Πρόλογος Tο εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 1996-97 είκοσι περίπου φοιτητές της κλασικής ειδίκευσης παρακολούθησαν ένα προπτυχιακό σεμινάριο πάνω στη Ρωμαϊκή Ελεγεία. Όροι οθνείοι και ονόματα επακτά ήχησαν αρκετές φορές σ εκείνο το μάθημα, που αποτελεί πλέον νοσταλγική ανάμνηση σε κατά καιρούς συγκεντρώσεις παλιών συμφοιτητών. Οι περισσότεροι από αυτούς, είτε είναι καθηγητές τώρα σε κάποιο Λύκειο της ελληνικής μεθορίου είτε εκπονούν διατριβή στο Princeton, έχουν να θυμούνται ακόμη τον Καλλίμαχο και τη «λεπταλέη Μούσα», τον Pasquali και την «Αrte Αllusiva», τον Conte και τη «Ρητορική της Μίμησης» και μια σειρά από θεωρίες για τη διακειμενικότητα και την υπαινικτικότητα στη λατινική ποίηση κυρίως, όμως, έχουν να θυμούνται έναν δάσκαλο ο οποίος δεν τους αντιμετώπισε απλώς ως μελλοντικούς εκπαιδευτικούς, αλλά ως δυνάμει ερευνητές στον χώρο των Κλασικών Γραμμάτων. Τρία χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 2000, βρέθηκα υποχρεωμένος να αποφασίσω αν θα συνέχιζα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όπου μου προσφερόταν πλέον η δυνατότητα να εξασφαλίσω σχετικά άνετες συνθήκες για την εργασία μου, ή αν θα έπρεπε να αναδεχτώ τις δυσκολίες που συνεπαγόταν μια ενδεχόμενη επιστροφή και παραμονή στη Θεσσαλονίκη, όπου, από βιοτικής πλευράς τουλάχιστο, τίποτα δεν ήταν εξασφαλισμένο. Η άρση του διλήμματος έγινε στο γραφείο 213 του νέου κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής. Ήξερα, ασφαλώς, ότι ο ένοικός του και μελλοντικός επόπτης της διδακτορικής εργασίας δεν καταδέχεται εύκολες και «μισές δουλειές», και επομένως ήξερα πού και πώς θα περνούσα τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη μεριά, ήμουν βέβαιος ότι μαζί του θα είχα μια καλή ευκαιρία να μάθω να «διαβάζω» λατινικά και να «γράφω» ελληνικά. Η εργασία αυτή θα δείξει ασφαλώς, εκτός των άλλων, κατά πόσο μπόρεσα να αξιοποιήσω τη μοναδική αυτή ευκαιρία και να τιμήσω την εμπιστοσύνη που μου έδειξε ο επόπτης της. Υπήρξαν όμως κι άλλοι παράγοντες που βοήθησαν προς την κατεύθυνση αυτή. Θερμές ευχαριστίες αξίζουν στον καθηγητή κ. Σ. Κυριακίδη για το ενδιαφέρον που έδειξε όχι μόνο για την πορεία της διατριβής αλλά και για τα ποικίλα ακαδημαϊκά και ερευνητικά προβλήματα των υποψήφιων διδακτόρων του Τομέα Κλασικών Σπουδών. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω, για την εγκάρδια φιλοξενία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας το καλοκαίρι του 2002, την καθηγήτρια Ursula Νovotny, αλλά και τον Heinrich Stärk, o oποίος δυστυχώς δεν πρόλαβε να δει την εργασία αυτή να ολοκληρώνεται. Τέλος, αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι στον J. C McKeown, καθηγητή του Πανεπιστημίου του Wisconsin και σύγχρονο υπομνηματιστή των Amores, ο οποίος μου επέτρεψε την πρόσβαση σε μέρος τoυ αδημοσίευτου υπομνήματός του στο τρίτο βιβλίο της συλλογής. Θερμές ευχαριστίες εκφράζω εδώ και στο Ίδρυμα Πολιτισμού και Εκπαίδευσης «Ανδρέας Λεντάκης» για μια υποτροφία η οποία απάλυνε σημαντικά τις βιοποριστικές μου μέριμνες σ ένα κρίσιμο στάδιο της διατριβής. Για τον ίδιο λόγο επιθυμώ να αναφερθώ και στον πρόεδρο του Μουσείου Φωτογραφίας Καλαμαριάς κ. Χρήστο Καλεμκερή, ο οποίος μου έδωσε τη δυνατότητα να εργαστώ στον εκδοτικό οίκο του Μουσείου, μου έδειξε εμπιστοσύνη και ανέχτηκε με υπομονή τις συνεχείς δυσχέρειες που προκαλούσε στην άσκηση των καθηκόντων μου η ακαδημαϊκή τύρβη. Πέντε χρόνια μελέτης και συγγραφής ήταν αρκετά για να εκδηλώσω όλες εκείνες τις αδυναμίες και απειρίες με τις οποίες (αυτό άλλωστε το γνώριζα) δεν θα 5
μπορούσε ποτέ να συμβιβαστεί ο επόπτης της εργασίας αυτής. Στο διάστημα αυτό άλλοτε κατάφερα να «μάθω» από τα νεύματα και τις υπόρρητες αντιδράσεις του και άλλοτε να ανακληθώ στην τάξη από την καταιγιστική κριτική του, που, ωστόσο, ασκήθηκε πάντα με την οικειότητα και την άμεσα στοργή που επιφύλαξε σε άλλους πριν από μένα. Δεν χρειάζεται προφανώς να δηλώσω ότι τα κάθε είδους αβλεπτήματα και, κυρίως, ερμηνευτικά ελλείμματα που συνεχίζουν να βαραίνουν την εργασία αυτή, παρά τις άοκνες προσπάθειες του επόπτη της να εξοβελιστούν, θα πρέπει να αποδοθούν αποκλειστικά στον συντάκτη της. Τέλος, αντί για το νενομισμένο «ευχαριστώ», θα ήθελα να πω ότι τα πνευματικά δικαιώματα του πονήματος αυτού ανήκουν, σε μεγαλύτερο βαθμό από όσο θα ήθελα να ομολογήσω, στον άνθρωπο που με τα δικά του γραπτά, κυρίως τα βιβλία του στα ελληνικά, με δίδαξε να ενθουσιάζομαι και να γράφω για την αυγούστεια ποίηση. Ακόμη όμως και αν η παρούσα εργασία αποφέρει τελικά τους καρπούς που του οφείλει για τον χρόνο που μου αφιέρωσε όλα αυτά τα χρόνια, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να αποτυπώσει τις συζητήσεις εκείνες στο γραφείο 213, όπου αισθανόμουν προνομιούχος κοινωνός της ψυχικής γενναιοδωρίας, της ακαδημαϊκής ευγένειας και της άπλετης γνώσης του. Ήταν εκείνες οι στιγμές όλα αυτά τα χρόνια, κατά τις οποίες το δίλημμα της δεύτερης παραγράφου έπαυε να με ταλανίζει και ήταν αρκετές. Σε καιρούς δυσμάχητων δυσκολιών, η μητέρα μου Χριστίνα, ο Άλκης, η Σταυρούλα, η Κατερίνα, η Ρένα, η Ιωάννα και ο Χάρης στάθηκαν όλοι δίπλα μου όπου και όσες φορές τους χρειάστηκα. Τους ευχαριστώ όλους και όλες από την καρδιά μου. Η αφιέρωση ωστόσο της εργασίας ανήκει δικαιωματικά σ εκείνον που, αν δεν είχε φύγει τόσο νωρίς. θα χαιρόταν περισσότερο από όλους για την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας, Όπως όμως ήρθαν τα πράγματα, ισχύει η αλήθεια όσων πιστεύουν ότι ο πόνος δεν είναι γι αυτόν που φεύγει, αλλά γι αυτόν που μένει. Έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο λόγος είναι λίγο διαφορετικός αυτός που κρύβει μέσα του το δίστιχο στη σελίδα της αφιέρωσης. Θ.Α. Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος 2006 6
Qui modo Nasonis fueramus quinque libelli, tres sumus; hoc illi praetulit auctor opus. ut iam nulla tibi nos sit legisse voluptas, at levior demptis poena duobus erit. H προσωποποίηση των ποιητικών βιβλίων στην προμετωπίδα της δεύτερης και παραδομένης έκδοσης των Amores σε τρία βιβλία (περ. 1 π. Χ) αποτελεί μια πρώτη και προγραμματική ένδειξη για τη στροφή του Οβιδίου στη συγγραφή ερωτικού λόγου με μεταγλωσσική και μεταποιητική χροιά. Ο Πόπλιος Οβίδιος Νάσων, γεννημένος στις 20 Μαρτίου του 43 π.χ στη σημερινή Σουλμόνα της κεντρικής Ιταλίας, ήταν ιππέας με αριστοκρατική καταγωγή που διέκοψε νωρίς την πολιτική του σταδιοδρομία για να αφοσιωθεί στη διακονία της ελεγειακής Μούσας, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί σ ένα είδος έμμετρης εξομολόγησης που έγραψε κατά την εξορία του στους Τόμους της Μαύρης Θάλασσας (Tristia IV. 10). Στο ίδιο έργο επιχειρεί να εξηγήσει «ενώπιον» του αυτοκράτορα (που τον είχε στείλει στην εξορία) και των αναγνωστών του την σταθερά υποκείμενη αρχή των ερωτικών ποιημάτων του: Crede mihi, distant mores a carmine nostro (uita uerecunda est, Musa iocosa mea) magnaque pars mendax operum est et ficta meorum: plus sibi permisit compositore suo. Nec liber indicium est animi, sed honesta uoluntas: plurima mulcendis auribus apta feres. Trist. 3.353-8 Η δήλωση distant mores a carmine nostro δεν προέρχεται από έναν ποιητή ο οποίος επιδιώκει μόνο να απαλλαγεί από το στίγμα του πορνογράφου που άφησε πάνω του η συγγραφή της Ars Amatoria. Το mendax και, ακόμη περισσότερο, το ficta του στίχ. 355 υποδηλώνουν μια στημονική ιδέα των Amores που φέρνει τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους του ελεγειακού κώδικα στο επίκεντρο της οβιδιακής ποιητικής. Ενώ οι ρωμαίοι ερωτικοί ποιητές κατά κανόνα υπέθαλπαν και συντηρούσαν το ρομαντικό πρόσχημα, η ελεγειακή Μούσα του Οβιδίου στήνει κατά προτίμηση και συστηματικά ένα παιχνίδι ποιητολογικής ειδολογικής αυτοσυνειδησίας (Musa iocosa mea- 354) όπου πρωταγωνιστεί η ιδέα της εκούσιας αυταπάτης και του ενσυνείδητου ψεύδους, 7
που τροφοδοτεί το ερωτικό σενάριο-μύθο (fiction) και ρυθμίζει τον ελεγειακό modus operandi. Έτσι, σε αντίθεση με τους προηγούμενους ελεγειακούς που παρουσιάζονταν στα ποιήματά τους ως θύματα των ερωτικών παθών τους, η ελεγειακή persona του Οβιδίου δίνει εξαρχής την εντύπωση μιας αυτοστοχαστικής και αυτοσυνείδητης απεμπλοκής που επιτρέπει στον ποιητή-εραστή να αφηγηθεί «από βιωματική και συναισθηματική απόσταση» το ερωτικό σενάριο ως «προϊόν» μιας συστηματικής ψευδαίσθησης και μυθοπλασίας στο πλαίσιο της ελεγειακής γραφής. Ο Οβίδιος είναι χρονολογικά οψιμότερος σε σχέση τόσο με τους ρωμαίους ερωτικούς και νεωτερικούς ποιητές όσο, ακόμη περισσότερο, και με τους έλληνες ελεγειακούς (ποιητές ερωτικών επιγραμμάτων κατά κύριο λόγο) των ελληνιστικών χρόνων. Έχοντας ο ίδιος βρεθεί αντιμέτωπος μ ένα ποιητικό είδος που είχε φθάσει στην ωριμότητά του και που, μέσα στη φορμαλιστικά οριοθετημένη ζώνη του, είχε δοκιμάσει όλες σχεδόν τις τονικότητες της ερωτικής έκφρασης, ο Οβίδιος γνώριζε καλά ότι οι αναγνώστες του ήταν ήδη μυημένοι σ έναν καλά επεξεργασμένο κώδικα με αναγνωρίσιμους κοινούς τόπους, τυπικά ερωτικά σενάρια και με μια συμβατική ερωτική ρητορική. Στο στοιχείο αυτό εντοπίζεται μια κρίσιμη ιδιαιτερότητα των Amores, ιδιαιτερότητα στην οποία λανθάνει μια αντίφαση και, ταυτόχρονα, μια ερμηνευτική πρόκληση: o ερωτικός λόγος του Οβιδίου είναι όψιμος, ενώ ο ίδιος ο ποιητής βρίσκεται μόλις στην αρχή της ποιητικής του σταδιοδρομίας. O ίδιος ο τίτλος της συλλογής του, είτε παραπέμπει στην ομώνυμη συλλογή του προδρομικού ρωμαίου ελεγειακού Κορνήλιου Γάλλου είτε αποτελεί απλώς συντομογραφική απόδοση ερωτικών περιπετειών, μπορεί να χαρακτηριστεί μάλλον παραδοσιακός, αν όχι «συμβατικός». Όταν, άλλωστε, ο Οβίδιος ξεκίνησε να επεξεργάζεται τη δεύτερη έκδοση των Amores, η ρωμαϊκή γραμματολογία είχε πλέον τους δικούς της «κλασικούς» ποιητές επικούς (Έννιος, Βιργίλιος), ερωτικούς (Κάτουλλος, Κορνήλιος Γάλλος, Προπέρτιος, Τίβουλλος, σατιρικούς (Έννιος, Λουκίλιος), διδακτικούς (Λουκρήτιος). Τη συμπτωματολογία της επιγονικότητας-οψιμότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο corpus των ελεγειών της δεύτερης έκδοσης των Amores, τις διαστάσεις και τις εκφάνσεις της σε ερωτογραφικό και σε μεταποιητικό επίπεδο έχει στόχο να εξετάσει η παρούσα μελέτη. Ασφαλώς προς την κατεύθυνση αυτή έχει ήδη κινηθεί μία σειρά σημαντικών μονογραφιών για την ποιητική μεταγλώσσα του Οβιδίου, δίχως τα ερευνητικά πορίσματα των οποίων το έργο μας εδώ θα ήταν σαφώς δυσκολότερο. Γενικά, όμως, ο σύγχρονος μελετητής αναγνώστης που είναι εξοικειωμένος με τη σχετική βιβλιογραφία γνωρίζει ότι από τη σύγχρονη «οβιδιολατρεία» επωφελήθηκαν κυρίως οι Μεταμορφώσεις και οι Fasti. Οι ελεγειακοί 8
Amores παραμένουν και υπο-ερμηνευμένοι και υπο-σχολιασμένοι, τουλάχιστο σε σχέση με την πληθώρα υπομνηματισμένων εκδόσεων που διαθέτουμε για τις ελεγείες του Τίβουλλου και του Προπέρτιου. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μοναδικά κατά στίχο σχόλια στο 3 ο βιβλίο των ελεγειών της οβιδιακής συλλογής εξακολουθούν να ανήκουν στον γερμανό Paul Brandt και τείνουν μάλιστα να συμπληρώσουν σχεδόν ένα αιώνα από την έκδοσή τους (P. Ovidi Nasonis Amorum Libri tres. Erklärt von Paul Brandt. Leipzig 1911). Tα σχόλια όμως του Brandt, όπως και τα αξιόλογα, πλην αποσπασματικά, του ιταλού Franco Munari μερικές δεκαετίες αργότερα (P. Ovidi Nasonis Amores. Testo, introduzione, traduzione e note di Franco Munari. Seconda edizione. Firenze 1955) είναι σύντομα και αφορούν το σύνολο και των τριών βιβλίων. Από την άλλη μεριά τα υπομνήματα που εκδόθηκαν για το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο από τον John Barsby (Ovid's Amores. Book One. Ed. with Translation and Running Commentary by John A. Barsby. Oxford 1973) και την Joan Booth (Ovid: The second Book of Amores. Ed. with translation and commentary by Joan Booth. Warminster 1991), αντίστοιχα, είναι σε γενικές γραμμές πιο ισχνά όταν συγκριθούν με την ποικιλία και τον πλούτο των κριτικών και ερμηνευτικών σχολιασμών που δέχτηκαν οι ελεγείες του Προπέρτιου και του Τίβουλλου. Το έργο της παρούσας διατριβής θα ήταν σαφώς δυσχερέστερο αν ο J.C. McKeown, καθηγητής του πανεπιστημίου του Wisconsin (US), δεν αναλάμβανε το επίμοχθο εγχείρημα της συγγραφής τριών ξεχωριστών υπομνημάτων για καθένα από βιβλία των Amores. Τα υπομνήματά του για το πρώτο και το δεύτερο βιβλίο (J. C. McKeown, Ovid: Amores, 2 ος τόμ., A Commentary on Book One, Leeds 1989. 3 ος τόμ., A Commentary on Book Two, Leeds 1998) είναι εκτεταμένα και η συμβολή τους στον ερμηνευτικό σχολιασμό των αντίστοιχων ελεγειών και, κυρίως, στον εντοπισμό των διακειμένων τους υπήρξε ζωτική σ όλα τα στάδια της διατριβής. Ο ίδιος ο συγγραφέας μου έδωσε πρόθυμα τη δυνατότητα να έχω πρόσβαση και σε μέρος των ανέκδοτων σχολίων του στο 3 ο βιβλίο, γεγονός για το οποίο αισθάνομαι ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη. Είναι βέβαιο ότι η απροθυμία των ερμηνευτών-σχολιαστών να ασχοληθούν με τους Amores οφειλόταν εν μέρει, και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να οφείλεται, στην κοινή αίσθηση ότι τα ποιήματα αυτής της συλλογής ακούγονται συχνά ως «επαναλήψεις», «μιμήσεις» ή «όψιμες παραλλαγές» των ερωτικών σεναρίων που είχαν ήδη σταδιοδρομήσει στην προηγηθείσα ερωτογραφική λογοτεχνία, και κυρίως στην ποίηση του Τίβουλλου και του Προπέρτιου. Αυτό όμως που οι παλαιότεροι αναγνώστες ένιωθαν ως ανιαρή ή «οχληρή» επαναληπτικότητα, επαναξιολογείται τα τελευταία χρόνια ως τεκμήριο μεταγλωσσικής και μετα-ειδολογικής αυτοσυνειδησίας τεκμήριο που κάνει τον Οβίδιο όχι απλώς «νεωτερικό», με την ιστορική σημασία 9
που έχει ο όρος στο πλαίσιο της ελληνιστικής-ρωμαϊκής κριτικής, αλλά «μετανεωτερικό», με τη σύγχρονη σημασία του όρου. Γι αυτόν τον λόγο, ο ερμηνευτικός σχολιασμός των ελεγειών στην παρούσα εργασία αναζητεί σταθερά τον ποιητή που μετέτρεψε τη χρονολογική του οψιμότητα επιγονικότητα σε πλεονέκτημα, με την έννοια ότι κατέστησε τον διακειμενικά υπερκορεσμένο λόγο των Amores μια συστηματική μετα-γλώσσα η οποία σχολιάζει και, σχολιάζοντας, αποκαλύπτει σε «κοινή θέα» τους ιδεολογικούς, γραμματολογικούς και αισθητικούς μηχανισμούς που συγκρότησαν τον «κλασικό» ερωτικό λόγο της ρωμαϊκής ελεγείας. Είναι ακριβώς αυτή η συστηματοποίηση της μετα-γλώσσας (ισχυρή ένδειξη της αυτοσυνείδητης και αυτοστοχαστικής απόστασης του Οβιδίου από το «βιωματικό θέατρο» του Κάτουλλου, του Προπέρτιου και του Τίβουλλου) που φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της θρυλούμενης «ανειλικρίνειας» των Amores. Ο Οβίδιος επέλεξε προγραμματικά όχι να παραστήσει τον «ειλικρινή» εραστή αλλά να αναδείξει την άνεση με την οποία ο doctus amator διαχειρίζεται τους ρόλους που παίζουν οι ερωτικές personae των προκατόχων του και, κυρίως, του Προπέρτιου. Με άλλα λόγια, ο οβιδιακός εραστής κάνει «καριέρα δευτέρου βαθμού» με οδηγό τον διαμορφωμένο ελεγειακό κώδικα και όχι τα, υποτίθεται, ανεξέλεγκτα βιώματα του ερωτικού πάθους. Έτσι, αν ο Προπέρτιος μπορούσε ακόμη να πείθει τον αναγνώστη ότι είναι θύμα παθολογικού έρωτα, ο Οβίδιος δεν διστάζει να ομολογήσει ότι στον έρωτα είναι παίκτης αεί παίζων. Επιπλέον, δεν χειρίζεται τη ρητορική του πάθους με συμβατικό σκοπό την ερωτική πειθώ αλλά με γνώμονα τη φορμαλιστική συστηματικότητα και εξαντλητικότητα, που κάνει τα σενάρια, τις συμβάσεις και τους κοινούς τόπους του ελεγειακού είδους υπερ-αναγνώσιμα. Στη διαδικασία αυτή το πάθος (που είναι, σε τελευταία ανάλυση, το πρωταρχικό ζητούμενο της ρητορικής του Τίβουλλου και, ακόμη περισσότερο, του Προπέρτιου) καταλήγει είτε πρόσχημα είτε άθυρμα. Ο οβιδιακός εραστής δεν είναι κατά κανόνα ο χειμαζόμενος, ο αναξιοπαθών, ο ευδαίμων εραστής που γνωρίζει και καταλαβαίνει μόνον όσα του επιτρέπει η ερωτική κατάσταση στην οποία εμπλέκεται. Απεναντίας, όντας απόλυτος κυρίαρχος του ελεγειακού κώδικα, ελέγχει και μετέρχεται σε εξαντλητικό βαθμό τις συμβάσεις και τις νόρμες της ελεγειακής γραφής, και άλλοτε τις διευρύνει ειδολογικά, άλλοτε πάλι τις παραποιεί χιουμοριστικά ή τις διακωμωδεί. Με τον τρόπο αυτό, ο Οβίδιος δεν αφουγκράζεται μόνο τις συμπαρομαρτούσες «ποιητικές φωνές» που υπάρχουν στον Προπέρτιο και τους προκατόχους του, αλλά τις ανυψώνει με τον δικό του μοναδικό, αυτοσυνείδητο και αυτοστοχαστικό τρόπο, σε ανώτερη δύναμη. [βλ. Θ. Παπαγγελής, Οβιδίου Ερωτική Τέχνη, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σελ. 169]. Παράγωγο αυτής της ερμηνευτικής γραμμής που ακολουθείται στη μελέτη μας είναι η ανάδειξη μιας ερωτικής persona που, ενώ συνεχίζει τη συμβατική ελεγειακή πολιτική του έρωτα για μια ή περισσότερες puellae, στην πραγματικότητα 10
ενδιαφέρεται πολύ περισσότερο να αναδείξει, ακόμα και διαμέσου της παρωδίας, τον κώδικα μέσω του οποίου εγγράφεται το ελεγειακό ερωτικό πάθος. Για τον λόγο αυτό, ο Οβίδιος εμφανίζεται στις περισσότερες ελεγείες των Amores υπό τη διττή ιδιότητα του ερωτογράφου και της δραματοποιημένης ερωτικής persona. Έτσι όταν αναφερόμαστε στον Οβίδιο, η ερμηνευτική έμφαση αφορά τον ποιητή των Amores ενώ, αντίστροφα, με τον όρο «εραστής» επικεντρωνόμαστε κυρίως στην πρωταγωνιστική persona της πλοκής των ελεγειών. Ασφαλώς, τον διπλό αυτό ρόλο του εραστή-ποιητή ενσαρκώνουν στις ελεγείες τους τόσο ο Τίβουλλος όσο και ο Προπέρτιος. Ειδικά το ελεγειακό corpus του τελευταίου έχει συχνά θεωρηθεί ως το βασικότερο διακείμενο των Amores και, συνάμα, αντικείμενο συστηματικής ειρωνείας ή παρωδίας από τον Οβίδιο. Ο Προπέρτιος, όμως, γράφει κυρίως σαν ένας ακόμη εραστής που, όντας «απλό πρόσωπο» του δράματος, αποτελεί μέρος μόνο του «ερωτικού μύθου», υπόκειται σταθερά στους περιορισμούς του σεναρίου και, το κυριότερο, διαθέτει μερική μόνο οπτική των πραγμάτων, όπως τονίζει ο G. B. Conte (βλ. το σημαντικό άρθρο Love without Elegy στη συναγωγή μελετών του ιδίου Genres and Readers, Βαλτιμόρη 1994). Αντίθετα, ο εραστής των Amores είναι πρωταγωνιστής της ερωτικής πλοκής με τους όρους που θέτει η «ανώτερη γνώση» ενός υπερ-ωριμασμένου ερωτογράφου. Έτσι, καθετί που διατηρεί σε κίνηση τον ερωτικό λόγο (discourse) γίνεται αντικείμενο συστηματικής εκμετάλλευσης. Στο πλαίσιο αυτό, ενεργοποιούνται ακόμα και τα εμπόδια που (σε δραματικό επίπεδο) υπονομεύουν τη σχέση του εραστή με την puella. Αυτή η ενεργοποίηση είναι, από μια άλλη άποψη, αποτέλεσμα του διακειμενικού πληθωρισμού που παρατηρείται στο σύνολο του οβιδιακού έργου και έχει ήδη τεθεί στο ερμηνευτικό επίκεντρο μιας σειράς αξιόλογων μονογραφιών για τον μετα-ειδολογικό και μετα-γλωσσικό στοχασμό του Οβίδιου. Αξίζει στο σημείο αυτό να τις μνημονεύσουμε όχι μόνο επειδή το επιτάσσει η ακαδημαϊκή και επιστημονική δεοντολογία, αλλά κυρίως επειδή οι ερμηνευτικές τους εμφάσεις κατευθύνουν σταθερά τη στρατηγική της ανάγνωσής μας και έχουν διαμορφώσει τη συνολική επιχειρηματολογία του ερμηνευτικού μας υπομνηματισμού. Η πρωτοποριακή μελέτη των θεματικών πηγών και των λογοτεχνικών απαρχών της ρωμαϊκής ελεγείας από τον David Ross (Backgrounds to Augustan Poetry: Gallus, Elegy and Rome, Cambridge 1975) αποτελεί σημαντική προϋπόθεση για την προσέγγιση της ελεγειακής ποίησης. Ο Ross κατέδειξε, αφενός, τη σημασία του κατουλλικού corpus και των Εκλογών του Βιργιλίου (6 η και 10 η ) για την ευδοκίμηση του ελεγειακού είδους στη Ρώμη και, αφετέρου, ανέδειξε τον Κορνήλιο Γάλλο στον κρίσιμο ρόλο του ως προδρομικού ελεγειακού. Στο πλαίσιο αυτό, εισήγαγε την έννοια / κλειδί της «ελληνιστικής υποσημείωσης» (Hellenistic footnote-ross 1975: 11
78) με την σημασία του διακειμενικού δείκτη. Οι εμφάσεις που εισηγήθηκε ο Ross διευκρινίζουν με αποτελεσματικό τρόπο τα φαινόμενα της αυτοανακλαστικότητας και της υπαινικτικότητας στο σύνολο της αυγούστειας ποιητικής παραγωγής. Ανάμεσα σε μελέτες με ανάλογη στόχευση ξεχωρίζει ασφαλώς η μονογραφία του Stephen Hinds (Allusion and Intertext: Dynamics of Appropriation in Roman Poetry, Καίμπριτζ 1998) στη σειρά Roman Literature and its Contexts του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ. Ο Hinds, ήπιος σημειωτιστής και παίρνοντας αποστάσεις από αυτό που ονομάζει «φιλολογικό φονταμενταλισμό», διερευνά τον ρόλο και τη λειτουργία των διακειμενικών δεικτών ως αναστοχαστικών σχολιασμών σε ένα ευρύ φάσμα κειμένων, και αναδεικνύει σε πέντε ευσύνοπτα κεφάλαια όχι μόνο τη δυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα στα κείμενα αυτά, αλλά και τον προσληπτικό ρόλο του αναγνώστη. Η μελέτη του επεξεργάζεται περαιτέρω τη διάκριση ανάμεσα στη μίμηση ενός συγκεκριμένου κειμένου-μοντέλου γραφής (modello esemplare) και τη συστηματική μίμηση ενός ευρύτερου ειδολογικού κώδικα (modello codice) -διάκριση που είχε θεμελιώσει ο ιταλός κλασικιστής Gian Biaggio Conte στο έργο με τίτλο The Rhetoric of Imitation (μτφ. Charles Segal, Ithaca and London 1986). Μελέτες όπως οι παραπάνω διευκρινίζουν τους βασικούς όρους και τις προϋποθέσεις της προσέγγισης των Amores που υιοθετήσαμε στην παρούσα μελέτη. Η πυκνή διακειμενικότητα των Amores και τα συνοδά της φαινόμενα αναδεικνύουν τελικά, όπως σημειώσαμε, και το ζήτημα των «ζωτικών ψευδαισθήσεων» που συντηρούν τον ελεγειακό λόγο στο «επιγονικό» του στάδιο: «ψευδαισθήσεις» επειδή ο κώδικας είναι τώρα οικείος, «ζωτικές» επειδή η επιβίωση του ερωτικού ελεγειακού λόγου, στο στάδιο αυτό, εξαρτάται άμεσα από τη διαχείριση τέτοιων ψευδαισθήσεων. Το ψεύδος, η ψευδαίσθηση, η απάτη, η αυταπάτη, η εθελοτυφλία όλα αυτά πρωταγωνιστούν στις ελεγείες των Amores, όχι ως συμπτώματα, συμπαρομαρτούντα, αίτια ή αιτιατά, του ερωτικού «πάθους», αλλά ως «εγγυήσεις» κανονικής λειτουργίας του ελεγειακού λόγου και των αναγνωρισμένων συμβάσεών του. Η προσπάθειά μας να παρακολουθήσουμε αυτή τη ρητορική των «ψευδαισθήσεων» στους Amores οφείλει πολλά στην ερμηνευτικά γενναιόδωρη μελέτη του Philip Hardie, με τίτλο Ovid s Poetics of Illusion (Καίμπριτζ 2002). Ο Hardie εξετάζει, στο σύνολο του οβιδιακού έργου, τους τρόπους με τους οποίους ο ποιητής αυτός υπονομεύει συστηματικά την αίσθηση του πραγματικού και του ρεαλιστικού τρόπους τόσο ρητορικούς όσο και ιδεολογικούς. Η οβιδιακή illusion γίνεται εδώ βασικό ερμηνευτικό εργαλείο αλλά ταυτόχρονα αναδεικνύεται και σε ένα είδος «οντολογικής αρχής» της οβιδιακής ποίησης: σχήματα λόγου, μεταφορές, παρορμήσεις, διακειμενικοί αντικατοπτρισμοί και επιτηδευμένες πλαισιώσεις της αφήγησης όλα συνωμοτούν με σκοπό την απομείωση της «σημαινόμενης» πραγματικότητας. Το «όντως ον» του οβιδιακού λόγου είναι, με άλλα λόγια, η 12
παντοδυναμία, η παικτική παντοδυναμία των σημαινόντων. Από την άποψη αυτή, η μέθοδος του Hardie εξειδικεύει με ιδιαίτερα δραστικό τρόπο τα κριτήρια και τους όρους δυνάμει των οποίων η οβιδιακή ποιητική παραγωγή εντάχθηκε πρόσφατα σε ένα είδος μεταμοντερνισμού ante litteram. Από μια τέτοια γενικευτική σκοπιά (που πάντα περιέχει τον κίνδυνο του αναχρονισμού) είναι ασφαλώς εύκολα να προκύψουν υπερβολές και υπερ-αναγνώσεις, και ίσως ορισμένες από τις πιο προωθημένες αναγνώσεις του Hardie, κυρίως όπου αναζητείται η συνδρομή του Derrida και του Lacan, να προωθούν σχετική δυσπιστία στην πιο παραδοσιακή μερίδα των αναγνωστών του Οβιδίου. Ωστόσο, η μελέτη αυτή έχει ιδιαίτερη αξία ως δυναμική αφετηρία ανανεωμένης και ανανεωτικής κριτικής ακόμη και των φαινομένων που απασχολούν (ακριβώς επειδή είναι περίοπτα) και τους πιο «συντηρητικούς» μελετητές τους ποιητή. Τα ευρήματα της μελέτης του Hardie ακολουθούν έναν από τους κύριους γνώμονες για τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε τις ελεγείες των Amores. Δεχόμαστε δηλαδή ότι το ζήτημα της «ψευδαίσθησης» σε όλες τις ποικίλες εκφάνσεις του στους Amores ειδικότερα είναι οργανικό μέρος της συνθετότερης «ποιητικής της ψευδαίσθησης που ανέδειξε η μελέτη του άγγλου λατινιστή. Η έμφαση του ερμηνευτικού μας υπομνηματισμού στη διάσταση της επιγονικότητας δεν παραπέμπει απλώς και μόνο στα αποτελέσματα της χρονολογικής συγκυρίας που θέλησε τον Οβίδιο τελευταίο στη σειρά ελεγειακό ποιητή αλλά και όψιμο κληρονόμο της ρωμαϊκής νεωτερικής στροφής. Ως γνώμονας ανάγνωσης, η επιγόνικότητα είναι και άμεση συνάρτηση των σημαντικών κοινωνικο-πολιτικών μετατοπίσεων οι οποίες, έστω και έμμεσα, διαμορφώνουν τη ρητορική της οβιδιακής ερωτικής ελεγείας. Στην πρόσφατη μελέτη του σχετικά με τις συνθήκες καλλιέργειας και ανάπτυξης της ερωτικής ελεγείας στα ύστερα χρόνια της Δημοκρατίας και κατά την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο, ο Paul Allen Miller (Subjecting Verses: Latin Love Elegy and the Emergence of the Real, Πρίνστον 2004), διατύπωσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερώτημα: συγκεκριμένα εξετάζει διεξοδικά για ποιο λόγο το ελεγειακό είδος υπήρξε τόσο βραχύβιο, διανύοντας μια τροχιά μόλις σαράντα ετών, αν τοποθετήσουμε την εμφάνιση της ερωτικής ελεγείας το 50 π.χ με τους Amores του Κορνήλιου Γάλλου και θεωρήσουμε ως τελευταίο δείγμα του είδους τη δεύτερη έκδοση, λίγο μετά το 7 π. Χ, των Amores του Οβιδίου. 1 1 Το ζήτημα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν αναλογιστούμε ότι άλλα λογοτεχνικά είδη όπως το έπος (από τον Έννιο έως τον Στάτιο) και η σάτιρα (Λουκίλιος έως Γιουβενάλης) καλλιεργήθηκαν μέσα σε σαφώς μεγαλύτερο χρονολογικό άνυσμα. Για να απαντήσει ο Miller στο ερώτημα διεξάγει τον ερμηνευτικό του λόγο σε τρία επίπεδα χρησιμοποιώντας, αντίστοιχα, όρους που εισήγαγε στη σύγχρονη ψυχανάλυση ο Jacques Lacan- το Φαντασιακό (η εικόνα που έχει σχηματίσει ο άνθρωπος για τον εαυτό του και προβάλλει προς τα έξω), το Συμβολικό (η υποταγή/προσαρμογή της εικόνας αυτής στους κανόνες και τους κώδικες της πραγματικότητας, όπως π.χ. η γλώσσα) και το Πραγματικό. Το τελευταίο δεν αφορά την πραγματικότητα, αλλά είναι ό,τι ακριβώς δεν εμπίπτει στις προηγούμενες κατηγορίες και τις περιορίζει δραστικά. Ακριβέστερα, είναι ό,τι αδυνατεί κανείς είτε να φανταστεί 13
Ο Miller υποστηρίζει ότι ο ελεγειακός ποιητής που βιώνει τις αβεβαιότητες και τις ανακατατάξεις της μετάβασης στην αυγούστεια τάξη πραγμάτων νιώθει την ανάγκη να επαναπροσδιορίσει το ιδεολογικό του στίγμα ανάμεσα στην περίοδο της Δημοκρατίας και το καθεστώς που ανατέλλει ύστερα από το τέλος των εμφυλίων πολέμων. Η ανάγκη αυτή στον Προπέρτιο μπορεί να εκφράζεται με μια σειρά «βαρύγδουπες» recusationes ή με την προκλητική διαφήμιση: laus in amore mori αντί τoυ παραδοσιακού laus pro patria mori, ενώ στον Τίβουλλο η αντίδραση φαίνεται να παίρνει την πιο ήπια μορφή της «επιστροφής στη φύση». Πιστεύουμε ότι για τον Οβίδιο τα πράγματα ήταν πιο «κρίσιμα» για δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι ότι ο ποιητής αυτός, που ονομάστηκε «παιδί της ειρήνης» (σε αντίθεση με τους μεγάλους αυγούστειους ποιητές που χαρακτηρίστηκαν «παιδιά του χάους»), δεν αντιμετώπισε ποτέ τις έντονες μεταβατικές «συγκινήσεις» που έκαναν την προηγούμενη ποιητική γενιά λίγο-πολύ αμφίθυμη απέναντι στην πραγματικότητα που δημιούργησε η αυγούστεια «επανάσταση». Το αποτέλεσμα ήταν ότι μπορούσε να θεωρεί ως δεδομένες, καταστάσεις που προβλημάτιζαν έντονα τους ομοτέχνους του δύο και τρεις δεκαετίες νωρίτερα, και συνεπώς είχε τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθεί παικτικά και ειρωνικά από τα ζητήματα ηθικής, κοινωνικής και ιδεολογικής τάξης που προκύπτουν από την επίσημη πολιτική του καθεστώτος. Ο δεύτερος λόγος, που συνδυάζεται στενά (και αρμονικά) με τον πρώτο ήταν η ετοιμοπαράδοτη, ώριμη και οικεία ρητορική του ελεγειακού ερωτικού είδους που επέβαλλε, με τη σειρά της, κινήσεις απόκλισης, ανανέωσης και αν-οικείωσης. Όπως υπαινιχθήκαμε και πιο πάνω, η ωρίμανση και το οικείο του ελεγειακού ερωτικού λόγου ήταν εν πολλοίς ζήτημα «κορεσμού», τόσο από την πλευρά του δημιουργού όσο και, κυρίως, από εκείνη του αναγνώστη. Θα λέγαμε ότι συνολικά η ποιητική των Amores είναι συνδυασμός δύο στενά αλληλοεξαρτώμενων παραγόντων: από τη μία, όπως ήδη σημειώσαμε, βρίσκεται η ιδιότυπη οντολογική αρχή της ψευδαίσθησης και από την άλλη η ειρωνική, παιγνιώδης και με παρωδικό τρόπο εκμετάλλευση αυτού του «κορεσμού». Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Οβίδιος των Amores μιλάει πολύ πιο συστηματικά, σχεδόν υστερικά, για έρωτα τη στιγμή που το «ερωτικό (Φαντασιακό) είτε να εκφράσει (Συμβολικό). Ο Miller χρησιμοποιεί το θεωρητικό υπόβαθρο της παραπάνω ορολογίας προκειμένου να εντάξει τον ελεγειακό εραστή-ποιητή στο κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό πεδίο των αντιθέσεων και αντιπαραθέσεων της κοσμοκράτειρας Ρώμης και, ακολούθως, να απαντήσει στο προηγούμενο ερώτημα. Είναι προφανές ότι τόσο για τον ίδιο όσο και για τους περισσότερους σύγχρονους αναγνώστες είναι αρκετά περιοριστική, αν όχι εσφαλμένη, η παλαιότερη άποψη του Gordon Williams (Tradition and Originality in Roman Poetry, Οξφόρδη 1968: 540) πως ο περίφημος νόμος του Αυγούστου (Lex Iulia de adulteriis coercendis) για την περιστολή των χαλαρών ερωτικών ηθών και της μοιχείας, συρρίκνωσε σημαντικά τη θεματολογία της ερωτικής ελεγείας και συντέλεσε καίρια στην σταδιακή παρακμή της. Ο Williams όχι μόνο δεν έλαβε υπ όψιν του το γεγονός ότι η δεύτερη έκδοση των Amores που διαθέτουμε σήμερα πραγματοποιήθηκε σχεδόν δέκα χρόνια μετά τη θέσπιση του νόμου και, όπως θα διαπιστώσουμε (Αm. 2. 19, 3. 4), εξακολουθεί να τον ειρωνεύεται υπαινικτικά, αλλά -και εδώ έγκειται κυρίως το σφάλμα του- θεωρεί δεδομένο το οντολογικό status των ελεγειακών ερωμένων του Προπέρτιου, του Τίβουλλου και του Οβιδίου. 14
πάθος», (όπως το σκηνοθέτησαν πριν από αυτόν ο Κάτουλλος, ο Προπέρτιος και ο Τίβουλλος) μοιάζει να είναι πολύ πιο οικείο και ρητορικά επεξεργασμένο για να είναι «βιωματικό», «πειστικό», «αυθεντικό» ή «πραγματικό». Η επεξεργασία αυτού του θεμελιακού παράδοξου (κορεσμός ερωτικού λόγου - απομείωση του «αυθεντικού βιώματος») είναι ταυτόσημη με τη βαθύτερη ποιητική των ελεγειών των Amores. Είναι προφανές ότι το τελικό αποτέλεσμα (δραματική αύξηση της μεταγλώσσας, του ειδολογικού στοχασμού και της αυτοστοχαστικής ειρωνείας, δραματοποίηση των ίδιων των συμβάσεων του ερωτικού λόγου, παικτική «κυριολεκτικοποίηση» των ερωτικών μεταφορών, εξαντλητική και συστηματική «ταυτοποίηση» οικείων τόπων, χαρακτήρων και καταστάσεων κλπ) δεν θα μπορούσε να ενθουσιάσει τους αναγνώστες που προτιμούν το πιο «αυθεντικό» συναισθηματικό θέατρο του Τίβουλλου και του Προπέρτιου πόσο μάλλον του Κάτουλλου. Ασφαλώς, το πιο περίοπτο θύμα αυτής της οβιδιακής μετατόπισης είναι η ίδια η ελεγειακή puella. Παρόλο που το οντολογικό status της «επίσημης αγαπημένης» της ρωμαϊκής ελεγείας εμφανίζεται ήδη με ποικίλους τρόπους διακυβευμένο κυρίως στον Προπέρτιο, ο Οβίδιος είναι αυτός που τελικά θα αφήσει τη δική του «Κορίννα» μετέωρη ανάμεσα στην κατάσταση της «δημόσιας» γυναίκας-εταίρας και σ εκείνη της «δημοσιευμένης» ελεγειακής ηρωίδας (Am. 3. 12). Κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση στους προηγούμενους ελεγειακούς υποδεικνύει ήδη η σημαντική μελέτη της M. Wyke, η οποία (κάποτε με σχηματικό τρόπο, είναι αλήθεια) διαβάζει τις ελεγειακές γυναίκες όχι ως αυθεντικά υποκείμενα «με σάρκα και οστά» αλλά ως μεταφορές που ενσωματώνουν τις αισθητικές, ιδεολογικές και εν τέλει ειδολογικές επιλογές των ρωμαίων ελεγειακών. H scripta puella της M. Wyke μπορεί ασφαλώς να ερμηνεύει μια σειρά από ελεγείες, κυρίως του Προπέρτιου, στην πραγματικότητα όμως αντιστοιχεί πολύ περισσότερο προς την «πραγματικότητα» ή τις «πραγματικότητες» που διαχειρίζεται η οψιμότερη, επιγονική γραφή των Amores. Άλλωστε, η αναγνωστική μας γραμμή, ενώ αποδέχεται τη διάσταση της μυθοπλασίας κειμενικότητας που δηλώνει το scripta, θεμελιώνεται σε μια ζωτική διάκριση (που δεν κάνει καθαρά η Wyke) ανάμεσα στο ρητορικά «πειστικό» πάθος της ερωτικής ελεγείας του Προπέρτιου και του Τίβουλλου, από τη μία πλευρά, και στη συστηματική υπονόμευση αυτής της πειστικότητας από την οβιδιακή ερωτική ρητορική, από την άλλη. Στο κύριο σώμα της εργασίας, οι αναγνώσεις μας ακολουθούν τη σειρά των βιβλίων της συλλογής καθώς και τη σειρά των επιμέρους ελεγειών μέσα σε κάθε βιβλίο. Προσπαθήσαμε να αποφύγουμε κατά το δυνατόν τις επικαλύψεις που μοιραία προκύπτουν από αυτήν την οργάνωση του υλικού. Για τον ίδιο λόγο, και προς διευκόλυνση του αναγνώστη, ομαδοποιούμε στην εισαγωγή αυτής τις ελεγείες εκείνες που εμφανίζουν συνάφεια ως προς τη θεματική δομή τους αλλά και που 15
δίνουν αφορμή για παράλληλες αναγνώσεις. Το σχήμα των τεσσάρων ομάδων που περιγράφονται συνοπτικά στο τμήμα αυτό ελπίζουμε ότι θα βοηθήσει τον αναγνώστη να τοποθετεί την ελεγεία που διαβάζει κάθε φορά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς: 1. Μια σημαντική κατηγορία ελεγειών είναι αυτή όπου ο Οβίδιος πραγματεύεται με εξαντλητικό τρόπο μερικούς από τους πιο διαδεδομένους ερωτογραφικούς τόπους. Εδώ ανήκουν οι προγραμματικές recusationes (Am. 1.1, 2. 1, 3. 1), το παρακλαυσίθυρο της Am. 1. 6, η militia amoris της Am. 1. 9, το προπεμπτικό της Am. 2. 11, το αφιερωματικό της Am. 2. 15, η renuntiatio amoris των Am. 2. 9 και 3. 11 αλλά και οι ελεγείες με θέμα την απληστία (Am. 1. 10) ή την απιστία της puella (Am. 3. 3). Χαρακτηριστικός στις ελεγείες αυτές είναι ο ειρωνικός τρόπος με τον οποίο ο Οβίδιος συσσωρεύει και εξαντλεί ένα ευρύ φάσμα συμβατικών καταστάσεων που είναι οικείες στον ελεγειακό ερωτικό λόγο. Κυριολεξία και μεταφορά είναι ιδιαίτερα αισθητές σε όλες τις ελεγείες της ομάδας. 2. Σε μια άλλη ομάδα ελεγειών ο Οβίδιος μιμείται ή διασκευάζει συγκεκριμένα ποιήματα των προκατόχων του. Εδώ κατατάσσονται π.χ. οι ελεγείες Am. 1. 11 / 1. 12, Am. 2. 10, Am. 2. 11 και 2. 12 που παραπέμπουν ευθέως σε ελεγείες του Προπέρτιου, η 3. 11 β που διασκευάζει το περίφημο Odi at αmo του Κατούλλου και, βεβαίως, το επικήδειον της Am. 3. 9 για τον Τίβουλλο, όπου ο Οβίδιος θρηνεί με καθαρά τιβουλλικό τρόπο τον θάνατο του ομοτέχνου του. Το άμεσα αναγνωρίσιμο διακειμενικό πλέγμα στις ελεγείες αυτές επιτρέπει στον αναγνώστη να «διαβάσει» πιο καθαρά τις ειρωνικές μεταγλωσσικές τροπές του οβιδιακού λόγου. 3. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ελεγείες όπου εμφανίζονται μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του ελεγειακού κόσμου όπως η γριά προαγωγός (lena -Am. 1.8), ο φύλακας (custos -Am. 2. 2 / 2.3), ο vir (Am. 2. 19, 3. 4) και η υπηρέτρια της puella (Αm. 2. 7-2. 8). Στις τρεις πρώτες περιπτώσεις, πέρα από την «καρικατουρίστικη» σκιαγράφηση των χαρακτήρων, υπάρχει πάντα μια δομική ειρωνεία που συνίσταται στο ότι τα υποτιθέμενα εμπόδια, που δημιουργούν οι συγκεκριμένοι πρωταγωνιστές ανάμεσα στον εραστή και την puella, λειτουργούν, σε μεταποιητικό επίπεδο, ως κίνητρα του ελεγειακού λόγου (discourse). Αυτό ακριβώς υπονοεί ο εραστής ποιητής όταν, για παράδειγμα, απευθύνεται προς τον vir στην Am. 2. 19 και του ζητά προκλητικά να αυξήσει την επιτήρησή του στην puella. Από την άλλη πλευρά, είναι φανερό ότι όταν ο vir (στην 3. 4), ο custos και η lena γίνουν υπερβολικά σκληροί ή κυνικοί τότε δέχονται και πάλι τα πυρά του εραστή ποιητή επειδή ακριβώς απειλούν να ακυρώσουν το βασικό ερωτικό 16
σενάριο που θα επιτρέψει στον ποιητή να προεκτείνει με τους «δικούς του όρους» την ελεγειακή του ρητορική επειδή, με άλλα λόγια, απειλούν, δεν κατανοούν ή δεν συμμερίζονται τον μηχανισμό του ψεύδους, ψευδαίσθησης και αυταπάτης που συντηρεί την οβιδιακή ερωτική γραφή. Η «ηθική» της οβιδιακής ελεγείας είναι, δηλαδή, ζήτημα ορθής ειδολογικής γραμματικής και μόνο αυτό: τόσο η puella όσο και όλα τα εμπλεκόμενα «πρόσωπα του δράματος», αλλά και ο ίδιος ο «συγγραφέας», κρίνονται ανάλογα με τον βαθμό που κατανοούν τις ανάγκες του ελεγειακού κώδικα. Το «ειδικότερο μάθημα» της ομάδας αυτής ελεγειών είναι ότι δραματικά πρόσωπα και αναγνώστες πρέπει να μάθουν να θεωρούν αληθινό ό,τι εγγυάται την εύρυθμη λειτουργία του ελεγειακού λόγου. 4. Διαφορετική είναι η περίπτωση του dives amator στην Am. 3. 8, η οποία εντάσσεται στην ομάδα ελεγειών με ποιητολογικό κυρίως περιεχόμενο. O πλούσιος αντίζηλος δεν αποτελεί απειλή για τον εραστή-ποιητή σε δραματικό μόνο επίπεδο, επειδή δηλαδή διεκδικεί με ευνοϊκούς όρους τον έρωτα της puella, αλλά και σε μεταποιητικό, στο βαθμό τουλάχιστο που είναι «ασύμβατος» με το φανερά καλλιμαχικό μοτίβο της φτώχειας του ποιητή. Το ίδιο «ασύμβατη» είναι η απληστία της puella στην Αm. 1. 10 αλλά και ο υπερβολικός καλλωπισμός στην Αm. 1. 14. Εξίσου αντικαλλιμαχική, όμως, είναι ακόμα και η ορμή του ποταμού της Am. 3. 6 που εμποδίζει την πρόσβαση του εραστή στην puella. Στις ελεγείες αυτές, όπως άλλωστε και στις σφραγίδες της συλλογής (Am. 1. 15, 3. 15), θα φανεί τελικά ότι ο Οβίδιος ήταν και παρέμεινε πιστός υπέρμαχος του καθαρού νεωτερικού λόγου, τον οποίον συχνά υπερασπιζόταν στο πρόσωπο του Καλλίμαχου. Ειδικά στις σφραγίδες, τα ονόματα των ρωμαίων νεωτερικών ποιητών που μνημονεύονται δείχνουν πως ο ποιητής διατηρούσε στενή σχέση και επαφή με την αλεξανδρινή ποιητική παράδοση στη Ρώμη, αν και φαίνεται πως είχε συνειδητοποιήσει ενδόμυχα ότι καλλιμαχισμός και η νεωτερική γραφή διένυαν πλέον μια κρίσιμη και οριστική καμπή (βλ. Am. 1. 15, 2. 4). Τόσο οι σφραγίδες αυτές όσο και οι προγραμματικές ελεγείες της συλλογής μαρτυρούν μια ενσυνείδητη τάση (συνοδευόμενη όμως τώρα από μια κριτική στάση απέναντι στη νεωτερική γραφή) αναβολής επικών και μεγαλόπνοων ποιητικών εγχειρημάτων για χάρη της «λεπταλέης» Μούσας. Οι υπόλοιπες ελεγείες μπορούν λίγο πολύ να ενταχθούν σχηματικά σε μια από τις παραπάνω κατηγορίες, τα όρια των οποίων, όπως είναι ευνόητο, δεν είναι στεγανά. Ωστόσο, αυτό που προέχει εισαγωγικά να τονιστεί είναι ότι όλες οι ελεγείες όλων των ομάδων, με ελάχιστες εξαιρέσεις, προδίδουν τον ελεγειακό ποιητή που 17
«πήρε στα χέρια του ένα λογοτεχνικό είδος που διέθετε ήδη έναν καλά επεξεργασμένο κώδικα και αναγνωρίσιμες ειδoλογικές συμβάσεις» διαισθάνθηκε την επαπειλούμενη εξάντληση της ελεγειακής γραφής και φρόντισε να το «γλεντήσει», θεματοποιώντας ουσιαστικά τον ελεγειακό κώδικα καθ εαυτόν. Η ειρωνεία που βρίσκεται στη βάση αυτής της επιλογής δεν είναι απλώς «εξωτερικό συμβεβηκός» των Amores αλλά το πιο ορατό σύμπτωμα της «επιγονικής» αμηχανίας που μας έδωσε την τελευταία και καταληκτική ελεγειακή ερωτική συλλογή της ρωμαϊκής γραμματείας. Το κείμενο που παραθέτουμε ακολουθεί κατά κανόνα τη στερεότυπη έκδοση της Οξφόρδης από τον Ε. J. Κenney (P. Ovidi Nasonis Amores, Medicamina Faciei Femineae, Ars Amatoria, Remedia Amoris, Οξφόρδη 1961). Λαμβάνουμε όμως κατά τόπους υπ όψιν και τις προτάσεις του Mc Keown στην πιο πρόσφατη σχολιασμένη έκδοση των Amores (J. C. Mc Keown, Ovid: Amores, 1 ος τόμ., κείμενο και προλεγόμενα, Λίβερπουλ 1987). Οι περιλήψεις που έχουν προστεθεί πριν από τις αναλύσεις των ελεγειών στοχεύουν να αποδώσουν κατά το δυνατό βαθμό το σενάριο της ελεγείας προς διευκόλυνση του αναγνώστη, δίχως να τον προκαταβάλουν για τον ερμηνευτικό σχολιασμό που επίκειται. Οι τίτλοι στα λατινικά των ελεγείων προέρχονται από τη μεταφρασμένη έκδοση των Amores του 16 αι. από τον Christopher Marlowe (http://www.classic-literature.co.uk/british-authors/16thcentury/christophermarlowe/ovids-elegies/) Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβλήθηκε, ώστε η ανάλυση κάθε ελεγείας να αποτελεί μια σχετικά αυτόνομη ενότητα. «Παρενέργεια» αυτής της τακτικής είναι ένας βαθμός επανάληψης ορισμένων βασικών ερμηνευτικών θέσεων ή αρχών από ελεγεία σε ελεγεία, ελπίζουμε, ωστόσο, ότι ακόμη και ο αναγνώστης που θα διαβάσει μεγάλα τμήματα της εργασίας θα διαπιστώσει ότι τέτοιου είδους επαναλήψεις βρίσκονται γενικά «υπό έλεγχο». Για τον λόγο αυτό, και κατά «παράβαση» της συγγραφικής πρακτικής, κρίθηκε επίσης σκόπιμο η διατριβή να μην περιέχει τον «παραδοσιακό» επίλογο, διότι στην περίπτωση αυτή οι επικαλύψεις θα ήταν αναπόφευκτες και, πιθανότατα, οχληρές. Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις άλλων μελετητών που βασίζονται σε παραδοσιακότερους τρόπους ανάγνωσης (π.χ. αναζήτηση βιωματικής αλήθειας) ή προτείνουν διαφορετικές εμφάσεις (π.χ. ερμηνεία των μυθολογικών παραδειγμάτων) αναφέρονται επιγραμματικά μόνο στις υποσημειώσεις. Στον χώρο των υποσημειώσεων τοποθετούνται επίσης συνοπτικά και όσα «γνωστά» στοιχεία μυθολογικού, πολιτικού ή νομοθετικού ενδιαφέροντος περιλαμβάνονται στις ελεγείες και είναι απαραίτητα στον αναγνώστη για την κατανόηση τους. Ασφαλώς, υπάρχουν πολλά μυθολογικά exempla τα οποία παρά το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν από 18
ερμηνευτική σκοπιά, δεν βρίσκονται στον θεματικό πυρήνα της διατριβής και, συνεπώς, δεν απασχόλησαν τις επιμέρους αναλύσεις. Τα ελληνικά και λατινικά παραθέματα δίνονται σύμφωνα με την ηλεκτρονική έκδοση του Thesaurus Linguae Graecae et Latinae και τις στερεότυπες εκδόσεις που αυτή ακολουθεί. Για τις συντομογραφίες των περιοδικών δημοσιεύσεων ακολουθείται το σύστημα του L Année Philologique, ενώ οι συντομογραφίες των ελλήνων και λατίνων ποιητών γίνονται με βάση τη β έκδοση του Oxford Classical Dictionary (Οξφόρδη 1970). Στο τέλος του ερμηνευτικού σχολιασμού κάθε ελεγείας παρατίθεται η βιβλιογραφία (κυρίως άρθρα σε περιοδικά) που αφορά, αποκλειστικά ή σε σημαντικό βαθμό, τη συγκεκριμένη ελεγεία. Στον χώρο των υποσημειώσεων, όμως, γίνεται συχνά παραπομπή και σε άλλα παρεμφερή άρθρα ή μελέτες, τα πλήρη στοιχεία των οποίων καταγράφονται στον συγκεντρωτικό βιβλιογραφικό κατάλογο που υπάρχει στο τέλος της εργασίας. Για όποια αβλεπτήματα και λάθη, την ευθύνη ασφαλώς φέρει αποκλειστικά ο συγγραφέας. Οι αναγνώστες θα δείξουν σίγουρα μεγαλύτερη ανοχή και κατανόηση αν θυμηθούν ένα από τα λίγα δίστιχα του Οβιδίου που μπορεί κανείς να πάρει στα σοβαρά: nec leuis ingenuas pectus coluisse per artes cura sit et linguas edidicisse duas Ars Amatoria 2.121-2 19
20