Άτομα με αναπηρία: συνεκπαίδευση
1. Ενσωμάτωση: ο όρος ενσωμάτωση (mainstreaming) εμφανίστηκε ως εφαρμογή της αρχής της ομαλοποίησης, αρχικά στις Σκανδιναβικές χώρες και στη συνέχεια και στις Η.Π.Α. Στόχευε στην ενίσχυση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και στην παροχή κατάλληλων εμπειριών στα παιδιά με ειδικές ανάγκες, με στόχο την ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία (Salend, 1990: 10-12). 12). Αναφέρεται στην εκπαίδευση μαθητών με ειδικές ανάγκες στο γενικό σχολείο μαζί με μαθητές χωρίς ειδικές ανάγκες και στην παροχή βοήθειας από ειδικό παιδαγωγό, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Χρησιμοποιήθηκε στις Η.Π.Α.,., στον Καναδά και στην Αυστραλία ενώ ως αντίστοιχος όρος σε χώρες της Ευρώπης χρησιμοποιήθηκε η ένταξη (integration): τοποθέτηση των παιδιών με ειδικές ανάγκες στα υπάρχοντα σχολεία, προκειμένου να βρίσκονται στις ίδιες εγκαταστάσεις, να επωφελούνται από τους ίδιους οικονομικούς πόρους και να διδάσκονται με βάση το ίδιο αναλυτικό πρόγραμμα με τους συνομηλίκους τους του συνηθισμένου σχολείου (Tilstone,, 2000: 225; Yoshida & Ketzenberger,, 2000: 1132). Οι μαθητές με ειδικές ανάγκες πρέπει να απομακρυνθούν από τα ειδικά σχολεία ή τα ιδρύματα και να τοποθετηθούν σε γενικές τάξεις με στόχο την επίτευξη όχι μόνο της φυσικής ένταξης (δηλαδή της παρουσίας τους μέσα στην τάξη), αλλά και της ένταξης σε ακαδημαϊκό και κοινωνικό επίπεδο (http: http://www.sedl.org).
2. Το μοντέλο της ένταξης/ενσωμάτωσης ύστερα από μια δεκαπενταετή εφαρμογή σε διάφορες χώρες, από το 1980 και εξής (Τζουριάδου,, 1995: 41) παρουσίασε αδυναμίες επειδή υποστήριζε την προσαρμογή των μαθητών με ειδικές ανάγκες στο υπάρχον αναλυτικό πρόγραμμα και σε μια δεδομένη εκπαιδευτική κατάσταση. Υποστηρίχτηκε ότι οδηγεί στην άρνηση της διαφορετικότητας των ατόμων με αναπηρίες (Σούλης, 2002: 325-326), 326), δημιουργώντας έναν υβριδικό επιπολιτισμό και στην ουσία δεν συνέβαλε στην αναμόρφωση των κοινωνικών δομών μέσω των κοινωνικών στάσεων (Ζώνιου- Σιδέρη,, 2000: 39-41).
Η κριτική αυτή οδήγησε σταδιακά στη διαμόρφωση της έννοιας της συνεκπαίδευσης (inclusive education). στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οπότε η αναπηρία επαναπροσδιορίστηκε ως κοινωνικός ρατσισμός και κοινωνική αδικία. όθηκε έμφαση στην ενδυνάμωση των αναπήρων και στον αγώνα τους για κοινωνική συμμετοχή. Ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, η ισοτιμία, η συμμετοχή και η πρόσβαση σε όλους τους τομείς της ζωής αποτέλεσαν αντικείμενο των διεκδικήσεών τους (Λαμπροπούλου & Παντελιάδου,, 2000: 162-163). 163).
Σημαντικό βήμα για την προώθηση της συνεκπαίδευσης αποτέλεσε η υπογραφή από ενενήντα δύο κυβερνήσεις και είκοσι πέντε διεθνείς οργανισμούς, το 1994, με πρωτοβουλία της UNESCO, της διακήρυξης της Σαλαμάνκα με θέμα «Αρχές, Πολιτική και Πρακτικές στην Ειδική Αγωγή». Η ιακήρυξη αυτή είχε ως όραμα την «Εκπαίδευση για όλους» (Στέφα,, 2001: 70) και θεωρούσε ότι το σχολείο πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των παιδιών. Έτσι, πρότεινε την αναπροσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων των διαφόρων χωρών και των προγραμμάτων εκπαίδευσης που εφαρμόζονται σε αυτές, ώστε να ανταποκριθούν στα χαρακτηριστικά, τα ενδιαφέροντα, τις ικανότητες και τις μαθησιακές ανάγκες του κάθε παιδιού (UNESCO, 2004: 83).
Η συνεκπαίδευση βασίζεται στην άποψη ότι όλοι οι μαθητές αποτελούν ισότιμα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας και ότι η ανομοιογένεια λειτουργεί και χρησιμοποιείται προς όφελος όλων. Οι μαθητές με ειδικές ανάγκες είναι φυσικά μέλη της γενικής τάξης σε μια διαρκή βάση. Στην περίπτωση της συνεκπαίδευσης, οι πόροι, οι εγκαταστάσεις και το πρόγραμμα διδασκαλίας πρέπει να προσαρμόζονται στις ανάγκες του κάθε μαθητή και όχι το αντίστροφο. Η συνεκπαίδευση υποστηρίζει ότι η διαφορετικότητα δεν αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στη μάθηση, αλλά μέσο που ευνοεί την απόκτηση πολιτιστικών εμπειριών και στοχεύει στην κοινωνικοποίηση των παιδιών όχι μόνο στο χώρο του σχολείου, αλλά και στην ευρύτερη ζωή της κοινότητας (Σούλης,, 2002: 327).