Ο αρείος ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον µέρος του επικού ποιήµατός του κάµνει. Το πώς την βασιλεία των Περσών παρέλαβε ο αρείος Υστάσπου. (Aπό αυτόν κατάγεται ο ένδοξός µας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, ιόνυσος κ Ευπάτωρ). Aλλ εδώ χρειάζεται φιλοσοφία πρέπει ν αναλύσει τα αισθήµατα που θα είχεν ο αρείος: ίσως υπεροψίαν και µέθην όχι όµως µάλλον σαν κατανόησι της µαταιότητος των µεγαλείων Βαθέως σκέπτεται το πράγµα ο ποιητής Αλλά τον διακόπτει ο υπηρέτης του που µπαίνει τρέχοντας, και την βαρυσήµαντην είδησι αγγέλλει. Άρχισε ο πόλεµος µε τους Pωµαίους. Το πλείστον του στρατού µας πέρασε τα σύνορα. Ο ποιητής µένει ενεός. Τι συµφορά! Πού τώρα ο ένδοξός µας βασιλεύς, ο Μιθριδάτης, ιόνυσος κ Ευπάτωρ, µ ελληνικά ποιήµατα ν ασχοληθεί. Μέσα σε πόλεµο φαντάσου, ελληνικά ποιήµατα. Aδηµονεί ο Φερνάζης. Aτυχία! Εκεί που το είχε θετικό µε τον «αρείο» ν αναδειχθεί, και τους επικριτάς του, τους φθονερούς, τελειωτικά ν αποστοµώσει. Τι αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του. Και νάταν µόνο αναβολή, πάλι καλά. Aλλά να δούµε αν έχουµε κι ασφάλεια στην Aµισό. εν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Pωµαίοι. Μπορούµε να τα βγάλουµε µ αυτούς, οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; Είναι να µετρηθούµε τώρα µε τες λεγεώνες; Θεοί µεγάλοι, της Aσίας προστάται, βοηθήστε µας. Όµως µες σ όλη του την ταραχή και το κακό, επίµονα κ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και µέθην υπεροψίαν και µέθην θα είχεν ο αρείο Α. Ο Καβάφης χρησιµοποίησε την ιστορία περισσότερο από κάθε άλλο ποιητή, ο ίδιος άλλωστε δήλωσε: «Εγώ είχα δύο ιδιότητες. Να κάνω ποιήµατα και να γράψω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα και είναι αργά 1
πλέον.» Το µεγαλύτερο µέρος από τα ιστορικά του ποιήµατα τοποθετούνται στα ελληνιστικά χρόνια, κάποια στη ρωµαϊκή περίοδο και άλλα στο Βυζάντιο. Κεντρική είναι η θέση της Αλεξάνδρειας, της αγαπηµένης του πόλης, και ολόκληρης της Αιγύπτου. Στην ιστορία εντοπίζει το κατάλληλο σκηνικό για να τοποθετήσει τους χαρακτήρες του, τις αγωνίες και τους προβληµατισµούς του. Άλλωστε η ποίησή του είναι ποίηση της νοσταλγίας: αναµνήσεις, µνήµη, αναπόληση του παρελθόντος είναι συχνές στα ποιήµατα όλων των κατηγοριών. Ο Καβάφης θέλγεται απ ό,τι του λείπει είτε χρονικά είτε τοπικά µετακινείται έξω από το παρόν σε άλλη διάσταση είτε τοπική είτε χρονική η έµπνευση έρχεται από την απουσία συχνά στην ποίηση η νοσταλγία, η λαχτάρα για κείνο που λείπει είναι η ουσία του λυρικού λόγου. Ο «αρείος» είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ποιήµατα αυτού του είδους εδώ δεσπόζει η ιστορική προοπτική, η σχέση της ποίησης και του ποιητή µε τις ιστορικές περιστάσεις. α) Πρώτο παράδειγµα είναι η εποχή στην οποία τοποθετείται το ποίηµα ο 1 ος αι. π.χ., το κράτος του Πόντου- Καππαδοκίας στα 74 π.χ. β) Εδώ βασιλεύει ο Μιθριδάτης ο ΣΤ, ιόνυσος και Ευπάτωρ τελευταίος µοιραίος ηγεµόνας του βασιλείου του Πόντου. Στην αυλή του στο παλάτι της Αµισού- σκηνοθετείται ο Φερνάζης, ένας φανταστικός αυλικός ποιητής που συνθέτει ένα επικό ποίηµα. Η ατµόσφαιρα, η εποχή, οι ιδιαίτερες συνθήκες αποδίδονται µε ακρίβεια που επαληθεύει την ιστορική διεισδυτικότητα του ποιητή. γ) Ο στίχος 14 «Άρχισε ο πόλεµος µε τους Pωµαίους» αναφέρεται στις συγκρούσεις του Μιθριδάτη µε τους Ρωµαίους που τον ανέδειξαν στον πιο επικίνδυνο αντίπαλό τους την εποχή εκείνη. Εδώ πρόκειται για τον 3 ο Μιθριδατικό Πόλεµο στον οποίο ο Μιθριδάτης νικήθηκε οριστικά από τον Ποµπήϊο (το 66 π.χ) και εκτελέστηκε. Οι Ρωµαίοι, που αναφέρονται στο ποίηµα δύο φορές (στ. 14 και στ. 29) είναι η ανερχόµενη δύναµη της εποχής και πρόκειται να εγκαθιδρύσουν την αυτοκρατορία τους δ) Ως απόηχος µέσα στο ποίηµα γίνεται αισθητός ο ελληνιστικός κόσµος ο βασιλιάς του Πόντου είναι ηµιελληνισµένος, ο ποιητής Φερνάζης γράφει «ελληνικά ποιήµατα». Αν και ο Πόντος δεν είναι ένα τυπικό ελληνιστικό βασίλειο, αξιοποιεί την ελληνική παιδεία και την ελληνική γλώσσα που δέσποζαν εκείνη την εποχή ως αποτέλεσµα των κτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου. ε) Ο αρείος που αποτελεί το θέµα για το έπος που γράφει ο Φερνάζης φέρνει µέσα στο καβαφικό ποίηµα το τοποθετηµένο στα ρωµαϊκά χρόνια την αύρα µιας άλλης εποχής σε µία ιστορική ανάµειξη που κι άλλες φορές έχει επιχειρήσει ο ποιητής-, την κλασική αρχαιότητα την περίοδο της κυριαρχίας του Μεγάλου Βασιλιά αρείου που αναδείχτηκε ο σηµαντικότερος και, κατά τους λόγιους της εποχής, ο σοφότερος- Πέρσης ηγεµόνας της κλασικής εποχής. Μέσα λοιπόν, από την ποιητική σύνθεση εµφανίζεται η διαδοχή των µεγάλων αυτοκρατοριών: η Περσική, το κράτος του Μ. Αλεξάνδρου και τα ελληνιστικά βασίλεια, η Ρωµαϊκή. Αναπόφευκτα αυτή η διαδοχή γεννάει τη σκέψη των ιστορικών διακυµάνσεων και της µεταβολής έτσι που ο στίχος «υπεροψία και µέθη» να αποκτά και έναν πρόσθετο, έστω και έµµεσο- συµβολισµό και να διδάσκει ότι η αλαζονεία της δύναµης δε δικαιώνεται µέσα στην ιστορική εξέλιξη. Β1. Ο «αρείος» είναι ένα από τα πιο ώριµα ποιήµατα του Καβάφη και διακρίνεται από τις κυριότερες τεχνικές του ποιητή, ανάµεσά τους και την περίφηµη «καβαφική ειρωνεία», τη λεπτή και καυστική µατιά πάνω στα ανθρώπινα. Το ποίηµα, που ο. Μαρωνίτης το χαρακτηρίζει «ιλαροτραγωδία», επικεντρώνεται στους ποιητικούς σχεδιασµούς ενός φανταστικού ποιητή, του Φερνάζη, ο οποίος συνθέτει ένα έπος για να κολακέψει τον ηγεµόνα του και να νικήσει τους ποιητικούς του αντιπάλους και πάνω που βρίσκεται στο κυριότερο σηµείο της σύνθεσης και των διληµµάτων του ξεσπάει ο πόλεµος. Οι καταστάσεις, εποµένως, προσφέρονται για ειρωνική προσέγγιση. α) Στους στ. 6 και 11 τα διλήµµατα της ποιητικής σκοπιµότητας χαρακτηρίζονται «φιλοσοφία» και βαθιά περίσκεψη. Η ειρωνεία προκύπτει από την απόσταση της λέξης µε τα πραγµατικά αδιέξοδα του Φερνάζη: αυτός δε φιλοσοφεί µε την έννοια ότι αναζητά την αλήθεια αυτή 2
την ξέρει καλά-αλλά προβληµατίζεται αν θα την γράψει ή θα την αποσιωπήσει και παραλλάξει για να εξυπηρετήσει τις ποιητικές του προθέσεις. β) Στους στ. 19-20 η ειρωνεία γίνεται εντονότερη οι ενασχολήσεις και οι αγωνίες του Φερνάζη, η ίδια η επική του δηµιουργία (τα «ελληνικά ποιήµατα») µοιάζουν ασηµαντότητες µέσα στις συνθήκες που δηµιουργεί η έναρξη του πολέµου. γ) Ανάλογα ειρωνικά ηχούν, µέσα στις συνθήκες του πολέµου, και τα επίθετα του Μιθριδάτη «ιόνυσος και Ευπάτωρ». Αν στο στ. 6 είναι αποδεκτά ως τιµή για τον ηγεµόνα, στο στ. 18 χρειάζονται πλέον να αποδειχθούν από την αποτελεσµατικότητα και τον ηρωισµό του βασιλιά στη µάχη. δ) Τέλος κορύφωση της ειρωνείας είναι οι στ. 36-37 όπου η επανάληψη της φράσης «υπεροψία και µέθη» πέρα από το ότι δηλώνει την τροποποίηση της αρχικής απόφασης του Φερνάζη για το περιεχόµενο του έπους του και τον αποδεικνύει τυχοδιώκτη, να προσαρµόζεται στις περιστάσεις εξακοντίζεται σε κάθε αλαζονική συµπεριφορά είτε αυτή αφορά τον ποιητή είτε τον απλό άνθρωπο είτε ηγεµόνες και αυτοκρατορίες. Β2 Είναι χαρακτηριστικό της καβαφικής ποιητικής η ακριβολογία που υπηρετείται ανάµεσα στα άλλα και από τη σχολαστικά δουλεµένη στίξη. Ειδικότερα στο «αρείο» η στίξη παίζει σηµαντικό ρόλο καθώς αναπληρώνει την απουσία άλλων σχηµάτων λόγου και διαγράφει τις ιδιότυπες αφηγηµατικές επιλογές και τις πολλαπλές φωνές του ποιήµατος. Παράλληλα δίνονται λεπτότερες νοηµατικές αποχρώσεις, ο ειρωνικός τόνος, η ατµόσφαιρα που θέλει να διαµορφώσει ο ποιητής. Στους στίχους 21-33 αφθονούν τα σηµεία στίξης. Στο στ. 21 η τελεία στο µέσο του στίχου αν και αντιποιητικό στοιχείο- βοηθά να ξεχωρίσει η επόµενη επιφωνηµατική φράση το θαυµαστικό υπογραµµίζει τις σκέψεις και τις αντιδράσεις του Φερνάζη, τονίζει την επιφωνηµατική φράση. Τα εισαγωγικά στο στ. 22 δείχνουν ότι πρόκειται για το ποίηµα του Φερνάζη, τον τίτλο του έπους του. Στους στ. 23 και 24 αφθονούν τα κόµµατα που χρησιµοποιούνται ακόµη και παραβιάζοντας τους συντακτικούς κανόνες και αναδεικνύουν κάθε φράση, κάθε προσδιορισµό. Στους στ. 26-31 όπου καταγράφονται για πρώτη φορά οι αντιδράσεις του πολίτη, πλέον, Φερνάζη στην έναρξη του πολέµου η στίξη ενισχύει τη ρητορεία και την υπερβολή των λόγων, κρύβει µία καλά σχεδιασµένη ειρωνεία και υπογραµµίζει τις τυπικές και ξύλινες σκέψεις για να προετοιµάσει την αντίθεση των επόµενων στίχων όπου ο Φερνάζης επιστρέφει στην «ποιητική του ιδέα». Εδώ κυριαρχούν τα ερωτηµατικά που εξαίρουν τα αγωνιώδη ερωτήµατα του Φερνάζη σε σχέση µε την τύχη του λαού του Πόντου µέσα στην πολεµική θύελλα. Χαρακτηριστική είναι και η παύλα στο στ. 34 που δείχνει να κλείνει το λογύδριο του πολίτη ποιητή. Γ. Οι στ. 34-37 είναι η τελευταία στροφή του ποιήµατος. Μετά την όψιµη αγωνία για την κατάσταση εκείνο που υπερισχύει στη σκέψη του ήρωα δηµιουργού είναι η απάντηση στο δίληµµα που τον απασχολούσε πριν από την κοσµοχαλασιά. Τώρα τουλάχιστον έχει την ποιητική απάντηση η οποία είναι διαφορετική από αυτή που είχε διαφανεί στην αρχή του ποιήµατος στους στ. 9-11. Αν εκεί είχε αποφασίσει να αλλοιώσει την αλήθεια για να υπηρετήσει τις ποιητικές του σκοπιµότητες εδώ αποφασίζει αλλιώς. Ο αρείος διακατεχόταν από αλαζονεία, διέπραξε ύβρη. Προφανώς η ανατροπή που έφερε ο πόλεµος αλλάζει τα ποιητικά σχέδια του Φερνάζη. Η στάση αυτή του Φερνάζη έχει προκαλέσει πολλές διαφορετικές ερµηνείες. Πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν το Φερνάζη έναν αυλοκόλακα ποιητή που προσαρµόζει την ποιητική του έµπνευση στις περιστάσεις και µετά την ήττα του Μιθριδάτη ευθυγραµµίζεται µε την επικράτηση των ρωµαϊκών λεγεώνων. Μια τέτοια ερµηνεία αδικεί το Φερνάζη και πρωτίστως τις ποιητικές αξίες και την κοσµοθεωρία του Καβάφη. Ο ποιητής παραµένει ποιητής, όσους εσωτερικούς και εξωτερικούς ακρωτηριασµούς και αν έχει υποστεί (ξεπροβάλλει εδώ εκείνος ο στίχος: και πάλιν 3
το έργο σου θυµήσου όταν η ώρα σου πια γέρνει). Ο πόλεµος απελευθερώνει το Φερνάζη από τη σκοπιµότητα και µπορεί να πλάσει πλέον τον ήρωά του, το αρείο όπως η σκέψη και η τέχνη του επιβάλλουν: υπεροψίαν και µέθην.όσο 1 κι αν ο Φερνάζης ρέπει προς την κολακεία, όσον κι αν ασχολείται υπερβολικά µε τα εγκόσµια, όµως είναι ένας γνήσιος λειτουργός της τέχνης. Είναι ο ποιητής µε τα ανθρώπινα ελαττώµατα αλλά και µε την υψηλή συνείδηση της τέχνης. Αρκετοί ποιητές µε τα ποιήµατά τους αναφέρονται άµεσα ή έµµεσα στην ποιητική τέχνη όπως άλλωστε συνηθίζουν και άλλοι καλλιτέχνες: συνθέτες, σεναριογράφοι, ζωγράφοι. Πολλά ποιήµατα του Καβάφη, του Ρίτσου, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη κ.α. αναφέρονται στην ίδια την τέχνη της ποίησης, αποκαλύπτουν µυστικά της, την επικαλούνται και την προσωποποιούν. Εδώ ο Άρης ικταίος επικαλείται την ποίηση, την προσωποποιεί αξιοποιώντας το πανάρχαιο σχήµα της Μούσας Ποίησης και αναφέρει την προσφορά της, την προσδιορίζει και την ικετεύει. Καταρχάς απαριθµεί τα «δώρα» της ποίησης. Είναι εκείνη που δίνει σχήµα στην έκσταση και µορφή στο όνειρο ενώ αναπληρώνει ελλείψεις. Στη συνέχεια ο ποιητής αποπειράται να ορίσει τη ρευστότητά της «δεν µπορείς να κλειστείς µέσα σε σχήµατα» καθώς η ποίηση ως έµπνευση αλλά και ως πραγµάτωση είναι µία διαρκώς µεταβαλλόµενη δυνατότητα, ένα διαρκώς επιδιωκόµενο ιδανικό που µέρος του µόνο µπορεί να προσεγγίσει ένας ποιητής. Αντίστοιχα στο στ. «που δεν µπορούµε να σ αγγίξουµε µε το λόγο» καταγράφει την αγωνία του ποιητή να εκφραστεί, να µετουσιώσει σε λεκτική πράξη την ποιητική ιδέα. Τέλος υµνεί την ποίηση ως θεϊκό δώρο, ως αποτύπωµα - «ίχνος» του Θεού στην ανθρώπινη ζωή εποµένως το ρήµα «σώσε» αποκτά το σχήµα «προσευχής», επίκλησης και παράκλησης. Εδώ ο ποιητής θεωρεί ότι η ποίηση, η ποιητική δηµιουργία νικά το θάνατο, καταργεί τη µοναξιά, ως πράξη επικοινωνίας. Παράλληλα διαφυλάσσει τη µνήµη του ανθρώπου, νικά τη φθορά και τη λήθη, εξασφαλίζει την αθανασία, την αιωνιότητα. Ρούλα Μουντάνου Αλεξάνδρα Κυριακουλάκη (σ.σ1.: οι απαντήσεις είναι ενδεικτικές ο ποιητικός λόγος είναι πάντοτε ανοικτός σε περισσότερες ερµηνείες. 2. τα θέµατα είναι απαιτητικά, οι ερωτήσεις σαφείς και όλοι οι σωστά προετοιµασµένοι µαθητές µπορούν να ανταποκριθούν. Το παράλληλο ανήκει στη φιλοσοφία του κεφαλαίου του σχολικού βιβλίου όπου ανθολογούνται ποιήµατα που αναφέρονται στην ίδια την ποίηση) 1 Κ. Θ. ηµαράς, ΣΥΜΜΙΚΤΑ, Γ, Περί Καβάφη, εκδόσεις ΓΝΩΣΗ, Αθήνα, 1992 4
5