ΕΜΜ. ΣΟΥΡΓΙΑΔΑΚΗΣ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑΣ [Μουσικολογική εκδήλωση για την παρουσίαση της επετειακής μουσικής έκδοσης (ψηφιακού δίσκου) για τα 200 χρόνια από τη Μεταρρύθμιση των Τριών Δασκάλων (1814-2014) από την Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης με τίτλο «Εκκλησιαστικά μελοποιήματα Παύλου Βλαστού». Ρέθυμνο, Ιερός Ναός Τεσσάρων Μαρτύρων, Τετάρτη, 10 Δεκεμβρίου 2014, ώρα 19.00] O ΠΑΥΛΟΣ ΒΛΑΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΨΑΛΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Σεβασμιώτατε, κυρίες και κύριοι Η εκκλησιαστική μουσική ή δοκιμότερα η Ψαλτική Τέχνη είναι ένα από τα κύρια εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί η ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία για να βοηθήσει τους πιστούς της στη βαθύτερη κατανόηση της αλήθειας της διδασκαλίας της και στην ουσιαστική και συνειδητή συμμετοχή τους στη θεία λατρεία, με προσευχή και κατάνυξη. Η Ψαλτική Τέχνη καλείται να ενδύσει με μουσική τον εκκλησιαστικό λόγο και να αναδείξει ανεπιτήδευτα ή επιτηδευμένα τα μηνύματα που προβάλλονται σ αυτόν. Στο σύνολό της συνιστά μια αδιάκοπη παράδοση που κινείται σε δύο άξονες: την προφορά και τη γραφή. Ως προφορική παράδοση μεταδίδεται μέσω της φωνητικής ερμηνείας από τους φορείς της, τους ικανούς ψάλτες δασκάλους, είτε κατά τη διδασκαλία είτε κατά την ψαλμωδία μέσα στις εκκλησίες. Ως γραπτή παράδοση μεταδίδεται μέσω της αποτύπωσης της μελωδίας με ένα σύστημα σημαδιών από τους μελουργούς, δηλαδή τους συνθέτες κι ύστερα από τους κωδικογράφους που τις αντέγραφαν στους χειρόγραφους μουσικούς κώδικές τους παλιότερα ή από το έντυπο βιβλίο μέχρι σήμερα. Επειδή η μουσική έκδοση που παρουσιάζεται απόψε είναι επετειακή για τα 200 χρόνια από τη Μεταρρύθμιση των Τριών Δασκάλων θα είναι καλό να αναφέρω λίγα πράγματα για την καλύτερη κατανόηση του θέματος. Είπα παραπάνω ότι η μελωδία αποτυπώνεται με τη βοήθεια ενός συστήματος σημαδιών ενός μουσικού αλφαβήτου κατά κάποιον τρόπο -. Ένα 1
μεγάλο μέρος αυτών των σημαδιών έχει τις απαρχές του στο ελληνικό αλφάβητο, ενώ πολλά από τα σημάδια επινοήθηκαν αργότερα για να καλύψουν τις ανάγκες της σύνθεσης. Όλα ωστόσο τα σημάδια υποδηλώνουν σε γενικές γραμμές την μελωδική κίνηση της φωνής. Επομένως μ αυτά γινόταν και γίνεται η καταγραφή των μελωδιών που ψάλλονται στην εκκλησία από τους διορισμένους τους ειδικευμένους θα έλεγα ψάλτες. Στα χρόνια της Οθωμανοκρατίας η Εκκλησία συνέχισε να εφαρμόζει ως προς την ψαλμωδία, που ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται και να συνεπικουρεί τη θεία λατρεία, ό,τι παρέλαβε από τη βυζαντινή εποχή, φυσικά χωρίς το μεγαλείο της μουσικής, που είχε φτάσει στον κολοφώνα της ακμής της κατά τον 13 ο αιώνα, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την κατάκτηση των Φράγκων. Κι αν γενικότερα η μουσική ήταν πολυτέλεια για τους παντοιοτρόπως χειμαζόμενους υπόδουλους, η ψαλμωδία στην εκκλησία, παρά το ότι είχε περιοριστεί στο στόμα λίγων προσώπων, κληρικών ή λαϊκών που διατηρούσαν και συνέχιζαν την παράδοση, ήταν όχι μόνο το μέσο για τη διατήρηση της θρησκείας και της παιδείας τους αλλά και η μοναδική ίσως αναψυχή τους. Μόνο μέσω της Εκκλησίας διατηρούσαν οι υπόδουλοι κάποια μικρή επαφή με τα γράμματα και την παιδεία μέσα από την βιωματική σχέση του λαού με μοναδική υπαρκτή πνευματική τροφή τη λατρευτική εκκλησιαστική φιλολογία: τα συναξάρια, τους ψαλμούς, την οκτώηχο, τους κανόνες, τις ακολουθίες και τα κάθε λογής τροπάρια. Τη στιγμή που η γλώσσα κλυδωνιζόταν λόγω της οθωμανικής κατάκτησης ολοένα και περισσότερο, κάτι που επισημάνθηκε από τον Πατριάρχη Γεννάδιο τον Σχολάριο κατά τα μετά την Άλωση χρόνια με τους χαρακτηριστικούς λόγους «μη μόνον σοφίας κινδυνεύομεν στερηθήναι και μαθημάτων, αλλά και την φωνήν ημών αγνοήσαι» είναι βέβαιο ότι η ψαλμωδία, που υπηρετεί τη γλώσσα, ακολουθούσε μαζί με τις άλλες τέχνες περίοδο στασιμότητας ή παρακμής με μικρές μόνο σποραδικές αναλαμπές και μια σημαντική ανάκαμψη μετά τα μέσα του 17 ου αιώνα. To γραφικό σύστημα της εκκλησιαστικής μελοποιϊας ήταν γριφώδες και δυσνόητο, το δε θεωρητικό του υπόβαθρο ελλιπές, χαλαρό και χωρίς οργανωμένους κανόνες. Η κατανόησή του αφηνόταν ως επί το πλείστο στο μνημονικό των ψαλτών με τον κίνδυνο σταδιακά της παραφθοράς, της λήθης και τέλος του αφανισμού. Έτσι «τυφλός τυφλόν οδηγούσε και αμφότεροι εις βόθρον έπιπτον». Η μουσικολογική έρευνα αποκαλύπτει ότι σ αυτό το Κέντρο του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, στην Κωνσταντινούπολη, για μισόν αιώνα 2
- 1730-1780 περίπου - οι μουσικοδιδάσκαλοι και οι άριστοι ψάλτες σπάνιζαν. Η Ψαλτική είχε γίνει υπόθεση λίγων που έμεναν με τη γλυκιά νοσταλγία του ένδοξου παρελθόντος. Ωστόσο η δυσκολία της εκμάθησης και ο κίνδυνος του αφανισμού μιας μεγάλης Τέχνης είχαν αφυπνίσει μια μερίδα εκκλησιαστικών μουσικών που κατέβαλαν τις πρώτες προσπάθειες απλοποίησής της ώστε η γνώση και τα αποτελέσματα της Τέχνης που πηγάζει από το λαό και σ αυτόν απευθύνεται να γίνουν κτήμα του. Αυτές οι προδρομικές προσπάθειες είναι γνωστές με τον όρο «πρώτες εξηγήσεις». Και είναι τιμή για τον τόπο μας ένας από τους εξηγητές να είναι ο ηρακλειώτης Οικουμενικός Πατριάρχης Αθανάσιος Ε ο Μαργούνιος, που συχνά συγχέεται με το συνώνυμό του ρεθύμνιο Αθανάσιο Γ τον Πατελάρο. Τα χρόνια περί τα μέσα του 18 ου αιώνα ορίζονται κατά τον Αδαμάντιο Κοραή ως αρχή της αναγέννησης του Ελληνισμού: «έφθασε και των Γραικών ο καλός καιρός. Και έφθασεν με τόσην ορμήν ώστε καμία δύναμις ανθρώπινος δεν είναι πλέον καλή να μας οποσθοδρομήση». Ο Ιωάννης Τραπεζούντιος, Πρωτοψάλτης τότε στον πατριαρχικό ναό στην Κωνσταντινούπολη, διακήρυττε φανερά ότι «έπρεπε να σηκωθή από τα ποιήματά [των μελουργών] εκείνη η διά το πολυχρόνιον δυσκολία της διδάξεως και μεταδόσεως της μουσικής και να συσταθή έν απλούστερον, στοιχειώδες και διωρισμένον σύστημα χαρακτήρων, δι ών να εκφράζονται τα μέλη». Ο ίδιος και οι μαθητές - διάδοχοί του έγραφαν τα μέλη τους με απλούστερο αναλυτικότερο τρόπο ή εξηγούσαν τα μέλη των Βυζαντινών με σκοπό ακριβώς τη διάσωσή τους, τη διευκόλυνση της μάθησης και την ενασχόληση με την Ψαλτική ευρύτερης κοινωνικής μερίδας που θα συνέβαλλε στη συνολική αναβάθμιση της εκκλησιαστικής λατρείας προς πνευματική ωφέλεια του λαού. Ο Λαμπαδάριος του Πατριαρχικού ναού Πέτρος ο Πελοποννήσιος, ο μεγαλύτερος μουσικός νους των μεταβυζαντινών χρόνων, που πέθανε σε ηλικία 45 περίπου χρόνων μάλλον από πανούκλα στα 1778 στην Κωνσταντινούπολη, εργαζόμενος νύχτα και μέρα, «εν ολίγω διαστήματι καιρού», με αφετηρία την πριν απ αυτόν εξηγητική παράδοση και εφόδιο του μουσικό του δαιμόνιο κατάφερε να φέρει το γραφικό σύστημα «από συμβόλων εις γράμματα», από συνοπτικό και παραστατικό σε αναλυτικό. Τον τρόπο αυτό χρησιμοποίησε όχι μόνο στις προσωπικές συνθέσεις του που εκτείνονται σε όλο το φάσμα της εκκλησιαστικής μελοποιϊας αλλά εξήγησε περαιτέρω ευάριθμες αρχαίες βυζαντινές συνθέσεις. Όταν η κοινωνία επηρεάζονταν από τα δυτικά πρότυπα 3
και τις ιδέες της Δύσης ο Πέτρος, αποσκοπώντας στη μείωση του τελεστικού χρόνου που είχε γίνει απαίτηση των καιρών, προχώρησε σε συντμήσεις μελών και παρέδωσε ολόκληρους κώδικες με μέλη κατά πολύ συντομότερα από την προηγούμενη παράδοση. Κατέγραψε σχεδόν στο σύνολό τους τα σύντομα μέλη όπως ψάλλονταν στον καιρό του με συχνές τις αναφορές στην «εθιζομένην τάξιν» δηλαδή τη μουσική παράδοση και «το ύφος της Μεγάλης Εκκλησίας». Ίσως χωρίς τον Πέτρο Πελοποννήσιο να είχαμε σήμερα χάσει στο σύνολό της την ψαλτική μας παράδοση και να είχαμε επιδοθεί σε άλλες μορφές δυτικότροπης σύνθεσης, όπως έγινε στη Ρωσία. Κι αυτό γιατί μερικά χρόνια μετά το θάνατο του Πέτρου σ αυτήν την ίδια την Πατριαρχική αυλή επιχειρήθηκε η ανατροπή του ισχύοντος τότε συστήματος γραφής από «τας νότας των Ευρωπαίων» αλλά το εγχείρημα ευτυχώς δεν ευοδώθηκε. Οι προσπάθειες του Πέτρου για μια λαϊκότερη αντιμετώπιση της εκκλησιαστικής μελοποιϊας - οι οποίες βέβαια δεν έγιναν άμεσα αποδεκτές από κάποιους αντιδραστικούς κύκλους παρά την αναγκαιότητα και τη χρηστικότητά τους - θα πρέπει να συσχετίζονται με το γλωσσικό ζήτημα, την αντιπαράθεση δηλαδή μεταξύ των «αρχαϊστών και των δημοτικιστών», που πήρε σημαντικές διαστάσεις εκείνα τα χρόνια και να εντάσσονται στο γενικότερο πεδίο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και ανακατατάξεων. Το έδαφος για μια ριζική μεταρρύθμιση της μουσικής γραφής ήταν ήδη γόνιμο. Τα μετέπειτα χρόνια συνεχίστηκε η εξηγητική παράδοση που κατέλιπε ο Πελοποννήσιος Πέτρος ώσπου φτάσαμε στην οριστική καθιέρωση της νέας αναλυτικής σημειογραφίας, που καθιερώθηκε με πατριαρχική σφραγίδα στα 1814-15. Δεν χρειάζεται τώρα να απαριθμήσουμε τα πλεονεκτήματα ή τα μειονεκτήματα της Νέας Μεθόδου. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι είναι μαθηματικά βέβαιο ότι χωρίς τη γρήγορη εξάπλωσή της και με δεδομένη την σημερινή κοινωνική συγκυρία η παραδοσιακή ψαλμωδία θα είχε εντελώς αλλοτριωθεί με απρόβλεπτες συνέπειες για αυτόν τον χαρακτήρα της ορθόδοξης λατρείας. Είναι λοιπόν άξιο και δίκαιο να μακαρίζονται εσαεί οι τρεις Δάσκαλοι και εφευρέτες της Νέας Μεθόδου της σημειογραφίας, ο αρχιμανδρίτης κι αργότερα Μητροπολίτης Χρύσανθος από τη Μάδυτο, ο Πρωτοψάλτης της Μεγάλης Εκκλησίας Γρηγόριος και ο Χαρτοφύλακας της Μεγάλης Εκκλησίας Χουρμούζιος και πριν απ αυτούς η χορεία των εξηγητών αλλά και των απλών και άσημων κωδικογράφων γιατί χάρη στην άοκνη εργασία τους αξιωνόμαστε σήμερα να μπορούμε να μελετούμε και να απολαμβάνουμε ένα μεγάλο τμήμα 4
της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελουργίας, να το έχουμε ακόμα σε χρήση στις εκκλησίες μας και να το προβάλλουμε παγκόσμια ως έναν ακραιφνή εθνικό μουσικό πολιτισμό. Η Ιερά Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ορθά συνέδεσε την επέτειο της Μεταρρύθμισης των Τριών Δασκάλων, που φανερώθηκε σε κρίσιμες για το Έθνος στιγμές και χαιρετίστηκε ως «ευεργεσία του έθνους» και ως «συμβολή στην υπόθεση της εθνικής αφύπνισης» με την προσωπικότητα, το έργο και τη δράση του λόγιου ρεθυμνίου Παύλου Βλαστού. Και αποκτά συμβολική σημασία το ότι η ανάδειξη αυτής της λησμονημένης μεγάλης μορφής κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα συνέπεσε με την επέτειο της Μεταρρύθμισης της σημειογραφίας. Ο Παύλος Βλαστός έζησε σε μια πολυκύμαντη από κάθε άποψη εποχή κατά την οποία από ψαλτική άποψη στην Κρήτη δεν παρουσιάζεται κανένα σημαντικό δείγμα κινητικότητας. Ο Κωνσταντίνος Ψαρουδάκης είναι ο πρώτος που δραστηριοποιείται ουσιαστικά μετά τον Ιωάννη Πρωτοψάλτη Κρήτης, έναν άγνωστο μουσικό που φέρεται ως εξηγητής μιας αργής δοξολογίας σε ένα χειρόγραφο του 1821 της Μονής Τζαγκαρόλων στο Ακρωτήρι. Ίσως γι αυτό να αυτοπροσδιορίζεται αυτάρεσκα ως Πρωτοψάλτης Κρήτης. Ο Παύλος είναι κατά πάσαν πιθανότητα ένας από τους πρώτους που διδάχτηκε τη μουσική με τη Νέα Μέθοδο από τον Ψαρουδάκη ως ικανός εκκλησιαστικός μουσικός ακολούθησε τα βήματα του δασκάλου του για τον οποίο έτρεφε μεγάλο σεβασμό και δεν ξεχνούσε να τον μνημονεύει συχνά στα σημειώματά του. Και οι δύο είχαν σαν αφετηρία της δράσης τους το Ρέθυμνο, το οποίο φαίνεται να αποτελούσε το κέντρο της Ψαλτικής για όλο το νησί. Το έργο και η παράδοση την οποία άφησαν οι δύο μουσικοί είναι άγνωστο αν και σε ποιον βαθμό καλλιεργήθηκε, παγιώθηκε ή χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων μια και, ουσιαστικά, δεν έχουμε ορατά δείγματα αξιόλογης δραστηριότητας στην Ψαλτική Τέχνη στην Κρήτη μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι όποιες βραχύβιες προσπάθειες έγιναν έπεσαν στο κενό οι δε φορείς της Τέχνης ήταν κατά κανόνα μη Κρήτες είχαν μικρή παραμονή στο νησί εκτός από το Νικόλαο Εκκλησιάδη, έναν νέο ταλαντούχο και καλλιφωνότατο ψάλτη που έστειλε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος Ξηρουδάκης (1898-1920) να σπουδάσει Ψαλτική στην Κωνσταντινούπολη αλλά δυστυχώς έψαλλε για πολύ λίγο στον Άγιο Μηνά γιατί χάθηκε σε ναυάγιο. Για το βίο Παύλου ακούστηκαν πολλά και σημαντικά προηγουμένως. Δικό μου έργο είναι να προσπαθήσω να 5
σκιαγραφήσω αδρομερώς τη μουσική προσωπικότητα του Παύλου και να κάνω μερικές μουσικολογικές επισημάνσεις πάνω στις μέχρι σήμερα διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη δράση του ιστορουμένου προσώπου α) ως ψάλτη, β) ως μελουργού καταγραφέα και γ) ως κωδικογράφου. Ο λίγο πριν την άλωση Λαμπαδάριος της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη Μανουήλ Δούκας ο Χρυσάφης σε περισπούδαστη θεωρητική του πραγματεία γραμμένη γύρω στα 1430 βάζει βασική προϋπόθεση της ενασχόλησης με την Ψαλτική: «Μη νόμιζε απλήν είναι την της Ψαλτικής μεταχείρησιν, αλλά ποικίλην τε και πολυσχιδή». Δεν γνωρίζω αν ο αοίδιμος Παύλος είχε κατά νουν τη ρήση του Χρυσάφη και τα έξι κεφάλαια που προσδιορίζουν την ταυτότητα του «την επιστήμην έχοντος» εκκλησιαστικού μουσικού ψάλτη. Όμως η [μικρή] ψαλτική του σταδιοδρομία και η αναδίφηση του έργου του οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν προικισμένος με πολλά προσόντα φυσικά και επίκτητα, απαραίτητα για το λειτούργημά του: καλλιφωνία για να κατανύγει και να τέρπει το εκκλησίασμα ψάλλοντας «καλώς και ευφώνως και ωραίως μετά τέχνης, όπερ και δώρημα εστί μάλλον της φύσεως, αλλ ού της Τέχνης» γνώση για να είναι σε θέση να ψάλλει και να γράφει από στήθους τις καθιερωμένες μελωδίες με τον πρέποντα για την εκκλησία τρόπο μουσική ευστροφία ώστε να γράφει «ορθώς και από τέχνης» και να ερμηνεύει απταίστως όλα τα μέλη, παλαιά και νέα, δικά του και άλλων «άμα το θεάσασθαι» οξύνοια ώστε να μπορεί να καταγράψει άμεσα μια ερμηνεία άλλου και να την αποδίδει μιμούμενος αυτόν μνήμη και κριτική ικανότητα ώστε να είναι σε θέση να γνωρίζει «από μόνης ακοής» τις επώνυμες συνθέσεις το προς χρήσιν δηλαδή ρεπερτόριο -, να επιλέγει τις εκλεκτότερες και προσφορότερες για την επ εκκλησίαις ψαλμωδία και να διακρίνει τα προτερήματα και ελαττώματα κάθε σύνθεσης μεθοδικότητα ώστε να ανταποκρίνεται στα καθήκοντά του με συνέπεια κι όχι με προχειρότητα συναίσθηση ευθύνης ώστε να καταγράφει κάθε χρήσιμο για το λειτούργημά του (αναγνώσματα, τυπικές διατάξεις, συνήθη μέλη, ψαλτικές υποχρεώσεις, ιστορικά σημειώματα) σκοπιμότητα για τη σύνθεση νέου μέλους και φιλομάθεια για να κινείται είτε από εσωτερική παρόρμηση είτε «εξ ετέρων επιτάγματος, και μετά μελέτης» «κατ επιστήμην και ουχί κατά γνώμην». Ο αοίδιμος μουσικός παράλληλα φαίνεται συνειδητά συνεπής προς τις προϋποθέσεις που καθορίζουν την εκκλησιαστική μελουργία. Για το λόγο αυτό κατατάσσεται στην κατηγορία των μελουργών που ονομάζει ο Χρύσανθος, ένας 6
από τους Τρεις Δασκάλους της Νέας Μεθόδου, «κατ επιστήμην μελίζοντας», δηλαδή στους μελοποιούς εκείνους που με την πάροδο του χρόνου, την τριβή και την εμπειρία εφευρίσκουν τέτοια μέλη «ώστε δύνανται να κινώσι την ψυχήν του ακροατού εις ό,τι θέλουσι». Κύριο μέλημά του είναι όχι τόσο η σύνθεση νέων μελών, σεβόμενος την κλασική εκκλησιαστική μελοποιϊα, αλλά η καταγραφή μιας ιδιάζουσας παράδοσης με έντονη την αρμονική συνύπαρξη πολλών στοιχείων με τελικό σκοπό τον «πλείονα καλλωπισμόν» της καθιερωμένης πράξης. Από το έργο του αναδύεται η προσωπική του αντίληψη για κομψή ερμηνεία μιας σύνθεσης καθώς και η έντονη επήρεια των φωνητικών παραδόσεων (του δασκάλου του και του τόπου του εν προκειμένω, που συνοψίζονται στη φράση που χρησιμοποιεί σε κάποιο χειρόγραφό του: «το ύφος το κρητικόν»). Τον αναλυτικό τρόπο καταγραφής της φωνητικής παράστασης της μελωδίας είχε ενστερνιστεί ως μια λεπτότερη ερμηνευτικά εκδοχή που αποδίδεται με την παραστατική δύναμη της σημειογραφίας, η οποία ας σημειωθεί διατηρείται στη Νέα Μέθοδο. Ιδιαίτερη σημασία επίσης δίνεται στην έκφραση του πνεύματος και των «νοουμένων», δηλαδή του νοήματος των υμνογραφημάτων, τόσο μικροδομικά όσο και μακροδομικά. Όλες του οι καταγραφές κινούνται μέσα σε ένα σταθερό και συμπαγές μελικό πλαίσιο: διακρίνονται από το μέτρο και την ισορροπία στην κατανομή των ποικιλματικών ή τροπικών αποχρώσεων και από τη χρονική και ρυθμική αρτιότητα, που φανερώνει βαθιά γνώση των κανόνων της ρυθμοποιϊας και της μετρικής. Είναι κομψοτεχνήματα φτιαγμένα από το ίδιο υλικό, με τα ίδια εργαλεία αλλά δουλεμένα από άλλο «χέρι τεχνίτη» με διαφορετικό «γούστο». Είναι «διαμάντια τα γυρνάς, σιγά-σιγά, και το φως αντανακλάται κάθε φορά υπό καινούργια πρίσματα». Η αγαπημένη ενασχόληση του Παύλου από τα νεανικά του χρόνια ήταν η κωδικογραφία. Αυτό μαρτυρούν οι δεκάδες χειρόγραφοι τόμοι του που διακρίνονται από περισσή καλαισθησία. Η γραφή μουσικών και άλλων έργων ήταν ευλογημένη καταφυγή στις εύκολες και δύσκολες περιστάσεις του βίου του. Παρατηρούμε ότι ο Παύλος συνέχιζε με πάθος να αντιγράφει κλασικές εκκλησιαστικές συνθέσεις μέχρι τα γεράματά του, τη στιγμή που η μουσική τυπογραφία άκμαζε το πρώτο έντυπο βιβλίο εκκλησιαστικής μουσικής βγήκε από το τυπογραφείο στο Βουκουρέστι στα 1820 -. Η επιμονή στην ανθολόγηση του κλασικού ρεπερτορίου συνιστά, πέρα από την ευαισθησία της επιλογής και έναν σταθερό σεβασμό προς την παλαιότερη δημιουργία, την οποία θεωρεί 7
αναντικατάστατη γι αυτό την αντιγράφει κατά κανόνα αυτούσια, χωρίς ιδιαίτερες μελικές διαφοροποιήσεις. Σεβασμιώτατε, φιλόμουση ομήγυρη Το όνομα του Παύλου Βλαστού μέχρι σήμερα απουσίαζε άδικα από την επίσημη ιστοριογραφία της Εκκλησιαστικής Μουσικής και Ψαλτικής Τέχνης. Από σήμερα, με την επίσημη παρουσίαση της ειδικής επετειακής μουσικής έκδοσης του ψηφιακού δίσκου, που είναι προϊόν φιλόκαλης και φιλότεχνης διάθεσής, πρωτίστως της δικής σας Σεβασμιώτατε και ακολούθως των ικανών και έγκριτων συνεργατών σας, κατατάσσεται στους καταλόγους των εγκρατών της Τέχνης ως αληθινός εκφραστής των παραδόσεων του γένους μας. Ο Παύλος, που παρέδωσε το μνημειώδες έργο του ως «ιερόν ανάθημα εις ύμνον και δόξαν Θεού» και ως εθνική παρακαταθήκη, αναζητά τους αντάξιους συνεχιστές του.- 8