ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ... 4 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ι. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό... 6 ΙΙ. Διαφοροποίηση της έννοιας της περιουσίας από την έννοια της ιδιοκτησίας... 6 ΙΙΙ. H έννοια της περιουσίας στο ποινικό δίκαιο 9 Α. Η νομική θεωρία.. 9 Β. Η οικονομική θεωρία.. 10 Γ. Οι νομικο- οικονομικές θεωρίες 14 Δ. Η προσωπική έννοια της περιουσίας. 17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ : Η βασική (απλή) εκβίαση (άρθρο 385 παρ. 1 γ Π.Κ.) Ι. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος... 17 Α. Η βία ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος.. 19 i. Η έννοια της βίας... 19 ii. Η έννοια της σωματικής βίας... 21 iii. Η έννοια της «βίας» κατά πραγμάτων... 23 iv. Βία κατά τρίτου... 25 v. Βία με παράλειψη... 26 Β. Η απειλή ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος 27 i. Το έννομο αγαθό κατά του οποίου στρέφεται η απειλή... 27 ii. Τα στοιχεία της απειλής... 28 iii. Νόμιμη πράξη ή παράλειψη ως περιεχόμενο της απειλής... 32 1
iv. Απειλή κατά τρίτου... 37 v.απειλή παραλείψεως και απειλή δια παραλείψεως... 38 Γ. Ανάλυση των όρων πράξη, παράλειψη ή ανοχή... 39 Δ. Η αιτιώδης συνάφεια... 45 Ε. Η προσφορότητα της συμπεριφοράς να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος. 47 i.η πλάνη ως προς το παράνομο του περιουσιακού οφέλους ii.h έννοια του «παράνομου» του περιουσιακού οφέλους 50 Ζ. Η περιουσιακή ζημία στην περιουσία του εξαναγκαζόμενου ή τρίτου... 54 ΙΙ. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος... 59 Α. Υπαιτιότητα 59 Β. Έννοια του περιουσιακού οφέλους 60 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: Η βαριά- ληστοειδής εκβίαση (άρθρο 385 παρ.1 α ΠΚ) Ι. Αντικειμενική Υπόσταση. 61 ΙΙ. Διαφορά βαριάς (ληστοειδούς) εκβίασης (άρθρο 385 παρ.1 α )- ληστείας (άρθρο 380 παρ. 1α ΠΚ)- ληστρικής εκβίασης (άρθρο 380 παρ.1 β ΠΚ) 63 ΙΙΙ. Η υποκειμενική υπόσταση της βαριάς-ληστοειδούς εκβίασης... 66 ΙV. Oι διακεκριμένες μορφές της βαριάς-ληστοειδούς εκβίασης 66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Η εκβίαση επιχειρήσεων (άρθρο 385 παρ.1 β ΠΚ) Ι. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος.. 73 ΙΙ. Έννοια όρων «επιχείρηση», «επάγγελμα», «λειτούργημα», «δραστηριότητα» 75 ΙΙΙ. Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. 77 ΙV. H κατ επάγγελμα ή κατά συνήθεια τελούμενη εκβίαση (άρθρο 385 παρ. 1 β εδάφιο δευτ.) 78 2
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ I.Απόπειρα... 81 ΙΙ. Συμμετοχή στο έγκλημα της εκβίασης... 83 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Ζητήμα συρροής... 84 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Ι.Επιβολή μέτρου ασφαλείας... 97 ΙΙ.Δικονομικές διατάξεις... 97 ΒΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ- ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ... 99 3
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑρχΝ Αρχείο Νομολογίας ΑΠ Άρειος Πάγος Αρμ. Αρμενόπουλος Βλ. Βλέπε ΕισΠροτ. Εισαγγελική Πρόταση Εκδ. Έκδοση Εφ. Εφετείο ΕφΑθ. Εφετείο Αθηνών ΕφΘεσ. Εφετείο Θεσσαλονίκης ΚΠΔ Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ΝοΒ Νομικό Βήμα Ολομ. Ολομέλεια ό.π. όπου παραπάνω ΠΚ Ποινικός Κώδικας ΠοινΔικ. Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΔνη Ποινική Δικαιοσύνη ΠοινΛογ. Ποινικός Λόγος ΠοινΧρον. Ποινικά Χρονικά Πρβλ. Παράβαλε ΠΧ Ποινικά Χρονικά π.χ. παραδείγματος χάριν σελ. Σελίδα σημ. Σημείωση ΣυμβΕφΘεσσ. Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης τ. Τόμος Υπερ. Υπεράσπιση 4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το έγκλημα της εκβίασης τοποθετείται στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, που προστατεύει το έννομο αγαθό της περιουσίας. Το έγκλημα της εκβίασης συνιστά ένα ιδιαιτέρως περίπλοκο πεδίο της ποινικής ύλης και η ερμηνεία του έχει οδηγήσει τόσο τη θεωρία όσο και τη νομολογία πολλές φορές σε ερμηνευτικά διλήμματα, γεγονός που οφείλεται τόσο στο είδος των εννόμων αγαθών που προσβάλλει, όσο και στη μορφή της συμπεριφοράς που το στοιχειοθετεί, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο διατυπώνεται η συμπεριφορά αυτή στο κείμενο του νόμου. Επιγραμματικά, η παρούσα εργασία, στο πρώτο κεφάλαιο αυτής, επιχειρεί να προσδιορίσει το προστατευόμενο από το έγκλημα της εκβίασης έννομο αγαθό και να καθορίσει την έννοια, την έκταση και τα όριά του. Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει τα επιμέρους στοιχεία της νομοτυπικής μορφής της απλής-βασικής εκβίασης και πραγματεύεται ορισμένα αμφιλεγόμενα ζητήματα που έχουν ανακύψει σχετικά με την ερμηνεία των επιμέρους όρων της. Το τρίτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην ανάλυση της διακεκριμένης μορφής εκβίασης, που τυποποιείται στο στοιχείο α της πρώτης παραγράφου του άρθρου 385 ΠΚ και στην οριοθέτησή της από το έγκλημα της ληστείας. Το τέταρτο κεφάλαιο εστιάζει στη διακεκριμένη παραλλαγή της εκβίασης που στρέφεται εναντίον επιχείρησης, επαγγέλματος, λειτουργήματος ή άλλης δραστηριότητας και εντοπίζει τα στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοιά της. Το πέμπτο κεφάλαιο ασχολείται με ζητήματα απόπειρας και συμμετοχής στο έγκλημα της εκβίασης. Το έκτο κεφάλαιο πραγματεύεται ορισμένα σημαντικά ζητήματα συρροής και τέλος το έβδομο κεφάλαιο αναφέρεται στην προβλεπόμενη, από τη διάταξη της εκβίασης, επιβολή μέτρου ασφαλείας, καθώς και σε δικονομικά ζητήματα. 5
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ι. Το προστατευόμενο έννομο αγαθό Η εκβίαση είναι έγκλημα που στρέφεται τόσο κατά της περιουσίας όσο και κατά της προσωπικής ελευθερίας 1. Ειδικότερα, η προσβολή της προσωπικής ελευθερίας συνιστά το μέσο για την επίτευξη της περιουσιακής προσβολής. Το κύριο έννομο αγαθό, δηλαδή, που προσβάλλεται με την εκβίαση θεωρείται αυτό της περιουσίας, γι αυτό το λόγο άλλωστε το εν λόγω έγκλημα τοποθετείται στο κεφάλαιο του ποινικού κώδικα που αναφέρεται στις προσβολές κατά της περιουσίας. Είναι σημειωτέον ότι η τοποθέτηση της εκβίασης στα εγκλήματα κατά της περιουσίας έγινε, όχι γιατί η περιουσία αξιολογείται ως σπουδαιότερο, αλλά γιατί ο προσανατολισμός του δράστη είναι τελικά η περιουσία, για χάρη της οποίας συμπροσβάλλει και την ελευθερία του ατόμου να ενεργεί σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της βούλησής του 2. ΙΙ. Διαφοροποίηση της έννοιας της περιουσίας από την έννοια της ιδιοκτησίας Η περιουσία ως έννομο αγαθό προστατεύεται ποινικά στο εικοστό τέταρτο κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και φαίνεται να διαφοροποιείται από την ιδιοκτησία, η οποία προστατεύεται στο εικοστό τρίτο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα. Στην ουσία, όμως, πρόκειται, κατά κανόνα για το ίδιο αγαθό, θεωρούμενο από διαφορετική οπτική γωνία 3, δηλαδή για αγαθό που εμφανίζει διπλή λειτουργική διάσταση. Η ένταξη ενός πράγματος στον κύκλο της ιδιοκτησίας συνδέεται με την ιδιότητά του να ανήκει σε κάποιο πρόσωπο. Το συγκεκριμένο πράγμα, με τη δεοντολογική κοινωνική ιδιότητα να ανήκει σε κάποιο πρόσωπο, προσδιορίζει το έννομο αγαθό της 1 Βλ. Α. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα:2000, σελ. 35επ, Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.378, Α. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος,γ 1964, σελ.59, Δ. Σπινέλλης, Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος- Εγκλήματα κατά περιουσιακών αγαθών, 1985, σελ.22επ, Η. Γάφος, Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος, 1967, σελ.113, Β. Αλεξανδρής, Το έγκλημα της εκβίασης, Εκδόσεις Σάκκουλα: 1995,σελ. 82. 2 Βλ. Α. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα:2000, σελ. 36, Ι. Μανωλεδάκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα: 1996, σελ.160. 3 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998. 6
ιδιοκτησίας. Από την άλλη πλευρά, η λειτουργική φύση της περιουσίας αντανακλά την αντίληψη ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι η ύπαρξη ενός συνόλου υλικών αγαθών ή άυλων που έχουν αναχθεί σε υλικά και τα οποία εξουσιάζονται από ένα άτομο. Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται, εδώ, να έχει το σύνολο επιμέρους στοιχείων που βρίσκονται υπό την εξουσίαση συγκεκριμένου προσώπου, σε αντίθεση με την ιδιοκτησία όπου η εξατομικευμένη αναγωγή σε ένα πράγμα ή ατομικά ορισμένα πράγματα αποτελεί και την πεμπτουσία του εννόμου αγαθού 4. Σε ακολουθία με τα ανωτέρω, είναι φανερό ότι το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας συμπίπτει κατά κανόνα με το έννομο αγαθό της περιουσίας, δηλαδή με την εξατομικευμένη στα υλικά αντικείμενα περιουσία. Οι έννοιες, βέβαια, της περιουσίας και της ιδιοκτησίας δεν είναι ταυτόσημες, αλλά επαλλάσσουσες ή αλληλοτεμνόμενες έννοιες, που συμπίπτουν μερικώς ως προς το εύρος τους. Μάλιστα, κατά το Μανωλεδάκη, ο διαχωρισμός των προσβολών κατά της ιδιοκτησίας και κατά της περιουσίας σε διαφορετικά κεφάλαια στον Ποινικό μας Κώδικα εμφανίζεται μάλλον αδικαιολόγητος. Σε πρακτικό επίπεδο, η διαπίστωση μια λογικής σχέσης επικοινωνίας ανάμεσα στην έννοια της περιουσίας και της ιδιοκτησίας έχει προφανή σημασία στις περιπτώσεις συρροής εγκλημάτων. Ο διαχωρισμός των δύο αυτών εννοιών δημιουργεί τον κίνδυνο κατάφασης αληθινής συρροής των εν λόγω εγκλημάτων ακόμα και στην περίπτωση που η προσβολή αφορά στην αυτή περιουσιακή μονάδα. Βέβαια, είναι σημειωτέον ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου η ιδιοκτησία ως έννομο αγαθό δε συμπίπτει με την περιουσία, δεν αποτελεί, δηλαδή, άλλη όψη της. Πρόκειται για αντικείμενα που ανήκουν σε κάποιο πρόσωπο αλλά δεν έχουν οικονομική αξία και συνεπώς δεν μπορούν να συνυπολογιστούν στο συνολικό αγαθό της περιουσίας που, όπως προειπώθηκε, εκφράζει σύνολο αξίας. Παράλληλα, υπάρχουν και δικαιώματα αποτιμητά σε χρήμα, που ενώ ανήκουν στο αγαθό της περιουσίας δεν αποτελούν ιδιοκτησία, διότι δεν είναι πράγματα. Στις περιπτώσεις αυτές, που ιδιοκτησία και περιουσία δεν συμπίπτουν, δεν υπάρχει και θέμα (αληθινής) συρροής των προσβολών τους. Αντίθετα, εκεί 4 Βλ. Α. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα:2000, σελ. 4. 7
όπου υπάρχει σύμπτωση των δύο όψεων θα πρέπει να αποκλείεται σε περίπτωση προσβολής η αληθινή συρροή 5. Η συγκρότηση χωριστού κεφαλαίου για τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, το οποίο μάλιστα προηγείται σε σχέση με αυτό των προσβολών κατά της περιουσίας φαίνεται να πηγάζει από ιστορικούς λόγους 6. Η έννοια της περιουσίας προϋποθέτει μια πιο προηγμένη μορφή οικονομικών σχέσεων στον κοινωνικό χώρο. Αντίθετα, η ιδιοκτησία είναι η πρώτη, η πρωτόγονη μορφή αυτών των σχέσεων. Είναι, λοιπόν, εύλογο σε μια κοινωνία με μικροαστική βασικά συγκρότηση και με προέχοντα μικροεμπορικό και αγροτικό χαρακτήρα, όπως ήταν η ελληνική κατά τη συγκρότησή της σε ελεύθερο κράτος, να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην κλοπή και τη ληστεία, ως βασικές μορφές προσβολής της ιδιοκτησίας και να αγνοείται η έννοια της περιουσίας ως συνόλου που σχηματίζεται από την αντιπαράθεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έτσι εξηγείται γιατί στο «Απάνθισμα των Εγκληματικών της Β Εθνικής Συνέλευσης των Ελλήνων»(1824), το τρίτο τμήμα αναφέρεται σε «αμαρτήματα εναντίον της ιδιοκτησίας», με ολόκληρο το κεφάλαιο αφιερωμένο στα διάφορα είδη κλοπής και σχετικό παράρτημα για τις αγροτικές κλοπές και ζωοκλοπές, ενώ η έννοια της περιουσίας φαίνεται άγνωστη. Είναι δε γεγονός ότι η παραδοσιακή αυτή αντίληψη για τον προέχοντα χαρακτήρα της ιδιοκτησίας επηρέασε και τη σύνταξη του Ποινικού μας Κώδικα και συνέβαλε στη συστηματική διαφοροποίηση της ιδιοκτησίας από την περιουσία. Η εξέλιξη της οικονομικής ζωής οδηγεί σε νέες εννοιολογικές συλλήψεις στο χώρο των περιουσιακών εγκλημάτων. Η βαρύτητα μετατοπίστηκε από τις ζωοκλοπές και τις αγροτικές ζημίες στις τεράστιες παράνομες περιουσιακές μετατοπίσεις που τελούνται με την αλλοίωση δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων και δη χωρίς καν τη μεσολάβηση σωματικής επαφής του δράστη με τα υλικά αντικείμενα της περιουσίας που ζημίωσε. Ετσι, ενώ το κεφάλαιο «προσβολές κατά της ιδιοκτησίας» παρουσιάζει μια εννοιολογική στασιμότητα, τα περιουσιακά εγκλήματα εμπλουτίζονται συνεχώς με νέες μορφές και το επιστημονικό ενδιαφέρον μετατοπίζεται προς τη σύγχρονη έννοια του οικονομικού εγκλήματος που 5 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του Ποινικού Δικαίου, 1998, σελ.337. 6 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2002, σελ.15επ. 8
πέρα από τις κλασικές μορφές των προσβολών της ιδιοκτησίας και της περιουσίας περιλαμβάνει και ένα σωρό άλλες πράξεις που συνιστούν κατάχρηση οικονομικών ευκαιριών με συνέπεια να διευρύνεται συνεχώς. ΙΙΙ. Έννοια της περιουσίας στο ποινικό δίκαιο Η έννοια της «περιουσίας» στο ποινικό δίκαιο και ιδίως στα εγκλήματα κατά της περιουσίας ως συνόλου (της εκβίασης, απάτης, απιστίας κ.λ.π) αποτέλεσε αντικείμενο έντονων νομικών συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, με συνέπεια να μην υπάρχει ομοφωνία για τον προσδιορισμό της. Από τις διάφορες θεωρίες που έχουν υποστηριχθεί σημαντικότερες είναι η «νομική θεωρία», η «οικονομική θεωρία» και η ενδιάμεση «νομικοοικονομική θεωρία», ενώ μεμονωμένα προωθείται και η «προσωπική» έννοια της περιουσίας. Α. Η νομική θεωρία Σύμφωνα με τη νομική θεωρία, η περιουσία αποτελεί σύνολο περιουσιακών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός προσώπου, ανεξάρτητα του εάν αυτά έχουν ή όχι οικονομική αξία. Συνακόλουθα, η περιουσιακή βλάβη συνίσταται μόνο στην απώλεια περιουσιακού δικαιώματος ή στην ανάληψη υποχρέωσης 7. Η εν λόγω θεωρία παρουσιάζει, ωστόσο, σοβαρές αδυναμίες. Καταρχήν, είναι υπερβολικά ευρεία και ταυτόχρονα υπερβολικά στενή. Περιλαμβάνει και δικαιώματα που δεν έχουν καμία οικονομική αλλά μόνο συναισθηματική αξία, μη δυνάμενα να υπολογιστούν λογιστικά, ενώ αντίθετα δεν περιλαμβάνει πραγματικές καταστάσεις που έχουν οικονομικό περιεχόμενο, χωρίς τυπική νομική αναγνώριση, όπως είναι η κατοχή, το επιχειρηματικό απόρρητο, η πελατεία, η εργασιακή δύναμη, οι μη αγώγιμες αξιώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, εξαρτά την ύπαρξη ζημίας από την υποκειμενική στάση του παθόντος (π.χ από το εάν προσδίδει συναισθηματική αξία σε ένα πράγμα) με αποτέλεσμα τη μεταβολή της φυσιογνωμίας των εγκλημάτων κατά της περιουσίας σε εγκλήματα κατά της ελευθερίας διάθεσης και την αφόρητη διεύρυνση του αξιοποίνου τους. Η νομική θεωρία, δηλαδή, στηριζόμενη σε μια κατασκευή, από την οποία δεν μπορεί να παρεκκλίνει, 7 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.369 επ. 9
αδυνατεί να συμπεριλάβει τελικά στο αξιόποινο μεγάλο αριθμό περιπτώσεων που ενώ ανταποκρίνονται άμεσα στην οικονομική ζωή δεν αποτελούν αντικείμενο ρύθμισης στο χώρο του αστικού δικαίου, ενώ από την άλλη πλευρά είναι υπερβολικά ευρεία, καθώς συμπεριλαμβάνει στην έννοια της περιουσίας δικαιώματα, χωρίς οικονομική αξία 8. Τέλος, στο βαθμό που η προτεραιότητα για τον προσδιορισμό της προσβολής δίνεται σε κάθε ένα νομικό στοιχείο ξεχωριστά και δεν αντιμετωπίζεται η περιουσία ως οικονομικό σύνολο είναι δυσχερής ο συμψηφισμός της ζημίας με το τυχόν κέρδος που ενδεχομένως πηγάζει από την περιουσιακή διάθεση, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το θύμα κατέστη πραγματικά φτωχότερο. Β. Η οικονομική θεωρία Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, περιουσία είναι το σύνολο των οικονομικών αγαθών του προσώπου, δηλαδή των αγαθών εκείνων (πραγμάτων ή δικαιωμάτων) που έχουν οικονομική αξία, δυνάμενη να διαπιστωθεί λογιστικά, αδιαφόρως του εάν αυτά αναγνωρίζονται ή επιδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Η θεωρία αυτή είναι η κρατούσα στη νομολογία 9 και υποστηρίζεται από μέρος της θεωρίας 10. Η οικονομική θεωρία αποφεύγει πολλά από τα μειονεκτήματα της νομικής αντίληψης για την περιουσία: Αντιμετωπίζει την περιουσία ως ενιαίο σύνολο, επιτρέπει το συμψηφισμό κέρδους και ζημίας από την ίδια συναλλαγή και αποκλείει από αυτήν τα αγαθά με συναισθηματική μόνο αξία. Επιπλέον, αναγνωρίζει ως περιουσιακά στοιχεία τις πραγματικές καταστάσεις όπως την κατοχή, τις προσδοκίες, την εργασιακή δύναμη, τις ατελείς ή φυσικές ενοχές (π.χ. από παίγνιο ή στοίχημα) και τις μη αγώγιμες (λόγω ακυρότητας ή ακυρωσίας) αξιώσεις με αποτέλεσμα την πλήρωση αισθητών κενών στην αντεγκληματική πολιτική 11. H οικονομική θεωρία υπάγει στην περιουσία και αξιώσεις 8 Βλ. Α. Αποστολίδου, Η πλάνη ως αποτέλεσμα εξαπάτησης και η περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, 2000, σελ.114 9 ΑΠ 323/1994, Υπερ 1994.847, ΑΠ 979/1989, ΠΧ Μ/289, ΑΠ 120/1989, ΠΧ Μ/975, ΑΠ 1612/1986, ΠΧ 1987.464, ΕφΑθ 972/1996, ΠΧ 1996.465. 10 Η. Γάφος, Ειδ. Ποιν.Δικ τ. ΣΤ, σελ.107 επ., Ν. Ανδρουλάκης, ΠοινΧρ 1975.161, ΠοινΧρ 1971.3, ΠοινΧρ 1968.513επ., Α. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα:2000, σελ. 7επ. 11 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.371. 10
προερχόμενες από παράνομη ή ανήθικη αιτία, εφόσον υπάρχει η πραγματική υλική δυνατότητα αυτές να ικανοποιηθούν, κάτι που δεν κάνει δεκτό η νομική- οικονομική θεωρία, κομβικό σημείο που διαφοροποιεί τις δύο θεωρίες. Οι υποστηρικτές της οικονομικής θεωρίας, προς ανάδειξη της εν λόγω θεωρίας ως πληρέστερης και ορθότερης έναντι της νομικής θεωρίας, αλλά και της νομικο- οικονομικής θεωρίας (τα επιχειρήματα της οποίας αναλύονται κατωτέρω) διατυπώνουν τα εξής επιχειρήματα 12 : α) Η ουσιώδης αναφορά στο «σύνολο των αγαθών» για τον προσδιορισμό της περιουσίας προδιαθέτει τον ερμηνευτή να αναζητήσει δεδομένα που έχουν μόνο οικονομική αξία. Και αυτό, γιατί τα πράγματα, ως σύνολο, αποτελούν μέτρο οικονομικής αξιολόγησης της περιουσίας κάποιου από πλευράς ποινικού δικαίου. Εξάλλου, η βλάβη πρέπει να είναι πραγματική, με την οικονομική έννοια της ελάττωσης της χρηματικής αποτίμησης. Η έννοια του περιουσιακού δικαιώματος, όπου είναι προσανατολισμένη η νομική θεωρία, παραβλέπει την πραγματική υφή της περιουσίας και καλύπτει και πεδία μεμακρυσμένης οικονομικής απόχρωσης. Στο βαθμό μάλιστα που το δικαίωμα είναι σχέση, είναι δυσχερής η σύνδεσή του με την έννοια του αγαθού που εδώ προσδιορίστηκε ως σύνολο πραγμάτων. Ωστόσο, υπάρχουν και δικαιώματα το περιεχόμενο των οποίων μεταφράζεται σε πράγματα, που υπόκεινται σε καθολική εξουσίαση ή με βεβαιότητα ότι θα τεθούν υπό εξουσίαση στο άμεσο μέλλον. Αυτό που ενδιαφέρει τις σχετικές διατάξεις του ΠΚ δεν είναι το δικαίωμα καθ εαυτό αλλά τα πράγματα που επικαλύπτονται από το δικαίωμα, η όποια δε εμμονή στο χώρο του δικαιώματος θα δημιουργούσε μια ανεπιθύμητη προσκόλληση σε ορισμούς του αστικού δικαίου και θα καθιστούσε τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ανελαστικές και δευτερογενείς. β) Η νομικο- οικονομική θεώρηση της περιουσίας, από την άλλη πλευρά, η οποία απαιτεί τα επιμέρους αγαθά να μην αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη, εμφανίζεται επηρεασμένη από ρυθμίσεις άλλων κλάδων του δικαίου, ώστε η έννοια της περιουσίας να χάνει την πρωτογενή οικονομική της διάσταση και να αποβαίνει ένα ετεροκαθοριζόμενο μόρφωμα. Είναι διαφορετικό πράγμα η νομική διεκδίκηση στα πλαίσια του αστικού δικαίου και 12 Βλ. Α. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, Εκδόσεις Σάκκουλα:2000, σελ. 9επ.. 11
άλλο η περιουσιακή κατάσταση ενός ατόμου. Η περιουσία, ως αντικείμενο ποινικής προστασίας, είναι αποδεσμευμένη από τη νομική ένταξη των αγαθών που τη συναποτελούν στο συγκεκριμένο άτομο, δηλαδή από την αναγνώριση ή μη και κατοχύρωση της απόλαυσής τους εκ μέρους του δικαίου. Συνεπώς, η αποστέρηση των κλοπιμαίων από τον κλέφτη συνιστά περιουσιακή βλάβη με την έννοια της διάταξης για την εκβίαση, αφού τα συσσωρευμένα αντικείμενα του κλέφτη δεν παύουν να αποτελούν για τον ίδιο περιουσία. Δεν πρόκειται για αντίφαση στους κόλπους της έννομης τάξης, διότι η βλάβη, όπως και η περιουσία αποτελούν οικονομικές και όχι νομικές έννοιες και εκείνο που η έννομη τάξη δεν ανέχεται και αποδοκιμάζει είναι η συγκεκριμένη κάθε φορά «ετεροπροκαλούμενη» περιουσιακή διάθεση και μετατόπιση. γ) Η οικονομική υπόσταση του εννόμου αγαθού της περιουσίας ευνοεί μόνο εκείνη την προσβολή που αποτυπώνεται στη μείωση της συνολικής χρηματικής αξίας των αγαθών που τη συγκροτούν, συνεπώς και η βλάβη της περιουσίας υποδηλώνει τη συρρίκνωση μιας συγκεκριμένης περιουσιακής κατάστασης ενός προσώπου. Αν, αντίθετα, ως έννομο αγαθό θεωρηθεί η νομική σχέση της περιουσίας ή η νομικά μη αποδοκιμαζόμενη περιουσία, η προσβολή της περιουσίας στη μεν πρώτη περίπτωση ουσιαστικά διευρύνεται ταυτιζόμενη με την αστική διαφορά, ενώ στη δεύτερη περίπτωση καταλήγει σε μια μη ελεγχόμενη πράξη «αυτοδικίας». Το γεγονός ότι η απώλεια δικαιωμάτων δεν ενδιαφέρει τις επίμαχες διατάξεις συνδέεται και με τον ίδιο το ρόλο του ποινικού δικαίου που λειτουργεί επικουρικά σε σχέση με την παρεχόμενη προστασία από άλλους κλάδους του δικαίου (ultimum remedium). Η αντίληψη ότι η ποινικά προστατευόμενη περιουσία πρέπει να επιδοκιμάζεται ή πάντως να μην αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη είναι βαθιά επηρεασμένη από αστικού τύπου παγιωμένες θέσεις, οι οποίες όμως ανάγονται στη διευθέτηση και νομιμοποίηση μιας παθολογικής συναλλαγής και δεν αφορούν στη διατάραξη της περιουσίας καθ εαυτήν (π.χ η εκβίαση ενός κλέφτη δεν παύει να συνιστά περιουσιακή αφαίμαξη για αυτόν). Εξάλλου και για πρακτικούς λόγους δεν είναι εύκολο να απομονώσει κανείς από το σύνολο των αγαθών ενός προσώπου εκείνα τα αγαθά που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο από αυτά που αποκτήθηκαν νομίμως και στη βάση αυτής 12
της διάκρισης να εντοπίσει το προστατευόμενο έννομο αγαθό. Με τη λογική αυτή, κανένας φοροφυγάς δε θα μπορούσε να τύχει ποινικής προστασίας από τις σε βάρος του περιουσιακές προσβολές. Παράλληλα, είναι μάλλον δυσαπόδεικτο να γνωρίζουμε τη στιγμή της προσβολής πόσα και ποια περιουσιακά στοιχεία έχουν συνυπολογιστεί στην περιουσία του παθόντος και δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Η ερμηνευτική αυτή αντίληψη είναι συνέπεια της ίδιας της φύσης του εννόμου αγαθού της περιουσίας ως οικονομικού αγαθού. Ο δράστης κλοπής υπολογίζει στην περιουσία του και την κατοχή των κλοπιμαίων. Η τυχόν προσβολή της περιουσίας του κλέφτη με την απώλεια και κάποιων κλοπιμαίων έχει συνεπώς ποινική σημασία, είναι δε διαφορετικό το ζήτημα ότι και ο δράστης της κλοπής θα λογοδοτήσει για την προηγούμενη συμπεριφορά του. Άλλωστε, η αιτία της περιουσιακής διάθεσης δε φαίνεται εν γένει να ενδιαφέρει τις τυποποιημένες προσβολές του κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα για τις προσβολές κατά της περιουσίας. Σε ακολουθία με όλα τα παραπάνω, κατά την οικονομική θεωρία, η περιουσία συνιστά ορισμένο σύνολο πραγμάτων, δεκτικό χρηματικής αποτίμησης. Δηλαδή, τα εγκλήματα κατά της περιουσίας στρέφονται όχι κατά ορισμένου πράγματος αλλά κατά του συνόλου πραγμάτων, ως συνόλου. Αν προσβληθεί αυτό το σύνολο προσβάλλεται το έννομο αγαθό της περιουσίας, η δε περιουσιακή βλάβη αποσυνδέεται από την απώλεια αντίστοιχου δικαιώματος του ζημιωμένου, αφού για την κατάφαση της βλάβης αρκεί η επί τα χείρω μεταβολή της χρηματικής αξίας της περιουσίας. Έτσι, λοιπόν, ενώ στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας αυτό που ενδιαφέρει είναι η ατομικότητα του αντικειμένου προσβολής, στα εγκλήματα κατά της περιουσίας ενδιαφέρει η ατομικότητα του συνόλου. Δεν πρόκειται μάλιστα για καθαρά αριθμητική εκτίμηση, αλλά και για μια αναγωγή στα δεδομένα χρησιμότητας με την οποία συνδέεται η εξουσίαση των πραγμάτων. Επομένως, η περιουσία εξειδικεύεται στο σύνολο των οικονομικών αγαθών που σε δεδομένη στιγμή εξουσιάζει το άτομο. Η εγκληματική προσβολή της περιουσίας δεν κατανέμεται όμως στο καθένα από τα πράγματα ξεχωριστά, αλλά νοείται στη βάση του υλικού συνόλου τους. Το οικονομικά αποτιμώμενο σύνολο μιας συγκεκριμένης περιουσίας μπορεί να συντίθεται από πολλά και ετεροειδή στοιχεία. Αυτά μπορεί να είναι: πράγματα 13
κινητά ή ακίνητα, δικαιώματα (εμπράγματα ή ενοχικά) με την προυπόθεση ότι είναι δεκτικά χρηματικής αποτίμησης, προσδοκίες που στηρίζονται, όμως, σε πραγματικές καταστάσεις και σε μεγάλο βαθμό πιθανότητας, η εργατική δύναμη, η κατοχή πραγμάτων, η σταθερή πελατεία. Η ελάττωση δε της χρηματικής αποτίμησης του συνόλου των περιουσιακών αυτών στοιχείων είναι που προσδιορίζει τα όρια βλάβης της περιουσίας. Χαρακτηριστικό της οικονομικής έννοιας της περιουσίας είναι η πλήρης αποδέσμευσή της από τη νομική ένταξη των οικείων αγαθών στον κύκλο επιρροής ορισμένου ατόμου, δηλαδή από την αναγνώριση ή μη από το δίκαιο και κατοχύρωση απόλαυσής τους. Η περιουσία, κατά την αναλυόμενη θεωρία, αποτελεί καταρχήν έννοια της οικονομικής ζωής και είναι οικονομική δύναμη και όχι νομική έννοια. Γ. Οι νομικο- οικονομικές θεωρίες Οι νομικο- οικονομικές θεωρίες, στις διάφορες αποχρώσεις τους, τίθενται στο ενδιάμεσο των δύο άλλων θεωριών. Σύμφωνα με αυτές, στην περιουσία ανήκουν όλα τα αγαθά ενός προσώπου που έχουν οικονομική αξία, ήτοι μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα, εφόσον προστατεύονται ή επιδοκιμάζονται ή έστω δεν αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη 13. Όλοι οι υποστηρικτές της συμφωνούν καταρχήν στο ότι στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται μόνο αγαθά με οικονομική αξία, αποκλείονται δε από το πεδίο ποινικής προστασίας ατομικά δικαιώματα χωρίς οικονομική αξία. Έχουν, δηλαδή, ως αφετηρία την οικονομική έννοια της περιουσίας, από την οποία όμως στη συνέχεια διαφοροποιούνται. Με βάση τη νομική- οικονομική θεωρία, το δίκαιο νοείται μόνο ως αρμονικόν όλον και δεν είναι δυνατόν άλλη έννοια να έχει η περιουσία στο ιδιωτικό δίκαιο και άλλη στο ποινικό, χωρίς μάλιστα να υπάρχει στο ποινικό δίκαιο διάταξη ειδική, που να ορίζει διαφορετικά την έννοια της περιουσίας. Οι 13 Βλ. ΑΠ 4/2003, ΠοινΛογ 2003.45 όπου «Ως περιουσία νοείται το σύνολο των εχόντων χρηματική αξία οικονομικών αγαθών του προσώπου που μπορεί να διατίθενται νομίμως..». Έτσι και Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.373, Β. Αλεξανδρής, Το έγκλημα της εκβίασης, 1995, σελ. 59, Δ. Σπινέλλης, Ποινικό Δίκαιο, Ειδ.Μέρος, Εγκλήματα κατά περιουσιακών εννόμων αγαθών,τεύχος Β,1985,σελ.18επ., Α. Αποστολίδου, Η πλάνη ως αποτέλεσμα εξαπάτησης και η περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, 2000,σελ.77επ 14
υποστηρικτές της άποψης αυτής προβάλλουν, ακόμα, το επιχείρημα 14 ότι εφόσον το ποινικό δίκαιο έχει επικουρικό χαρακτήρα και η επιβολή ποινικών κυρώσεων αποτελεί το ultimum remedium για την προστασία των εννόμων αγαθών, θα πρέπει αυτές να επιβάλλονται σε στενότερο πλαίσιο περιπτώσεων από εκείνο στο οποίο εφαρμόζονται οι αστικές συνέπειες. Όταν, λοιπόν, ούτε κατά το αστικό δίκαιο υπάρχει δυνατότητα επέλευσης συνεπειών αστικής φύσης δε μπορούμε να επιβάλλουμε ποινικές κυρώσεις στην κατηγορία αυτών των περιπτώσεων που δεν εντάσσονται καν στο αστικό πλαίσιο. Όταν η ένταξη του συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου στο φορέα του γίνεται με τρόπο που αποδοκιμάζεται από την έννομη τάξη, στοιχειοθετείται μάλιστα και αξιόποινη πράξη, η προσβολή του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βλάβη αγαθού που έχει αναχθεί σε έννομο και να επιβληθεί και κύρωση για αυτήν. Αυτό συνιστά μια αντινομία του δικαίου, καθώς το ποινικό δίκαιο θα θεωρούσε ως στοιχείο της περιουσίας ενός προσώπου ένα οικονομικό αγαθό με βάση τη σχέση εξουσίασης που συνδέει το πρόσωπο προς αυτό, τη στιγμή που η υπόλοιπη έννομη τάξη θα αποδοκίμαζε οποιαδήποτε έκφανση αυτής της σχέσης. Η νομικο-οικονομική θεωρία, δηλαδή, ξεκινά από τη θέση ότι το ποινικό δίκαιο δε μπορεί να χειραφετηθεί απόλυτα από τους κανόνες που διέπουν τη νόμιμη κτήση αγαθών και κατά συνέπεια δε δέχεται στην περιουσία αγαθά με τα οποία ο φορέας τους συνδέεται με σχέση καθαρά γεγονοτικής φύσης, την οποία δεν αναγνωρίζει ή αποδοκιμάζει το δίκαιο. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν ανήκουν τα αγαθά στο υποκείμενο σύμφωνα με την έννομη τάξη και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της περιουσίας του, άξιο ποινικής προστασίας. Έτσι, οι αξιώσεις από απαγορευμένες ή παράνομες δικαιοπραξίες, εφόσον σύμφωνα με την έννομη τάξη δεν είναι απαιτητές, δεν εντάσσονται στην ποινικά προστατευόμενη περιουσία. Μέσα στα πλαίσια της νομικο-οικονομικής θεωρίας, διατυπώνονται επιμέρους διαφορετικές θέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, στην περιουσία εντάσσονται εκείνα μόνο τα αγαθά που προστατεύονται από το δίκαιο και ως εκ τούτου αποκλείονται από αυτήν τόσο απαιτήσεις από άκυρες 14 Βλ. Α. Αποστολίδου, Η πλάνη ως αποτέλεσμα εξαπάτησης και η περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, 2000, σελ.119. 15
δικαιοπραξίες όσο και οι ατελείς ενοχές (π.χ οι αξιώσεις που έχουν παραγραφεί, οι ενοχές από παίγνιο ή στοίχημα) και οι προσδοκίες. Η δεύτερη άποψη απαιτεί την επιδοκιμασία της έννομης τάξης και αφήνει έξω από την έννοια της ποινικά προστατευόμενης περιουσίας μόνο απαιτήσεις από άκυρες δικαιοπραξίες, ενώ εντάσσει σε αυτήν τις προσδοκίες. Τέλος, η τρίτη άποψη αρκείται στην έλλειψη αποδοκιμασίας από την έννομη τάξη, διακρίνει ανάμεσα στις άκυρες δικαιοπραξίες και αφήνει εκτός της έννοιας της περιουσίας μόνο τις παράνομες και τις ανήθικες απαιτήσεις, ενώ οι ατελείς ενοχές μπορούν να στηρίξουν απαιτήσεις εντασσόμενες στην ποινικά προστατευόμενη περιουσία. Τις ατελείς ενοχές δεν τις αποδοκιμάζει το δίκαιο ούτε τις απαγορεύει, αλλά δεν τις προστατεύει, είτε γιατί δεν θέλει να τις νομιμοποιήσει (π.χ απαίτηση από στοίχημα) είτε γιατί δε συντρέχουν τυπικές προϋποθέσεις κύρους τους (π.χ παραγεγραμμένες αξιώσεις). Κατά μία παρεμφερή άποψη 15, το ίδιο ισχύει και για την απαίτηση που απορρέει από μια ανήθικη δικαιοπραξία, για παράδειγμα της πόρνης για την αμοιβή της ή από μια αισχροκερδή. Το δίκαιο αναγνωρίζει την οικονομική αξία της παροχής υπηρεσιών της πόρνης, όπως και το αποτέλεσμα μιας αισχροκερδούς δικαιοπραξίας, τη στιγμή που φορολογεί τα σχετικά εισοδήματα, αλλά δεν προστατεύει τις σχετικές σχέσεις, γιατί δε θέλει να τις νομιμοποιήσει. Επομένως, υπό την εκδοχή αυτή, από την έννοια της περιουσίας αποκλείονται μόνο οι παράνομες απαιτήσεις, όχι όμως και οι ανήθικες. Σε κάθε περίπτωση, το σημείο στο οποίο συγκλίνουν οι ως άνω επιμέρους απόψεις που διατυπώνονται μέσα στα πλαίσια της νομικοοικονομικής θεωρίας και το οποίο τη διαφοροποιεί σαφώς από την οικονομική θεωρία είναι ότι από την έννοια της περιουσίας αποκλείονται πάντως οπωσδήποτε οι αξιώσεις που αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Έτσι, ο έμπορος ναρκωτικών που πληρώνεται με πλαστά χαρτονομίσματα δεν προστατεύεται με τις διατάξεις περί απάτης, γιατί η αξίωσή του δεν αναγνωρίζεται και δη αποδοκιμάζεται από το δίκαιο, αφού πηγάζει από 15 Βλ. Α. Αποστολίδου, Η πλάνη ως αποτέλεσμα εξαπάτησης και η περιουσιακή διάθεση στο έγκλημα της απάτης, 2000 16
παράνομη αιτία, δεν προστατεύεται ο επαγγελματίας εκτελεστής, έστω και εάν κατέβαλε επίπονη εργασία, αφιέρωσε χρόνο, υποβλήθηκε σε δαπάνες κλπ 16. Δ. Η προσωπική έννοια της περιουσίας Κατά την προσωπική έννοια της περιουσίας, η περιουσία, ως ένα από τα θεμέλια για την ανάπτυξη της προσωπικότητας, έχει σημασία κυρίως από λειτουργικής άποψης, ως σύνολο οικονομικών δυνατοτήτων 17. Σύμφωνα με αυτήν, προτείνεται ένα εξατομικευμένο κριτήριο προσδιορισμού της περιουσιακής ζημίας με βάση τις προσωπικές συνθήκες του ζημιωθέντος, λαμβάνοντας υπόψη εκτός από τη γενική χρηματική ή συναλλακτική αξία των αμοιβαίων παροχών και όλες τις περιστάσεις της ατομικής περίπτωσης, σύμφωνα με την εκτίμηση ενός αντικειμενικού κριτή (αντικειμενικά εξατομικευμένο κριτήριο) 18. Βασικό μειονέκτημα της θεωρίας αυτής είναι ότι στο βαθμό που δεν περιορίζεται μόνο την αντικειμενική- ατομική μέθοδο υπολογισμού της ζημίας αλλά προχωρά στη διατύπωση κριτηρίων με βάση τις υποκειμενικές προτιμήσεις, ανάγκες και επιδιώξεις του εκάστοτε φορέα καθίσταται τόσο αόριστη, ώστε να μην απομένει ουσιαστικά χώρος εφαρμογής οικονομικών κριτηρίων και τελικά να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του εγκλήματος ως εγκλήματος κατά της περιουσίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Η βασική (απλή) εκβίαση (άρθρο 385 παρ. 1 γ Π.Κ.) I. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος Ένα ερώτημα που τίθεται είναι εάν η κακουργηματική εκβίαση που περιγράφεται στο στοιχείο α της παραγράφου 1 του άρθρου 385 ΠΚ αποτελεί τη διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος και η εκβίαση του στοιχείου γ συνιστά 16 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.374. 17 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.376. 18 Βλ. Ν. Κουράκης- Ε. Αθανασίου-Ν. Πατεράκης, Το έγκλημα της απάτης, Νομική Βιβλιοθήκη:2001, σελ.100. 17
το βασικό έγκλημα ή εάν αντίθετα η εκβίαση υπό στοιχείο α του άρθρου 385 ΠΚ αποτελεί το βασικό έγκλημα και η υπό στοιχείο γ εκβίαση την προνομιούχα του μορφή. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι ο χαρακτήρας της κακουργηματικής εκβίασης του στοιχείου α ως διακεκριμένης μορφής του εγκλήματος. Το βασικό έγκλημα συνιστά η πράξη υπό στοιχείο γ, αφού με αυτή προσδιορίζεται πλήρως η προστασία του εννόμου αγαθού και συλλαμβάνεται η «κανονική» διάσταση αυτού και της πράξης προσβολής του, ενώ με τα στοιχεία α και β εισάγονται πρόσθετα στοιχεία που τυποποιούν διακεκριμένες μορφές εκβίασης. Το βασικό έγκλημα της εκβίασης, λοιπόν, στοιχειοθετείται σε κάθε περίπτωση που συντρέχει οποιαδήποτε μορφή βίας ή απειλής μη υπαγόμενη στις διακεκριμένες περιπτώσεις που αναφέρονται υπό τα στοιχεία α και β της παραγράφου 1 του άρθρου 385 ΠΚ και τυποποιείται στο στοιχείο γ της παραγράφου 1 του άρθρου 385 ΠΚ. Το έγκλημα της εκβίασης συνιστά υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Υπαλλακτικώς μικτό χαρακτηρίζεται ένα έγκλημα όταν οι περισσότεροι, σύμφωνα με το νόμο, τρόποι πραγμάτωσης της αντικειμενικής του υπόστασης μπορούν να εναλλαχθούν στην ίδια μονάδα εννόμου αγαθού, ήτοι να τελεσθούν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ή και με όλους διαδοχικά, χωρίς στην περίπτωση αυτή να έχουμε συρροή εγκλημάτων, αλλά ένα έγκλημα. Στην ως άνω κατηγορία ανήκει και η εκβίαση, που μπορεί να τελεσθεί με βία ή με απειλή, καθώς και με βία και απειλή μαζί. Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του βασικού εγκλήματος της εκβίασης είναι τα εξής: - Υποκείμενο του εγκλήματος της εκβίασης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, όπως προκύπτει με σαφήνεια από τη διατύπωση της διάταξης («όποιος»), χωρίς να απαιτείται η συνδρομή κάποιας ιδιαίτερης ιδιότητας. Το έγκλημα, συνεπώς, είναι κοινό και όχι ιδιαίτερο. - Αντικείμενο του εγκλήματος συνιστά η εξατομικευμένη κάθε φορά περιουσία, ως σύνολο επιμέρους στοιχείων. 18
- Πράξη του εγκλήματος αποτελεί ο εξαναγκασμός με βία ή απειλή σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή που έχει ως αποτέλεσμα την περιουσιακή ζημία του εξαναγκαζόμενου ή άλλου. Α. Η βία ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος Η βία στη βασική μορφή της εκβίασης (άρθρο 385 παρ. 1γ ΠΚ) χρησιμοποιείται με την έννοια της έμμεσης σωματικής βίας και της «βίας» κατά πραγμάτων, εάν δεχτούμε την εκδοχή ύπαρξης αυτής της έννοιας (βλ. αναλυτικά κατωτέρω), καθώς εάν η βία είναι άμεση (βία κατά προσώπου), τότε πραγματώνεται η διακεκριμένη μορφή της εκβίασης, που τυποποιείται στο στοιχείο α της παραγράφου 1 του άρθρου 385 ΠΚ 19. i. Η έννοια της βίας Η έννοια της βίας έχει βρεθεί στο επίκεντρο διεξοδικών ερμηνευτικών αναλύσεων για τον προσδιορισμό της, κυρίως με αφορμή την ερμηνεία των διατάξεων που εμπεριέχουν την έννοια αυτή. Στην παρούσα μελέτη, θα μνημονευτούν οι βασικές κατευθύνσεις που έχουν ακολουθηθεί για τον προσδιορισμό της. Καταρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι ο όρος «βία» χρησιμοποιείται στον Ποινικό Κώδικα σε αντιδιαστολή προς τον όρο «βιαιοπραγία» (άρθρα 167 και 168 παρ.1 ΠΚ) ή «πράξεις βίας» (άρθρο 157 Α ΠΚ). Ειδικότερα, η βία αποτελεί πάντοτε μέσο για την επίτευξη κάποιου σκοπού, οδηγεί δηλαδή πάντοτε σε μια μορφή εξαναγκασμού, ενώ ο όρος βιαιοπραγία χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι η «βία δεν ασκείται προς τι, αλλά πράττεται» 20. Η βία, δηλαδή, αποτελεί μέσο προς σκοπό, ενώ η βιαιοπραγία αυτοσκοπό. Ως εκ τούτου, για τη στοιχειοθέτηση της βίας δεν αρκεί οποιαδήποτε βιαιοπραγία, αλλά απαιτείται επιπλέον η πράξη της βίας να έχει εξαναγκαστική δύναμη, ήτοι να συνδέεται αιτιακά με την πρόκληση ορισμένου 19 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006 20 Βλ. Ν. Ανδρουλάκης, Η έννοια της βίας εν τω ποινικώ δικαίω,πχρ 1963.593. 19
αποτελέσματος στην πραγμάτωση του οποίου αντικειμενικά τείνει 21. Το διαφοροποιητικό σημείο ανάμεσα στη βία και τη βιαιοπραγία αποτελεί το στοιχείο της κάμψης της αντίστασης κάποιου ατόμου. Η βία, λοιπόν, δεν αποτελεί παρά βιαιοπραγία πάνω σε ένα άνθρωπο ή πράγμα με σκοπό την κάμψη της αντίστασης ατόμου και επομένως στα υπόλοιπα στοιχεία του ο ορισμός της βίας δε μπορεί να διαφοροποιείται από αυτόν της βιαιοπραγίας. Ως εκ τούτου, βία χωρίς βιαιοπραγία, κατά την ορθότερη άποψη, δεν είναι νοητή. Ως βία έχει χαρακτηριστεί 22 «η χρησιμοποίηση μιας ενέργειας (μυικής, ηλεκτρικής, μαγνητικής ή άλλης), η οποία μεταβιβάζεται με τρόπο φυσικό (μηχανικό) πάνω στο ανθρώπινο σώμα ή σε ένα πράγμα, εφόσον μέσω αυτής επιχειρείται να καμφθεί η αντίσταση ενός ατόμου και η ενέργεια αυτή που χρησιμοποιείται είναι πράγματι πρόσφορη για αυτό το σκοπό». Από τον ορισμό αυτό συνάγεται ότι στα εγκλήματα βίας υπάρχει πάντα ένας ή περισσότεροι χρήστες της βίας και ένας ή περισσότεροι δέκτες της εξαναγκαστικής πίεσης. Παράλληλα, ένας άλλος ορισμός που έχει διατυπωθεί για τη βία είναι ότι αυτή συνιστά σε υλικό επίπεδο «την αντιπαράθεση δύο αντίρροπων υλικών δυνάμεων και την κάμψη της αντίστασης της μιας από την επενέργεια της άλλης» 23. Έτσι πλατιά ποινικοποιεί ο νομοθέτης τη βία στα άρθρα 157 ΠΚ, 167 ΠΚ, αλλά και στη βασική μορφή της εκβίασης (άρθρο 385 στοιχ. γ ΠΚ). Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στο άρθρο 330 ΠΚ, τυποποιείται μόνο η σωματική βία και αλλού, όπως στο άρθρο 380 ΠΚ και στη διακεκριμένη μορφή της εκβίασης που τυποποιείται στο στοιχείο α της παραγράφου 1 του άρθρου 385 ΠΚ, μόνο η σωματική βία κατά προσώπου 24. 21 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα:1999, σελ.22. 22 Βλ. αναλυτικά Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Η ποινική προστασία των πολιτικών σωμάτων στο ελληνικό δίκαιο,1982, σελ.112επ. 23 Βλ. Ν. Παρασκευόπουλος, Βιβλιοκρισία, Δίκαιο και Πολιτική 1982.417επ., Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., Α. Παπαδαμάκης, ό.π. 24 Βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου. Νομική Βιβλιοθήκη: 2003 20
ii. Η έννοια της σωματικής βίας Σε ότι αφορά τη διαφορά της βίας από τη σωματική βία, είναι λεκτέο ότι το επίθετο σωματική μπορεί να αναφέρεται μόνο στο αντικείμενο της πράξης και όχι στο υποκείμενό της, εφόσον οπωσδήποτε κάθε πράξη βίας μόνο μέσω του σώματος μπορεί να ασκηθεί. Συνεπώς, ο όρος σωματική βία αφορά μόνο σε πράξεις βίας που θίγουν είτε άμεσα είτε έμμεσα το ανθρώπινο σώμα. Όταν η ενέργεια μεταβιβάζεται άμεσα στο ανθρώπινο σώμα (π.χ ο Α χτυπά με μαχαίρι τον Β) γίνεται λόγος για «σωματική βία κατά προσώπου» (άμεση σωματική βία). Κατά την ορθότερη άποψη δε, τελεί άμεση σωματική βία και αυτός που σπάζει το αναπηρικό όχημα και ακινητοποιεί τον ανάπηρο ή σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις, όπου ουσιαστικά πρόκειται για βία κατά προσώπου, εφόσον στην περίπτωση αυτή το αναπηρικό όχημα αντικαθιστά κάποιο τμήμα του ανθρώπινου σώματος, άρα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με αυτό και συνεπώς η επενέργεια επί του πράγματος εξομοιώνεται με επενέργεια επί του σώματος 25. Άμεση σωματική βία συνιστά, επίσης, κατά μία άποψη 26, το κλείδωμα κάποιου σε έναν περιορισμένο χώρο, ώστε αυτός να στερείται παντελώς κάθε δυνατότητας κίνησης, για παράδειγμα κλείδωμα σε ένα ντουλάπι, σε ένα μπαούλο, στο πορτ-μπαγκάζ του αυτοκινήτου ή σε ένα επαγγελματικό ψυγείο, καθώς οι ενέργειες αυτές είναι το ίδιο όπως και το δέσιμο κάποιου σε καρέκλα ή σε ένα κρεβάτι, αφού στην ουσία πρόκειται για πλήρη αποστέρηση της δυνατότητας κίνησης. Δε συμβαίνει, όμως το ίδιο, με το κλείδωμα σε ένα δωμάτιο ή αποθήκη, καθώς οι πράξεις αυτές δε συνιστούν πράξεις βίας, αλλά το έγκλημα της παράνομης κατακράτησης. Η άσκηση πάντως της άμεσης σωματικής βίας δεν είναι αναγκαίο να συνεπάγεται και σωματική βλάβη 27. Η χρησιμοποίηση ναρκωτικών ουσιών για την εξουδετέρωση της αντίστασης ατόμου αποτελεί επίσης πράξη σωματικής βίας, αφού στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιείται η ενέργεια που απελευθερώνουν τα ναρκωτικά, ενέργεια που μεταβιβάζεται άμεσα στο ανθρώπινο σώμα. Το ίδιο 25 Βλ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.282. 26 Βλ. Ι. Μανωλεδάκης Ν. Μπιτζιλέκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, 13 η έκδοση, 2007, σελ.198επ. 27 ΑΠ 1331/2006, ΠοινΧρ. 2007.524 21
ισχύει και για τον υπνωτισμό, έστω και εάν η εδώ μεταβιβαζόμενη ενέργεια δεν είναι ορατή. Οι δύο αυτές περιπτώσεις, λοιπόν, που προβλέπονται ρητά στο άρθρο 13 περ.δ ΠΚ ως σωματική βία αποτελούν βία κατά κυριολεξία και όχι κατά πλάσμα του νόμου 28. Αντίθετα, οι εργάτες που απεργούν επεμβαίνουν σαφώς δυναμικά πάνω στη βούληση των εργοδοτών τους, ωστόσο δεν ασκούν βία, εάν η απεργία δε συνοδεύεται με συγκεκριμένες υλικές βιαιοπραγίες 29. Όταν η ενέργεια μεταβιβάζεται άμεσα σε ένα πράγμα και έμμεσα, κατά τρόπο μηχανικό, μέσω του πράγματος, επενεργεί στο ανθρώπινο σώμα, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που ο Α πυροβολεί τους τροχούς του αυτοκινήτου που κινείται και ακινητοποιεί έτσι τον οδηγό Β, πρόκειται για έμμεση σωματική βία, η οποία από κοινού με την άμεση σωματική βία στοιχειοθετεί το περιεχόμενο του όρου «σωματική βία» στον Ποινικό Κώδικα 30. Εάν όμως η επενέργεια αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην ακινητοποίηση, αλλά επιφέρει τον τραυματισμό ή το θάνατο του οδηγού, η βία τότε καθίσταται άμεση, καθώς εκδηλώνεται στο σώμα του θύματος. Ως εκ τούτου, άμεση σωματική βία είναι πάνω από όλα ο τραυματισμός ή η θανάτωση του θύματος, που ασκείται ως μέσο εξαναγκασμού σε κάτι. Παράλληλα, δε στοιχειοθετεί την έννοια της έμμεσης σωματικής βίας η περίπτωση όπου κάποιος τρυπά τα λάστιχα σταθμευμένου αυτοκινήτου ή αφαιρεί τα παραθυρόφυλλα με σκοπό να εξαναγκάσει το μισθωτή να εγκαταλείψει το μίσθιο, αφού η πράξη του αυτή δεν επενεργεί έμμεσα με μηχανικό τρόπο στο σώμα του άλλου. Με τον ίδιο τρόπο, δε στοιχειοθετεί έμμεση σωματική βία η αφαίρεση των ενδυμάτων λουομένου για να τον εξαναγκάσει να μείνει στο νερό, ούτε η στέρηση νερού από έναν ενοικιαστή που αρνείται να εγκαταλείψει το μίσθιο για να τον εξαναγκάσει να φύγει 31. Οι περιπτώσεις αυτές συνιστούν απειλές παράνομης παράλειψης, εάν το θύμα δεν υποκύψει στη βούληση του δράστη. 28 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το έγκλημα της παράνομης βίας, Αρμ. 1982.972 επ. 29 Βλ. Ν. Παρασκευόπουλος, Βιβλιοκρισία, Δίκαιο και Πολιτική 1982.417επ. 30 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα:1999, σελ.24, Ν. Ανδρουλάκης, ΠοινΧρ 1963.593επ. 31 Βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου. Νομική Βιβλιοθήκη: 2003, σελ.753. 22
Η σχετική σωματική βία (vis compulsiva) συνδυάζεται σχεδόν πάντα με την απειλή (επανάληψης της βίας). Διαφέρει, όμως, με την απειλή σωματικής βίας ως προς το χρονικό σημείο επέλευσης του κακού. Αν, δηλαδή, έχει κιόλας πραγματοποιηθεί κάποια βιαιοπραγία πρόκειται για σωματική βία, ενώ εάν το κακό αναγγέλλεται για το μέλλον, πρόκειται για απειλή σωματικής βίας. Έτσι, η απειλή με όπλο έστω και από κοντινή απόσταση αποτελεί απειλή σωματικής βίας και όχι σωματική βία. Το ίδιο ισχύει και για τους εκφοβιστικούς πυροβολισμούς, εφόσον θέτουν απλώς υπόψη το κακό που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, δε συνιστούν όμως πράξη βίας. iii. Η έννοια της «βίας» κατά πραγμάτων Όταν η ενέργεια που χρησιμοποιεί ο δράστης μεταβιβάζεται μόνο σε πράγματα, χωρίς να επιδρά οπωσδήποτε στο ανθρώπινο σώμα (για παράδειγμα ο Α καταστρέφει την πολύτιμη συλλογή του Β προκειμένου να τον εξαναγκάσει σε ορισμένη πράξη ή παράλειψη, βάζει φωτιά στο κατάστημα του παθόντος για να τον εξαναγκάσει σε κάποια πράξη, βασανίζει το αγαπημένο σκυλάκι του παθόντος για να τον εξαναγκάσει να του δώσει χρήματα) γίνεται λόγος για «βία κατά πραγμάτων», η οποία μαζί με τη σωματική βία (άμεση και έμμεση) στοιχειοθετούν την έννοια της «βίας» στον Ποινικό Κώδικα 32. Πράξη «βίας» κατά πράγματος είναι η χρησιμοποίηση μιας ενέργειας πάνω σε ένα πράγμα με τρόπο που αλλοιώνεται η κατά προορισμό χρήση του. Η πράξη αυτή δεν ταυτίζεται αναγκαία και με τη φθορά του πράγματος, με τον ίδιο τρόπο που δεν ταυτίζεται η σωματική βία με τη σωματική βλάβη του ατόμου. Έτσι, πράξη βίας κατά πράγματος αποτελεί η αφαίρεση των παραθυρόφυλλων ή η παραβίαση μιας κλειδωμένης πόρτας. Ο εν λόγω όρος της «βίας» κατά πραγμάτων συνιστά τεχνικό όρο του Ποινικού Κώδικα και χρησιμοποιείται για να καλύψει περιπτώσεις που η πράξη της βίας επενεργεί μόνο πάνω σε πράγμα χωρίς να μεταβιβάζεται έμμεσα πάνω στο ανθρώπινο σώμα, με σκοπό, βέβαια, πάντα την κάμψη της αντίστασης ατόμου, δηλαδή 32 Βλ. Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό Δίκαιο-Ειδικό Μέρος, Εκδόσεις Σάκκουλα:1999, σελ.24, Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο- Τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2006, σελ.381, Δ. Σπινέλλης, Το έγκλημα της εκβίασης, ΠοινΧρ 1985.1επ. 23
δεν μπορεί να στρέφεται αποκλειστικά εναντίον πραγμάτων, αφού η βία συνιστά αντιπαράθεση δυνάμεων. Όπως, δηλαδή, στη σχετική βία ο δράστης χτυπά κάποιον, πράξη από την οποία συνάγεται ότι θα τον ξαναχτυπήσει εάν δεν υποκύψει στη βούλησή του, έτσι και όταν ο δράστης καταστρέφει πράγματα, από την πράξη του συνάγεται ότι θα συνεχίσει καταστρέφοντας και άλλα εάν δεν υποκύψει το θύμα. Και στις δύο εν λόγω περιπτώσεις, η συμπεριφορά του θύματος είναι η ίδια σε ότι αφορά το στοιχείο του εξαναγκασμού. Διαφέρει μόνο το υλικό αντικείμενο πάνω στο οποίο μεταβιβάζεται η ενέργεια 33. Παράλληλα, ο διαχωρισμός του όρου βία από τον όρο σωματική βία, στο μέτρο που το επίθετο «σωματική» μόνο στο αντικείμενο της πράξης μπορεί να αναφέρεται, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο όρος βία αποκτά διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνο της σωματικής βίας, μόνο εάν θεωρηθεί ότι δεν εξαντλείται σε πράξεις που έστω και έμμεσα επενεργούν στο ανθρώπινο σώμα, οι οποίες καλύπτονται από τον όρο σωματική βία 34. Αλλά και από άποψη ουσίας, μια τέτοια ερμηνεία του όρου βία φαίνεται να ανταποκρίνεται στην αναγκαιότητα προστασίας της ελευθερίας της βούλησης από πράξεις βίας, οι οποίες μολονότι δεν επενεργούν στο σώμα του θύματος, ωστόσο ασκούνται με σκοπό την κάμψη της αντίστασης του ατόμου και είναι αποτελεσματικά μέσα πίεσης και εξαναγκασμού, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι υπάγονται στον ορισμό αυτό και πράξεις που δεν περιέχουν το στοιχείο της βιαιοπραγίας, όπως π.χ. οι γενικές απεργίες ή μαζικές διαδηλώσεις που δεν εκτρέπονται σε πράξεις βίας. Στον αντίποδα των ανωτέρω, ωστόσο, υποστηρίζεται 35 η άποψη ότι τα δύο αναγκαία για τον προσδιορισμό της βίας στοιχεία είναι απαραιτήτως η ύπαρξη ενός φορέα χρήστη και ενός δέκτη της εξαναγκαστικής ή υλικοψυχολογικής δύναμης. Αυτή η διπολικότητα, η αντιπαράθεση δύο υλικών δυνάμεων που βουλητικά στοχεύει στον εξαναγκασμό και η κάμψη της αντίστασης της μιας δύναμης από την επενέργεια της άλλης αποτυπώνει τον ορισμό της βίας. Για αυτό το λόγο, επειδή δηλαδή στην έννοια της βίας 33 Βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Προσβολές του Πολιτεύματος, 1988, σελ.102. 34 Βλ. όμως και αντίθετη άποψη ότι όπου χρησιμοποιείται ο όρος βία στον Ποινικό Κώδικα, εννοείται η σωματική βία. 35 Βλ. Ν. Παρασκευόπουλος, Βιβλιοκρισία, Δίκαιο και Πολιτική 1982.417επ., Ι. Μανωλεδάκης, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, Εκδόσεις Σάκκουλα:2002, σελ.172 24
περιέχεται μια αντιπαράθεση, δεν μπορεί να νοηθεί βία κατά πραγμάτων. Η βιαιοπραγία είναι κακοποίηση, ενώ η βία εξαναγκασμός. Ως εκ τούτου βία κατά πράγματος δε νοείται, αφού το πράγμα δεν εξαναγκάζεται. Η βιαιοπραγία (και όχι βία) κατά πραγμάτων μπορεί να αποτελεί κατά περίπτωση είτε έμμεση σωματική βία, για παράδειγμα η ακινητοποίηση του οδηγού οχήματος με το σπάσιμο της ρόδας του αυτοκινήτου είτε απειλή προσώπου, για παράδειγμα το σπάσιμο της πόρτας ή η καταστροφή αντικειμένων που δηλώνουν την επιθυμία του δράστη να συνεχίσει εάν δεν ικανοποιηθεί. iv. Βία κατά τρίτου Ζήτημα ανακύπτει σχετικά με το εάν μπορεί να γίνει δεκτό ότι τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της εκβίασης πραγματώνει και η βία κατά τρίτου. Η καταφατική απάντηση φαίνεται να προκύπτει αρχικά από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου. Στο έγκλημα της εκβίασης χρησιμοποιούνται οι όροι βία και σωματική βία χωρίς ωστόσο να αναφέρεται και το υλικό αντικείμενο της βίας. Έτσι, εύλογα μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι αυτό δε χρειάζεται να συμπίπτει με τον ίδιο τον εξαναγκαζόμενο. Η θέση αυτή φαίνεται να ενισχύεται αν ο εν λόγω κυρωτικός κανόνας συνδυαστεί με τη βασική διάταξη για τη βία του άρθρου 330 ΠΚ. Εκεί, ο νομοθέτης έχει διατυπώσει ένα γενικό ποινικό κανόνα για την προστασία του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, στην ειδικότερη μορφή της, ως ελεύθερης δράσης του ατόμου. Με τη διάταξη της εκβίασης, λοιπόν, όπου επίσης, όπως και στο άρθρο 330 ΠΚ, τυποποιείται ο βίαιος εξαναγκασμός άλλου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, η προστασία αυτή εξειδικεύεται στον τομέα της οικονομίας. Εφόσον, όμως, στη γενική, με την πλατιά έννοια του όρου, ή ορθότερα στη βασική διάταξη του άρθρου 330 ΠΚ ο ίδιος ο νομοθέτης έκρινε ότι η ελεύθερη δράση του ατόμου μπορεί να περιοριστεί όχι μόνο από πράξεις ή απειλές βίας κατά του ίδιου αλλά και κατά των «οικείων» του και εφόσον στην ειδική προστασία της προσωπικής ελευθερίας δεν υπάρχει ιδιαίτερη μνεία σε ότι αφορά τον κύκλο των τρίτων προσώπων, μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η βία 25
δε χρειάζεται να αφορά μόνο τον εξαναγκαζόμενο 36. Ενόψει δε του γεγονότος ότι οι περιορισμοί της βασικής και ηπιότερης διάταξης του άρθρου 330 ΠΚ, ως προς τον κύκλο των προσώπων εναντίον των οποίων πρέπει να στρέφεται η βία, δεν επαναλαμβάνονται ρητά και στην ειδική και αυστηρότερη διάταξη του άρθρου 385 Π.Κ έπεται λογικά ότι δε δεσμεύουν και την εν λόγω διάταξη και συνεπώς η βία στο έγκλημα της εκβίασης δύναται να ασκείται κατά οποιουδήποτε τρίτου, υπό την προϋπόθεση ότι in cocreto, στη συγκεκριμένη εκάστοτε περίπτωση, αυτή έκαμψε τη βούληση του εξαναγκαζόμενου και λειτούργησε ως μέσο εξαναγκασμού του σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. v. Βία με παράλειψη Στην επιστήμη επικρατεί η αντίληψη ότι, σύμφωνα με τη θεώρηση της βίας ως πρωταρχικά σωματικής επενέργειας ή πλατύτερα ως κάθε εξαναγκαστικού μέσου, είναι νοητή και βία με παράλειψη, εφόσον υπάρχει ιδιαίτερη υποχρέωση του δράστη να ενεργήσει 37. Για παράδειγμα, ασκεί σωματική βία η νοσοκόμα που δε χορηγεί τροφή και φάρμακα στον ασθενή για να τον εξαναγκάσει να την ορίσει κληρονόμο, ή ο σύζυγος που δεν ανοίγει την πόρτα στη σύζυγό του για να την εξαναγκάσει να του παραχωρήσει οικονομικής φύσεως προνόμια. Παράλληλα, μεμονωμένα υποστηρίζεται ότι είναι νοητή σωματική βία με παράλειψη, ακόμα και εάν δεν υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρώση προς ενέργεια κατά το άρθρο 15 ΠΚ, όπως όταν αρνείται κάποιος να ανασύρει πάνω στη βάρκα άτομο με σκοπό τον εξαναγκασμό σε περιουσιακή μετακίνηση 38. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ορισμό της βίας, όπως αυτός αναλύθηκε παραπάνω, αναγκαία προϋπόθεση κάθε πράξης βίας είναι η χρησιμοποίηση μιας ενέργειας ή άλλως μια αντιπαράθεση υλικών δυνάμεων και το στοιχείο αυτό λείπει πάντα από μία παράλειψη. Για αυτό το λόγο, ορθότερη διαφαίνεται η εκδοχή ότι τα εγκλήματα βίας ανήκουν πάντα στην 36 Βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Μελέτες Ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου. Νομική Βιβλιοθήκη: 2003, σελ. 301επ. 37 Βλ. Δ. Καρανίκας, Εγχειρίδιο Ποινικού Δικαίου, σελ. 85, Ν. Ανδρουλάκης, Η έννοια της βίας εν τω Ποινικώ Δικαίω, ΠοινΧρ 1963.601, Α. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικος, τ. Β, σελ.563. 38 Βλ. Μαγκάκης, Το έγκλημα της παρανόμου βίας κατά το άρθρον 330 ΠΚ, ΠοινΧρ 1962.528 26