ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ Ομόρριζες λέξεις που διαφέρουν σημασιολογικά Ανάγκη: υποχρέωση που επιβάλλεται από τις συνθήκες και απαιτεί δράση. Αναγκαιότητα: ο,τι επιβάλλεται από την ανάγκη-δείχνει ιδιότητα/σχέση. Άνθηση/ανθώ (ακμάζω). Άνθιση/ανθίζω (βγάζω άνθη). Ανταγωνίζομαι: αγωνίζομαι για να επικρατήσω έναντι κάποιου άλλου. Συναγωνίζομαι: αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον. Αντιστοιχίζω (μτβ.): θέτω σε αντιστοιχία. Αντιστοιχώ (αμτβ.): είμαι αντίστοιχος με κάποιον/κάτι. Απευθείας: από. Κατευθείαν: προς. Αποδύομαι: αφιερώνομαι σε έναν αγώνα, μία προσπάθεια. Απεκδύομαι (κάθε ευθύνη): αρνούμαι να αναλάβω κάθε ευθύνη. Αχρησία <χρήση: η μη χρησιμοποίηση. Αχρηστία<άχρηστος: η ιδιότητα του άχρηστου. Γλωσσικός: αυτός που σχετίζεται με τη γλώσσα. Γλωσσολογικός: αυτός που αναφέρεται στην επιστήμη της γλωσσολογίας. Εκδικάζω (δικ.): δικάζω. Επιδικάζω (δικ.): αποφασίζω δικαστικώς την καταβολή αποζημίωσης, συνήθως χρηματικής. Εξαίρετος: λαμπρός, εκλεκτός. Εξαιρετικός: ιδιαίτερος, που αποτελεί εξαίρεση. Κατ αρχήν και καταρχήν: βασικά. Κατ αρχάς: αρχικά. Κληροδοτώ σε κάποιον.κληρονομώ από κάποιον. Κυκλοφοριακός: κίνηση μεταφορικού μέσου. Κυκλοφορικό (όρος της βιολογίας). Μεταγραφή αθλητή, κειμένου, περιουσιακών στοιχείων. Μετεγγραφή μαθητή, σπουδαστή. Μετοικίζω: εγκαθιστώ κάποιον. Μετοικώ: Αλλάζω κατοικία, μεταναστεύω. Νομιμοποιώ: καθιστώ κάτι νόμιμο. Νομιμοποιούμαι: καθίσταμαι νόμιμος. Ονομαστικός: σε ό,τι έχει σχέση με το όνομα. Ονοματικός: γλωσσολογικός όρος. Πείρα: συσσωρευμένες εμπειρίες. Εμπειρία: βίωμα. Πλειονότητα: το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου. Πλειοψηφία: το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου, όταν υπάρχει ψηφοφορία. Πολιτιστικός: ό,τι προωθεί την ανάπτυξη του πολιτισμού, κυρίως πράξεις ή εκδηλώσεις που προωθούν πολιτισμό. Πολιτισμικός: ό,τι έχει σχέση με τον πολιτισμό. Πρόσκρουση (κινητού σε ακίνητο, π.χ. αυτοκίνητο σε τοίχο). Σύγκρουση (κινητού σε κινητό, π.χ. δύο αυτοκίνητα) Συνίσταται:<συνίσταμαι=αποτελείται. Συνιστάται:<συνιστώ=προτείνεται Σύμβαση: συνθήκη, συμφωνία. Συμβατότητα: ταίριασμα, συμφωνια, εναρμόνιση. Συμβατικότητα: το να ακολουθεί κανείς τις κοινωνικές συμβάσεις. Τεχνητός: κατασκευασμένος, μη φυσικός. Τεχνικός: αυτός που έχει σχέση με την τεχνική. Ύπαιθρο (το): ανοιχτός χώρος. Το αντίθετο του κλειστού χώρου. Ύπαιθρος (η): εξοχή, χωριά. Το αντίθετο της πόλης. Υποκινώ: προκαλώ χωρίς να φαίνομαι (αρνητικό). Παρακινώ: προτρέπω, ενθαρρύνω (θετικό). Ψυχικός: αυτός που σχετίζεται με την ψυχή. Ψυχολογικός: αυτός που σχετίζεται με την επιστήμη της Ψυχολογίας. 1
Λανθασμένη χρήση συγγενικών λέξεων Αιτιολογώ: τεκμηριώνω, εξηγώ. Δικαιολογώ: δικαιώνω. Απολαμβάνω: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι. Απολαύω: δέχομαι, μου προσφέρεται (εκτίμηση, αναγν). Νοητικός: αυτός που σχετίζεται με τη νόηση. Πνευματικός: αυτός που σχετίζεται με το πνέυμα. Εξαιτίας: σε αρνητική περίπτωση. Χάρη σε: σε θετική περίπτωση. Επισύρω: αρνητική σημασία. Προσελκύω: θετική σημασία. Καταλογίζω: αρνητική σημασία. Αναγνωρίζω: θετική σημασία. Περίπτωση: Περιστατικό. Περίσταση: κατάσταση. Πλεονέκτημα: για πράγματα. Προτέρημα: για πρόσωπα. Προοιωνίζομαι: προβλέπω (για πράγματα)-αρνητική σημασία. Προμηνύω: για άψυχα. Πρώην: στο απώτερο παρελθόν. Τέως: ο αμέσως προηγούμενος, στο εγγύς παρελθόν. Σαν: για παρομοίωση ή στη θέση αιτιολογικής πρότασης. Ως: Συνοδεύει συνήθως κατηγορούμενο. Δηλώνει χαρακτηριστικό ή ιδιότητα. Συνηθισμένα λάθη Ι. Αγγελιαφόρος Αθλητίατρος Ακατονόμαστος Αμάλγαμα Αμαυρώνω Αντεπεξέρχομαι Ανδριάντας Απαθανατίζω Απαρέγκλιτος Απογοητεύω Αποτάθηκα Αυτοκινητικός Ελλοχεύω Ενάλιος Ενήλικος Εποχικός Καταταχωρίζω, καταχώριση Κοινοτοπία Κοινωφελής Μεγέθυνση Παρεισφρέω (αορ. παρεισέφρησα) Παρεμπιπτόντως Παρεξηγώ, παρεξήγηση Παρευρίσκομαι Παρονομαστής Περιθάλπω Συνονθύλευμα Υπηρετώ Υποθάλπω Αγγελιοφόρος αθλίατρος Ακατανόμαστος Αμάγαλμα Αμαυρίζω Ανταπεξέρχομαι Αδριάντας Αποθανατίζω Απαρέκλιτος Απαγοητεύω Αποτάνθηκα Αυτοκινητιστικός Ελλογχεύω Ενιάλιος Ενήλικας Εποχιακός Καταχωρώ (καταχώρηση) Κοινοτυπία Κοινοφελής Μεγένθυση Παρεισφρύω Παρεπιπτόντως Παραξηγώ, παραξήγηση Παραυρίσκομαι Παρανομαστής Περιθάλπτω Συνοθύλευμα Υπερετώ Υποθάλπτω 2
Φυσικοθεραπεία ΙΙ. Απαντώ στην ερώτηση Απαντά=βρίσκεται, υπάρχει, π.χ.: «αυτή η λέξη δεν απαντά στον Όμηρο» επανέρχομαι Ενόψει όσων θα γίνουν (μελλ. γεγονότα) Πλησιάζω Στέκομαι μπροστά σε κάτι Πριν από+ όνομα π.χ. πριν από τη συνάντηση Μετά+ όνομα, π.χ. μετά τη συνάντηση Στη μιάμιση (ώρα) Διαχειρίζομαι (μτβ.) Διαχειρίζομαι τα οικονομικά της επιχείρησης Επεξεργάζομαι (μτβ.) επεξεργάζομαι τα δεδομένα Κατεργάζομαι (μτβ.) π.χ. κατεργάζομαι την πρώτη ύλη. Εκμεταλλεύομαι (μτβ.) π.χ. εκμεταλλεύομαι τους εργάτες. Διαρρέω (αμτβ.) Η πληροφορία διέρρευσε. Φυσιοθεραπεία Απαντώ την ερώτηση Ξαναεπανέρχομαι Ενόψει όσων έγιναν Πλησιάζω κοντά Στέκομαι μπροστά από κάτι Πριν +όνομα Μετά από+ όνομα (όμως μετά+ αντωνυμία : μετά από σένα) Στις μιάμιση (ώρα) Τα οικονομικά διαχειρίζονται από εμένα. Τα δεδομένα επεξεργάζονται από εμένα. Η πρώτη ύλη κατεργάστηκε από εμένα. Οι εργάτες εκμεταλλεύονται από εμένα. Εγώ διέρρευσα την πληροφορία. Επιρρήματα σε α και σε ως Αδιάκριτα (χωρίς διακριτικότητα, ευγένεια). Αδιακρίτως (χωρίς εξαίρεση) Την κοίταζε πολύ αδιάκριτα. Μας έδωσαν τις ίδιες ευκαιρίες αδιακρίτως φύλου. Άμεσα (χωρίς τη μεσολάβηση κάποιου). Αμέσως (τώρα, γρήγορα) Η πρόσληψή μου έγινε άμεσα χωρίς την έγκριση του διευθυντή προσωπικού. Ήρθε αμέσως μόλις του τηλεφώνησα. Απλά (με απλό τρόπο, με απλά μέσα). Απλώς (μόνο) Ντύνεται πολύ απλά. Ήθελα απλώς να σας δω. Έκτακτα (πολύ ωραία, θαυμάσια). Εκτάκτως (ξαφνικά) Περάσαμε έκτακτα στην εκδήλωση. Αναχώρησε εκτάκτως στο εξωτερικό. Ιδιαίτερα (κυρίως). Ιδιαιτέρως (με μυστικότητα) Όλοι ήταν ευχαριστημένοι, ιδιαίτερα ο Κώστας. Με φώναξε να μου μιλήσει ιδιαιτέρως. Τέλεια (υπέροχα, πολύ ωραία). Τελείως (εντελώς) Στις διακοπές περνάμε πάντα τέλεια. Με αγνόησε τελείως αν και εγώ τον χαιρέτησα. Ευχάριστα (ωραία). Ευχαρίστως (με προθυμία, με ευχαρίστηση) Περάσαμε πολύ ευχάριστα στην εκδήλωση. Πολύ ευχαρίστως να μεταφέρω το μήνυμά σας. Επίθετα και επιρρήματα Ακριβώς (επίρρημα): Ακριβώς αυτό σου είπα. Σωστά το κατάλαβες. Ακριβά (επίθετα): Τα ακριβά πράγματα χρειάζονται και πολλά χρήματα. 3
Ενδεχομένως (επίρρημα): Ενδεχομένως να έσφαλε στην εκτίμησή του. Ενδεχόμενα (επίθετο): Θα διορθωθούν όλα τα ενδεχόμενα λάθη. Επομένως (επίρρημα): Μου ζήτησε συγγνώμη. Επομένως, έχει μετανιώσει. Επόμενα (επίθετο): Τα επόμενα εικοσιτετράωρα είναι κρίσιμα. Κοινώς (επίρρημα): Η νέα τάξη πραγμάτων έγινε κοινώς αποδεκτή. Κοινά (επίθετο): Τα κοινά, καθημερινά πράγματα είναι πολύ καθοριστικά σε κάθε συμβίωση. Κυρίως (επίρρημα): Οι διορθώσεις αφορούσαν κυρίως λάθη. Κύρια (επίθετο): Τα κύρια στοιχεία του χαρακτήρα του είναι η καλοσύνη και η ευγένεια. Προηγουμένως (επίρρημα): Θα έρθω, αφού προηγουμένως σε ειδοποιήσω. Προηγούμενα (επίθετο): Τα προηγούμενα χρόνια ζούσαμε πιο άνετα από σήμερα. Πιθανώς =πιθανόν (επίρρημα): Πιθανώς να μου μίλησες και να μη σε άκουσα. Πιθανά (επίθετο): Τα πιθανά αίτια του δυστυχήματος είναι ακόμη άγνωστα. Παρώνυμα και ομόηχα που συγχεόνται συχνά ως προς τη σημασία Αναστηλώνω (μνημείο: <στήλη=αναθηματική στήλη). Υποστυλώνω (στηρίζω με στύλους< στύλος=κολόνα). Οι στύλοι του Ολυμπίου Διός κι όχι οι στήλες του Ολυμπίου Διός. Ανενημέρωτος<ενημερώνω: ο μη ενημερωμένος. Ανημέρωτος<ήμερος: ο ατιθάσευτος, ο μη ήμερος. Βουλή<βουλεύομαι: απόφαση. Βούληση<βούλομαι: επιθυμία, θέληση. Εδώλιο<έδος:κάθισμα, θέση. Ειδώλιο<είδωλο: αγαλματίδιο. Επήρεια: φροντίδα.επιρροή:επηρεασμός, κύρος. Επιβολή: το αποτέλεσμα του επιβάλλω. Επιβουλή<επιβουλεύομαι: η κακόβουλη σκέψη για κάποιον. Στερεότυπες φράσεις που λέγονται λανθασμένα Ανέκαθεν και όχι από ανέκαθεν. Αδιακρίτως φύλου και όχι αδιακρίτου φύλου. Ανεξαρτήτως ηλικίας και όχι ανεξαρτήτου ηλικίας. Απεκδύομαι την ευθύνη και όχι απεκδύομαι της ευθύνης. Εκ των ων ουκ άνευ και όχι εκ των ουκ άνευ. Ελαφρά τη καρδία και όχι με ελαφρά την καρδία. Επί το έργον και όχι επί τω έργω. Μέτρον άριστον και όχι παν μέτρον άριστον. Μακρόθεν και όχι εκ του μακρόθεν. Ο/του/η/των...επικεφαλής και όχι του επικεφαλή. Ο/του/τον περί ου ο λόγος. Η/της/την περί ης ο λόγος. Το /του/το περί ου ο λόγος. Οι/των/τους/τις/τα περί ων ο λόγος. Υπέρ το δέον /πέραν του δέοντος και όχι υπέρ του δέοντος. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΑ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑ Τα επίθετα διατηρούν τον τόνο στη θέση στην οποία βρίσκεται αυτός στην ονομαστική ενικού. Ο έξυπνος μαθητής / του έξυπνου μαθητή / των έξυπνων μαθητών 4
Η ψυχολογία των άρρωστων ανθρώπων επηρεάζει πολύ το ρυθμό ανάρρωσής τους. (ΕΠΙΘΕΤΟ) ή..των λόγιων τύπων της γλώσσας Αλλά Η ψυχολογία των αρρώστων επηρεάζει πολύ το ρυθμό ανάρρωσής τους. (ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ-ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΕΠΙΘΕΤΟ) ή η συνεισφορά των λογίων οι νέες μέθοδοι Οι κεντρικές είσοδοι Οι παλαιές οδοί Ο μέγας/ το μέγα, του μεγάλου Ο διδάσκων, του διδάσκοντος Πληγεισών περιοχών Αναφερθεισών περιπτώσεων Οι νέοι μέθοδοι ή οι νέες μέθοδες Οι κεντρικοί είσοδοι Οι παλαιοί οδοί Του μέγα Του διδάσκοντα Πληγέντων περιοχών Αναφερθέντων περιπτώσεων ΙΙ. Απόλλυμι: Απώλεσα αλλά θα απολέσω, έχω απολέσει Εκδίδω: εξέδωσα, θα εκδώσει, έχει εκδώσει αλλά έχει εκδοθεί, εκδόθηκε, θα εκδοθεί Βλέπω: είδα, ειδώθηκα αλλά να ιδώ, να ιδωθούμε, έχω ιδωθεί, ιδωμένος Εισάγω: Ενεστ. θέμα- εισήγα (παρατατικός: πολλές φορές ή για μεγάλο χρονικό διάστημα), εισάγω (ενεστώτας), θα/να εισάγω (συνεχώς). Αοριστ. θέμα: εισήγαγα (μία φορά στο παρελθόν- αόριστος), θα/να εισαγάγω (μία φορά), έχω εισαγάγει Βάλλω: Ενεστ. Θέμα: βάλλω (ενεστώτας), υπέβαλλα (παρατατικός: πολλές φορές ή για μεγάλο χρονικό διάστημα), θα/να υποβάλλω (συνεχώς). Αοριστ. Θέμα: έβαλα, υπέβαλα (μία φορά στο παρελθόν- αόριστος), θα/να υποβάλω (μία φορά), έχω υποβάλει ΙΙΙ. Μεσ από το σπίτι αλλά μες στο σπίτι ( μεσ στο σπίτι). Μ εμένα/ μ εσένα και όχι με μένα/ με σένα **Προσοχή στο Υποκείμενο των μετοχών σε ο(ώ)ντας. Με την αναβάθμιση των υπηρεσιών που προσφέρονται από την υπηρεσία μας αυξήθηκαν οι πελάτες. Και όχι Αναβαθμίζοντας (Ποιοι? Όπως είναι, φαίνεται οι πελάτες) τις υπηρεσίες που προσφέρονται από την υπηρεσία μας αυξήθηκαν οι πελάτες. Ορθή χρήση της προστακτικής Ανταπόδωσε Αντίγραψε Απεύθυνε Απότρεψε Επανάλαβε Επίβαλε Επίμεινε Επίλεξε Επίτρεψε Ανταπέδωσε Αντέγραψε Απηύθυνε Απέτρεψε Επανέλαβε Επέβαλε Επέμεινε Επέλεξε Επέτρεψε 5