ΒΙΟΓΕΝΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΣΙΚΙΝΟΥ- ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΥ BIOGENIC FORMATIONS IN THE SIKINOS-FOLEGANDROS AREA

Σχετικά έγγραφα
Φανή Παπακώστα Επιβλέπων καθηγητής: Θωμάς Χασιώτης

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Συμβολή στην Χαρτογράφηση Θαλάσσιων Οικοτόπων των Όρμων Κορθίου και Χώρας Άνδρου (Νοτιοανατολική Άνδρος, Κυκλάδες)

8ο Πανελλήνιο Συμποσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 657

Βύρων Μωραΐτης, Φυσικός MSc.

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

ΜΕΛΕΤΗ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΚΤΩΝ ΚΟΛΠΟΥ ΧΑΝΙΩΝ

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

YALOURIS: FOLLOWING THEIR TRACES 36 YEARS LATER

Χαρτογράφηση Δείκτη Παράκτιας Τρωτότητας

ΤΕΥΧΟΣ Γ ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΙΩΝ

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Αποθέσεις ανθρακικών ορυκτών σε παλαιολίμνες του Ελληνικού χώρου κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους περιόδου

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ E ΕΞΑΜΗΝΟ

Γεωλογικές- γεωµορφολογικές έρευνες για την. αγωγών"

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ ( ).

ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ

2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

1. Το φαινόµενο El Niño

Και οι τρεις ύφαλοι βρίσκονται κοντά στην ακτογραμμή. Τα βάθη κυμαίνονται από 31 έως 35 m για τους Τ.Υ. Ιερισσού και Πρέβεζας και 20 έως 30 m για τον

Διδακτορική Διατριβή Α : Αριθμητική προσομοίωση της τρισδιάστατης τυρβώδους ροής θραυομένων κυμάτων στην παράκτια ζώνη απόσβεσης

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΜΕΛΕΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

buoyancy TRANSPORT THROUGH THE AEGEAN SEA

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

«Υδάτινοι Ορίζοντες: Προκλήσεις & Προοπτικές» Μυτιλήνη, Μαΐου Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Πρακτικά.

Τμήμα Γεωγραφίας, Ζ Εξάμηνο σπουδών Αθήνα, 2017

Ασκηση 10 η : «ΜΗΧΑΝΙΚΗ ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΩΝ» Φυσικές ιδιότητες θαλασσινού νερού Θερμοκρασία Αλατότητα Πυκνότητα Διαγράμματα Τ-S

4. γεωγραφικό/γεωλογικό πλαίσιο

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΑΠΜ για την εκπόνηση ΤΕΥΧΟΣ 9 ΤΕΧΝΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

π λ η θ υ σ μ ο ύ τ η ς μ ε σ ο γ ε ι α κ ή ς φ ώ κ ι α ς σ τ η ν ή σ ο Γ υ ά ρ ο

ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ - ΓΕΩΦΥΣΙΚΗ ΔΙΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΩΝ ΑΝΑΒΛΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΣΤΟΥΠΑ ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΑΝΑΒΛΥΣΗΣ ΣΤΟ Β.Α. ΑΙΓΑΙΟ. Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου 2

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

Θαλάσσια ιζήματα_2. (συνέχεια...)

Παράκτια διάβρωση: Μέθοδοι ανάσχεσης μιας διαχρονικής διεργασίας

Πανελλήνιο Συµπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας

Επιστημονικά Υπεύθυνος: Συλαίος Γιώργος Ομάδα Εργασίας: Πρίνος Παναγιώτης, Σαμαράς Αχιλλέας

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

Επιπτώσεις αποθέσεων φερτών υλικών σε ταµιευτήρες

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

1 η Ε τ ή σ ι α Α ν α φ ο ρ ά γ ι α τ η ν κ α τ ά σ τ α σ η δ ι α τ ή ρ η σ η ς. CYCLADES Life: Integrated monk seal conservation of Northern Cyclades

Δρ. Απόστολος Ντάνης. Σχολικός Σύμβουλος Φυσικής Αγωγής

Η σημασία του θείου για τους υδρόβιους οργανισμούς?

ΠΟΛΥΔΕΣΜΙΚΟΣ ΗΧΟΒΟΛΙΣΤΗΣ (MULTI-BEAM) ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παραμετρική ανάλυση του συντελεστή ανάκλασης από στρωματοποιημένο πυθμένα δύο στρωμάτων με επικλινή διεπιφάνεια 1

2 Δεκεμβρίου Απολογισμός Δράσεων της υποδομής Greek Argo για το 2015

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΩΚΕΑΝΟΓΡΑΦΙΑΣ

Περιβαλλοντικά Προβλήματα και Σύγχρονα Εργαλεία ιαχείρισής τους στο θαλάσσιο περιβάλλον του Στρυμονικού Κόλπου και των εκβολών του π.

ΓΕΩΦΥΣΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ SUBDUCTION ZONES ΖΩΝΕΣ ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ ΚΟΥΡΟΥΚΛΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΦΕΡΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΣΕ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΕΣ ΩΣ ΥΝΑΜΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ: ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΟΝ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΑ ΚΡΕΜΑΣΤΩΝ

Ποτάµια ράση ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ. Ποτάµια ιάβρωση. Ποτάµια Μεταφορά. Ποτάµια Απόθεση. Βασικό επίπεδο

Παράκτιοι κρημνοί Γεωμορφές βραχωδών ακτών & Ακτόλιθοι

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

Σύγχρονες διεργασίες ιζηματογένεσης στο υποθαλάσσιο τμήμα του δέλτα του ποταμού Πηνειού (Θεσσαλίας)

Εφαρμογή Ολοκληρωμένου Προγράμματος Παρακολούθησης Θαλασσίων Υδάτων στο πλαίσιο υλοποίησης της Ευρωπαϊκής οδηγίας για τη θαλάσσια στρατηγική

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔAΠΜ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ:

E1K206. ΧΩΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΟΧΗΜΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΠΑ (Β /κή ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ)

ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΖΕΥΞΗΣ ΤΟΥ ΜΑΛΙΑΚΟΥ

Μετεωρολογία Κλιματολογία (ΘΕΩΡΙΑ):

ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΑΞΗ Κεφάλαιο 3 ο

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗ ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ

Απόδοση θεματικών δεδομένων

ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΤΙΑΣ ΖΩΝΗΣ


Δορυφορική βαθυμετρία

ΠΑΓΕΤΩΝΕΣ. πηγή:nasa - Visible Earth

Interdisciplinary Aquaria for the PRomotion of Environment and History APREH

Μέτρο EuDREP ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΛΗΨΗ ΑΜΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΝΟΝΗΣΗ ΕΛΛΑΔΑΣ

Διδακτορική Διατριβή Β : Τρισδιάστατη Αριθμητική Προσομοίωση της Υδροδυναμικής Κυκλοφορίας του Πατραϊκού Κόλπου

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 1: ΒΑΘΥΜΕΤΡΙΑ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

Συμπεράσματα Κεφάλαιο 7.

ΥΠΟΕΡΓΟ 6 Αξιοποίηση βιοχημικών δεδομένων υποδομής Αξιολόγηση κλιματικών και βιογεωχημικών μοντέλων. Πανεπιστήμιο Κρήτης - Τμήμα Χημείας

9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, Proceedings, Volume ΙΙ

ΠΟΤΑΜΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Ι.Γ.Μ.Ε. 81η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 10-18/09/2016

ΜΕΡΟΣ 1 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Γεωλογείν περί Σεισμών Λιθοσφαιρικές πλάκες στον Ελληνικό χώρο Κλάδοι της Γεωλογίας των σεισμών...

ΕΚΘΕΣΗ ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΣΤΟ ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΤΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΟΡΕΣΤΙΔΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑΣ

CYCLADES Life: Integrated monk seal conservation of Northern Cyclades

CIGESMED για Δύτες, Πολίτες-Επιστήμονες για το πρόγραμμα παρακολούθησης των κοραλλιγενών οικοτόπων. Ήρθε η ώρα για κατάδυση, τι πρέπει να κάνω;

Τηλεπισκόπηση και Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ΓΣΠ) στη διαχείριση περιβαλλοντικών κινδύνων πλημμύρες

Θαλάσσια Γεωαρχαιολογική Έρευνα για την Ανάδειξη της Βυθισµένης Πολιτιστικής Κληρονοµιάς

ΠΑΡΑΚΤΙΑ ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΑΚΤΩΝ

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου.

Pinios river (Thessaly) discharge at the outer part of Thermaikos plateau forming an extensive

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

Α Ρ Ι Σ Τ Ο Τ Ε Λ Ε Ι Ο Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Θ Ε Σ Σ Α Λ Ο Ν Ι Κ Η Σ

Transcript:

ΒΙΟΓΕΝΕΙΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΣΙΚΙΝΟΥ- ΦΟΛΕΓΑΝΔΡΟΥ Παπακώστα Φ. 1, Χασιώτης Θ. 1, Παλαιοκρασσάς Α. 2 1 Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, mar06062@marine.aegean.gr & hasiotis@marine.aegean.gr 2 Akti Engineering, Πειραιάς, aris.paleokrassas@aktieng.gr Περίληψη Η παρούσα εργασία εξετάζει τη γεωμορφολογία της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Σικίνου και Φολεγάνδρου, χρησιμοποιώντας συστήματα θαλάσσιας γεωφυσικής διασκόπησης, με σκοπό την ανάλυση των βιογενών σχηματισμών που παρατηρούνται εκεί. Οι σχηματισμοί αυτοί, πιθανώς προϊόντα κοραλλιογενών μακροφυκών, δημιουργούν έντονο μικρο-μεσό ανάγλυφο ύψους μέχρι 5m. καλύπτουν το 18% της υπό εξέταση περιοχής. Ο ρυθμός ιζηματογένεσης κατά μήκος αυτών των βιογενών σχηματισμών φτάνει τα 0.22 mm/yr. Παράγοντες που φαίνεται ότι συνεισφέρουν στο σχηματισμό/ανάπτυξη τους είναι το μαλακό υπόστρωμα, οι υδροδυναμικές συνθήκες της περιοχής μελέτης και η εγγύτητα στην ακτογραμμή. Λέξεις κλειδιά: βιογενείς σχηματισμοί, κοραλλιογενή μακροφύκη, γεωφυσική διασκόπηση, Κυκλάδες BIOGENIC FORMATIONS IN THE SIKINOS-FOLEGANDROS AREA Papakosta F. 1, Hasiotis T. 1 Paleokrassas A. 2 1 Department of Marine Sciences, University of the Aegean, mar06062@marine.aegean.gr & hasiotis@marine.aegean.gr 2 Akti Engineering, Piraeous, aris.paleokrassas@aktieng.gr Abstract Τhe geomorphology of the area between Sikinos and Folegandros islands (south Cyclades) has been investigated using systems of marine geophysical prospecting. Particular emphasis has been given to the detailed study of identified biogenic formations. These formations are most probably the products of coralline algae, creating an intense micro-medium relief of a maximum elevation of 5 m. They mainly occupy the north-eastern part of the study area, at depths ~70-95 m, and cover the 18% of the area under investigation. The sedimentation rate along these biogenic formations is estimated to be 0.22 mm/yr. Factors contributing to their formation/development seem to be the soft substrate, the existing hydrodynamic conditions and the distance from the shoreline. Keywords: biogenic formations, coralline algae, geophysical prospecting, Cyclades

1. Εισαγωγή Τα κοραλλιογενή μακροφύκη ανήκουν στις οικογένειες Corallinaceae και Peyssoneliaceae που ανήκουν στην κλάση Rhodophyceae. Οι κοραλλιογενείς ύφαλοι σχηματίζονται κυρίως από τα κόκκινα μακροφύκη (red algae), όπως είναι οι ροδόλιθοι, που ανήκουν στην οικογένεια Corallinaceae, παράγουν σκελετό από ανθρακικό ασβέστιο και γίνονται η βάση του υφάλου καλύπτοντας σχεδόν εξολοκλήρου το υπόστρωμα και δημιουργώντας αποικίες. Κάποιοι οργανισμοί πεθαίνουν και νέοι δημιουργούνται πάνω τους σχηματίζοντας τελικά δομές με ποικίλα μεγέθη και μορφές. Η μορφή και εσωτερική δομή των σχηματισμών αυτών εξαρτάται πολύ από το βάθος ανάπτυξης τους, την τοπογραφία της περιοχής και από τα διάφορα είδη άλγης που αποτελούν τους βασικούς οργανισμούς για την κατασκευή τους (Laborel 1987). Λόγω της σύγχυσης που προκαλείται από το μεγάλο αριθμό όρων που χρησιμοποιούνται για να περιγραφούν οι διαφορετικές μορφές/δομές που σχηματίζουν διάφοροι οργανισμοί (κυρίως κοράλλια), στην παρούσα εργασία ονομάζουμε βιογενείς σχηματισμούς ή βιογενή υβώματα τις μορφές που σχηματίζονται είτε ως αποικίες είτε μεμονωμένα, παρουσιάζουν ανάγλυφο μερικών εκατοστών έως μερικά μέτρα και αποτελούνται από συναθροίσεις ειδών με κυρίαρχους οργανισμούς τα κοραλλιογενή μακροφύκη. Η ασυνεχής ανάπτυξή τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη άλλων οργανισμών, όπως διάφορα άλλα είδη φυκών, κοραλλιών και σπόγγων, δημιουργούν κοραλλιογενή ανθρακικά υβώματα (σχηματισμούς λοφοειδούς μορφολογίας). Αυτοί οι ύφαλοι που χαρακτηρίζονται από τρομερή πολυπλοκότητα δομής, είναι πολύ σημαντικό ενδιαίτημα για πολλούς οργανισμούς και διακρίνονται για την υψηλή λειτουργική και βιολογική τους ποικιλότητα (Ballesteros 2006). Κοραλλιογενή μακροφύκη που μελετήθηκαν στη βορειοδυτική Μεσόγειο έδειξαν πολύ μικρούς ρυθμούς ανάπτυξης (0.006 έως 0.83 mm/yr), ενώ οι αποικίες που αναγνωρίστηκαν σε 52 m βάθος χρονολογήθηκαν στα 8500 yr B.P. (Sartoretto et al 1996). Το φώς είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη κοραλλιογενών σχηματισμών, ενώ άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η θερμοκρασία, οι υδροδυναμικές συνθήκες και η παροχή θρεπτικών ουσιών (Ballesteros 2006). Οι βιογενείς σχηματισμοί αναπτύσσονται σε μεγάλο εύρος βαθών. Είναι αρκετά ανεκτικοί σε σχέση με το φώς και τις υδροδυναμικές συνθήκες. Γενικότερα όμως, φαίνεται ότι ιδανικές περιβαλλοντικές συνθήκες για την ανάπτυξη τους αποτελούν περιοχές χωρίς σημαντικές εισροές γλυκού νερού και με καλή κυκλοφορία που εξασφαλίζει υψηλή ποιότητα νερού (Donnan & Davies 1996). Τα είδη των κοραλλιογενών μακροφυκών είναι κυρίαρχοι οργανισμοί σε σκληρά υποστρώματα στην ευφωτική ζώνη (Steneck 1985). Οι βασικές μορφές σύμφωνα με τον Laborel (1987) είναι δύο, ο διαχωρισμός των οποίων βασίζεται στο ύψος ανάπτυξης τους και στο υπόστρωμα. Η πρώτη μορφή αναπτύσσεται κυρίως σε μαλακό υπόστρωμα και έχει εύρος ύψους από 0.5 έως 4 m. Η δεύτερη έχει μόνο λίγα εκατοστά ύψος, αναπτύσσεται κυρίως σε σκληρό υποστρώμα και δημιουργεί μικρού πάχους επιφανειακές επιφλοιώσεις/κρούστες. Οι μορφές αυτές παρατηρούνται σε μεγάλα εύρη βαθών που φτάνουν τα 290 m και έχουν ευρεία εξάπλωση στη Μεσόγειο με εξαίρεση τις θαλάσσιες περιοχές του Λιβάνου και του Ισραήλ (Laborel 1987). Οι θέσεις ανάπτυξης κοραλλιογενών μακροφυκών αποτελούν ενδιαιτήματα υψηλής παραγωγικότητας και μεγάλης ποικιλότητας σε οργανισμούς και είναι το δεύτερο πιο ποικίλο οικοσύστημα μετά την Ποσειδωνία. Πολλοί άλλοι οργανισμοί πέρα από τα είδη μακροφυκών συνθέτουν τους υφάλους. Σχηματισμοί κοραλλιογενών υφάλων έχουν εντοπιστεί και μελετηθεί την τελευταία 10-ετία σε πλήθος περιοχών, σε βάθη όμως θάλασσας μερικών εκατοντάδων

μέτρων, ενώ μπορούν να φτάσουν μέχρι και τα χίλια μέτρα (deep-sea cold water coral reefs). Στην Ελλάδα, υποστρώματα κοραλλιογενών μακροφυκών, γνωστά και ως τραγάνα, έχουν παρατηρηθεί κυρίως στο Αιγαίο πέλαγος σε βάθη ~70-90 m, ωστόσο, παρόμοιοι σχηματισμοί έχουν εντοπιστεί μέχρι και τα 160m. Αναπτύσσονται σε περιοχές με μέτριας έντασης ρεύματα και εκτιμάται ότι οι πιο εξαπλωμένες αποικίες σε βαθιά νερά της Μεσογείου βρίσκονται στο Αιγαίο (Georgiadis et al. 2009). Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των βιογενών σχηματισμών στην περιοχή Σικίνου-Φολεγάνδρου στις Νότιες Κυκλάδες (Εικ. 1), από την ανάλυση κυρίως θαλάσσιων γεωφυσικών δεδομένων, έτσι ώστε (i) να συσχετιστεί η παρουσία τους ανάλογα με τα χαρακτηριστικά του υποστρώματος τους, (ii) να προσδιοριστεί ο ρυθμός ιζηματογένεσης και το χρονικό πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν, και (iii) να αναλυθούν οι παράγοντες που πιθανώς επιδρούν περισσότερο στη δημιουργία/ανάπτυξη τους στη συγκεκριμένη περιοχή. Παρόμοιοι σχηματισμοί στον Ελληνικό χώρο αναφέρονται μόνο από τους Georgiadis et al. (2009) στην περιοχή των Ανατολικών Κυκλάδων, όπου είναι χαρακτηριστική επίσης η εμφάνιση γεωμορφών λόγω ρευμάτων που δηλώνουν ταχύτητες, τοπικά, ακόμη και μεγαλύτερες από 1 m/s (Lykousis 2001). Εικ. 1: Περιοχή μελέτης Σικίνου-Φολεγάνδρου (δορυφορική φωτογραφία από Google Earth) και χάρτης στον οποίο απεικονίζονται οι πορείες που ακολούθησε το ερευνητικό σκάφος καθώς και οι τομές κατά μήκος των οποίων υπολογίστηκε ο ρυθμός ιζηματογένεσης. 2. Μεθοδολογία Η γεωμορφολογική έρευνα στην περιοχή μελέτης πραγματοποιήθηκε το 2010 με τη χρήση πολυδεσμικού ηχοβολιστή (MBES) GeoAcoustics 125 khz, ηχοβολιστή πλευρικής σάρωσης (SSS) C-MAX CM800 330 khzκαι τομογράφου υποδομής πυθμένα (SBP) O.R.E. 3.5 khz (Εικ. 1), και με τη διεξαγωγή δειγματοληψιών ιζήματος. Η παρούσα εργασία επικεντρώθηκε στη χαρτογράφηση και μελέτη των βιογενών σχηματισμών μέσω της ανάλυσης μόνο των ψηφιακών θαλάσσιων γεωφυσικών δεδομένων. Για την επεξεργασία των τομογραφιών του SBP και των καταγραφών του SSS και για την κατασκευή μωσαϊκών χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό SonarWiz.Map της Chesapeake Technology. Για τη δημιουργία των χαρτών χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό GIS 10. Τέλος, για τον υπολογισμό των ρυθμών ιζηματογένεσης στην περιοχή μελέτης καθώς και για τον προσδιορισμό του χρονικού πλαισίου ανάπτυξης των βιογενών σχηματισμών χρησιμοποιήθηκε η καμπύλη του Bard et al (1990).

3. Αποτελέσματα Σύμφωνα με τη βυθομετρία και τη μορφολογία που προέκυψαν από το MBES και το SSS αντίστοιχα, το μέγιστο βάθος στην περιοχή μελέτης φτάνει τα ~130 m (Εικ. 2). Εικ. 2: (α) Βυθομετρικός χάρτης και (β) χάρτης ψευδοτρισδιάστατης φωτοσκιασμένης μορφολογικής απεικόνισης του πυθμένα της περιοχής μελέτης.

Ιδιαίτερα ανώμαλο ανάγλυφο εντοπίστηκε κυρίως από την πλευρά της Φολεγάνδρου λόγω της παρουσίας μιας υψηλής κλίσης (έως και 21º) παλαιοακτής μεταξύ των 90 και 105 m, μικρών υφάλων με κλίσεις έως και 25 º σε μικρή απόσταση (~1 km) από την ακτογραμμή, απότομων κλίσεων σε συνέχεια της ακτογραμμής λόγω της παρουσίας απότομων βραχωδών σχηματισμών στη χέρσο, και λόγω ενός Α-Δ διεύθυνσης ρήγματος πολύ υψηλής κλίσης (~55º) που μάλλον αποτελεί συνέχεια ρήγματος που εντοπίζεται στο χερσαίο χώρο. Στα κεντρικό και ανατολικό τμήμα της ζώνης έρευνας (νότια της Σικίνου), μεταξύ των ισοβαθών των ~70-95 m υπάρχουν εκτεταμένες περιοχές ανώμαλου μικρο-μεσό αναγλύφου που τοπικά δημιουργούν υβώματα μέχρι και 5 m σε σχέση με τον περιβάλλοντα πυθμένα, με κλίσεις ακόμη και 15º. Βαθύτερα από τα 100 μέτρα έχουμε ένα σχετικά επίπεδο πυθμένα χωρίς μεγάλες κλίσεις, αν και το καθεστώς αυτό διακόπτεται τοπικά από περιοχές εμφάνισης μικροαναγλύφου. Στην περιοχή του πλατώ των Κυκλάδων το πάχος των ιζημάτων γενικά μειώνεται με την αύξηση του βάθους (Εικ. 3). Το προφίλ αυτό είναι τυπικό και πιστοποιήθηκε και στην περιοχή μελέτης. Τα επιφανειακά ιζήματα παρουσιάζουν έναν ακουστικά σχεδόν ημιδιαφανή χαρακτήρα που επικαλύπτουν μια παρατεταμένη υποεπιφανειακή ανάκλαση. Ο ακουστικός αυτός τύπος υποδηλώνει την παρουσία ενός σχεδόν ομογενοποιημένου επιφανειακού στρώματος χαλαρών ιζημάτων (άμμου), το οποίο επικάθεται σε έναν ορίζοντα από χονδρόκοκκα ή συμπιεσμένα ή βραχώδη υλικά που αποτελεί το ακουστικό υπόβαθρο. Το πάχος του επιφανειακού στρώματος φτάνει να είναι ακόμη και μικρότερο από 1 m, ιδιαίτερα σε βάθη μεγαλύτερα από ~90-95 m. Οι ηχογραφίες του SSS δείχνουν μία μέσης έντασης ανακλαστικότητα που, τοπικά, κατά θέσεις γίνεται εντονότερη, επιβεβαιώνοντας την αδρομερή σύσταση των επιφανειακών ιζημάτων. Εικ. 3: Τομογραφία 3.5 khz όπου φαίνεται ένα ακουστικά διαφανές-ημιδιαφανές επιφανειακό στρώμα άμμου να καλύπτει το ακουστικό υπόβαθρο (παρατεταμένη υποεπιφανειακή ανάκλαση). Το έντονο μικρο-μεσό ανάγλυφο που εντοπίστηκε σε βάθη μεγαλύτερα από ~70 m αποδόθηκε στην ύπαρξη υβωμάτων βιογενών σχηματισμών, των οποίων βασικοί οργανισμοί τους πιθανώς είναι είδη κοραλλιογενών μακροφυκών, όπως προκύπτει από συνδυασμό διαφόρων πληροφοριών: (α) υπάρχουν μαρτυρίες ντόπιων ψαράδων για το ιδιαίτερο ανάγλυφο της περιοχής καθώς και για την παρουσία κοραλλιών, (β) οι καταγραφές του SBP και του SSS παρουσιάζουν εξαιρετικά παρόμοια ακουστικά χαρακτηριστικά με αυτά που παρουσιάζει ως κοραλλιογενή μακροφύκη ο Georgiades et al. (2009) στις Ανατολικές Κυκλάδες, και (γ) σε μικρού μήκους πυρήνες και επιφανειακά δείγματα ιζημάτων από την περιοχή μελέτης αναγνωρίστηκαν βιογενή ιζήματα, τραγάνες και κοράλλια. Παρόμοιοι σχηματισμοί έχουν εντοπιστεί στη Δυτική Μεσόγειο από τους Betzler et al. (2011) σε παρόμοια βάθη, ενώ στους πυρήνες που συλλέχθηκαν αναγνωρίστηκαν, μεταξύ άλλων, είδη κοραλλιογενών μακροφυκών και ροδόλιθων.

Στις τομογραφίες οι βιογενείς σχηματισμοί εμφανίζονται κυρίως σε θέσεις με αυξημένο πάχος χαλαρών ιζημάτων και παρουσιάζουν μια ασαφή, διακοπτόμενη και τοπικά υπερβολική επιφανειακή ανάκλαση, η ένταση της οποίας είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με την ένταση της παρακείμενης επιφανειακής ανάκλασης του βυθού (Εικ. 4). Το εσωτερικό των βιογενών σχηματισμών παρουσιάζεται ηχητικά διαφανές έως ημιδιαφανές. Ο γενικός ακουστικός χαρακτήρας δηλώνει το ανώμαλο επιφανειακό ανάγλυφο αλλά και τη διάχυση της ενέργειας που μάλλον οφείλεται στην ανοιχτή δομή (ασυνέχειες, κοιλότητες) των βιογενών δομικών συστατικών που απαρτίζουν το εσωτερικό των σχηματισμών αυτών. Στις ηχογραφίες του SSS αναγνωρίζονται ως περιοχές κυμαινόμενης ανακλαστικότητας που συνήθως εμφανίζουν και ακουστική σκιά, ενώ στη ψευδοτρισδιάστατη φωτοσκιασμένη απεικόνιση μορφολογίας του πυθμένα φαίνεται ότι καλύπτουν ακανόνιστα εκτεταμένες περιοχές με χαρακτηριστικά έντονη μορφολογία (Εικ. 4). Γενικά, το ανάγλυφο που δημιουργούν οι βιογενείς σχηματισμοί κυμαίνεται από μερικά εκατοστά έως σχεδόν 5 m, ενώ παρουσιάζουν κλίσεις μέχρι και 15. Οι περισσότεροι από τους σχηματισμούς που παρατηρήθηκαν αναπτύσσονται σε πολύ μικρές αποστάσεις μεταξύ τους και δημιουργούν αποικίες. Όπου εμφανίζονται, παρατηρείται αύξηση του πάχους ιζημάτων σε σχέση με τις παρακείμενες περιοχές (Εικ. 5). Η αναλυτική χαρτογράφηση τους έδειξε ότι καταλαμβάνουν το 18% της περιοχής μελέτης (Εικ. 6), αν και θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι νότια της Σικίνου η έρευνα περιορίστηκε βαθύτερα από τα ~70m, θέση στην οποία διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζουν το εντονότερο ανάγλυφο. Σε περιοχές μεγαλύτερων βαθών (>100 m) τα ιζήματα είναι στρωματοποιημένα με πάχη τοπικά έως και 10 m. Σε συγκεκριμένες θέσεις η διείσδυση των ηχητικών κυμάτων περιορίζεται λόγω της ύπαρξης μιας εντονότερης επιφανειακής ανάκλασης (Εικ. 7a), ενώ στις αντίστοιχες ηχογραφίες παρουσιάζεται μια εντονότερη ανακλαστικότητα. Σύμφωνα με τα ακουστικά αυτά χαρακτηριστικά οι περιοχές αυτές καλύπτονται από ιζήματα αδρομερέστερα της άμμου ή/και σχετικά συμπαγοποιημένα υλικά χωρίς δημιουργία έντονου αναγλύφου. Η απουσία συσχέτισης των ηχητικών αυτών εμφανίσεων με το ακουστικό υπόβαθρο δηλώνει τη μεταβολή στη φύση των επιφανειακών ιζημάτων λόγω της παρουσίας τραγάνας, η οποία είναι χαρακτηριστική στο πλατώ των Κυκλάδων. Στην ευρύτερη περιοχή παρατηρούνται επίσης στις ηχογραφίες του SSS γραμμώσεις στον πυθμένα, χωρίς σημαντικό ανάγλυφο, που οφείλονται είτε στη δράση ρευμάτων είτε σε ουλές λόγω αλιευτικής δραστηριότητας (Εικ. 7b). Όπως προαναφέρθηκε, το ανάγλυφο από την πλευρά της Φολεγάνδρου είναι ιδιαίτερα ανώμαλο και βραχώδες με τοπικά αυξημένες κλίσεις. Ιζήματα σημαντικού πάχους (>5 m) περιορίζονται σε ένα μορφολογικό βύθισμα δυτικότερα της παλαιοακτής που εντοπίστηκε σε βάθος 90-105 m, ενώ στην ευρύτερη περιοχή διαπιστώθηκαν κατά θέσεις βιογενείς σχηματισμοί περιορισμένης έκτασης. Ο προσδιορισμός του ρυθμού ιζηματογένεσης στην περιοχή μελέτης πραγματοποιήθηκε κατά μήκος 3 τομών (Εικ. 1), σύμφωνα (i) με το βάθος εμφάνισης του ακουστικού υποβάθρου στις τομογραφίες (θεωρώντας ότι αντιστοιχεί στο επίπεδο βάσης πριν την τελευταία άνοδο της στάθμης της θάλασσας), (ii) το πάχος των ιζημάτων, και (iii) την καμπύλη του Bard et al. (1990). Υπολογίστηκε ότι τα τελευταία ~15000 χρόνια, οι ρυθμοί ιζηματογένεσης στη περιοχή μελέτης είναι κατά μέσο όρο 0.13 mm/yr. Ο ρυθμός αυτός συνυπολογίζει και το αυξημένο πάχος των ιζημάτων στις θέσεις εμφάνισης των βιογενών σχηματισμών. Ο ρυθμός ιζηματογένεσης μόνο κατά μήκος των βιογενών σχηματισμών (που στις τομές 1 και 2 φτάνουν τα 4 m) ανέρχεται έως τα 0.22 mm/yr. Επιπλέον, σύμφωνα πάλι με την καμπύλη των Bard et al. (1990) το χρονικό πλαίσιο

κατά το οποίο άρχισαν να αναπτύσσονται οι βιογενείς σχηματισμοί εκτιμάται ότι ήταν περίπου πριν από 14.000 χρόνια. Εικ. 4: Τομογραφίες 3.5 khz (a, b, c), εικόνα ψευδοτρισδιάστατης φωτοσκιασμένης απεικόνισης από το MBES (εκτός κλίμακας) (d) και ηχογραφία (e), στις οποίες εμφανίζονται το έντονο ανάγλυφο των βιογενών σχηματισμών (βέλη). Εικ. 5: Τομογραφίες 3.5 khz στις οποίες φαίνεται ότι σε θέσεις ανάπτυξης βιογενών σχηματισμών (βέλη) έχουμε αύξηση του πάχους των επιφανειακών ιζημάτων σε σχέση με τον παρακείμενο πυθμένα.

ι Εικ. 6: Χάρτης χωρικής κατανομής των βιογενών σχηματισμών όπως προέκυψε από τη σύνθεση της πληροφορίας και από τα τρία ηχοβολιστικά όργανα (SBP, SSS, MBES). 4. Συζήτηση - Συμπεράσματα Το έντονο ανάγλυφο που εντοπίστηκε στην περιοχή μεταξύ Σικίνου και Φολεγάνδρου αποδόθηκε σε γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά από την πλευρά της Φολεγάνδρου, ενώ από την πλευρά της Σικίνου κυρίως στην εμφάνιση βιογενών σχηματισμών. Τα σύγχρονα επιφανειακά ιζήματα φαίνεται ότι είναι αδρομερή (άμμοι), ενώ το πάχος τους είναι γενικά περιορισμένο και ελαττώνεται σταδιακά από τη χέρσο προς τα μεγαλύτερα βάθη. Όμως, σε μια εκτεταμένη περιοχή νότια της Σικίνου, συγκριτικά σημαντικά πάχη ιζημάτων εντοπίστηκαν και χαρτογραφήθηκαν και συσχετίστηκαν με το ανώμαλο ανάγλυφο που δημιουργείται λόγω της ύπαρξης βιογενών σχηματισμών. Εικ. 7: Τομογραφία 3.5 khz (a) στην οποία φαίνονται περιοχές σε μεγάλα βάθη όπου τοπικά τα στρωματοποιημένα ιζήματα καλύπτονται από τραγάνα (βέλη) μειώνοντας τη διείσδυση των ηχητικών κυμάτων και (b) ηχογραφία SSS όπου διαπιστώνονται γραμμώσεις ΒΑ-ΝΔ διεύθυνσης.

Γεωμορφές λόγω ρευμάτων βυθού δεν εντοπίστηκαν, πιθανόν λόγω της αδρομερούς φύσης των ιζημάτων, αν και τοπικά προς το νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα της περιοχής έρευνας, παρατηρήθηκαν γραμμώσεις που μπορεί να αποτελούν αμμώδεις ραβδώσεις (sand ribbons). Παρόμοιες γεωμορφές έχουν παρατηρηθεί σε διάφορα τμήματα του πλατώ των Κυκλάδων (Lykousis 2001, Georgiades et al. 2009, Hasiotis & Charalambakis 2010). Οι γραμμώσεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν ίχνη αλιευτικής δραστηριότητας από μηχανότρατες βυθού αφού η ευρύτερη θαλάσσια περιοχή Σικίνου Φολεγάνδρου αλιεύεται συστηματικά. Οι βιογενείς σχηματισμοί καταλαμβάνουν σημαντικό τμήμα της περιοχής μελέτης και αναπτύσσονται κυρίως μεταξύ ~70-95m. Η κατανομή τους δεν είναι ομοιογενής σε όλη την περιοχή έρευνας. Αναπτύσσονται πολύ πιο εκτεταμένα και με μεγαλύτερη πυκνότητα προς τα ανατολικά (πλευρά Σικίνου). Οι περιοχές προς τις ακτές των δύο νησιών διαφέρουν κυρίως ως προς το υπόστρωμα και τη μορφολογία, αφού η μεν Σίκινος έχει κυρίως ιζήματα αδρόκοκκα (άμμους) και σχετικά μικρές κλίσεις, η δε Φολέγανδρος έχει ιζήματα αλλά και βραχώδεις περιοχές με μεγάλες κλίσεις και έντονο ανάγλυφο. Στην περιοχή έρευνας οι βιογενείς σχηματισμοί φαίνεται ότι αναπτύσσονται καλύτερα σε μαλακό υπόστρωμα χωρίς έντονες εναλλαγές κλίσεων. Αυτό μπορεί να οφείλεται είτε στα είδη των οργανισμών που συνθέτουν τις μορφές αυτές (τα συγκεκριμένα να αναπτύσσονται σε μαλακό υπόστρωμα), είτε στον περιορισμό του εισερχόμενου φωτός, καθώς στα δυτικά της ζώνης έρευνας το πολυπλοκότερο και απότομο ανάγλυφο πιθανόν να εμποδίζει το φως να φτάνει ομοιόμορφα και με την ίδια ευκολία σε σχέση με τις περιοχές που έχουν επίπεδο πυθμένα χωρίς σημαντικό ανάγλυφο. Σημειώνεται επίσης η αδυναμία ελέγχου της ύπαρξης βιογενών σχηματισμών σε σκληρά υποστρώματα όπως αυτά που εμφανίζονται στο δυτικό τμήμα της περιοχής μελέτης. Βέβαια, ακόμη και αν υπάρχουν βιογενείς σχηματισμοί αυτοί θα πρέπει να φτάνουν μόνο λίγα εκατοστά σε ύψος, όπως άλλωστε αναφέρεται ότι συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις (Georgiadis et al. 2009). Άξια προσοχής είναι επίσης η διαφορά ανάπτυξης των βιογενών σχηματισμών που υπάρχει μεταξύ του ανατολικού και του κεντρικού-δυτικού τμήματος της περιοχής έρευνας, όπου φαίνεται να είναι πολύ περιορισμένη έως απούσα. Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη των κατάλληλων υδροδυναμικών συνθηκών, και κατά κύριο λόγο των μικρής έως μέσης ταχύτητας ρευμάτων βυθού, για την ανάπτυξη των βιογενών σχηματισμών, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το ανατολικό τμήμα της περιοχής έρευνας, νότια της Σικίνου, είναι περισσότερο προστατευμένο από τη δράση ισχυρών ρευμάτων και γενικά από έντονες υδροδυναμικές συνθήκες σε αντίθεση με το στενό μεταξύ Σικίνου και Φολεγάνδρου (κεντρικό και δυτικό τμήμα) όπου το πιθανό υφιστάμενο υδροδυναμικό καθεστώς ενισχύεται, όπως συνήθως συμβαίνει μεταξύ στενών περασμάτων. Εάν οι γραμμώσεις που εμφανίζονται στις ηχογραφίες του SSS, στα νότια και κεντρικά (βαθύτερο τμήμα) της ζώνης έρευνας, προκαλούνται από τη δράση ρευμάτων (αμμώδεις ραβδώσεις) τότε αυτό είναι ενδεικτικό της ύπαρξης έντονης υδροδυναμικής με συνέπεια την απουσία ή τη μη σημαντική ανάπτυξη βιογενών σχηματισμών στην περιοχή αυτή. Στην περίπτωση που οι γραμμώσεις αποτελούν ίχνη αλιευτικής δραστηριότητας τότε υφίσταται μια ισχυρή ένδειξη για την προστασία τους με βάση την ισχύουσα Ευρωπαϊκή οδηγία περί αλιείας (EU Fishing Legislation EC 1967/2006). Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι οι βιογενείς σχηματισμοί αναπτύσσονται περισσότερο (δημιουργούν ψηλότερα υβώματα) πιο κοντά στην ακτή από ότι σε μεγαλύτερη απόσταση από αυτή. Και στις δύο όμως περιπτώσεις οι συγκεκριμένες δομές βρίσκονται στα ίδια βάθη, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν εκτεθεί το ίδιο στο φώς και στη θερμοκρασία, σε καθεστώς παρόμοιων ιζηματολογικών και υδροδυναμικών συνθηκών, ενώ επιπλέον το υπόστρωμα είναι επίσης το ίδιο.

Με βάση τα προαναφερθέντα θα μπορούσε να υποτεθεί ότι σημαντική παράμετρος για τη διαφορετική ανάπτυξη τους πιθανόν να είναι τα θρεπτικά συστατικά που βρίσκονται, γενικά, σε μεγαλύτερη αφθονία κοντά στην ακτογραμμή. Η αύξηση του πάχους των ιζημάτων στο βορειότερο τμήμα της ζώνης έρευνας σε συνδυασμό με την παρουσία των βιογενών σχηματισμών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σχηματισμοί αυτοί συμβάλουν σημαντικά, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο, στους ρυθμούς ιζηματογένεσης μιας περιοχής. Όπως υπολογίστηκε, ο ρυθμός ιζηματογένεσης στις θέσεις αυτές είναι πολύ υψηλότερος (~40-70%) από το γενικό μέσο όρο της περιοχής. Όσον αφορά το χρονικό πλαίσιο δημιουργίας των βιογενών σχηματισμών, αυτοί, σύμφωνα με την καμπύλη των Bard et al. (1990), άρχισαν να αναπτύσσονται πριν περίπου 14.000 χρόνια. Οι βιογενείς σχηματισμοί καλύπτουν μεγάλο τμήμα (18%) της περιοχής έρευνας. Με μια πιο ολιστική προσέγγιση επί του θέματος, εύκολα γίνεται αντιληπτή η σημαντικότητα τους και η ανάγκη για την προστασία και διαχείριση τους, αφού αποτελούν σημαντικό ενδιαίτημα και ο ακατάλληλος/ελλιπής τρόπος μεταχείρισης τους μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες για τη βιωσιμότητα τους. 5. Ευχαριστίες Ευχαριστούμε τους κ.κ. Β. Λυκούση και Ι. Παναγιωτόπουλο για τις χρήσιμες παρατηρήσεις. 6. Βιβλιογραφία Ballesteros E., 2006. Mediterranean coralligenous assemblages: a synthesis of present knowledge. Oceanography and Marine Biology: An Annual Review, 44, 123-195. Bard E., Hamelin B., Fairbanks, R.G., 1990. U-Th age obtained by mass spectrometry in corals from Barbados: sea level during the past 130.000 years. Nature, 340: 456 458. Betzler C., Braga C. J., Jaramillo-Vogel D.,, Romers M., Hubscher C., Schmiedl G. And Lindhorst S., 2011. Late Pleistocene and Holocene cool-water carbonates of the Western Mediterranean Sea. Sedimentology, 58: 643 669. Donnan, D.W., Danies, J., 1996. Assesing the Natural Heritage Importance of Scotland s Maerl Resource. In: Taussik, J. (Eds.), Partnership in Coastal Zone Management, pp. 533-540. Georgiadis M., Papatheodorou G., Tzanatos E., Geraga M, Ramfos A., Koutsikopoulos C., Ferentinos G., 2009. Coralligene formations in the eastern Mediterranean Sea: Morphology, didtribution, mapping and relation to fisheries in the southern Aegean Sea (Greece) based on high- resolution acoustics. Journal of Experimental Marine Biology and Ecology, 368, 44-58. Hasiotis T. and Charalampakis M., (2010): Geomorphological Evidence of Bottom-Water Dynamics In The Kafireas Strait, Cyclades, Greece. Seventh International Symposium On The Eastern Mediterranean Geology, 18 22 October, Adana, Turkey, p. 77. Laborel, J., 1987. Marine biogenic construction in the Mediterranean: A review.sci.report-cros natrl. Park. Fr. 13, 97-126. Lykousis, V., 2001. Subaquenous bedforms on the Cyclades Plateau (NE Mediterranean)- evidence of Cretan deep water formation? Cont. Shelf Res. 21,495-507. Sartoretto, S., Varlaque, M., Laborel, J., 1996. Age of settlement and accumulation rate of submarine coralligene (-100 to -60 m) of the northwestern Mediterranean Sea; relation to Holocene rise in sea level. Mar. Geol. 130, 317-331. STENECK. R.S., 1985. Adaptations of Crustose Coralline Algae to Herbivory: Patterns in Space and time. In: Toomey, D.e., Nitechi, M.H. (Eds.), Paleoalgology: Conterporary Research and Applications, pp. 252-265.