ΘΕΜΑ: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α - Γενικό Μέρος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β - Απόκτηση δικηγορικής Ιδιότητας - Άσκηση - Εξετάσεις. - Τμήμα Α - Άσκηση

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Σχέδιο Νόµου. «Επιλογή δικαστικών λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης. και επαναφορά της αρχής του αυτοδιοίκητου των δικαστηρίων» Άρθρο 1

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Διοικητικό Προσωπικό Κανονισμοί 1990 και 1992

θέμα: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ Α. Εισαγωγή -λόγοι δημιουργίας ΑΔΑ -οι ΑΔΑ πριν τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Εισαγωγή...σελ.2. Αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας...3

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Βασικές Αρχές για το Ρόλο των Δικηγόρων 1

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

Κεφάλαιο 5. Τα διοικητικά δικαστήρια και η δικαστική προστασία του διοικούμενου

Προπτυχιακή Εργασία. Τοτόμη Χριστίνα. Το Ζήτημα της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Δημοσίου Δικαίου

ΥΛΗ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

A8-0469/79. Helmut Scholz, Merja Kyllönen, Jiří Maštálka, Patrick Le Hyaric, Paloma López Bermejo εξ ονόματος της Ομάδας GUE/NGL

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Προπτυχιακή Εργασία. Παπασπύρου Λουκάς. Δικαστική Ανεξαρτησία ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

«Σύσταση αρχής καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από ε- από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας,

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Νέες Διατάξεις για τη Διαμεσολάβηση. Δημήτριος Μάντζος Δικηγόρος ΥπΔΝ - Διαμεσολαβητής Εκτελεστικός Γραμματέας ΟΠΕΜΕΔ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 2 Ιουλίου 2015 ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Α.Π:ΥΠΟΙΚ ΕΞ 2015 ΥΠΟΥΡΓΟΣ

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΘΕΜΑ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΕΞΑΕΡΗΣΙΑ

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

Αριθμός 180(Ι) του 2002 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟ. Για σκοπούς εναρμόνησης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητος με τίτλο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

Ε.Ε. Παρ. Ι(I), Αρ.4545,

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

ΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΘΕΣΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

ΒΕΛΓΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1994

ΕΙΣΗΓΗΣΗ για το 1 Ο θέμα της Αντιπροσωπείας του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ στις 5 Ιουλίου 2014: «ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ»

Διακρίσεις ελέγχου της συνταγματικότητα των νόμων

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

«Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΕΣΤ ΓΝΩΣΕΩΝ

Άρθρο 6 Νόμος αντίθετος στο Σύνταγμα παραμένει ανίσχυρος. Υπεροχή του Συντάγματος.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Φώτιος Θεοδ. Κατσίγιαννης Πρόεδρος Εφετών Διοικητικών Δικαστηρίων επί τιμή

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4069, 17/2/2006

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ: Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Χριστίνα Σειραγάκη ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ: 1340201000311 ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2013-2014, Εαρινό εξάμηνο 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑ 4 Α. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ..5 Β. ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ.....6 Γ. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ 6 I. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ... 7 i. Ανεξαρτησία από την νομοθετική εξουσία...7 ii. Ανεξαρτησία από την εκτελεστική εξουσία...8 iii. Ανεξαρτησία από τη δικαστική εξουσία...9 II. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ.. 9 α. Ανάδειξη των δικαστών - Διορισμός με βάση τα προσόντα..10 β. Ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών 11 β1. Ιστορικά 11 β2. Έννοια της ισοβιότητας 12 β3. Παύση των δικαστικών λειτουργών. 12 γ. Εξασφάλιση της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας των δικαστικών λειτουργών. 13 γ1. Ειδικότερα οι προαγωγές στα ανώτατα δικαστικά αξιώματα..15 Δ. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΕΞΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ....15 Ε. ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ..16 I. ΑΠΟΛΑΒΕΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ... 16 II. ΤΑ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ. 17 III. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ..18 IV. Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ...19 i. Πειθαρχική ευθύνη 19 ii. Ποινική ευθύνη... 21 iii. Αστική ευθύνη......21 2

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ. 22 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.. 23 3

ΘΕΜΑ Ως πολίτες μιας δημοκρατικής κοινωνίας, δικαίωμα όλων των πολιτών αποτελεί η προσφυγή στα δικαστήρια για την επίλυση διαφορών και η απονομή δικαιοσύνης από όργανα ανεξάρτητα και αμερόληπτα. Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος 1 και για το σκοπό αυτό έχουν θεσπιστεί ειδικά δικαιοδοτικά όργανα, τα δικαστήρια, που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία 2. Η παρούσα εργασία έχει ως θέμα την ανάλυση της συνταγματικής θέσης των δικαστικών λειτουργών. Θα γίνει ανάλυση όλων των εγγυήσεων που τους παρέχει το Σύνταγμα, αλλά και των περιορισμών που συνεπάγεται το λειτούργημά τους, ώστε να εξασφαλίζεται η αμερόληπτη και δίκαιη κρίση τους κατά το δύσκολο και σημαντικό έργο που έχουν αναλάβει, την απονομή της δικαιοσύνης. 1 Άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος: << Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει.>> 2 Άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος 4

1. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ Στο άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνεται η πολύ σημαντική αρχή της διάκρισης των εξουσιών: «1.Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2.Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3.Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού.» Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι ιδιαίτερα σημαντική για την εύρυθμη λειτουργία μιας δημοκρατικά οργανωμένης κοινωνίας. Σκοπός της ανάθεσης των κρατικών εξουσιών σε διαφορετικούς φορείς είναι η αποφυγή της συγκέντρωσης της εξουσίας και συνακόλουθα της κατάχρησής της. Η διάκριση των λειτουργιών είναι τριμερής: η νομοθετική λειτουργία/εξουσία είναι επιφορτισμένη με το έργο της θέσπισης κανόνων δικαίου, η εκτελεστική με τη διοίκηση των κρατικών υποθέσεων και η δικαστική με την επίλυση διαφορών και την απονομή δικαιοσύνης. Η δικαστική λειτουργία/εξουσία, λοιπόν, η οποία διακρίνεται σαφώς από τη νομοθετική και την εκτελεστική, κατοχυρώνεται στην τρίτη παράγραφο του άρθρου αυτού. Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες για την οργάνωση και τη σύνταξη της πολιτείας, καθώς μέσω της δικαστικής λειτουργίας απονέμεται δικαιοσύνη και εμπεδώνεται η κοινωνική ειρήνη. 5

2. ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ Το σημαντικό και δύσκολο αυτό έργο της απονομής δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν γίνεται από όργανα που απολαμβάνουν εχέγγυα ανεξαρτησίας ικανά να εξασφαλίσουν την αμερόληπτη και δίκαιη κρίση τους. Όργανα της δικαστικής λειτουργίας είναι εκ του Συντάγματος οι δικαστικοί λειτουργοί. Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος: «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.».την ανεξαρτησία αυτή απολαμβάνουν τόσο οι τακτικοί δικαστές όσο και οι στρατιωτικοί δικαστές, οι ένορκοι και οι μη δικαστές που μετέχουν στα ειδικά δικαστήρια που προβλέπει το Σύνταγμα. Ωστόσο στη δικαστική λειτουργία κατατάσσει το Σύνταγμα μέσω ρητών διατάξεών του και όργανα που μετέχουν στην απονομή της δικαιοσύνης, χωρίς να έχουν δικαιοδοτικό ρόλο. Παράδειγμα αποτελούν οι εισαγγελικοί λειτουργοί ( άρθ. 88 παρ.5,6, 90 παρ.1, 2, 5, 91παρ.1Σ), ο Γενικός Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθ. 90 παρ.1), καθώς και οι Εισηγητές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως προκύπτει από τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντά τους. 3. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ Ο συντακτικός νομοθέτης διακρίνει τη δικαστική ανεξαρτησία σε λειτουργική και προσωπική 3. Βασικά δικαστική ανεξαρτησία είναι η λειτουργική. Η προσωπική ανεξαρτησία αποτελείται από μία σειρά εγγυήσεων ως προς την υπηρεσιακή και μισθολογική τους κατάσταση που θωρακίζουν τη λειτουργική. Αφορά ένα «σύνολο μέτρων υποστηρικτικών της λειτουργικής ανεξαρτησίας, που ανάγονται στο προσωπικό status των δικαστών» 4 3 Άρθρο 87 παράγραφος 1 του Συντάγματος 4 Ανδρέας Γ. Δημητρόπουλος, Οργάνωση και λειτουργία του κράτους σελ 747, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου 6

I. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ Η λειτουργική ανεξαρτησία είναι αποτέλεσμα της διάκρισης των εξουσιών βάσει του άρθρου 26 του Συντάγματος. Πρόκειται για την ανεξαρτησία από τις άλλες δύο εξουσίες, τη νομοθετική και την εκτελεστική (εξωτερική δικαστική ανεξαρτησία), αλλά και από την ίδια τη δικαστική εξουσία ( εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία). i. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ανεξάρτητοι από τη νομοθετική εξουσία, καθώς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος 5. Όρια, δηλαδή της ανεξαρτησίας των δικαστών θέτουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. Ως νόμοι εννοούνται οι ουσιαστικοί νόμοι, δηλαδή όλοι οι κανόνες δικαίου, συμπεριλαμβανομένων και των εθίμων. Ο δικαστής, όμως, ανεξαρτητοποιείται από τη νομοθετική εξουσία, που παράγει νόμους, με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, αφού είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται μόνο με τους σύμφωνους προς το Σύνταγμα νόμους 6, που έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή με τη διαδικασία που προβλέπει το Σύνταγμα. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων από τα δικαστήρια αποτελεί και συνταγματική εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας. 5 Άρθρο 87 παράγραφος 2 του Συντάγματος 6 Άρθρο 87 παράγραφος 2 του Συντάγματος «2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.» και άρθρο 93 παράγραφος 4 του Συντάγματος «4. Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα.» 7

Επίσης, συνέπεια της δικαστικής εξουσίας απέναντι στη νομοθετική είναι ότι αποκλείεται ανάμειξη της νομοθετικής στα καθήκοντα της δικαστικής. Δε δύναται, δηλαδή με νομοθετικές πράξεις να εξαφανιστούν δικαστικές αποφάσεις ή να καταργηθούν εκκρεμείς δίκες. Κάτι τέτοιο αντιβαίνει στο θεμελιώδες δικαίωμα κάθε προσώπου για δίκαιη δίκη (fair trial), όπως αυτό κατοχυρώνεται και από το άρθρο 6 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Η νομοθετική εξουσία είναι αυτή που παράγει τους νόμους τους οποίους καλούνται να εφαρμόσουν οι δικαστές, ωστόσο οι τελευταίοι είναι υποχρεωμένοι εκ του Συντάγματος να ελέγξουν τη συμφωνία τους με το Σύνταγμα και να μην τους εφαρμόσουν εάν αντίκεινται σε αυτό. ii. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι από την εκτελεστική εξουσία (που ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση 7 ), γεγονός που προσλαμβάνει ιδιαίτερη βαρύτητα λόγω της μεγάλης δυνατότητας επέμβασης που έχει εκ των πραγμάτων ιδίως η Κυβέρνηση. Η εποπτεία που ασκεί στη διοίκηση της δικαιοσύνης και στους δικαστικούς λειτουργούς ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, δεν είναι αντίθετη με τη δικαστική ανεξαρτησία, καθώς ρυθμίζει μόνο την οργάνωσή τους. Δεν επιτρέπεται να παρέμβουν στο έργο της απονομής δικαιοσύνης με τρόπο που να φαλκιδεύεται το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών. Ωστόσο είναι αμφίβολο κατά πόσο επιτυγχάνεται στην πράξη η ανεξαρτησία αυτή από την εκτελεστική εξουσία, όσο εξακολουθεί να υφίσταται η διάταξη του άρθρου 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή οι προαγωγές στις θέσεις ηγεσίας της δικαιοσύνης 8 γίνονται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση του 7 Άρθρο 26 παράγραφος 2 του Συντάγματος 8 Προαγωγές στις θέσεις: Προέδρου και Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, γενικού επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και γενικού επιτρόπου των διοικητικών δικαστηρίων 8

Υπουργικού Συμβουλίου, και όχι του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, όπως γίνεται για τις άλλες θέσεις 9 iii. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ Η ανεξαρτησία των δικαστών από τη δικαστική εξουσία είναι εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία και συνεπάγεται ότι οι δικαστές δεν δεσμεύονται από εντολές, διαταγές ή υποδείξεις των προϊσταμένων τους ή άλλων ανώτερων δικαστικών ή δικαστηρίων, αλλά ούτε και (τυπικώς τουλάχιστον) από τη νομολογία. Δε δικαιούνται να παρεμβαίνουν σε εκκρεμείς δίκες, λοιπόν, ανώτερα δικαστήρια ούτε δεσμεύουν με τις αποφάσεις τους τις αποφάσεις άλλων δικαστηρίων. Κάθε υπόθεση κρίνεται in cocreto. Μοναδική εξαίρεση, που, όμως, δε συνιστά «ανάμιξη», είναι όταν ανώτερο δικαστήριο επιλαμβάνεται υποθέσεως μετά από άσκηση ενδίκου μέσου, οπότε και η απόφαση του ανώτερου δικαστηρίου είναι δεσμευτική και για τον κατώτερο δικαστή που δικάζει, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες. II. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ Οι δικαστικοί λειτουργοί περιβάλλονται από μία πανοπλία εγγυήσεων για την υπηρεσιακή τους κατάσταση, προκειμένου να είναι αμερόληπτοι και αντικειμενικοί κατά τη άσκηση των καθηκόντων τους και να μη φοβούνται δυσμενή μεταχείριση στην επαγγελματική τους πορεία και εξέλιξη. Το Σύνταγμα, λοιπόν, προβλέπει για αυτό το λόγο μία σειρά από εγγυήσεις της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών, που σχηματίζουν ένα προσωπικό status των δικαστών, ικανό να εξασφαλίσει τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών, αφού η μισθολογική και υπηρεσιακή τους κατάσταση είναι κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα και επομένως, αμερόληπτα θα επιτελούν το δικαιοδοτικό τους έργο. Οι συνταγματικές αυτές εγγυήσεις ανάγονται κυρίως σε τρεις παραμέτρους: 1. στο διορισμό με βάση τα προσόντα 9 Άρθρο 90 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος 9

2. στην κατοχύρωση της ισοβιότητας και 3. στην εξασφάλιση της υπηρεσιακής σταδιοδρομίας των δικαστικών λειτουργών. α. ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ - ΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ ΠΡΟΣΟΝΤΑ Τρία είναι τα κυριότερα συστήματα ανάδειξης των δικαστικών λειτουργών. Αρχικά, η εκλογή τους από το λαό, που, όμως, δεν καρποφόρησε, μολονότι φαίνεται δημοκρατικότερο, καθώς ευνοούσε την ανάπτυξη κομματικής συναλλαγής. Έπειτα, ο διορισμός τους από τον Αρχηγό του Κράτους ή άλλα διοικητικά όργανα, κάτι που δεν εξασφαλίζει, όμως, τη δικαστική ανεξαρτησία, καθώς η εξάρτησή της τοποθέτησής τους σε δικαστήρια από όργανα της διοίκησης μπορεί να οδηγήσει σε μεροληπτικές κρίσεις υπέρ των συμφερόντων και των προτιμήσεων της εκτελεστικής εξουσίας. Το σύστημα που τελικά επικράτησε και ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις του Κράτους δικαίου, είναι ο διορισμός με προεδρικό διάταγμα, από τον Αρχηγό του Κράτους και πάλι, δηλαδή, σύμφωνα, όμως, με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους 10. Οι σχετικοί νόμοι είναι ο ν.1756/1988 «Οργανισμός δικαστηρίων και κατάσταση δικαστικών λειτουργών» και ο ν.2236/1994 για την Εθνική Σχολή Δικαστών. Βασικό εχέγγυο της ανεξαρτησίας των δικαστών αποτελεί η πρόβλεψη στο νόμο ότι η επιλογή γίνεται μεταξύ όσων έχουν τα νόμιμα προσόντα από όργανο που απαρτίζεται από δικαστικούς λειτουργούς 11 και από καθηγητές Πανεπιστημίου, που επίσης περιβάλλονται από προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία 12. Τα προσόντα του διορισμού είναι: iv. η ελληνική ιθαγένεια (εάν πρόκειται για επίκτητη ιθαγένεια απαιτείται συμπλήρωση 5ετίας από την απόκτησή της) v. η ηλικία από 27 έως 40 ετών 10 Άρθρο 88 παράγραφος 1 του Συντάγματος 11 ΣτΕ 2859/1985 12 Άρθρο 16 παράγραφος 6 του Συντάγματος 10

vi. vii. ήθος αρμόζον σε δικαστικό λειτουργό, το οποίο πιστοποιείται από δικαστήριο, κατ ενάσκηση διοικητικής αρμοδιότητας η εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεων ή η νόμιμη απαλλαγή από αυτές Κωλύματα διορισμού αποτελούν: η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων η καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα και σε κάθε περίπτωση η καταδίκη σε ποινή φυλάκισης περισσότερο από 3 μήνες, εφόσον το αδίκημα τελέσθηκε με δόλο η θέση σε δικαστική συμπαράσταση ορισμένες σωματικές ή ψυχικές ασθένειες κλπ. β. ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ β1. ΙΣΤΟΡΙΚΑ Στο άρθρο 88 παράγραφος 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών 13. Παλαιότερα δε θεσπιζόταν η ισοβιότητα υπέρ όλων των δικαστικών λειτουργών, ούτε με την έννοια που θεσπίζεται σήμερα. Πρώτη φορά θεσπίστηκε στο Σύνταγμα του 1844, και δεν αφορούσε τους Εισαγγελείς, Αντεισαγγελείς και Ειρηνοδίκες, ενώ νοούνταν ισοβιότητα κυριολεκτικά. Δηλαδή, για όσο βρίσκονταν στη ζωή ασκούσαν το λειτούργημα τους, παύονταν δε μόνο με δικαστική απόφαση, όπως και λόγω γήρατος ή διαρκών νοσημάτων, βάσει διατάξεων ειδικού νόμου. Τα ίδια ίσχυαν και στο Σύνταγμα του 1864, μέχρι που το Σύνταγμα του 1911 έθεσε όριο ηλικίας για την έξοδο από την υπηρεσία των δικαστών και εισαγγελέων, θεσπίζοντας την ισοβιότητα μόνο υπέρ των αεροπαγιτών, των εφετών και των πρωτοδικών. Τη διάκριση αυτή μεταξύ ισόβιων δικαστών και λοιπών λειτουργών της δικαιοσύνης διατήρησαν και τα Συντάγματα του 1927 και του 1952. Το Σύνταγμα του 1975 επεξέτεινε την ισοβιότητα και στον εισαγγελικό κλάδο. Ως όριο ηλικίας για την έξοδο από την υπηρεσία, το Σύνταγμα έθεσε τη συμπλήρωση του 65 για τους δικαστικούς 13 «Οι δικαστικοί λειτουργοί διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους, και είναι ισόβιοι.» 11

λειτουργούς μέχρι το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους με αυτούς βαθμούς και του 67 για όσους έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς ή από τους αντίστοιχους. β2. ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΙΣΟΒΙΟΤΗΤΑΣ Με τον όρο ισοβιότητα δεν εννοείται η κυριολεκτική ισοβιότητα αλλά η λειτουργική. Δεν πρόκειται για δια βίου διατήρηση της θέσης, καθώς αναφέρεται στο βίο υπό την υπηρεσιακή έννοια και όχι υπό τη φυσική. Οι δικαστικοί λειτουργοί, δηλαδή, διατηρούνται στην υπηρεσία στην οποία ανήκουν, εφόσον δεν έχουν συμπληρώσει το όριο ηλικίας που θεσπίζει το Σύνταγμα 14, εκτός αν παυθούν με δικαστική απόφαση 15. Πέρα από αυτές τις δύο περιπτώσεις, δηλαδή, οι δικαστικοί λειτουργοί διατηρούν τη θέση τους ακόμα και αν αυτή καταργηθεί. Η ισοβιότητα αυτή των δικαστικών λειτουργών αντιδιαστέλλεται με τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι διατηρούν μόνιμα τη θέση τους, εφόσον, όμως, αυτή υπάρχει 16. Αν καταργηθεί ποτέ με νόμο ο κατέχων τη θέση απομακρύνεται από αυτήν, κάτι που δε συμβαίνει με τους δικαστικούς λειτουργούς. Στην πράξη η ισοβιότητα σημαίνει «ότι ο δικαστικός λειτουργός μισθοδοτείται μέχρι να τον καταλάβει το όριο ηλικίας, δηλαδή ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που καταργηθεί η θέση του» 17. Η δοκιμαστική περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 88 παράγραφος 3 του Συντάγματος διάρκειας έως τριών ετών πριν διοριστούν ως τακτικοί, ανεξάρτητα αν ασκούν καθήκοντα τακτικού δικαστή, δεν αναιρεί την ισοβιότητα β3. ΠΑΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Ως «ισοβιότητα» που απολαμβάνουν οι δικαστικοί λειτουργοί νοείται η υπηρεσιακή. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, οι δικαστές διατηρούν τις θέσεις τους, ακόμα και αν αυτές καταργηθούν, 14 Άρθρο 88 παράγραφος 5 του Συντάγματος 15 Άρθρο 88 παράγραφος 4 του Συντάγματος 16 Άρθρο 103 παράγραφος 4 του Συντάγματος 17 Αντώνη Μ. Παντελή Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου σελ. 394 12

μέχρι να συμπληρώσουν το όριο ηλικίας που προβλέπει το Σύνταγμα 18 προκειμένου να αποχωρήσουν από την υπηρεσία υποχρεωτικά ή νωρίτερα εάν παυθούν με δικαστική απόφαση. Συγκεκριμένα το άρθρο 88 παράγραφος 4 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 93.» Το γεγονός, λοιπόν, ότι οι δικαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν το προνόμιο της ισοβιότητας δε σημαίνει ότι δεν μπορούν και να απολυθούν σε καμία περίπτωση. Μπορούν να παυθούν μόνο με δικαστική απόφαση και για τους συγκεκριμένους λόγους που αναφέρει η διάταξη, με τήρηση των διατάξεων περί δημόσιας συνεδρίασης και ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. γ. ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΗΣ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Προκειμένου να εξασφαλίζεται η αμερόληπτη κρίση των δικαστικών λειτουργών το Σύνταγμα προβλέπει μια σειρά από εγγυήσεις όσον αφορά τις προαγωγές 19, τις τοποθετήσεις 20, μεταθέσεις 21, αποσπάσεις 22 και μετατάξεις 23 των δικαστικών λειτουργών 24. 18 Άρθρο 88 παράγραφος 5 του Συντάγματος 19 Προαγωγή είναι εξέλιξη του δικαστικού λειτουργού σε ιεραρχικά ανώτερο βαθμό στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο στον οποίο έχει τοποθετηθεί με το διορισμό του. 20 Τοποθέτηση είναι η ένταξη του δικαστικού λειτουργού σε συγκεκριμένο δικαστήριο. 21 Με τη μετάθεση ο δικαστικός λειτουργός τοποθετείται με τον ίδιο βαθμό από ένα δικαστήριο σε άλλο του ίδιου κλάδου, επέρχεται, δηλαδή, μεταβολή της οργανικής του θέσης. 22 Απόσπαση δικαστικών λειτουργών είναι η μετάθεσή τους σε δικαστήριο του ίδιου κλάδου λόγω υπηρεσιακής ανάγκης. Δε συνεπάγεται, δηλαδή, μεταβολή της οργανικής θέσης του αποσπώμενου. Η απόσπαση δεν μπορεί να υπερβεί το ένα έτος. 23 Μετάταξη είναι η μεταβολή του κλάδου στον οποίο έχει ενταχθεί ο δικαστικός λειτουργός. Κατ αρχήν απαγορεύεται και επιτρέπεται κατ εξαίρεση μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει το άρθρο 88 παράγραφος 6 του Συντάγματος. 24 Άρθρο 90 παράγραφος 1 του Συντάγματος 13

Συγκεκριμένα αυτές γίνονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Την απόφαση, λοιπόν, την παίρνει όργανο που συγκροτείται από δικαστές και που επομένως περιβάλλονται από τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία και όλα τα εχέγγυα που διασφαλίζουν την αμερόληπτη κρίση. Το ανώτατο δικαστικό συμβούλιο, όταν κρίνει για τις ανώτερες θέσεις που προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 90, συγκροτείται με αυξημένη σύνθεση. «Αν ο Υπουργός διαφωνεί με την κρίση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου μπορεί να παραπέμψει το ζήτημα στην ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου, όπως νόμος ορίζει. Δικαίωμα προσφυγής έχει και ο δικαστικός λειτουργός στον οποίο αφορά η κρίση, υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος» 25. «Οι αποφάσεις της ολομέλειας ως δευτεροβάθμιου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου για το ζήτημα που έχει παραπεμφθεί σ αυτήν, καθώς και οι αποφάσεις του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, με τις οποίες δεν διαφώνησε ο Υπουργός είναι γι αυτόν υποχρεωτικές.» 26 Η εκτελεστική εξουσία, λοιπόν, δεν έχει καμία ανάμειξη, πέρα από το προεδρικό διάταγμα που είναι υποχρεωμένος να εκδώσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προς συμμόρφωση με την απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Πρόκειται για οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια του ΠτΔ 27 και αν δεν εκδοθεί η παράλειψη αυτή προσβάλλεται με το ένδικο βοήθημα της αίτησης ακυρώσεως, καθώς η παράγραφος 6 του άρθρου 90 του Συντάγματος αναφέρεται μόνο σε πράξεις των δικαστικών αρχών. Η παράλειψη προέρχεται αποκλειστικά από την εκτελεστική εξουσία σε αυτή την περίπτωση και για αυτό και μπορεί να προσβληθεί αυτοτελώς με αίτηση ακυρώσεως. 25 Άρθρο 90 παράγραφος 3 του Συντάγματος 26 Άρθρο 90 παράγραφος 4 του Συντάγματος 27 ΠτΔ στο εξής ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας 14

γ1. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΟΙ ΠΡΟΑΓΩΓΕΣ ΣΤΑ ΑΝΩΤΑΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΑΞΙΩΜΑΤΑ Ειδικά οι προαγωγές στις θέσεις ηγεσίας 28 της δικαστικής εξουσίας ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με μόνο περιορισμό ο δικαστής που θα επιλεγεί να είναι μέλος του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου. Οι αποφάσεις ή οι πράξεις αυτής της διάταξης δεν μπορούν να προσβληθούν με αίτηση ακυρώσεως 29. «Πρόκειται για ειδικό απαράδεκτο της αίτησης ακυρώσεως που θέτει εκποδών τη γενική διάταξη του άρθρου 95 παράγραφος 1» 30. Η διάταξη αυτή του άρθρου 90 παράγραφος 5 έχει προκαλέσει πολλές αντιδράσεις και συζητήσεις, καθώς οι προαγωγές στις ανώτατες θέσεις της δικαστικής εξουσίας καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Είναι ουσιαστικά, λοιπόν, στη διακριτική ευχέρεια του κυβερνώντος κόμματος, με αποτέλεσμα να έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο το Υπουργικό Συμβούλιο να προτείνει για αυτές τις θέσεις δικαστές της αρεσκείας του, «με ανατροπή ακόμα και της αρχαιότητας, που μπορεί να μην αποτελεί τυπικό κριτήριο κρίσης, ωστόσο σίγουρα αποτελεί συνεκτιμώμενο κριτήριο αξιολόγησης.» 31 Φαλκιδεύει, λοιπόν αυτή η διάταξη την εγγύηση της ανεξαρτησίας των δικαστών και αρκετοί είναι αυτοί που την κρίνουν ως αναθεωρητέα. III. ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΑΠΟ ΕΞΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι ανεξάρτητοι και έναντι της κοινωνίας καθώς και έναντι των διαδίκων και γενικά ανεξάρτητοι από παράγοντες που εξαρτούν συμφέρον από την έκβαση της δίκης. Αυτό σημαίνει ότι οι δικαστές δεν πρέπει να επηρεάζονται από ό,τι γράφεται στον τύπο 28 Οι αναφερόμενες στο άρθρο 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος 29 Άρθρο 90 παράγραφος 6 του Συντάγματος 30 Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος σελ. 438 31 Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Φίλιππος Κ. Σπυρόπουλος σελ. 438 15

σχετικά με μία υπόθεση που εκκρεμεί η δίκη, ούτε από ό,τι μεταφέρουν οι δημοσιογράφοι στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Δεν απαγορεύονται κάθε είδους σχόλια, απλά αυτά αποτελούν απλές επιδράσεις και σε καμία περίπτωση δε δεσμεύουν την κρίση των δικαστών. Επίσης, οι δικαστές είναι ανεξάρτητοι από τους διάδικους. Επιβάλλεται, λοιπόν, να είναι αμερόληπτοι και αντικειμενικοί και να τηρούν ίσες αποστάσεις από τους διάδικους κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων τους. Ε. ΑΛΛΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ Ι. ΑΠΟΛΑΒΕΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Το ζήτημα σχετικά με τις απολαβές των δικαστικών λειτουργών έχει απασχολήσει πολλάκις τη νομολογία 32. Το έργο που έχουν να επιτελέσουν οι δικαστές είναι πολύ δύσκολο και σημαντικό. Με τις αποφάσεις που λαμβάνουν καθορίζουν το μέλλον όσων αποφασίσουν να στραφούν στα δικαστήρια προκειμένου να τους παρασχεθεί η δικαστική προστασία που δικαιούνται εκ του Συντάγματος. Επίσης, η ορθή επιτέλεση του έργου τους, που είναι η απονομή δικαιοσύνης, είναι βασικό συστατικό μιας υγιούς δημοκρατικής κοινωνίας. Προκειμένου να είναι αδέκαστοι και να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν περισσότερο η αμεροληψία τους, προβλέπεται στο Σύνταγμα «ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους». Αυτό σημαίνει ότι οι αποδοχές πρέπει να είναι αντίστοιχες με τη σπουδαιότητα του έργου που επιτελούν, αλλά και με τη φύση του δικαστικού λειτουργήματος, εφόσον πρόκειται για πρόσωπα που ασκούν συντεταγμένη λειτουργία. Επίσης, πρέπει οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών να διακρίνονται από τις αποδοχές των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών αλλά και εργαζομένων στον 32 Βλ., ενδεικτικά, ΣτΕ 2928/86, ΣτΕ 1754/87, ΣτΕ 1850/88 16

ιδιωτικό τομέα, υπό την έννοια ότι πρέπει να καθορίζονται με ειδικούς νόμους αυτοτελώς και να είναι ανώτερες από τις αποδοχές των υπολοίπων που προανέφερα. Αυτό συνεπάγεται και ότι οποιουδήποτε είδους πλεονέκτημα και περαιτέρω παροχή δοθεί στους άλλους πρέπει τουλάχιστον το ίδιο αν όχι μεγαλύτερο να δοθεί και στους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς το αξίωμά τους θεωρείται ανώτερο από των λοιπών και πρέπει να γίνεται αντιληπτό αυτό και από την ιδιαίτερη μισθολογική τους μεταχείριση. Απαγορεύεται, λοιπόν, η μισθολογική εξομοίωση λειτουργών του δημοσίου τομέα προς τους δικαστές. ΙΙ. ΤΑ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Το άρθρο 89 του Συντάγματος καθιερώνει διάφορα ασυμβίβαστα των δικαστικών λειτουργών. Τα ασυμβίβαστα αυτά είναι το επαγγελματικό 33, το ασυμβίβαστο της ανάληψης διοικητικών καθηκόντων 34 και το ασυμβίβαστο της συμμετοχής στην Κυβέρνηση 35 (και στη Βουλή 36 ). Ωστόσο, το Σύνταγμα καθιερώνει και εξαιρέσεις από το επαγγελματικό ασυμβίβαστο 37, το οποίο δεν καταλαμβάνει την ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος ούτε τη συμμετοχή σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές και σε συμβούλια και επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Δεν καταλαμβάνει, επίσης, τη διεξαγωγή διαιτησιών. Ακόμα, το ασυμβίβαστο της συμμετοχής στην Κυβέρνηση δεν καταλαμβάνει την ειδική περίπτωση της ανάδειξης των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων ως Πρωθυπουργών εκλογικών Κυβερνήσεων 38. Τέλος, το ασυμβίβαστο της ανάληψης διοικητικών καθηκόντων δεν περιλαμβάνει 33 Άρθρο 89 παράγραφος 1 του Συντάγματος: «Απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς να παρέχουν κάθε άλλη μισθωτή υπηρεσία καθώς και να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα.» 34 Άρθρο 89 παράγραφος 3 του Συντάγματος 35 Άρθρο 89 παράγραφος 4 του Συντάγματος 36 Άρθρο 56 παράγραφος 1 του Συντάγματος 37 Άρθρο 89 παράγραφος 2 του Συντάγματος 38 Άρθρο 37 παράγραφος 3 του Συντάγματος 17

τα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, τα οποία θεωρούνται δικαστικά, ούτε την εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. ΙΙΙ. ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ Οι δικαστές ως φορείς συντεταγμένης εξουσίας είναι επιφορτισμένοι με το σημαντικό έργο της απονομής δικαιοσύνης. Είναι ανεξάρτητοι και υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και τους σύμφωνους προς αυτό νόμους. Οι δικαστές οφείλουν πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Επίσης, επειδή ακριβώς είναι φορείς συντεταγμένης εξουσίας, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους 39 προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του λειτουργήματος που ασκούν και έτσι, οφείλουν να συμπεριφέρονται με ευπρέπεια τόσο εντός όσο και εκτός της υπηρεσίας. Επιπλέον, απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς η απεργία με οποιαδήποτε μορφή 40, καθώς και η εκδήλωση υπέρ πολιτικών κομμάτων 41. Ομοίως απαγορεύεται η συμμετοχή σε οργανώσεις με μυστικούς σκοπούς και η χρησιμοποίηση της ιδιότητας τους για ιδιοτελείς σκοπούς. Επιπλέον, οι δικαστές οφείλουν εχεμύθεια για τα απόρρητα και για γεγονότα ή πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ακόμα, υποχρεούνται να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους χωρίς καθυστέρηση, κάτι που δυστυχώς δε συμβαίνει στην πράξη συνήθως, δεδομένου μάλιστα ότι η χώρα μας έχει καταδικαστεί πολλάκις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για παραβίαση του ευλόγου χρόνου διάρκειας της δίκαιης δίκης. Τέλος, κατά το άρθρο 89 παράγραφος 5 του Συντάγματος επιτρέπεται η συγκρότηση ένωσης δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει. 39 Άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος 40 Άρθρο 23 παράγραφος 2 του Συντάγματος 41 Άρθρο 29 παράγραφος 3 του Συντάγματος 18

IV. ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ Οι δικαστές υπέχουν τρία είδη ευθύνης: πειθαρχική, ποινική και αστική. i. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών αφορά καταρχήν την άσκηση των καθηκόντων τους, κατ εξαίρεση, όμως, μπορεί να είναι και ανεξάρτητη από αυτά, δεδομένου ότι οι δικαστές οφείλουν να έχουν κόσμια συμπεριφορά και να συμπεριφέρονται ευπρεπώς και εκτός υπηρεσίας. Η πειθαρχική ευθύνη των δικαστών είναι ευθύνη για παραβίαση των ειδικών κανόνων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της τήρησης των καθηκόντων και των περιορισμών τους. Η βασική εγγύηση του άρθρου 91 είναι η συγκρότηση των μελών των πειθαρχικών συμβουλίων με κλήρωση. Συγκεκριμένα το άρθρο 91 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «1.Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς λειτουργούς, από το βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πάνω, ή στους αντίστοιχους με αυτούς, ασκείται από ανώτατο πειθαρχικό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. 2. Το Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο συγκροτείται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως Πρόεδρό του, από δύο αντιπροέδρους ή συμβούλους της Επικρατείας, δύο αντιπροέδρους του Αρείου Πάγου ή αρεοπαγίτες, δύο αντιπροέδρους ή συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου και δύο τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της Χώρας, ως μέλη. Τα μέλη του Συμβουλίου ορίζονται με κλήρωση μεταξύ εκείνων που έχουν υπηρεσία τριών τουλάχιστον ετών στο οικείο ανώτατο δικαστήριο ή σε νομική σχολή και 19

κάθε φορά που το Συμβούλιο καλείται να αποφασίσει για ενέργεια μέλους ανώτατου δικαστηρίου, εισαγγελέα ή επιτρόπου, αποκλείονται από τη σύνθεσή του τα μέλη που ανήκουν στο οικείο δικαστήριο. Εφόσον πρόκειται για πειθαρχική δίωξη κατά μελών του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο προεδρεύει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου. 3. Η πειθαρχική εξουσία στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς ασκείται σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από συμβούλια που συγκροτούνται με κλήρωση από τακτικούς δικαστές, κατά τους ορισμούς του νόμου. Την πειθαρχική αγωγή εγείρει και ο Υπουργός της Δικαιοσύνης. 4. Οι κατά τις διατάξεις αυτού του άρθρου πειθαρχικές αποφάσεις δεν προσβάλλονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.» Προκύπτει, λοιπόν, από τη διάταξη του Συντάγματος ότι την πειθαρχική αγωγή την εγείρει ο Υπουργός Δικαιοσύνης και έπειτα αυτή εξετάζεται από τα ανώτατα πειθαρχικά συμβούλια. Τα τελευταία μπορούν να επιβάλλουν όλες τις πειθαρχικές ποινές, όπως έγγραφη επίπληξη, πρόστιμο, προσωρινή παύση, οριστική παύση. Το άρθρο 88 παράγραφος 4 του Συντάγματος συγκεκριμένα ορίζει τα εξής: «4. Οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παυθούν μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση, εξαιτίας ποινικής καταδίκης ή για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα ή ασθένεια ή αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια, που βεβαιώνονται όπως νόμος ορίζει και αφού τηρηθούν οι διατάξεις των παρ.2 και παρ.3 του άρθρου 93.» Η διάταξη φαίνεται να απαιτεί δικαστική απόφαση και για την οριστική παύση και για την ασθένεια ή ανεπάρκεια, εντούτοις δικαστική απόφαση απαιτείται μόνο για την παύση λόγω ποινικής καταδίκης. Για τα υπόλοιπα αρκεί η βεβαίωση του πειθαρχικού παραπτώματος, της ασθένειας, κλπ., όπως νόμος ορίζει. 20

ii. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Η ποινική ευθύνη είναι ευθύνη για τη διάπραξη αδικημάτων. Πέρα από τα αδικήματα που μπορούν να τελεστούν από οποιονδήποτε, επομένως και από τους δικαστές, προβλέπονται από τον ποινικό κώδικα και ιδιαίτερα αδικήματα που αφορούν ειδικά τους δικαστές, όπως είναι το αδίκημα της δωροδοκίας δικαστή 42 και άλλα αδικήματα περί την υπηρεσία. iii. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Η αστική ευθύνη είναι ευθύνη για αποζημίωση. Οι δικαστές ευθύνονται προσωπικώς λόγω κακοδικίας. Σύμφωνα με τη νομολογία 43, δε γεννάται αστική ευθύνη του κράτους για δικαιοδοτικές πράξεις των δικαστών, κατά την επιταγή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, κάτι που είναι σύμφωνο με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών και συνδράμει και με την ελάφρυνση του φόρτου εργασίας των δικαστών, καθώς αν ίσχυε κάτι τέτοιο ο αριθμός των δικών θα πολλαπλασιαζόταν. Γεννάται, όμως, αστική ευθύνη του κράτους για παράνομες πράξεις δικαστών κατά την άσκηση διοικητικής φύσεως καθηκόντων 44. Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση Köbler της 30.9.2003, δέχθηκε την ύπαρξη αστικής ευθύνης του κράτους σε περίπτωση κατάφωρης παραβίασης του κοινοτικού δικαίου που αναγνωρίζει δικαιώματα σε ιδιώτες, ακόμα και αν αυτή προέρχεται από δικαστήρια. 42 Άρθρο 237 του Ποινικού Κώδικα 43 ΣτΕ 2744/2000, ΑΠ 256/1996 44 ΔΕφΑΘ 2795/2001 21

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το Σύνταγμα καθιερώνει expressis verbis την αρχή της διάκρισης των εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής) αναγνωρίζοντάς τες ως ισότιμες. Ειδικά για τη δικαστική λειτουργία κατοχυρώνεται συνταγματικά η ανεξαρτησία της, προκειμένου να επιτελέσει το έργο της, που είναι η απονομή δικαιοσύνης και η επίλυση διαφορών. Για να επιτευχθεί η ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας το Σύνταγμα αναγνωρίζει και κατοχυρώνει συγκεκριμένες εγγυήσεις για τα πρόσωπα στα οποία το ίδιο αναθέτει την απονομή της δικαιοσύνης, τους δικαστές. Τα πρόσωπα αυτά απολαμβάνουν προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, καθώς επίσης και τα προνόμια της ισοβιότητας και της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης. Έτσι, εξασφαλίζεται η παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σύμφωνα με την επιταγή του Συντάγματος, αλλά και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Φαίνεται, λοιπόν η εξέχουσα θέση στην οποία το Σύνταγμα κατατάσσει τους δικαστικούς λειτουργούς, «καλύπτοντάς» τους με ένα μανδύα εγγυήσεων, που εξασφαλίζει την ορθή εκτέλεση του έργου τους, με αμερόληπτη και αντικειμενική κρίση. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται και η ενίσχυση της εμπιστοσύνη των πολιτών στη δικαστική λειτουργία και συνακόλουθα η ουσιαστική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα. Οι δικαστικοί λειτουργοί είναι τα όργανα εκείνα χάρη στα οποία πραγματώνεται η θεμελιώδης αρχή «Nullum crimen nulla poena sine processu». 22

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1) Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Οργάνωση και λειτουργία του Κράτους, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2009 2) Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Γενική Συνταγματική Θεωρία, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004 3) Δημητρόπουλος Γ. Ανδρέας, Το Σύνταγμα της Ελλάδας και άλλα βασικά ευρωπαϊκά και διεθνή κείμενα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2009 4) Παντελή Μ. Αντώνη, Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 2007 5) Τασόπουλος Α. Γιάννης, Τα θεσμικά αντίβαρα της εξουσίας και η αναθεώρηση του Συντάγματος, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2007 6) Σπυρόπουλος Κ. Φίλιππος, Εισαγωγή στο Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2006 7) Δαγτόγλου Δ. Π., Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004 8) Δαγτόγλου Δ. Π., Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004 9) Παραράς Ι. Πέτρος, Σύνταγμα και Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2001 10) Μαυριάς Γ. Κώστας, Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας Μάιος 2004 11) Γεωργόπουλος Κωνσταντίνος, Επίτομο Συνταγματικό Δίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 23