Ανάπηροι και Σεξουαλική Βία: Πρόληψη και Εκπαίδευση Δήμου Γιολάντα, Δρ. Ειδικής Παιδαγωγικής, Εκπαιδευτικός ΠΕ60 Περίληψη: Το παρόν άρθρο διαπραγματεύεται τις δυνατότητες πρόληψης και εκπαίδευσης σε σχέση με το φαινόμενο της σεξουαλικής βίας που ασκείται προς τους αναπήρους. Η σεξουαλική βία ορίζεται ως παράγωγο της άνισης σχέσης εξουσίας, δύναμης και κυριαρχίας ανάμεσα στους ανάπηρους και μη ανάπηρους. Καταγράφεται η έκταση του φαινομένου στο κοινωνικό πεδίο, καθώς και η αναγκαιότητα της έγκαιρης πρόληψης. Ακολούθως, αναλύονται οι τρόποι παρέμβασης στα κοινωνικά συστήματα και οι δυνατότητες εκπαίδευσης μέσω της εφαρμογής προγραμμάτων σπουδών. Τέλος, περιγράφονται ως υπόδειγμα οι αρχές και τα περιεχόμενα ενός προγράμματος παρέμβασης. Λέξεις-κλειδιά: σεξουαλική βία, ανάπηροι, πρόληψη 1. Εισαγωγή Η σεξουαλική βία (sexual violence) που ασκείται εναντίον των αναπήρων αποτελεί ένα εκτεταμένο φαινόμενο, το οποίο εξετάζεται ως κοινωνικό πρόβλημα στη διεθνή βιβλιογραφία (Sobsey, 1994), καθώς υφίσταται εξακολουθητικά σε όλα τα δυτικά κοινωνικά συστήματα και χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην αντιμετώπισή του, αλλά και κοινωνική ανοχή προς αυτό (Nosek et al., 2001). Αποτελεί ένα αποσιωπημένο και αθέατο φαινόμενο, το οποίο ωστόσο διαπερνά κάθε κοινωνικό σύστημα, κοινωνική τάξη και φυλετική ή εθνική ομάδα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού (Beck et al., 2012). Η αυξημένη σεξουαλική ευαλωτότητα (sexual vulnerability) των αναπήρων έχει τεκμηριωθεί ερευνητικά σε διεθνές επίπεδο και τα έγκυρα εμπειρικά δεδομένα δεν επιτρέπουν αμφιβολίες για την έκταση του προβλήματος και τη σοβαρότητά του (Hassouneh-Phillips & Curry, 2002 Randall, 1999 Sobsey, 1994). Ωστόσο, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο υποεκπροσωπείται στις έρευνες, καθώς η σεξουαλική βία που ασκείται είναι σημαντικά υψηλότερη από τις υπάρχουσες εκτιμήσεις (Fegert, et al., 2006 McCormack et al., 2005 Petersilia, 2001). Τα υπάρχοντα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν υψηλά ποσοστά (90%) αναπήρων και των δύο φύλων που έχουν δεχθεί σεξουαλική επίθεση μία φορά τουλάχιστον στη ζωή τους, ενώ υπολογίζεται ότι οι ανάπηροι παραβιάζονται σεξουαλικά 4 έως 10 φορές συχνότερα από μη ανάπηρους του ίδιου φύλου και της ίδιας ηλικίας (McCabe et al., 1994 Sobsey, 1994 UNICEF, 2005). Οι ανάπηροι και ιδιαίτερα οι γυναίκες πλήττονται συχνότερα, αλλά και με μεγαλύτερη ένταση και διάρκεια σε σχέση με μη ανάπηρους από βαρύτατες και ειδικές μορφές βίας που αποτελούν σοβαρότατη μορφή παραβίασης των σεξουαλικών δικαιωμάτων (Barile, 2002 Hassouneh-Phillips & Curry, 2002 Womendez & Schneidermann, 1991). Ο δράστες είναι κατά πλειοψηφία άνδρες (98%) και τα περιστατικά παραβίασης εμφανίζονται κυρίως στα πλαίσια παροχής υπηρεσιών προς τους αναπήρους, ενώ σε άλλους χώρους μειώνονται χωρίς να εξαφανίζονται (Sobsey, 1994). Η αναγκαιότητα της πρόληψης της σεξουαλικής βίας απορρέει από τα ανησυχητικά ποσοστά βίας, επιθετικότητας και εκμετάλλευσης που εντοπίζονται σε κάθε κοινωνικό σύστημα, από την υποχρέωση της διαφύλαξης και διατήρησης των δικαιωμάτων των αναπήρων σε σχέση με το σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό και αυτοκαθορισμό (sexual self-determination) και από τις προσπάθειες βελτίωσης της ποιότητας ζωής τους (Fegert, et al., 2006). Η ανάγκη ύπαρξης υπηρεσιών πρόληψης, αποκατάστασης και εκπαίδευσης, οι οποίες θα απευθύνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες των αναπήρων και των δύο φύλων υπογραμμίζεται στη βιβλιογραφία (Hassouneh-Phillips ISSN 1790-8574 1
& Curry, 2002 Lumley & Miltenberger, 1997 McGee et al., 2002 Muccigroso, 1991). Ωστόσο, οι διαθέσιμοι τρόποι παρέμβασης για την αντιμετώπιση του φαινομένου είναι περιορισμένοι παρά την ανάπτυξη, εφαρμογή, αξιολόγηση και βελτίωση προγραμμάτων πρόληψης (Allington-Smith et al., 2002). Επιπρόσθετα, η δυσκολία εντοπισμού των θυματοποιημένων αναπήρων, καθώς και η δυσκολία αναγνώρισης των συμπεριφορικών συμπτωμάτων από τις σεξουαλικές επιθέσεις δυσχεραίνουν την υποστήριξη και αποκατάσταση των θυμάτων (Tharinger et al., 1990). 2. Πρόληψη σεξουαλικής βίας Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα των αναπήρων (United Nations Convention on the Rights of Persons with Disabilities, 2008), στο Άρθρο 16 καταγράφεται η υποχρέωση ανάληψης των κατάλληλων νομικών, διοικητικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών μέτρων που θα διασφαλίζουν τα δικαιώματα των αναπήρων εναντίον κάθε μορφής εκμετάλλευσης, βίας και κακοποίησης (Article 16: Freedom from exploitation, violence and abuse). Επίσης, κατοχυρώνεται κάθε μορφή πρόληψης και υποστήριξης προς τους αναπήρους, τις οικογένειές τους και τους εκπαιδευτές τους, καθώς και η παροχή πληροφόρησης και εκπαίδευσης προκειμένου να εντοπιστούν και να καταγγελθούν περιστατικά εκμετάλλευσης, βίας και κακοποίησης. Ωστόσο, η θεσμοθέτηση των σεξουαλικών δικαιωμάτων των αναπήρων δεν αποτρέπει τις παραβιάσεις και τον τραυματισμό τους στο κοινωνικό πεδίο (Beck et al., 2012). Οι παράγοντες οι οποίοι αυξάνουν και ευνοούν τη σεξουαλική ευαλωτότητα των αναπήρων είναι σύνθετοι και αναφέρονται πρώτιστα σε πολιτισμικο-κοινωνικές διαστάσεις, θεσμοθετημένες αναπαραστάσεις και στη συνέχεια στο ατομικό επίπεδο (Sobsey, 1994). Η σεξουαλική βία που ασκείται εναντίον των αναπήρων συνιστά μία μορφή κατάχρησης εξουσίας και δύναμης μέσω φυσικής και ψυχικής κυριαρχίας, ενώ οι ανάπηροι αντικειμενοποιούνται και εργαλειοποιούνται (Beck et al., 2012 Brill, 1998). Η πρόληψη πρέπει να στοχεύει γενικά στην ελαχιστοποίηση αυτής της ανισότητας της εξουσίας σε κάθε επίπεδο, προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Οφείλει να περιλαμβάνει συγχρονισμένες παρεμβάσεις σε όλα τα συστήματα δηλαδή, στις πολιτικές για την αναπηρία, στο πολιτισμικό σύστημα, στο κοινωνικό/εκπαιδευτικό και στο οικογενειακό/ατομικό (Curry et al., 2001). Θεσμικό και πολιτικό επίπεδο Στο πολιτικό επίπεδο εντοπίζεται η αναγκαιότητα αλλαγών στις σεξουαλικές και προνοιακές πολιτικές που εστιάζουν στα δικαιώματα των αναπήρων και προτείνεται η ρητή νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους εναντίον της σεξουαλικής βίας (Curry et al., 2001). Καταδεικνύεται, ως αναγκαία πολιτική παρέμβαση, η απόδοση όλων των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων προς τους ανάπηρους (αυτοκαθορισμός, αυτονομία, σεξουαλικά δικαιώματα, κτλ.) μέσω θεσμοθετημένου πλαισίου (Crossmaker, 1991). Επίσης, προτείνεται η άρση των διακρίσεων κατά των αναπήρων σε επίπεδο θεσμών, ρυθμίσεων και πρακτικών, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο ετεροκαθορισμός των αναπήρων. Ωστόσο, διεθνώς σημειώνεται έλλειψη επίσημων πολιτικών για την πρόληψη της σεξουαλικής βίας, ενώ ταυτόχρονα εντοπίζονται εκτεταμένες προσπάθειες εισαγωγής προγραμμάτων πρόληψης από ερευνητές και υπηρεσίες στο κοινωνικό επίπεδο (Barger et al., 2009). Πολιτισμικό επίπεδο Οι Klein et al. (1999) και οι Tharinger et al. (1990) καταδεικνύουν ότι οι κυρίαρχες πολιτισμικές αντιλήψεις και στάσεις ως προς τη σεξουαλική βία που ασκείται στους αναπήρους εμπεριέχουν τη συμπαγή αντίληψη της άρνησης του προβλήματος, η οποία εμποδίζει την αποκάλυψη και συμβάλλει στην επανάληψη του φαινομένου. Οι ISSN 1790-8574 2
παρεμβάσεις στο πολιτισμικό επίπεδο αφορούν στο μετασχηματισμό των ιδεολογικών δομών που νομιμοποιούν την κοινωνική καταπίεση των αναπήρων (social oppression) (Sobsey & Doe, 1991) και στην άρση των θεσμικών και πολιτισμικών διαχωρισμών που κατασκευάζουν την άνιση σχέση εξουσίας/δύναμης ανάμεσα σε ανάπηρους και μη ανάπηρους (Curry et al., 2001). Προτείνεται η κριτική θεώρηση των διχοτομιών «δημόσιο/ιδιωτικό» και των δίπολων «υγεία/αναπηρία», «άνδρας/γυναίκα», καθώς και η απάλειψη των θεσμικών ορίων και αντιστάσεων που προέρχονται από την περιορισμένη γνώση του φαινομένου (Curry et al., 2001). Επίσης, προτείνεται η εξάλειψη των κοινωνικών ιδεολογιών της κακοποίησης (abusive ideologies) (Brown, 2003: 47-48) που συνιστούν παθητικές μορφές σεξουαλικής βίας (π.χ. εξαναγκαστική στείρωση των αναπήρων, σεξουαλικοί διαχωρισμοί, απόκρυψη πληροφοριών για τη σεξουαλικότητα, κτλ.), καθώς κατασκευάζουν και παράγουν εχθρικές ιδεολογίες και αξίες προς τους αναπήρους. Τέλος, η αποδοχή των αναπήρων ως έμφυλων και σεξουαλικών υποκειμένων αποτελεί προαπαιτούμενο για την αντιμετώπιση του φαινομένου (Hassouneh-Phillips & Curry, 2002). Κοινωνικό επίπεδο Ο Lewin (2007) υπογραμμίζει το γεγονός ότι οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις διαμορφώνουν περιοριστικές κοινωνικές στάσεις και πρακτικές, οι οποίες συμβάλλουν στην αποσιώπηση και περιθωριοποίηση του προβλήματος. Σύμφωνα με τον Sobsey (1994), οι παρεμβάσεις στο κοινωνικό επίπεδο οφείλουν να περιλαμβάνουν αλλαγές που αφορούν στην κοινωνική αναγνώριση και ανάδειξη του φαινομένου, καθώς και στην επιστημονική ενημερότητά του. Προτείνεται συνεργασία με τα κοινωνικά δίκτυα και τα υποστηρικτικά συστήματα των αναπήρων και ποικιλία στοχευμένων προγραμμάτων και επιλογών με συντονισμένο τρόπο στα κοινωνικά συστήματα. Οι Daro & Cohn- Donnelly (2002) εισάγουν ως επείγουσα την αναγκαιότητα ανάπτυξης της αντίληψης της προσωπικής και συλλογικής ευθύνης για την πρόληψη της σεξουαλικής βίας κατά των αναπήρων, καθώς και την ανάλυση και κριτική θεώρηση των ευρύτερων ζητημάτων και μορφών βίας (θεσμική, κοινωνική και οικογενειακή) σε σχέση με τις ατομικές/μεμονωμένες μορφές της. Η σεξουαλική βία συχνά συνυπάρχει με τις άλλες μορφές βίας. Υπηρεσίες και ιδρύματα Οι Barger et al. (2009) διαπιστώνουν ότι ελάχιστοι φορείς παροχής υπηρεσιών είναι σε θέση να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους για τη μελέτη του φαινομένου και τη μείωση της συχνότητας της σεξουαλικής βίας κατά των αναπήρων και συνεπώς απαιτούνται συντονισμένες προσπάθειες σε επίπεδο υπηρεσιών. Οι Sobsey & Doe (1991) προτείνουν ένα ανεπτυγμένο κοινωνικό σύστημα υγείας με οργάνωση υψηλού επιπέδου εξειδικευμένων υπηρεσιών, οι οποίες θα χαρακτηρίζονται από ευελιξία και συντονισμό, στελέχωση υπηρεσιών με σαφήνεια αρμοδιοτήτων σε όλα τα επίπεδα της ιεραρχικής δομής, σύνδεση με πρόσθετες υπηρεσίες για τις ανάγκες των αναπήρων, καθώς και τη συνεπή διεπιστημονική συνεργασία. Επίσης, προτείνεται η ανάπτυξη ενός εκτεταμένου δικτύου υποστήριξης των ειδικών, ερευνητική εξέταση και αξιολόγηση του φαινομένου, ανάπτυξη πρωτοκόλλων και ενιαίων κριτηρίων εντοπισμού, διερεύνησης και πιστοποίησης των περιστατικών (McGee et al., 2002 Rosenfeld, 1998). Η Cole (1991) εντοπίζει ότι οι ανάπηροι έχουν ανεπαρκή πρόσβαση στις υπηρεσίες αποκατάστασης, στις οποίες σημειώνεται ανεπαρκής εκπαίδευση των επαγγελματιών. Ως εκ τούτου, προτείνεται η εκπαίδευση των επαγγελματιών, προκειμένου να περιορισθεί η αμυντική τους στάση και να αυξηθεί η επαγγελματική ενημερότητα (Zemp et al., 1997). Η πρόληψη της βίας στα ιδρύματα αφορά στη δομή και διάρθρωσή τους. Η Enders (2012) προτείνει διαφάνεια στη δομή της διαχείρισης με σαφείς κανόνες, προ- ISSN 1790-8574 3
στατευτικές θεσμικές δομές και αποτροπή της δομής «κλειστού» συστήματος. Οι Beck et al. (2012) υπογραμμίζουν το γεγονός ότι οι υπηρεσίες και τα ιδρύματα οφείλουν να αναπτύξουν μία ανάλυση των σχέσεων εξουσίας που κυριαρχούν εντός της δομής και να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο πρόληψης. Βάσει αυτής της ανάλυσης είναι δυνατόν να αναπτυχθούν συγκεκριμένα εργαλεία και έννοιες για την πρόληψη, που θα αφορούν όλους τους συμβαλλόμενους και θα περιλαμβάνουν υποχρεωτικά πρότυπα και συμπεριφορές. Κάθε φορέας οφείλει να έχει ένα μοντέλο ηθικών προτύπων (Beck et al., 2012), καθώς και να διατηρεί μία σαφή και κατηγορηματική θέση σε σχέση με τη σεξουαλική βία και την έκφρασή της. Τα ηθικά πρότυπα/αρχές συνιστάται να επεξεργαστούν και να αποτελέσουν έναν «κανόνα αξιών» (Wertekanon) (Beck et al., 2012: 32), ο οποίος θα βασίζεται σε έναν κοινό προσανατολισμό και θα καταδεικνύει τον τρόπο χειρισμού των πελατών, των συνεργατών και του ιδίου του πλαισίου. Επιπρόσθετα, οι Beck et al. (2012) συνιστούν την ανάπτυξη μίας επεξεργασμένης αντίληψης για τη σεξουαλική εκπαίδευση των αναπήρων και την ενσωμάτωσή της στη φιλοσοφία του πλαισίου. Η συγκεκριμένη αντίληψη πρέπει να μεταγράφεται ως θεμελιώδης στάση του πλαισίου για τη σεξουαλικότητα και να υποδεικνύει τις κατευθυντήριες οδηγίες, τον προσανατολισμό στη δράση και την υποστήριξη. Οι υπηρεσίες οφείλουν να δίδουν έμφαση στην πρωτοβάθμια πρόληψη παρά στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, καθ ότι η πρόληψη είναι αποτελεσματικότερη της θεραπείας, ενώ η στόχευση και η παρέμβαση να απευθύνεται στα πιθανά θύματα (Bagley & Thomlison, 1991). Οι παρεμβάσεις πρόληψης πρέπει να είναι πολύπλευρες, να εντάσσουν ποικίλα συστήματα παροχής υπηρεσιών, καθώς και επαγγελματίες που εμπλέκονται με τους αναπήρους για την κάλυψη των αναγκών τους (Barger et al., 2009). Εκπαιδευτικό επίπεδο Σε εκπαιδευτικό επίπεδο προτείνεται η ένταξη ποικίλων προγραμμάτων πρόληψης σε κάθε εκπαιδευτικό πλαίσιο με συμμετοχή των γονέων ή και των εκπαιδευτών, καθώς και σταθερή συμβουλευτική και συναισθηματική υποστήριξη των γονέων (Muccigroso, 1991). Η παράλληλη εκπαίδευση του προσωπικού και των γονέων στην ανίχνευση της σεξουαλικής βίας κατά των αναπήρων συμβάλλει στη δημιουργία μίας «οργανωτικής κουλτούρας» (organizational culture), η οποία καθιστά τη βία μη ανεκτή (McCormack et al., 2005: 226). Ατομικό επίπεδο Τα διαθέσιμα προγράμματα παρέμβασης στο ατομικό επίπεδο προτείνουν την εκπαίδευση των αναπήρων στα θέματα της σεξουαλικότητας, την παροχή γνώσης για τα δικαιώματά τους, καθώς και τη γνώση νομικών θεμάτων. Τα προγράμματα σκοπεύουν στην ενίσχυση, υποστήριξη και ενδυνάμωση των αναπήρων, στην ενίσχυση των προστατευτικών δεξιοτήτων, στην αύξηση του αυτοσυναισθήματος, στη λεκτικοποίηση των συναισθημάτων, στην κατανόηση προσωπικών ορίων και στην αποδοχή τους, στην ανάπτυξη ικανοτήτων αυτοκαθορισμού (ικανότητα άρνησης), στην ανάπτυξη δεξιοτήτων αυτοσυνηγορίας και αυτο-υπεράσπισης καθώς και στην παροχή πληροφοριών και εργαλείων για την αποκάλυψη και την καταγγελία της παραβίασης (Lumley & Miltenberger, 1997 Long & Holmes, 2001). ISSN 1790-8574 4
3. Εκπαίδευση και προγράμματα σπουδών Στη διεθνή βιβλιογραφία εντοπίζονται και αξιολογούνται ποικίλες προσπάθειες εισαγωγής προγραμμάτων πρόληψης και εκπαίδευσης των αναπήρων για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας, όπως π.χ. τα προγράμματα Personal SPACE (Arc of Maryland, 1999), Taking Care of Me (Bowen, 2000), Living Safer Lives (Johnson et al., 2000), ESCAPE (Khemka et al., 2005). Τα συγκεκριμένα προγράμματα σπουδών (curricula) διατηρούν ως βασική αρχή την παροχή ενός πλαισίου, το οποίο θα είναι σε θέση να προσαρμοσθεί σε ποικίλες περιστάσεις (Barger et al., 2009). Τα προγράμματα τα οποία έχουν σχεδιαστεί για τις ανάγκες των αναπήρων, ενέχουν ελλείψεις, αλλά παράλληλα είναι καινοτόμα και αξιοσημείωτα και αποτελούν ιδιαίτερα χρήσιμα σημεία εκκίνησης για συμπληρωματικές εργασίες. Οι Morrissey et al. (1997) έχουν αναπτύξει ένα σύνολο τεκμηριωμένων κριτηρίων για αποτελεσματικά προγράμματα εκπαίδευσης ως προς την πρόληψη της σεξουαλικής βίας κατά των αναπήρων. Σε αυτά αναφέρονται: Περιεκτικότητα: Το πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα συστήματα που έχουν άμεσο αντίκτυπο στους συμμετέχοντες, όπως οικογένεια, φίλοι, φροντιστές, θεραπευτές ή επαγγελματίες υποστήριξης και απασχόλησης. Θεωρητική βάση: Το πρόγραμμα θα πρέπει να βασίζεται σε ένα σαφές θεωρητικό μοντέλο, το οποίο να επεξηγεί το πρόβλημα της σεξουαλικής βίας κατά των αναπήρων. Εφαρμόζοντας τη θεωρητική βάση διευκολύνεται η συνοχή σε όλες τις πτυχές του προγράμματος. Ένταση: Το πρόγραμμα θα πρέπει να προσφέρει επαρκή επαφή μεταξύ του εκπαιδευτή και των συμμετεχόντων. Ειδικότερα για τους συμμετέχοντες στους οποίους αποδίδεται η κοινωνική ετικέτα «άτομα με νοητική υστέρηση» οι σύντομες και συχνές συναντήσεις που χρησιμοποιούν ποικιλία μεθόδων διδασκαλίας είναι σε θέση να αποδειχθούν αποτελεσματικότερες. Προσαρμογή στις ανάγκες των συμμετεχόντων: Το πρόγραμμα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ηλικία των συμμετεχόντων, τις ικανότητες επικοινωνίας, τις ανάγκες φροντίδας, τις γνωστικές λειτουργίες και το αναπτυξιακό επίπεδο. Το προσφερόμενο υλικό οφείλει να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένο και να χαρακτηρίζεται από ευελιξία, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι διαφορές στην επικοινωνία και στις μαθησιακές ανάγκες των συμμετεχόντων. Επικεντρωμένο στην ανάπτυξη δεξιοτήτων: Το πρόγραμμα σπουδών θα πρέπει να είναι «ενεργητικό», δηλαδή, να παρέχει εμπειρίες για την αύξηση του επίπεδου δεξιοτήτων των συμμετεχόντων. Οφείλει να προσφέρει πρακτικά και εφικτά εργαλεία που σχετίζονται με την καθημερινή ζωή των αναπήρων. Επαρκής παρακολούθηση (follow up): Οι θετικές επιδράσεις των προγραμμάτων πρόληψης φθίνουν με την πάροδο του χρόνου και χωρίς την κατάλληλη παρακολούθηση. Οι συμμετέχοντες με «νοητική υστέρηση» μπορεί να χρειαστεί να παρακολουθήσουν συμπληρωματικές συνεδρίες ( booster sessions, «αναμνηστικές» συνεδρίες), ενώ το πρόγραμμα αξιολογείται συνεχώς. Συμμετοχή: Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να μετέχουν σε όλα τα επίπεδα της ανάπτυξης του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένου του σχεδιασμού, της υλοποίησης, της αξιολόγησης, καθώς και των συμβουλευτικών επιτροπών. Τα θεραπευτικά προγράμματα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της σεξουαλικής βίας είναι προσανατολισμένα σε γνωστικού τύπου θεραπείες, αλλά για τους συμμετέχοντες με «νοητική υστέρηση» απαιτούνται παρεμβάσεις οι οποίες είναι πολυδιάστατες (Lambrick & Glaser, 2004 Vail, 2002). Οι Beck et al. (2012) εντοπίζουν την υφιστάμενη έλλειψη εξειδικευμένων επαγγελματιών για την υποστήριξη των θυματοποιημένων αναπήρων, καθώς και την ελλιπή γνώση των κέντρων αποκατάστα- ISSN 1790-8574 5
σης για το χειρισμό και τη συμβουλευτική τους. Ως παράδειγμα αναφέρεται η σημαντική έλλειψη εμπειρίας σε σχέση με τον τρόπο επικοινωνίας και συζήτησης με θύματα «με νοητική υστέρηση» ή και η έλλειψη κατάλληλου υλικού για τις ανάγκες αυτού του ειδικού πληθυσμού αναπήρων. Οι Mansell et al. (1997) ανέπτυξαν και προτείνουν ένα πρόγραμμα παρέμβασης για την αποκατάσταση των θυμάτων με «νοητική υστέρηση». Το πρόγραμμα περιλαμβάνει ως βασικές στρατηγικές τη διεπιστημονική συνεργασία, την εφαρμογή ποικίλλων προσεγγίσεων κατά την αποκατάσταση, καθώς και τη συνεργασία με τα κοινωνικά δίκτυα και τα υποστηρικτικά συστήματα των αναπήρων. Οι στρατηγικές αποκατάστασης δεν διαφοροποιούνται από αυτές του γενικού πληθυσμού ωστόσο, προτείνεται η εισαγωγή και η εξοικείωση με κάποιες ειδικές, ψυχοεκπαιδευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες είναι αναγκαίες για τον ειδικό αυτό πληθυσμό. Απαιτείται γνώση των κοινωνικών συνθηκών που διαμορφώνουν την καθημερινότητα των αναπήρων, ενημερότητα της αυξημένης ευαλωτότητάς τους στις εμπειρίες σεξουαλικής παραβίασης και διερεύνηση των ατομικών, γνωστικών και κοινωνικών δυνατοτήτων. Σύμφωνα με τους Mansell et al. (1997), οι προσεγγίσεις για την αποκατάσταση οφείλουν να παρέχουν τη δυνατότητα διερεύνησης της εμπειρίας παραβίασης, την ανάπτυξη στρατηγικών επίλυσης προβλημάτων, την ανάπτυξη δεξιοτήτων διεκδίκησης, τη γνώση για τη σεξουαλικότητα και την εκπαίδευση σε δεξιότητες αυτοπροστασίας. Η προσέγγιση περιέχει τους εξής κύριους άξονες: α) Προετοιμασία: ανάπτυξη της θεραπευτικής σχέσης με ψυχοεκπαιδευτικές προσεγγίσεις (διάκριση θεραπευτικής-φιλικής σχέσης, χρήση έντυπου υλικού, γνώση για τα προσωπικά δικαιώματα, κτλ.). β) Σεξουαλική βία: χρήση κατάλληλου εποπτικού υλικού (βιβλία, video, κτλ.) το οποίο θα παρέχει γενικές πληροφορίες σε συγκεκριμένη γλώσσα και με κατάλληλο τρόπο. Κατανόηση της εμπειρίας και δυνατότητα διερεύνησής της. γ) Λεξιλόγιο για τα συναισθήματα: οι ανάπηροι διαθέτουν περιορισμένο λεξιλόγιο για τα συναισθήματα, καθώς και περιορισμένη ικανότητα λεκτικοποίησής τους. Η διερεύνηση των προσωπικών συναισθημάτων συνιστά σημαντικό παράγοντα για την αποκατάσταση του τραύματος, για την αναγνώριση και έκφραση των προσωπικών συναισθημάτων, αλλά και για την αναγνώριση αυτών των συναισθημάτων σε άλλους. Η αναγνώριση των προσωπικών συναισθημάτων δυσφορίας αποτελεί βασικό παράγοντα στην εκπαίδευση των δεξιοτήτων αυτοπροστασίας. δ) Σεξουαλικότητα και κοινωνικές δεξιότητες: η σύνδεση ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και την παραβίαση είναι ισχυρή, όταν οι ανάπηροι έχουν υποστεί επαναλαμβανόμενες εμπειρίες σεξουαλικών επιθέσεων. Η σεξουαλική εκπαίδευση περιλαμβάνει εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες (π.χ. δημιουργία φιλίας, οικείες σχέσεις, προσωπική ασφάλεια, κτλ.). Οι περιορισμένες πληροφορίες για τη σεξουαλικότητα, η ελλιπής σεξουαλική εκπαίδευση, η κοινωνική απομόνωση και οι ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες αποτελούν παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην αυξημένη ευαλωτότητα των αναπήρων στη σεξουαλική εκμετάλλευση. ε) Εκπαίδευση σε δεξιότητες αυτοπροστασίας: η προσωπική ασφάλεια αποτελεί κρίσιμο παράγοντα κατά την πρόληψη, καθώς και αναγκαίο τμήμα κατά την αποκατάσταση. Η πρόληψη της σεξουαλικής βίας επιτυγχάνεται με εκπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες και δεξιότητες αυτοπροστασίας (π.χ. γνώση των κοινωνικών διακρίσεων προς τους αναπήρους, ασφάλεια σε ανασφαλείς καταστάσεις, αναγνώριση των εσωτερικών συναισθημάτων δυσφορίας, κτλ.). Συνδυαζόμενες οι δύο στρατηγικές υποβοηθούν τους αναπήρους να δραπετεύσουν από μία πιθανά επικίνδυνη κατάσταση ή να την αποφύγουν. Επίσης, σημαντική θεωρείται η κατανόηση από πλευράς των αναπήρων της αναγκαιότητας της γνωστοποίησης σε κάποιο έμπιστο άτομο με κάθε τρόπο. ISSN 1790-8574 6
Η βελτίωση των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των αναπήρων βοηθά στην έκφραση των γενικότερων δυσκολιών τους περισσότερο αποτελεσματικά και τους καθιστά λιγότερο ευάλωτους. Σύμφωνα με τον Deegener (2005), η πρόληψη της σεξουαλικής βίας στα εκπαιδευτικά πλαίσια οφείλει να αντιμετωπίζεται με συστημικό τρόπο, δηλαδή να συμπεριλαμβάνει κάθε μέρος του συστήματος. Ένα πρόγραμμα πρόληψης ως οργανωμένη ενότητα δεν στοχεύει μόνο σε παροχή πληροφοριών, αλλά περιλαμβάνει στρατηγικές αντίστασης και βοήθεια για την αποκάλυψη μίας παραβίασης. Επίσης, συμπεριλαμβάνεται η εκπαίδευση του συστήματος των εκπαιδευτών (επεξεργασία και ανάπτυξη πρακτικών πρόληψης, ανάπτυξη συστήματος υποστήριξης σε επίπεδο εκπαιδευτικού πλαισίου και κοινότητας, επιμόρφωση και κατάρτιση των εκπαιδευτών), καθώς και του συστήματος των γονέων (ενημέρωση με παροχή βασικών πληροφοριών, πρόγραμμα εκπαίδευσης προσαρμοσμένο στις ανάγκες των γονέων). 4. Συμπεράσματα Η πρόληψη της σεξουαλικής βίας που ασκείται εναντίον των αναπήρων απαιτεί ολοκληρωμένες, πολύπλευρες και περιεκτικές προσεγγίσεις σε κάθε επίπεδο παρέμβασης, καθώς η πολυπλοκότητα του φαινομένου επιτρέπει να εντοπίζονται σημαντικά κενά ανάμεσα στις πρακτικές και στρατηγικές πρόληψης και στην αποτελεσματικότητά τους. Βιβλιογραφικές παραπομπές: Allington-Smith, R., Ball, R., Haytor, R. (2002). Management of sexually abused children with learning diasabilities. Advances in Psychiatric Treatment, 8, 66-72. Arc of Maryland (1999). The Personal SPACE program. Aνακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2012 από την Ηλεκτρονική Διεύθυνση: http://www.thearcmd.org/files/final.pdf Bagley, C., Thomlison, R. (1991). Child Sexual Abuse: Critical Perspectives on Prevention, Intervention, and Treatment. Toronto, Canada: Wall and Emerson. Barger, E., Wacker, J., Macy, R., Parish, S. (2009). Sexual Assault Prevention for Women with Intellectual Disabilities: A Critical Review of the Evidence. Intellectual and Developmental Disabilities, 47(4), 249-262. Barile, M. (2002). Individual-Systemic Violence: Disabled Women s Standpoint. Journal of International Women s Studies, 4(1),1-14. Beck, Η., Bretländer, B., Flügge, S. (2012). Muster Handlungsempfehlung zum Umgang mit Grenzverletzungen, sexuellen Übergriffen und sexueller Gewalt gegen Menschen mit Behinderungen in voll- und teilstationären Einrichtungen der Behindertenhilfe ENTWURF zur Erprobung in der Praxis. Aνακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2012 από την Ηλεκτρονική Διεύθυνση: http://www.fab-kassel.de/hessisches/download/handlungsempfehlung.pdf Bowen, I. (2000). Taking care of me : Violence prevention for women with mild intellectual disability. Journal of Intellectual Disability Research, 44, 216. Brill, W. (1998). Sexuelle Gewalt gegen behinderte Menschen - ein Überblick über den aktuellen Stand der Diskussion. Behindertenpädagogik, 37(2), 155-172. Cole, S. (1991). Preface to the Special Issue on Sexual Exploitation of Persons with Disabilities. Sexuality and Disability, 9(3), 179-183. Crossmaker, M. (1991). Behind Locked Doors Institutional Sexual Abuse. Sexuality and Disability, 9(3), 201-219. ISSN 1790-8574 7
Curry, M.-A., Hassouneh-Phillips, D., Jonston-Silverberg, A. (2001). Abuse of Women with Disabilities: An Ecological Model and Review. Violence against Women, 7(1), 60-79. Daro, D., Cohn-Donnelly, A. (2002). Child Abuse Prevention: Accomplishments and Challenges. United States: Sage Publications. Deegener, G. (2005). Kindermißbrauch-erkennen, helfen, vorbeugen. Weinheim und Basel: Julius Beltz Verlag. Δήμου, Γ. (2007α). Σεξουαλική Βία και Νοητική Αναπηρία: η άγνωστη πλευρά μιας πραγματικότητας. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 150, 163-178. Δήμου, Γ. (2007β). Σεξουαλική εκπαίδευση στο Ειδικό Σχολείο; Η εφαρμογή ενός προγράμματος για τα άτομα με νοητική αναπηρία στην ελληνική πραγματικότητα. Σύγχρονη Εκπαίδευση, 150, 179-186. Δήμου, Γ. (2011). Σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση: η αθέατη όψη της αναπηρίας. Στο ανθολόγιο: Γιωτάκος, Ο., Τσιλιάκου, Μ., Τσίτσικα, Α. (Επιμ.). Κακοποίηση Παιδιού και Εφήβου (σ. 212-237). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο. Enders, U. (2012). Schutz vor sexualisierter Gewalt in lnstitutionen. Unsere Jugend, 64(5), 312-324. Fegert, J., Jeschke, K., Thomas, H., Lehmkuhl, U. (Hrg.) (2006). Sexuelle Selbstbestimmung und sexuelle Gewalt. Weinheim und München: Juvena Verlag Hassouneh-Phillips, D., Curry, M. (2002). Abuse of Women with Disabilities: State of the Science. Rehabilitation Counselling Bulletin 45(2), 96-104. Johnson, K., Frawley, P., Hillier, L., & Harrison, L. (2002). Living safer sexual lives: Research and action. Tizard Learning Disability Review, 7(3), 4-9. Khemka, I., Hickson, L., Reynolds, G. (2005). Evaluation of a decision-making curriculum designed to empower women with mental retardation to resist abuse. American Journal on Mental Retardation, 110, 193 204. Lambrick, F., Glaser, W. (2004). Sex Offenders with an Intellectual Disability. Sexual Abuse: A Journal of Research and Treatment, 16(4), 381-392. Lewin, B. (2007). Who Cares About Disabled Victims of Crime? Barriers and Facilitations for Redress. Journal of Policy and Practice in Intellectual Disabilities, 4(3), 170-176. Long, K. Holmes, N. (2001). Helping adults with a learning disability keep safe in the local community: report of a group design, development and evaluation. British Journal of Learning Disabilities, 29, 139-144. Lumley, V., Miltenberger, R. (1997). Sexual Abuse Prevention for Persons With Mental Retardation. American Journal on Mental Retardation, 101, 459-472. Mansell, S., Sobsey, D., Wilgosh, L., Zawallich, A. (1997). The sexual abuse of young people with disabilities: Treatment considerations. International Journal for the Advancement Counseling, 19, 293-302. McCabe, M., Cummins, R., Shelley-Reid, B. (1994). An Empirical Study of the Sexual Abuse of People with Intellectual Disability. Sexuality and Disability, 12(4), 297-305. McGee, H., Garavan, R., debarra, M., Byrne, J., Conroy, R. (2002). The SAVI Report. Sexual Abuse and Violence in Ireland. A national study of Irish experiences, beliefs and attitudes concerning sexual violence. Dublin: Liffey Press. McCormack, B., Kavanagh, D., Caffrey, S., Power, A. (2005). Investigating Sexual Abuse: Findings of a 15-Year Longitudinal Study. Journal of Applied Research in Intellectual Disabilities, 18, 217-227. ISSN 1790-8574 8
Morrisey, E., Wandersman, A., Seybolt, D., Nation, M., Davino, K. (1997). Toward a framework for bridging the gap between science and practice in prevention: A focus on evaluator and practitioner perspectives. Evaluation and Program Planning, 20, 367-377. Muccigroso, L. (1991). Sexual Abuse Prevention Strategies and Programs for Persons with Developmental Disabilities. Sexuality and Disability, 9(3), 261-271. Nosek, M., Clubb-Foley, C., Hughes, R., Howland, C. (2001). Vulnerabilities for Abuse Among Women with Disabilities. Sexuality and Disability, 19(3), 177-189. Petersilia, J. (2001). Crime Victims with Developmental Disabilities: A Review Essay. Criminal Justice and Behavior, 28, 655-694. Randall, W. (1999). Abuse and Disability in Childhood. Doctoral Dissertation: Doctor of Philosophy in Special Education. University of Alberta. Edmonton, Alberta. Rosenfeld, E. (1998). Sexuelle Gewalt und Behinderung. In: Färber, H., Lipps, W., Seyfarth, Th. (Hrsg.) (1998). Sexualität und Behinderung. Umgang mit einem Tabu (s. 119-128). Tübingen: Attempto Verlag. Sobsey, D., Doe, D. (1991). Patterns of Sexual Abuse and Assault. Sexuality and Disability, 9(3), 243-259. Sobsey, D. (1994). Sexual abuse of individuals with intellectual disability. In: Craft, A. (eds.). Sexuality and Learning Disabilities (p. 93-115). London: Routledge. Tharinger, D., Burrows-Horton, C., Millea, S. (1990). Sexual Abuse and Explotation of Children and Adults with Mental Retardation and other Handicaps. Child Abuse & Neglect, 14, 301-312. Womendez, C., Schneidermann, K. (1991). Escaping from Abuse: Unique Issues for Women with Disabilities. Sexuality and Disability, 9(3), 273-279. UNICEF (2005). Violence against Disabled Children. Findings and Recommedations. UN Secretary Generals Report on Violence against Children. New York: UNISEF and the United Nations. United Nation Convention on the Rights of Persons with Disabilities (2008). Aνακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2012 από την Ηλεκτρονική Διεύθυνση: http://www.un.org/disabilities/documents/convention/convoptprot-e.pdf. Vail, B. (2002). An Exploration of the Issue of Sexually Abusive Behaviour among Adolescents who have a Learning Disability. Child Care in Practice, 8(3), 201-215. Zemp, A., Pircher, E., Neubauer, E. (1997). Sexuelle Ausbeutung von Mädchen und Frauen mit Behinderung. In: Amann, G., Wipplinger, R. (Hrsg.). Sexueller Missbrauch. Überblick zu Forschung, Beratung und Therapie. Ein Handbuch. (s. 738-755). Tübingen: Dgvt-Verlag. ISSN 1790-8574 9