Προπτυχιακή Εργασία «Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης» Μιχαήλ Νεραντζάκης

Σχετικά έγγραφα
ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΝΑ ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΘΕΟ ΩΡΑ ΦΙΡΙΓΓΟΥ

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ : ΝΟΜΙΚΗΣ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Η συνταγµατική θέση και η ανάδειξη του πρωθυπουργού

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

16η ιδακτική Ενότητα Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόµενων διατάξεων

Η πολιτική αντίθεση μονάρχη-κοινοβουλίου

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Πρόταση εμπιστοσύνης

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ. Μορφές πολιτευμάτων

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών Ως κορυφαία πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Η πολιτική ευθύνη των υπουργών

ΘΕΜΑ: ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ»

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΓΟΥΛΗ EΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Εργασία στο Συνταγµατικό ίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ Ε ΗΛΩΜΕΝΗΣ» ΑΡΘΡΟ 37 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

«ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ» ΟΡΙΣΜΟΣ

Η ΑΝΑΠΛΗΡΩΗ ΣΟΤ ΠΡΩΘΤΠΟΤΡΓΟΤ. Τπεφθυνος καθηγητής:ανδρζασ Δημητρόπουλοσ ΤΝΣΑΓΜΑΣΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ(ζτοσ ) Ελζνη Μπεκρή

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Α. Πέµπτη 28 Ιουνίου 2012

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩ ΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ή ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΟΣ. Θεµελιώδεις αρχές ή οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος ονοµάζουµε τα

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Α. Πέµπτη 17 Μαΐου 2012

Η αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα,

Προτεινόμενη. Ισχύουσα διάταξη

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Συνταγματικών Υποθέσεων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΒΟΥΛΗΣ Αριθμ. Πρωτ.:. S L Q J... Ημερομ. \ z q a 5 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ Α. Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

ΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: '' Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΙ Η ΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΚΑΤΑ ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑ '' ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ : ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΤΡΕΑΣ

ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΙΝΗΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Αναθεώρηση του Συντάγματος και εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Προπτυχιακή Εργασία. Τσεκούρας Παναγιώτης. Υφυπουργοί. Νομική Σχολή Αθηνών Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο ΘΕΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

(ΦΕΚ.) ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Κατεπείγουσα ρύθμιση για την οργάνωση της διαδικασίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015.

Αθήνα, 5 Ιουλίου 2018 Αρίθμ. πρωτ.: 33771

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ενότητα 6 η : Αντιπροσωπευτική Αρχή Εκλογικό Σώμα Δημοψήφισμα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

Πίνακας Περιεχοµένων:

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

Προπτυχιακή Εργασία. Νικολαρόπουλος Κωνσταντίνος. Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης

ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε. ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΙΧΑΛΙΤΣΙΑΝΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Α.Μ ΘΕΜΑ : «Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΝΩΜΕΝΗ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑΤΟΣ EN.AP.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

7η ιδακτική Ενότητα ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

Transcript:

Προπτυχιακή Εργασία «Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης» Μιχαήλ Νεραντζάκης Εργασία στο Συνταγματικό Δίκαιο Επιμέλεια: Μιχαήλ Νεραντζάκης Αριθμός Μητρώου: 1340201200301 Έτος συγγραφής: 2012-2013 Διδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Δημητρόπουλος Σχολή: ΝΟΠΕ Τμήμα: Νομικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Πρόλογος Από την στιγμή που ανέλαβα την εν λόγω εργασία στόχος μου ήταν η ερμηνευτική προσέγγιση των περί αναδείξεως της Κυβέρνησης συνταγματικών διατάξεων, των άρθρων 37, 38 και 84 και η διεξαγωγή συμπερασμάτων. Βασικός άξονας της εργασίας μου αποτέλεσε η αναφορά των σημαντικότερων ζητημάτων γύρω από το κύριο θέμα, η πολυπλοκότητα του, οι προβληµατισµοί και οι διαφωνίες επιφανών καθηγητών που αυτό έχει προκαλέσει. Βέβαια, όλα αυτά στα πλαίσια των νομικών γνώσεων και των δυνατοτήτων που ένας πρωτοετής φοιτητής δύναται να έχει. Η ανάδειξη της Κυβέρνησης και πιο συγκεκριµένα η ανάδειξη του Πρωθυπουργού, είναι ο θεµέλιος λίθος του κυβερνητικού συστήµατος του Συντάγµατός µας και αποτελεί µία από τις κορυφαίες στιγµές της λειτουργίας του πολιτεύµατος, καθώς στη σύνθεση της κυβέρνησης εκφράζεται η βούληση της πλειοψηφίας του εκλογικού Σώµατος κατά την εκλογή των αντιπροσώπων του στη Βουλή.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος Η Κυβέρνηση 1. Έννοια 2. Αρµοδιότητες 3. Τύποι Κυβερνήσεων Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης 1. «Ανάδειξη» και «ιορισµός» 2. Η ανάδειξη της Κυβέρνησης ως συνταγµατική διαδικασία i. Τα δύο στάδια της διαδικασίας ανάδειξης της Κυβέρνησης ii. Πρόταση, επιλογή και διορισµός. Ορκωµοσία 3. Ανάδειξη του Πρωθυπουργού i. Συστήµατα ανάδειξης του Πρωθυπουργού ii. Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού κατά το ισχύον ελληνικό Σύνταγµα 4. Ανάδειξη των Αντιπροέδρων 5. Ανάδειξη των Υπουργών 6. Ανάδειξη των Υφυπουργών Συµπεράσµατα Περίληψη Βιβλιογραφία

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ 1. Έννοια Ο όρος «Κυβέρνηση» έχει δύο διαστάσεις την τυπική-οργανική (corpus) και την ουσιαστική-λειτουργική (animus), οι οποίες αποτελούν ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Με την τυπική έννοια «Κυβέρνηση» σηµαίνει το συλλογικό κρατικό όργανο, που απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό και τα άλλα µέλη του Υπουργικού Συµβουλίου, τους Υπουργούς και εφόσον ορίζει ο νόµος και τους Υφυπουργούς. Με την ουσιαστική έννοια ο όρος «Κυβέρνηση» σηµαίνει τη λειτουργία µε την οποία πραγµατοποιείται ο καθορισµός της γενικής πολιτικής του Κράτους, αυτή την ίδια διαχείριση των πολιτικών πραγµάτων. Με αυτή την έννοια ο όρος «Κυβέρνηση» συµπίπτει µε τον όρο «διακυβέρνηση». Η Κυβέρνηση είναι κεντρικό, συλλογικό, πολιτικό και άµεσο όργανο του Κράτους µε µεγάλη σπουδαιότητα και σηµαντικό ρόλο. Είναι όργανο συνεχές και διαθέτει ιεραρχική δοµή κατ αντίθεση µε άλλα συλλογικά όργανα του Κράτους, όπως η Βουλή. Επίσης, είναι όργανο γενικής αρµοδιότητας, καθόσον η αρµοδιότητα της δεν περιορίζεται σε συγκεκριµένο τοµέα. Ο συντακτικός νομοθέτης αφιερώνει στην Κυβέρνηση δύο κεφάλαια, που φέρουν αντιστοίχως τους τίτλους «Συγκρότηση και αποστολή της Κυβέρνησης» και «Σχέσεις Βουλής και Κυβέρνησης». 2. Αρµοδιότητες Βασική αρµοδιότητα της Κυβέρνησης είναι ο καθορισµός της γενικής πολιτικής της χώρας (βλ. άρθρ. 82 παρ.1). Πέρα από τις αρµοδιότητες που ορίζονται στο Σύνταγµα, στην Κυβέρνηση απονέµονται διάφορες αρµοδιότητες µέσω της κοινής νοµοθεσίας, είτε στο Υπουργικό Συµβούλιο, είτε στους

Υπουργούς, που δρουν μεµονωµένα και κατά διυπουργικές επιτροπές, είτε στα διάφορα κυβερνητικά συλλογικά όργανα. Άλλες αρµοδιότητες που έχει η Κυβέρνηση και αφορούν στην εκτελεστική εξουσία είναι η διοίκηση των ένοπλων δυνάµεων (άρθρ.45 Σ), η αναπλήρωση του Προέδρου της ηµοκρατίας και άσκηση των αρµοδιοτήτων του κατά τη διάρκεια της αναπλήρωσης (άρθρ.34 παρ.1 Σ) και η προσυπογραφή των πράξεων του Προέδρου περί πολέµου, συνθηκών ειρήνης (άρθρ.36 Σ). Επίσης, η Κυβέρνηση διαθέτει αρµοδιότητες σχετικές και µε τη νοµοθετική εξουσία. Αυτές,είτε ανάγονται στο νοµοθετικό έργο: πρόταση των νόµων (άρθρ.73 Σ), πρόταση πράξεων νοµοθετικού περιεχοµένου (άρθρ.44 παρ.1 Σ), πρόταση διεξαγωγής εθνικού δηµοψηφίσµατος (άρθρ.44 παρ.1 Σ), πρόταση ενεργοποίησης του νόµου για την κατάσταση πολιορκίας και έκδοσης πράξεων νοµοθετικού περιεχοµένου κατά τη διάρκεια ισχύος του (άρθρ.48 παρ.1,2,5 Σ), είτε ανάγονται στη λειτουργία του νοµοθετικού Σώµατος. Ως προς τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, η Κυβέρνηση συµπράττει µε την εκ του Συντάγµατος παρουσία και συµµετοχή της στη διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου, που αποτελεί το άλλο, πέραν του νοµοθετικού, βασικό έργο της Βουλής. Εδώ ανήκει κυρίως η Πρόταση εµπιστοσύνης της Κυβέρνησης από τη Βουλή (άρθρ. 84 παρ.1 Σ). Ως προς τη λειτουργία της Βουλής, οι αρµοδιότητες της Κυβέρνησης αναφέρονται στην ανάδειξη και λειτουργία της Βουλής. Επιπλέον, η Κυβέρνηση διαθέτει και δικαστικές εξουσίες. 3. Τύποι Κυβερνήσεων Η νοµική επιστήµη έχει προχωρήσει στη διάκριση των Κυβερνήσεων µε βάση διάφορα κριτήρια. Καταρχήν, µία Κυβέρνηση διακρίνεται αναφορικά προς τις εκλογές σε προεκλογική (διορίζεται πριν από τις εκλογές για την διεξαγωγή τους), εκλογική (διορίζεται αµέσως µετά τις εκλογές και ως άµεσο αποτέλεσµά τους) και µετεκλογική (δεν είναι άµεσο αποτέλεσµα των εκλογών, αλλά αποτέλεσµα µετεκλογικών συνασπισµών ή και κοινοβουλευτικών

ανακατατάξεων). Επίσης, ιδιαίτερης σηµασίας για τη λειτουργία και την υπόσταση του δηµοκρατικού πολιτεύµατος είναι η διάκριση της Κυβέρνησης µειοψηφίας και πλειοψηφίας. Ο διορισµός Κυβέρνησης µειοψηφίας δεν συµβιβάζεται µε την τέλεια αρχή της δεδηλωµένης και δεν είναι δυνατός µετά τη συνταγµατική αναθεώρηση του 1986 που καθιέρωσε την τέλεια αρχή της δεδηλωµένης. Επιπροσθέτως, µια Κυβέρνηση διακρίνεται σε µονοκοµµατική, συνασπισµού και οικουµενική, ανάλογα µε τον αριθµό των κοµµάτων που συµµετέχουν στη σύνθεσή της. Ακόµα µία διάκριση της Κυβέρνησης είναι σε τακτική και έκτακτη ή ειδική. Η Κυβέρνηση είναι συνήθως τακτική, αφού αναδεικνύεται για να ασκήσει το σύνολο των αρµοδιοτήτων της, να καθορίσει τη γενική πολιτική της χώρας μέσα στο πλαίσιο του Συντάγµατος και των νόµων. Οι προσωρινές ή έκτακτες Κυβερνήσεις αν και από νοµική άποψη διατηρούν το σύνολο των αρµοδιοτήτων τους, εντούτοις στη συνταγµατικοπολιτική πρακτική αναλαµβάνουν τη διεκπεραίωση συγκεκριµένης αποστολής. Η προσωρινή Κυβέρνηση, λόγου χάρη, εµφανίζεται µετά από ανώµαλες περιόδους και αναλαµβάνει την εξασφάλιση οµαλών συνταγµατοπολιτικών συνθηκών. ιαφέρει, βέβαια, από την υπηρεσιακή Κυβέρνηση, της οποίας βασική αποστολή είναι η διενέργεια εκλογών. Επιπλέον, η Κυβέρνηση διακρίνεται σε κοινοβουλευτικής, εξωκοινοβουλευτικής και µικτής σύνθεσης, ανάλογα µε το αν αποτελείται από κοινοβουλευτικά ή εξωκοινοβουλευτικά µέλη ή αν συµπεριλαµβάνει Υπουργούς που προέρχονται και από τους δύο χώρους. Τέλος, υπάρχει και Κυβέρνηση de facto, η οποία όµως αποτελεί εξωσυνταγµατικό µόρφωµα. Η ΑΝΑ ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ 1. «Ανάδειξη» και «ιορισµός» Καταρχήν, είναι απαραίτητο να γίνει µία ορολογική διασάφηση, µε τον όρο «ανάδειξη» αποδίδεται η όλη διαδικασία, µε την οποία αναδεικνύεται η

Κυβέρνηση, παράλληλα ο όρος «διορισµός» αποδίδει µόνο το τρίτο και τυπικό στάδιο της γενικότερης διαδικασίας ανάδειξης. Η λεκτική αυτή διαφοροποίηση έχει ιδιαίτερη εννοιολογική σηµασία. Το ζήτηµα της ανάδειξης της Κυβέρνησης δεν µπορεί σήµερα να αντιµετωπίζεται απλώς και µόνο ως ζήτηµα «διορισµού». Είναι αναγκαία η αντιµετώπισή του στο πλαίσιο της συνταγµατικής διαδικασίας. Η διαφορά ανάµεσα στους δύο όρους (ανάδειξη-διορισµός) έγκειται στην πορεία της συνταγµατικοπολιτικής εξέλιξης κατά την οποία ο «διορισµός» που ήταν άλλοτε προνόµιο του µονάρχη µεταµορφώθηκε σε συνταγµατική διαδικασία, αυτή δηλαδή της ανάδειξης της Κυβέρνησης. Εποµένως, µε την αλλαγή των συνταγµατικοπολιτικών συνθηκών δηµιουργήθηκε η ανάγκη της αντικατάστασης του όρου «διορισµός», που ήταν πλέον ανεπαρκής, από τον όρο «ανάδειξη», που θα απέδιδε την όλη συνταγµατική διαδικασία. Έτσι, ο όρος διορισµός κατέληξε σήµερα να είναι µία τυπική πράξη του Προέδρου της ηµοκρατίας (το τρίτο τυπικό στάδιο της διαδικασίας ανάδειξης της Κυβέρνησης), µε την οποία τελειώνει η διαδικασία που έχει ήδη προηγηθεί στα προηγούµενα στάδια. Πιο αναλυτικά, στο παρελθόν το ζήτηµα της ανάδειξης και της σύνθεσης της Κυβέρνησης αφορούσε στην ουσία µόνο τον µονάρχη, ο οποίος µπορούσε να διορίζει αυθαίρετα Κυβερνήσεις, οι οποίες συχνά ήταν και µειοψηφικές. Ο αρχηγός του Κράτους ήταν ελεύθερος να διορίζει Πρωθυπουργό «και τον κηπουρό» του, πράγµα που καθιστά σαφές ότι κυβερνούσε µέσω του Πρωθυπουργού «του» και της Κυβέρνησης «του». Ωστόσο, το ζήτηµα αυτό έχει διαφύγει σήµερα από την εξουσία του ανώτατου άρχοντα. Στις µέρες µας, ο εκλεγµένος αρχηγός του Κράτους ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας, δεν «προσδιορίζει», απλώς διορίζει τον Πρωθυπουργό και τους Υπουργούς. Η ανάδειξη της Κυβέρνησης µετατράπηκε, δηλαδή, από ζήτηµα της αρµοδιότητας του ανώτατου άρχοντα σε συνταγµατική διαδικασία. Η ανάδειξη της Κυβέρνησης γίνεται πλέον «εκ των κάτω» και όχι «εκ των άνω», µε βάση κανόνες που ρυθµίζουν την όλη διαδικασία. Έτσι, επιτυγχάνεται στενός σύνδεσµος µεταξύ Κυβέρνησης και εκλογικού σώµατος, ηγεσίας και λαού. Εποµένως, είναι λογικό ο όρος «διορισµός» να διαφέρει στο σύγχρονο

συνταγµατικό λεξιλόγιο από τον όρο «ανάδειξη». Η ανάδειξη είναι το όλο, ενώ ο διορισµός µέρος του όλου. 2. Η ανάδειξη της Κυβέρνησης ως συνταγµατική διαδικασία ι) Τα δύο στάδια της διαδικασίας ανάδειξης της Κυβέρνησης Η γενικότερη διαδικασία ανάδειξης της Κυβέρνησης πραγµατοποιείται σε δύο µερικότερα στάδια, το στάδιο της ανάδειξης του Πρωθυπουργού και το στάδιο της ανάδειξης των Υπουργών. Ο σχηµατισµός της Κυβέρνησης συντελείται µε την υπογραφή δύο προεδρικών διαταγµάτων. Με το πρώτο διορίζεται ο Πρωθυπουργός και µε το δεύτερο διορίζονται οι Υπουργοί µετά από πρόταση του Πρωθυπουργού. Οι δύο αυτές φάσεις προκύπτουν απευθείας από το Σύνταγµα, από το άρθρ. 37 παρ. 1, το οποίο αναφέρεται καταρχήν στον διορισµό του Πρωθυπουργού και κατά δεύτερο στο µετά από πρότασή του διορισµό και παύση των Υπουργών. Η διαφοροποίηση των δυο µερικότερων διαδικασιών είναι χρονική και ουσιαστική και αφορά επίσης τη βαρύτητά τους στη συµµετοχή τους στη γενικότερη διαδικασία ανάδειξης της Κυβέρνησης, αλλά και στη συνταγµατική του προβληµατική, η οποία δεν είναι απόλυτα η ίδια στα δύο αυτά, οπωσδήποτε σχετιζόµενα µεταξύ τους, θέµατα. Τα δύο µερικότερα ζητήµατα διαφέρουν σηµαντικά µεταξύ τους, ως προς τη φύση και τον αριθµό των προβληµάτων που εµφανίζουν. Η διάκριση των δύο αυτών σταδίων σχηµατισµού της Κυβέρνησης δεν υπήρχε την περίοδο της απόλυτης µοναρχίας και στις αρχές της διαµόρφωσης του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Όσο η ανάδειξη της Κυβέρνησης παρέµενε «προνόµιο» του ανώτατου άρχοντα, τα δύο αυτά στάδια δεν διακρίνονταν απόλυτα µεταξύ τους. Στη γενικότερη διαδικασία ανάδειξης των Υπουργών περιείχετο και η ανάδειξη του Πρωθυπουργού. Ο διορισµός, δηλαδή, του

Πρωθυπουργού δεν αντιµετωπίστηκε αρχικά, σαν ιδιαίτερο ζήτηµα, αλλά στο γενικότερο πλαίσιο της ανάδειξης των Υπουργών. Για την ανάδειξη του Πρωθυπουργού και των Υπουργών ίσχυαν οι ίδιοι νοµικοί κανόνες. Ανάδειξη του Πρωθυπουργού και ανάδειξη των Υπουργών, κατά κανόνα και εκτός των περιπτώσεων ανασχηµατισµού, συνέπιπταν χρονικά. Η χρονική αυτή σύµπτωση οφειλόταν στο ότι η όλη διαδικασία ανάδειξης ανήκε σε ένα και µόνο κρατικό όργανο, το µονάρχη. εν είχε εποµένως διαµορφωθεί η σύγχρονης µορφής «προδιαδικασία» και αρχικά δεν υπήρχε, αργότερα δεν αναγνωριζόταν η συµµετοχή στην ανάδειξη της Κυβέρνησης και άλλων συνταγµατικών παραγόντων. Τα δύο στάδια ανάδειξης της Κυβέρνησης άρχισαν να διακρίνονται με την δηµοκρατικοποίηση του συστήµατος ανάδειξης της Κυβέρνησης. Όσο αποµακρυνόταν από την εξουσία του ανώτατου άρχοντα η ανάδειξη της Κυβέρνησης, τόσο η ανάδειξη του Πρωθυπουργού διαχωριζόταν από εκείνη των Υπουργών. Ο διαχωρισµός των δύο σταδίων και η δηµιουργία κανόνων ανάδειξης του Πρωθυπουργού, βαίνει παράλληλά προς τη δηµοκρατικοποίηση της διαδικασίας ανάδειξης της Κυβέρνησης. Όπως χρονική και ουσιαστική ήταν η ταύτιση των δύο σταδίων στο παρελθόν το ίδιο χρονική και ουσιαστική είναι σήµερα η διαφοροποίησή τους. Η διαδικασία ανάδειξης του Πρωθυπουργού προηγείται χρονικά και ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες από τη διαδικασία ανάδειξης των Υπουργών. Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού παίζει σηµαντικότερο ρόλο στην όλη διαδικασία ανάδειξης της Κυβέρνησης, αφού ο Πρωθυπουργός αναδεικνύεται µε ιδιαίτερη διαδικασία και έχει την εξουσία επιλογής των Υπουργών. ιι) Πρόταση, επιλογή και διορισµός. Ορκωµοσία Κάθε µία από τις δύο φάσεις σχηµατισµού της Κυβέρνησης ολοκληρώνεται σε τρία στάδια, το στάδιο της πρότασης, της επιλογής και του διορισµού. Τα στάδια αυτά δεν είναι πάντοτε ίδια αλλά µεταβάλλονται ανάλογα µε το

ακολουθούµενο σύστηµα. Πάντως χρονικά προηγείται η πρόταση, ακολουθεί η επιλογή και τελευταίος έρχεται ο διορισµός. Οι αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης, οι Υπουργοί και οι Υφυπουργοί διορίζονται και παύονται σύµφωνα µε τα άρθρα 37 παρ.1 και 81 παρ.1 του Συντάγµατος, µε προεδρικό διάταγµα ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού και δίνουν ενώπιον του Προέδρου της ηµοκρατίας τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζοµαι στο όνοµα της Αγίας, Οµοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να τηρώ το Σύνταγµα και τους νόµους και να υπηρετώ το γενικό συµφέρον του ελληνικού λαού». Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι Υπουργοί δίνουν όρκο ανάλογο µε τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγµατος, σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 59 του Συντάγµατος. Μπορεί ακόµα να δοθεί όρκος µε διαβεβαίωση χωρίς θρησκευτικό περιεχόµενο. 3. Ανάδειξη του Πρωθυπουργού Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού είναι ο κεντρικός άξονας της γενικότερης διαδικασίας ανάδειξης της Κυβέρνησης. Από το διορισµό του Πρωθυπουργού εξαρτάται ο σχηµατισµός της Κυβέρνησης γενικότερα. Ο ρόλος που κατέχει το θέµα της ανάδειξης του Πρωθυπουργού στη γενικότερη διαδικασία ανάδειξης της Κυβέρνησης είναι πράγµατι κυριαρχικός. Στην ουσία το ζήτηµα της ανάδειξης του Πρωθυπουργού είναι το ίδιο το ζήτηµα της ανάδειξης Κυβέρνησης. Στην ιστορική πορεία της εφαρµογής του κοινοβουλευτικού συστήµατος είχε ως αποτέλεσµα και την αυτονόµηση της ανάδειξης του Πρωθυπουργού από τον ανώτατο άρχοντα, µε συνέπεια τη δηµιουργία ιδιαίτερων κανόνων και εποµένως τη σαφή διάκριση της ανάδειξης του Πρωθυπουργού από αυτή των Υπουργών. Ο καθορισµός της τελευταίας ρυθµίζεται και στο νέο Σύνταγµα µε τη διάταξη του Συντάγµατος του 1927. Αντίθετα, σχετικά µε την ανάδειξη του Πρωθυπουργού το νέο Σύνταγµα περιέχει πολλές και αναλυτικές διατάξεις. Πιο συγκεκριµένα, η ειδικότερη ρύθµιση της διαδικασίας ανάδειξης του Πρωθυπουργού άρχισε µε το Σύνταγµα του 1975 και ολοκληρώθηκε µε την αναθεώρηση του 1986. εν είναι βέβαια

τυχαίο το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές αναθεωρήθηκαν ριζικά. Παράλληλα, η γραπτή διατύπωση αυτών των κανόνων επιβεβαιώνει την εξέλιξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Για την ανάδειξη στο πρωθυπουργικό αξίωµα είναι απαραίτητο να πληρούνται κάποια συγκεκριµένα προσόντα. Για να διοριστεί κάποιος Πρωθυπουργός πρέπει να είναι Έλληνας πολίτης, να έχει τη νόµιµη ικανότητα να εκλέγει και να έχει συµπληρώσει το εικοστό πέµπτο έτος της ηλικίας του κατά την ηµέρα του διορισµού του στο πρωθυπουργικό αξίωµα (άρθρ. 55 παρ. 1). Από τη λεκτική διατύπωση του Συντάγµατος (άρθρ. 37 παρ.4 «αν το κόµµα δεν έχει αρχηγό ή εκπρόσωπο, ή αν ο αρχηγός ή εκπρόσωπός του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής») θα µπορούσε να δηµιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Πρωθυπουργός, αντίθετα µε τους Υπουργούς, πρέπει να έχει τη βουλευτική ιδιότητα. Όµως µία τέτοια ερµηνεία, κατά τον Α. ηµητρόπουλο, η οποία µόνο ανώφελους φραγµούς θα έθετε στη συνταγµατικοπολιτική πρακτική και µάλιστα σε εξαιρετικά ευαίσθητο χρονικό σηµείο, δεν θα ήταν ορθή. Κατά το Σύνταγµα, είναι δυνατός, µετά από πρόταση των πολιτικών κοµµάτων της πλειοψηφίας, ο διορισµός στο πρωθυπουργικό αξίωµα,είτε βουλευτή,είτε και προσώπου που δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα, όπως δηλαδή συµβαίνει και στην περίπτωση των Υπουργών. Βέβαια, πέρα από αυτή την άποψη έχουν αναπτυχθεί και άλλες από εξίσου επιφανείς καθηγητές, καθώς το συγκεκριµένο σηµείο του Συντάγµατος έχει ανεγείρει πολλές διαφωνίες και έχει διχάσει την επιστήµη, οι οποίες όµως θα αναπτυχθούν περισσότερο παρακάτω. ι) Συστήµατα ανάδειξης του Πρωθυπουργού Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού µπορεί να διακριθεί θεωρητικά σε άµεση και έµµεση. Στα κράτη που ακολούθησαν το κοινοβουλευτικό σύστηµα επικράτησε η έµµεση ανάδειξη του Πρωθυπουργού. Ωστόσο, στις σύγχρονες κοινοβουλευτικές ηµοκρατίες, έχει αρχίσει να διαµορφώνεται και να επικρατεί µία µορφή άµεσης, απευθείας από το Εκλογικό

Σώµα, ανάδειξης του Πρωθυπουργού, στις περιπτώσεις που η κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι άµεσο αποτέλεσµα των εκλογών. Ο εκλογέας,επιλέγοντας πολιτικό κόµµα, επιλέγει στην ουσία τον αρχηγό του ως Πρωθυπουργό. Στην περίπτωση της άµεσης ανάδειξης του Πρωθυπουργού η διαδικασία εµφανίζεται ως εξής: α) τα πολιτικά κόµµατα προτείνουν, β) ο Λαός εκλέγει και γ) ο αρχηγός του Κράτους διορίζει τον Πρωθυπουργό. Επειδή πάντως τα Συντάγµατα προβλέπουν τη έµµεση ανάδειξη, η διαδικασία ανάδειξης του Πρωθυπουργού επαναλαµβάνεται σύµφωνα µε τα προβλεπόµενα. Πέρα από την ουσιαστική και η τυπική πλέον συνταγµατική αναγνώριση της άµεσης εκλογής του Πρωθυπουργού, είναι και ζήτηµα ερµηνείας κάθε συγκεκριµένου Συντάγµατος. Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού δεν είναι πάντοτε άµεση, αλλά εξαρτάται από την πολιτική πραγµατικότητα και το εκάστοτε εκλογικό σύστηµα. Πέρα από την προαναφερθείσα άµεση εκλογή, η ανάδειξη του Πρωθυπουργού είναι έµµεση, εφόσον κανένα κόµµα ή συνασπισµός δεν συγκέντρωσε κατά τις εκλογές την απόλυτη πλειοψηφία, όπως επίσης και σε ορισµένες άλλες περιπτώσεις. Η έµµεση αυτή ανάδειξη του Πρωθυπουργού παρουσιάζει πολλά κοινά σηµεία στις σύγχρονες κοµµατικές κοινοβουλευτικές ηµοκρατίες και συνήθως ακολουθεί την εξής διαδικασία: α) τα πολιτικά κόµµατα προτείνουν, β) άλλο αρµόδιο κατά το Σύνταγµα κρατικό όργανο εκλέγει (π.χ. η Βουλή) ή επιλέγει (ο αρχηγός του Κράτους) και γ) στο τελικό στάδιο ο Πρωθυπουργός διορίζεται από τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας. Με τη διαδικασία αυτή Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Στη συνταγµατικά προβλεπόµενη τυπική διαδικασία της έµµεσης ανάδειξης του Πρωθυπουργού παρουσιάζονται διαφορές µεταξύ των ρυθµίσεων που περιέχουν τα διάφορα Συντάγµατα. Συγκεκριµένα, τα Συντάγµατα των διάφορων κρατών διακρίνονται ως προς το θέµα της ανάδειξης του Πρωθυπουργού σε δύο οµάδες. Το κριτήριο της διάκρισης είναι αν προβλέπεται από τις συνταγµατικές διατάξεις διαδικασία που προηγείται του διορισµού. Αν δεν προβλέπεται πρόκειται για «σύστηµα διορισµού»,ενώ αν προβλέπεται πρόκειται για «σύστηµα προσδιορισµού» το

οποίο διακρίνεται σε «σύστηµα εκλογής» και «σύστηµα πρότασης». Σύστηµα διορισµού είναι εκείνο το σύστηµα στο οποίο ο διορισµός αποτελεί το µοναδικό στάδιο ανάδειξης που αναφέρεται στο συνταγµατικό κείµενο, δηλαδή δεν προβλέπονται στο Σύνταγµα διατάξεις που να προσδιορίζουν την πριν τον διορισµό διαδικασία. Στο σύστηµα του διορισµού τυπικά, όχι µόνο ο διορισµός, αλλά και η επιλογή του Πρωθυπουργού πραγµατοποιούνται από τον αρχηγό του Κράτους. Βέβαια, το σύστηµα του διορισµού διακρίνεται σε σύστηµα ουσιαστικού και τυπικού διορισµού. Το πρώτο επικρατεί σε µοναρχικά πολιτεύµατα, όπου ο µονάρχης είχε την εξουσία διορισµού της Κυβέρνησης, της οποίας όµως η διατήρηση εξαρτάται από την εµπιστοσύνη του Κοινοβουλίου. Στο σύστηµα του τυπικού διορισµού, οι συνταγµατικοί κανόνες παρέµειναν µε τη µορφή που είχαν στο σύστηµα του ουσιαστικού διορισµού,άλλαξε όµως το περιεχόµενό τους. Παρά, δηλαδή, την απουσία διατάξεων που να ρυθµίζουν την πριν τον διορισµό διαδικασία ανάδειξης του Πρωθυπουργού, δεν σηµαίνει ότι ο αρχηγός του κράτους επιλέγει ελεύθερα και χωρίς δεσµεύσεις τον Πρωθυπουργό, αφού ισχύει το κοινοβουλευτικό σύστηµα. Βέβαια, ουσιαστική είναι κατ εξαίρεση η επιλογή, κυρίως στις περιπτώσεις, που κανένα κόµµα δεν διαθέτει την απαιτούµενη στο Κοινοβούλιο πλειοψηφία, για το σχηµατισµό βιώσιµης Κυβέρνησης όπως ενδεχοµένως και σε άλλες περιπτώσεις. Το σύστηµα προσδιορισµού, από την άλλη, είναι εκείνο στο οποίο ειδικές συνταγµατικές διατάξεις ρυθµίζουν την πριν από τον διορισµό διαδικασία «προσδιορισµού» του Πρωθυπουργού. Χαρακτηριστικό σε αυτό είναι το γεγονός ότι διατηρήθηκε ο διορισµός. Ο Πρωθυπουργός, όµως, προσδιορίζεται σύµφωνα µε ρητά προβλεπόµενη διαδικασία, ήδη πριν τον διορισµό του. Ωστόσο πέρα από το κοινό αυτό χαρακτηριστικό η ρύθµιση των Συνταγµάτων δεν είναι οµοιόµορφη αλλά διαφέρει ιδιαίτερα σε διαδικαστικά θέµατα. Κυρίως εµφανίζεται µε δύο µορφές: ως σύστηµα εκλογής και ως σύστηµα πρότασης. εν αποκλείεται, βέβαια, να ακολουθείται και «µικτό» σύστηµα. Κατά το σύστηµα εκλογής, το αποκαλούµενο «συµβατικό σύστηµα», ο Πρωθυπουργός εκλέγεται από το αντιπροσωπευτικό σώµα και δεν επιλέγεται από τον αρχηγό της

εκτελεστικής εξουσίας. Επειδή, λοιπόν, προηγείται η εκλογή του Πρωθυπουργού, «είναι σύστηµα εκλογής». Με το σύστηµα εκλογής εξασφαλίζεται η έκφραση της εµπιστοσύνης της Βουλής «επίσηµα» και όχι απλώς ως «δεδηλωµένη». Τα σύστηµα δε της πρότασης έχει κοινό χαρακτηριστικό γνώρισµα µε το σύστηµα εκλογής ότι ο Πρωθυπουργός προσδιορίζεται µε ρητές συνταγµατικές διατάξεις, ήδη πριν τον διορισµό του, όµως σε αυτό δεν προβλέπεται εκλογή αλλά προηγούµενη δεσµευτική πρόταση (άρθρ. 37 και 38 Σ). Το σύστηµα της πρότασης εισήχθη µε το Σύνταγµα του 1975 και ολοκληρώθηκε µε την αναθεώρηση του 1986. Στην κυριολεξία το Σύνταγµα του 1975 εισήγαγε ένα µικτό σύστηµα. Αν υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία, µεσολαβούσε δεσµευτική πρόταση των πολιτικών κοµµάτων και ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας ήταν υποχρεωµένος να διορίσει τον προτεινόµενο (άρθρ. 37 παρ. 1 και 2 Σ). Αν όµως δεν υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία (ή αν επαύετο η Κυβέρνηση) ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας µετά την πρώτη ενδεχοµένως και τη δεύτερη διερευνητική εντολή, ανακτούσε ελευθερία επιλογής. Βέβαια, µε την αναθεώρηση του 1986 ο συντακτικός νοµοθέτης δέσµευε την επιλογή του Προέδρου της ηµοκρατίας και στις περιπτώσεις που δεν υπήρχε απόλυτη πλειοψηφία, ενώ παράλληλα καταργήθηκε η παύση. ιι) Η Ανάδειξη του Πρωθυπουργού κατά το ισχύον ελληνικό Σύνταγµα Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού δεν αποτελεί απλώς και µόνο το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ανάδειξης της Κυβέρνησης, αλλά αποτελεί µία ιδιαίτερη, αυτοτελή διαδικασία, που διακρίνεται σε µερικότερα στάδια. Αυτά είναι: η πρόταση προς επιλογή (ή εκλογή), η επιλογή (ή εκλογή) και ο διορισµός. Σε κάθε στάδιο, πραγµατοποιείται συγκεκριµένη, µερικότερη λειτουργία, που αναφέρεται στην ανάδειξη του Πρωθυπουργού. Η διάκριση των τριών σταδίων της διαδικασίας ανάδειξης Πρωθυπουργού, η χρονική διαφοροποίησή τους και η αναγνώριση περισσότερων φορέων, που συµµετέχουν στην ανάδειξη του Πρωθυπουργού είναι αποτέλεσµα της εξέλιξης του κυβερνητικού συστήµατος,

καθώς στο παρελθόν και τα τρία στάδια ήταν συγκεντρωµένα σε ένα φορέα, το µονάρχη. Τον Πρωθυπουργό, βέβαια, εξακολουθεί να διορίζει ο αρχηγός του Κράτους, ο οποίος όµως δεν διαθέτει πλέον την εξουσία ουσιαστικής επιλογής. Σήµερα, ο «διορισµός» του Πρωθυπουργού από τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας δεν αποτελεί παρά το τελευταίο τυπικό στάδιο της διαδικασίας ανάδειξης του Πρωθυπουργού. Τα πριν το 1975 Συντάγµατα, µε τις γραπτές τους διατάξεις αναφέρονται αποκλειστικά στον διορισµό του Πρωθυπουργού, τον οποίο αναθέτουν στον ανώτατο άρχοντα. Ωστόσο, το ισχύον ελληνικό Σύνταγµα αναγνωρίζει την ύπαρξη των τριών µερικότερων σταδίων και καθιερώνει σύστηµα πρότασης ως προς την ανάδειξη του Πρωθυπουργού. Το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ανάδειξης του Πρωθυπουργού είναι η πρόταση. Το Σύνταγµα αναφέρεται ρητά και στην «πρόταση για Πρωθυπουργό» (άρθρ. 37, 38 Σ). Η πρόταση Πρωθυπουργού ανήκει κατά το Σύνταγµα στα πολιτικά κόµµατα. Στη σύγχρονη κοµµατική ηµοκρατία, τα πολιτικά κόµµατα έχουν αποκτήσει δικαίωµα πρότασης του υπό διορισµό Πρωθυπουργού. Άλλο όργανο προσδιορίζει, δηλαδή δεσµευτικά προτείνει και άλλο διορίζει τον Πρωθυπουργό. Ο αρχηγός του κόµµατος της πλειοψηφίας είναι προτεινόµενος Πρωθυπουργός (άρθρ. 37 παρ.2 εδ. α Σ). Εντολοδόχοι Πρωθυπουργοί είναι οι αρχηγοί των κοµµάτων (άρθρ.37 παρ. 2,3 Σ). Αν δεν υπάρχει αρχηγός ή εκπρόσωπος, Πρωθυπουργό προτείνει η κοινοβουλευτική οµάδα του κόµµατος (άρθρ. 37 παρ. 4 Σ). Αν ο Πρωθυπουργός παραιτηθεί ή εκλείψει, Πρωθυπουργό προτείνει η κοινοβουλευτική οµάδα του κόµµατος (άρθρ. 38 παρ. 2 Σ). Σε όλες τις περιπτώσεις ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας οφείλει να διορίσει τον προτεινόµενο. Πιο συγκεκριµένα, όταν υπάρχει πλειοψηφία, ο αρχηγός του κόµµατος της πλειοψηφίας είναι και προτεινόµενος στο πρωθυπουργικό αξίωµα. Τον κανόνα αυτό µπορεί να µην ακολουθήσει το πολιτικό κόµµα και να προτείνει άλλο Πρωθυπουργό. Η πρόταση έχει δεσµευτικό χαρακτήρα και οφείλει ο Πρόεδρος να διορίσει τον προτεινόµενο. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ανατίθεται εντολή σχηµατισµού Κυβέρνησης ή διερευνητική εντολή σε αρχηγό κόµµατος,

αν το κόµµα δεν έχει αρχηγό ή ο εκπρόσωπος του δεν έχει εκλεγεί βουλευτής, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας δίνει την εντολή σ αυτόν που προτείνει η κοινοβουλευτική οµάδα του κόµµατος. Η πρόταση για την ανάθεση εντολής γίνεται µέσα σε τρεις µέρες από την ηµέρα που ο Πρόεδρος της Βουλής ή ο αναπληρωτής του ανακοινώνει στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας τη δύναµη των κοµµάτων στη Βουλή. Η ανακοίνωση αυτή γίνεται πριν από κάθε ανάθεση εντολής (άρθρ. 37 παρ. 4 Σ). Όταν δεν υπάρχει πλειοψηφία, ακολουθείται η διερευνητική διαδικασία. ιερευνητική διαδικασία είναι η συνταγµατική διαδικασία που µεσολαβεί,όταν δεν υπάρχει η απαιτούµενη πλειοψηφία, προκειµένου να σχηµατιστεί δεδηλωµένη. Η διερευνητική διαδικασία είναι διαδικασία που διαγράφεται µε συνταγµατικούς κανόνες. Η όλη διαδικασία διακρίνεται σε δύο στάδια: α) το στάδιο των διερευνητικών εντολών και β) το στάδιο της σύγκλησης των αρχηγών. Συνταγµατική προϋπόθεση της µεσολάβησης της διερευνητικής διαδικασίας είναι ότι δεν υπάρχει η απαιτούµενη πλειοψηφία. Αντίθετα, εφόσον υπάρχει η απαιτούµενη πλειοψηφία, δεν µεσολαβεί η διερευνητική διαδικασία ή, αν έχει αρχίσει, διακόπτεται. Πιο συγκεκριµένα, για το στάδιο των διερευνητικών εντολών, αν κανένα κόµµα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του κόµµατος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία των εδρών, προκειµένου να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηµατισµού Κυβέρνησης που να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής. Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναµη κόµµατος και, σε περίπτωση που και αυτή δεν τελεσφορήσει, η εντολή δίνεται στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναµη κόµµατος. Είναι δυνατή η παροχή και τέταρτης διερευνητικής εντολής, αν κόµµατα είναι ισοδύναµα σε βουλευτικές έδρες. Στην περίπτωση αυτή, προηγείται το κόµµα που έλαβε περισσότερες ψήφους στις εκλογές. Νεοσχηµατισµένο κόµµα µε κοινοβουλευτική οµάδα, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στον κανονισµό της Βουλής,

έπεται του παλαιότερου µε ίσο αριθµό εδρών σύµφωνα µε την ερµηνευτική δήλωση του άρθρου 37 του Συντάγµατος. Κάθε διερευνητική εντολή διαρκεί µέχρι τρεις µέρες. Στην πράξη µπορεί να διαρκέσει πολύ λιγότερο ή και να µην αναληφθεί καθόλου, αν είναι γνωστό το ανέφικτο σχηµατισµού Κυβέρνησης που να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής. Σκόπιµο είναι, ωστόσο, να αναλαµβάνονται οι διερευνητικές εντολές, οι οποίες λειτουργούν και ως κριτήριο της ωριµότητας των πολιτικών κοµµάτων να επιτυγχάνουν κοινοβουλευτικά βιώσιµες λύσεις. Όπως προκύπτει από την ερµηνευτική δήλωση στο άρθρο 37 του Συντάγµατος και κατ εφαρµογή του Κανονισµού της Βουλής, κόµµατα θεωρούνται, εν προκειµένω, αυτά που σχηµατίζουν κοινοβουλευτικές οµάδες. Όσον αφορά το στάδιο της σύγκλησης των αρχηγών, αναφέρεται πιο συγκεκριµένα ότι σε περίπτωση που αποτύχουν οι διερευνητικές εντολές, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κοµµάτων για να συζητήσουν µεταξύ τους τη δυνατότητα σχηµατισµού Κυβέρνησης που να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής. Κατά το στάδιο αυτό, είτε επιβεβαιώνεται η αδυναµία σχηµατισµού Κυβέρνησης, είτε διακριβώνεται η δυνατότητα σχηµατισµού Κυβέρνησης που διαθέτει την απαιτούµενη πλειοψηφία. Αξίζει να σηµειωθεί ότι ο συντακτικός νοµοθέτης αναφερόµενος στους «αρχηγούς των κοµµάτων» δεν διευκρινίζει αν νοούνται και οι αρχηγοί των κοµµάτων που δεν έχουν κληθεί στην ανάθεση των διερευνητικών εντολών. Υπέρ της αποφατικής απάντησης θα µπορούσε να επικαλεστεί κανείς, κατ αντιδιαστολή, το επιχείρηµα ότι στην αµέσως επόµενη φράση, αναφέρονται όλα τα κόµµατα της Βουλής προκειµένου να σχηµατιστεί εκλογική Κυβέρνηση. Ορθότερο είναι, ωστόσο, να υποθέσουµε ότι και στην περίπτωση αυτή θα κληθούν από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας οι αρχηγοί όλων των κοµµάτων στη Βουλή, και αυτών που δεν σχηµατίζουν κοινοβουλευτικές οµάδες, εφόσον στόχος του συντακτικού νοµοθέτη είναι ο σχηµατισµός Κυβέρνησης που να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής. Αν αποτύχει και η σύγκληση των αρχηγών, ο Πρόεδρος της ηµοκρατίας προχωρεί στον σχηµατισµό προεκλογικής Κυβέρνησης για τη διεξαγωγή εκλογών.

Το δεύτερο στάδιο της ανάδειξης του Πρωθυπουργού, δηλαδή το ενδιάµεσο στάδιο µεταξύ πρότασης και διορισµού, είναι η επιλογή ή εκλογή. Το δεύτερο αυτό στάδιο αναδεικνύεται περισσότερο στο σύστηµα της εκλογής, όπου σαφώς διακρίνεται από την πρόταση και τον διορισµό. Στο σύστηµα όµως της πρότασης, η επιλογή του Πρωθυπουργού φαίνεται να εξαφανίζεται µεταξύ των δύο άλλων σταδίων. Ωστόσο και στο σύστηµα της πρότασης, το οποίο καθιερώνει το ισχύον Σύνταγµα το στάδιο της επιλογής υπάρχει. Άλλωστε η επιλογή είναι το λογικό προηγούµενο του διορισµού και επόµενο της πρότασης. Στο σύστηµα, όµως της πρότασης ο δεσµευτικός χαρακτήρας εξασφαλίζει την ουσιαστική επιλογή στα πολιτικά κόµµατα αν και από τυπική άποψη τα πολιτικά κόµµατα απλά «προτείνουν» δεσµευτικά και η τυπική επιλογή ανήκει στον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. Ο διορισµός αποτελεί το τελευταίο, το τυπικό, «τελετουργικό» στάδιο. Κατά το Σύνταγµα, Πρωθυπουργός διορίζεται από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας ο αρχηγός της πλειοψηφίας σύµφωνα µε την αρχή της δεδηλωµένης ή υπηρεσιακός Πρωθυπουργός κατά το άρθρ.37 Σ. Όπως προκύπτει από τις ισχύουσες συνταγµατικές διατάξεις, η συµµετοχή του Προέδρου της ηµοκρατίας στην ανάδειξη του Πρωθυπουργού έχει τυπικό χαρακτήρα. Κατά το άρθρ. 35 παρ. 2 εδ. α, δεν απαιτείται προσυπογραφή για τον διορισµό του Πρωθυπουργού. Τέλος, ο Πρωθυπουργός, διοριζόµενος κατά το Άρθρο 37 του Συντάγµατος, πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, δίνει ενώπιον του Προέδρου της ηµοκρατίας τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζοµαι στο όνοµα της Αγίας, Οµοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να τηρώ το Σύνταγµα και τους νόµους και να υπηρετώ το γενικό συµφέρον του Ελληνικού Λαού» (ορκωµοσία, Άρθρ. 39 πδ 63/2005).

4. Ανάδειξη των Αντιπροέδρων Επιλογή: Η επιλογή των Αντιπροέδρων γίνεται από τον Πρωθυπουργό και ακολουθεί ο διορισµός τους από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. ιορισµός: Οι Αντιπρόεδροι της Κυβέρνησης διορίζονται και παύονται, σύµφωνα µε τα άρθρα 37 παρ. 1 και 81 παρ. 1 του Συντάγµατος, µε προεδρικό διάταγµα. Για το διορισµό Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης δεν απαιτείται προηγούµενη σύσταση θέσης. Ορκωµοσία: Οι Αντιπρόεδροι δίνουν ενώπιον του Προέδρου της ηµοκρατίας τον οριζόµενο όρκο. 5. Ανάδειξη των Υπουργών Οι Υπουργοί διορίζονται και παύονται σύµφωνα µε τα άρθρα 37 παρ. 1 και 81 παρ.1 του Συντάγµατος, µε προεδρικό διάταγµα ύστερα από πρόταση του Πρωθυπουργού και δίνουν ενώπιον του Προέδρου της ηµοκρατίας τον οριζόµενο όρκο. Η διαδικασία ανάδειξης των Υπουργών διακρίνεται επίσης σε τρία στάδια: πρόταση, επιλογή, διορισµός. Το στάδιο της πρότασης (προς τον Πρωθυπουργό) δεν ρυθµίζεται ιδιαίτερα και καλύπτεται από το δεύτερο στάδιο, την επιλογή. Η επιλογή των Υπουργών έχει ουσιαστικό χαρακτήρα και ανήκει στον Πρωθυπουργό. Η εξουσία επιλογής Υπουργών αφαιρέθηκε από τον αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας και µεταβιβάστηκε στον Πρωθυπουργό. Τέλος, ακολουθεί η τυπική πράξη του διορισµού των Υπουργών από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας. Οι Υπουργοί, δηλαδή, διορίζονται από τον Πρόεδρο της ηµοκρατίας, µετά από πρόταση του Πρωθυπουργού, πρόταση που έχει δεσµευτικό χαρακτήρα για τον Πρόεδρο. 6. Ανάδειξη των Υφυπουργών Ίδια προς τη διαδικασία ανάδειξης των Υπουργών είναι και η διαδικασία ανάδειξης των Υφυπουργών (άρθρ. 37 παρ. 1 Σ). Τους Υφυπουργούς διορίζει και παύει ο Πρόεδρος της Δηµοκρατίας µετά από πρόταση του Πρωθυπουργού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η συνισταμένη της όλης διαδικασίας ανάδειξης Κυβέρνησης, στο κυβερνητικό σύστημα του ελληνικού Συντάγματος, στρέφεται γύρω από τον διορισμό του Πρωθυπουργού και την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης από την Βουλή στην Κυβέρνηση. Κάθε στάδιο έχει διατυπωθεί από τον συντακτικό νομοθέτη με προσοχή, έτσι ώστε να μην υφίστανται περιθώρια παρερμηνείας και δυνατότητες επέμβασης του αρχηγού του Κράτους, όπως στο παρελθόν. Ο τελευταίος, μάλιστα, έχει ρόλο περισσότερο τυπικό στην όλη διαδικασία. Η «αρχή της δεδηλωμένης» περιορίζει την δυνατότητά του να διορίζει Κυβερνήσεις της αρεσκείας του, με αποτέλεσμα να ενδυναμώνεται η «λαϊκή κυριαρχία». Βέβαια, στην πράξη ανακύπτουν ζητήματα που το ίδιο το Σύνταγμα ή δεν προβλέπει ή δεν ορίζει επακριβώς. Σε αυτό το σημείο επεμβαίνει η νομική επιστήμη, η οποία μελετά το πνεύμα και την ουσία των διατάξεων του Συντάγματος και προτείνει λύσεις σύμφωνες με την «αρχή της δεδηλωμένης» και τις κατευθύνσεις που διαμορφώνει το εκλογικό Σώμα. Με αυτήν την εργασία συνοπτικά συμπεραίνουμε τα εξής: Όποιος καλείται να αναλάβει την διακυβέρνηση, πρέπει να έχει την εμπιστοσύνη της λαϊκής αντιπροσωπείας. Η δεδηλωμένη πλειοψηφία των βουλευτών δεν ταυτίζεται κατ ανάγκη με την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά με αυτή που ορίζει το άρθρο 84Σ παρ.6. Αρμόδιος να διαπιστώσει, αν ο προς διορισμόν πρωθυπουργός έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η ανάδειξη της Κυβέρνησης, θεμέλιος λίθος του κυβερνητικού μας συστήματος, με κεντρικό άξονα την ανάδειξη του πρωθυπουργού ορίζεται σαφώς από το Σύνταγμα στα άρθρα 37, 38 και 84. Πιο συγκεκριμένα, το σύστημα ανάδειξης του Πρωθυπουργού που ισχύει στη χώρα μας είναι το σύστημα πρότασης. Ο αρχηγός του Κράτους, δηλαδή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει μόνο τυπική συμμετοχή. Η «αρχή της δεδηλωμένης» περιορίζει ιδιαίτερα τη δυνατότητα του αρχηγού του Κράτους να διορίζει αυθαίρετα Κυβερνήσεις. Τα υπόλοιπα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Αντιπρόεδρος, οι Υπουργοί και οι Υφυπουργοί, επιλέγονται στην ουσία από τον Πρωθυπουργό και διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δηµητρόπουλος Α., Η δοµή και η λειτουργία της σύγχρονης ηµοκρατίας, εκδ.1977, Αθήνα ηµητρόπουλος Α., Η γένεση του κοινοβουλευτικού συστήµατος και η ανάδειξη της κυβέρνησης, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 1986 Τσάτσος., Η ανάδειξη του Πρωθυπουργού, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1989 Μαυριάς Κ., Συνταγµατικό δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή, 2004 ηµητρόπουλος Α., Σύστηµα Συνταγµατικού ικαίου, Μέρος Β': Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011