Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και αγορά συναλλάγματος

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ

Το όφελος του διεθνούς εμπορίου η πιο αποτελεσματική απασχόληση των παραγωγικών δυνάμεων του κόσμου.

1.1 Εισαγωγή. 1.2 Ορισμός συναλλαγματικής ισοτιμίας

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

Σχετικά Επίπεδα Τιμών και Συναλλαγματικές Ισοτιμίες. Μακροχρόνιοι Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Μάθημα: Διεθνείς Επιχειρήσεις και Επενδύσεις

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική. Ισοζύγιο Πληρωμών, Συναλλαγματικές Ισοτιμίες, Διεθνείς Χρηματαγορές και το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ


7. Τα διεθνή οικονομικά συστήματα: Μια ιστορική ανασκόπηση

«ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ. ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ» (σελ )

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

Διεθνής Οικονομική. Paul Krugman Maurice Obsfeld

3.2 Ισοζύγιο πληρωµών

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

Πρόλογος Εισαγωγή... 13

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Οι οικονομολόγοι μελετούν...

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΜAΚΡΟ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Κανόνας Χρυσού. Διεθνής Μακροοικονομική Πολιτική (κεφ.18) Σύστημα κανόνα χρυσού: σε ποια χρονική περίοδο αναφέρεται; Λειτουργία του κανόνα χρυσού

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Από το Διμεταλλισμό στο Ευρώ

Εισαγωγή στη Διεθνή Μακροοικονομική.! Καθ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Διεθνής Οικονομική και Παγκόσμια Οικονομία ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

Αγορές Συναλλάγματος (Foreign exchange markets) Συντάκτης :Σιώπη Ευαγγελία

Η Θεωρία της Νομισματικής Ενοποίησης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή... 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ - ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

1 Αγορά συναλλάγµατος 1.1 Εισαγωγή

Η Θεωρία των Διεθνών Νομισματικών Σχέσεων

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΕΚΠΑ-ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Χειμερινό Εξάμηνο Διεθνής Οικονομική Ενότητα 8. Συναλλαγματική Ισοτιμία και Αγορά Συναλλάγματος

Μάθημα: Διεθνείς Οικονομικοί Οργανισμοί

4. Τιμές και συναλλαγματική ισοτιμία μακροχρόνια

Αναλυτικά περιεχόμενα

ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Συναλλαγματικές ισοτιμίες και επιτόκια

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

«Η αγορά Εργασίας σε Κρίση»

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ερωτήσεις

5. Tο προϊόν και η συναλλαγματική ισοτιμία βραχυχρόνια

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Διάλεξη 2 Χρήμα και Πληθωρισμός

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Το Υπόδειγμα Mundell Fleming και Dornbusch

Το Διεθνές Νομισματικό Σύστημα. Από το Διμεταλλισμό στο Ευρώ. Καθ. Γ. Αλογοσκούφης, Διεθνής Οικονομική,

Η Νομισματική Προσέγγιση

Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης. Νίκος Κουτσιαράς. σε συνεργασία με τον Ζήση Μανούζα

Τι πραγματεύεται η Διεθνής Οικονομική;

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Σεπτέμβριος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

(1 ) (1 ) S ) 1,0816 ΘΕΜΑ 1 Ο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Περιεχόμενα. Πρόλογος 15

ευρώ, πχ 1,40 δολάρια ανά ένα ευρώ. Όταν το Ε αυξάνεται τότε το ευρώ

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

21 Δημοσιονομική και νομισματική πολιτική σε α- νοικτή οικονομία

Αγορά συναλλάγματος. Αγορά συναλλάγματος

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ισοζύγιο Πληρωμών & Συναλλαγματική ισοτιμία. 2 Ο εξάμηνο Χημικών Μηχανικών

Κεφάλαιο 5. Αποταμίευση και επένδυση σε μια ανοικτή οικονομία

Mακροοικονομική Κεφάλαιο 7 Αγορά περιουσιακών στοιχείων, χρήμα και τιμές

Ισορροπία στον Εξωτερικό Τομέα της Οικονομίας

Νομισματική και Συναλλαγματική Πολιτική σε μια Μικρή Ανοικτή Οικονομία. Σταθερές ή Κυμαινόμενες Ισοτιμίες;

Συναθροιστική Zήτηση στην Aνοικτή Οικονομία

Μακροοικονομική. Διάλεξη 8 Το Υπόδειγμα Mundell - Fleming

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Σεπτέμβριος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

ΔΟΜΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ:

Ευχαριστίες του εκδότη Πρόλογος [Mέρος 1] Εισαγωγή

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

Η Θεωρία της Εμπορικής Πολιτικής

3. Χρήμα, επιτόκια και συναλλαγματικές ισοτιμίες

Κεφάλαιο 5 Πόροι και διεθνές εμπόριο: Το υπόδειγμα Heckscher- Ohlin

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ 23

ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ ΔΕΟ34 Μακροοικονομική Θεωρία

Κεφάλαιο 6 Το πρότυπο υπόδειγμα του εμπορίου

2. Συναλλαγματικές Ισοτιμίες και Αγορά Συναλλάγματος

Το Πρότυπο Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου 5-1

2) Στην συνέχεια υπολογίζουμε την ονομαστική αξία του πιστοποιητικού με το συγκεκριμένο αυξημένο επιτόκιο όπως και προηγουμένως, δηλαδή θα έχουμε:

Εισαγωγή στην Οικονομική Επιστήμη ΙΙ. 14 Η Μακροοικονομική της Ανοικτής Οικονομίας

Επαναληπτικές Ερωτήσεις - ΟΣΣ5. Τόμος Α - Μικροοικονομική

Ερώτηση Α.1 (α) (β)

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο

Αλληλεξάρτηση και τα Οφέλη του Εμπορίου

Ανάλυση για το Δολάριο 1ο Τρίμηνο Των Jamie Saettele, Senior Technical Strategist και David Rodriguez, Quantitative Strategist

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΔΕΟ 41 ΤΟΜΟΣ A

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ «ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΉ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ» Προσδιοριστικοί Παράγοντες των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Διπλωματική Εργασία του Τσουλφίδη Νικόλαο (ΑΕΜ: 6070) Εξεταστική Επιτροπή Επιβλέπουσα: Μέλη: Ευαγγελία Δεσλή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιωάννης Κυρίτσης, Αναπληρωτής Καθηγητής Γρηγόρης Ζαρωτιάδης, Αναπληρωτής Καθηγητής ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Ιούνιος 2016 i

Περίληψη Η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί μια από τις βασικότερες μεταβλητές και ταυτόχρονα ένα από τα σημαντικότερα μέσα άσκησης πολιτικής μιας χώρας που χαρακτηρίζεται ως μια ανοιχτή οικονομία. Πράγματι, είναι ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν το διεθνές νομισματικό σύστημα. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι διττός: από τη μια να παρουσιάσει τα βασικά θεωρητικά υποδείγματα προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών που συναντάμε στην αντίστοιχη βιβλιογραφία και από την άλλη να προβεί σε εμπειρικό έλεγχο αυτών των θεωρητικών υποδειγμάτων με στόχο τον εντοπισμό των βασικότερων προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Στο πρώτο μέρος της εργασίας παρουσιάζουμε τη θεωρία που συναντάται στην ανάλυση των συναλλαγματικών ισοτιμιών ενώ το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στην εμπειρική διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων τους. Πιο συγκεκριμένα το υπόδειγμα που χρησιμοποιούμε προσπαθεί να διερευνήσει το κατά πόσο το εργατικό κόστος προσδιορίζει την ανταγωνιστικότητα μιας χώρας. Η ανάλυση αφορά τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίες είναι δυο χώρες που μοιράζονται πολλές κοινές οικονομικές, θεσμικές και πολιτικές αξίες και αποτελούν ταυτόχρονα δυο μεγάλες οικονομίες στην παγκόσμια σκηνή. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται είναι η ARDL. Τα αποτελέσματα μας επιβεβαιώνουν ότι το μοναδιαίο κόστος εργασίας παίζει καθοριστικό ρολό στον προσδιορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών και κατ' επέκταση στην ανταγωνιστικότητα των δυο υπό εξέταση οικονομιών. Θεσσαλονίκη 6 Ιουνίου 2016 iii

Ευχαριστίες Θα ήθελα να εκφράσω τις ειλικρινείς ευχαριστίες μου στην επιβλέπουσα καθηγήτριά μου, κα. Ευαγγελία Δεσλή, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά όλους/ες τους/τριες καθηγητές/τριες του Μεταπτυχιακού Προγράμματος για την πολύτιμη βοήθειά τους στη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Ιδιαίτερα θα ήθελα να ευχαριστήσω τους/τις υποψήφιους διδάκτορες του Τομέα Ανάπτυξης και Προγραμματισμού και ιδιαίτερα τους/τις κκ. Αλεξάνδρα Γκουλγκουτσικά, Ιωάννη Βαρδαλαχάκη και Χριστίνα Παρασκευοπούλου για την υπομονή τους και τη σημαντική βοήθειά τους σχετικά με την εμπειρική διερεύνηση της διπλωματικής εργασίας μου. Τέλος, ένα μεγάλο ευχαριστώ το χρωστάω στην οικογένεια μου για την ηθική και υλική υποστήριξη τους κατά την διάρκεια τόσο των προπτυχιακών, όσο και των μεταπτυχιακών σπουδών μου. iv

Περιεχόμενα Περίληψη... iii Ευχαριστίες... v Εισαγωγή... 1 Μέρος Πρώτο: Θεωρητική Επισκόπηση Κεφάλαιο 2. Συνάλλαγμα: Εισαγωγικές Έννοιες 2.1 Εισαγωγή... 6 2.2 Συνάλλαγμα... 6 2.3 Αγορά Συναλλάγματος... 7 2.4 Συναλλαγματική Ισοτιμία... 8 2.5 Νομισματικά Συστήματα... 8 2.5.1 Χρυσός κανόνας... 9 2.5.2 Σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες... 9 2.5.3 Το σύστημα Bretton Woods... 10 2.5.4 Σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών... 11 2.6 Πολιτικές Συναλλαγματικών Ισοτιμιών... 12 2.7 Ποσοτική Θεωρία Χρήματος... 13 2.8 Προσδιοριστικοί Παράγοντες Συναλλαγματικών Ισοτιμιών... 14 2.9 Κατηγορίες Συναλλαγματικών Ισοτιμιών... 16 2.10 Συναλλαγματικός Κίνδυνος... 16 2.11 Συμπεράσματα... 19 Κεφάλαιο 3. Θεωρίες Εμπορίου: Συγκριτικό και Απόλυτο Πλεονέκτημα 3.1 Εισαγωγή... 20 3.2 Συγκριτικό Πλεονέκτημα... 23 3.3 Απόλυτο Πλεονέκτημα... 27 3.4 Συμπεράσματα... 30 Κεφάλαιο 4. Συναλλαγματικές Ισοτιμίες: Υποδείγματα και Προσδιοριστικοί Παράγοντες 4.1 Εισαγωγή... 32 4.2 Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης... 32 4.2.1 Υποδείγματα συναλλαγματικής ισοτιμίας βασισμένο στην PPP... 38 4.2.2 Εμπειρική διερεύνηση του υποδείγματος PPP και του νόμου της μίας τιμής... 42 4.3 Ιστορική Αναδρομή των Υποδειγμάτων... 44 4.3.1 Τα νομισματικά υποδείγματα... 44 4.4 Προσδιορισμός της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας με Βάσει την Αρχή του Απόλυτου Πλεονεκτήματος... 47 4.5 Συμπεράσματα... 51 v

Μέρος Δεύτερο: Εμπειρική Διερεύνηση Κεφάλαιο 5. Μεθοδολογικές Παρατηρήσεις 5.1 Εισαγωγή... 54 5.2 Το Υπόδειγμα των Συναλλαγματικών Ισοτιμιών... 56 5.3 Πηγές Χρονολογικών Σειρών... 56 5.4 Μεθοδολογία... 59 5.4.1 Έλεγχοι στασιμότητας... 59 5.4.2 Μέθοδος συνολοκλήρωσης (ARDL)... 61 Κεφάλαιο 6. Εμπειρική Ανάλυση και Συζήτηση των Αποτελεσμάτων 6.1 Περιγραφική Ανάλυση... 63 6.2 Οικονομετρική Ανάλυση... 66 6.3 Συζήτηση των Αποτελεσμάτων... 73 Κεφάλαιο 7. Επίλογος 7.1 Συμπεράσματα... 73 Βιβλιογραφία... 78 vi

1 Εισαγωγή Μακροπρόθεσμα, τα διεθνή επίπεδα τιμών διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στον προσδιορισμό των επιτοκίων και των σχετικών τιμών στις οποίες οι χώρες ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Με άλλα λόγια, οι διεθνείς τιμές διαμορφώνουν τους όρους εμπορίου των χωρών και κατά επέκταση καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης και την αναπτυξιακή πορεία μιας οικονομίας. Συνεπώς, η κατανόηση του πώς τα διεθνή επίπεδα τιμών αλληλεπιδρούν με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι καθοριστικής σημασίας στη θεωρία του εμπορίου, καθώς οι συναλλαγματικές ισοτιμίες μπορούν να αλλάξουν δραματικά με αποτέλεσμα να επηρεάσουν σημαντικά τις όποιες πολιτικές εμπορίου υιοθετούνται από τις χώρες. Μια απλή παρατήρηση αρκεί για να διαπιστωθεί ότι αναμφίβολα οι κυβερνήσεις λαμβάνουν πάντα πολύ σοβαρά υπόψη τη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της χώρας και ταυτόχρονα αξιοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα προκειμένου να τις σταθεροποιήσουν έτσι, ώστε να επιτύχουν τους οικονομικούς στόχους που θέτουν. Στην παρούσα διπλωματική καταβάλλεται μια προσπάθεια εμπειρικής διερεύνησης των προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η ανάλυσή μας χωρίζεται σε δυο μέρη. Το πρώτο μέρος, που αποτελείται από τρία κεφάλαια, παρουσιάζει το θεωρητικό υπόβαθρο της εν λόγω αναζήτησης. Το δεύτερο μέρος, που επίσης αποτελείται από τρία κεφάλαια, παρουσιάζει της εμπειρική μας διερεύνηση. 1

Πιο συγκεκριμένα: Το Κεφάλαιο 2 παρουσιάζει περιληπτικά μερικούς από τους βασικούς ορισμούς και έννοιες που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και σχετίζονται με τη νομισματική θεωρία και πολιτική. Ο λόγος που γίνεται αυτή η σύντομη παρουσίαση είναι για να διευκολυνθεί η συζήτηση που ακολουθεί στα επόμενα κεφάλαια. Το Κεφάλαιο 3 παρουσιάζει την εξέλιξη της θεωρίας του διεθνούς εμπορίου. Όπως αναφέρεται, μια προσεκτική ανάγνωση των θεωριών διεθνούς εμπορίου που έχουν διατυπωθεί μέσα στα χρόνια αποκαλύπτει ότι δύο είναι οι βασικοί πυλώνες των διάφορων προσεγγίσεων του, οι οποίες έχουν θεμελιωθεί από την απαρχή της οικονομικής επιστήμης. Η πρώτη παρουσιάστηκε από τον Smith (1776) ο οποίος διατύπωσε την αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος (ΑΠ), ενώ η δεύτερη από τον Ricardo (1819) ο οποίος διατύπωσε τη βασική αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος (ΣΠ). Η εξέλιξη αυτού που σήμερα αναγνωρίζεται ως θεωρία διεθνούς εμπορίου θεμελιώθηκε από τους δυο αυτούς πρωτοπόρους κλασικούς οικονομολόγους οι οποίοι, παρά τις διαφορές τους σχετικά με την αρχή που διέπει το εγχώριο και το διεθνές εμπόριο, μοιράζονται την κοινή πεποίθηση ότι το εμπόριο είναι προς όφελος των εταίρων που συμμετέχουν επειδή προωθεί την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση, και βελτιώνει την κοινωνική ευημερία. Παρόμοια αντίληψη, ότι δηλαδή το εμπόριο είναι αμοιβαία επωφελές για τους συμμετέχοντες, συμμερίζονται οι σύγχρονες θεωρίες εμπορίου. Το αποτέλεσμα αυτής της κοινής πεποίθησης είναι να συναντάμε στην αντίστοιχη βιβλιογραφία προτάσεις που περιλαμβάνουν πολιτικές ενίσχυσης του διεθνούς εμπορίου. Σήμερα, η θεωρία του εμπορίου σε όλες τις εκδοχές της, παραδοσιακή (ρικαρδιανή), νεοκλασική (Heckscher- Ohlin-Samuelson) και νεο-ρικαρδιανή (Sraffa), υποθέτει ότι η αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος ρυθμίζει αποκλειστικά το εγχώριο εμπόριο, ενώ η αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος καθορίζει τους όρους του διεθνούς εμπορίου. Ακριβώς το αντίθετο υποστηρίζεται από πολλούς άλλους συγγραφείς, οι οποίοι στην ανάλυσή τους επιδιώκουν να αποδείξουν ότι τα επιχειρήματα περί ελεύθερου διεθνούς εμπορίου βασίζονται πάνω σε αδύναμη θεωρητική βάση και παράλληλα εύκολα καταρρίπτονται εμπειρικά. Με αποτέλεσμα, οι συγγραφείς αυτοί να προτείνουν εναλλακτικές θεωρίες διεθνούς εμπορίου. 2

Έτσι, στο κεφάλαιο αυτό, παραθέτουμε εν συντομία τα βασικά θεωρητικά χαρακτηριστικά των δυο αυτών προσεγγίσεων του διεθνούς εμπορίου και εν συνεχεία επιχειρούμε μια συγκριτική ανάλυση. Ο λόγος που γίνεται αυτή η παρουσίαση είναι ότι η θεωρίες εμπορίου άμεσα εμπλέκονται με τις θεωρίες προσδιορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Όπως θα επισημάνουμε στη συνέχεια, μέσα στα πλαίσια ανάλυσης του συγκριτικού πλεονεκτήματος, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και κατ επέκταση το ΔΕ αφορούν ως επί το πλείστων νομισματικά μεγέθη (π.χ., επιτόκιο, πληθωρισμό, ποσότητα χρήματος, κ.ά.), ενώ μέσα στα πλαίσια της ανάλυσης του απόλυτου πλεονεκτήματος οι παράγοντες που επηρεάζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες συνδέονται με μεγέθη όπως η παραγωγικότητα της εργασίας, τεχνολογία, κόστος εργασίας, κλπ. Στο τέλος του κεφαλαίου παραθέτουμε τα συμπεράσματά μας. Το Κεφάλαιο 4 πραγματεύεται τα κύρια υποδείγματα που έχουν προταθεί στη βιβλιογραφία σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες των συναλλαγματικών ισοτιμιών, εστιάζοντας στο κύριο υπόδειγμα προσδιορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας που είναι το υπόδειγμα PPP. Όπως αναφέρουμε, το συγκεκριμένο υπόδειγμα παρουσιάζει μια σειρά από αδυναμίες στις προβλέψεις του και για το λόγο αυτό, στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, παρουσιάζονται τρεις παραλλαγές του οι οποίες προσπαθούν να καλύψουν τις θεωρητικές αλλά κυρίως τις εμπειρικές του αδυναμίες που διαπιστώθηκαν από τους ερευνητές. Στη συνέχεια του κεφαλαίου, παρουσιάζεται η κλασσική προσέγγιση στον προσδιορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Όπως είναι αναμενόμενο παρατηρούνται βασικές διαφορές στην ερμηνεία που προσφέρουν οι δύο αυτές προσεγγίσεις ως προς το ποιος είναι ο βασικότερος προσδιοριστικός παράγοντας προσδιορισμού της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Οι διαφορές αυτές πηγάζουν από το γεγονός ότι η ΡΡΡ προσέγγιση και οι παραλλαγές της στηρίζονται στην αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, ενώ η κλασική προσέγγιση βασίζεται στην αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος. Το Κεφάλαιο 5 παρουσιάζει το υπόδειγμα που θα χρησιμοποιηθεί για τη διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, δυο χώρες που μοιράζονται πολλές κοινές οικονομικές, θεσμικές και πολιτικές αξίες και αποτελούν ταυτόχρονα δυο μεγάλες οικονομίες στην παγκόσμια σκηνή. Στη συνέχεια του κεφαλαίου αναφερόμαστε στις πηγές των στοιχείων που χρησιμοποιούμε στην έρευνα μας, όπως επίσης αναλύουμε και τους διάφορους υπολογισμούς που χρειάζονται να γίνουν για τη δημιουργία των μεταβλητών που χρησιμοποιούμε. Η εμπειρική ανάλυση αφορά την περίοδο 1970-2011. Τέλος, 3

αναφερόμαστε διεξοδικά στην οικονομετρική μέθοδο που θα χρησιμοποιήσουμε στην εμπειρική ανάλυση. Το Κεφάλαιο 6 παρουσιάζει αναλυτικά όλα τα βήματα που ακολουθούμε στην εμπειρική μας ανάλυση για τη διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Το κεφάλαιο αυτό τελειώνει με την αναλυτική συζήτηση των εμπειρικών μας αποτελεσμάτων καθώς και τη σημασία τους. Τέλος, το Κεφάλαιο 7 παρουσιάζει μια ανασκόπηση της έρευνας μας, τα κύρια αποτελέσματά της και τις προοπτικές περεταίρω έρευνας στο εν λόγω πεδίο. Μπορούμε να ισχυριστούμε σε κάποιον βαθμό ότι η παρούσα εργασία και τα αποτελέσματα της είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για όσους ερευνητές και οικονομολόγους μελετούν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Επιπλέον, το θεωρητικό υπόβαθρο και η μεθοδολογία της μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εξέταση των προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών και άλλων χωρών. 4

Μέρος Πρώτο Θεωρητική Επισκόπηση 5

2 Συνάλλαγμα: Εισαγωγικές Έννοιες 2.1 Εισαγωγή Στο παρόν κεφάλαιο παρουσιάζουμε εν συντομία πολλές από τις έννοιες που σχετίζονται με τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τη νομισματική θεωρία και πολιτική και τη θεωρία εμπορίου. Ο σκοπός αυτής της ανασκόπησης είναι η κατανόηση αυτών των εννοιών οι οποίες, σε ένα μεγάλο βαθμό,θα χρησιμοποιηθούν στην ανάλυσή μας. Ξεκινώντας την ανάλυσή μας θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η νομισματική οικονομική θεωρία μελετά το νόμισμα σε όλες του τις μορφές και εκδηλώσεις. Ένα πολύ σημαντικό μέρος αυτής της θεωρίας αποτελεί η μελέτη των συναλλαγματικών ισοτιμιών καθώς και η διαχρονική τους συμπεριφορά. 2.2 Συνάλλαγμα Με τον όρο συνάλλαγμα εννοούμε το χρηματικό μέσο που εκπληρώνει τις ανάγκες των συναλλαγών (αγοραπωλησίες προϊόντων, υπηρεσιών) των οικονομικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά νομισματικά κράτη. Στη βιβλιογραφία συναντάμε πολλές ερμηνείες και ορισμούς για το συνάλλαγμα όπως: Κάθε συναλλακτικό μέσο εκφρασμένο σε αλλοδαπές νομισματικές μονάδες Κάθε μέσω διεθνών πληρωμών Οι απαιτήσεις σε ξένο νόμισμα και οι πληρωμές στο εξωτερικό Η μετατροπή μιας νομισματικής μονάδας σε άλλη 6

Όλα τα συναλλακτικά μέσα που χρησιμοποιούνται για διεθνείς πληρωμές και απαιτήσεις, όπως αλλοδαπές νομισματικές μονάδες, πολύτιμα μέταλλα κλπ. Το συνάλλαγμα χρησιμοποιείται για τη διεκπεραίωση πολλών και ποικίλων συναλλαγών ανάμεσα σε δυο οικονομίες, όπως τουριστικές δραστηριότητες, επαγγελματικές δραστηριότητες (αγοροπωλησία αγαθών ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη, επενδύσεις, δάνεια), διακρατικός δανεισμός, κ.ά., Οι συναλλαγές αυτές έχουν την τάση να αυξάνουν σε αριθμό και σε όγκο σηματοδοτώντας την όλο και μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση των οικονομιών μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης που παρατηρείται στη σύγχρονη εποχή. Με αποτέλεσμα, το συνάλλαγμα να παίζει όλο και πιο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των οικονομικών πολιτικών μιας χώρα. Ως εκ τούτου, είναι σύνηθες η κυβέρνηση μιας χώρας σε συνεργασία με την κεντρική της τράπεζα να προσπαθεί να διατηρεί στην κατοχή της έναν μεγάλο όγκο συναλλαγματικών αποθεμάτων έτσι, ώστε να μπορεί με κατάλληλες πολιτικές να επηρεάσει, όταν κρίνει απαραίτητο, τη διαμορφούμενη συναλλαγματική ισοτιμία προς όφελος του εγχώριου νομίσματος. 2.3 Αγορά Συναλλάγματος Το μέρος στο οποίο λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή ενός νομίσματος με κάποιο άλλο ονομάζεται αγορά συναλλάγματος και αποτελεί τη μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αγορά στον κόσμο και πολύ μεγαλύτερη από όλες τις αγορές τίτλων αθροιστικά. 1 Φορείς όπως, κεντρικές και εμπορικές τράπεζες, επενδυτές, εισαγωγείς και εξαγωγείς καθώς και κερδοσκόποι συμμετέχουν στην αγορά συναλλάγματος. 2 Η μεγαλύτερη αγορά συναλλάγματος βρίσκεται στο Λονδίνο, ενώ με βάση τον όγκο των συναλλαγών ακολουθεί η Νέα Υόρκη, το Τόκιο και στη συνέχεια οι αγορές της Φρανκφούρτης και της Σιγκαπούρης. Το κυρίαρχο νόμισμα των συναλλαγών είναι το αμερικανικό δολάριο. 1 Σε έρευνα της Bank of Ιinternational Settlements (2001) αναφέρεται ότι ο ημερήσιος όγκος των συναλλαγών στην αγορά συναλλάγματος ξεπερνά τα 1,2 τρις εκατομμύρια δολάρια το οποίο είναι περίπου δέκα φορές ο ημερήσιος όγκος του διεθνούς εμπορίου και περίπου εξήντα φορές το ΑΕΠ των ΗΠΑ. Πράγματι, η αγορά του συναλλάγματος είναι η μεγαλύτερη χρηματοοικονομική αγορά στον κόσμο, αφού περιλαμβάνει τις εμπορικές συναλλαγές που διεξάγονται μεταξύ των τραπεζών, των παικτών χρηματιστηρίου, των πολυεθνικών εταιριών, των κυβερνήσεων, και άλλων χρηματοοικονομικών αγορών και οργανισμών. 2 Αξίζει να επισημάνουμε ότι στη συντριπτική της πλειοψηφία η αγοροπωλησία συναλλάγματος πραγματοποιείται για κερδοσκοπικούς σκοπούς αφού το 95% των συναλλαγών γίνεται από κερδοσκόπους και μόνο το υπόλοιπο 5% πραγματοποιείται από τους υπόλοιπους φορείς που προαναφέρθηκαν (http://www.bloomberg.com/markets/currencies). 7

Ενώ στην αρχή η συναλλαγματική αγορά αφορούσε μόνο το διεθνές εμπόριο, σήμερα η συγκεκριμένη αγορά είναι ο κύριος σύνδεσμος που ενώνει τα εγχώρια χρηματιστήρια με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον και καθιστά εφικτή την πρόσβαση των επενδυτών στις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές. Στα εγχειρίδια των διεθνών οικονομικών παρατηρούμε ότι η συναλλαγματική αγορά χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες, όπως. Τη χονδρική αγορά η οποία είναι γεωγραφικά απροσδιόριστη και αποτελείται από τράπεζες και μεσίτες που παίζουν τον ρόλο των διαπραγματευτών και ανακοινώνουν τις δικές τους τιμές που προσφέρονται για διαπραγμάτευση. Τη λιανική αγορά στην οποία γίνεται η αγοροπωλησία μικρών ποσοτήτων συναλλάγματος σε μια προκαθορισμένη τιμή. Την άμεση και προθεσμιακή αγορά που ορίζεται από τον χρόνο παράδοσης του ξένου νομίσματος. 2.4 Συναλλαγματική Ισοτιμία Η τιμή του ξένου συναλλάγματος ή συναλλαγματική ισοτιμία ορίζεται ως η αξία της νομισματικής μονάδας μιας οικονομίας, σε μια δεδομένη ημερομηνία προς την αντίστοιχη μιας άλλης οικονομίας. Ποιο συγκεκριμένα, η τιμή του συναλλάγματος είναι η ποσότητα του ξένου νομίσματος που μπορεί να αγοραστεί με μια μονάδα εγχώριου και το αντίστροφο. Η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέσα άσκησης πολιτικής διεθνούς εμπορίου μιας χώρας. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αποτελούν την πιο σημαντική μεταβλητή των ανοιχτών οικονομιών και ταυτόχρονα είναι ένας από τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν το διεθνές νομισματικό σύστημα και το διεθνές εμπόριο. 2.5 Νομισματικά Συστήματα Μέσα στα χρόνια υπήρξαν πολλά νομισματικά συστήματα σύμφωνα με τα οποία οι χώρες προσπαθούσαν να λειτουργήσουν. Στην συνέχεια της ενότητας αυτής θα παρουσιάσουμε τα βασικά 8

χαρακτηριστικά εκείνων των νομισματικών συστημάτων που συναντάμε από τον εικοστό αιώνα έως σήμερα. 2.5.1 Χρυσός κανόνας Ο χρυσός κανόνας είναι το παλαιότερο νομισματικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο η αξία ενός νομίσματος είναι συνδεδεμένη σε μια σταθερή και συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού. Ένα από τα βασικότερα πλεονεκτήματα της χρήσης του χρυσού κανόνα ως νομισματικό σύστημα είναι η ύπαρξη σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών οι οποίες με τη σειρά τους μειώνουν την αβεβαιότητα στο διεθνές εμπόριο. Επίσης, μακροχρόνια συμβάλλει στη σταθερότητα των τιμών καθώς όλες οι κυβερνήσεις αποφεύγουν πολιτικές αύξησης της προσφοράς χρήματος, η οποία οδηγεί σε πληθωρισμό. Όμως, το σύστημα του χρυσού κανόνα δεν είναι άμοιρο μερικών πολύ σημαντικών προβλημάτων και είναι πολλοί οι οικονομολόγοι που πιστεύουν ότι ο χρυσός κανόνας δημιουργεί εμπόδια στην οικονομική ανάπτυξη. Οι οικονομολόγοι αυτοί υποστηρίζουν ότι, επειδή υπάρχει άνιση κατανομή κοιτασμάτων χρυσού μεταξύ των κρατών, τα κράτη που μπορούν να «παράγουν» χρυσό αναπόφευκτα έχουν πλεονέκτημα έναντι των άλλων. 3 Επιπλέον, αν η προσφορά χρήματος είναι συνδεδεμένη με την παραγωγή χρυσού και η τελευταία αυξάνεται γρηγορότερα από το ΑΕΠ της οικονομίας, τότε αναπόφευκτα η οικονομία θα βρεθεί αντιμέτωπη με σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις. Παρότι τα περισσότερα κράτη έχουν εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα, ο χρυσός συνεχίζει να λειτουργεί ως το ύστατο αγαθό αποθήκευσης πλούτου και για αυτό όλες οι χώρες προσπαθούν πάντα να διατηρούν αρκετά υψηλά αποθέματα χρυσού στα θησαυροφυλάκια των κεντρικών τους τραπεζών. 2.5.2 Σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες Στην περίπτωση του νομισματικού συστήματος των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών, η αξία ενός νομίσματος σε σχέση με την αξία ενός άλλου νομίσματος ή με κάποια άλλη μονάδα μέτρησης αξίας, π.χ. χρυσό παραμένει σταθερά. Δηλαδή, η ισοτιμία των νομισμάτων δεν αλλάζει από την προσφορά και τη ζήτησή τους. Το σύστημα της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας 3 Αυτό δεν αποδεικνύεται εμπειρικά γιατί σήμερα συναντάμε πολλές χώρες πλούσιες σε κοιτάσματα χρυσού που δεν συγκαταλέγονται ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες. Στη βιβλιογραφία το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως «η κατάρα των φυσικών πόρων». 9

χρησιμοποιείται κυρίως με σκοπό να μειωθεί ο πληθωρισμός σε μια χώρα κρατώντας σταθερή την αξία του εγχώριου νομίσματος (συνήθως το νόμισμα της αδύναμης οικονομίας) σε σχέση με ένα άλλο διεθνές ισχυρό νόμισμα, π.χ. δολάριο. Ταυτόχρονα, αυτό το σύστημα καθιστά το εμπόριο και τις επενδύσεις μεταξύ των δύο αυτών χωρών πολύ πιο εύκολες, αφού οι τιμές ανταλλαγής είναι προκαθορισμένες και αμετάβλητες. 2.5.3 Το σύστημα Bretton Woods Μετά την καταστροφή που επέφερε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρχε η κοινή πεποίθηση μεταξύ των χωρών επίλυσης των νομισματικών δυσλειτουργιών που παρατηρήθηκαν πριν από αυτόν. Η συνάντηση των κυβερνητικών εκπροσώπων στο Bretton Woods το 1944 είχε ως σκοπό τον σχεδιασμό ενός νομισματικού συστήματος, όπου από τη μια να υπάρχουν σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες και από την άλλη, ανάλογα με τις συγκυρίες, να υπάρχουν περιθώρια για προσαρμογές. 4 Το σύστημα Bretton Woods που καθιερώθηκε ήταν ένα σύστημα ανταλλαγής χρυσού ή σύστημα σταθερών ισοτιμιών και τέθηκε σε ισχύ το Δεκέμβριο του 1945 και αποτέλεσε τη βάση του διεθνούς νομισματικού συστήματος ως το 1971. Το νέο αυτό σύστημα όριζε σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες ανάμεσα στα νομίσματα των χωρών-μελών, με μια κεντρική ισοτιμία του χρυσού και του δολαρίου των ΗΠΑ, η οποία καθορίστηκε στα 35$ / ουγκιά χρυσού. Σύμφωνα με τη συνθήκη αυτή μόνο το δολάριο ήταν το νόμισμα που μπορούσε να ανταλλαχθεί με χρυσό. Αυτός ο χρυσός κανόνας με βάση το δολάριο, καθιέρωσε το δολάριο των ΗΠΑ τόσο ως μέσο διεθνών πληρωμών όσο και ως αποθεματικό νόμισμα στο οποίο οι εθνικές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να διατηρούν τα διαθέσιμα τους. Το σύστημα Bretton Woods οδήγησε σε σημαντική ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου στη δεκαετία του 1950-1960. Μέσα στα χρόνια αυτά, οι άλλες χώρες μπορούσαν να μεταβάλουν την ισοτιμία του νομίσματος τους έναντι του δολαρίου και κατ' επέκταση έναντι του χρυσού, όμως η ισοτιμία δολαρίου-χρυσού παρέμενε σταθερή. Αυτό σήμαινε ότι προκειμένου οι ΗΠΑ να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν την αυξανόμενη ζήτηση για το δολάριο (δεδομένου ότι οι διάφορες χώρες διατηρούσαν δολάρια αντί για χρυσό) ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών, με αποτέλεσμα το 1971 το κρατικό θησαυροφυλάκιο διέθετε χρυσό αξίας 22 cent για 4 Στα πλαίσια αυτών των συζητήσεων ιδρύθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. 10

κάθε δολάριο που υπήρχε στην κυκλοφορία και στην κατοχή των κεντρικών τραπεζών των άλλων χωρών. Όμως ένα τέτοιο έλλειμμα είχε ως αποτέλεσμα να κλονίσει τελικά την εμπιστοσύνη του κόσμου στο αποθεματικό νόμισμα (παράδοξο Triffin) και πολλές χώρες, π.χ., Γαλλία πίεσε την κεντρική της τράπεζα να ανταλλάξει τα δολάρια που είχε στην κατοχή της με χρυσό. 5 Η πίεση αυτή οδήγησε τελικά το 1971 τον πρόεδρο Nixon να αναστείλει τη δυνατότητα μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό και με αυτόν τον τρόπο να επέλθει η κατάρρευση του νομισματικού συστήματος της συμφωνίας του Bretton Woods. 2.5.4 Σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών Η απόφαση του προέδρου Nixon των ΗΠΑ, σύμφωνα με την οποία οι ΗΠΑ δεν θα αντάλλαζαν πλέον τα δολάρια που κατήxαν οι κεντρικές τράπεζες των άλλων χωρών με χρυσό, δημιούργησε πολλά προβλήματα στο διεθνές νομισματικό σύστημα. Το σοκ που ήταν λογικό να επακολουθήσει έκανε τα διεθνή χρηματιστήρια να παραμένουν κλειστά και όταν άνοιξαν διαμόρφωσαν ένα νέο σύστημα, το κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η έλλειψη κανόνων. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες άρχισαν να κυμαίνονται και η καθορισμένη τιμή του χρυσού 35$ / ουγκιά χρυσού δεν είχε πια νόημα, καθώς οι ΗΠΑ δεν αντάλλασσαν το δολάριο για το χρυσό. Την εποχή εκείνη έγιναν δυο προσπάθειες συμφωνίας δημιουργίας νέων συστημάτων σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με δυνατότητα διάρκειας στο χρόνο, η μια το Δεκέμβριο του 1971 και η δεύτερη το Φεβρουάριο του 1973, που οδήγησαν στις Συμφωνίες Smithsonian. Όμως και τις δυο φορές, οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και οι ιδιώτες είχαν την αίσθηση ότι οι κεντρικές τράπεζες είχαν καθορίσει λανθασμένα τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και αποδείχθηκε ότι οι κερδοσκόποι κάθε φορά είχαν δίκιο. Το Μάρτιο του 1973, οι ισοτιμίες των κυριότερων νομισμάτων άρχισαν να κυμαίνονται στις αγορές ξένου συναλλάγματος και από τότε το σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών εξακολουθεί να ισχύει. 6 Το σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι ένα σύστημα ισοτιμιών στο οποίο οι αξίες των νομισμάτων διαμορφώνονται ανάλογα με τους κανόνες του μηχανισμού αγοράς 5 Για περισσότερες πληροφορίες http://dailyreckoning.com/the-triffin-dilemma/ 6 Για περισσότερες πληροφορίες http://www.investopedia.com/articles/forex/08/pegged-vs-floating-currencies.asp 11

συναλλάγματος. Τα νομίσματα που κυριαρχούν στη σημερινή εποχή είναι το δολάριο, το ευρώ, η αγγλική λίρα και το γεν. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος της αγοράς δεν λειτουργεί ανεξέλεγκτα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες των χωρών παρεμβαίνουν, όποτε κρίνουν απαραίτητο, προκειμένου να επηρεάσουν τη συναλλαγματική ισοτιμία των εγχώριων νομισμάτων τους. Μια μεγάλη μερίδα οικονομολόγων υποστηρίζει ότι το σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών λειτουργεί με θετικό τρόπο στην πορεία μιας οικονομίας, καθώς ο νόμος της αγοράς αναγκάζει τις ισοτιμίες να προσαρμοστούν αμέσως και με αυτόν τον τρόπο η κάθε οικονομία να μπορεί να απορροφά τα οικονομικά shocks. Παρόλα αυτά σε αρκετές περιπτώσεις οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι προτιμότερες καθώς προσφέρουν σταθερότητα. Ταυτόχρονα, κάποιοι άλλοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι οι ελεύθερες συναλλαγματικές ισοτιμίες παρουσιάζουν μεγάλη μεταβλητότητα και αυτό μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα ιδιαίτερα στις αναδυόμενες οικονομίες. 2.6 Πολιτικές Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Σήμερα, καθώς κυριαρχεί το σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες διαμορφώνονται στην αγορά ξένου συναλλάγματος. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μιας χώρας αφού με βάση αυτών προσδιορίζεται η ποσότητα των εμπορικών συναλλαγών που δημιουργούνται μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών. Για το λόγο αυτόν οι πολιτικές αποθεμάτων συναλλάγματος που ασκούνται από τη μεριά των κεντρικών τραπεζών των χωρών διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο έτσι, ώστε να ενισχύεται μακροχρόνια η ανταγωνιστικότητα και η πορεία της οικονομίας. Οι πολιτικές αυτές είναι: Υποτίμηση ή Ολίσθηση: είναι η μείωση της τιμής του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με τα ξένα έτσι, ώστε τα εγχώρια προϊόντα να καθίστανται φθηνότερα έναντι των ξένων κάνοντάς τα πιο ανταγωνιστικά. Ανατίμηση ή υπερτίμηση: είναι η αύξηση της τιμής του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με τα ξένα έτσι, ώστε να μπορεί να αγοράσει μεγαλύτερες ποσότητες ξένου προϊόντος με το ίδιο κόστος. 12

Ονομαστική συναλλαγματική ισοτιμία: είναι η αξία μιας μονάδας εγχώριου νομίσματος αποδομένη σε τρέχουσες μονάδες ξένου νομίσματος, είναι δηλαδή η τιμή στην οποία μπορεί κανείς να ανταλλάξει ένα νόμισμα με κάποιο άλλο. Πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία: είναι ο λόγος των τιμών μεταξύ εγχώριων και αλλοδαπών προϊόντων, μεταφρασμένα σε μονάδες εγχώριου νομίσματος. Στην ουσία είναι η τιμή των αγαθών σε δυο χώρες εκφρασμένη σε κοινό νόμισμα. Αποτελεί μέτρο για την ανταγωνιστικότητα ενός κράτους. Οι διακυμάνσεις στην πραγματική ισοτιμία επιδρούν στην κατανομή των παραγωγικών πόρων και του πλούτου. 2.7 Ποσοτική Θεωρία Χρήματος Η ποσοτική θεωρία χρήματος αναφέρεται στη μεταβολή του επιπέδου των τιμών μιας οικονομίας που προκαλείται από τη μεταβολή στην προσφορά του χρήματος. Η σχέση αυτή περιγράφεται από τον τύπο: Μ*V = P*Q όπου: Μ = η ποσότητα του χρήματος σε μια οικονομία V = η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος Ρ = το επίπεδο τιμών Q = το επίπεδο παραγωγής Σύμφωνα με την απλή εκδοχή της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος, αν υποθέσουμε ότι το Q καιv βραχυχρόνια είναι σταθερά, τότε μια αύξηση του Μ θα οδηγήσει σε αύξηση του Ρ. Η ποσοτική θεωρία αποτελεί την πρώτη θεωρία μακροοικονομικής σταθερότητας και από την πρώτη στιγμή της διατύπωσής της (Ricardo 1819) σκοπός ήταν να ερμηνεύσει τον τρόπο με τον οποίο η ποσότητα του χρήματος επηρεάζει το γενικό επίπεδο των τιμών. Όπως θα εξηγήσουμε στο επόμενο κεφάλαιο, όλες οι θεωρίες του διεθνούς εμπορίου που βασίζονται στην αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, άμεσα ή έμμεσα, στηρίζονται πάνω στην ποσοτική θεωρία του χρήματος για να εξαγάγουν τα συμπεράσματα και τις προτάσεις πολιτικής τους. Αυτό καθιστά προβληματική την 13

εγκυρότητα των συμπερασμάτων και προτάσεων πολιτικής των προσεγγίσεων αυτών σε περίπτωση που η ποσοτική θεωρία του χρήματος δεν ισχύει. Πράγματι, στην αντίστοιχη βιβλιογραφία, την οποία δεν αναφέρουμε γιατί δεν αφορά άμεσα την παρούσα εργασία, υπάρχουν πολλές μελέτες που θέτουν σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο σε αμφισβήτηση την ισχύ της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος. 2.8 Προσδιοριστικοί Παράγοντες Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Στη βιβλιογραφία αναφέρονται διάφοροι προσδιοριστικοί παράγοντες των συναλλαγματικών ισοτιμιών που τους παρουσιάζουμε στη συνέχεια της ενότητας αυτής, ενώ στο Κεφάλαιο 4 αναλύονται μέσα στο πλαίσιο των διάφορων υποδειγμάτων που έχουν παρουσιαστεί στην αντίστοιχη βιβλιογραφία. Ένας από τους κυριότερους λόγους που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι επηρεάζει καθοριστικά τη συναλλαγματική ισοτιμία είναι ο νόμος της αγοράς, δηλαδή οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης του συγκεκριμένου νομίσματος, οι οποίες διαμορφώνονται και επηρεάζουν ανάλογα τις προσδοκίες του κοινού και τις παρατηρούμενες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις κάθε οικονομίας. Επίσης, βασικό ρόλο στον καθορισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών παίζουν και τα μακροοικονομικά μεγέθη μιας οικονομίας τα οποία όμως σύμφωνα με τους Meese and Rogoff (1983) προσφέρουν μειωμένη δυνατότητα πρόβλεψης βραχυχρόνια, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι προσφέρουν δυνατότητα πρόβλεψης στη μακροχρόνια περίοδο. Ως μακροχρόνιοι παράγοντες που προσδιορίζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες στις κύριες μελέτες αναφέρονται τα επιτόκια, η προσφορά και η ζήτηση χρήματος, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, το ισοζύγιο πληρωμών, κ.ά. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε εν συντομία πώς κάποιοι συγκεκριμένοι παράγοντες επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά τη συναλλαγματική αξία-ισοτιμία ενός νομίσματος: Πληθωρισμός. Αν αναμένεται αύξηση του πληθωρισμού, η ζήτηση για το εγχώριο νόμισμα θα μειωθεί με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί το εγχώριο νόμισμα. Σε περίπτωση μείωσής του αναμένεται το αντίθετο. 14

Ισοζύγιο πληρωμών. 7 Αν είναι θετικό, δηλαδή πλεονασματικό, η χώρα πραγματοποιεί εισροή ξένου χρηματικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα την ανατίμηση του νομίσματος της. Αν το ισοζύγιο είναι αρνητικό, δηλαδή ελλειμματικό, η χώρα υφίσταται εκροή χρηματικού κεφαλαίου με αποτέλεσμα την υποτίμηση του νομίσματός της. Τρόποι δράσης και πολιτικές κράτους κεντρική τράπεζα. Οι κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν συναλλαγματικές πολιτικές (αγοροπωλησία συναλλάγματος) με κύριο σκοπό την εξισορρόπηση της τιμής του νομίσματος της χώρας τους στη διεθνή αγορά. Ανακοινώσεις κεντρικών τραπεζών/ πληροφορίες. Πρέπει να τονιστεί ότι πολλές φορές μια πληροφορία σχετικά με τα μακροοικονομικά μεγέθη μπορεί να έχει διαφορετικό αντίκτυπο στη συναλλαγματική ισοτιμία ανάλογα με την περίοδο που κοινοποιείται και τις επικρατούσες συνθήκες. Ιδιαίτερη σημασία έχει η ερμηνεία που θα δώσει η αγορά στις ανακοινώσεις αυτές. Οι προσδοκίες του αγοραστικού και του επενδυτικού κοινού. Η άνοδος ή η πτώση της αξίας ενός νομίσματος επηρεάζεται από τις εμπορικές, τις επενδυτικές και κυρίως τις κερδοσκοπικές κινήσεις του κοινού, οι οποίες ανάλογα με τις προσδοκίες επηρεάζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία. Κοινωνικοπολιτικές - οικονομικές συνθήκες. Οι παράγοντες αυτοί είναι ικανοί να προκαλέσουν αύξηση στη ζήτηση για συναλλαγές και ξένο νόμισμα οδηγώντας στην πτώση της αξίας του εγχώριου νομίσματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συναλλαγματική ισοτιμία δεν επηρεάζεται μόνο με την παρούσα κατάσταση των μακροοικονομικών μεγεθών μιας χώρας αλλά κυρίως με την αναμενόμενη μελλοντική τους εξέλιξη. Επιπλέον, κάθε περίπτωση είναι μοναδική και η διάρκεια που θα έχει η όποια μεταβολή στα μακροοικονομικά μεγέθη προσδιορίζει τις μελλοντικές κινήσεις των εμπλεκομένων. Επιπλέον, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες υφίστανται διακυμάνσεις ακόμα και ανά 7 Το ισοζύγιο πληρωμών μιας χώρας περιλαμβάνει τις οικονομικές συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν σε ορισμένο διάστημα, μεταξύ της ίδιας και των άλλων χωρών καθώς και το ισοζύγιο κίνησης κεφαλαίων. 15

μέρα, οι οποίες οφείλονται συνήθως σε πρόσκαιρα ή απρόσμενα γεγονότα, όπως η ξαφνική μαζική εισαγωγή ή εξαγωγή αγαθών. 2.9 Κατηγορίες Συναλλαγματικών Ισοτιμιών Στη βιβλιογραφία (Krugman et al., 2012) συναντάμε τρία είδη συναλλαγματικής ισοτιμίας: Ισοτιμία όψης ή τρέχουσα ισοτιμία: που ορίζεται ως η τιμή με την οποία γίνεται η ανταλλαγή των καταθέσεων δύο νομισματικών μονάδων. Εξαρτάται κατά βάση από το νόμο της αγοράς, δηλαδή την προσφορά και τη ζήτηση η οποία παρουσιάζεται στις εμπορικές τράπεζες και τις πολύ εξειδικευμένες χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Προθεσμιακή ισοτιμία: μεγάλο μέρος της αγοράς αφορά την αγοροπωλησία ξένου συναλλάγματος η οποία γίνεται κυρίως μέσω μελλοντικών συμβολαίων. Η ισοτιμία που αφορά τη διαδικασία αυτή ονομάζεται προθεσμιακή. Σταυροειδής ισοτιμία: όταν ένα νόμισμα ανταλλάσσεται με δύο, τότε η ισοτιμία αυτή ονομάζεται σταυροειδής. Πιο απλουστευμένα, η σταυροειδής ισοτιμία είναι η ισοτιμία δυο νομισμάτων της οποίας ο υπολογισμός γίνεται με βάση την ισοτιμία που έχουν με ένα ισχυρό νόμισμα. Συνήθως, το τρίτο νόμισμα που χρησιμοποιείται για τη σταυροειδή ισοτιμία είναι το αμερικάνικο δολάριο. Τα ισχυρά αυτά νομίσματα χρησιμοποιούνται κυρίως γιατί τα λιγότερα ισχυρά νομίσματα συχνά εκφράζονται έναντι δολαρίου, ευρώ ή ιαπωνικού γεν. Η ονομασία σταυροειδής ισοτιμία οφείλεται στη διαδικασία υπολογισμού της ισοτιμίας καθώς διασταυρώνεται η τιμή πώλησης του δολαρίου έναντι των δύο άλλων νομισμάτων. Για παράδειγμα εάν ένα ευρώ έχει αξία δύο δολαρίων και ένα δολάριο έχει αξία δύο ιαπωνικών γεν, μέσω τις σταυροειδής ισοτιμίας γίνεται κατανοητό ότι ένα ευρώ μπορεί να αγοράσει τέσσερα ιαπωνικά γεν. Επιπλέον εάν ένας ενδιαφερόμενος θέλει να αγοράσει ευρώ και κατέχει για παράδειγμα στερλίνες θα πρέπει πρώτα να αγοράσει δολάρια έναντι στερλινών και στη συνέχεια με το δολάριο να αγοράσει ευρώ. 2.10 Συναλλαγματικός Κίνδυνος Ως συναλλαγματικός κίνδυνος ορίζεται ο κίνδυνος απωλειών από δυσμενή μεταβολή συναλλαγματικών ισοτιμιών και συναντάται κυρίως στα πλαίσια επενδυτικών ή κερδοσκοπικών 16

κινήσεων. Οι πιθανές μεταβολές και ποσοτικές διαφορές είναι μέρος του κινδύνου που διέπει τις συναλλαγματικές αγορές. Η ανασφάλεια, η έλλειψη σχετικής σταθερότητας και το μεγάλο ρίσκο άλλωστε, είναι οι βασικοί ανασταλτικοί παράγοντες για την εμπορική δραστηριότητα. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι αν οι συναλλαγματικές ισοτιμίες προσδιοριζόταν ελεύθερα χωρίς καμία παρεμβατική κίνηση, οι επιπτώσεις στο εμπόριο και τις επενδύσεις διεθνώς θα ήταν ανεξέλεγκτες και κυρίως τα αποτελέσματα θα ήταν άγνωστα. Το επίπεδο του συναλλαγματικού κινδύνου ορίζεται στη βιβλιογραφία συνήθως ως η τιμή που εξισώνει την εγχώρια ζήτηση συναλλάγματος για προϊόντα ή υπηρεσίες των αλλοδαπών χωρών με την προσφερόμενη ποσότητα συναλλάγματος από την αλλοδαπή χώρα. Εκτός από τον συναλλαγματικό κίνδυνο υπάρχουν και άλλα είδη κινδύνου που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία. Κάποιοι από αυτούς είναι 8 : Συστηματικός επενδυτικός κίνδυνος είναι ο κίνδυνος που οφείλεται σε απρόσμενες εξελίξεις στο μακροοικονομικό περιβάλλον μιας επένδυσης, με αποτέλεσμα η όποια πρόβλεψή του να είναι δύσκολη, π.χ. μια απρόσμενη νομοθετική ρύθμιση ή μια πολεμική σύρραξη. Μη συστηματικός κίνδυνος ονομάζεται ο κίνδυνος που δύναται να μετρηθεί και άρα είναι διαχειρήσιμος με την εφαρμογή τεχνικών διαχείρισης κινδύνου. Ο επιχειρηματικός κίνδυνος είναι συνδεδεμένος με την ίδια την έννοια της επιχειρηματικότητας και αφορά τόσο ενδογενείς όσο και εξωγενείς παράγοντες που επηρεάζουν μια επιχείρηση. Ο κίνδυνος της αγοράς είναι ο κίνδυνος που προέρχεται από την απότομη μεταβολή των τιμών στις διεθνείς ή τοπικές αγορές. 8 http://www.capitalinvest.gr/info.php?category_id=42&product_id=274 17

Ο πιστωτικός κίνδυνος περιλαμβάνεται σε όλες τις συναλλαγές που εμπεριέχουν μελλοντικές πληρωμές και αφορά το ενδεχόμενο αθέτησης μιας προσυμφωνημένης συναλλαγής. Ο κίνδυνος ρευστότητας αφορά την αδυναμία ρευστοποίησης μιας επένδυσης και κατά συνέπεια την αδυναμία συγκέντρωσης ρευστότητας. Ο κίνδυνος επιτοκίου αφορά την μείωση της αξίας μιας επένδυσης στο μέλλον εξαιτίας μιας ενδεχόμενης ανόδου των επιτοκίων. Ο χρηματοοικονομικός κίνδυνος περιλαμβάνει τους κινδύνους που προέρχονται από την χρηματοδότηση μιας επένδυσης με ξένα κεφάλαια. Ο πολιτικός κίνδυνος εμπεριέχεται σε απότομες μεταβολές κυρίως νομοθετικού χαρακτήρα που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα ή έμμεσα μια επένδυση. Ο συστημικός κίνδυνος αφορά τον κίνδυνο κατάρρευσης ενός οικονομικού συστήματος. Αναφέρεται σε κάθε οικονομία ξεχωριστά αλλά καθώς οι αγορές είναι πλέον πλήρως παγκοσμιοποιημένες και λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία είναι πολύ εύκολο η κατάρρευση μιας χώρας να εξαπλωθεί τάχιστα σε όλον τον κόσμο. Ο συστημικός κίνδυνος είναι αρκετά δύσκολο να επαληθευθεί, όταν όμως επαληθεύεται τα αποτελέσματα του είναι συνήθως καταστροφικά και μπορούν να οδηγήσουν ακόμα στην απώλεια όλου του αρχικού κεφαλαίου ενός επενδυτή. Προκειμένου να διεξάγονται ομαλά οι διακρατικές συναλλαγές είναι επιτακτική η ανάγκη για σχετική ισορροπία στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Για τον λόγο αυτόν έχει διαμορφωθεί από τα εμπλεκόμενα κράτη ένα φάσμα κανόνων που προσπαθούν να εμποδίσουν τις απότομες αλλαγές στις ισοτιμίες. Μια σύγκριση των προσδιοριστικών παραγόντων που έχουν αναφερθεί στην ενότητα 2.4 με τους κινδύνους που αναλύθηκαν στην παρούσα ενότητα φανερώνει τον στενό και άμεσο τρόπο με τον οποίο συνδέονται. Η πληθώρα αυτή των κινδύνων και των αστάθμητων παραγόντων που άμεσα ή έμμεσα επηρεάζουν τη συναλλαγματική ισοτιμία μπορεί να είναι μια από τις αιτίες αδυναμίας προσδιορισμού των 18

βραχυχρόνιων προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών που συναντάμε στη βιβλιογραφία. Από την άλλη η αναφορά τους είναι απαραίτητη αφού αυτοί οι απρόβλεπτοι παράγοντες καταγράφουν τους κινδύνους μέσα στους οποίους λειτουργεί η παγκόσμια αγορά. 2.11 Συμπεράσματα Στο κεφάλαιο αυτό αναφέραμε εν συντομία μερικούς από τους βασικούς ορισμούς και έννοιες που συναντάμε στην ανάλυση και παρουσίαση των προσδιοριστικών παραγόντων των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Στην αρχή ορίσαμε τι είναι συνάλλαγμα και στη συνέχεια δώσαμε τον ορισμό της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Προχωρήσαμε σε μια σύντομη ιστορική αναδρομή των διάφορων νομισματικών συστημάτων που συναντώνται τον τελευταίο αιώνα και καταλήξαμε στο σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών που λειτουργεί μετά την κατάρρευση της συνθήκης του Bretton Woods. Στη συνέχεια αναφέραμε τις πολιτικές των συναλλαγματικών ισοτιμιών που ακολουθούν οι χώρες στην προσπάθεια τους να ενδυναμώσουν και να θωρακίσουν τις οικονομίες τους στον διεθνή ανταγωνισμό. Το κεφάλαιο τελειώνει με επιγραμματικές αναφορές στους προσδιοριστικούς παράγοντες των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους συναλλαγματικούς κινδύνους. Στο επόμενο κεφάλαιο αναφερόμαστε διεξοδικά στα διάφορα υποδείγματα και θεωρίες διεθνούς εμπορίου με σκοπό να εντοπίσουμε τα θεωρητικά και εμπειρικά πλεονεκτήματα καθώς και τις αδυναμίες αυτών. 19

3 Θεωρίες Εμπορίου: Συγκριτικό και Απόλυτο Πλεονέκτημα 3.1 Εισαγωγή Είναι κοινώς αποδεκτό ότι το διεθνές εμπόριο είναι επωφελές για τις χώρες: για παράδειγμα κανένας δεν θα έλεγε ότι η Νορβηγία θα έπρεπε να παράγει πορτοκάλια. (Krugman and Obstfeld, 2009) Αυτή η αντίληψη, που τόσο εύλογα διατυπώνεται από τους παραπάνω συγγραφείς, διαπερνά όλη τη φιλοσοφία πάνω στην οποία βασίζονται οι σύγχρονες θεωρίες εμπορίου. Tο πιο σημαντικό επιχείρημα που συναντάμε στα διεθνή οικονομικά είναι ότι, το Διεθνές Εμπόριο δημιουργεί αμοιβαία επωφελείς συνθήκες για τις εμπλεκόμενες χώρες. Δηλαδή, οι χώρες-εταίροι πωλούν αγαθά και υπηρεσίες η μια προς την άλλη και οι ανταλλαγές αυτές έχουν σχεδόν πάντα αμοιβαίο όφελος. Η αντίληψη αυτή για το διεθνές εμπόριο σιωπηρά αποδέχεται ότι στο ελεύθερο εμπόριο οι ανταλλασσόμενες αξίες είναι ίσες, με αποτέλεσμα η συναλλαγή που γίνεται με ελεύθερο πνεύμα να είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά εξίσου επωφελής για τους εμπλεκόμενους. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι πάντα υπήρχαν φωνές που διατύπωναν σκεπτικισμό για το πόσο τελικά επωφελές είναι το Διεθνές Εμπόριο (ΔΕ) για όλες τις εμπλεκόμενες χώρες-έθνη. Στη σχετική βιβλιογραφία συναντάμε ένα ευρύ φάσμα επιχειρημάτων σύμφωνα με τα οποία διαμορφώνονται οι συνθήκες το αν και κατά πόσο το διεθνές εμπόριο είναι τελικά αμοιβαία επωφελές για τις εμπλεκόμενες χώρες. Για παράδειγμα, το επιχείρημα υπέρ του προστατευτισμού διαισθητικά αντιλαμβάνεται πιθανόν την μη ισότιμη ανταλλαγή με αποτέλεσμα να διατείνεται ότι το 20

εμπόριο είναι επιβλαβές αν υπάρχουν μεγάλες διαφορές στην παραγωγικότητα, την τεχνολογία ή στο κόστος εργασίας μεταξύ των χωρών. Για παράδειγμα, οι επιχειρήσεις σε λιγότερο τεχνολογικά ανεπτυγμένες χώρες, συχνά ανησυχούν ότι το άνοιγμα των οικονομιών τους στο διεθνές εμπόριο θα οδηγήσει στην καταστροφή τους, αφού δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των τεχνολογικά αναπτυγμένων χωρών. Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις σε τεχνολογικά προηγμένες οικονομίες, όπου οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν σχετικά υψηλότερους μισθούς συχνά φοβούνται ότι οι συναλλαγές με λιγότερο προηγμένες χώρες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από χαμηλότερο εργατικό κόστος, έχουν πλεονέκτημα κόστους στην αγορά. Μια προσεκτική ανάγνωση των θεωριών ΔΕ που έχουν διατυπωθεί μέσα στα χρόνια αποκαλύπτει ότι δύο είναι οι βασικοί πυλώνες των διάφορων προσεγγίσεων του, οι οποίες έχουν θεμελιωθεί από την απαρχή της οικονομικής επιστήμης. Ο Adam Smith (1776) διατύπωσε την αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος(απ) ενώ ο Ricardo (1819) διατύπωσε τη βασική αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος (ΣΠ). Και οι δυο, Smith και Ricardo, αποδέχονται τη θεωρία του απόλυτου πλεονεκτήματος για το εγχώριο εμπόριο, ενώ όταν μεταφέρεται η ανάλυση στο διεθνές επίπεδο, ο Smith συνεχίζει να βασίζει την ανάλυσή του στο απόλυτο πλεονέκτημα, ενώ ο Ricardo υιοθετεί το επιχείρημα του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Εν συντομία, σύμφωνα με το επιχείρημα του ΑΠ μια χώρα θα πρέπει να συναλλάσσεται με τους τομείς εκείνους στους οποίους έχει, σε απόλυτους όρους, τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα, ενώ σύμφωνα με το επιχείρημα του ΣΠ μια χώρα θα πρέπει να συναλλάσσεται με τους τομείς εκείνους στους οποίους έχει, σε σχετικούς όρους, τη μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Η εξέλιξη αυτού που σήμερα αναγνωρίζεται ως θεωρία ΔΕ θεμελιώθηκε από τους δυο αυτούς πρωτοπόρους κλασικούς οικονομολόγους οι οποίοι, παρά τις διαφορές τους σχετικά με την αρχή που διέπει το εγχώριο και το διεθνές εμπόριο, μοιράζονται την κοινή πεποίθηση ότι το εμπόριο είναι προς όφελος των εταίρων που συμμετέχουν διότι προωθεί την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση, και βελτιώνει την κοινωνική ευημερία. Παρόμοια αντίληψη συμμερίζονται οι σύγχρονες θεωρίες εμπορίου, και για αυτόν το λόγο στην αντίστοιχη βιβλιογραφία παρατηρούμε ότι οι τρέχουσες εμπορικές προτάσεις περιλαμβάνουν πολιτικές ενίσχυσης του ΔΕ. Σήμερα, η θεωρία του εμπορίου σε όλες τις εκδοχές της -παραδοσιακή (ρικαρδιανή), νεοκλασική (Heckscher- Ohlin-Samuelson) και νεο-ρικαρδιανή (Sraffa) - υποθέτει ότι η αρχή του απόλυτου πλεονεκτήματος ρυθμίζει αποκλειστικά 21

το εγχώριο εμπόριο, ενώ η αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος καθορίζει τους όρους του διεθνούς εμπορίου. Στο πλαίσιο αυτό έχουν δημιουργηθεί αρκετοί μύθοι κάποιοι από τους οποίους είναι ότι το ΔΕ συμβάλλει στη μεγέθυνση και προωθεί τις επενδύσεις, τις ελεύθερες αγορές, την κατανάλωση, την επένδυση, και τις κοινωνικές λειτουργίες που βελτιώνουν τις συνθήκες για ανάπτυξη. Οι υπερασπιστές της επικρατούσας θεωρίας του εμπορίου υποστηρίζουν ότι είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι σήμερα οι πλούσιες χώρες βασίζονται στη λειτουργία της αγοράς και αναπτύσσονται εντός και μέσω αυτής. Εν κατακλείδι, ισχυρίζονται ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι προς το συμφέρον των συναλλασσόμενων χωρών, δεδομένου ότι μειώνει τη φτώχεια μέσω της ενίσχυσης της οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης (Winters 2004). Ακριβώς το αντίθετο υποστηρίζεται από πολλούς άλλους συγγραφείς (Bliss 1989,Weeks 2001, Deraniyagala and Fine2001, Dunkley 2004, Shaikh 2007, Seretis andtsaliki 2012, 2015), οι οποίοι αποδεικνύουν ότι τα επιχειρήματα περί ελεύθερου ΔΕ βασίζονται πάνω σε αδύναμη θεωρητική βάση, ενώ εμπειρικά εύκολα καταρρίπτονται. Σύμφωνα με τους παραπάνω αναλυτές, η παραδοσιακή προσέγγιση στο ελεύθερο εμπόριο στηρίζεται σε υποθέσεις οι οποίες δεν ανταποκρίνονται ακόμη και για τις πλούσιες χώρες της δύσης, οι οποίες ενίοτε επιβάλλουν προστατευτισμό και κρατική παρέμβαση προς τα νέα αναπτυσσόμενα κράτη της Ασίας. Πράγματι, οι χώρες αυτές στην απαρχή τους βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός προστατευτικού «πλέγματος» προς όφελος των νηπιακών τους βιομηχανικών κλάδων με σκοπό να τους ενισχύσουν έτσι, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν στον διεθνή ανταγωνισμό (Agosin and Tussie 1993, Rodrik 2001, Stiglitz 2002, Chang 2007). Επίσης, τα εμπειρικά δεδομένα ενισχύουν την άποψη ότι η απελευθέρωση του εμπορίου έχει οδηγήσει σε μεγαλύτερη αύξηση της παγκόσμιας ανισότητας, ενώ παρατηρούνται επαναλαμβανόμενες χρηματοοικονομικές κρίσεις που πλήττουν σημαντικά, κατά κύριο λόγο, τις φτωχές χώρες. Από τη σύντομη αυτήν εισαγωγή διαπιστώνεται ότι υπάρχει ανάγκη για μια ενδελεχή επανεξέταση ορισμένων βασικών αντιλήψεων σχετικά με τη θεωρία εμπορίου και τις προτεινόμενες εμπορικές πολιτικές (Chang 2007). Εν τω μεταξύ, σημαντικές αλλαγές έχουν επέλθει στον κόσμο και υπάρχει μια σημαντική διαφωνία ως προς το τι αυτές οι αλλαγές είναι και ποιες οι συνέπειές τους στις 22

οικονομίες και τις κοινωνίες. Ο Sen (2010) επισημαίνει ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ότι υπάρχουν καθολικές απαντήσεις για όλες τις χώρες και για κάθε στιγμή. Στη συνέχεια του κεφαλαίου, παραθέτουμε τα βασικά χαρακτηριστικά των δυο αυτών προσεγγίσεων του ΔΕ και στη συνέχεια επιχειρούμε μια συγκριτική ανάλυση στην προσπάθεια μας να καταγράψουμε τις θετικές τους πλευρές αλλά και τις αδυναμίες τους. Ο λόγος που γίνεται αυτή η παρουσίαση είναι ότι η θεωρίες εμπορίου άμεσα συνδέονται με τη θεωρία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Όπως θα επισημάνουμε στη συνέχεια, μέσα στα πλαίσια της θεωρίας εμπορίου που βασίζεται στην ανάλυση του συγκριτικού πλεονεκτήματος, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και κατ επέκταση το ΔΕ αφορούν κατά κύριο λόγο νομισματικά μεγέθη (π.χ., επιτόκιο, πληθωρισμό, ποσότητα χρήματος, κ.ά.), ενώ μέσα στα πλαίσια της θεωρίας εμπορίου που βασίζεται στην ανάλυση του απόλυτου πλεονεκτήματος, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες συνδέονται με μεγέθη όπως το κόστος εργασίας, η παραγωγικότητα της εργασίας, η τεχνολογία, κλπ. Στο τέλος του κεφαλαίου αυτού παραθέτουμε τα συμπεράσματα μας. 3.2 Συγκριτικό Πλεονέκτημα Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο Ricardo είναι ο πρώτος οικονομολόγος που βάσισε τη θεωρία του για το ΔΕ στην αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, σύμφωνα με την οποία κάθε χώρα θα κερδίσει από το εμπόριο αν εξάγει προϊόντα τα οποία παράγει συγκριτικά φθηνότερα. Πιο συγκεκριμένα το απλό ρικαρδιανό υπόδειγμα του συγκριτικού πλεονεκτήματος βασίζεται στις ακόλουθες υποθέσεις: Υπάρχουν δύο χώρες Παράγονται μόνο δύο αγαθά Υπάρχει μόνο ένας παραγωγικός συντελεστής, η εργασία Δεν υπάρχει καμία κρατική παρέμβαση Η εργασία δεν έχει την ίδια παραγωγικότητα και στις δυο χώρες Η εργασία μπορεί να μετακινηθεί από την παραγωγή του ενός προϊόντος στην παραγωγή του αλλού χωρίς να υπάρχει κόστος Με βάσει τις παραπάνω υποθέσεις, το κύριο επιχείρημα του συγκριτικού πλεονεκτήματος του Ricardo που προκύπτει είναι ότι οι χώρες που εμπλέκονται σε διεθνείς συναλλαγές θα εξάγουν τα προϊόντα που παράγουν σχετικά φθηνότερα και θα εισάγουν τα προϊόντα τα οποία παράγονται 23

σχετικά φθηνότερα από την άλλη χώρα. Η βάση της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος στηρίζεται στο ότι κάθε χώρα έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι στην άλλη, δηλαδή χαμηλότερο κόστος ευκαιρίας, φθηνότερη εργασία ή μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Με αποτέλεσμα το ρικαρδιανο μοντέλο να προβλέπει μια πλήρη εξειδίκευση στην παραγωγή ενός προϊόντος. Η προέκταση του απλού ρικαρδιανού υποδείγματος στη βιβλιογραφία είναι γνωστή ως το υπόδειγμα ΔΕ των Heckscher Οhlin Samuelson (HOS). Το νεοκλασικό αυτό υπόδειγμα του ΔΕ υποστηρίζει ότι όλες οι χώρες έχοντας τη δυνατότητα χρήσης παρόμοιας τεχνολογίας λαμβάνουν μέρος στο ελεύθερο ΔΕ επειδή δεν έχουν τα ίδια πλεονάσματα σε πόρους ή έχουν διαφορετικούς πόρους (Jones 2000). Για αυτόν το λόγο κάθε χώρα ειδικεύεται στην παραγωγή προϊόντων τα οποία παράγει σχετικά πιο εύκολα είτε εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης είτε εξαιτίας των φυσικών της πόρων. Για παράδειγμα, αν μια από τις εμπλεκόμενες χώρες έχει αφθονία στον παραγωγικό συντελεστή εργασία, η οικονομία της χώρας θα στραφεί στην παραγωγή προϊόντων έντασης εργασίας. Αντίθετα, αν έχει αφθονία στον παραγωγικό συντελεστή κεφάλαιο, η οικονομία της χώρας θα στραφεί στην παραγωγή προϊόντων έντασης κεφαλαίου. 9 Ως εκ τούτου, είτε οι διαφορές στον τομέα της τεχνολογίας (ρικαρδιανό υπόδειγμα) ή οι διαφορές στη σχετική αφθονία των συντελεστών παραγωγής (υπόδειγμα HOS) δημιουργούν συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία επηρεάζουν και διαμορφώνουν το ΔΕ. Συνεπώς, η θεωρία του ΔΕ με βάση το HOS υπόδειγμα επεκτείνει την απλή ρικαρδιανή θεωρία εμπορίου στα πλαίσια της νεοκλασικής θεωρίας της οικονομίας και θέτει τρεις επιπλέον όρους υπό την μορφή ισχυρισμών: 1. Ο πρώτος ισχυρισμός επισημαίνει ότι σε περίπτωση ύπαρξης ελλειμματικού εμπορικού ισοζυγίου σε μια χώρα θα προκληθεί πτώση των τιμών εξαγωγής της σε σχέση με τις τιμές εισαγωγής της. 2. Ο δεύτερος ισχυρισμός υποστηρίζει ότι μια τέτοια μείωση των τιμών εξαγωγής θα αυξήσει τις εξαγωγές σε σχέση με τις εισαγωγές, με αποτέλεσμα να βελτιώσει το εμπορικό ισοζύγιο, 9 Το παράδοξο του Leontief θέτει σε αμφισβήτηση το επιχείρημα αυτό. Πράγματι, ο Leontief (1956) στη μελέτη του για την οικονομία των ΗΠΑ βρίσκει ότι ενώ η οικονομία αυτή χαρακτηρίζεται έντασης κεφαλαίου αντί να εξάγει προϊόντα έντασης κεφαλαίου και να εισάγει προϊόντα έντασης εργασίας κάνει το αντίθετο. Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται και από σύγχρονες μελέτες (Paraskevopoulou et al., 2016) 24

υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική φυσική αναλογία των εξαγωγών προς τις εισαγωγές θα αυξηθεί περισσότερο από την πτώση των σχετικών τιμών. 3. Ο τρίτος ισχυρισμός δηλώνει ότι τη στιγμή που θα υπάρξει η ισορροπία στο εμπόριο κανένα έθνος δεν θα υποστεί απώλεια θέσεων εργασίας. Οι ισχυρισμοί αυτοί συνιστούν το πλαίσιο ανάλυσης της νεοκλασικής θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος του κόστους. Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, υποστηρίζεται ότι οι πολιτικές ελεύθερου εμπορίου ενισχύουν και βελτιστοποιούν την παγκόσμια κατανομή των πόρων, μεγιστοποιούν την ευημερία των καταναλωτών, αυξάνουν την παραγωγικότητα και προωθούν την οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη. Δηλαδή, οι υποστηρικτές της θεωρίας του συγκριτικού πλεονεκτήματος αναφέρουν ότι το ελεύθερο εμπόριο κάνει αυτόματα όλες τις οικονομίες εξίσου ανταγωνιστικές στη διεθνή σκηνή, ανεξάρτητα από τα επίπεδα ανάπτυξής τους. Η αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος επιβεβαιώνει ότι η οποιαδήποτε διαφορά στο εμπορικό ισοζύγιο εξαφανίζεται και επέρχεται ισορροπία στα εμπορικά ισοζύγια των χωρών με δεδομένο ότι η αγορά θα λειτουργεί ελεύθερα. Με άλλα λόγια, έχοντας δώσει επαρκή χρόνο και πίστη στο ελεύθερο εμπόριο και με προϋπόθεση ότι το ΔΕ παίζεται με ίσους όρους, η κάθε οικονομία θα οδηγηθεί σε ένα μεγαλύτερο σύνολο παραγωγής σε σχέση με την προηγούμενη της κατάσταση. Ενώ το υπόδειγμα HOS αρχικά έγινε αποδεκτό με ενθουσιασμό, σύντομα κλήθηκε να απαντήσει για τη θεωρητική και την εμπειρική προσέγγιση του. Υπό το πρίσμα των πολλών ελλείψεων σχεδόν αμέσως προέκυψαν ερωτήματα ως προς το πού η θεωρία δεν πάει καλά και ποια βήματα θα πρέπει να αναληφθούν προκειμένου να διορθωθεί (Shaikh, 2007). Σύμφωνα με τους Krugman and Obstfled (2009), το βασικό υπόδειγμα του Ricardo δεν λαμβάνει υπόψη τη διαφορετικότητα των πόρων που διαθέτει η κάθε χώρα, η οποία είναι μια από τις βασικές αιτίες για τη δημιουργία εμπορικών ροών. Κατά συνέπεια, το απλό αυτό υπόδειγμα δεν μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το λόγο που όμοιες χώρες αναπτύσσουν εμπορικές σχέσεις. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αυτών προέκυψαν οι νέες θεωρίες εμπορίου που επιχειρούν να ενσωματώσουν πολλά στοιχεία που σχετίζονται με τις ατέλειες της αγοράς όπως για παράδειγμα η στρατηγική συμπεριφορά (Linder 1961, Vernon 1966), η νέα βιομηχανική οικονομία (Posner 1961) και οι θεωρίες ενδογενούς ανάπτυξης. Ενώ δεν εγκαταλείπουν την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος, οι νέες αυτές θεωρίες εμπορίου εισάγουν άλλες διαστάσεις για να εξηγήσουν το ΔΕ, χωρίς όμως να έρχονται σε σύγκρουση με όλο το φάσμα 25