ΕΑΔΣΑ. Basic. Design ΕΞΑΜΗΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΕΚΤΟ ΟΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΡΩΜΑ



Σχετικά έγγραφα
Συστήματα Πολυμέσων. Ενότητα 4: Θεωρία Χρώματος. Θρασύβουλος Γ. Τσιάτσος Τμήμα Πληροφορικής ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ψηφιακή Επεξεργασία και Ανάλυση Εικόνας. Παρουσίαση 12 η. Θεωρία Χρώματος και Επεξεργασία Έγχρωμων Εικόνων

Εισαγωγή σε οπτική και μικροσκοπία

Ηχρήση του χρώµατος στους χάρτες

Ψηφιακή Επεξεργασία και Ανάλυση Εικόνας Ενότητα 11 η : θεωρία Χρώματος & Επεξεργασία Έγχρωμων Εικόνων

«Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι είναι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές»

Η χρήση του χρώµατος στη χαρτογραφία και στα ΣΓΠ

Επεξεργασία Χαρτογραφικής Εικόνας

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ I. 7 η ΔΙΑΛΕΞΗ Γραφικά με Υπολογιστή

Σχεδίαση με Ηλεκτρονικούς Υπολογιστές

Έγχρωµο και Ασπρόµαυρο Φως

Οδηγός ποιότητας χρωμάτων

Χρώµατα! τεχνολογία Οι Card χρωµατικοί splitter v3 χώροι και η τηλεόραση. Οι χρωµατικοί χώροι και η τηλεόραση

Φασματοφωτομετρία. Φασματοφωτομετρία είναι η τεχνική στην οποία χρησιμοποιείται φως για τη μέτρηση της συγκέντρωσης χημικών ουσιών.

Οδηγός ποιότητας χρωμάτων

θεωρία χρώματος & χρωματικά μοντέλα 11/4/2016 Λήδα Στάμου Χαρτογραφία Ι 1

Προγραμματισμός Διαδικτύου

Εισαγωγή Ασπρόμαυρο Halftoning γάμμα Φως/Χρώμα Χρωματικά Μοντέλα Άλλα. 6ο Μάθημα Χρώμα. Γραφικα. Ευάγγελος Σπύρου

ΖΗΚΟΣ ΝΙΚΟΣ ΠΑΛΟΥΜΠΙΩΤΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΤΡΙΓΚΑΣ ΝΙΚΟΣ

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΦΥΣΙΚΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ Φασματοφωτομετρία

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΧΡΩΜΑΤΩΝ

Εισαγωγή στο Χρώμα. Εισαγωγή στο χρώμα και την ανάπτυξη της συνθετικής λειτουργίας των

Εφαρμογές Πληροφορικής

ΠΟΥ ΔΙΑΔΙΔΕΤΑΙ ΤΟ ΦΩΣ

ΦΩΤΟΡΕΑΛΙΣΜΟΣ & ΚΙΝΗΣΗ (ΘΕΩΡΙΑ)

2.0 ΒΑΣΙΚΕΣ ΓΝΩΣΕΙΣ-ΟΡΟΛΟΓΙΕΣ

Περιεχόµενα. ΕΠΛ 422: Συστήµατα Πολυµέσων. Βιβλιογραφία. Πόσες λέξεις αξίζει µια εικόνα; Εικόνα

Α.Τ.Ε.Ι. Ηρακλείου Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας ιδάσκων: Βασίλειος Γαργανουράκης. Ανθρώπινη Όραση - Χρωµατικά Μοντέλα

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Φωτοτεχνία. Ενότητα 1: Εισαγωγή στη Φωτομετρία

Το Photoshop δρα ως ψηφιακός σκοτεινός θάλαμος. Διορθώνει και εμπλουτίζει χρωματικά τις εικόνες. Σε μία εικόνα:

Ψηφιοποίηση και Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας

Ηθεωρίατωνχρωµάτωνκαιη διαδροµήτουµέχρισήµερα. Ευαγγελία Παντελέλη

Βίντεο και κινούµενα σχέδια

ΌΡΑΣΗ. Εργασία Β Τετράμηνου Τεχνολογία Επικοινωνιών Μαρία Κόντη

Τηλεπισκόπηση. Ψηφιακή Ανάλυση Εικόνας Η ΒΕΛΤΙΩΣΗ εικόνας

Εικόνα. Τεχνολογία Πολυμέσων και Πολυμεσικές Επικοινωνίες 05-1

Γραφιστική σχεδίαση και παράµετροι χρωµατικών διαχωρισµών στην εκτύπωση χαρτοκιβωτίων

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΣΥΝΕΧΩΝ ΦΑΣΜΑΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΗΣ & ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΣΤΕΡΕΟΥ

Αξιοποίηση Φυσικών Αντιοξειδωτικών στην Εκτροφή των Αγροτικών

8 o ΓΕ.Λ. ΠΑΤΡΑΣ Η ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ EΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ - ΤΑΞΗ Α - ΤΜΗΜΑ 1 ΘΕΜΑ: Σταμπουλή Ιωάννα. Υπεύθυνη Εκπαιδευτικός:

Αντίληψη Χρωµατικός κύκλος Χρωµατικά συστήµατα Ρυθµίσεις Ψυχολογία. design branding printing

ΜΑΘΗΜΑ: ΦΥΣΙΚΗ. Εγχειρίδιο του εκπαιδευτικού

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 2 ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ

Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση. Τηλεπισκόπηση 24/6/2013. Ψηφιακή Ανάλυση Εικόνας. Ψηφιακή Ανάλυση Εικόνας

ΑΡΧΕΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ (Y2204) Βασιλάκης Εμμανουήλ Επίκ. Καθηγητής Τηλεανίχνευσης

Ραδιομετρία. Φωτομετρία

Απορρόφηση του φωτός Προσδιορισμός του συντελεστή απορρόφησης διαφανών υλικών

Ψηφιακή Επεξεργασία Εικόνας

ΓΓ/Μ ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΟΡΟΣΗΜΟ. Τεύχος 6ο: Διάθλαση του φωτός Φακοί & οπτικά όργανα

Επεξεργασία Χαρτογραφικής Εικόνας

Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 4. ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΜΦΑΣΗ

Παρατήρηση συνεχών γραμμικών φασμάτων εκπομπής με το Φασματοσκόπιο

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Φασματοσκοπία για μικρούς μαθητές

ΑΣΚΗΣΗ 2 ΒΑΣΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΤΑ ΣΗΜΑΤΑ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ - ΕΙΚΟΝΑΣ

Μετάδοση Πολυμεσικών Υπηρεσιών Ψηφιακή Τηλεόραση

Δομικά στοιχεία πολυμέσων: Κείμενο Εικόνα Ήχος Κίνηση Βίντεο

ΦΥΣΙΚΗ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ - ΘΕΩΡΙΑ - ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ

Δx

Ραδιοτηλεοπτικά Συστήματα Ενότητα 2: Παραγωγή και Μετάδοση Τηλεοπτικού Σήματος

710 -Μάθηση - Απόδοση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ...σελ. 3. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...σελ. 4

Κυματική οπτική. Συμβολή Περίθλαση Πόλωση

710 -Μάθηση - Απόδοση

H παραγωγή μιας έκθεσης ΙΙ. Σήμανση και φωτισμός

Τμήμα Επιστήμης Υπολογιστών ΗΥ-474. Ψηφιακή Εικόνα. Αντίληψη χρωμάτων Συστήματα χρωμάτων Κβαντισμός χρωμάτων

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Πολυτεχνική Σχολή ΘΕΜΑΤΙΚΗ : ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Παρουσίαση Νο. 4 Ψηφιακή Καταγραφή Εικόνας

Ιδιότητες Χρωμάτων. 1 ο ΕΠΑ.Λ. Ιλίου / 5 ο ΣΕΚ Γ Αθήνας

Νέα Οπτικά Μικροσκόπια

Απορρόφηση φωτός: Προσδιορισμός του συντελεστή απορρόφησης διαφανών υλικών

TFT TV. Τι είναι οι TFT και πως λειτουργούν;

I λ de cos b (8.3) de = cos b, (8.4)

Μελέτη χαρτογραφικής οπτικοποίησης χρονικά μεταβαλλόμενων κλιματικών δεδομένων του Ελλαδικού χώρου για άτομα με δυσχρωματοψία.

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Ι ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ-2 Υ: ΜΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ ΟΠΤΙΚΗ. Ανάκλαση. Κάτοπτρα. Διάθλαση. Ολική ανάκλαση. Φαινόμενη ανύψωση αντικειμένου. Μετατόπιση ακτίνας. Πρίσματα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ

Θοδωρής Μπεχλιβάνης Αναστασία Συμεωνίδου Κατερίνα Παπά

Έγχρωμο και ασπρόμαυρο φως

ΦΩΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΥ ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΝΕΣΗ ΛΕYΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΩΓΡΑΦΑΚΗΣ ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΘΕΟΥ

ΑΡΧΕΣ ΤΗΛΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗΣ (Y2204) Βασιλάκης Εµµανουήλ Λέκτορας Τηλεανίχνευσης

Φυσική των οφθαλμών και της όρασης. Κική Θεοδώρου

Παρατήρηση συνεχών γραμμικών φασμάτων εκπομπής με το Φασματοσκόπιο

Θεμελιώδη μεγέθη και νόμοι της φωτομετρίας και πρότυπα για έργα φωτισμού οδών, εξωτερικών χώρων και σηράγγων

Το Φως της Αστροφυσικής Αν. καθηγητής Στράτος Θεοδοσίου Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Φυσικών

ΟΠΤΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚO ΣYΣΤΗΜΑ. Αθανασιάδης Στάθης φυσικοθεραπευτής NDT

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

Η «ενθουσιαστική διδασκαλία» στην ανάμιξη των χρωμάτων: Μια προσέγγιση για τη Μέση Παιδεία

Στα 1849 ο Sir David Brewster περιγράφει τη μακροσκοπική μηχανή λήψης και παράγονται οι πρώτες στερεοσκοπικές φωτογραφίες (εικ. 5,6).

Πρόλογος Κεφάλαιο 1 Πολυμέσα & Υπερμέσα...13

Μιχάλης Μακρή EFIAP. Copyright: 2013 Michalis Makri

Γενικές Αρχές Φωτισμού

ΦΑΣΜΑΤΑ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΑ

Σατινέ Κορδόνια Ψηφιακής εκτύπωσης

ΑΣΚΗΣΗ 5. Ερωτήσεις προετοιμασίας (Να απαντηθούν στην εργαστηριακή αναφορά)

Κεφάλαιο 6 ο : Φύση και

ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ 30ο ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Transcript:

ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΔΣΑ Design A Basic ΜΑΘΗΜΑ ΕΚΤΟ ΟΠΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΡΩΜΑ

Το χρώμα είναι μια πραγματική δύναμη που επηρεάζει το νευρικό μας σύστημα. Ασκεί σημαντική επιρροή σε εμάς και στο περιβάλλον μας. Η μελέτη του χρώματος σήμερα καταλαμβάνει έναν τεράστιο επιστημονικό χώρο. Τα ζητήματα των χρωμάτων εξετάζονται από διαφορετικές σκοπιές και επιστήμες. Τα αποτελέσματα των ερευνών των επιστημών αυτών ενδιαφέρουν την Τέχνη αλλά και τη βιομηχανία των Εφαρμοσμένων Τεχνών. Αν και είναι περίπλοκες οι επιστημονικές εξηγήσεις των φαινομένων που σχετίζονται με το χρώμα, καθένα από τα προηγούμενα πεδία μπορεί να μας δώσει απλούς και εύκολα κατανοητούς κανόνες/πληροφορίες που θα βοηθήσουν να καταστεί δυνατή και επιτυχής η πρακτική των εργαζομένων με το χρώμα. Η φυσική μελετά την ενέργεια των ηλεκτρομαγνητικών ταλαντώσεων, τις δυνατότητες παραγωγής χρωματικών φαινομένων και το πρόβλημα του χρώματος των σωμάτων. Η μέτρηση και κατάταξη των χρωμάτων ανήκουν στο χώρο έρευνας της φυσικής. Η χημεία μελετά τη μοριακή σύσταση των χρωστικών υλών, τα προβλήματα διατήρησης των χρωμάτων και την αντίστασή τους στο φώς, τα συνδετικά υλικά και την προετοιμασία των συνθετικών χρωμάτων. Η νευροβιολογία εξετάζει τις διαφορετικές δράσεις του φωτός και των χρωμάτων στο οπτικό μας σύστημα-μάτι και εγκέφαλο- και μελετά τις συνθήκες και τις ανατομικές λειτουργίες του. Η ψυχολογία ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της δράσης του χρώματος στην ψυχή και το πνεύμα.

Γιατί οι καλλιτέχνες και οι σχεδιαστές πρέπει να συζητούν για το χρώμα με ακρίβεια και σαφήνεια; Απλά, επειδή το πώς μιλάμε για το χρώμα επηρεάζει το πώς αντιλαμβανόμαστε το χρώμα, και το πώς αντιλαμβανόμαστε το χρώμα επηρεάζει τον τρόπο που προσδιορίζουμε, το χειρισμό και τη χρήση χρωμάτων στη ζωγραφική και στο σχεδιασμό. Για τον αρχάριο φοιτητή τρια μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις είναι η ικανότητα να χρησιμοποιεί το χρώμα αρμονικά. Ορισμένοι, έστω και αν δεν γνωρίζουν τίποτα για τη φύση του χρώματος έχουν ωστόσο ένα χάρισμα ως προς τη χρήση του αλλά συχνά δεν έχουν ιδέα γιατί η εργασία τους είναι καλή και έτσι δεν μπορούν να μοιραστούν την ικανότητά τους με τους άλλους. Αν θέλει κανείς να καταλάβει το χρώμα και να γνωρίζει γιατί είναι καλύτερα να επιλέξει κάποια χρώματα και όχι κάποια άλλα για μια συγκεκριμένη εφαρμογή θα πρέπει να μάθει για τη φύση και τη γλώσσα του χρώματος.

Στη δημιουργία του οπτικού αισθήματος υπεισέρχονται τουλάχιστον τρείς βασικοί παράγοντες: μια φωτεινή πηγή, ένας παρατηρητής και ένα αντικείμενο, το οποίο παρεμβαλλόμενο ανάμεσα τους, διαμορφώνει την φωτεινή ακτινοβολία που εκπέμπει η πηγή σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής. Φωτεινές πηγές μπορούν να χαρακτηριστούν τα σώματα τα οποία εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με μήκη κύματος στην περιοχή του ορατού φάσματος (380-760 nanometers). Όταν μια φωτεινή ακτινοβολία προσπέσει σε ένα αντικείμενο, ένα τμήμα της θα ανακλαστεί, ένα θα απορροφηθεί και ένα άλλο πιθανόν να περάσει μέσα από αυτό. Οι τρείς αυτοί συντελεστές περιγράφονται ως συναρτήσεις του μήκους κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας για κάθε περίπτωση. Η καταγραφή οποιουδήποτε οπτικού μηνύματος δεν είναι δυνατή χωρίς τη χρήση οπτικού δέκτη, εδώ είναι το ανθρώπινο μάτι. Μαζί με το οπτικό νεύρο και το αντίστοιχο οπτικό κέντρο του εγκεφάλου συνιστούν ένα μοναδικό, από άποψη λειτουργίας και συμπεριφοράς, οπτικό σύστημα καταγραφής, το οποίο προσπαθούν να αντιγράψουν όλα τα τεχνητά συστήματα οπτικών δεκτών. 1 2 3 4 5 ΤΟ ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΑΙΣΘΗΜΑ 6 Το φώς 1 φτάνει σε ένα αντικείμενο. Ένα τμήμα του φωτός απορροφάται, αποβάλλεται, δηλαδή μετατρέπεται σε θερμότητα 2. Το φώς που απομένει, αντικατοπτρίζεται ως ερέθισμα «χρώμα» 3 στο μάτι του παρατηρητή 4. Μετά την ολοκλήρωση των φυσιολογικών διεργασιών, δηλαδή προσαρμογή, μετατροπή και ταυτόχρονη αντίθεση, ένας ηλεκτρικός κωδικός δημιουργείται επί του αμφιβληστροειδούς χιτώνα για κάθε στοιχείο σάρωσης και μεταδίδεται μέσω του νευρικού συστήματος 5 προς τον εγκέφαλο. Από αυτά τα αχρωματικά δεδομένα, το πολύχρωμο τρισδιάστατο οπτικό πεδίο χτίζεται ως συνείδηση 6. Μέχρι σήμερα δεν ξέρουμε πραγματικά πως αυτά τα δεδομένα μετατρέπονται στον εγκέφαλο σε ένα τρισδιάστατο πολύχρωμο οπτικό πεδίο.

Στη δημιουργία του οπτικού αισθήματος υπεισέρχονται τουλάχιστον τρείς βασικοί παράγοντες: μια φωτεινή πηγή, ένας παρατηρητής και ένα αντικείμενο, το οποίο παρεμβαλλόμενο ανάμεσα τους, διαμορφώνει την φωτεινή ακτινοβολία που εκπέμπει η πηγή σύμφωνα με τους νόμους της οπτικής. Φωτεινές πηγές μπορούν να χαρακτηριστούν τα σώματα τα οποία εκπέμπουν ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες με μήκη κύματος στην περιοχή του ορατού φάσματος (380-760 nanometers). Όταν μια φωτεινή ακτινοβολία προσπέσει σε ένα αντικείμενο, ένα τμήμα της θα ανακλαστεί, ένα θα απορροφηθεί και ένα άλλο πιθανόν να περάσει μέσα από αυτό. Οι τρείς αυτοί συντελεστές περιγράφονται ως συναρτήσεις του μήκους κύματος της προσπίπτουσας ακτινοβολίας για κάθε περίπτωση. ΤΟ ΧΡΩΜΑΤΙΚΟ ΑΙΣΘΗΜΑ Αυτό που κοινώς αναφέρεται ως χρώμα ενός αντικειμένου είναι, στην πραγματικότητα, η αντίληψη της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τον άνθρωπο. Η καταγραφή οποιουδήποτε οπτικού μηνύματος δεν είναι δυνατή χωρίς τη χρήση οπτικού δέκτη, εδώ είναι το ανθρώπινο μάτι. Μαζί με το οπτικό νεύρο και το αντίστοιχο οπτικό κέντρο του εγκεφάλου συνιστούν ένα μοναδικό, από άποψη λειτουργίας και συμπεριφοράς, οπτικό σύστημα καταγραφής, το οποίο προσπαθούν να αντιγράψουν όλα τα τεχνητά συστήματα οπτικών δεκτών. Το φώς είναι η βάση του χρώματος

Εκτός από τα ανατομικά, φυσιολογικά και φυσικά στοιχεία που συνδέονται με την έννοια του χρώματος, υπάρχουν και επιπλέον στοιχεία όπως τα: ψυχολογικά Απορρέουν από τη σχέση μας με το περιβάλλον κατά τη στιγμή πριν και μετά τη λήψη του ερεθίσματος αισθητικά Συνδέονται με συγκεκριμένους συνδυασμούς χρωμάτων και συνεισφέρουν στην πρόκληση ευχαρίστησης, δυσαρέσκειας κλπ συμβολικά Συνδέονται με συγκεκριμένες καταστάσεις τις οποίες η καθημερινή πρακτική έχει από κοινού αποδεχτεί όπως πχ. το πένθος του μαύρου, η καθαρότητα του λευκού κλπ. Το «χρώμα», λοιπόν, είναι το αποτέλεσμα ενός εξωτερικού ερεθίσματος (φωτεινή ακτινοβολία) στο μάτι. Εντούτοις, και παρά το ότι ο προηγούμενος καθορισμός της έννοιας του χρώματος είναι γενικά αποδεκτός, υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δημιουργείται χρωματικό αίσθημα και από άλλους ποικίλους παράγοντες όπως, για παράδειγμα, υπό την επίδραση χημικών ουσιών (ψυχοφαρμάκων ή ναρκωτικών), από πίεση του βολβού, ή ακόμη και στα όνειρα. Έτσι ενισχύεται η άποψη ότι το χρώμα δεν είναι ιδιότητα της ύλης, αλλά ένα αίσθημα που δημιουργείται από ερέθισμα ορισμένης ποιότητας και ποσότητας. Οι διάφορες χρωστικές δεν είναι οι αιτίες που δημιουργούν το αντίστοιχο αίσθημα, αλλά υλικά με τέτοιες φυσικές ιδιότητες ώστε η αλληλεπίδρασή τους με φωτεινές ακτινοβολίες να τις διαμορφώνουν με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να δημιουργούν ως εξωτερικά ερεθίσματα, τα αντίστοιχα χρωματικά αισθήματα. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Μια από τις δυσκολίες στη διδασκαλία του χρώματος, είναι ότι αυτό φαίνεται να υφίσταται σε αρκετές διαφορετικές μορφές. Στη φάση αυτή, είναι βοηθητικό να μπορεί να διακρίνει κανείς τέσσερις βασικούς τύπους χρώματος: Το υλικό χρώμα Το χρώμα από ακτινοβολία Το οπτικό χρώμα Το εννοιολογικό χρώμα

ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Μια από τις δυσκολίες στη διδασκαλία του χρώματος, είναι ότι αυτό φαίνεται να υφίσταται σε αρκετές διαφορετικές μορφές. Στη φάση αυτή, είναι βοηθητικό να μπορεί να διακρίνει κανείς τέσσερις βασικούς τύπους χρώματος: Το υλικό χρώμα Το χρώμα από ακτινοβολία Το οπτικό χρώμα Το εννοιολογικό χρώμα είναι οι φυσικές χρωστικές (οργανικές και ανόργανες όπως για παράδειγμα τα πιγμέντα ή τα υδατοδιαλυτά χρώματα κλπ.), τα φίλτρα ή οι φωτεινές πηγές που δημιουργούν την εμπειρία του χρώματος Υλικό χρώμα είναι η αίσθηση με την οποία εξισώνουμε το χρώμα με τον φυσικό κόσμο μιλώντας για χρωστικές ουσίες όπως κόκκινη καρμίνα, κάδμιο πορτοκαλί ή λευκό σεντόνι και κόκκινο ουρανό.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Μια από τις δυσκολίες στη διδασκαλία του χρώματος, είναι ότι αυτό φαίνεται να υφίσταται σε αρκετές διαφορετικές μορφές. Στη φάση αυτή, είναι βοηθητικό να μπορεί να διακρίνει κανείς τέσσερις βασικούς τύπους χρώματος: Το υλικό χρώμα Το χρώμα από ακτινοβολία Το οπτικό χρώμα Το εννοιολογικό χρώμα είναι το μίγμα των μηκών κύματος φωτός που εκπέμπεται από μία φωτεινή πηγή, ή μεταδίδεται από ένα φίλτρο ή άλλο μέσο ημιδιαφανές, ή αντανακλάται από ένα αδιαφανές υλικό όπως βαφή, μελάνη ή φωτογραφικό γαλάκτωμα Με αυτόν τον τρόπο το χρώμα καθορίζεται πολύ στενά, ως ένα φυσικό ερέθισμα ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλα φώτα ή επιφάνειες γύρω από αυτό. Το χρώμα από ακτινοβολία ορίζεται επακριβώς ως μια φασματοφωτομετρική καμπύλη, η οποία μπορεί να μετρηθεί. Κατά τη μέτρηση, η κύρια υπόθεση είναι ότι οι ιδιότητες του υλικού χρώματος δεν επηρεάζουν σημαντικά την φασματοφωτομετρική μέτρηση. Το χρώμα από ακτινοβολία δεν είναι ισοδύναμο με το υλικό χρώμα: δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε την εμπειρία του υλικού χρώματος άμεσα, αλλά μόνο μέσω της ακτινοβολίας που δημιουργεί. Το ίδιο υλικό χρώμα μπορεί να παράγει μια τεράστια ποικιλία από διαφορετικά χρώματα από ακτινοβολία, ανάλογα με τη φωτεινή πηγή, τη γωνία που θα το δούμε, την επιφάνεια που θα εφαρμοστεί κλπ.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Μια από τις δυσκολίες στη διδασκαλία του χρώματος, είναι ότι αυτό φαίνεται να υφίσταται σε αρκετές διαφορετικές μορφές. Στη φάση αυτή, είναι βοηθητικό να μπορεί να διακρίνει κανείς τέσσερις βασικούς τύπους χρώματος: Το υλικό χρώμα Το χρώμα από ακτινοβολία Το οπτικό χρώμα Το εννοιολογικό χρώμα είναι η προσωπική μας αντίληψη του χρώματος από ακτινοβολία σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο-συνήθως μια φυσική επιφάνεια σε ένα συγκεκριμένο τόπο και υπό συγκεκριμένη ένταση και λαμπρότητα Το οπτικό χρώμα κυριολεκτικά δεν υπάρχει έξω από την ατομική συνείδηση. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η χρωματική εμπειρία είναι εξαιρετικά προσωπική, αλλά διαφέρει σημαντικά μεταξύ των ατόμων, για διάφορους λόγους (γενετικούς, ηλικιακούς, περιβάλλοντος κλπ.). Επιπλέον, το ίδιο χρώμα από ακτινοβολία μπορεί να εμφανιστεί ως πολύ διαφορετικό οπτικό χρώμα, ανάλογα με την ένταση του φωτός και το πλαίσιο μέσα στο οποίο έχει ιδωθεί. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η σύνδεση μεταξύ ενός υλικού χρώματος και του οπτικού χρώματος μπορεί να είναι εξαιρετικά μεταβλητή μεταξύ των διαφόρων ατόμων καθώς και των πλαισίων θέασης. Αν και το οπτικό χρώμα είναι προσωπικό, δεν πρέπει να είναι και ιδιωτικό. Μπορούμε να επικοινωνούμε αρκετά αξιόπιστα μέσω του οπτικού χρώματος με άλλους ανθρώπους μέσα από μια ποικιλία στρατηγικών προδιαγραφών, αρκεί να τηρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Όταν πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις, τα οπτικά χρώματα μπορούν να καθοριστούν με μαθηματική ακρίβεια είτε μέσω των τριών χαρακτηριστικών του χρώματος (απόχρωση, αξία, κορεσμός), είτε με τη μορφή ενός κωδικού στα ψηφιακά χρώματα, είτε με το ταίριασμα ενός δείγματος υλικού χρώματος με το χρωματολόγιο ενός έγκυρου χρωματικού άτλαντα. Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι προκειμένου να προσδιοριστεί το οπτικό χρώμα.

ΒΑΣΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Μια από τις δυσκολίες στη διδασκαλία του χρώματος, είναι ότι αυτό φαίνεται να υφίσταται σε αρκετές διαφορετικές μορφές. Στη φάση αυτή, είναι βοηθητικό να μπορεί να διακρίνει κανείς τέσσερις βασικούς τύπους χρώματος: Το υλικό χρώμα Το χρώμα από ακτινοβολία Το οπτικό χρώμα Το εννοιολογικό χρώμα είναι το χρώμα ως αφηρημένη έννοια, σα μια ανάμνηση, σα μια ετικέτα χρώματος που θυμίζει ένα οπτικό ή υλικό χρώμα που δεν είναι παρόν σα φυσικό πρότυπο ή οπτική αντίληψη. Είναι το χρώμα που ορίζεται κατά κύριο λόγο μέσω της γλώσσας, της μνήμης, και της συνήθειας Στην επικοινωνία μπορεί να είναι μεμονωμένες λέξεις (Citron, Ultramarine), περιγραφές (λαμπερό σκούρο μπλε ή μπλε του ουρανού, πράσινο της θάλασσας κλπ.), χρώματα στη χρωματική θεωρία (πρωταρχικά, δευτερεύοντα, τριτεύοντα), ένα φανταστικό ή ένα μεταφορικό χρώμα (χρυσό ηλιοβασίλεμα), και πολλά άλλα. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες κατηγορίες, τα εννοιολογικά χρώματα είναι απλουστεύσεις γιατί: (1) εφαρμόζονται εξίσου σε πολλά διαφορετικά είδη υλικού ή οπτικού χρώματος (το μπλε μπορεί να αναφέρεται σε μάτια, ουρανούς, σε λουλούδια, υφάσματα, κεραμικά, βαφές, κλπ). (2) μπορούν να αναφέρονται σε χρώματα που είναι άγνωστα στο πρόσωπο στο οποίο περιγράφονται. (3) δεν λαμβάνουν υπόψη παραλλαγές που παράγονται από τις ατομικές διαφορές στην χρωματική ευαισθησία και στις συνθήκες θέασης. (4) υποθέτουν ότι οι περιγραφές χρωμάτων σημαίνουν περίπου το ίδιο πράγμα σε όλους τους ανθρώπους. Αυτές οι απλουστεύσεις κάνουν τα εννοιολογικά χρώματα πολύ χρήσιμα στο πλαίσιο της επικοινωνίας, αλλά αναξιόπιστα ως βάση για να καθορίσουν το χρώμα για οποιοδήποτε συγκεκριμένο σκοπό. Είναι εξαιρετικά χρήσιμο να έχετε κατά νου τις διαφορές μεταξύ των βασικών κατηγοριών των χρωμάτων όταν σκεφτόσαστε το χρώμα σε όλη την διάρκεια της χρωματικής θεωρίας

χροιά hue ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ κορεσμός saturation αξία value λίγο κορεσμένο χαμηλή αξία πολύ κορεσμένο υψηλή αξία Στον ορισμό της έννοιας του χρώματος αναφερθήκαμε στο ερέθισμα (φωτεινή ακτινοβολία) και το αποτέλεσμά του που είναι το χρωματικό αίσθημα (χρώμα). Η σχέση μεταξύ τους μπορεί να εξεταστεί και να προκύψουν κάποιες ιδιότητες και παράμετροι που χαρακτηρίζουν είτε το χρώμα είτε το ερέθισμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά: Τα αντικειμενικά σχετίζονται με το ερέθισμα και αναφέρονται σε στοιχεία της Φυσικής (φωτομετρικά μεγέθη, μήκη κύματος ακτινοβολιών, θερμοκρασία χρώματος της φωτεινής πηγής κλπ) Τα υποκειμενικά χαρακτηρίζουν το χρωματικό αίσθημα και είναι η απόχρωση ή χροιά, ο βαθμός κόρου ή κορεσμός και η αξία ή λαμπρότητα ή φωτεινότητα

χροιά hue ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ κορεσμός saturation αξία value λίγο κορεσμένο χαμηλή αξία πολύ κορεσμένο υψηλή αξία Με τους όρους απόχρωση ή χροιά αναφερόμαστε στα διακριτά μέρη του φάσματος. Ουσιαστικά, αναφερόμαστε σε εκείνο από τα απλά χρώματα που συνεισφέρει περισσότερο στη δημιουργία ενός σύνθετου χρώματος. Όροι όπως κόκκινο, μπλε-πράσινο και μωβ, όλοι ορίζουν την απόχρωση ενός δοσμένου χρώματος. Στον ορισμό της έννοιας του χρώματος αναφερθήκαμε στο ερέθισμα (φωτεινή ακτινοβολία) και το αποτέλεσμά του που είναι το χρωματικό αίσθημα (χρώμα). Η σχέση μεταξύ τους μπορεί να εξεταστεί και να προκύψουν κάποιες ιδιότητες και παράμετροι που χαρακτηρίζουν είτε το χρώμα είτε το ερέθισμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά: Τα αντικειμενικά σχετίζονται με το ερέθισμα και αναφέρονται σε στοιχεία της Φυσικής (φωτομετρικά μεγέθη, μήκη κύματος ακτινοβολιών, θερμοκρασία χρώματος της φωτεινής πηγής κλπ) Τα υποκειμενικά χαρακτηρίζουν το χρωματικό αίσθημα και είναι η απόχρωση ή χροιά, ο βαθμός κόρου ή κορεσμός και η αξία ή λαμπρότητα ή φωτεινότητα

χροιά hue ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ κορεσμός saturation αξία value λίγο κορεσμένο χαμηλή αξία πολύ κορεσμένο Στην καθημερινή πρακτική συναντάμε αποκλειστικά σύνθετα χρώματα. Απλά χρώματα έχουμε στις περιπτώσεις που το ερέθισμα είναι αυστηρά μονοχρωματική ακτινοβολία (ακτινοβολία ενός laser) υψηλή αξία Ο βαθμός κόρου αναφέρεται στην «καθαρότητα» του χρώματος σε σχέση με το απλό που καθορίζει την απόχρωσή του. Η απόχρωση και ο βαθμός κόρου καθορίζουν την «ποιότητα» (ή αλλιώς την χρωματικότητα) του χρώματος. Στα χρώματα της ζωγραφικής, ο κορεσμός αντιπροσωπεύει τον βαθμό διαφοροποίησης μεταξύ ενός έτοιμου χρώματος (συσκευασία) και ενός χρώματος που η απόχρωσή του έχει αναμιχθεί με μαύρο, λευκό, γκρίζο ή συμπληρωματικό χρώμα. Ο κορεσμός ενός χρώματος λέγεται χαμηλότερος όσο βρίσκεται περισσότερο διαλυμένο με αυτά. Στον ορισμό της έννοιας του χρώματος αναφερθήκαμε στο ερέθισμα (φωτεινή ακτινοβολία) και το αποτέλεσμά του που είναι το χρωματικό αίσθημα (χρώμα). Η σχέση μεταξύ τους μπορεί να εξεταστεί και να προκύψουν κάποιες ιδιότητες και παράμετροι που χαρακτηρίζουν είτε το χρώμα είτε το ερέθισμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά: Τα αντικειμενικά σχετίζονται με το ερέθισμα και αναφέρονται σε στοιχεία της Φυσικής (φωτομετρικά μεγέθη, μήκη κύματος ακτινοβολιών, θερμοκρασία χρώματος της φωτεινής πηγής κλπ) Τα υποκειμενικά χαρακτηρίζουν το χρωματικό αίσθημα και είναι η απόχρωση ή χροιά, ο βαθμός κόρου ή κορεσμός και η αξία ή λαμπρότητα ή φωτεινότητα

χροιά hue ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ κορεσμός saturation αξία value λίγο κορεσμένο χαμηλή αξία πολύ κορεσμένο υψηλή αξία Η λαμπρότητα ή φωτεινότητα ή αξία χαρακτηρίζουν την ένταση του δημιουργούμενου αισθήματος αλλά και την ένταση του εξωτερικού ερεθίσματος. Είναι η διάκριση μεταξύ ενός ανοιχτού και ενός σκούρου χρώματος. Η αξία περιγράφεται συνήθως με τη βοήθεια μιας κλίμακας γκρίζων (γνωστή ως τονική κλίμακα) που ξεκινούν από το λευκό και φτάνουν ως το μαύρο. Η τιμή της σχετικής λαμπρότητας μπορεί να καθοριστεί. Όσο μεγαλύτερη είναι, τόσο πιο λαμπρό ή φωτεινό είναι ένα χρώμα Στον ορισμό της έννοιας του χρώματος αναφερθήκαμε στο ερέθισμα (φωτεινή ακτινοβολία) και το αποτέλεσμά του που είναι το χρωματικό αίσθημα (χρώμα). Η σχέση μεταξύ τους μπορεί να εξεταστεί και να προκύψουν κάποιες ιδιότητες και παράμετροι που χαρακτηρίζουν είτε το χρώμα είτε το ερέθισμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά: Τα αντικειμενικά σχετίζονται με το ερέθισμα και αναφέρονται σε στοιχεία της Φυσικής (φωτομετρικά μεγέθη, μήκη κύματος ακτινοβολιών, θερμοκρασία χρώματος της φωτεινής πηγής κλπ) Τα υποκειμενικά χαρακτηρίζουν το χρωματικό αίσθημα και είναι η απόχρωση ή χροιά, ο βαθμός κόρου ή κορεσμός και η αξία ή λαμπρότητα ή φωτεινότητα

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ Υπάρχουν όμως και χρώματα τα οποία δεν παρουσιάζουν ούτε απόχρωση ούτε βαθμό κόρου. Τα χρώματα αυτά ονομάζονται αχρωματικά ή ουδέτερα και είναι το άσπρο το μαύρο και όλα τα γκρι. Στον ορισμό της έννοιας του χρώματος αναφερθήκαμε στο ερέθισμα (φωτεινή ακτινοβολία) και το αποτέλεσμά του που είναι το χρωματικό αίσθημα (χρώμα). Η σχέση μεταξύ τους μπορεί να εξεταστεί και να προκύψουν κάποιες ιδιότητες και παράμετροι που χαρακτηρίζουν είτε το χρώμα είτε το ερέθισμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά: Τα αντικειμενικά σχετίζονται με το ερέθισμα και αναφέρονται σε στοιχεία της Φυσικής (φωτομετρικά μεγέθη, μήκη κύματος ακτινοβολιών, θερμοκρασία χρώματος της φωτεινής πηγής κλπ) Τα υποκειμενικά χαρακτηρίζουν το χρωματικό αίσθημα και είναι η απόχρωση ή χροιά, ο βαθμός κόρου ή κορεσμός και η αξία ή λαμπρότητα ή φωτεινότητα

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ Η περιγραφή ενός χρώματος δεν είναι, επομένως, παρά ο ακριβής προσδιορισμός των χαρακτηριστικών του παραγόντωνυποκειμενικών και αντικειμενικών. Στην πράξη, η μέτρηση της απόχρωσης, της λαμπρότητας και του βαθμού κόρου, με την έννοια της χρήσης κάποιων πειραματικών, μετρητικών συσκευών, δεν είναι δυνατή, μια και οι παράγοντες αυτοί είναι υποκειμενικοί και εξαρτώνται άμεσα από τον βαθμό ανάπτυξης της λειτουργίας της όρασης κάθε παρατηρητή. Εκείνο που μπορεί να γίνει είναι να περιγράψει κανείς τους παράγοντες αυτούς με κάποιο τυποποιημένο τρόπο (χρωματικά συστήματα) ή να υπολογίσει χρωματικές διαφορές συγκρίνοντας δυο ή περισσότερα χρώματα. Στον ορισμό της έννοιας του χρώματος αναφερθήκαμε στο ερέθισμα (φωτεινή ακτινοβολία) και το αποτέλεσμά του που είναι το χρωματικό αίσθημα (χρώμα). Η σχέση μεταξύ τους μπορεί να εξεταστεί και να προκύψουν κάποιες ιδιότητες και παράμετροι που χαρακτηρίζουν είτε το χρώμα είτε το ερέθισμα. Τα χαρακτηριστικά αυτά διακρίνονται σε αντικειμενικά και υποκειμενικά: Τα αντικειμενικά σχετίζονται με το ερέθισμα και αναφέρονται σε στοιχεία της Φυσικής (φωτομετρικά μεγέθη, μήκη κύματος ακτινοβολιών, θερμοκρασία χρώματος της φωτεινής πηγής κλπ) Τα υποκειμενικά χαρακτηρίζουν το χρωματικό αίσθημα και είναι η απόχρωση ή χροιά, ο βαθμός κόρου ή κορεσμός και η αξία ή λαμπρότητα ή φωτεινότητα

Ο άνθρωπος, είναι ικανός να διαχωρίζει τις αλλαγές στην ποιότητα και την ποσότητα της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και να τη μεταφράζει ως αίσθηση του χρώματος και της φωτεινότητας. Δεδομένου ότι όλα τα αντικείμενα είναι άχρωμα, η αίσθηση του χρώματος επινοείται μόνο στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Αυτό το γεγονός είναι ιδιαίτερα σημαντικό μιας και εξηγεί πολλά φαινόμενα σχετιζόμενα με το χρώμα Τα χρώματα που αντιλαμβανόμαστε σχετίζονται αφενός με τα μήκη κύματος του φωτός που αντανακλάται, απορροφάται ή εκπέμπεται από τις χρωστικές ουσίες των αντικειμένων του ορατού κόσμου και αφετέρου από τη δομή και τη σύνθεση του φωτός. Επιπλέον η παρατήρηση ενός χρώματος είναι ένα κατεξοχήν υποκειμενικό συναίσθημα. Διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να κατατάξουν διαφορετικά το ίδιο χρώμα ακόμα και αν συντρέχουν οι ίδιες συνθήκες παρατήρησης. Η ύπαρξη περιβάλλοντος χώρου με διαφορετικά χρώματα, η ηλικία και η χώρα όπου ζει κάποιος μπορούν να επηρεάσουν την αντίληψη των χρωμάτων. Με άλλα λόγια η αίσθηση του χρώματος είναι μία πολύπλοκη διαδικασία. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Η διαδικασία της αντίληψης των χρωμάτων είναι ειδική λειτουργία του μηχανισμού της όρασης που έχει σκοπό την αναγνώριση των διαφόρων μηκών κύματος που συνθέτουν τις ακτινοβολίες του ορατού φάσματος. Για τη δημιουργία των χρωμάτων δεν είναι απαραίτητα όλα τα μήκη κύματος του ορατού φωτός αλλά μόνο ορισμένα από αυτά, τα βασικά ή πρωτογενή (primary colors) από τα οποία μπορούμε να συνθέσουμε τα υπόλοιπα (δευτερογενή, τριτογενή κλπ.). Όταν όλα τα βασικά χρώματα από ακτινοβολία συνδυάζονται, δημιουργούν το λευκό.

ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Όταν αναμιγνύονται δυο ή περισσότερα χρώματα, δημιουργείται ένα νέο (σύνθετο) χρώμα με χαρακτηριστικά (υποκειμενικά και αντικειμενικά) τα οποία οπωσδήποτε σχετίζονται με εκείνα των αναμιγνυόμενων χρωμάτων. Ο τρόπος ανάμιξης των χρωμάτων βασίζεται πάντοτε σε κάποιους συγκεκριμένους κανόνες αρχές γι αυτό και διακρίνουμε διάφορες μεθόδους χρωματικής ανάμιξης. Θα αναφερθούμε στις πιο γνωστές και ιδιαίτερα αυτές που βρίσκουν εφαρμογή στο σχεδιασμό. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη

Είναι η πιο κοινή μέθοδος ανάμειξης των χρωμάτων και αντιγράφει τον τρόπο δημιουργίας χρωματικού αισθήματος από το ανθρώπινο μάτι. Οποιοδήποτε σύνθετο χρώμα αναπαράγεται αναμειγνύοντας ποσότητες τριών κατάλληλα επιλεγμένων ακτινοβολιών. Ξεκινώντας από την κατάσταση του σκότους «προσθέτουμε» σταδιακά τις ποσότητες των χρωμάτων αυτών, γι αυτό και η μέθοδος ονομάστηκε προσθετική. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Στην προσθετική μίξη το Οπτική χρωματική μίξη μπλε, το πράσινο και το Πλήρης μίξη κόκκινο θεωρούνται βασικά χρώματα. Εδώ η προσθετική μίξη ανά δυο βασικών χρωμάτων δίνει τα δευτερογενή, κίτρινο, κυανό, ματζέντα. Τα βασικά και τα δευτερογενή χρώματα όταν αναμιχθούν σε ίσες ποσότητες προσθετικά, δίνουν λευκό. RGB Χαρακτηριστική περίπτωση τεχνολογικής εφαρμογής της προσθετικής ανάμιξης των χρωμάτων είναι το σύστημα δημιουργίας της εικόνας στις έγχρωμες οθόνες (τηλεόραση, υπολογιστές).

Με τη μέθοδο αυτή το χρωματικό αίσθημα παράγεται, αφού αφαιρεθεί (με τη βοήθεια φίλτρων) από κάποια υπάρχουσα ακτινοβολία (συνήθως λευκή) ένα τμήμα της ενέργειάς της, που αντιστοιχεί σε μια ή περισσότερες φασματικές περιοχές. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Στην αφαιρετική μίξη το Πλήρης μίξη κίτρινο (αφαιρέτης του μπλε αφού αφήνει να περάσουν ή να ανακλαστούν οι κόκκινες και πράσινες ακτινοβολίες), η ματζέντα (αφαιρέτης του πράσινου) και τo κυανό (αφαιρέτης του κόκκινου) θεωρούνται ως βασικά χρώματα γιατί είναι οι σωστοί αφαιρέτες των τριών CMY βασικών της προσθετικής μεθόδου. Ως βάση λαμβάνεται πάντοτε το αχρωματικό λευκό. Στην αφαιρετική μέθοδο στηρίζεται η έγχρωμη φωτογραφία και, εν μέρει, η έγχρωμη εκτύπωση. Το κοινό στοιχείο στις απεικονίσεις της προσθετικής και αφαιρετικής μεθόδου είναι ότι και στις δυο υπάρχουν τα ίδια χρώματα με τη διαφορά ότι στο κέντρο της αφαιρετικής εμφανίζεται μαύρο αντί του άσπρου, γιατί στην περίπτωση αυτή όλη η φωτεινή ακτινοβολία έχει απορροφηθεί.

Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Τυπικό παράδειγμα οπτικής χρωματικής μίξης είναι οι έγχρωμες ραστεροποιημένες εικόνες διαφόρων εντύπων. Εδώ αύξηση ή μείωση του εμβαδού μιας κουκίδας σημαίνει αύξηση ή μείωση του ποσοστού συμμετοχής του χρώματος της κουκίδας στη δημιουργία του τελικού σύνθετου χρώματος.

Seurat. La parade, λεπτομέρεια ΙΣΑΓΩΓΗ Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Το φαινόμενο της οπτικής χρωματικής συγχώνευσης ερευνήθηκε από τον Seurat στους ζωγραφισμένους με μικρές πινελιές πίνακές του, οι οποίοι ποικίλουν αξιοσημείωτα σε χρώμα και τόνο, αν και ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερις αποχρώσεις -κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο-και τοποθετούσε το χρώμα με μικρά, αιχμηρά πινέλα. Εκείνος, καθώς και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ερεύνησαν τη διαδικασία ανάμιξης, αντίθεσης και οργάνωσης χρωματικών κηλίδων που συντελούνταν μπροστά στα μάτια του θεατή.

Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη Signac. Clipper ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Το φαινόμενο της οπτικής χρωματικής συγχώνευσης ερευνήθηκε από τον Seurat στους ζωγραφισμένους με μικρές πινελιές πίνακές του, οι οποίοι ποικίλουν αξιοσημείωτα σε χρώμα και τόνο, αν και ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερις αποχρώσεις -κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο-και τοποθετούσε το χρώμα με μικρά, αιχμηρά πινέλα. Εκείνος καθώς και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ερεύνησαν τη διαδικασία ανάμιξης, αντίθεσης και οργάνωσης χρωματικών κηλίδων που συντελούνταν μπροστά στα μάτια του θεατή.

Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη Van Gogh. Self portrait, λεπτομέρεια ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Το φαινόμενο της οπτικής χρωματικής συγχώνευσης ερευνήθηκε από τον Seurat στους ζωγραφισμένους με μικρές πινελιές πίνακές του, οι οποίοι ποικίλουν αξιοσημείωτα σε χρώμα και τόνο, αν και ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερις αποχρώσεις -κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο-και τοποθετούσε το χρώμα με μικρά, αιχμηρά πινέλα. Εκείνος καθώς και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ερεύνησαν τη διαδικασία ανάμιξης, αντίθεσης και οργάνωσης χρωματικών κηλίδων που συντελούνταν μπροστά στα μάτια του θεατή.

Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Signac. Palais Avignon Το φαινόμενο της οπτικής χρωματικής συγχώνευσης ερευνήθηκε από τον Seurat στους ζωγραφισμένους με μικρές πινελιές πίνακές του, οι οποίοι ποικίλουν αξιοσημείωτα σε χρώμα και τόνο, αν και ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερις αποχρώσεις -κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο-και τοποθετούσε το χρώμα με μικρά, αιχμηρά πινέλα. Εκείνος καθώς και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ερεύνησαν τη διαδικασία ανάμιξης, αντίθεσης και οργάνωσης χρωματικών κηλίδων που συντελούνταν μπροστά στα μάτια του θεατή.

Roy Lichtenstein 1969. Haystacks Claude Monet.1891. Haystacks (sunset) ΙΣΑΓΩΓΗ Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Το φαινόμενο της οπτικής χρωματικής συγχώνευσης ερευνήθηκε από τον Seurat στους ζωγραφισμένους με μικρές πινελιές πίνακές του, οι οποίοι ποικίλουν αξιοσημείωτα σε χρώμα και τόνο, αν και ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε μόνο τέσσερις αποχρώσεις -κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο-και τοποθετούσε το χρώμα με μικρά, αιχμηρά πινέλα. Εκείνος καθώς και όλοι οι ιμπρεσιονιστές ερεύνησαν τη διαδικασία ανάμιξης, αντίθεσης και οργάνωσης χρωματικών κηλίδων που συντελούνταν μπροστά στα μάτια του θεατή.

Η οπτική χρωματική μίξη αποτελεί σύνθεση της προσθετικής και αφαιρετικής μίξης και βασίζεται στην περιορισμένη διακριτική ικανότητα του ανθρώπινου ματιού. Το μάτι δεν μπορεί να διακρίνει μικρών διαστάσεων χρωματισμένες επιφάνειες από μια συγκεκριμένη απόσταση, η οποία είναι συνάρτηση του μεγέθους των επιφανειών αυτών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται χρωματικό αίσθημα από την οπτική ανάμιξή τους. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη Είναι η αρχή στην οποία βασίζεται η εκτύπωση των έγχρωμων εικόνων. Μια έγχρωμη εικόνα αναλύεται (διαχωρίζεται) σε τέσσερις επιμέρους εικόνες για κάθε ένα από τα βασικά χρώματα των εκτυπώσεων (C,M,Y, K) Οι εικόνες αυτές, στη συνέχεια, τυπώνονται κατά σειρά και με απόλυτη σύμπτωση των σημείων τους, δημιουργώντας τελικά την τυπωμένη εικόνα.

Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, χρησιμοποιείται κυρίως από τους ζωγράφους, αναμιγνύουμε αδιαφανείς χρωστικές και με τα μίγματα αυτά επικαλύπτουμε μια επιφάνεια. Αλλά, όταν δυο ή περισσότερα υλικά χρώματα αναμιχθούν φυσικά, όλες οι φυσικές ιδιότητες των ουσιών που αλληλεπιδρούν, συνδυάζονται με απροσδόκητους τρόπους και παράγουν ένα πολύ απρόσμενο αποτέλεσμα στο οπτικό χρώμα. Ένας καλλιτέχνης γνωρίζει από την εμπειρία του πως η πεποίθηση ότι από τα πρωτογενή μπορούν να παραχθούν όλα τα χρώματα είναι ανεπαρκής περιγραφή της εμπειρίας χρώματος. Τα τρία βασικά χρώματα που χρησιμοποιούμε για να παράξουμε χρωματικά μίγματα είναι όλα ατελή: δεν μπορούν να συνδυάσουν όλα τα χρώματα. ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΝΑΜΙΞΗΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Προσθετική μίξη Αφαιρετική μίξη Οπτική χρωματική μίξη Πλήρης μίξη Με την πλήρη μίξη το ενδιαφέρον εστιάζεται στην δημιουργία μιας βασικής παλέτας η οποία να δίνει έμφαση στα λεγόμενα πρωτεύοντα/βασικά χρώματα και τις αναμίξεις τους. Σύμφωνα με την κλασσική παραδοσιακή RYB θεωρία, η οποία προέρχεται από τα μίγματα στη ζωγραφική, η παλέτα βασίζεται στα αφαιρετικά πρωταρχικά χρώματα και το RYB (κόκκινο, κίτρινο, μπλέ) χρωματικό μοντέλο. Αυτό το μοντέλο κυρίως χρησιμοποιείται στην τέχνη, το σχεδιασμό, την εκπαίδευση και ιδιαίτερα στη ζωγραφική.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Το μοντέλο RYB προηγήθηκε της μοντέρνας χρωματικής θεωρίας η οποία έχει αποδείξει ότι η ματζέντα, το κίτρινο και το κυανό (CMY) αποτελεί το καλύτερο σύνολο, οι μίξεις του οποίου μπορεί να δώσουν την ευρύτερη γκάμα υψηλής «χρωματικότητας» χρωμάτων. Εντούτοις, το μοντέλο CMYK επικράτησε, σχεδόν αποκλειστικά, στον τομέα των εκτυπώσεων και της έγχρωμης φωτογραφίας. Η απαρχή της παραδοσιακής θεωρίας βρίσκεται στα πειράματα με το φώς του Νεύτωνα, ο οποίος αναγνώρισε ότι χρώματα μπορούν να δημιουργηθούν αναμιγνύοντας τα πρωτογενή χρώματα. Το μοντέλο του Νεύτωνα, στο οποίο αποτύπωνε τις γεωμετρικές σχέσεις των πρωτευόντων, χρησιμοποιήθηκε αργότερα (1725) στις εκτυπώσεις, από τον J., C., Le Blon. Το μοντέλο RYB, τον 18 ο αι., έγινε το θεμέλιο των θεωριών της έγχρωμης όρασης καθώς βασικές αισθητικές ιδιότητες έτσι όπως τις αντιλαμβανόμαστε ισχύουν για τις χρωστικές ουσίες και τις φυσικές αναμίξεις τους. Την ίδια εποχή, οι θεωρίες αυτές ενισχύθηκαν μετά από έρευνες μιας ποικιλίας καθαρά ψυχολογικών χρωματικών εφέ και ειδικότερα την αντίθεση των «συμπληρωματικών» χρωμάτων. Αυτές οι ιδέες και πολλές άλλες παρατηρήσεις σχετικά με το χρώμα συνοψίστηκαν σε δύο θεμελιώδεις, για τη θεωρία του χρώματος, μελέτες: τη «Θεωρία των Χρωμάτων» (1810) του γερμανού Johann Wolfgang von Goethe, και το «Νόμο της Ταυτόχρονης Αντίθεσης των Χρωμάτων» (1839) του γάλλου χημικού Michel Eugène Chevreul.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Το μοντέλο RYB προηγήθηκε της μοντέρνας χρωματικής θεωρίας η οποία έχει αποδείξει ότι η ματζέντα, το κίτρινο και το κυανό (CMY) αποτελεί το καλύτερο σύνολο, οι μίξεις του οποίου μπορεί να δώσουν την ευρύτερη γκάμα υψηλής «χρωματικότητας» χρωμάτων. Εντούτοις, το μοντέλο CMYK επικράτησε, σχεδόν αποκλειστικά, στον τομέα των εκτυπώσεων και της έγχρωμης φωτογραφίας. Ακολούθως, και μόλις στα τέλη του 19ου αι., καθιερώθηκε ότι η αντίληψη του χρώματος περιγράφεται καλύτερα από ένα νέο σύνολο βασικών χρωμάτων, το RGB και της προσθετικής μίξης, παρά της αφαιρετικής μίξης μονοχρωματικών ακτινοβολιών. Είναι χαρακτηριστικό, ότι με βάση τους περιοριστικούς κανόνες της φυσικής και της χημείας, η αφαιρετική θεωρία του χρώματος δεν υπάρχει καθόλου ενώ σύμφωνα με την προσθετική μίξη των χρωμάτων, το χρώμα, αλλά μόνο αυτό που προέρχεται από ακτινοβολία, μπορεί να περιγραφεί και να καταταχτεί με εξαιρετική ακρίβεια. Σε ότι αφορά την πλήρη ανάμιξη, πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν ισχύει κάποιο μοντέλο «Δόγμα» το οποίο να είναι κοινά αποδεκτό. Αντίθετα, μελετώνται διάφορα μοντέλα τα οποία επιχειρούν να επιλύσουν δυσκολίες που αντιμετωπίζουν σχετικά με το χρώμα οι ζωγράφοι, ενώ οι περισσότερες επιστημονικές έρευνες εστιάζουν κυρίως το ενδιαφέρον σε έρευνες σχετικές με τις τεχνολογικές εφαρμογές (τηλεόραση, υπολογιστές).

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Το μοντέλο RYB προηγήθηκε της μοντέρνας χρωματικής θεωρίας η οποία έχει αποδείξει ότι η ματζέντα, το κίτρινο και το κυανό (CMY) αποτελεί το καλύτερο σύνολο, οι μίξεις του οποίου μπορεί να δώσουν την ευρύτερη γκάμα υψηλής «χρωματικότητας» χρωμάτων. Εντούτοις, το μοντέλο CMYK επικράτησε, σχεδόν αποκλειστικά, στον τομέα των εκτυπώσεων και της έγχρωμης φωτογραφίας. Πρακτικά προβλήματα στην αφαιρετική μίξη Χρησιμοποιώντας κόκκινο, κίτρινο, μπλε ως πρωταρχικά αποδίδεται μια σχετικά μικρή κλίμακα αποχρώσεων Ζωηρόχρωμα πράσινα, κυανά και ματζέντες είναι αδύνατο να προκύψουν από τις αναμίξεις των κίτρινου, κόκκινου, μπλε Οι περισσότεροι ζωγράφοι περιλαμβάνουν στις παλέτες τους χρώματα, που δεν μπορούν να προκύψουν από αναμίξεις των κίτρινου, κόκκινου και μπλε, και ως εκ τούτου δεν ταιριάζουν στο μοντέλο RYB Σύμφωνα με την αφαιρετική μίξη και το μοντέλο CMY, η ανάμιξη κίτρινου και κυανού παράγει πράσινα χρώματα, η ανάμειξη κίτρινου με ματζέντα παράγει κόκκινα, και η ανάμιξη ματζέντα με κυανό παράγει μπλε. Στη θεωρία, η ανάμιξη ίσων ποσοτήτων και των τριών χρωστικών θα πρέπει να παράγουν γκρι με αποτέλεσμα το μαύρο, όταν και οι τρεις αποχρώσεις εφαρμόζονται με επαρκή πυκνότητα. Στην πράξη όμως έχουν την τάση να παράγουν λασπώδη καφέ χρώματα. Για το λόγο αυτό, και για εξοικονόμηση μελάνης, μια τέταρτη χρωστική, το μαύρο, συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τα: κυανό, ματζέντα, κίτρινο. Το μοντέλο που προκύπτει είναι το λεγόμενο χρωματικό μοντέλο CMYK.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Πρακτικά προβλήματα στην αφαιρετική μίξη Το μοντέλο RYB προηγήθηκε της μοντέρνας χρωματικής θεωρίας η οποία έχει αποδείξει ότι η ματζέντα, το κίτρινο και το κυανό (CMY) αποτελεί το καλύτερο σύνολο, οι μίξεις του οποίου μπορεί να δώσουν την ευρύτερη γκάμα υψηλής «χρωματικότητας» χρωμάτων. Εντούτοις, το μοντέλο CMYK επικράτησε, σχεδόν αποκλειστικά, στον τομέα των εκτυπώσεων και της έγχρωμης φωτογραφίας. Στην πράξη, τα μίγματα χρωστικών της αφαιρετικής μίξης σε πραγματικά υλικά όπως τα χρώματα ζωγραφικής, τείνουν να είναι πιο περίπλοκα. Φωτεινότερα ή περισσότερα κορεσμένα χρώματα μπορούν να δημιουργηθούν χρησιμοποιώντας φυσικές χρωστικές ουσίες αντί των αναμίξεων, και φυσικές ιδιότητες των χρωστικών μπορεί να παρέμβουν στην ανάμιξη. Για παράδειγμα, η ανάμειξη ματζέντα και πράσινου ακρυλικού δημιουργεί ένα σκούρο κυανό-κάτι που δεν θα συνέβαινε αν η διαδικασία ανάμιξης ήταν απολύτως αφαιρετική. Στα αφαιρετικά μοντέλα CMYK και RYB, προσθέτοντας λευκό σε ένα χρώμα, δεν αλλάζει η απόχρωση του χρώματος, αλλά μειώνεται ο κορεσμός του. Στα μοντέλα αυτά οι αποχρώσεις και τα μίγματα λειτουργούν καλύτερα όταν η βασική επιφάνεια ή το χαρτί είναι λευκά, ή κοντά σε αυτό.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Πρακτικά προβλήματα στην αφαιρετική μίξη Είναι γεγονός, ότι οι ζωγράφοι ανέκαθεν χρησιμοποιούν περισσότερα από τρία βασικά χρώματα στις παλέτες τους ενώ από πολλούς θεωρείται ότι τέσσερα είναι τα «ψυχολογικά», όπως χαρακτηριστικά ονομάζονται, βασικά χρώματα: το κόκκινο, το κίτρινο, το μπλε και το πράσινο, με το μαύρο και το λευκό να προστίθενται περιστασιακά στα προηγούμενα σύνολα. Πρόκειται για ένα μοντέλο που προσεγγίζει τη γκάμα RGB και βασίζεται στη θεωρία της έγχρωμης όρασης που αναφέρει ότι το ανθρώπινο οπτικό σύστημα ερμηνεύει πληροφορίες σχετικά με το χρώμα με έναν ανταγωνιστικό τρόπο. Το Natural Color System (NCS) αποτελεί ένα αντιληπτικής διαδικασίας μοντέλο που δημοσιεύτηκε στη Σουηδία από το Scandinavian Colour Institute NCS Στην πράξη, τα μίγματα χρωστικών της αφαιρετικής μίξης σε πραγματικά υλικά όπως τα χρώματα ζωγραφικής, τείνουν να είναι πιο περίπλοκα. Φωτεινότερα ή περισσότερα κορεσμένα χρώματα μπορούν να δημιουργηθούν χρησιμοποιώντας φυσικές χρωστικές ουσίες αντί των αναμίξεων, και φυσικές ιδιότητες των χρωστικών μπορεί να παρέμβουν στην ανάμιξη. Για παράδειγμα, η ανάμειξη ματζέντα και πράσινου ακρυλικού δημιουργεί ένα σκούρο κυανό-κάτι που δεν θα συνέβαινε αν η διαδικασία ανάμιξης ήταν απολύτως αφαιρετική. Στα αφαιρετικά μοντέλα CMYK και RYB, προσθέτοντας λευκό σε ένα χρώμα, δεν αλλάζει η απόχρωση του χρώματος, αλλά μειώνεται ο κορεσμός του. Στα μοντέλα αυτά οι αποχρώσεις και τα μίγματα λειτουργούν καλύτερα όταν η βασική επιφάνεια ή το χαρτί είναι λευκά, ή κοντά σε αυτό.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Ο δωδεκαμερής χρωματικός κύκλος του Johannes Itten Η παραδοσιακή χρωματική θεωρία είναι πολύ διαδεδομένη μέσω της χρωματικής θεωρίας που ανέπτυξε για τους μαθητές του ο Johannes Itten και η οποία βασίζεται στο μοντέλο RYB και στις επτά χρωματικές αντιθέσεις. Η διδασκαλία που αναπτύσσεται από τον Johannes Itten είναι μια αισθητική διδασκαλία των χρωμάτων που περιλαμβάνει τους στοιχειώδεις νόμους των χρωματικών εντυπώσεων και προήλθε από τη εμπειρία και την παρατήρηση ενός ζωγράφου. Για τον καλλιτέχνη αλλά και για τον σχεδιαστή είναι αποφασιστική η εντύπωση των χρωμάτων. Έτσι λοιπόν η προηγούμενη διδασκαλία λαμβάνει υπόψη της την υποκειμενική αίσθηση που συνδέεται με το αντικειμενικό χρώμα, τη φυσική και τη συναισθηματική αξία των χρωμάτων. Η μελέτη της θεωρίας αυτής μπορεί να βοηθήσει το φοιτητή να καταλάβει τη λειτουργία των αντίθετων χρωμάτων.

Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ Τα Χρωματικά Διαγράμματα του Damien Hirst Παρακαλώ επισκεφτείτε την επίσημη ιστοσελίδα του Damien Hirst http://www.damienhirst.com/artworks/catalogue?category=41 το 2012 ο Hirst δημιούργησε τη σειρά έργων Colour Charts που παραπέμπουν στους χρωματικούς τροχούς (RYB) που χρησιμοποιούνται στα στούντιο ζωγραφικής, στα σχολεία και σα μια γενική αναφορά για το πώς λειτουργούν τα αντίθετα χρώματα. Απεικονίζονται και τα δώδεκα χρώματα (πρωτεύοντα, δευτερεύοντα, τριτεύοντα). Ο καλλιτέχνης εξερευνά «αυτό που κρύβεται κάτω από τη χαρά του χρώματος», μια έρευνα που ξεκίνησε με τη σειρά έργων Spot Paintings.

Η χρωματομετρία (colorimetry) ως επιστήμη εμφανίστηκε το 1930 από την Διεθνή Επιτροπή Φωτισμού CIE (COMMISSION INTERNATIONALE DE L'ECLAIRAGE) με την διεξαγωγή πειραμάτων οπτικής. Η ακρίβεια μεγέθους της ανθρώπινης αντίληψης του χρώματος εξαρτάται όχι μόνο από την ακρίβεια διέγερσης των φωτοευαίσθητων κυττάρων του παρατηρητή, αλλά και από τον τρόπο φωτισμού και τις συνθήκες παρατήρησης. Έτσι ένας παρατηρητής με σωστή και ακριβή όραση θα αντιλαμβάνεται κατά το ίδιο ποσοστό τυχόν αύξηση ή μείωση της έντασης του φωτός για τα R (Red), G (Green), Β (Blue) πράγμα το οποίο όμως είναι σχεδόν αδύνατο. Το αποτέλεσμα συνεπώς εντοπίζεται εκτός των άλλων στην ικανότητα του φωτός να διεγείρει τα φωτοευαίσθητα κύτταρα, ώστε να γεννηθούν οι σωστές διεγέρσεις R, G, B. CIE Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΧΡΩΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑΣ Χρωματομετρία είναι η επιστήμη που ασχολείται με τον ποσοτικό προσδιορισμό και την φυσική περιγραφή της ανθρώπινης αντίληψης του χρώματος Το χρώμα εκφράζεται από την CIE με μαθηματικές τιμές οι οποίες προκύπτουν από μαθηματικές εξισώσεις. Τα χρωματομετρικά συστήματα της CIE είναι τα μόνα παγκοσμίως αποδεκτά για την μέτρηση του χρώματος, με συνέπεια όλα τα διεθνή πρότυπα να είναι βασισμένα σε αυτά.

Το 1931, έγινε η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα παγκόσμιο πρότυπο για την μέτρηση του χρώματος από την CIE. Το αποτέλεσμα έγινε γνωστό ως ο χάρτης χρωμάτων του CIE. CIE Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΧΡΩΜΑΤΟΜΕΤΡΙΑΣ Η CIE για λόγους τυποποίησης καθόρισε τις ακόλουθες τιμές για τα τρία βασικά χρώματα: κόκκινο: 700 nm πράσινο: 546.1 nm μπλε: 435.8 nm

Στον τομέα των εκτυπώσεων, ένα χρώμα ή μια χρωματική σχέση που έχει προαποφασιστεί προκειμένου να εκτυπωθεί, πρέπει πρώτα να μετρηθεί και να πιστοποιηθεί για να προσδιοριστεί. Τα συστήματα ενόργανης εξέτασης εγχρώμου δείγματος που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας-μέτρηση, πιστοποίηση, προσδιορισμός- και τα οποία λειτουργούν σε μια αντίστοιχη μορφή με τη διαδικασία της όρασης, προσομοιώνοντάς τη, είναι τα χρωματόμετρα και τα φασματοφωτόμετρα. Τα όργανα αυτά προσδιορίζουν την συγκέντρωση του χρώματος ενός δείγματος, μετρώντας την απορρόφηση, τη διαπερατότητα και την ανάκλαση του φωτός, που προσπίπτει στο δείγμα από φωτεινή πηγή. Επίσης για τον ίδιο σκοπό μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαρωτές (scanner), πυκνόμετρα σάρωσης ( scanning densitometer) και βιντεοκάμερες. Παράλληλα με τις μετρήσεις, απαιτείται επιπλέον και η συστηματική κατάταξη και ταξινόμηση των χρωμάτων- εδώ χρησιμεύουν τα χρωματικά μοντέλα που θα εξετάσουμε στη συνέχειαώστε οι μετρήσεις να μπορούν να πραγματοποιηθούν με συγκεκριμένα μεγέθη. ΕΝΟΡΓΑΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Τα χρωματόμετρα είναι όργανα απλής τεχνολογίας, που λειτουργούν με τη βοήθεια σειράς φίλτρων, με τα οποία μπορούμε να επιτύχουμε την ίδια απόχρωση με το εξεταζόμενο δείγμα. Τα φασματοφωτόμετρα είναι όργανα υψηλής ακριβείας και είναι δύο ειδών. Τα ορατού-υπεριώδους που είναι κατάλληλα για τη μέτρηση της απορρόφησης και του συντελεστή διαφάνειας(διαπερατότητας) έγχρωμων υλικών και διαλυμάτων και τα ανάκλασης που μετρούν την ανάκλαση βαμμένων και αδιαφανών υλικών.

Τα χρωματικά μοντέλα που κάλυπταν τις ανάγκες για την αναπαραγωγή χρωμάτων στην εκτυπωτική διαδικασία, μέχρι την εξάπλωση της χρήσης των ψηφιακών συστημάτων στην προεκτύπωση, ήταν το μοντέλο των βασικών χρωμάτων της τετραχρωμίας CMYΚ και η σκάλα της PANTONE (για τη σύγκριση και τον προσδιορισμό ενός χρώματος και ως προδιαγραφή για την εκτύπωσή του). Με την εισαγωγή οθονών (χρώμα RGB) οι διαφορές που προέκυψαν από την εναλλαγή της παρατήρησης χρωμάτων σε οθόνες και εκτυπώσεις, δηλαδή οι συνεχείς μετατροπές των συνθηκών παρατήρησης από το ένα μοντέλο στο άλλο και τανάπαλιν, οδήγησαν στη αναζήτηση ενός ουδέτερου χρωματικού μοντέλου το οποίο να χρησιμεύει ως σημείο αναφοράς για την ακριβή παρατήρηση των χρωμάτων σε οθόνες και σε εκτυπώσεις. Επίσης η αναζήτηση τεχνικών ακριβούς προσδιορισμού των χρωμάτων με βάση μια αντικειμενική-μη επιδεχόμενη αμφισβήτησηςμέτρηση με μαθηματικές τιμές έγινε επιτακτική στο πεδίο σύγκρισης πρωτοτύπων και εκτυπωμένων χρωμάτων, ειδικότερα στα χρώματα αναμίξεως. Τις δυνατότητες αυτές προσφέρει το μοντέλο CIELab. ΕΝΟΡΓΑΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΧΡΩΜΑΤΩΝ Τα χρωματόμετρα είναι όργανα απλής τεχνολογίας, που λειτουργούν με τη βοήθεια σειράς φίλτρων, με τα οποία μπορούμε να επιτύχουμε την ίδια απόχρωση με το εξεταζόμενο δείγμα. Τα φασματοφωτόμετρα είναι όργανα υψηλής ακριβείας και είναι δύο ειδών. Τα ορατού-υπεριώδους που είναι κατάλληλα για τη μέτρηση της απορρόφησης και του συντελεστή διαφάνειας(διαπερατότητας) έγχρωμων υλικών και διαλυμάτων και τα ανάκλασης που μετρούν την ανάκλαση βαμμένων και αδιαφανών υλικών..

Το χρωματικό μοντέλο RGB εισάγεται από τη CIE, περίπου το 1930, με βάση τις ίδιες τις θεμελιώδεις ιδιότητες του φωτός που απαντάται στη φύση. Δηλαδή την αρχή των τριών διεγέρσεων του ανθρώπινου οφθαλμού στο κόκκινο, το πράσινο και το μπλε από όπου έχει πάρει και το όνομά του, Red Green Blue. Τα τρία βασικά χρώματα έχουν επιλεγεί ως οι ιδιότητες αυτού του χρωματικού χώρου και ονομάζεται προσθετικό μοντέλο γιατί τα χρώματα δημιουργούνται προσθέτοντας φώς. Η συσκευή οθόνης του υπολογιστή και η τηλεόραση αποτελούν πηγές φωτός που μπορούν να δημιουργήσουν χρώματα. ΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ RGB Το μοντέλο βασίζεται σε ένα καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων και αναπαρίσταται από έναν κύβο. Στις τρεις γωνίες του-άξονες του συστήματος- βρίσκονται τα τρία βασικά χρώματα. Στις άλλες τρεις γωνίες του κύβου βρίσκονται τα τρία δευτερεύοντα χρώματα (κυανό, ματζέντα, κίτρινο) ενώ το μαύρο βρίσκεται στην αρχή των αξόνων και το άσπρο στην απέναντι κορυφή. Η ευθεία που ενώνει την κορυφή του μαύρου με την κορυφή του άσπρου αποτελείται από ένα σύνολο τιμών που εκφράζουν τα επίπεδα του γκρι.

Κάθε χρώμα ορίζεται σαν ο συνδυασμός των τριών βασικών χρωμάτων και εκφράζεται από τρεις συντεταγμένες που αντιστοιχούν σε ένα μοναδικό σημείο στο χρωματικό χώρο του μοντέλου RGB. Μια έγχρωμη εικόνα που απεικονίζεται στην οθόνη ενός υπολογιστή -η οποία και βασίζεται στο RGB μοντέλο- αποτελείται από τρία ανεξάρτητα επίπεδα, ένα για κάθε βασικό χρώμα. Τα τρία αυτά επίπεδα όταν τροφοδοτηθούν στην οθόνη συνδυάζονται πάνω στην φωσφορίζουσα επιφάνεια και παράγουν μια σύνθετη έγχρωμη εικόνα. Η οθόνη του υπολογιστή είναι μαύρη, όπως μαύρη είναι και η αρχή των αξόνων του RGB μοντέλου. Ξεκινώντας λοιπόν από το μαύρο και με κατάλληλες ποσότητες κόκκινου, πράσινου και μπλε παίρνουμε όλα τα χρώματα. Μια εικόνα για να την επεξεργαστεί ο υπολογιστής πρέπει να είναι σε ψηφιακή μορφή. Συνήθως επιλέγεται το RGB μοντέλο 8 bit, όπου κάθε pixel της εικόνας θα έχει τρεις τιμές. Κάθε τιμή κυμαίνεται από 0 έως 255. Παραδείγματος χάριν: ΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ RGB Μαύρο: (0, 0, 0) Λευκό: (255, 255, 255) Κόκκινο: (255, 0, 0) Πράσινο: (0, 255, 0) Μπλε: (0, 0, 255) Κίτρινο: (255, 255, 0) Κυανό: (0, 255, 255) Ματζέντα: (255, 0, 255)

Υπάρχει ένα σχετικό μειονέκτημα στο μοντέλο αυτό απέναντι σε άλλα, ως προς την επεξεργασία. Εδώ η απόχρωση, η φωτεινότητα και ο κορεσμός ενός χρώματος εξαρτώνται και στα τρία χρώματα από τις τρεις συντεταγμένες. Αλλάζοντας οποιαδήποτε από αυτές αλλάζουν και τα τρία χαρακτηριστικά του χρώματος. Ένα άλλο μειονέκτημα του μοντέλου είναι ότι είναι "device dependent", εξαρτάται δηλαδή από τη συσκευή απεικόνισης με αποτέλεσμα ίδιες συντεταγμένες να δίνουν διαφορετικά χρώματα σε διαφορετικές συσκευές, ή με διαφορετικές ρυθμίσεις της ίδιας συσκευής. ΤΟ ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ RGB Μαύρο: (0, 0, 0) Λευκό: (255, 255, 255) Κόκκινο: (255, 0, 0) Πράσινο: (0, 255, 0) Μπλε: (0, 0, 255) Κίτρινο: (255, 255, 0) Κυανό: (0, 255, 255) Ματζέντα: (255, 0, 255)

Το χρωματικό μοντέλο CMY πρόκειται ουσιαστικά για το συμπληρωματικό μοντέλο του RGB και βασίζεται στην αφαίρεση φωτός. Αναπτύχθηκε για τις ανάγκες εκτύπωσης των εντύπων. Στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε τη μαύρη οθόνη (υπολογιστής, τηλεόραση) αλλά το λευκό χαρτί εκτύπωσης που δεν εκπέμπει φως αλλά απορροφά και αντανακλά φως. Οι εκτυπωτές αντανακλούν το φως και απεικονίζουν το χρώμα με τη χρήση χρωστικών ουσιών οι οποίες μπορούν να απορροφούν συγκεκριμένα μήκη κύματος του φωτός και αντανακλούν όλα τα άλλα. Εδώ η αναπαραγωγή των χρωμάτων έχει ως βάση το λευκό και όχι το μαύρο. Η αρχή των αξόνων, στο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων, του χρωματικού χώρου είναι το άσπρο οπότε ουσιαστικά αντιστρέφουμε τον κύβο που παριστάνει τον RGB χρωματικό χώρο. Οι κύριοι άξονες του χρωματικού χώρου είναι τα τρία δευτερεύοντα χρώματα, δηλαδή το κυανό, η ματζέντα και το κίτρινο (Cyan, Magenta, Yellow). Σε αντίθεση με το RGB μοντέλο όπου προσθέτουμε στο μαύρο ποσότητες από τα τρία βασικά χρώματα, στο CMY μοντέλο αφαιρούμε από το λευκό ποσότητες από τα δευτερεύοντα χρώματα προκειμένου να πάρουμε το επιθυμητό χρώμα. ΤΟ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CMY

Στη θεωρία, είναι δυνατό να δημιουργήσουμε κάθε χρωματική απόχρωση χρησιμοποιώντας τα RGB και CMY μοντέλα χρώματος. Στην πράξη όμως, τα τρία βασικά χρώματα κυανό, ματζέντα και κίτρινο δεν υπάρχουν διαθέσιμα ώς αμιγή χρώματα, αλλά είναι πάντοτε «λερωμένα» με μια συγκεκριμένη αναλογία χρώματος από τα άλλα βασικά χρώματα. Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν είναι δυνατό να τυπωθεί καθαρό μαύρο και περιορίζεται ο αριθμός των ικανών για εκτύπωση χρωμάτων. Με σκοπό να υπερπηδηθεί αυτό το πρόβλημα, το χρωματικό μοντέλο CMY έχει επεκταθεί για να σχηματίσει το μοντέλο CMYK. Το μοντέλο CMYK χρησιμοποιείται πρακτικά στους εκτυπωτές και προέρχεται από τα κυανό, ματζέντα, κίτρινο και μαύρο. Εδώ, έχει προστεθεί το μαύρο γιατί εάν αναμιχθούν ίσες ποσότητες από κυανό, ματζέντα και κίτρινο, το αποτέλεσμα δεν είναι μαύρο-όπως θα περίμενε κανείς- αλλά σκούρο καφέ. Για το λόγο αυτό, το μαύρο χρώμα μπαίνει πάνω στις πιο σκούρες περιοχές για καλύτερο αποτέλεσμα. Η διαφορά μεταξύ των δύο μοντέλων CMY και CMYK είναι ελάχιστη. Στην πράξη όμως το αποτέλεσμα είναι σημαντικό. ΤΟ ΑΦΑΙΡΕΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CMY

Το χρωματικό μοντέλο CIELab ή L*, α*, b* παρουσιάστηκε από την CIE το 1976. Πρόκειται για έναν ομοιόμορφο οπτικά χρωματικό χώρο (uniform color space) ο οποίος προσομοιάζει καλύτερα από όλα τα χρωματικά μοντέλα στην ανθρώπινη αντίληψη των χρωματικών διαφορών. ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CIELAB Το κάθε χρώμα περιγράφεται από 3 συντεταγμένες όπως και στον χρωματικό χώρο RGB. Στo CIELab χρωματικό μοντέλο οι χρωματικές συντεταγμένες ονομάζονται L*, α* και b*, και απεικονίζονται σε τρισδιάστατο καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων. Ο παράγοντας L* (Lightness) αποθηκεύει όλη την πληροφορία φωτεινότητας της εικόνας παίρνοντας τιμές από 0 (μαύρο) έως 100 (λευκό) ενώ οι παράγοντες a* και b* την πληροφορία χρώματος χωρίς να υπάρχουν για αυτά κάποια αριθμητικά όρια. Θετικές τιμές του α* αντιπροσωπεύουν αποχρώσεις του κόκκινου. Αρνητικές τιμές του α* αντιπροσωπεύουν αποχρώσεις του πράσινου. Θετικές τιμές του b* αντιπροσωπεύουν αποχρώσεις του κίτρινου. Αρνητικές τιμές b* αντιπροσωπεύουν αποχρώσεις του μπλε.

Το σύστημα εναρμονίζεται με τη θεωρία αντίληψης του χρώματος βάσει των αντιθέτων χρωμάτων (θεωρία Hering). Οι άξονες α* και b* τέμνονται στο λεγόμενο ουδέτερο σημείο (αχρωματικό). ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CIELAB Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό αυτού του χρωματικού μοντέλου είναι η ανεξαρτησία των πληροφοριών φωτεινότητας και χρώματος, που μας δίνει πάρα πολλές δυνατότητες. Ο παράγοντας L* δηλαδή, περιγράφει την άσπρη/μαύρη εκδοχή του προς εξέταση αντικειμένου με διευρυμένο συνήθως φάσμα. Το μοντέλο CIELab είναι ένας τεράστιος χρωματικός χώρος. Είναι υπερσύνολο και του RGB και του CMYK καθώς και όλων των άλλων χρωματικών μοντέλων. Αν φτάσουμε στα όριά του, προκύπτουν χρώματα πρωτόγνωρα ή εξωπραγματικά, έξω από τις δυνατότητες πολλών συσκευών απεικόνισης. Επιπλέον το πλεονέκτημά του είναι, η ανεξαρτησία του από ιδιότητες συσκευών καταγραφής ή απεικόνισης κάτι που δεν συμβαίνει με τα υπόλοιπα χρωματικά μοντέλα (device independent).

Στις Γραφικές Τέχνες τα μοντέλα CMYK και RGB τα χρησιμοποιούμε για να αναπαράγουμε χρώμα. Το CIELab το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε το χρώμα σε θεωρητική βάση, καθώς και για να κάνουμε μαθηματικούς υπολογισμούς. ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CIELAB Η βασική διαφορά, μεταξύ των CMYK / RGB και του CIELab είναι ότι τα δυο πρώτα είναι εξαρτώμενα χρωματικά μοντέλα γιατί το τελικό απτό χρωματικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τις συσκευές αναπαραγωγής τους. Ο χρωματικός χώρος όμως CIELab, όντας σε θεωρητικό επίπεδο δεν εξαρτάται από τις συσκευές αναπαραγωγής χρώματος αλλά βασίζεται στον τρόπο απορρόφησης της πληροφορίας που καταλήγει μέσω του οπτικού μας νεύρου στον εγκέφαλο και δημιουργεί την αίσθηση του χρώματος. Αυτή η απεξάρτηση από τις συσκευές τον μετατρέπει σε έναν εξαιρετικό χώρο και ταυτόχρονα μοντέλο περιγραφής χρωμάτων όπως ακριβώς τα βλέπουμε στην πραγματικότητα και όχι όπως θεωρητικά θα έπρεπε να τυπωθούν η προβληθούν σε μια οθόνη.

Η άλλη σημαντική διαφορά είναι ποσοτικής φύσης. Η αναπαράσταση των χρωμάτων που είναι σε θέση να αντιληφθεί ο μέσος παρατηρητής κάτω από φυσιολογικές φωτιστικές συνθήκες και συγκεκριμένη γωνία όρασης στους θεωρητικούς χώρους RGB και CMYK είναι κατά πολύ μικρότερη από το ορατό χρωματικό φάσμα, άρα, υπάρχει εκ των πραγμάτων περιορισμός στη μέγιστη γκάμα των χρωμάτων κάτι που περιορίζεται γενναία με μια μέτρια ποιότητα χαρτιού ή μελανιού. Το μοντέλο CIELab είναι υπερσύνολο του RGB και του CMYK καθώς και όλων των άλλων χρωματικών μοντέλων. ΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ CIELAB Ο χρωματικός χώρος CIELab αποτελεί το πληρέστερο σήμερα σύστημα κατάταξης, σύγκρισης και μέτρησης των χρωμάτων με ευρύτατη εφαρμογή στις γραφικές τέχνες. Όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος ταξινομούνται μοναδικά στον χώρο με τις τρείς τιμές- είτε L* a* και b*, είτε L*, C* και h. Η διαφορά δυο χρωμάτων ορίζεται με την τιμή ΔΕ που είναι η ολική διαφορά των επιμέρους τιμών L* a* και b* ή L*, C* και h και πραγματοποιείται με μέτρηση με το φασματοφωτόμετρο. Οι τιμές του χρωματικού συστήματος CIELab απεικονίζονται στην πράξη σε όλες τις συσκευές μέτρησης φάσματος καθώς και στα συστήματα έκδοσης συνταγής μελάνης. Το χρωματικό μοντέλο που περιγράφεται ως CIELαb, μπορεί να αναπαρασταθεί και σε κυλινδρικό σύστημα πολικών συντεταγμένων, με το μοντέλο CIE L*, C*, h L* (Lightness): φωτεινότητα C* (Chroma): χρωματική πυκνότητα ή κορεσμός, προσδιορίζει την ένταση ή την καθαρότητα του χρώματος. h (hue angle): χροιά, μετράται σε μοίρες και προσδιορίζει την απόχρωση.