής, της γλώσσας, των θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων.. 1. Δημητρόπουλος Ανδρέας, Συνταγματικά Δικαιώματα, 2005, Αθήνα 7

2. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ I. Ιστορική εξέλιξη. Η έννοια της ελευθερίας θα μπορούσε να αναζητηθεί στην Αρχαία Ελλάδα όπου γεννήθηκε και ευδοκίμησε το δημοκρατικό πολίτευμα καθώς η ελευθερία και η δημοκρατία αποτελούν έννοιες παράλληλες. Η αθηναϊκή δημοκρατία κατόρθωσε να συνδυάσει την παντοδυναμία του πολίτη με την κρατική υπεροχή δίνοντας έρεισμα στους νεώτερους συγγραφείς και δημοσιολόγους να αναπτύξουν τις θεωρίες τους σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι θεμελιώδη δικαιώματα σε ένα πρώιμο βέβαια στάδιο ανιχνεύονται στην Αρχαία Ελλάδα καθώς η ελευθερία και η ισότητα αποτελούσαν θεμελιώδεις αρχές που προσδιόριζαν την κοινωνική υπόσταση του πολίτη. Ωστόσο, τα θεμελιώδη δικαιώματα των Αρχαίων Ελλήνων δεν χαρακτηρίζονται από έντονη αντικρατική κατεύθυνση όπως εκείνα του μεταγενέστερου δυτικού συνταγματισμού. Δεν παύουν όμως ως γενικά παραδεδεγμένες αρχές να θέτουν εμπόδια στην κρατική αλλά κατ στην ιδιωτική εξουσία 1. Σταθμός στην ιστορία κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί η υπογραφή του ''Μεγάλου Χάρτη των Ελευθεριών" (Magna Charta Liberatum 1215) στην Αγγλία. Μια διαμάχη ανάμεσα στο βασιλιά Ιωάννη τον Ακτήμονα αφενός και τον αρχιεπίσκοπο και τους Φεουδάρχες αφετέρου κατέληξε στην ήττα του βασιλιά και την υπογραφή του χάρτη που επιβεβαίωνε απλώς τα παραδοσιακά δικαιώματα των φεουδαρχών. Ακολουθούν ορισμένα αγγλικά κείμενα του 17ου αιώνα της εποχής των μεγάλων πολιτικών αναταραχών στην Αγγλία η Petition of rights (1628), ο Ηabeas Corpus Act (1679) στον οποίο κατοχυρώνεται η προσωπική ελευθερία και κυρίως το Bill of Rights (1688). Η πρώτη συνταγματική κατοχύρωση ατομικών δικαιωμάτων έγινε στην Αμερική στο 8

Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών του έτους 1787 χάρη στον αγώνα των αποίκων της Αμερικής για ελευθερία και ανεξαρτησία από τη μητρόπολη. Ωστόσο, το κείμενο που επηρέασε όσο κανένα άλλο τα μεταγενέστερα συντάγματα και τις διεθνείς συμφωνίες για τα ατομικά δικαιώματα υπήρξε η γαλλική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη που αποτέλεσε το πρώτο βήμα για το γαλλικό σύνταγμα του 1791.Τόσο η γαλλική διακήρυξη του 1789 όσο και το γαλλικό σύνταγμα του 1791 αποτελούν τα δύο κείμενα που δημιούργησαν τον αποκαλούμενο "κλασσικό κατάλογο των ατομικών δικαιωμάτων" στον οποίο περιλαμβάνονται οι έννοιες ισότητα, προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, το άσυλο της κατοικίας, η ελευθερία του τύπου και της έκφρασης των στοχασμών, το απόρρητο των επιστολών, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία εκπαιδεύσεως, η ελευθερία του συνέρχεσθαι, το δικαίωμα του αναφέρεσθαι προς τις αρχές, η οικονομική ελευθερία, το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας. Στον κατάλογο αυτό προστέθηκε αργότερα το δικαίωμα του συναιτερίζεσθαι. Σήμερα παρά το γεγονός ότι ο κλασσικός κατάλογος έχει μεταβληθεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου κατοχυρώνονται από τα συντάγματα όλων των χωρών.παρ' όλα αυτά δεν είναι λίγες οι φορές που τα ατομικά δικαιώματα παραβιάζονται στο βωμό του συμφέροντος. Η πραγματική και ουσιαστική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι ένα ευαίσθητο θέμα που έχει απασχολήσει κατά καιρούς και εξακολουθεί να απασχολεί τη νομική επιστήμη και επικαιρότητα. ΙΙ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ Από το σχέδιο του Ρήγα-Βελεστινλή-Φεραίου και το σύνταγμα του 1975 έχουν μεσολαβήσει αρκετά ελληνικά συνταγματικά κείμενα, πρωτοποριακά για την εποχή, τους με κύριο στόχο την κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα το προσωρινό σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) κατοχυρώνει τα "γενικά δικαιώματα των κατοίκων της Ελλάδας με έμφαση στην αρχή της ισότητας και το προσωρινό σύνταγμα του Άστρους (Νόμος της Επιδαύρου 1823) τα "πολιτικά δικαιώματα των Ελλήνων" παρέχοντας πληρέστερη συνταγματική προστασία. Πληρέστερη συνταγματική προστασία 9

των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου δίδεται στο σύνταγμα της Τροιζήνας (1827) σε ιδιαίτερο κεφάλαιο με τίτλο "Δημόσιον Δίκαιον των Ελλήνων". Εκτός από την κατοχύρωση της ισότητας, της ζωής, της τιμής και ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται σαφώς η προσωπική ελευθερία. Ακολουθούν στη συνέχεια το σύνταγμα του 1844 με το οποίο ρυθμίζονται τα συνταγματικά δικαιώματα με τις διατάξεις δώδεκα άρθρων του στο κεφάλαιο "Περί του δημοσίου δικαίου των Ελλήνων" (Σ 1844 άρθρ.3-14), το Σ 1864 με το οποίο επέρχονται νέες ρυθμίσεις μεταξύ των οποίων η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή ( αρθρ.8 ), το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (αρθρ.11) του συνεταιρίζεσθαι ( άρθρ.12 ) και ρύθμιση του όρκου (άρθρ.15) η αναθεώρηση του ίδιου συντάγματος το 1911, το σύνταγμα του 1927 το οποίο ρυθμίζει τα συνταγματικά δικαιώματα με τις διατάξεις των 22 άρθρων του, με το οποίο κατοχυρώνονται οι αρχές της ισότητας (άρθρ.6) η ζωή, τιμή και ελευθερία (άρθρ.7) η αρχή "ουδεμία ποινή άνευ νόμου" (άρθρ.8), η αρχή του νόμιμου δικαστή (άρθρ.9), η προσωπική ελευθερία (άρθρ.10), ρυθμίζονται η σύλληψη και το αυτόφωρο έγκλημα (αρθρ.11), όπως επίσης και τα πολιτικά εγκλήματα (αρθρ.12),το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (άρθρ.13), του συνεταιρίζεσθαι (αρθρ.14), το άσυλο της κατοικίας (άρθρ.15),η ελευθερία έκφρασης και ελευθερία τύπου (άρθρ.16), απαγορεύονται τα βασανιστήρια, η γενική δήμευση και ο πολιτικός θάνατος (άρθρ.17) κατοχυρώνεται το απόρρητο των επιστολών (άρθρ.18), η ιδιοκτησία και αναγκαστική απαλλοτρίωση (αρθρ.19), ρυθμίζονται ζητήματα περί διαθηκών (άρθρ.20), προστατεύονται η τέχνη, η επιστήμη, και η διδασκαλία (άρθρ.21), η εργασία (άρθρ.22), η εκπαίδευση (άρθρ.23), ο γάμος (άρθρ.24), το δικαίωμα του αναφέρεσθαι (άρθρ.25), και τελικά ρυθμίζεται ο όρκος (άρθρ.27), και τέλος ακολουθεί το σύνταγμα του 1952 με το οποίο κατοχυρώνονται τα συνταγματικά δικαιώματα στο κεφάλαιο "Περί δημοσίου δικαίου των Ελλήνων" με τις διατάξεις 18 άρθρων του. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνονται η αρχή της ισότητος (αρθρ.3), η προσωπική ελευθερία (αρθρ.4), ρυθμίζονται η σύλληψη και το αυτόφωρο έγκλημα (αρθρ,5), τα πολιτικά εγκλήματα(αρθρ.6), η αρχή ''ουδεμία ποινή άνευ νόμου'' (αρθρ.7), η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή (αρθρ.8), το δικαίωμα του αναφέρεσθαι (αρθρ.9), του συνέρχεσθαι (αρθρ.10), του συνεταιρίζεσθαι (αρθρ.11), το άσυλο της κατοικίας (αρθρ.12), προστατεύονται η ζωή και η ελευθερία(αρθρ.13), η ελευθερία έκφρασης και η ελευθερία του τύπου (αρθρ.14), ρυθμίζεται ο όρκος (αρθρ.15), 10

κατοχυρώνονται η δωρεάν παιδεία (αρθρ.16), η ιδιοκτησία και η αναγκαστική απαλλοτρίωση (αρθρ.17). Απαγορεύονται τα βασανιστήρια, η γενική δήμευση και ο πολιτικός θάνατος (αρθρ.18) και κατοχυρώνεται το απόρρητο των επιστολών (αρθρ.20). Στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα τα συνταγματικά δικαιώματα ρυθμίζονται στο δεύτερο μέρος με τον τίτλο ''ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα'' (Σ 1975 αρθρ.4-25). Η αναθεώρηση του 1986 δεν έθιξε ζητήματα συνταγματικών δικαιωμάτων, ενώ αντίθετα η αναθεώρηση του 2001 ρύθμισε πολλά σχετικά ζητήματα. Στο ισχύον Σύνταγμα προτάσσεται η αρχή της ισότητας (αρθρ.4) και ακολουθεί η κατοχύρωση της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (αρθρ.5). Ρυθμίζονται η σύλληψη και το αυτόφωρο έγκλημα (αρθρ.6), κατοχυρώνεται η αρχή '' ουδεμία ποινή άνευ νόμου'' και απαγορεύονται τα βασανιστήρια και η γενική δήμευση (αρθρ.7). Κατοχυρώνονται ακόμα η αρχή του νόμιμου ή φυσικού δικαστή (αρθρ 8), το άσυλο της κατοικίας (αρθρ.9), το δικαίωμα του αναφέρεσθαι (αρθρ.10), το δικαίωμα του συνέρχεσθαι (αρθρ.11), του συνεταιρίζεσθαι (αρθρ.12), η θρησκευτική ελευθερία (αρθρ.13) η ελευθερία της έκφρασης και η ελευθερία του τύπου (αρθρ.14), η ραδιοτηλεόραση (αρθρ.15), η τέχνη, η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία, η παιδεία (αρθρ.16), η ιδιοκτησία και η αναγκαστική απαλλοτρίωση (αρθρ.17 και 18), το απόρρητο των επιστολών (αρθρ.19), η παροχή έννομης προστασίας (αρθρ.20), ο γάμος και η οικογένεια (αρθρ.21), η εργασία (αρθρ.22), η συνδικαλιστική ελευθερία ( αρθρ.23) και το περιβάλλον (αρθρ.24). Με την αναθεώρηση του 2001 έγιναν στο κεφάλαιο των συνταγματικών δικαιωμάτων οι παρακάτω αλλαγές Άρθρα 4 (ερμηνευτική δήλωση), 5 παρ.4και5 (ατομικά διοικητικά μέτρα και προστασία της γενετικής ταυτότητας), 5Α (δικαίωμα στην πληροφόρηση), 6 παρ.4 (ανώτατο όριο προφυλάκισης), 7 παρ.3 (θανατική ποινή), 9Α (προστασία προσωπικών δεδομένων), 10 παρ.3 (παροχή πληροφοριών και χορήγηση εγγράφων), 12 παρ.4 (κατάργηση περιορισμών του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι για τους δημοσίους υπαλλήλους), 14 παρ.5 και 7 (προστασία προσωπικότητας από ΜΜΕ), 14 παρ.9 (ιδιοκτησιακό καθεστώς ΜΜΕ),15 παρ.2 (καθεστώς ραδιοτηλεόρασης), 17 (απαλλοτρίωση), 19 παρ.2 και 3 (απόρρητο επιστολών και επικοινωνίας), 21 παρ.5 και 6 (δημογραφική πολιτική και άτομα με αναπηρίες),22 (ΣΣΕ από δημόσιους υπαλλήλους), 24 (προστασία του περιβάλλοντος), 25 (γενικά περί ατομικών δικαιωμάτων 11

αναλογικότητα), 116 παρ.2 Σ (θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών). Στη σύγχρονη έννομη τάξη, η διασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν είναι απλά "ιδιωτική υπόθεση", αλλά αποτελεί κρατικό σκοπό. Σε αντίθεση προς το παλαιό κράτος αποχής, στο σύγχρονο συνταγματικό πλαίσιο τα συνταγματικά δικαιώματα τελούν υπό την εγγύηση του κράτους (Σ άρθρ. 25 παρ. 1). ΙΙΙ. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι το τέλος του 1ου παγκοσμίου πολέμου καταβλήθηκαν ορισμένες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της διεθνοποίησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σ' αυτές ανήκει π.χ η αρχή της απαγόρευσης του εμπορίου των δούλων, η οποία καθιερώθηκε από το Συνέδριο της Βιέννης του 1815. Μια αξιόλογη κίνηση για διεθνή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρατηρήθηκε από το Ινστιτούτο του Διεθνούς Δικαίου με τη "Διακήρυξη των Διεθνών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου". Η κίνηση για τη διεθνοποίηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αναζωπυρώθηκε κατά τη διάρκεια και ιδίως μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ενόψει των σχετικών ειδεχθών εγκλημάτων του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος της Γερμανίας. Η προαγωγή της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτελεί μετά τον πόλεμο έναν από τους κύριους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία ιδρύθηκαν άμεσα μετά την κατάρρευση του χιτλερικού καθεστώτος (τον Ιούνιο του 1945). Ο χάρτης του διεθνούς Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος κυρώθηκε σ' εμάς με τον αν 585/1945, στο προοίμιο του διακηρύσσει και πάλι την πίστη των λαών των Ηνωμένων Εθνών στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου. Στο άρθρ. 1 παρ.3 αναφέρει ανάμεσα στους σκοπούς του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών την προαγωγή "του σεβασμού στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις θεμελιώδεις ελευθερίες για όλους χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας". Στο άρθρ. 55 στοιχ. γ' επαναλαμβάνει, ότι ένας από τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών είναι και η προαγωγή του "καθολικού σεβασμού και της διασφαλίσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους χωρίς διάκριση φυλής, φύλου γλώσσας ή θρησκείας". Και τέλος, 12

στο άρθρ. 56 περιλαμβάνει την υπόσχεση αυτών, "ότι θα ενεργούν μαζί ή χωριστά σε συνεργασία με τον Οργανισμό για την επιτυχία των σκοπών, που αναφέρονται στο άρθρ. 55". Ο χάρτης του ΟΗΕ δεν περιέλαβε έναν κατάλογο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έναν τέτοιο κατάλογο περιέλαβαν τρία άλλα μεταγενέστερα κείμενα, που ψήφισε η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών: η "Παγκόσμια ή Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων" του 1948, το σύμφωνο του 1966 για "τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα" και το σύμφωνο του 1966 για "τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά-πολιτιστικά δικαιώματα". Εκτός από τις γενικές αυτές διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καταρτίστηκαν υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών ή των ειδικών Οργανώσεων και ιδίως της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας πολλές αξιόλογες διεθνείς συνθήκες για την προστασία ορισμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων σε παγκόσμια ή οικουμενική εμβέλεια. Την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ανέλαβαν παράλληλα με τον ΟΗΕ και ορισμένοι περιφερειακοί διεθνείς οργανισμοί, που ιδρύθηκαν μετά τον Πόλεμο. Ο σπουδαιότερος τέτοιος οργανισμός είναι το Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο ιδρύθηκε από Κράτη της Δυτικής Ευρώπης το 1949 και το οποίο τώρα περιλαμβάνει και τα νέα δημοκρατικά (πρώην σοσιαλιστικά) κράτη της Ανατολικής Ευρώπης. Τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Συμβουλίου της Ευρώπης στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η Σύμβαση '' γαι την προάσπιση των Δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών'' (ΕΣΔΑ) και ο Κοινωνικός Χάρτης της Ευρώπης. Η Ευρωπαική Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και συμπληρώθηκε με δώδεκα Πρωτόκολλα. Εξάλλου, ο Κοινωνικός Χάρτης της Ευρώπης υπογράφηκε στο Τουρίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 και άρχισε να ισχύει στις 26 Φεβρουαρίου 1965. Η Σύμβαση της Ρώμης, όπως συμπληρώθηκε με τα Πρωτόκολλα, περιλαμβάνει τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, ενώ ο Κοινωνικός Χάρτης προστατεύει τα κοινωνικά δικαιώματα.η Ευρωπαική Σύμβαση της Ρώμης είναι το τελειότερο διεθνές κείμενο περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η καινοτομία της ΕΣΔΑ απέναντι στα άλλα σχετικά διεθνή κείμενα συνίσταται κυρίως στην ίδρυση και λειτουργία ενός ειδικού διεθνούς Οργάνου και συγκεκριμένα του Ευρωπαικού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο ελέγχει μετά από άσκηση προσφυγής πολίτη ή πολιτών την τήρηση της από τα 13

συμβαλλόμενα κράτη και το οποίο μάλιστα επιβάλλει κυρώσεις στην περίπτωση διαπίστωσης κάποιας παραβίασης δικαιώματος που κατοχυρώνει η ΕΣΔΑ. Αμερικανικές διακηρύξεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αξιόλογες προσπάθειες για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων καταβλήθηκαν και στα πλαίσια του οργανισμού αμερικανικών κρατών. Το αποτέλεσμα των προσπαθειών αυτών ήταν η υπογραφή της ''Αμερικανικής Διακηρύξεως των Δικαιωμάτων και καθηκόντων του Ανθρώπου'' (1948) κα της ''Αμερικανικής Συμβάσεως περί των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου'' του 1969, η οποία άρχισε να ισχύει το 1978. η σύμβαση αυτή είχε ως πρότυπο της την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.. Χρήστος Νικ. Σατλάνης, ''Εισαγωγή στο Δίκαιο της Διεθνούς Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων'', σελ.27 επ. Κατ. Μανωλοπούλου- Βαρβιτσιώτη, Η Διεθνής Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, 1986, σελ.84-86 IV. ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΩΝ ΑΤΟΜΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ - ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Διακηρύξεις των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων περιλαμβάνονται και σε δύο κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκοί Ένωση (Συνθήκη του Μάαστριχτ) του 1992 και στον ''Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης'' του 2000. Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση περιλαμβάνει διατάξεις περί θεμελιωδών δικαιωμάτων στο αρθρ.5 παρ.1 και 2 το άρθρο αυτό αναφέρει το σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων ως μια από τις βάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια ακολούθησε η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997). Έτσι, κατ' αρθρ.6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ισχύουν δεσμευτικά τα εξής :''1. Η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των 14

δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές στα κράτη μέλη. 2. Η Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των Κρατών Μελών, ως γενικές αρχές το κοινοτικού δικαίου''. Ο ''Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης'' καταρτίστηκε από ένα ειδικό σώμα, που προβλέφθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας του Ιουνίου του 1999 και ονομάστηκε '' Συνέλευση''. Ο Χάρτης διακηρύχτηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της Νίκαιας από κοινού από αυτό, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο Χάρτης περιλαμβάνει μια πλήρη διακήρυξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερα αυτός επιβεβαιώνει, όπως αναφέρεται στο προοίμιο του, σεβόμενος τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της Κοινότητας και της Ένωσης, καθώς και την αρχή της επικουρικότητας, τα θεμελιώδη δικαιώματα που απορρέουν ιδίως από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις και τις διεθνείς υποχρεώσεις των κρατών μελών, τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κοινοτικές συνθήκες, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), τους Κοινωνικούς Χάρτες που έχουν υιοθετηθεί από την Κοινότητα και το Συμβούλιο της Ευρώπης, καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών κοινοτήτων και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έτσι, ο Χάρτης περιλαμβάνει τα θεμελιώδη δικαιώματα, που καθιερώνονται από τα διεθνή κείμενα και ιδίως απο τα κοινοτικά κείμενα και τα κείμενα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Χάρτης φαίνεται να μην έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Πράγματι το Ευρωπαικό Συμβούλιο της Νίκαιας δεν αποφάσισε για το θέμα αυτό αλλά το παρέπεμψε σε μια νέα Διακυβερνητική Διάσκεψη, η οποία θα συγκληθεί το 2004. Ωστόσο, η επιστήμη, βασιζόμενη στα πορίσματα της νομολογίας, απονέμει στο Χάρτη μία εκ των πραγμάτων δεσμευτική ισχύ.. Γ. Παπαδημητρίου, η Συνταγματοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2002, σελ.17επ. 15

Γ. Παπαδημητρίου, ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Σταθμός στη θεσμική ωρίμανση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2001, σελ 9επ. Χρήστος Νικ. Σατλάνης, ''Εισαγωγή στο Δίκαιο της Διεθνούς Προστασίας των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων'', σελ.30-31. 16

2: Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΩΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ 1. Ορισμός εργασίας Εργασία είναι το σύνολο των ενεργειών του ανθρώπου που αποσκοπεί κατά κύριο λόγο στην παραγωγή οικονομικά αποτιμητού αποτελέσματος.ο όρος εργασία δεν καλύπτει την εθελοντική εργασία που προστατεύεται από το γενικό δικαίωμα του άρθρου 5 παρ.1. Αντίθετα αναφέρεται κυρίως στην οικονομική έννοια της εργασίας, στην οποία αναφέρεται και ο συντακτικός νομοθέτης στο άρθρο 22 Σ. Η εργασία είναι απαραίτητη για την ύπαρξη και την επιβίωση του ανθρώπου και ανήκει στα φύσει κοινωνικά αγαθά δηλαδή στα αγαθά εκείνα που εξ ορισμού ανήκουν σε όλους τους ανθρώπους. Συνεπώς, η εργασία έχει διττό χαρακτήρα τόσο οικονομικό όσο και κοινωνικό. Ως οικονομικό δικαίωμα, η εργασία έχει αμυντική, προστατευτική και διεκδικητική διάσταση. 2. Το Συνταγματικό δικαίωμα της εργασίας Η εργασία για τον άνθρωπο χει μεγάλη σημασία καθώς αποτελεί όχι μόνο βιοποριστικό μέσο διάπλασης των ικανοτήτων και μέσο ανάπτυξης και έκφρασης της προσωπικότητας του. Η επιλογή και η άσκηση του επαγγέλματος ανήκουν στις κορυφαίες εκδηλώσεις της προσωπικότητας του. Για αυτό το λόγο η ελευθερία της εργασίας κατέχει εξέχουσα θέση στον κατάλογο των διακηρύξεων. Ο συντακτικός νομοθέτης την κατοχυρώνει ρητά στο αρθρ. 22 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζοντας ότι : 1. ''Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου 17

αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας''. 2. ''Με νόμο καθορίζονται οι γενικοί όροι εργασίας, που συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας συναπτόμενες με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, με τους κανόνες που θέτει η διαιτησία''. 3. ''οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται.''. Αυτό συμβαίνει γιατί η αναγκαστική εργασία αποτελεί μέσο υποβάθμισης και υποδούλωσης του ανθρώπου. Η αναγκαστική εργασία συνήθως επιβάλλεται σε ανελεύθερα καθεστώτα και χρησιμοποιείται και ως ποινή που επιβάλλεται στους αντιφρονούντες. Το δικαίωμα εργασίας προστατεύεται ως αμυντικό δικαίωμα, ως προστασία δηλαδή της ήδη υπάρχουσας θέσης εργασίας στο ισχύον Σύνταγμα. Συγκεκριμένα, το ισχύον Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ.1 προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιθέσεις μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, αποσκοπώντας σε μία δίκαιη μεταχείριση, θέτοντας την εργασία κάτω από την προστασία του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι το δικαίωμα εργασίας αναγνωρίζεται εκτός από αμυντικό και ως δικαίωμα προστατευτικό και σαν τέτοιο στρέφεται προς το κράτος (όχι κατά του κράτους) και όχι προς τον ιδιώτη εργοδότη. Το κράτος υποχρεούται να προστατεύει τον εργαζόμενο από κάθε αυθαίρετη ενέργεια του εργοδότη πχ. αυθαίρετη απόλυση κτλ. Είναι γνωστό ότι η σύγχρονη εργατική νομοθεσία έχει ξεπεράσει το παλιό πρότυπο του ατομικιστικού δικαίου πλην όμως συγκαλύπτει ακόμα εικονικές εργασιακές αντιθέσεις. Τέτοιες αντιθέσεις εμφανίζονται κυρίως στις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όπου η κοινή νομοθεσία παρουσιάζει περισσότερα προστατευτικά κενά. Σχεδόν κάθε διαφωνία εργοδότη- εργαζομένου οδηγεί κατά κανόνα στην απόλυση του δεύτερου. Για αυτό το λόγο λοιπόν, η παραδοσιακή νομική θεωρία αντιμετωπίζει αυτές τις αντιθέσεις και καταχρήσεις χρησιμοποιώντας τη γενική ρήτρα του άρθρου 281 ΑΚ. Έχει κριθεί λοιπόν αντισυνταγματική η απόλυση εργαζομένου με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου όταν δεν βασίζεται σε αντικειμενικούς λόγους που καθιστούν αναγκαία την απόλυση όπως είναι π.χ λόγοι που αφορούν την απόδοση του εργαζομένου ή την οικονομική πορεία της επιχείρησης. Ακόμα υποστηρίζεται ότι η αμυντική ενέργεια του δικαιώματος υποχρεώνει τον εργοδότη να δέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του εργαζομένου. Ο μισθωτός δικαιούται να παράσχει και ο εργοδότης υποχρεούται να 18

δέχεται την εργασία σύμφωνα με τους όρους της εργασιακής σύμβασης. 1,2. 1.Το Εφετείο Αθηνών στην 3667/1978 απόφασή του καταλήγει στα ίδια συμπεράσματα αναφερόμενο στο πλαίσιο που διαγράφουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Όπως αναφέρεται στην απόφαση, το δικαίωμα απασχόλησης του εργαζομένου θεμελιώνεται στα αρθρ.5 παρ 1, 2.παρ1, 22 παρ.1 και 25 παρ.1 του Σ 1975, βλ. Νο β 1979, σ.578. 2 βλ. Ανδρέα Δημητρόπουλο, Συνταγματικά Δικαιώματα, Ειδικό Μέρος, 2005, Αθήνα, σελ.364 επ. 3. Εργασία και Επαγγελματική Ελευθερία Το επάγγελμα αποτελεί τη βασική ιδιότητα του προσώπου. Το επάγγελμα συνδέεται με την εργασία χωρίς όμως να ταυτίζεται μαζί της και καθορίζει το περιεχόμενο της εργασίας καθώς αποτελεί ιδιότητα του προσώπου ενώ η εργασία αποτελεί ανθρώπινη ενέργεια. Όπως προκύπτει από την συνδυασμένη ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1 (ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας ) και 22 παρ.1 (συνταγματική προστασία της εργασίας), ο συντακτικός νομοθέτης κατοχυρώνει την ελευθερία επαγγέλματος, την επαγγελματική ελευθερία, ως αντικειμενική αρχή από την οποία απορρέουν υποκειμενικά δικαιώματα. Στην ελευθερία αυτή περιλαμβάνεται η ελευθερία επιλογής και η ελευθερία άσκησης επαγγέλματος. Καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει οποιοδήποτε ή και κανένα επάγγελμα αλλά και να μεταβάλλει αυτή την επιλογή. Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία όχι μόνο έναρξης επαγγέλματος και κτήσης της επαγγελματικής ιδιότητος αλλά και την ελευθερία μεταβολής επαγγέλματος. Καθένας έχει δικαίωμα να προσδιορίζει το περιεχόμενο του επαγγέλματος του.1. Παράλληλα η ελευθερία άσκησης επιτρέπει την άσκηση ή μη του επαγγέλματος. Έτσι λοιπόν προκύπτει ότι δεν δικαιούνται οι γονείς να επιβάλλουν στο παιδί τους συγκεκριμένη επαγγελματική κατεύθυνση, καθόσον του στερούν την κατοχυρωμένη 19

συνταγματικά ελευθερία επιλογής επαγγέλματος. Η συμπεριφορά αυτή δημιουργεί ανομοιογενή αντίθεση ανάμεσα στην επαγγελματική ελευθερία και στην οικογενειακή σχέση γονιών-παιδιού. Το επάγγελμα είναι άσχετο στοιχείο με το περιεχόμενο της οικογενειακής σχέσης και επομένως δεν επιτρέπεται κανένας περιορισμός. Επίσης ο σύζυγος δεν δικαιούται να απαγορεύσει στη σύζυγο την άσκηση του επαγγέλματος της διότι η άσκηση ή μη συγκεκριμένου επαγγέλματος δεν αποτελεί στοιχείο που σχετίζεται με την οικογενειακή-συζυγική σχέση. Τέλος, είναι αντισυνταγματική και ανήθικη, η αίρεση που προβάλλει στον κληρονόμο να ακολουθήσει συγκεκριμένο επάγγελμα. Και αυτό διότι το επάγγελμα του κληρονόμου δεν συνδέεται με αιτιώδη σύνδεσμο με το περιεχόμενο της κληρονομικής σχέσης και δεν μπορεί επομένως να επηρεάζει την ιδιότητα του κληρονόμου. Επειδή λοιπόν η εκφραζόμενη στη διάταξη της διαθήκης επιθυμία του διαθέτη, δεν αναφέρεται σε στοιχείο της κληρονομικής σχέσης αλλά σε στοιχείο που βρίσκεται έξω από το περιεχόμενο της κληρονομικής σχέσης, η διαθήκη εκτρέπεται γιατί η αίρεση προσβάλλει το αμυντικό δικαίωμα της εργασίας και επομένως κρίνεται αντισυνταγματική και ανίσχυρη. Ανήθικη και αντισυνταγματική κρίνεται επίσης και η αίρεση σε διαθήκη με την οποία ασκείται πίεση στον κληρονόμο για αλλαγή κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης. Είναι δυνατή η μερική ακυρότητα της διαθήκης ως προς μία μόνο διάταξη της.( Πολυμ. Πρωτ. Πειραιώς 6/1990 Υπόθεση αλλαγής κατοικίας) 2.. 1. Στε 4665/1988 ΤοΣ (15) 1989 σ.305 2.Πολυμ. Πρωτ. Πειραιώς 6/1990, υπόθεση αλλαγής κατοικίας 4. Σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση Ευρωπαϊκού Συντάγματος και επαγγελματική ελευθερία Το σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης εγκρίθηκε με συναίνεση από την Ευρωπαϊκή Συνέλευση στις 13 Ιουνίου και 10 Ιουλίου 2003. Η 20

Ευρωπαϊκή Συνέλευση θεσμοθετήθηκε από το ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Λάακεν που συνήλθε στις 14 και 15 Δεκεμβρίου 2001. Όπως τονίστηκε, για να προετοιμαστεί όσο το δυνατόν καλύτερα η επόμενη Διακυβερνητική Διάσκεψη, που είχε προβλεφθεί ήδη από τη Συνθήκη της Νίκαιας (Δεκέμβριος 2000), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε να συγκαλέσει μια Συνέλευση απαρτιζόμενη από τους σημαντικότερους συμμετέχοντες στη συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης. Η Συνέλευση απαρτίστηκε από 15 αντιπροσώπους των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, ένα από κάθε κράτος μέλος, 30 μέλη των εθνικών κοινοβουλίων, δύο από κάθε κράτος μέλος,16 μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και δύο αντιπροσώπους της Επιτροπής. Τα υποψήφια κράτη μέλη συμμετείχαν με την ίδια αντιπροσώπευση στις εργασίες της Συνέλευσης. Οι εργασίες της Συνέλευσης ξεκίνησαν την 1η Μαρτίου 2002. Καθήκον της ήταν να συζητήσει τα ουσιαστικά ζητήματα που θέτει η μελλοντική εξέλιξη της Ένωσης και να διερευνήσει τις διάφορες δυνατές λύσεις. Κατά δήλωση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, μαζί με το αποτέλεσμα των εθνικών συζητήσεων για το μέλλον της Ένωσης, το τελικό έγγραφο θα αποτελέσει την αφετηρία των συζητήσεων στη Διάσκεψη, η οποία και θα λάβει τις τελικές αποφάσεις. Η Διακυβερνητική Διάσκεψη άρχισε στις 4 Οκτωβρίου2003 και αναμένεται να περατώσει τις εργασίες της το αργότερο την 1η Μαΐου 2004, ημερομηνία εντάξεως των νέων κρατών μελών και διεξαγωγής των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Η Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης εργάστηκε δημόσια και αποτελεσματικά. Για πρώτη φορά, η διαδικασία αναθεώρησης των ευρωπαϊκών συνθηκών διεξήχθη με τη συμμετοχή των εθνικών κοινοβουλίων, όπως και των αντιπροσώπων της κοινωνίας των πολιτών. Το σχέδιο συνθήκης 1 για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης που εκπόνησε η «Ευρωπαϊκή Συνέλευση για το μέλλον της Ευρώπης», επιδίωξε να αντιμετωπίσει, κατ εντολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Λάακεν, μεταξύ άλλων το ερώτημα της καλύτερης κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών. Εξειδικεύοντας την έννοια της καλύτερης κατανομής, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τη συνέδεσε με την εκπλήρωση τεσσάρων όρων που αφορούν τη διαφάνεια, την αναδιοργάνωση, τη διατήρηση της κατανομής αρμοδιοτήτων και τη διαφύλαξη της δυναμικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ήδη από τη διατύπωση των όρων αυτών 21

προκύπτει το δυσχερές του ζητήματος, στο βαθμό που τουλάχιστον κατά τη μέχρι σήμερα εξέλιξη της διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η δυναμική της συνδέθηκε με τις διαρκείς, έστω και αποσπασματικές, μεταβιβάσεις νέων αρμοδιοτήτων. Δεδομένης όμως της πολιτικής σημασίας που έχουν αυτές οι μεταβιβάσεις, ιδίως για την έννοια της κυριαρχίας των κρατών μελών, πάντοτε τα τελευταία φρόντιζαν να τις συνοδεύουν με εγγυήσεις ελέγχου, με προεξάρχουσα όλων την αρχή ότι «κύριοι των συνθηκών» είναι και παραμένουν τα κράτη μέλη. Το σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης ενσωμάτωσε το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Πρώτη επισήμανση που πρέπει να γίνει είναι ότι τελικά η τεχνική που επελέγη για την ενσωμάτωση του χάρτη είναι η συμπερίληψη του ως διακριτή ενότητα του Συντάγματος και όχι η προσάρτηση του με τη μορφή πρωτοκόλλου στο συνταγματικό κείμενο που πρότειναν οι Βρετανοί. Η αυτούσια ένταξη του Χάρτη στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος του προσδίδει πλήρη όσο και συνεκτική νομική ισχύ, συνταγματικής περιωπής. Γενικότερα, η δυναμική που εμπερικλείει η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έτσι όπως η νομολογία του δικαστηρίου την ανέδειξε, αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω εδραίωση και ανάπτυξη της Ένωσης ως μιας Κοινότητας πολιτών, όπου οι θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες θα βρίσκονται στο επίκεντρο όλων των προσπαθειών. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο ΙΙ 75 του Σχεδίου Συντάγματος 2 : 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να εργάζεται και να ασκεί το επάγγελμα, το οποίο επιλέγει ή αποδέχεται ελεύθερα.2. Κάθε πολίτης της Ένωσης είναι ελεύθερος να αναζητά απασχόληση, να εργάζεται, να εγκαθίσταται ή να παρέχει υπηρεσίες σε κάθε κράτος μέλος και 3. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που έχουν άδεια να εργάζονται στο έδαφος των κρατών μελών δικαιούνται συνθηκών εργασίας αντίστοιχων με εκείνες που απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης.. 1. Πλιάκος Αστέρης, το σχέδιο συνθήκης για τη θέσπιση συντάγματος της Ευρώπης 2. Διάσκεψη των αντιπροσώπων των κυβερνήσεων των κρατών μελών, Βρυξέλες, 29 Οκτωβρίου 2004 3. Παραράς Πέτρος, Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου 22

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΚανονικόΣυνθήκηορισμούΛίσταορισμώνΔιεύθυνσηΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 217/1977 ΕΕΝ 1977 ΣΕΛ. 436 7402/79 ΝοΒ 1979 σελ. 1653 289/1982 ΝοΒ 1983 σελ. 200 1341/1982 ΝοΒ 1983 σελ. 1187 5545/1982 ΝοΒ τόμος 31 σελ 536 168/1985 ΑΠ ΝοΒ 1985 σελ 1706 http: //Lawdb.intrasoftnet.com 280/1985 ΕΕΝ τόμος 53 1986 σελ 35 1889/1985 ΑΠ τμ. Α, ΝοΒ τόμος 34 σελ 1598 http: //Lawdb.intrasoftnet.com 4323/1985 ΣΤΕ, το Σ 1986 σελ 470 475/ 1989 ΣΤΕ, το Σ 1989 σελ 133 1607/90 ΠΠΡ ΠΕΙΡ,Πειραϊκή Νομολογία 1990 σελ 418 http://lawdb.intrasoftnet.com 113/1993 ΣΤΕ το Σ 1994 4119/ 1993 ΕΦ ΑΘ Δ/ΝΗ 1995 σελ 877 http: //Lawdb.intrasoftnet.com 728/1998 ΣΤΕ, το Σ 1998 1368/1999 ΣΤΕ, το Σ 1999 ΚΡΙΣΙΜΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ αρ. 1889/1985 ΑΠ (τμ. Α) ΝοΒ τόμος 34 σελ. 1598 Διαθήκη- ερμηνεία- κληροδοσία- αίρεση ανήθικη ή παράνομη- κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται η αληθής βούληση του διαθέτη. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου οι χρησιμοποιηθείσες από το διαθέτη λέξεις είναι σαφείς και αποδίδουν τη βούλησή του, δε χωρεί ερμηνεία. Αίρεση ανήθικη όταν με αυτή δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του τετιμημενου για την επιλογή επαγγέλματος και τόπου ασκήσεως του. Επειδή, εκ των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία των διαθηκών αναζητείται άνευ προσηλώσεως εις τας λέξεις η αληθής βούλησις του διαθετου κατά την υποκειμενική μόνο άποψιν αυτού και αδιαφόρως της αντικειμενικής έννοιας υπό την οποίαν θα αντελαμβάνοντο τη δήλωση οι τρίτοι κατά την συναλλακτική καλή 23

πίστη και έδαφος προς τοιαύτη ερμηνεία δια την αναζήτησιν τουτέστι βουλήσεως διαφόρου και πέραν κείμενης της δια των χρησιμοποιηθεισών παρά του διαθέτου λέξεων εκφραζόμενης ουδαμώς παρέχεται, όταν αι τελευταίαι κατα την κρίσιν του δικαστηρίου μη υποκείμενην εις τον ακυρωτικόν έλεγχον απολύτως σαφείς ούσαι αποδίδουν αφ εαυτων και ανευ άλλου εκείνο, το οποίο ο διαθέτης ηθέλησε. Εξαλλου εκ των άρθρων 1803,1810 και 2008 του ΑΚ προκύπτει ότι, ίνα χωρήση η παρα του διαθετου εγκατάστασις κληροδόχου δια την περίπτωσιν, κατά την οποίαν ο κατά πρώτον καλούμενος κληροδόχος δεν αποκτήσει την κληροδοσίαν, διότι δεν θέλει ή δεν δύναται, πρέπει να λάβει χώραν η έκπτωσις του κατά πρώτον τετιμημενου κληροδόχου, η οποία επέρχεται μεταξύ άλλων και δια της ακυρότητας της εγκαταστάσεως. Εν τέλει εκ του άρθρου 208 ΑΚ ορίζοντος ότι αίρεση προσδίδουσα ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία, καθιστά αυτή άκυρον, προκύπτει ότι και η αίρεση η οποία προσδίδει ανήθικο περιεχόμενο και εις τη διάταξη τελευταίας βούλησης, επάγεται ακυρότητα αυτής και ότι τέτοια αίρεση, είναι εκείνη η οποία, κατά τις αντιλήψεις του χρηστως και εμφρονως σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, ανεξάρτητα από τα κίνητρα και τις προθέσεις του διαθετου, δεσμεύει υπέρμετρα την ελευθερία του τετιμημενου δια της κληροδοσίας ως προς την επιλογή του επαγγέλματος και τον τόπο ασκήσεως του. Εν προκειμένω το εφετείον, ως δείκνυται εκ της προσβαλλόμενης αποφάσεως του, εδέχθη ότι ο αποβιώσας την 2.1.1960 Κ.Β.Ν. δια της νομίμως δημοσιευθείσης από 1.3.1958 ιδιόγραφου διαθήκης, της οποίας παραθέτει το κείμενο, εγκατέστησε ως κληρονόμο την σύζυγον αυτού Μαρίαν στην περιουσία και όρισε όπως μετά το θάνατό της αυτή περιέλθει στον αναδεκτό τους, εφόσον αυτός χειροτονηθεί κληρικός και υπηρετήσει στην Πάρο. Επίσης, ο διαθέτης όρισε ως τελικό διάδοχο του, ιερό ναό εις τον οποίο θα περιέλθει η περιουσία του, μετά το θάνατό του αναδεκτού του, ώστε αυτή να χρησιμοποιηθεί για κοινωφελή σκοπό. Η ανωτέρω αιρεσις είναι παράνομος και εντεύθεν θεωρείται ως μη γεγραμμενη, διότι δια του δελεασμού της κληροδοσίας δεσμεύεται υπερμετρως η ελευθερία του τετιμημενου αναιρεσείοντος ως προς την επιλογή του επαγγέλματος και τον τόπο ασκήσεως αυτού. Περαιτέρω το εφετείον εδέχθη ότι εκ των περιεχομένων εις την διαθήκην στοιχείων ότι ο διαθέτης ήτο απλούς ανθρωπος του λαούεφημεριδοπώλης και πολυ θρήσκος- διαλαμβάνων εις αυτήν το σημείο του σταυρού και τας φράσεις Ιησούς Χριστός νικά και Η δόξα και η τιμή προς τη εκκλησίαν Αγία 24

Φωτεινή ως και τα εκτισμένα εις το κληροδοτηθέν ακίνητον ασκητήριον οίκημα και εκκλησίαν της Αγίας Φωτεινής προκύπτει ότι ούτος δεν ήθελε τον αναιρεσείοντα ως κληροδόχον αυτού εαν γνώριζε το παράνομον της τεθείσης εις την διαθήκην αιρέσεως περί του ιδίου ως κληρικού και παραμονής του εις Πόρον και εις την περίπτωσιν της μη λήψεως παρ αυτού του κληροδοτηθέντος ακινήτου υποκατάστατος ωρίσθη ο αναιρεσήβλητος Ιερός Ναός. Οθεν το εφετείον υπό τα ως άνω δεκτά γενόμενα περιστατικά κρίναν ότι ο αναιρεσίβλητος ως υποκατάστατος κληροδόχος απέκτησε το επίδικο ακίνητον ορθώς κατ αποτέλεσμα έκρινε, καίτοι εις την αιτιολογίαν της προσβαλλομένης αποφάσεως διέλαβεν ουχί ότι η ανωτέρω αιρεσις ως παράνομος επάγεται ακυρότητα της διατάξεως της διαθήκης ως προς τον τετιμημενο δια κληροδοσίας αναιρεσείοντα αλλά ότι θεωρείται μη γεγραμμενη και απορρίψαν την ένδικον αγωγήν αυτού περί αναγνωρίσεως της κυριότητας του επί εκείνου δεν παραβίασε τας προπαρατεθείσας διατάξεις και ως εκ τούτου ο περί των εναντίον πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Επειδή ο εκ του 559 αρ.19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως δεν ιδρύεται, όταν η προσβαλλόμενη απόφασις περιέχει ανεπαρκείς ή αντιφατικάς δικαιολογίας αναγόμενας εις την εκτίμησιν των αποδείξεων, εφ όσον το συναχθέν εκ τούτων πόρισμα εκτίθεται εις αυτήν σαφώς. Οθεν ο τρίτος λόγος αναιρέσεως ότι η προσβαλλόμενη απόφασις περιέχει ανεπαρκείς άλλως αντιφατικάς αιτιολογίας ως προς το εκ της εκτιμήσεως των αποδείξεων συναχθέν παρά του εφετείου και σαφώς εις αυτήν εκτιθέμενο πόρισμα ότι ο υποκατάστατος του αναιρεσείοντος εις την περίπτωσιν της μη λήψεως παρ αυτού του κληροδοτηθέντος επιδίκου ακινήτου τυγχάνει ο αναιρεσίβλητος ιερός ναός, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Επειδή ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως διαλαμβάνων ότι το εφετείον παραμόρφωσε το περιεχόμενο της 1.3.1958 ιδιόγραφου διαθήκης του Κ.Β.Ν., πλην όμως ως πλήττων πράγματι την παρ αυτού ανέλεγκτο εκτίμησιν του περιεχομένου της είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος κατά το άρθρον 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Αριθμ. 1607/1990 ΠΠΡ ΠΕΙΡ (Πειρ. Νομολ. 1990 σελ.418 ) Διαθήκη- Ρήτρα έκτωσης τιμωμένου- Έννοια εγκυρότητα αυτής από τι εξαρτάται 25

ανήθικη αίρεση- έννοια. Η ακυρότητα διαθήκης είναι απόλυτη και μπορεί να την επικαλεστεί οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Για την κήρυξη της δεν απαιτείται η άσκηση αγωγής. Η ακυρότητα όμως αναγνωρίζεται και με δικαστική απόφαση την έκδοση της οποίας προκαλεί άτομο που έχει έννομο συμφέρον. Η ακυρότητα της διαθήκης μπορεί να είναι μερική, δηλ. Να αφορά μόνο κάποια διάταξή της. Ανήθικη είναι η αίρεση που περιέχεται σε διαθήκη και αποβλέπει στην άσκηση πίεσης στον τετιμημενο για αλλαγή κατοικίας και επαγγελματικής εγκατάστασης, αφού με αυτή παρεμποδίζεται η ανάπτυξη της προσωπικότητας του σε όλους του τομείς της οργανωμένης συμβίωσης και δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του. Το κύρος διαθήκης που περιέχει διατάξεις από τις οποίες κάποια είναι άκυρη εξαρτάται από την πραγματική βούληση του διαθέτη δηλ., αν θα ήθελε να ισχύσουν χωρίς την άκυρη διάταξη οι άλλες διατάξεις της διαθήκης Η άκυρη διαθήκη θεωρείται σύμφωνα με το α. 180 ΑΚ, ότι δεν έγινε. Η ακυρότητα της διαθήκης είναι απόλυτη και όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να την επικαλεστεί, υπάρχει από το νόμο, και γι αυτό, δεν παρέχεται αγωγή για κήρυξη της ακυρότητας. Μπορεί να αναγνωριστεί, όμως, με δικαστική απόφαση, μετά από αγωγή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 178,179 και 208 παρ. 1 του ΑΚ, οι οποίες εφαρμόζονται και επί των διατάξεων τελευταίας βούλησης προστιθεμένων ανήθικων αιρέσεων, περίπτωση ανήθικης αίρεσης είναι και εκείνη κατά την οποία τα αποτελέσματα της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, εξαρτώνται κατά το διαθέτη, από πράξη του τετιμημένου, η οποία καθαυτή δεν είναι ανήθικη, προσλαμβάνει όμως ανήθικο χαρακτήρα, από το γεγονός ότι, με την προσθήκη της αίρεσης σκοπείται ο επηρεασμός της βουλήσεως του τετιμημενου δια της στερήσεως περιουσιακών ωφελημάτων, επί ζητημάτων για τα οποία, κατά τις κρατούσες ηθικές αντιλήψεις στην κοινωνία, πρέπει να υπόκεινται, στην ελεύθερη βούλησή του. Ειδικότερα, είναι ανήθικη η αίρεση με την οποία σκοπειται η άσκηση πιέσεως στον τετιμημένο για αλλαγή επαγγελματικής εγκατάστασης και κατοικίας αυτού, αφού με αυτή δημιουργείται σοβαρό εμπόδιο αναπτύξεως της προσωπικότητας του σε όλους τους τομείς της οργανωμένης συμβιώσεως και δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του. Εξάλλου όπως προκύπτει από το συνδυασμό της διατάξεως του α. 208 παρ1 με τη διάταξη του α. 181 του ΑΚ με την προσθήκη ανήθικης αίρεσης στη διάταξη της 26

τελευταίας βουλήσεως, άκυρη δεν είναι μόνο η αίρεση, όπως γινόταν δεκτό κατά το προϊσχύον δίκαιο, αλλά ολόκληρο το αυτοτελές μέρος της διαθήκης διότι δεν είναι δεκτική εφαρμογής η μερική ακυρότητα της διατάξεως του α. 181 ΑΚ, μόνο ως προς την αίρεση, αφού αυτή αποτελεί ενιαίο και αδιαχώριστο σύνολο, μετά του αυτοτελούς μέρους της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως, στο οποίο αφορά και προσδίδει ανήθικο περιεχόμενο και όχι μέρος αυτού όπως απαιτείται για την εφαρμογή της παραπάνω διατάξεως. Διαφορετική όμως ειναι η περίπτωση κατα την οποία αυτός που εγκαταστάθηκε, υποστηρίζει και αποδείξει, ότι από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει επαρκώς ότι ο διαθέτης, αν γνώριζε το ανεπίτρεπτο της αίρεσης, θα ήθελε να ισχύει η διάταξη σαν απλή και χωρίς αίρεση. Το κύρος όμως της διαθήκης που περιέχει περισσότερες διατάξεις, θα κριθεί σύμφωνα με τι α. 181 ΑΚ, από το αν δηλ. Ο κατά τα ως άνω διαθέτης ήθελε να ισχύσουν χωρίς την άκυρη διάταξη, οι άλλες διατάξεις της διαθήκης. Συνεπώς κατ αρχήν η ακυρότητα της διατάξεως της διαθήκης που τελεί υπό αίρεση δεν πλήττει ολόκληρη την τελευταία διάταξη. Τέλος σαν ρήτρα έκπτωσης ή στερητική ρήτρα, θεωρείται η ρήτρα με την οποία ο διαθέτης ορίζει ότι ο τετιμημένος θα εκπέσει από το καταληφθέν σ αυτόν ή θα περιοριστεί στη νόμιμη μοίρα αν απειθήσει σε κάποια παραγγελία του διαθέτη. Το αν η ρήτρα έκπτωσης είναι ή όχι ισχυρή, εξαρτάται από τη νομιμότητα της παραγγελίας ου διαθέτη. Δηλ. αν αυτή προσκρούει στα χρηστά ήθη ή σε επιτακτικούς κανόνες δημόσιας τάξεις, οπότε δεν ισχύει, και επομένως, ούτε η ρήτρα έκπτωσης που τη συνοδεύει έχει κάποια ενέργεια. Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες εκθέτουν ότι η μητέρα τους που πέθανε στα Καμίνια Πειραιώς, στις 16.6. 85, με την 3707/ 19.9.64 δημόσια διαθήκη της, που συντάχθηκέ ενώπιον του συμ/φου Κ.Λ. και δημοσιεύθηκε νόμιμα, εγκατέστησε κληρονόμους της αυτούς κατ ισομοιρία, επί ενός κτήματος στην περιοχή Θαλασσίτης Καρπάθου με τον ρητό όρο ότι θα εγκατασταθούν στην Κάρπαθο, διαφορετικά η παραπάνω κληρονομιά θα περιέρχεται στον εναγόμενο τον οποίο επίσης εγκατέστησε κληρονόμο της. Η περιλαμβανόμενη στη διαθήκη αίρεση και η ρήτρα έκπτωσης δηλ. σε περίπτωση ανυπακοής να εκπίπτουν από την κληρονομιά, κατά τα ως άνω, προσκρούει στα χρηστά ήθη, είναι ανήθικη και καθιστά άκυρη την τελευταία διάταξη της μητέρας τους, γιατί περιορίζει υπέρμετρα την προσωπικότητα και ελευθερία τους, αφού κάθε άτομο είναι ελεύθερο να επιλέγει τον τόπο που επιθυμεί να εγκατασταθεί και έρχεται σε αντίθεση με διατάξεις αναγκαστικού 27

δικαίου Από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η μητέρα τους δεν είχε πρόθεση να τους αποκληρώσει και ως εκ τούτου, αν γνώριζε το ανεπίτρεπτο της αίρεσης και κατά συνέπεια την ακυρότητα ολόκληρης της διαθήκης, θα ήθελε να ισχύσει η τελευταία της διάταξη και χωρίς αίρεση. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ζητούν να αναγνωριστεί η ακυρότητα της διαθήκης αυτής και να χωρήσει η εξ αδιαθέτου διαδοχή, σε ολόκληρη την κληρονομιαία ακίνητη περιουσία της διαθέτιδος, κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας εκάστου των εναγόντων, μετά του εναγόμενου, άλλως να αναγνωριστεί, ότι η μητέρα τους, αν γνώριζε το ανεπίτρεπτο της αίρεσης και κατα συνέπεια την ακυρότητα ολόκληρης της διαθήκης, θα ήθελε να ισχύσει η τελευταία της διάταξη και απλή χωρίς αίρεση. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αυτή σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, δεν είναι νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί. Αριθ. 280/ 1985 ΑΠ (τμ. Α) ΕΕΕ 1986 ΣΕΛ 35 Διαθήκη- προσθήκη ανήθικου αιρέσεως εις ταύτην- άκυρος δεν είναι μόνο η αίρεση αυτή αλλά ολόκληρο το αυτοτελές μέρος της διαθήκης- θεωρείται ανήθικη η αίρεση με την οποία σκοπειται η άσκηση πιέσεως επί του τετιμημενου προς αλλαγή κατοικίας και επαγγελματικής εγκαταστάσεως αυτού, αφού δι αυτής δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία αυτού Επειδή κατ άρθρον 178 ΑΚ δικαιοπραξία αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη είναι άκυρος. Κατ άρθρον 179 ΑΚ άκυρος ως αντικειμένη στα χρηστά ήθη είναι και η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπέρμετρα η ελευθερία του προσώπου και κατ άρθρο 208 παρ.1 ΑΚ αιρεσις προσδίδουσα ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία καθιστά ταύτην άκυρον. Ως προκύπτει εκ του συνδυασμού των διατάξεων τούτων, εφαρμοζόμενων και επί των εις τας διατάξεις τελευταίας βουλήσεως προστιθέμενων ανήθικων αιρέσεων, περίπτωση ανήθικης αιρέσεως είναι και εκείνη κατά την οποία τα αποτελέσματα της διατάξεως τελευταίας βουλήσεως εξαρτώνται εκ πράξεως του τετιμημενου η οποία δεν είναι καθ εαυτή ανήθικη, γίνεται όμως ανήθικη, γιατί μέσω αυτής σκοπειται ο δια της 28