Η Ρουμανία βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Βαλκανικής χερσονήσου και ανήκει στις παραδουνάβιες χώρες. Συνορεύει βόρεια με την Ουγγαρίας και την Ουκρανίας, νότια με τη Βουλγαρία, δυτικά με την Ουγγαρία και τη Σερβία και ανατολικά με τη Μολδαβία, ενώ νοτιοανατολικά βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο.
Η σημερινή Ρουμανία βρίσκεται στο έδαφος της αρχαίας Δακίας, κάτοικοι της οποίας ήταν σκυθικά φύλα, όπως οι Γέτες και οι Δάκες. Οι τελευταίοι δημιούργησαν και το πρώτο κράτος της Δακίας, που υποτάχθηκε στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Τραϊανό (107 μ.χ.). Η χώρα αποτέλεσε ρωμαϊκή επαρχία και χιλιάδες Ρωμαίοι μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Οι άποικοι έλαβαν κλήρους γης και με τη μαζική μετοίκηση Ρωμαίων η εθνογραφική σύσταση του πληθυσμού μεταβλήθηκε. Η ρωμαϊκή περίοδος άφησε ανεξίτηλα ίχνη στην ιδιοσυγκρασία των Ρουμάνων. Η λατινικότητα αυτή διατηρήθηκε ανέπαφη σε όλο το μεσαίωνα, αν και από τη Ρουμανία πέρασε πλήθος λαών, όπως ήταν οι Ούννοι, οι Γότθοι, οι Άβαροι, οι Βούλγαροι και οι Μαγυάροι. Οι επιδρομές των Σλάβων και των Πετσενέγων ήταν οι τελευταίες από χρονική άποψη, πριν τους Μογγόλους που πραγματοποίησαν μια σύντομη επιδρομή, αλλά γρήγορα ξαναγύρισαν στις εστίες τους (13ος αι.). Το 14ο αι. στην περιοχή διαμορφώθηκαν τρεις ηγεμονίες, η Βλαχία και η Μολδαβία, και δυτικά και βορειότερα αυτών η Τρανσυλβανία, που στο μεγαλύτερο διάστημα βρισκόταν υπό ουγγρική κηδεμονία. Η Βλαχία (1417) και η Μολδαβία, καλούμενες και Μολδοβλαχία (μέσα του 15ου αι.) μεταβλήθηκαν σε υποτελείς της οθωμανικής αυτοκρατορίας, διατηρώντας σημαντική αυτονομία στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Η μοναδική εποχή που η Ρουμανία στο σύνολό της κέρδισε την ανεξαρτησία της ήταν την περίοδο της βασιλείας του Μιχαήλ του Γενναίου της Βλαχίας (1593-1601). Ο Μιχαήλ επαναστάτησε κατά του σουλτάνου και νίκησε τους Οθωμανούς επανειλημμένα, αλλά μετά το θάνατό του το βασίλειό του διαλύθηκε και οι Τούρκοι απεκατέστησαν την εξουσία τους.
Μορφολογικά η Ρουμανία χωρίζεται σε τρεις περιοχές: στην ορεινή Τρανσυλβανία, στις πεδιάδες του Κάτω Δούναβη και της Μολδαβίας και την ενδιάμεση περιοχή των Καρπαθίων. Η Τρανσυλβανία, που καταλαμβάνει το δυτικό τμήμα της Ρουμανίας, αποτελείται από σειρά οροπεδίων και βουνών, που σχηματίστηκαν από αρχαϊκούς γρανίτες και υπερβαίνουν το ύψος των 2.500 μ. Οι Τρανσυλβανικές Άλπεις με τις κορυφές Νεγκόιου (2.535 μ.) και Μολντοβεάνουλ (2.544 μ.) ενώνονται στο κέντρο της χώρας με τα Καρπάθια. Στα δυτικά φτάνουν ως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη, στα σύνορα με τη Σερβία. Βόρεια του οροπεδίου βρίσκεται η λοφώδης περιοχή των αριστερών παραποτάμων του Δούναβη, χαρακτηριστικό της οποίας είναι οι πολλές κοιλάδες. Το τόξο των Καρπαθίων αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της Ρουμανίας. Είναι συνέχεια των Άλπεων, διαφέρει όμως από τις οροσειρές της κεντρικής Ευρώπης και ως προς το ύψος και από άποψη εδαφολογικής διαμόρφωσης. Τα Καρπάθια της Μολδαβίας είναι συνέχεια των Καρπαθίων αθίων της Ουκρανικής Γαλικίας και από βορειοδυτική ική διεύθυνση καταλήγουν νοτιοανατολικά. Οι σπουδαιότερες κορυφές είναι οι Πιετρόσου (2.305 μ.) και Πιετρόσουλ (2.103 μ.). Στο κέντρο περίπου της βορειοδυτικής Ρουμανίας υψώνεται ο ορεινός όγκος Μπίχορ (1.840 μ.), που πλαισιώνεται από πεδιάδες και κοιλάδες.
Στην κορυφή των πριγκιπάτων αυτών βρίσκονταν οσποδάροι, τοπικοί ηγεμόνες που τους διόριζε ο σουλτάνος, συνήθως επί πληρωμή. Στη διάρκεια της υποτέλειας στους Τούρκους σημειώθηκαν επαναστατικά κινήματα, όπως του Δημητρίου Καντεμίρ (1711), ηγεμόνα της Μολδαβίας, με την υποστήριξη της Ρωσίας, και του μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Άνθιμου (1716), με την υποστήριξη της Αυστρίας. Η αποτυχία των κινημάτων οδήγησε στην αλλαγή του καθεστώτος με την πλήρη και ολοκληρωτική υποταγή των αποκαλούμενων παραδουνάβιων ηγεμονιών στους Τούρκους και την επιλογή των οσποδάρων από τους κόλπους των ελληνικών οικογενειών του Φαναρίου. Σχεδόν όλοι οι οσποδάροι από τις αρχές του 18ου αι. μέχρι την επανάσταση του 1821 ήταν ελληνικής καταγωγής (κυρίως Μαυροκορδάτοι και Υψηλάντηδες). Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες το ελληνικό στοιχείο κυριάρχησε πολιτιστικά και οικονομικά. Σε πολλές πόλεις κατά μήκος του Δούναβη αναπτύχθηκαν πλούσιες ελληνικές παροικίες και αυτή η ελληνική υπεροχή διατηρήθηκε ως την εποχή που η Ρουμανία κέρδισε την ανεξαρτησία της. Σε αντίθεση όμως με λίγους πλούσιους γαιοκτήμονες, ο υπόλοιπος ρουμανικός λαός ζούσε σε συνθήκες οικονομικής εξαθλίωσης και πλήρους ανέχειας. Όταν η δράση της Φιλικής Εταιρείας εξαπλώθηκε στις ηγεμονίες, πολλοί Ρουμάνοι των ανώτερων κοινωνικών τάξεων έγιναν μέλη της, όπως ο ρουμανικής καταγωγής μητροπολίτης Βενιαμίν Κοστάκι, ο βογιάρος (γαιοκτήμονας) Ιορδάνης Ροζνοβάνου, ο Γρηγόρης Μπραγκοβεάνου, ο Μπάρμπαν Βακαρέσκου, ο Γραδιστεάνου, ο Φιλιπέσκου κ.ά. Επιφανές μέλος της Φιλικής ήταν ο Ρουμάνος Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ο οποίος ανέλαβε τη στρατιωτική ηγεσία των Ρουμάνων και στην ορκωμοσία του οποίου παραβρέθηκαν οι δύο στρατιωτικοί αρχηγοί της Φιλικής Εταιρείας, ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Ιωάννης Φαρμάκης. Ο Βλαδιμηρέσκου υποσχέθηκε να ξεσηκώσει το ρουμανικό λαό, αλλά όταν ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο ποταμό κηρύσσοντας την επανάσταση, αθέτησε τις υποσχέσεις του. Χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα το γεγονός της επικήρυξής του από τη ρωσική κυβέρνηση και την Ιερή Συμμαχία (κάτι που είχε συμβεί με όλους σχεδόν τους άλλους αρχηγούς της επανάστασης), άλλαξε την πολιτική του θέση και άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του. Το αποτέλεσμα ήταν να συλληφθεί από τη Φιλική Εταιρεία και να εκτελεστεί σε άγνωστη τοποθεσία. Οι Ρουμάνοι όμως τον θεωρούν αρχηγό και εθνικό ήρωα. Αν και ο αγώνας των Ελλήνων για ελευθερία το 1821 ξεκίνησε από τη Μολδοβλαχία, ο απλός ρουμανικός λαός δεν ακολούθησε και μάλιστα στο μεγαλύτερο μέρος του συντάχθηκε με τους Τούρκους, ίσως γιατί η κυβέρνησή του από τους Φαναριώτες τού είχε αφήσει πικρή γεύση. Κάποιοι Ρουμάνοι ποιητές της εποχής εκείνης, συνεπαρμένοι από το ρομαντικό κλίμα της
Στη χώρα καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά, αλλά και καλαμπόκι, ζαχαροκάλαμο, πατάτες. Το σιτάρι καλλιεργείται στη δυτική πεδιάδα του Τίσα και στις πεδιάδες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Το καλαμπόκι ευδοκιμεί σε πιο ορεινά μέρη. Το κριθάρι καλλιεργείται στη στέπα του Μαραγκάνουλ, στη δυτική Μολδαβία, στη Δοβρουτσά. Στη Μολδαβία υπάρχουν αμπέλια. Η κτηνοτροφία είναι αναπτυγμένη κυρίως στην Τρανσυλβανία, όπου υπάρχουν απέραντα λιβάδια. Εκτρέφονται βοοειδή, χοίροι και αιγοπρόβατα. Τα βουνά της Ρουμανίας, που καλύπτονται από διάφορα δέντρα, αποτελούν έναν από τους σημαντικότερους φυσικούς πόρους της χώρας. Η άφθονη ξυλεία επιτρέπει τη λειτουργία βιομηχανιών επίπλων.
Το ρουμανικό υπέδαφος δεν είναι πλούσιο σε ορυκτά. Οι διαθέσιμες ορυκτές πρώτες ύλες είναι λίγες και έτσι οι ανάγκες καλύπτονται με εισαγωγές. Όμως η χώρα έχει σημαντικά αποθέματα πετρελαίου. Αποθέματα υπάρχουν στη λοφώδη εξωτερική προκαρπαθιακή ζώνη και σε όλο το μήκος του τόξου. Ιδιαίτερα πετρελαιοφόρες περιοχές είναι αυτές του Πλοϊέστι, της Ολτένια και του Νταρμανέστι. Υπάρχουν επίσης λιθανθρακοφόρα στρώματα σε όλη τη χώρα και εξάγεται λιγνίτης στα νότια Καρπάθια και σιδηρομεταλλεύματα στο Βανάτο και πιο βόρεια. Αξιόλογη είναι η ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας. Μεγάλα εργοστασιακά συγκροτήματα δημιουργήθηκαν στην Κραϊόβα και στο Τίργκου Μούρες. Επίσης η χαλυβουργία, με κεντρικό κορμό το συγκρότημα της Χουνεντοάρα, κατέχει σημαντική θέση στη βιομηχανική παραγωγή. Λειτουργούν ακόμα βιομηχανίες ηλεκτρονικών, μηχανοκατασκευών, ναυπηγεία, αυτοκινητοβιομηχανίες, ναυπηγεία κ.ά. Στις εξαγωγές της χώρας συμπεριλαμβάνονται μηχανήματα και εργαλεία, χημικά προϊόντα, βιομηχανικά προϊόντα άμεσης κατανάλωσης, βιομηχανικά προϊόντα διατροφής και προϊόντα από πετρέλαιο, πλαστικά και ελαστικά. Εισάγονται βιομηχανικά προϊόντα, τρόφιμα, βαμβάκι βά κ.ά.
Η εθνική σημαία της Ρουμανίας είναι τρεις κάθετες λωρίδες χρώματος μπλε, κίτρινου και κόκκινου. Τα χρώματα αφορούν τις ιστορικές επαρχίες της Ρουμανίας. Το σημερινό σχέδιο της σημαίας καθιερώθηκε επίσημα το 1994, είναι όμως σε χρήση από τις 27 Δεκεμβρίου του 1989. Η πρώτη σημαία χρονολογείται από το όμως τα ίδια τα χρώματα είχαν αποκτήσει ιδιαίτερη σημαντικότητα ήδη από τον 6ο αιώνα. Επί βασιλείας του άρχοντα Αλεξάνδρου Ιωάννη Κούζα και τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Καρόλου Α, τα χρώματα ήταν σε οριζόντια τοποθέτηση, ως εξής: από επάνω προς τα κάτω, μπλε, κίτρινο, κόκκινο. Επίσης, έφερε το εθνόσημο της Ρουμανίας στο κέντρο της σημαίας.
Μία από τις πρώτες παρουσίες της σημαίας υπάρχει στη Νεαρά XI, που εκδόθηκε στις 14 Απριλίου 535 από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Ανάμεσα στα άλλα, περιγράφεται η λεγόμενη Δακία του Ιουστινιανού και περιέχει ένα εθνόσημο θό για τη χώρα αυτή.
Η πρώτη επίσημη σημαία με τα τρία χρώματα έκανε την εμφάνισή της το 1834, επί ηγεμονίας του Δημητρίου Γκίκα.. Την ίδια περίοδο χρησιμοποιήθηκε ως σύμβολο για τα πολεμικά πλοία και ως στρατιωτική σημαία ο αετός.αυτή ήταν η πρώτη ενοποίηση των χρωμάτων, τα οποία αργότερα απέκτησαν εθνικιστική χροιά, με τις Επαναστάσεις του 1848. Με το Διάταγμα νούμερο 1, στις 14 Ιουνίου 1848 και με το λεπτομερέστερο 252, στις 13 Ιουλίου του 1848, καθορίστηκαν τα χρώματα της σημαίας ως «μπλε σκούρο, κίτρινο ανοικτό και κόκκινο». Η σημαία είχε τα χρώματα κάθετα, με το μπλε στο μέρος κοντά στον ιστό και έφερε την επιγραφή «Δικαιοσύνη, Αδερφότητα». Η εθνική σημαία επικυρώθηκε ξανά το 1859 και μέχρι το 1866 είχε το μπλε στο κάτω μέρος. Τα τρία χρώματα διατηρήθηκαν αλλά σε οριζόντια μορφή, για να ξαναγίνουν κατακόρυφα το 1867, επί βασιλείας του Καρόλου Α (1881-1947). Με τη μορφή αυτή παραμένει ως σήμερα.
ΚΑΤΣΕΛΗΣ ΣΚΑΡΣΟΥΛΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΙΓΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΟΥΝΤΑ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ