ΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΜΟΥ 1 του Δημήτρη Μπελαντή 1. Ο νόμος της αξίας και η Ρωσική Επανάσταση Η σύγκρουση σχετικά με το νόμο της αξίας και τη διατήρηση ή μη των εμπορευματικών μορφών κατά τη μετάβαση στον κομμουνισμό υπήρξε καθοριστική διάσταση της κρίσης της Οκτωβριανής επανάστασης και του αντεπαναστατικού εκφυλισμού της. Όλο αυτό το πλέγμα θέσεων και αντιλήψεων που χαρακτηρίζουμε ως «σταλινισμό» ή ως «σοβιετικό Μαρξισμό» ερμήνευσε την «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» κατά έναν τρόπο οικονομίστικο και εξελικτικιστικό, υπό την ηγεμονία των ακόλουθων αντιλήψεων: α) ότι η κύρια όψη της μετάβασης είναι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, κατά τρόπο συνεχή από εκεί που τις άφησε το καπιταλιστικό καθεστώς και όχι η πάλη των τάξεων και η επαναστατικοποίηση των σχέσεων παραγωγής και κυριαρχίας, β) ότι ο «σοσιαλισμός» αποτελεί έναν αυτοτελή τρόπο παραγωγής, ο οποίος μεσολαβεί μεταξύ του καπιταλισμού και του κομμουνισμού και στα πλαίσια του οποίου επιβιώνει το εμπόρευμα, η παραγωγή αξίας και υπεραξίας και οι ειδικές μορφές καταμερισμού εργασίας που κληροδότησε ο καπιταλισμός (αντίθεση χειρωνακτικής/ διανοητικής εργασίας κ.λπ.) το εμπόρευμα και η ανταλλαγή αξιών θα αμφισβητηθεί μόνον προσεγγίζοντας τον κομμουνισμό και γ) ότι ο αστικός κρατικός μηχανισμός καθορίζει την ειδική του ποιότητα από τον προσανατολισμό του πολιτικού προσωπικού που τον διαχειρίζεται (οι αστοί ή «εμείς»). Τελικώς, δεν έχει καμία ιδιαίτερη ποιότητα, σε αντίθεση με όσα υποστήριξε ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση. Η θέση αυτή αντιστοιχεί στην εργαλειακή εκδοχή του Μαρξισμού. Τις θέσεις αυτές δέχεται από ένα σημείο και μετά όχι μόνο η σταλινική ομάδα που κυριαρχεί, αλλά σ ένα βαθμό και οι αντιπολιτεύσεις (με την εξαίρεση ενδεχομένως του Μπουχάριν στα 1928-32, ο οποίος υποστηρίζει ότι ο γραφειοκρατικός σχηματισμός των τιμών και η υποχώρηση της κλασσικής αγοράς δεν αίρουν την εμπορευματική οικονομία και τις καπιταλιστικές σχέσεις από μόνες τους, αλλά τις συγκαλύπτουν τη θέση αυτή επανανακαλύπτει ο Μπετελέμ στη δεκαετία του 70). Σημαντική διαφοροποίηση αποτελεί η κριτική του εξέχοντος σοβιετικού νομικού Ευγκένι Πασουκάνις ο οποίος θεωρεί (σε αντίθεση με άλλους νομικούς, όπως ιδίως τον Στούτσκα) ότι η διατήρηση της δικαιικής μορφής, ως μορφής η οποία αντανακλά την τυπική αστική ισότητα (ανταλλαγή ίσων ανταλλακτικών αξιών) δεν είναι συμβατή με τον κομμουνισμό, η δε παρουσίασή της ως σοσιαλιστικής επίσης δικαιικής μορφής είναι απολύτως συγκαλυπτική των ταξικών αντιφάσεων του σοβιετικού σχηματισμού. Η εκκαθάριση του Πασουκάνιτς κατά την περίοδο των διώξεων οφείλεται ακριβώς σ αυτή τη διεισδυτική θέση του. Ο Πασουκάνιτς τάσσεται υπέρ του μαρασμού του κράτους και του δικαίου ως όρων για τη μετάβαση στον κομμουνισμό και όχι υπέρ της πάγιας διατήρησης ενός «σοσιαλιστικού δικαίου». Τελείως διακριτό είναι το ζήτημα ότι όσο οι ταξικές σχέσεις ανθίστανται και η ταξική πάλη συνεχίζεται, το κράτος των εργαζομένων οφείλει να περιβάλλεται με εγγυήσεις υπέρ των εργαζομένων (πολιτικά και ατομικά δικαιώματα), καθώς είναι σχετικά διακριτό από τις οργανώσεις τους και υπάρχει ακόμη μια σχέση σχετικής εξωτερικότητας μεταξύ της τάξης και του μεταβατικού κράτους της (Αλτουσέρ 1980). Τρίτη σημαντική διαφοροποίηση αποτελεί η ξεχασμένη κριτική του Ζηνόβιεφ στο σταλινικό μοντέλο Σελίδα 1 / 5
«οικοδόμησης του σοσιαλισμού» στα μέσα της δεκαετίας του 20 (βλ. το βιβλίο της Fischer 1949). Ο Ζηνόβιεφ, ως ηγέτης της αντιπολίτευσης του Λένινγκραντ ερμηνεύει τη θέση του Λένιν περί του κρατικού καπιταλισμού ως μεταβατικής μορφής με τρόπο που αναδεικνύει τον ταξικό εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα, δηλαδή λέει αυτό που ο μαοϊσμός θα ισχυρισθεί σαράντα χρόνια αργότερα, ότι η αλλαγή της νομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής δεν συνεπάγεται αυτόματα και αλλαγή των σχέσεων παραγωγής και ότι η σταλινική θέση περί «σοσιαλισμού» συγκαλύπτει την ύπαρξη ή επικράτηση σχέσεων κρατικού καπιταλισμού. Η θέση αυτή διατυπώνεται σε συνδυασμό και με την αντίθεση στην τότε πολιτική της ΝΕΠ των Στάλιν-Μπουχάριν, αν και ο Ζηνόβιεφ αναφέρεται στα κρατικά εργοστάσια και όχι στους «κλασικούς» καπιταλιστές της ΝΕΠ. Η θέση του Ζηνόβιεφ έχει διατυπωθεί και παλαιότερα, στα 1918 από τους τότε «αριστερούς κομμουνιστές» εντός των Μπολσεβίκων (Μπουχάριν κ.α.) και στις αρχές της δεκαετίας του 20 από τους γερμανούς συμβουλιακούς κομμουνιστές (KAPD) αλλά και ακροαριστερές τάσεις εντός του KPD (Urbans, Scholem, Katz κ. ά.). Η σημαντική διαφορά έγκειται στο ότι οι κριτικές των συμβουλιακών είναι βασικά νεοεγελιανές (το συγκεντρωτικό κράτος που επιβάλλεται στη δημόσια σφαίρα των εργαζομένων) και άρα ατελείς, ενώ η κριτική του Ζηνόβιεφ επικεντρώνεται στη φύση των σχέσεων παραγωγής και την ταξική πάλη. 2. Η έννοια του «σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής» Όπως έχει δείξει παλιότερα ο Ετιέν Μπαλιμπάρ υπό την επιρροή του παραδείγματος της Πολιτιστικής Επανάστασης (Μπαλιμπάρ 1977), η θεωρία περί της ύπαρξης ενός «σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής» και περί της μετάβασης στον σοσιαλισμό και όχι στον κομμουνισμό οδηγεί στη συγκάλυψη της επιβίωσης στο μετεπαναστατικό καθεστώς των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και κυριαρχίας με νέα μορφή. Δέχεται ότι ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, η λειτουργία των κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών αποτελούν ουδέτερες μορφές, όπως ακριβώς και η διατήρηση των εμπορευματικών σχέσεων, που τώρα «αλλάζουν προσανατολισμό» λόγω της διαφορετικής φύσης της κρατικής εξουσίας. Καθώς η παρακράτηση της υπεραξίας συντελείται τώρα σε επιχειρήσεις που ελέγχονται από ένα φιλικό προς τους εργάτες κράτος, η ταξική εκμετάλλευση αίρεται (λογιστική ερμηνεία της υπεραξίας). Αντιθέτως, η έννοια του σοσιαλισμού στον Μαρξ, όπως έχει αναλυθεί στο έργο του Μπετελέμ και άλλων κριτικών μαρξιστών κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, αντιστοιχεί σεμια μεταβατική κοινωνία ανάμεσα στον καπιταλισμό (αμέσως μετά την ανατροπή της αστικής πολιτικής εξουσίας) και στην ολοκλήρωση της μετάβασης στον κομμουνισμό. Στη διάρκεια αυτής της μετάβασης και για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ο ιδιαίτερος καταμερισμός εργασίας που τους αντιστοιχεί, παράγονται εμπορεύματα στις κρατικές επιχειρήσεις υπό συνθήκες ανάλογες με εκείνες στον καπιταλισμό της ατομικής ιδιοκτησίας και υφίσταται ταξική εκμετάλλευση. Ο ρόλος των κομμουνιστών είναι να αναδείξουν και όχι να συγκαλύψουν αυτές τις αντιθέσεις και να παλέψουν για την κομμουνιστική τους επίλυση (σε αντίθεση με το σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, το οποίο διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι έχουν καταργηθεί οι ανταγωνιστικές τάξεις από πού ξεπηδούν λοιπόν οι φορείς της παλινόρθωσης, το 1956 ή το 1989;). Ανεξάρτητα από προθέσεις, η επιμονή στην απόλυτη αντίθεση καπιταλισμού και σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής και ο εφησυχαστικός προσανατολισμός πια στην αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων βοηθά στην ανασυγκρότηση των καπιταλιστικών σχέσεων και τελικώς και στην επανάκτηση της εξουσίας από την αστική τάξη, η οποία επανεμφανίζεται μέσα στο εργατικό κράτος. Σελίδα 2 / 5
3. Ο κρατικός μηχανισμός της αστικής δημοκρατίας Η θέση περί του «σοσιαλιστικού τρόπου παραγωγής» δεν διαμορφώθηκε πρωτογενώς από το Μαρξισμό της Τρίτης Διεθνούς. Στα έργα των κύριων εκπροσώπων της Β Διεθνούς, μπορεί κανείς να διαγνώσει τον έντονο θαυμασμό για τη γιγάντωση των παραγωγικών δυνάμεων στον μονοπωλιακό καπιταλισμό του τέλους του 19 ου αιώνα και την ανάπτυξη της έντασης μεταξύ κοινωνικοποίησης της εργασιακής διαδικασίας και ατομικής ιδιοποίησης από την ομάδα των καπιταλιστών Ο καπιταλισμός γεννά τον τελειότερο παραγωγικό μηχανισμό, ο οποίος τελικά θα τον καταστήσει περιττό. Ακριβώς επειδή η ιδιοποίηση νοείται στενά ως μια λογιστική απόσπαση πλεονάσματος, η Β Διεθνής προτείνει την αντικατάσταση των καπιταλιστών από το εργατικό κράτος και την κοινωνική αναδιανομή χωρίς όμως να αλλάξει η δομή των παραγωγικών σχέσεων και να αμφισβητηθεί ο ρόλος των διευθυνόντειδικών στην παραγωγή ή της κρατικής γραφειοκρατίας. Στη διαμάχη του με τον Άντον Πάννεκοκ το 1911-1912 ο Κάουτσκυ θεωρεί πρωτογωνισμό τη σκέψη του Πάννεκοκ περί αντικατάστασης του συγκεντρωτικού αστικού κράτους από την αυτοοργάνωση των εργατών. Όπως ακριβώς οι ειδικοί έχουν την αυτονόητη θέση τους στην παραγωγή έτσι και οι ειδικοί της πολιτικής και της διοίκησης έχουν την αυτονόητη θέση τους στο κράτος. Ο παραλληλισμός της μήτρας του καταμερισμού εργασίας αφενός του κράτους και αφετέρου της καπιταλιστικής παραγωγής, που θα πραγματοποιήσει πολλά χρόνια αργότερα ο Πουλαντζάς (Πουλαντζάς 1984), φαίνεται ανάγλυφος στα έργα αυτά του Κάουτσκυ. Αλλά και πριν από το 1914, όταν ο Κάουτσκυ δεν είναι ακόμη «αποστάτης» αλλά μαρξιστής επαναστάτης, ακόμη και για τον Λένιν, υποστηρίζει ουσιαστικά ότι ο μηχανισμός της αστικής δημοκρατίας, η αντιπροσώπευση, είναι ότι τελειότερο έχει γεννήσει η Ιστορία για την επίτευξη των σκοπών της εργατικής τάξης.. Στο έργο του Ο δρόμος προς την εξουσίαδέχεται μεν ότι μπορεί να υπάρξει μια αποφασιστική αναμέτρηση αλλά το μεταθέτει σε στρατιωτικό πρόβλημα από πολιτικό αν μας επιτεθούν στρατιωτικά, τότε θα κάνουμε την επανάσταση. Η μήτρα αυτών των αντιλήψεων βρίσκεται στη θέση ότι όπως ακριβώς το εμπόρευμα έτσι και ο μηχανισμός της κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης δεν είναι ειδικό ποιοτικό γνώρισμα της καπιταλιστικής κυριαρχίας αλλά ένα μέσο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από διαφορετικούς κοινωνικούς φορείς, σε διαφορετικές συνθήκες κυριαρχίας. Ο Κάουτσκυ αδυνατεί να διανοηθεί μια πολιτική διαφορετική από εκείνη των ειδικών της πολιτικής και των κοινοβουλευτικών ελιγμών. Δημιουργείται έτσι μια σύγχυση ανάμεσα στην διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας ως «πόλεμο θέσεων» με την γκραμσιανή έννοια και ως θέση μάχης της εργατικής τάξης, και στην ίδια την αστική δημοκρατία ως καθεστώς, η οποία κατανοείται ως ουδέτερο πεδίο και όχι ως η κατ εξοχήν αστική ηγεμονική οργάνωση. Η θέση αυτή του Κάουτσκυ περί της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας ως του «τέλους» των πολιτικών μορφών θα ξαναπροταθεί στη δεκαετία του 1970 από το ρεύμα του Ευρωκομμουνισμού, το οποίο θα επιχειρήσει μια «κοινοβουλευτική» ανάγνωση της γκραμσιανής έννοιας της ηγεμονίας. Εδώ, θα αναγνωσθεί η «κοινωνία των πολιτών» ή ο μηχανισμός ηγεμονίας ως το πεδίο της ταξικής πάλης, ενώ οι μηχανισμοί της πολιτικής κοινωνίας, βασικά το κοινοβούλιο, θα είναι απλά καθρέφτης αυτής της πάλης και της έκβασής της. Μ έναν τρόπο αρκετά παραπλήσιο προς τη σοβιετικής έμπνευσης θεωρία του Κρατικομονοπωλιακού Καπιταλισμού, η άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων, η πλατειά συσπείρωση των λαϊκών δυνάμεων με την ευρύτατη έννοια και η «γενική κρίση» του συστήματος γεννούν τις προϋποθέσεις να εξαναγκαστεί ο εχθρός να παραδώσει την εξουσία με ειρηνικό και σταδιακό τρόπο και η ρήξη να αποτραπεί (Μπερλίνγκουερ 1975, Καρίγιο 1977). Οι θέσεις αυτές υπονοούν ακριβώς ότι δεν υπάρχει μια ειδική αστική μορφή κράτους και πολιτικής, η οποία αποξενώνει τις λαϊκές μάζες και τους στερεί την πρόσβαση στην εξουσία και στη λήψη των βασικών αποφάσεων, αλλά η λειτουργία της ουδέτερης αστικής δημοκρατίας υπέρ του κεφαλαίου είναι συγκυριακό Σελίδα 3 / 5
προϊόν του ειδικού βάρους που αυτό κατέχει στον συσχετισμό δύναμης. Είναι εξαιρετικά πιθανό αυτή η παραγνώριση του ειδικού χαρακτήρα του αστικού κρατικού μηχανισμού και της αστικής πολιτικής, η μη κατανόηση της αναγκαιότητας συντριβής του δημοκρατικού αστικού κράτους και η κατανόησή του ως της υπέρτατης πολιτικής μορφής να είναι ακριβώς άλλη όψη της μη κατανόησης της αξίας και του εμπορεύματος ως ειδικών μορφών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλτουσέρ Λ. κ.ά (1980), Συζήτηση για το κράτος, Αθήνα: Αγώνας. Άντερσον, Π. (1979), Οι αντινομίες του Αντόνιο Γκράμσι, Αθήνα. Weber, H. (1969), Die Wandlung des deutschen Kommunismus -zur Stalinisierung der KPD 1924-1929, Frankfurt a. Main. Kautsky, K. (1909), The road to power, http://www.marxists.org/archive/kautsky/1909/power/ Kautsky, K. (1918), The Dictatorship of the Proletariat, http://www.marxists.org/archive/kautsky/1918/dictprole/ Καρίγιο, Σ. (1977), Ευρωκομμουνισμός και κράτος, Αθήνα. Λένιν, Β. Ι. (1980), Κράτος και Επανάσταση, Αθήνα. Λένιν, Β. Ι. (χ.χρ.έ.), Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκυ, Αθήνα. Μαρξ, Κ. και Ένγκελς, Φ. (χ.χρ.έ.), Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, Αθήνα. Μπαλιμπάρ, Ε. (1977), Για τη δικτατορία του προλεταριάτου, Αθήνα. Μπαλιμπάρ, Ε. (1980), Κράτος, κόμμα, μετάβαση, σε Αλτουσέρ Λ. κ.ά (1980), όπ.π.. Μπερλίνγκουερ, Ε. (1977), Ο Ιστορικός Συμβιβασμός, Αθήνα. Μπετελέμ, Σ. (1976), Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ, τ. Α και Β, Αθήνα. Pannekoek, A. (1912), Marxist Theory and Revolutionary Tactics, in Die Neue Zeit,: http://www.marxists.org/archive/pannekoe/1912/tactics.htm Πασουκάνις, Ε. (1985), Μαρξισμός και δίκαιο. Αθήνα: Οδυσσέας. Πουλαντζάς, Ν. (1984), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, Αθήνα. Fischer, R. (1949), Stalin and the German Communism, New York (όπου η θέση Ζηνόβιεφ: σσ. 485-490). Σελίδα 4 / 5
1 Σχόλιο στην εισήγηση του Γιάννη Μηλιού, ΣυνέδριοΘέσεων, 21-09-07. Σελίδα 5 / 5