01 Ιουνίου 2016 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Απαντήσεις Θεμάτων Πανελλαδικών Εξετάσεων Ημερησίων & Εσπερινών Γενικών Λυκείων (Παλιό Σύστημα) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Α.1 Αρχικά, η πεζογραφία του Γ. Ιωάννου διακρίνεται για τη λεπτή παρατήρηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Οἱ Θρακιῶτες ὅμως ἔρχονται πιὸ καστανοί ξανθοὶ πολλὲς φορές, κι εὐκολότερα μπερδεύονται μὲ πρόσφυγες ἀπὸ μέρη ἄλλα». Σχόλιο μπορούμε να αναφέρουμε το σημείο: «Ὁλομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στὶς μεγάλες ἀρτηρίες», στο οποίο αποστρέφεται τη σύγχρονη κοινωνία στην οποία κυριαρχεί το συναίσθημα της θλίψης και της μοναξιάς. Τέλος, η πεζογραφία του χαρακτηρίζεται από την ανεπιτήδευτη γραφή, σαν αυτή που χρησιμοποιεί κανείς όταν είναι να γράψει σ' ένα φίλο του ή στο ημερολόγιο του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα «Στέκομαι καὶ κοιτάζω τὰ παιδιά παίζουνε μπάλα». B.1 «Ο χώρος στα ποιήματα και στα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου, αυτός της Θεσσαλονίκης στην προκειμένη περίπτωση, είναι αναμφισβήτητα ένας βιωμένος χώρος. Ο χώρος, όμως, είναι το κατάλυμα του χρόνου. Που σημαίνει ότι ο βιωμένος χώρος συσσωματώνει και τον αντίστοιχο βιωμένο χρόνο. Η περιπλάνηση σ' αυτό τον αξεδιάλυτο χωροχρόνο πραγματώνεται μέσω της ανάμνησης. Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι πρωταρχικά μια πόλη της μνήμης. Μέσω αυτής ο αφηγητής περιπλανάται στο χώρο και στο χρόνο της. "Το ταξίδι", άλλωστε, στο χρόνο (παρελθόν) είναι ουσιαστικά πάλι "ταξίδι στο χώρο". Ο αφηγητής, τον οποίο υποδύεται ο συγγραφέας, βλέπει την πόλη καθώς περιπλανάται σ' αυτή. Η οπτική του, οπτική ενός πλάνητα, δεν είναι παρά ενός ενήλικα, ο οποίος επιζητά να ανασυνθέσει τη χαμένη πόλη, τη χαμένη νιότη, τη χαμένη παιδικότητα και αθωότητα. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη της αναζήτησης του "χαμένου χρόνου". Αυτό σημαίνει πως οι χώροι οι οποίοι εμφανίζονται στα κείμενα, όπως τους ανασυνθέτει ο αφηγητής μέσω της μνήμης του, είναι χώροι οι οποίοι λειτουργούν μεταφορικά με συνδηλώσεις, έτσι που να μετατρέπονται σε χώρους ποιητικούς». (Α. Κοτζιάς). Επιπροσθέτως, ο συγγραφέας εμπνέεται από την αγαπημένη του πόλη και της δίνει ξεχωριστή θέση στο έργο του τη μυθοποιεί, την εξιδανικεύει, την εξυμνεί, εκφράζει την αφοσίωση του στη "γενέτειρα" του, όπως την αποκαλεί. Δεν είναι απλά το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσεται η αφήγηση, είναι παρούσα σαν ζωντανό στοιχείο - φτάνει στο σημείο να της απευθύνει και το λόγο. Αναφέρει ονόματα δρόμων, κτηρίων, περιοχών, κάνει λόγο για την ιστορία της, για τον πολιτισμό της, για την πνευματική της ζωή, για τους ανθρώπους της, για 1
τους πρόσφυγες που την έκαναν δεύτερη πατρίδα τους. Είναι η Θεσσαλονίκη, η πολιτεία που γεννήθηκε και μεγάλωσε, και προπαντός οι ακραίες φτωχογειτονιές οι προσφυγικοί συνοικισμοί, Χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρου «Οἱ περισσότεροι γεννήθηκαν ἐδῶ σ αὐτὴ τὴν πόλη, ὅπως κι ἐγώ». «Κάθομαι στὸ ὁρισμένο καφενεῖο» προσδιορίζεται έτσι και η πόλη η Θεσσαλονίκη, βασική συστατική ψηφίδα της η προσφυγιά. Από την άλλη, ο συγγραφέας συνθέτει το χρόνο ξεχωριστά, άλλοτε αρχίζει από το παρόν και άλλοτε από το παρελθόν, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι προχωράει ακολουθώντας τη μία ή την άλλη επιλογή. Η χρονική στιγμή που επιλέγει λειτουργεί μόνο ως αφετηρία: άλλοτε αρχίζει από κάποια στιγμή του παρελθόντος και προχωράει, χρονολογικά ή με άλματα, σε μεταγενέστερες στιγμές άλλοτε αφορμάται από το παρόν, από κάτι που του συμβαίνει, και νιώθει στη συνέχεια την ανάγκη να κάνει αναδρομή στο παρελθόν άλλοτε εγκιβωτίζει μέσα στο παρόν στιγμιότυπα του παρελθόντος άλλοτε ξεκινάει από το παρελθόν και κάποια στιγμή επιστρέφει στο παρόν (η εναλλαγή παρόντος - παρελθόντος μπορεί να επαναλαμβάνεται ως το τέλος της αφήγησης) άλλοτε κάνει παρεκβάσεις και άλλοτε παρόν και παρελθόν παρουσιάζονται αξεδιάλυτα, σαν να καταργούνται τα όρια του χρόνου. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της βίωσης των γεγονότων (παρελθόν) με το χρόνο της αφήγησης τους (παρόν) γίνονται ένα. Παρόν και παρελθόν συνδέονται αβίαστα και η σύνδεση των δύο χρονικών επιπέδων τις περισσότερες φορές γίνεται συνειρμικά. «Πρόκειται για σύνθεση παρόντος - παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος.» (Γ. Αράγης). Η μνήμη είναι κατάφορτη από γεγονότα, γεγονότα συνειρμικά που υποκαθιστούν την πραγματικότητα. Η παρατήρηση δίνει στον αφηγητή συγκεκριμένη διάσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μνήμης: «Καραμανλῆδες, τοὺς Καυκάσιους, τοὺς Μικρασιάτες ἀπ τὶς ἀκτές, τοὺς ἄλλους ἀπ τὰ βάθη, ἀπ τὶς περιοχὲς τοῦ Μοναστηριοῦ». Η παράθεση των τοπωνυμιών είναι σαν μια φυλετική και ιστορική αναφορά στη Θεσ/νίκη. Τέλος, το «πεζογράφημα» δεν τοποθετείται σε μια ορισμένη πόλη και σ' ένα συγκεκριμένο χρόνο, παρόλο που όπως είδαμε δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν, γιατί ο συγγραφέας θεωρεί το πρόβλημα της προσφυγιάς διαχρονικό, παγκόσμιο και επομένως επαναλαμβανόμενο, εφόσον διαιωνίζονται τα αίτια που το προκαλούν. Β.2 α. α. 5 β. 7 γ. 6 δ. 2 ε. 3 2
Β.2 β. Στα πεζογραφήματα του Ιωάννου ο αφηγητής είναι μόνο ένα πρόσωπο, ο πρωταγωνιστής, παρουσιάζοντας όσα άμεσα ή έμμεσα υποπίπτουν στην αντίληψη του. Δηλαδή η οπτική γωνία της αφήγησης είναι εσωτερική. Ο αφηγητής βλέπει τα πράγματα ως πρόσωπο του έργου. Συμμετέχει σ' αυτό και αφηγείται, λέει αυτά που βιώνει ο ίδιος ως συμμετέχων στα διαδραματιζόμενα. Αυτού του τύπου η αφήγηση λέγεται μονοεστιακή ή αφήγηση με μονομερή εστίαση. Η εστίαση στο πεζογράφημα του Ιωάννου είναι εσωτερική και η οπτική γωνία ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον αφηγητή, αφού δίνει στοιχεία αποκλειστικά για την εσωτερική ζωή του δικού του προσώπου. Εξάλλου χαρακτήρες άλλοι δεν υπάρχουν στο πεζογράφημα ως αυθυπόστατοι, απλά περιγράφονται από τον αφηγητή οι ράτσες των προσφύγων και τα χαρακτηριστικά τους. Συγκεκριμένα, βλέπουμε μέσα από τη συγκεκριμένη αφηγηματική σκοπιά τους πρόσφυγες να αποκτούν πιο καθαρά τη γνησιότητά τους σε συνάρτηση με το χώρο προσφυγικοί συνοικισμοί, γιατί έτσι έχουν εγγραφεί στη συνείδηση του αφηγητή του οποίου η υποκειμενική αντίληψη θέλει τους πρόσφυγες «αλλιώτικους» σε άλλα περιβάλλοντα «συναντημένους». Ακόμα και η αναγνώριση της ράτσας των προσφύγων συνδέεται με την οπτική του αφηγητή που έχει «φοβερά εξασκηθεί» και «σπανίως να πέσει έξω». Και ενώ οι Πόντιοι, οι Καραμανλήδες και άλλοι διατηρούν ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους αφού ο αφηγητής είναι «ολότελα αλάνθαστος», όπως ισχυρίζεται, στην περίπτωση των Θρακιωτών το γεγονός ότι τους μπερδεύει ή ότι έχει συνηθίσει την ομιλία τους οδηγεί στη διαπίστωση ότι «ευκολότερα μπερδεύονται με πρόσφυγες από μέρη άλλα». Συχνά ο αφηγητής βλέπει και ερμηνεύει αποκλειστικά από τη δική του εσωτερική σκοπιά ακόμα και ιστορικές αλήθειες ή ιστορικά γεγονότα. Ανακαλύπτει έτσι μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς τις πανάρχαιες φυλές των Χετταίων, των Λυδών κλπ θεωρώντας ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες είναι απόγονοι των αρχαίων αυτών φυλών που είναι «τάχα σβησμένοι» βιώνοντας υποκειμενικά την ιστορική αλήθεια («Κι αν ακόμα δεν είναι, πολύ θα ήθελα να ήταν έτσι η αλήθεια») ενώ δίνει τη δική του ερμηνεία στη μετανάστευση της δεκαετίας 50-60. Γενικά όχι μόνο ο κόσμος των προσφύγων αλλά και αυτός της μεγαλούπολης δίνεται μέσα από τις δικές του προσωπικές εμπειρίες, τη δική του εσωτερική προοπτική που νιώθει σαν «κούτσουρο που κόβει το νερό», «ξένος και παντάξενος», να συγκατοικεί «με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, και εγώ γι αυτούς», ενώ ακόμα και το σχόλιο εκφράζει τη μερική οπτική του ίδιου του συγγραφέα αφηγητή («πονηρά πράγματα προφάσεις πολιτισμού για να διευκολύνονται οι αταξίες»). 3
Γ1. α. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ο Ιωάννου αισθάνεται μια στενή σύνδεση με τους άλλους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγνωρίζει σε αυτούς ένα σημαντικό σημείο επαφής με την πατρική του γη και με την ιστορική του καταγωγή. Οι πρόσφυγες του δημιουργούν αισθήματα οικειότητας τόσο έντονα, ώστε αισθάνεται πως είναι σαν να τον φέρνει κοντά σε εκείνους τους ανθρώπους το ίδιο του το αίμα. Το αίμα είναι μια εσωτερική φωνή, η φωνή της καταγωγής, των προγόνων, του φυλετικού και πολιτισμικού δεσμού, που έλκει νοσταλγικά προς τη μακρινή και χαμένη πατρίδα όχι μόνο τους πρόσφυγες αλλά και τα παιδιά τους που γεννήθηκαν στους νέους τόπους της εγκατάστασης τους. Αυτό το αίμα ξυπνάει στην ψυχή του συγγραφέα σα ζεστό κύμα, όταν του μιλάει κάποιος και σκέφτεται ότι είναι δικός του άνθρωπος, της φυλής του και συμπατριώτης του. Έτσι, οι συναντήσεις των προσφύγων ή των παιδιών τους φορτίζονται συναισθηματικά, επειδή θυμίζουν την κοινή πατρίδα και καταγωγή (το αίμα) και κυρίως την κοινή ιδιότητα του πρόσφυγα, μέσα στο νέο, στον ξένο τόπο όπου καλούνται να στεριώσουν. Με την ευκαιρία αυτή ο συγγραφέας διατυπώνει την άποψη του για το δισυπόστατο της ανθρώπινης ύπαρξης, φέρνοντας ως επιχείρημα την ύπαρξη αυτής της άυλης εσωτερικής, ψυχικής λαχτάρας του αίματος, της αόρατης έλξης. Γ1. β. Το πεζογράφημα διαπερνά μια ευρύτερη θεματική, αυτή της μοναξιάς του συγγραφέα και της ανάγκης του να ζήσει κι αυτός ανάμεσα σε ανθρώπους που θα τον δέχονταν ως δικό τους, η οποία συνέχει το κείμενο. Η αντίθεση ανάμεσα στον απλό και ζεστό τρόπο ζωής των προσφυγικών συνοικισμών και σ αυτόν της ανωνυμίας και της ψυχρότητας που βιώνει ο αφηγητής στην πόλη, δεν είναι παρά η έκφραση της αγωνίας και του πόνου του. Ο αφηγητής δεν θέλει να ζει ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν ο ένας για τον άλλον, θέλει να βιώσει κι εκείνος το αίσθημα αποδοχής και ενότητας που βλέπει να διακρίνει τους πρόσφυγες των συνοικισμών. Καταγράφει, λοιπόν, την έλλειψη της επικοινωνίας και τη σύναψη των επιδερμικών σχέσεων στη μεγαλούπολη. Οι άνθρωποι αδιαφορούν για τον συνάνθρωπο, «ζούμε σε μια εποχή που δεν προάγει την ευαισθητοποίηση, αλλά την αναισθητοποίηση» (Σ. Καργάκος), «επικρατεί ένας ρυθμός "ενοικιαστικός" που σκοτώνει την ομορφιά, την άνεση, την ανθρωπιά» (Σ. Καργάκος). Ιδανικό της πόλης γίνεται η «ανθρωπομόνωση», η έλλειψη της επικοινωνίας και των διαπροσωπικών σχέσεων. Η ανωνυμία τέλος διευκολύνει την ηθική διαφθορά και τη σήψη. Δ1. Τα δύο πεζογραφήματα εμφανίζουν θεματικές αναλογίες και διαφορές. Αρχικά, κοινοί άξονες πάνω στους οποίους κινούνται, τόσο του Ιωάννου όσο και του Θ. Δεύτου, είναι ο πόνος του ξεριζωμού και της προσφυγιάς και η νοσταλγία για την πατρίδα. 4
Στο απόσπασμα του Θ. Δεύτου παρουσιάζεται ο ερχομός των προσφύγων στη Θεσσαλονίκη (««Ο Λευκός Πύργος, αδέλφια! Είμαστε στη Θεσσαλονίκη!»). Αντίστοιχα και το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου λαμβάνει χώρα στη Θεσσαλονίκη. Ο συγγραφέας εμπνέεται από την αγαπημένη του πόλη και της δίνει ξεχωριστή θέση στο έργο του, τη μυθοποιεί, την εξιδανικεύει, την εξυμνεί, εκφράζει την αφοσίωση του στη "γενέτειρα" του, όπως την αποκαλεί. Και ο Δεύτου αναφέρεται ωραιοποιημένα στην πόλη της Θεσσαλονίκης, «όλοι ήθελαν να θαυμάσουν τη νύφη του Θερμαϊκού, που έστεκε εκεί αγέρωχη, ήρεμη, αρχόντισσα, καθώς την έλουζε ο πρωινός ανοιξιάτικος ήλιος. Η Θεσσαλονίκη έστεκε εκεί απέναντι, υπερήφανη για την ιστορία της, αλλά, το κυριότερο, με μια ανοικτή αγκαλιά για όλους». Στο πεζογράφημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» μπορούμε να εντοπίσουμε ενδεικτικά μια θετική και μιαν αρνητική πρόσληψη της πόλης. Η θετική, που ενισχύεται «με τις μεροληψίες της φαντασίας», έχει να κάνει με το προνόμιο που της έχει δοθεί να φιλοξενεί στους κόλπους της ανθρώπους πολλών φυλών ανθρώπων που φέρουν μέσα τους την πανάρχαια ιστορία του τόπου και της φυλής τους. Αντίστοιχα παρατηρείται και η ίδια εικόνα και στο απόσπασμα του Δεύτου, «Γνώριζε από προσφυγιά η ίδια, γνώριζε από τέτοιους πόνους, γνώριζε τι σήμαινε ξεριζωμός! Ήταν έτοιμη να μας υποδεχθεί, όπως είχε υποδεχθεί πριν από εμάς χιλιάδες συμπατριώτες μας. Είχε παράδοση η πόλη σε τέτοιες καταστάσεις, είχε βαθιά φιλική σχέση με την ανθρωπιά και την ευαισθησία». Ενώ, στον Ιωάννου παρουσιάζεται και η αρνητική θέαση της πόλης, η οποία εστιάζεται στον εκσυγχρονισμό της πόλης που της προσδίδει με γοργό ρυθμό το χαρακτήρα μιας απρόσωπης μεγαλούπολης. Επίσης, στον Ιωάννου θίγεται κι ένα άλλο θέμα σημαντικό, η αντιμετώπιση των προσφύγων από τους γηγενείς και η ενσωμάτωση τους στη νέα κοινωνία. Οι πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει υποχρεωτικά και έχουν χάσει τα πιο πολλά από τα υπάρχοντα τους, έχουν χάσει τις δουλειές τους, έχουν ξεριζωθεί από τις γενέτειρες τους και προσπαθούν να ριζώσουν σε μια νέα χώρα και σε μια νέα κοινωνία, η οποία μάλιστα τους αντιμετωπίζει αρνητικά. Και στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν, αναγκάζονται μερικές φορές να μετέρχονται μέσα τα οποία δε θα υιοθετούσαν αν βρίσκονταν στο δικό τους χώρο. Επιπλέον, συσπειρώνονται για λόγους ψυχολογικούς αλλά και πρακτικούς, και έτσι συνεργούν και οι ίδιοι στην περιθωριοποίηση τους. Οι ντόπιοι, πάλι, κατά κανόνα δεν κατανοούν το δράμα των προσφύγων, τους οποίους θεωρούν κατώτερους κοινωνικά και οπωσδήποτε ξένο σώμα στην κοινωνία τους. Επιπρόσθετα, τους ξενίζει και τους απωθεί η διαφορετικότητα των προσφύγων στα ήθη, στον τρόπο ζωής, στην εμφάνιση, στη γλώσσα (στην προφορά της) κτλ. Έτσι, αντιμετωπίζουν γενικά με πνεύμα κοινωνικού ρατσισμού, με επιφύλαξη και δυσπιστία αλλά και με αντιπάθεια, που μπορεί να φτάσει ως την εχθρότητα και το μίσος, και τους κρατούν απομονωμένους κοινωνικά. Όλα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα οι πρόσφυγες να ενσωματώνονται στη νέα κοινωνία με πολύ αργό ρυθμό και με πάρα πολλές δυσκολίες. Αυτή η πλευρά δεν παρουσιάζεται από τον Θ. Δεύτου, αντιθέτως παρουσιάζει τους γηγενείς ως ανθρώπους ζεστούς, φιλικούς, φιλότιμους, καταδεκτικούς, εργάτες του καθημερινού μόχθου. 5
Τέλος, ο Ιωάννου παρουσιάζει τη δεύτερη γενιά των προσφύγων, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί στα μέρη υποδοχής, άλλοι διατηρώντας τα ειδοποιά στοιχεία τους αναλλοίωτα («Κι ὅμως διατηροῦν πιὸ καθαρὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ράτσας τους καὶ τὴν ψυχή τους») και άλλοι αφομοιώθηκαν στη νοοτροπία και στην ιδιοσυγκρασία της νέας πατρίδας τους (πολλές φορές ντρεπόμενοι για την καταγωγή τους). Κυρίως εννοεί «τους εύπορους πρόσφυγες, που απομακρύνθηκαν από τους συνοικισμούς έχοντας την οικονομική δυνατότητα να φροντίσουν μόνοι τους για τη στέγαση τους (αγορά/ενοικίαση κατοικιών) και έτσι να αναμειχθούν με τους γηγενείς» (Νικ. Ανδριώτης). Τότε το κάπως αλλιώτικοι περιέχει έναν τόνο σαρκασμού και ειρωνείας: οι «κάπως αλλιώτικοι» πρόσφυγες για να πετύχουν την ένταξη τους αναγκάστηκαν να ξεκόψουν από τις ρίζες τους («Κάπως ἀλλιώτικοι μοιάζουν μακριά, σὲ ἄλλα περιβάλλοντα συναντημένοι»). Ενώ ο Θ. Δεύτου παρουσιάζει την α γενιά των προσφύγων που μόλις καταφθάνουν στο λιμάνι της πόλης με πολλές ανησυχίες, ανασφάλειες, με την ψυχολογική πίεση που αυτή τους προκαλούσε («Δεν ξέραμε τι μας ξημέρωνε, δεν ξέραμε σε τι συνθήκες θα ζούσαμε, δεν ξέραμε, το ελληνικό κράτος που πολεμούσε τόσα χρόνια, τι δυνατότητες έχει να μας συμπαρασταθεί»). Τέλος και τα δύο κείμενα παρουσιάζουν την οδύνη του ξεριζωμού και τους πρόσφυγες να αναζητούν εναγωνίως την ταυτότητά τους. 6