Κυπριακή οικονομία: προκλήσεις και προοπτικές Εισαγωγική ομιλία του Αθανάσιου Ορφανίδη, Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, στο επιμορφωτικό σεμινάριο του Συνδέσμου Οικονομολόγων Καθηγητών Κύπρου Λευκωσία, 12 Μαρτίου 2011 Αγαπητοί συνάδελφοι οικονομολόγοι, Θα ήθελα πρώτα να συγχαρώ το Σύνδεσμο Οικονομολόγων Καθηγητών Κύπρου για τη διοργάνωση αυτού του σεμιναρίου και να εκφράσω τη χαρά μας που ως Κεντρική Τράπεζα συμβάλλουμε και εμείς σ αυτή την πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην επιμόρφωση σε θέματα που αφορούν την κυπριακή οικονομία. Η επιστήμη των οικονομικών μάς διδάσκει πώς να παίρνουμε τις καλύτερες αποφάσεις με βάση τους περιορισμούς που έχουμε μπροστά μας. Τους περιορισμούς πόρων, εισοδήματος και χρόνου. Γι αυτό ακριβώς το λόγο, τα οικονομικά χαρακτηρίζονται από κάποιους ως μια ψυχρή, ζοφερή επιστήμη (dismal science). Η οικονομική επιστήμη μάς υπενθυμίζει ότι δεν μπορούμε να παραγνωρίζουμε τους περιορισμούς που αντιμετωπίζουμε. Γι αυτό το λόγο η σωστή πληροφόρηση και η σωστή ανάλυση είναι καίριας σημασίας. Ως καθηγητές οικονομολόγοι, στόχος σας είναι η διδασκαλία των οικονομικών στη νεολαία του τόπου μας. Αυτή δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στις οικονομικές θεωρίες. Πρέπει ταυτόχρονα να αντλούνται παραδείγματα από την τρέχουσα διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομική πραγματικότητα και να αναλύονται με ορθολογιστικά κριτήρια οι οικονομικές εξελίξεις στην Κύπρο. Η ορθολογιστική και εμπεριστατωμένη ανάλυση των εξελίξεων στην κυπριακή οικονομία αποτελεί βέβαια και το στόχο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, η οποία, με δημοσιεύσεις όπως αυτές του Οικονομικού Δελτίου αλλά και άλλες παρεμβάσεις, προσπαθεί να δίνει περισσότερη πληροφόρηση με στόχο τη λήψη των καλύτερων αποφάσεων. Σήμερα, οποιαδήποτε ανάλυση που αφορά τις οικονομικές εξελίξεις και προοπτικές στη χώρα μας περιστρέφεται αναπόφευκτα γύρω από την κατάσταση που διαμορφώθηκε στα δημόσια οικονομικά από τη ραγδαία κυρίως αύξηση των κρατικών δαπανών τα τελευταία χρόνια. Η εξέλιξη αυτή χρήζει άμεσου και αποφασιστικού χειρισμού, αφού, παρά τη σχετική βελτίωση που παρατηρήθηκε κατά το 2010 και παρά τη μικρή ανάκαμψη που καταγράφηκε στο ΑΕΠ, το δημοσιονομικό έλλειμμα εξακολουθεί να βρίσκεται σε επίπεδα που θέτουν σε κίνδυνο τη μακροοικονομική σταθερότητα της χώρας. Οι πρόσφατες πολλαπλές υποβαθμίσεις, αλλά και οι προειδοποιήσεις για περαιτέρω υποβάθμιση της 1
κυπριακής οικονομίας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, καταδεικνύουν την άμεση αναγκαιότητα για βαθιές διαρθρωτικές τομές που θα εξασφαλίζουν, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, τη διατηρήσιμη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος και, συνεπακόλουθα, τη σταθερότητα στην αναπτυξιακή πορεία του τόπου. Επομένως, το κύριο ζητούμενο είναι ο σωστός σχεδιασμός και η άμεση λήψη μέτρων, που από τη μια θα οδηγούν τα δημόσια οικονομικά προς την ορθή πορεία και από την άλλη θα επαναφέρουν την οικονομία μας σε πορεία διατηρήσιμης ανάπτυξης. Πιο συγκεκριμένα, κατά το 2009, η κυπριακή οικονομία βίωσε μια ύφεση που δεν ήταν τόσο έντονη όσο αυτές που παρατηρήθηκαν σε πολλές άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ. Η εξέλιξη, όμως, αυτή ήταν για την Κύπρο πρωτόγνωρη, με εξαίρεση το 1974 και την κατάσταση που δημιουργήθηκε τότε από την Τουρκική εισβολή. Κατά τη διάρκεια του 2010 η οικονομία της Κύπρου άρχισε να παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης, με το πραγματικό ΑΕΠ να εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί κατά περίπου 1% σε σύγκριση με συρρίκνωση της τάξης του 1,7% το προηγούμενο έτος. Όμως, ο ρυθμός αυτός είναι πολύ χαμηλός σε σύγκριση με τα δεδομένα της προηγούμενης δεκαετίας και για το λόγο αυτό η ανεργία αυξήθηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Αναδείχθηκαν, επίσης, πολλά διαρθρωτικά προβλήματα, τα οποία προϋπήρχαν αλλά καλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό από τους ψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που καταγράφονταν. Η αδυναμία μας να αντιληφθούμε έγκαιρα την αλλαγή που επήλθε στο οικονομικό σκηνικό και να κατανοήσουμε πως με την αλλαγή των συνθηκών θα έπρεπε να αλλάξει άμεσα και το πλαίσιο λήψης αποφάσεων, επιδείνωσε τα προβλήματα. Δυστυχώς, δεν προλάβαμε να υλοποιήσουμε τις αναγκαίες αλλαγές πριν τεθούμε κάτω από το μικροσκόπιο των οίκων αξιολόγησης. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας μας έχει επιπτώσεις στο κόστος δανεισμού, τόσο για τον ιδιωτικό όσο και το δημόσιο τομέα. Για να καταλήξουμε, βέβαια, στην ορθή στρατηγική αντιμετώπισης της κατάστασης, που περιέγραψα πιο πάνω, οφείλουμε πρώτα να κατανοήσουμε και να αποδεχτούμε τη βασική αρχή πάνω στην οποία πρέπει γενικότερα να στηρίζεται η δημοσιονομική πολιτική: οι δημοσιονομικές αποφάσεις που λαμβάνονται σήμερα επηρεάζουν όχι μόνο το παρόν αλλά και το μέλλον. Όπως ακριβώς τα άτομα, έτσι και το κράτος αντιμετωπίζει εισοδηματικούς περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί, που προσδιορίζουν πόσο μπορεί να ξοδέψει το κράτος σε κάθε χρονική περίοδο, καθορίζονται από τα έσοδα του κράτους, τις προσδοκίες για την ανάπτυξη (και τα μελλοντικά του έσοδα) και το κόστος χρηματοδότησης του χρέους. Γνωρίζουμε όλοι ότι, όταν οι δημόσιες δαπάνες υπερβαίνουν τα δημόσια έσοδα, το κράτος θα πρέπει να δανειστεί για να καλύψει τη διαφορά, που είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα. Η πολιτική διαχρονικών δημοσιονομικών ελλειμμάτων αυξάνει το δημόσιο χρέος που είναι ο συσσωρευμένος δανεισμός του κράτους για όλα τα προηγούμενα έτη. 2
Ο διαχρονικός εισοδηματικός περιορισμός του δημοσίου μάς λέει ότι αν φέτος, για παράδειγμα, το κράτος αποφασίσει να αυξήσει τις δαπάνες χωρίς να αυξήσει ταυτόχρονα τους φόρους και παρουσιάσει έλλειμμα στον προϋπολογισμό, θα πρέπει στο μέλλον είτε να επιβάλει αύξηση στους φόρους, είτε να μειώσει δραστικά τις τρέχουσες δημόσιες δαπάνες, στις οποίες συγκαταλέγονται οι μισθοί και οι συντάξεις. Ο εισοδηματικός περιορισμός του δημοσίου μας λέει ότι διαχρονικά ο προϋπολογισμός θα πρέπει να είναι ισοσκελισμένος. Ένα συσσωρευμένο χρέος που είναι αποτέλεσμα των συνεχόμενων ελλειμμάτων μπορεί να μην θέτει σε κίνδυνο τη μακροοικονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα μιας χώρας αν η οικονομία της συνεχίζει να έχει ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης για πάντα. Αν, όμως, για οποιοδήποτε λόγο, το ΑΕΠ σταματήσει να αυξάνεται γρήγορα, κάτι που βιώνουμε πολύ έντονα τα τελευταία χρόνια, αυτό που προηγουμένως χαρακτηριζόταν ως ένα διατηρήσιμο χρέος, ξαφνικά γίνεται μη-διατηρήσιμο και ο διαχρονικός εισοδηματικός περιορισμός του δημοσίου μπορεί να οδηγήσει το κράτος σε κρίση, με αποτέλεσμα να καθίστανται αναγκαίες δραστικές περικοπές στις δαπάνες του δημοσίου. Η έλλειψη της σωστής πληροφόρησης για το διαχρονικό εισοδηματικό περιορισμό του δημοσίου συχνά οδηγεί σε ένα μη παραγωγικό δημόσιο διάλογο που διεξάγεται πάνω σε λανθασμένη βάση. Η διάχυση της σωστής πληροφόρησης μπορεί να διασφαλιστεί με τη δημιουργία και θωράκιση ισχυρών ανεξάρτητων θεσμών από την πολιτεία. Θεσμών όπως, ουσιαστικά ανεξάρτητες στατιστικές υπηρεσίες και ουσιαστικά ανεξάρτητες υπηρεσίες αξιολόγησης των δημοσιονομικών στοιχείων και του προϋπολογισμού. Οι θεσμοί αυτοί μπορεί να συμβάλουν αποφασιστικά στο μακροχρόνιο σχεδιασμό των προϋπολογισμών του κράτους, λαμβάνοντας υπόψη το διαχρονικό εισοδηματικό περιορισμό, με κύριο στόχο την επίτευξη δημοσιονομικής πειθαρχίας και αξιοπιστίας. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η σωστή πληροφόρηση του κοινού, όσον αφορά τη δημοσιονομική κατάσταση και γενικότερα τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, και αποφεύγεται η εσφαλμένη πληροφόρηση που πιθανόν να ήθελαν να μεταδώσουν στον κόσμο κάποιοι πολιτικοί ή κυβερνήσεις. Στα πλαίσια αυτά, θα πρέπει, άμεσα και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν ριζικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν τις κρατικές δαπάνες, έτσι ώστε οι βελτιώσεις που επιτεύχθηκαν στα δημόσια οικονομικά κατά το 2010 να ακολουθηθούν από περαιτέρω διατηρήσιμη πρόοδο. Αυτό αναμένουν οι οίκοι αξιολόγησης και οι αγορές και όσο καθυστερούμε να στείλουμε σαφέστατο μήνυμα για διαρθρωτικές αλλαγές, τόσο περισσότερες αμφισβητήσεις θα έχουμε για το μέλλον της οικονομίας μας. 3
Θα ήθελα, επίσης, ν αναφερθώ στο συνταξιοδοτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης αύξησης του δείκτη εξάρτησης ηλικιωμένων, μια αναδιάρθρωση στο σύστημα των συντάξεων πρέπει να επιδιωχθεί άμεσα. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της κυβέρνησης που συμπεριλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το Μάρτιο του 2010 από το Υπουργείο Οικονομικών, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από το 19% περίπου το 2008 στο 29% περίπου το 2060. Η εκτίμηση αυτή λαμβάνει υπόψη τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων που τέθηκαν σε ισχύ τον Μάρτιο του 2009. Οι μεταρρυθμίσεις που είχαμε, δυστυχώς, σύμφωνα με την ανάλυση του Υπουργείου Οικονομικών, δεν επιλύνουν το συνταξιοδοτικό πρόβλημα. Η δυσχερής κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό ακόμα και μετά τις μεταρρυθμίσεις αυτές, περιγράφεται και σε σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του 2009 (The 2009 Ageing Report). Αυτές οι εκθέσεις, οι οποίες ετοιμάζονται κάθε λίγα χρόνια, συγκρίνουν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τις προβλέψεις για την αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών επί του συνόλου των κρατικών δαπανών και τους σχεδιασμούς που γίνονται σε αυτές τις χώρες, έτσι ώστε με την πληροφόρηση αυτή να βοηθήσουν στη λήψη καλύτερων αποφάσεων. Η τελευταία έκθεση είναι αυτή του 2009. Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση του 2009, η Κύπρος κατατάσσεται ως η τέταρτη χειρότερη χώρα από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την αύξηση των συνταξιοδοτικών δαπανών επί του συνόλου των κρατικών δαπανών. Με απλά λόγια ήμασταν η τέταρτη χειρότερη χώρα, υπό την έννοια ότι δεν είχαμε ολοκληρωμένο σχεδιασμό για τον τρόπο με τον οποίο θα έχουμε τη δυνατότητα εμείς που εργαζόμαστε σήμερα να παίρνουμε συντάξεις όταν θα αφυπηρετήσουμε. Σημειώνω ότι, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, στη χειρότερη θέση ήταν τότε η Ελλάδα. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη γιατί όλοι μας γνωρίζουμε πόσο σοβαρά ήταν τα προβλήματα στην Ελλάδα. Να σας υπενθυμίσω, όμως, ότι η Ελλάδα, παρά τις προειδοποιήσεις που είχε για πολλά χρόνια, δεν προώθησε τις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να λύσουν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με ηπιότερο τρόπο. Τελικά, αναγκάστηκε, λόγω των γνωστών προβλημάτων και της κρίσης που δημιουργήθηκε το 2010, να κάνει δραστικές μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις. Αυτές οι μειώσεις ήταν άδικες κατά τη γνώμη μου αλλά αναγκαίες, αφού για χρόνια αγνοήθηκαν οι προειδοποιήσεις για τα προβλήματα που διαφαίνονταν στο συνταξιοδοτικό και τα δημόσια οικονομικά και δεν πάρθηκαν, δυστυχώς, έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα. Σήμερα, ασφαλώς, έχει βελτιωθεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού στην Ελλάδα, γιατί η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να κινηθεί προς την ορθή κατεύθυνση. Δεν είχε, δυστυχώς, προηγουμένως ο ελληνικός 4
λαός τη σωστή πληροφόρηση στα χέρια του για να απαιτήσει έγκαιρα από τις κυβερνήσεις του τη λήψη των σωστών αποφάσεων. Εδώ επανέρχομαι στη σημασία του ρόλου μας ως οικονομολόγοι και ως δάσκαλοι να δίνουμε τη σωστή πληροφόρηση, γιατί με αυτό τον τρόπο μπορούμε να σπρώχνουμε αυτούς που παίρνουν αποφάσεις, να τους βοηθούμε, αν θέλετε, ιδιαίτερα όταν δυσκολεύονται, να παίρνουν τις αποφάσεις εκείνες που προάγουν το κοινό καλό. Η οικονομία βρίσκεται ενώπιον μιας εξαιρετικά κρίσιμης καμπής. Η χάραξη της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους διαχρονικούς εισοδηματικούς περιορισμούς και να αντικατοπτρίζει τις τομές που είναι αναγκαίες για τη δημοσιονομική εξυγίανση. Οι διαρθρωτικές τομές στο δημόσιο τομέα μπορούν να αποτελέσουν σημαντική αφετηρία για μακροπρόθεσμα ισοσκελισμένο προϋπολογισμό και σταθερότητα στην ανάπτυξη και ευημερία του τόπου. Η σωστή πληροφόρηση και η διδασκαλία που εσείς προσφέρετε είναι καίριοι παράγοντες για τη λήψη καλύτερων αποφάσεων, αυτών που επιβάλλονται για να μπει ξανά ο τόπος μας σε πορεία γρήγορης και διατηρήσιμης ανάπτυξης. 5