Αριθμός 3177/2007 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ (Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΔΦΟΡΝ 2008/1214, ΑΡΜ 2008/482, 1239, ΑΡΜ 2009/1274 ΝΟΒ 2008/435) Παρέμβαση. Ενώπιον της Ολομέλειας του ΣτΕ έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα, όταν τίθεται ζήτημα συνταγματικότητας διάταξης τυπικού νόμου, εφόσον υφίσταται έννομο συμφέρον και ο παρεμβαίνων είναι διάδικος ενώπιον άλλου διοικητικού δικαστηρίου, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα. Η παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, που ασκείται το πρώτον ενώπιον της Ολομέλειας, δεν θεωρείται παρέμβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997. Παραδεκτά ασκείται η παρέμβαση κατά το άρθρο 49 παρ. 1 του πδ 18/1989 υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης, με την οποία απορρίπτεται το αίτημα εγγραφής ασκουμένου στα οικεία βιβλία άλλου Συλλόγου. Αντίθετη μειοψηφία. Η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 5 του Κώδικα Δικηγόρων, με την οποία αποκλείεται η εγγραφή πτυχιούχου στα βιβλία ασκουμένων αν παρέλθει πενταετία από της λήψεως του πτυχίου, εισάγει απόλυτο περιορισμό που δεν είναι πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκομένου νομοθετικού σκοπού και αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 και 5 του Συντάγματος). Αντίθετη μειοψηφία. Με σημείωμα Ευαγγελίας Παπαδημητρίου στον ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟ 2008:485 και Γεωργίου Μάτσου στον ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟ 2008:1242. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Απριλίου 2007, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Α. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Χ. Ράμμος, Σ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Βιολάρης, Μ. Ε. Κωνσταντινίδου, Αθ. Καραμιχαλέλης, Α. Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σύμβουλοι, Π. Τσούκας, Ε. Σταυρουλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη. Για να δικάσει την από 18 Απριλίου 2001 αίτηση: του..., κατοίκου Κομοτηνής, οδός..., αρ...., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ι. Κοκλάδη (Α.Μ. 2027) που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Σινανίδη (Α.Μ. 7901), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, και κατά του παρεμβαίνοντος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Κ. Κουτσουλέλο (Α.Μ. 12191), που τον διόρισε με απόφασή του το Διοικητικό του Συμβούλιο. Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ` αριθμ. 2478/2006 παραπεμπτικής αποφάσεως του Γ` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην Εμβάθυνση στο Συνταγματικό Δίκαιο, Νομική Σχολή ΑΠΘ, Διδάσκουσα: Λίνα Παπαδοπούλου
απόφαση. Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ` αριθμ. 2/29.1.2001 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Γ. Ποταμιά. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο του παρεμβαίνοντος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών και τον πληρεξούσιο του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ` αριθμ. 2748998/2001 ειδικό έντυπο παραβόλου). 2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της υπ` αριθμ. 2/ 29 1 2001 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης, με την οποία απορρίφθηκε η από 17 8 2000 αίτηση του αιτούντος, συνταξιούχου Υποσμηναγού της Πολεμικής Αεροπορίας, να εγγραφεί στο βιβλίο ασκουμένων του Συλλόγου αυτού, επειδή, από την ημερομηνία αποφοιτήσεως (στις 11 12 1990) από τη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης μέχρι την ημερομηνία (17 8 2000) υποβολής της αιτήσεως εγγραφής στο βιβλίο ασκουμένων παρήλθε χρονικό διάστημα άνω των πέντε ετών και απεκλείετο, κατ` άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954, φ. Α, 235) η εγγραφή του στο βιβλίο ασκουμένων. 3. Επειδή, με την υπ` αριθμ. 2478/2006 απόφαση του Γ` Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατ` άρθρ. 100 παρ. 5 του Συντάγματος, την οποία προσέθεσε το ψήφισμα της 6 4 2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων, ως προς τον αποκλεισμό εγγραφής πτυχιούχου νομικού τμήματος ελληνικού Πανεπιστημίου ή αλλαδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την κτήση του πτυχίου του, προς την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδάφ. δ` του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του έτους 2001. 4. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε παραδεκτώς. 5. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2479/1997 (φ. Α, 67) ορίζεται ότι: «1α. Σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία, εν όψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση 2
φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος... β) Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδόμενη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν γ)...». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, όταν τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι. Απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού και έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δικαιολογείται μόνον όταν ο παρεμβαίνων είναι διάδικος ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα (πρβλ. ΑΕΔ 3, 4/2007). 6. Επειδή, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με το από 14 3 2007 δικόγραφο (αριθμ. καταθ. 285/14 3 2007) παρεμβαίνει υπέρ του κύρους της προσβαλλομένης πράξεως το πρώτον ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για να στηρίξει το έννομο συμφέρον του προβάλλει τους καταστατικούς του σκοπούς και ιδίως το άρθρο 199 του ν.δ/τος 3026/1954, από τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς του, απορρέει η υποχρέωσή του να μεριμνά για την αξιοπρέπεια και το σεβασμό των δικηγόρων, να προτείνει γνώμες και να εκφράζει απόψεις που αφορούν στη βελτίωση της νομοθεσίας, στην ερμηνεία και στην εφαρμογή της, να διατυπώνει παρατηρήσεις, ως προς την απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και για κάθε ζήτημα που ενδιαφέρει το δικηγορικό σώμα ή τα μέλη του συλλόγου. Εν προκειμένω, η ασκηθείσα από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών παρέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέμβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2479/1997, διότι ελλείπει μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διατάξεως αυτής, εφόσον ούτε από τον φάκελο προκύπτει, ούτε ο παρεμβαίνων Σύλλογος ισχυρίζεται ότι είναι διάδικος σε εκκρεμή δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου δικαστηρίου της Διοικητικής Δικαιοσύνης, στην οποία να έχει τεθεί το ζήτημα της συνταγματικότητας της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων (πρβλ. Ολομ. ΣΕ 3670/2006). 7. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 49 παρ. 1 του πρ. δ/τος 18/1989 (Α, 8) ορίζεται ότι, «1. Οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να παρέμβει στη δίκη επί αιτήσεως ακυρώσεως, μόνο για τη διατήρηση της ισχύος της προσβαλλόμενης πράξης». Εξάλλου, στο άρθρο 199 του Κώδικα περί Δικηγόρων ορίζεται ότι: «Εις τους Δικηγορικούς Συλλόγους και τα Διοικητικά Συμβούλια αυτών ανήκουσι: α) Η μέριμνα περί της εν γένει αξιοπρέπειας των Δικηγόρων και της απονομής παρά πάσης αρχής του προς αυτούς οφειλομένου σεβασμού κατά την ενάσκησιν του λειτουργήματος αυτών, β) η υποβολή προτάσεων και γνωμών αφορωσών εις την βελτίωσιν της νομοθεσίας εις την ερμηνείαν και την εφαρμογήν αυτής. γ) η διατύπωσις παρατηρήσεων και κρίσεων ως προς την απονομήν της δικαιοσύνης και δ) η 3
συζήτησις και η απόφασις περί παντός ζητήματος ενδιαφέροντος το Δικηγορικόν Σώμα ή τα μέλη του Συλλόγου ως τοιαύτα ή ως επαγγελματικήν τάξιν και επί παντός γενικωτέρου ζητήματος Εθνικού ή Κοινωνικού περιεχομένου». 8. Επειδή, ναι μεν ο δικηγόρος ασκεί, κατ` αρχήν, το λειτούργημά του στην περιφέρεια του Συλλόγου, του οποίου είναι μέλος (βλ. άρθρ. 44 του Κώδικα περί Δικηγόρων), έχει, όμως, σε ειδικώς οριζόμενες στο νόμο περιπτώσεις, και δικαίωμα παραστάσεως και ενεργείας διαδικαστικών πράξεων και εκτός της περιφέρειας του Συλλόγου του (βλ. άρθρο 56 του Κώδικα περί Δικηγόρων). Εν όψει τούτου και δεδομένου ότι η εγγραφή στα βιβλία ασκουμένων δικηγόρων ζητείται με τελικό σκοπό την κτήση της αδείας ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος, με έννομο συμφέρον παρεμβαίνει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών υπέρ του κύρους πράξεως, όπως η προσβαλλομένη, με την οποία απορρίπτεται αίτημα εγγραφής στα βιβλία ασκουμένων άλλου Δικηγορικού Συλλόγου. [Μειοψηφία] Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου του Δικαστηρίου, ως και των Συμβούλων Δ. Πετρούλια, Σ. Χαραλάμπους, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Χριστοφορίδου, Κ. Βιολάρη, Αθ. Καραμιχαλέλη, Γ. Ποταμιά, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλου, Γ. Τσιμέκα, Σ. Μαρκάτη, Σ. Παραμυθιώτη και Φ. Ντζίμα, προς την γνώμη των οποίων συνετάχθησαν οι Πάρεδροι, ναι μεν αναγνωρίζεται, κατ` αρχήν, στους Δικηγορικούς Συλλόγους έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ή παρεμβάσεως σε ατομικές ή κανονιστικές πράξεις, ενόψει του άρθρου 199 του Κώδικα περί Δικηγόρων, για τη συνδρομή όμως της δικονομικής αυτής προϋποθέσεως απαιτείται να υπάρχει κάποιος δεσμός μεταξύ προσβαλλόμενης πράξεως και Δικηγορικού Συλλόγου. Ετσι, ανάλογα με την περίπτωση, απαιτείται, από την αποδοχή ή απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως, να προκύπτει για τον αιτούντα ή παρεμβαίνοντα Δικηγορικό Σύλλογο ωφέλεια ή βλάβη. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης αφορά μόνο στον εν λόγω Σύλλογο, στου οποίου την περιφέρεια θα ασκήσει το δικηγορικό λειτούργημα ο αιτών, ενδεχόμενη δε ακύρωση της αποφάσεως αυτής ουδόλως πρόκειται να βλάψει τα έννομα συμφέροντα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Για τον λόγο αυτό, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, η ασκηθείσα από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη. 9. Επειδή στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Εξ άλλου, στο άρθρο 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 723/1977 (φ. 300), προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι δικηγόρος διορίζεται «ο επιτυγχάνων εις εξέτασιν» και ότι δικαίωμα συμμετοχής στην εξέταση έχει αυτός που έχει αποκτήσει πτυχίο του νομικού τμήματος της νομικής σχολής ελληνικού ή αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς πανεπιστημίου, έχει συμπληρώσει πρακτική άσκηση δεκαοκτώ μηνών σε δικηγόρο και έχει ηλικία όχι ανώτερη των 35 ετών. 4
Ο ίδιος Κώδικας στο άρθρο 4, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 723/1977 και το άρθρο 24 παράγραφος 2 του ν. 1968/1991 (φ. 150), ορίζει τα ακόλουθα: «Ο πτυχιούχος οφείλει εντός εξαμήνου από της λήψεως του πτυχίου του να ζητήση την εγγραφήν του εις ειδικόν βιβλίον του Δικηγορικού Συλλόγου του τόπου ασκήσεως, προσάγων το πτυχίον αυτού ως και βεβαίωσιν του παρ` ω ήρξατο ασκούμενος δικηγόρου. Από της εγγραφής ταύτης λογίζεται αρξαμένη η άσκησις. Δεν μπορεί να γραφτεί στο ειδικό βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου αυτός που συμπλήρωσε το 33ο έτος της ηλικίας του, εκτός αν πρόκειται για τυφλούς που έχουν αναπηρία 100% ή για ομοεθνείς φυγάδες προερχόμενους από την Αλβανία για τους οποίους η εγγραφή επιτρέπεται μέχρι τη συμπλήρωση και του 45ου έτους. Η συμπλήρωσις λογίζεται επελθούσα την 31ην Δεκεμβρίου του αντιστοίχου έτους». Τέλος, στο άρθρο 5 του παραπάνω Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 723/1977, ορίζεται ότι: «1. Εκπρόθεσμος εγγραφή επιτρέπεται, κατ` εξαίρεσιν, δι` αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του Πειθαρχικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου και ιδίως ένεκα νόσου, στρατιωτικής υπηρεσίας, συνεχίσεως σπουδών εν τη αλλοδαπή και ετέρων δεδικαιολογημένων περιστάσεων. Η άσκησις ασυμβιβάστου εργασίας κατ` ουδεμίαν περίπτωσιν δύναται να θεωρηθή ως δεδικαιολογημένη περίστασις. 2. Παρελθούσης πενταετίας από της λήψεως του πτυχίου αποκλείεται εγγραφή πτυχιούχου εις τα βιβλία ασκουμένων». 10. Επειδή, στην έννοια της προσωπικής ελευθερίας και στην αρχή της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας του ατόμου, που κατοχυρώνονται από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται και η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως επαγγέλματος. Στην ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς, είτε με την μορφή αρνητικών όρων και απαγορεύσεων, είτε με την μορφή θετικών υποχρεώσεων προς ενέργεια, πριν από την επιλογή ή και κατά την άσκηση του επαγγέλματος. Οι όροι όμως και οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τον κοινό νομοθέτη για την επιλογή και την άσκηση του επαγγέλματος είναι συνταγματικά επιτρεπτοί όταν ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογούνται δε από αποχρώντες λόγους δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να είναι συναφείς προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος. Ειδικότερα, για το δικηγορικό λειτούργημα, που αποτελεί μεν ελευθέριο επάγγελμα, έχει, όμως, παράλληλα και τον χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος, που συνδέεται με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, η ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη, ως προς τους όρους εισόδου σε αυτό, πρέπει να υπαγορεύεται από κριτήρια και να καθιερώνει προϋποθέσεις που ανάγονται στην ηθική συγκρότηση, τις επιστημονικές και τις εν γένει διανοητικές ικανότητες του υποψηφίου, ώστε η λειτουργία της δικαιοσύνης να υπηρετείται από πρόσωπα με διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα και ηθική υπόσταση (ΣτΕ 413/1993 Ολομ.). 11. Επειδή, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συν/τος), οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού 5
δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι, σε σχέση προς αυτόν. Ειδικότερα, όταν ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά, όχι απλώς στην άσκηση, αλλά στην πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής ενός τέτοιου εξαιρετικού περιορισμού για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νόμο σκοπού (βλ. Ολομ. ΣΕ 3665/2005). Εν προκειμένω, ο επιδιωκόμενος από το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων σκοπός της μη αποξενώσεως του πτυχιούχου νομικού τμήματος και υποψηφίου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε κατά τη φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος (βλ. Εισηγ. Εκθεση του ν. 723/1977) αποτελεί νομοθετικό σκοπό δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί, κατ` αρχήν, την ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη. Δεν διαπιστώνεται όμως, κατά τρόπο εμφανή, η προσφορότητα της επιδίκου ρυθμίσεως, δηλαδή του απολύτου κωλύματος εγγραφής πτυχιούχου νομικού τμήματος στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την κτήση του πτυχίου του, ως προς την εξυπηρέτηση του νομοθετικού σκοπού της διασφαλίσεως εισόδου στη δικηγορία προσώπων με επιστημονική κατάρτιση και ικανότητα. Δοθέντος μάλιστα ότι ο προαναφερόμενος νομοθετικός σκοπός εξυπηρετείται ήδη από το προβλεπόμενο στον Κώδικα περί Δικηγόρων (βλ. άρθρα 6 επ., 13 επ., 19 επ.) στάδιο δεκαοκτάμηνης πρακτικής ασκήσεως του ασκουμένου δικηγόρου και την, εν συνεχεία, διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων σε νομικά μαθήματα. Ο δε διορισμός του ασκουμένου ως δικηγόρου εξαρτάται τελικώς από την επιτυχία του στις εν λόγω εξετάσεις. Εν όψει αυτών, ο επίμαχος απόλυτος περιορισμός δεν παρίσταται πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του επιδιωκόμενου νομοθετικού σκοπού και, επομένως, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 723/1977, αντίκειται, στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντ/τος), σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος, με την οποία προστατεύεται και η επαγγελματική ελευθερία. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω περιορισμός δεν είναι εφαρμοστέος. [Μειοψηφία] Κατά τη γνώμη όμως του Προέδρου, ως και των Συμβούλων Α. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλια, Α. Ράντου, Δ. Αλεξανδρή, Α. Καραμιχαλέλη και Γ. Τσιμέκα η ρύθμιση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων, η οποία αποβλέπει, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του ν. 723/1977, στην μη αποξένωση επί μακρό χρόνο του πτυχιούχου νομικού τμήματος και υποψήφιου δικηγόρου από τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις που απέκτησε κατά την φοίτησή του στο πανεπιστήμιο και οι οποίες είναι απαραίτητες όχι μόνο για την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, αλλά και για την πρακτική άσκηση του ασκουμένου δικηγόρου, αποτελεί συνταγματικώς επιτρεπτό περιορισμό του δικαιώματος επιλογής και ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος, που προστατεύει το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, εφ` όσον, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στην προηγούμενη σκέψη, ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται κατά 6
τρόπο γενικό και αντικειμενικό και υπαγορεύεται από κριτήρια που ανάγονται στην επιστημονική ικανότητα των υποψηφίων δικηγόρων και διασφαλίζουν την εξυπηρέτηση της λειτουργίας της δικαιοσύνης από πρόσωπα με επαρκή και διαπιστωμένη επιστημονική ικανότητα (βλ. ΣΕ 437/2001, 3924/2000, 3886/1998). Εξάλλου, κατά την αυτήν γνώμην, το προβλεπόμενο, κατά τα ανωτέρω, στάδιο της δεκαοκτάμηνης πρακτικής ασκήσεως του ασκουμένου δικηγόρου και η, εν συνεχεία, διαδικασία γραπτών και προφορικών εξετάσεων που προβλέπει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, έχουν ως αντικείμενο την πρακτική εφαρμογή του δικαίου, που δεν υποκαθιστά τις επιστημονικές γνώσεις που αποκτώνται με την λήψη του πτυχίου νομικής από το πανεπιστήμιο, από τις οποίες, κατά τα προαναφερθέντα, δεν πρέπει να αποξενωθεί ο διοριζόμενος ως δικηγόρος. 12. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του κώδικα περί Δικηγόρων, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του ν. 723/1977, με την οποία αποκλείεται η εγγραφή πτυχιούχου νομικού τμήματος ελληνικού ή αλλοδαπού αναγνωρισμένου ομοταγούς πανεπιστημίου στο βιβλίο ασκουμένων του οικείου δικηγορικού συλλόγου μετά την πάροδο πέντε (5) ετών από την κτήση του πτυχίου του, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντ/τος), σε συνδυασμό προς την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, προστατεύεται και η επαγγελματική ελευθερία και, ως εκ τούτου, η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα περί Δικηγόρων δεν είναι, για τον λόγο αυτό, εν προκειμένω εφαρμοστέα. 13. Επειδή, μετά την, κατά τα ανωτέρω, απόρριψη της παρεμβάσεως του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, η οποία ασκήθηκε κατ` εφαρμογή του άρθρου 1 του Ν. 2479/1997, ως και την επίλυση του ζητήματος, το οποίο παραπέμφθηκε, η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο Γ` Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας προς περαιτέρω εκδίκαση, κατ` άρθρο 14 παρ. 3 του πρ.δ/τος 18/1989. Διά ταύτα Απορρίπτει την ασκηθείσα παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, κατά το σκεπτικό. Επιλύει ζητήματα. Αναπέμπει την υπόθεση στο Γ` Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά το σκεπτικό. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 13 Ιουνίου 2007 Ο Πρόεδρος Η Γραμματέας Γ. Παναγιωτόπουλος Α. Τριάδη και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 8ης Νοεμβρίου 2007. Ο Πρόεδρος Ο Γραμματέας Γ. Παναγιωτόπουλος Β. Μανωλόπουλος 7