1 Πέμπτη Διάλεξη Ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και πληρωμών Εισαγωγικά Η αρχική ρύθμιση της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 67) περιόριζε την υποχρέωση της απελευθέρωσης της κυκλοφορίας κεφαλαίων, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, μόνο στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και στο μέτρο που ήταν αναγκαίο για την καλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, ενώ ταυτόχρονα την υπέβαλλε σε ένα πλέγμα διασφαλιστικών ρητρών. Στη συνέχεια το άρθρο 56 της συνθήκης ΕΚ (όπως αναθεωρήθηκε από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ), το οποίο αριθμείται πλέον, ως άρθρο 63 της ΣΛΕΕ απαγορεύει με διατάξεις αμέσου εφαρμογής οποιοδήποτε περιορισμό της κίνησης κεφαλαίων, τόσο μεταξύ των κρατών μελών, όσο και μεταξύ των κρατών μελών και των τρίτων χωρών. Η διάταξη αυτή απαγορεύει επίσης και όλους τους περιορισμούς στις πληρωμές μεταξύ κρατών μελών και μεταξύ κρατών μελών και τρίτων χωρών. Ο γενικός αυτό κανόνας υπόκειται στις εξαιρέσεις του άρθρου 65. Ταυτόχρονα το άρθρο 64 της Συνθήκης επιτρέπει την διατήρηση των περιορισμών που υφίσταντο στις 31-12-1993, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης ή των κρατών μελών, έναντι τρίτων χωρών σχετικά με κινήσεις κεφαλαίων από και προς τρίτες χώρες που αφορούν άμεσες επενδύσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται οι επενδύσεις σε ακίνητα, εγκατάσταση και παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών ή εισδοχή τίτλων σε κεφαλαιαγορές, ενώ το άρθρο 66 της Συνθήκης προβλέπει τη δυνατότητα λήψης από το Συμβούλιο περιοριστικών μέτρων, προσωρινής διάρκειας μέχρι εξ μηνών, στις κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμών έναντι των τρίτων χωρών, στο μέτρο που τα περιοριστικά αυτά μέτρα διασφάλισης είναι απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση σοβαρών δυσχερειών που μπορούν να προκληθούν, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, στην λειτουργία της ΟΝΕ από την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων.
2 A. Πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63 της Συνθήκης Η διάταξη του άρθρου 63 της Συνθήκης επιτάσσει την απελευθέρωση κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών μεταξύ των κρατών μελών, χωρίς όμως να δίνει και τους σχετικούς ορισμούς. Εν τούτοις, καθόσον το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει κατ ουσία το περιεχόμενο του άρθρου 1 της προαναφερόμενης Οδηγίας 88/361 του Συμβουλίου, η προσαρτημένη στην Οδηγία αυτή ονοματολογία των «κινήσεων κεφαλαίων» και οι σχετικοί ορισμοί της έννοιας αυτής διατηρούν, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τη σημασία τους, έστω και αν η εν λόγω Οδηγία εκδόθηκε με άλλη νομική βάση, ήτοι τα άρθρα 69 και 70 παρ.1 της Συνθήκης ΕΟΚ, τα οποία αντικαταστάθηκαν με την Συνθήκη του Μάαστριχτ από τα άρθρα 56 έως 60 της ΣΕΚ, ήδη άρθρα 63 και επόμενα της ΣΛΕΕ. Στην ονοματολογία των κινήσεων κεφαλαίων, που αναφέρονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 της ως άνω Οδηγίας, περιλαμβάνεται μια μη εξαντλητική λίστα που καθορίζει διάφορες κατηγορίες κίνησης κεφαλαίων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι άμεσες επενδύσεις (δηλαδή αυτές που συνδέονται με την δημιουργία και επέκταση υποκαταστημάτων ή νέων επιχειρήσεων, τη χορήγηση μακροπρόθεσμων δανείων, τη συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο εταιριών, κλπ), οι επενδύσεις σε ακίνητα, οι πράξεις επί τίτλων, οι οποίοι είναι συνήθως διαπραγματεύσιμοι στο χρηματιστήριο, οι πράξεις σε τρεχούμενους λογαριασμούς και οι καταθέσεις σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, η κίνηση κεφαλαίων σε σχέση με ασφαλιστήρια συμβόλαια και οι κινήσεις κεφαλαίων προσωπικού χαρακτήρα (δάνεια, δωρεές και χορηγήσεις, προίκες, κληρονομιές κ.λ.π). Ειδικά ως προς τις κινήσεις κεφαλαίων προσωπικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα δάνεια, οι κληρονομιές ή οι δωρεές ή και κάθε ανάλογη μορφή μεταφοράς κεφαλαίων (που συντελείται με την μεταφορά οικονομικής αξίας) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63 της Συνθήκης, εκτός αν τα συστατικά στοιχεία των σχετικών συναλλαγών είναι συγκεντρωμένα εντός και μόνο ενός κράτους μέλους, ήτοι ελλείπει ο διασυνοριακός χαρακτήρας της ελεγχόμενης συναλλαγής. Η κίνηση των κεφαλαίων διακρίνεται από τις τρέχουσες πληρωμές. Όπως έκρινε σχετικά το Δικαστήριο στην υπόθεση Luisi Carbone 1 «.οι τρέχουσες πληρωμές είναι μεταβιβαστικές πληρωμές ξένου συναλλάγματος που αποτελούν την πληρωμή σε ένα πλαίσιο μιας υποκείμενης συναλλαγής, ενώ οι κινήσεις κεφαλαίων είναι μεταβιβαστικές λειτουργίες (χρηματοπιστωτικές πράξεις ) που αναφέρονται σε επενδύσεις των υπό εξέταση κεφαλαίων παρά στη πληρωμή μιας υπηρεσίας.». Ως περιοριστικά μέτρα της κίνησης κεφαλαίων, τα οποία υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 63 της Συνθήκης, νοούνται τα κρατικά μέτρα, τα οποία έχουν 1 Απόφαση ΔΕΚ, 31-1-1984, Luisi Carbone, υποθέσεις C-286/82 και C-26/83,Συλλ. 1984,σελ.377
3 ως αντικείμενο, είτε την άμεση ρύθμιση της διασυνοριακής κυκλοφορίας των κεφαλαίων (π. χ συναλλαγματικοί περιορισμοί), είτε επηρεάζουν τη διασυνοριακή ροή των κεφαλαίων. Αντίθετα δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της εξεταζόμενης διάταξης τα μέτρα εκείνα που έχουν υπερβολικά έμμεσο και υποθετικό χαρακτήρα, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως ικανά να ανακόψουν ή να εμποδίσουν τις ενδοκοινοτικές κινήσεις κεφαλαίων και πληρωμών. Έτσι, τα υπαγόμενα στο πεδίο ελέγχου της υπό εξέτασης διάταξης περιοριστικά μέτρα μπορεί να είναι ακόμη και φορολογικής φύσεως ή να έχουν οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο ρύθμισης, αρκεί να δυσχεραίνουν καθ οιονδήποτε τρόπο την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων. Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Brugnoni 2, o σκοπός των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης περιλαμβάνει την ελαχιστοποίηση των διοικητικών εμποδίων που, αν και δεν παίρνουν τη μορφή συναλλαγματικών εξουσιοδοτήσεων ή αδειών, εν τούτοις αποτελούν εμπόδιο στην ευρύτερη φιλελευθεροποίηση της κίνησης των κεφαλαίων που είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων της Ένωσης. Συνεπώς κάθε κρατικό μέτρο που είναι ικανό να επηρεάσει την διασυνοριακή ροή κεφαλαίων, όπως για παράδειγμα μέτρα που αποθαρρύνουν τους κατοίκους κράτους μέλους από το να συνάπτουν δάνεια ή να προβαίνουν σε επενδύσεις σε άλλα κράτη μέλη, συνιστούν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων. 3 Στο πεδίο ελέγχου του άρθρου 63 της Συνθήκης εμπίπτουν, όχι μόνο οι κρατικές ρυθμίσεις που εισάγουν φανερές ή κρυφές διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και οι αδιακρίτως εφαρμοζόμενες ρυθμίσεις, οι οποίες έχουν επιπτώσεις στη διασυνοριακή ροή κεφαλαίων. Έτσι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διάταξη του άρθρου 63 της Συνθήκης είναι εφαρμοστέα σε κρατικές ρυθμίσεις που απαγορεύουν τη σύσταση υποθήκης (ως εμπράγματης ασφάλειας δανείου) σε αλλοδαπό νόμισμα ή σε ρυθμίσεις που υποβάλλουν σε τέλος χαρτοσήμου τις πιστωτικές συμβάσεις εν γένει, είτε καταρτίζονται στην ημεδαπή, είτε καταρτίζονται στην αλλοδαπή. 4 Κατά τον ίδιο τρόπο έχει κριθεί ότι εμπίπτουν στο πεδίο ελέγχου της εν λόγω διάταξης της Συνθήκης το καθεστώς που προβλέπει την διατήρηση από το κράτος σε περίπτωση ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων προνομιούχων μετοχών (των αποκαλούμενων golden shares), οι οποίες, ανεξάρτητα από το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν στο μετοχικό κεφάλαιο, παρέχουν ειδικά δικαιώματα επέμβασης στη διοίκηση της εταιρίας ή στην λήψη αποφάσεων 5 ή ακόμα εθνική ρύθμιση που επιτάσσει την χορήγηση προηγούμενης 2 Απόφαση ΔΕΚ 24-6- 1986, Luigi Brugnoni, υπόθεση 157/85,Συλλ.1986,σελ.2013. 3 Απόφαση ΔΕΚ 14-11-1995, Svensson και Gustavsson, υπόθεση C-484/93, Συλλ.Ι-3955/ επίσης απόφαση ΔΕΕ 7-4-2011, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Πορτογαλικής Δημοκρατίας C-20/09, σκέψεις 54 και επόμενες. 4 Bλ. αντίστοιχα αποφάσεις ΔΕΚ Manfred Trummer, op.cit και Sandoz GmbH, 14-10-1999,υπόθεση C- 439/97, Συλλ. 1999 I-7041. 5 Εντελώς ενδεικτικά απόφαση ΔΕΕ, 10-11-2011, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας, C-212/09
4 διοικητικής άδειας για την απόκτηση μεριδίων του εταιρικού κεφαλαίου στις επιχειρήσεις ενέργειας. 6 Όταν ένα εθνικό μέτρο αφορά περισσότερες ελευθερίες (ήτοι την ελευθερία εγκατάστασης και κυκλοφορίας κεφαλαίων ή την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και κυκλοφορίας κεφαλαίων αντίστοιχα ) τότε, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, το μέτρο αυτό πρέπει να εξετάζεται κατ αρχήν από πλευράς μιας μόνο ελευθερίας, η οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση επικρατεί, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών της υπόθεσης και ιδίως του αντικειμένου της ελεγχόμενης κανονιστικής ρύθμισης. 7 Αυτό βέβαια ισχύει όταν οι προκαλούμενοι στις άλλες ελευθερίες περιορισμοί είναι έμμεσοι και αντανακλαστικοί. Συνεπώς, αν οι προκαλούμενοι από μια εθνική ρύθμιση περιορισμοί στην κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν είναι παρά η αναπόδραστη συνέπεια των περιορισμών που προκαλεί πρωτίστως (λόγω του αντικειμένου της) η εν λόγω ρύθμιση στην ελευθερία εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών, τότε η συμβατότητα της σχετική ρύθμισης δεν θα πρέπει να εξετάζεται με βάση τις διατάξεις για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, αλλά με βάση τις διατάξεις για την ελεύθερη εγκατάσταση ή την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αν όμως οι προκαλούμενοι περιορισμοί στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων δεν απορροφώνται (άλλως δεν καλύπτονται) πλήρως από τους περιορισμούς στις άλλες ελευθερίες ή το αντίστροφο, τότε δεν θα πρέπει, κατά την άποψή μας, να αποκλείεται η σωρευτική εφαρμογή των σχετικών περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων αφενός και ελεύθερης εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών διατάξεων αφετέρου. 8 Β. Η εξαιρετική διάταξη του άρθρου 65 της Συνθήκης Η διάταξη του άρθρου 65 προβλέπει στη πρώτη παράγραφο περιπτώσεις όπου είναι δυνατός, κατ εξαίρεση, ο περιορισμός της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και πληρωμών. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα : 6 Απόφαση ΔΕΚ 17-7-2008, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C-207/07. 7 Απόφαση ΔΕΚ, 3-10-2006, Fidium Finanz A.G, C-452/04, σκέψεις 34 και 44-49 και τη νομολογία που εκεί παραπέμπεται/ επίσης απόφαση 21-01-2010, SGI, C-311/08, σκέψη 25. 8 Απόφαση ΔΕΚ 14-11-1995, Svensson και Gustavsson, υπόθεση C-484/93, Συλλ.Ι-3955/ Πράγματι, το Δικαστήριο θεώρησε στην υπόθεση αυτή, ότι οι διατάξεις της νομοθεσίας του Λουξεμβούργου (που προέβλεπαν επιδότηση επιτοκίου μόνο για δάνεια αγοράς πρώτης κατοικίας χορηγούμενα από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του Λουξεμβούργου) αποτελούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων στο μέτρο που «είναι σε θέση να αποτρέψουν τους ενδιαφερομένους να απευθυνθούν σε Τράπεζες εγκατεστημένες σε ένα άλλο κράτος μέλος». Επίσης έκρινε ότι στο μέτρο που αποθαρρύνουν οι εθνικές ρυθμίσεις την παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μη εδρεύοντα στο Λουξεμβούργο συνιστούν και περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
5 α) να εφαρμόζουν τις διατάξεις της φορολογικής τους νομοθεσίας, οι οποίες διακρίνουν μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαια τους, β) να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθεσιών και κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στο τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή, να προβλέπουν διαδικασίες δήλωσης των κινήσεων κεφαλαίων για λόγους διοικητικής ή στατιστικής ενημέρωσης, ή να λαμβάνουν μέτρα υπαγορευόμενα από λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Στη τρίτη παράγραφό της, η διάταξη του άρθρου 65 προβλέπει ότι η επίκληση των ανωτέρω εξαιρετικών περιστάσεων από τα κράτη μέλη δεν μπορεί να αποτελέσει, ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κίνησης των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63. Σημειώνεται επιπροσθέτως ότι, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις περί ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων δεν θίγουν την δυνατότητα των κρατών μελών να θέτουν περιορισμούς στο δικαίωμα εγκατάστασης, που συμβιβάζονται με την Συνθήκη. 1. Γενικά χαρακτηριστικά της διάταξης Παρατηρούμε κατ αρχήν, ότι η διάρθρωση της διάταξης του άρθρου 65 είναι αντίστοιχη με αυτή της διάταξης του άρθρου 36, που προβλέπει τις εξαιρέσεις από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Βέβαια οι λόγοι που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές και δικαιολογούν τους περιορισμούς των εν λόγω ελευθεριών εν μέρει μόνο συμπίπτουν, αφού μόνο η προστασία της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας θα μπορούσε να δικαιολογήσει εξαιρέσεις και από τις δύο θεμελιώδεις ελευθερίες κυκλοφορίας εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Η εξαιρετική διάταξη άρθρου 65 της Συνθήκης είναι ευρύτερη από τις αντίστοιχες εξαιρετικές διατάξεις που δικαιολογούν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, καθ όσον περιλαμβάνει, πέραν της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας, και μια σειρά από άλλους λόγους, οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων. Θα πρέπει βέβαια στο σημείο αυτό να τονίσουμε, ότι ορισμένοι από τους λόγους που ρητά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 65 παράγραφος 1 (όπως για παράδειγμα η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής) έχουν ήδη αναγνωρισθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ως επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος, οι οποίες μπορούν να δικαιολογήσουν τα αδιακρίτως εφαρμοζόμενα κρατικά μέτρα που περιορίζουν την άσκηση της ελευθερίας εγκατάστασης ή παροχής υπηρεσιών καθώς και την ελευθερία κυκλοφορίας των εργαζομένων. Επίσης, έστω και αν οι λόγοι που μνημονεύονται στο άρθρο 65 παράγραφος 1 έχουν γενική εφαρμογή, ενώ οι επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος δεν μπορούν κατ αρχήν να δικαιολογήσουν παρά μόνο τις αδιακρίτως
6 εφαρμοζόμενες εθνικές ρυθμίσεις, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση η επίκληση οποιουδήποτε λόγου εξαίρεσης να μην οδηγεί σε αυθαίρετες διακρίσεις ή σε συγκεκαλυμμένους περιορισμούς των θεμελιωδών ελευθεριών εν γένει. 2. Προϋποθέσεις εφαρμογής Ως διάταξη που εισάγει εξαίρεση σε θεμελιώδη αρχή της εσωτερικής αγοράς, το άρθρο 65 θα πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά, έτσι ώστε το περιεχόμενό του να μην μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από τα κράτη μέλη χωρίς τον έλεγχο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και τα αποτελέσματά του να μην επεκτείνονται πέραν του απολύτως αναγκαίου για την προστασία των συμφερόντων στη διασφάλιση των οποίων αποσκοπεί. 9 Επίσης, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίκληση και εφαρμογή της εξεταζόμενης διάταξης είναι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή, το περιοριστικό κρατικό μέτρο θα πρέπει να είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, να μην ξεπερνά το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του και, να μην υπάρχουν άλλα λιγότερο περιοριστικά μέτρα για την εξίσου αποτελεσματική επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Σε πολλές περιπτώσεις η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας περιορίζει σημαντικά την εμβέλεια της εξαιρετικής διάταξης, αφού επιτρέπει τον δραστικό έλεγχο στην άσκηση των κρατικών αρμοδιοτήτων. Ένα άλλο όριο που τίθεται από το άρθρο 65 παράγραφος 3, για την επίκληση των εξαιρετικών ρυθμίσεων των παραγράφων 1 και 2, είναι ότι τα κρατικά μέτρα δεν πρέπει να αποτελούν ούτε μέσο αυθαίρετων διακρίσεων, ούτε συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων και των πληρωμών, όπως ορίζεται στο άρθρο 63. Η πρόσθετη αυτή προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 65 αποτελεί ουσιαστικά ένα δεύτερο φράγμα για την εξαίρεση ενός κρατικού μέτρου, το οποίο φαίνεται να ικανοποιεί τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας. Συνήθως βέβαια, όταν ένα κρατικό μέτρο εισάγει δυσμενείς διακρίσεις ή αποτελεί μέσο προστασίας των εγχωρίων ροών κεφαλαίου ή του εθνικού νομίσματος, τότε δεν πληρούνται ούτε και οι απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας 10. Σε κάθε όμως περίπτωση η παράγραφος 3 προσφέρει μια πρόσθετη ασφαλιστική δικλείδα, για τον έλεγχο της άσκησης των κρατικών αρμοδιοτήτων χάριν της προάσπισης της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων. 9 Βλ. τη σχετική νομολογία αναφορικά με την ερμηνεία όλων των εξαιρετικών διατάξεων που εισάγουν παρεκκλίσεις από τις θεμελιώδεις ελευθερίες. Ειδικά όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και την ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 58, βλ. απόφαση ΔΕΚ 14-3-2000,Association Eglise de Scientologie de Paris, υπόθεση C-54/99, Συλλογή 2000 I-1335 10 Βλ. απόφαση ΔΕΚ Konle, op.cit/ επίσης προς την ίδια κατεύθυνση απόφαση ΔΕΕ 7-4-2011, C-20/09, op.cit.
7 3. Λόγοι εξαίρεσης Μεταξύ των λόγων που νομιμοποιούν τους περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων είναι η προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, η οποία δικαιολογεί άλλωστε και περιορισμούς στις άλλες θεμελιώδεις ελευθερίες. Όπως αναφέραμε παραπάνω η δημόσια τάξη και ασφάλεια δεν μπορούν να προβάλλονται παρά μόνο σε περίπτωση πραγματικής και αρκούντως σοβαρής απειλής που θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας. Εξάλλου οι λόγοι αυτοί δεν μπορούν να εκτραπούν από τον κύριο σκοπό τους, προκειμένου στην πράξη να εξυπηρετήσουν καθαρά οικονομικούς σκοπούς. Επίσης, τα μέτρα τα περιοριστικά της κυκλοφορίας των κεφαλαίων δεν μπορούν να δικαιολογηθούν για λόγους δημόσιας τάξης και ασφάλειας, παρά μόνο εφ όσον είναι αναγκαία για την προστασία των συμφερόντων που αποσκοπούν να διασφαλίσουν και, μόνο στο μέτρο που οι σκοποί αυτοί δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Η προστασία της δημόσιας τάξης μπορεί κάλλιστα να δικαιολογεί περιοριστικά μέτρα της κίνησης κεφαλαίων, όπως είναι η προηγούμενη έγκριση εισαγωγής και πραγματοποίησης μιας επένδυσης ή ακόμη και κατασταλτικά μέτρα (όπως π. χ κατάσχεση των εισαχθέντων κεφαλαίων), τα οποία όμως θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι είναι λιγότερο αποτελεσματικά, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας εξατομίκευσης και δέσμευσης των κεφαλαίων μετά την είσοδό τους στη χώρα. Σε κάθε όμως περίπτωση θα πρέπει να εξειδικεύονται οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες μια επένδυση κεφαλαίου θεωρείται επικίνδυνη για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επειδή οι απλώς γενικές αναφορές και αόριστες διατυπώσεις της νομοθεσίας δεν διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία στους ενδιαφερομένους και ενισχύουν την νομική τους ανασφάλεια εις βάρος της άσκησης των θεμελιωδών ελευθεριών. Άλλοι λόγοι που δικαιολογούν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων είναι η «αποφυγή παραβάσεων των εθνικών νομοθεσιών και των κανονιστικών διατάξεων, ιδίως στο τομέα της φορολογίας ή της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων» (άρθρο 65 παράγραφος 1,στοιχείο β της Συνθήκης). Η διάταξη αυτή παρέχει την νομική βάση για την επίκληση επιτακτικών στόχων γενικού συμφέροντος, οι οποίοι διασφαλίζονται από τις εθνικές νομοθεσίες, ως λόγων νομιμοποίησης των περιορισμών στην κυκλοφορία των κεφαλαίων. Η χρήση του επιρρήματος «ιδίως» πράγματι μαρτυρεί, ότι εκτός από την ανάγκη τήρησης της φορολογικής νομοθεσίας ή των ρυθμίσεων που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και άλλοι επιτακτικοί στόχοι γενικού συμφέροντος θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων, όπως είναι για παράδειγμα η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ή η καταπολέμηση της εμπορίας και χρήσης ναρκωτικών, η προστασία άλλων
8 κοινωνικοπολιτικών σκοπών, η προστασία του αστικού περιβάλλοντος,στόχοι πολεοδομικού ή χωροταξικού σχεδιασμού κ.ο.κ. Με το τρόπο αυτό οι επιτακτικές απαιτήσεις γενικού συμφέροντος αναγορεύονται σε όριο άσκησης του συνόλου των θεμελιωδών ελευθεριών, γεγονός που συμβάλλει στην ενότητα και τη συνοχή της ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων. Κατά τον ίδιο τρόπο έχει κριθεί από το Δικαστήριο, ότι η τήρηση της αρχής της ισότητας των κατοίκων μιας χώρας αναφορικά με τη φορολογική τους μεταχείριση αποτελεί θεμελιώδη αρχή του φορολογικού δικαίου η οποία πρέπει να διασφαλισθεί, έστω και αν αυτό έχει ως συνέπεια τον περιορισμό της κυκλοφορίας των κεφαλαίων. Τέλος, όπως προβλέπεται και στο στοιχείο α της παραγράφου 1 του άρθρου 65, δεν αντιβαίνει στη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, καθώς και στην αρχή της μη διάκρισης η διαφοροποίηση του καθεστώτος φορολόγησης μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους. Είναι πράγματι φανερό ότι η διαφοροποίηση της άμεσης φορολογίας των κατοίκων της ημεδαπής σε σχέση με τους κατοίκους της αλλοδαπής μπορεί να είναι δικαιολογημένη, στο βαθμό που οι δύο αυτές κατηγορίες φορολογουμένων δεν ευρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση. Επομένως οι όποιες συνέπειες μιας τέτοιας διαφοροποίησης για την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων είναι και αυτές δικαιολογημένες. Όταν όμως σε μια συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι η προαναφερόμενη φορολογική διαφοροποίηση δεν ανταποκρίνεται στους συνήθεις στόχους της φορολογικής νομοθεσίας, αλλά αποσκοπεί στον συγκεκαλυμμένο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων, τότε η διαφοροποίηση αυτή δεν είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης. Σύμφωνα με πάγια πλέον νομολογία του Δικαστηρίου, η άνιση μεταχείριση μεταξύ φορολογουμένων που δεν βρίσκονται στην ίδια κατάσταση, όσον αφορά την κατοικία τους ή τον τόπο όπου είναι επενδεδυμένα τα κεφάλαιά τους, μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τη Συνθήκη, μόνο αν αφορά πράγματι καταστάσεις που αντικειμενικά δεν μπορούν να συγκριθούν ή αν δικαιολογείται από επιτακτικούς σκοπούς γενικού συμφέροντος τηρουμένης πάντα της γενικής αρχής της αναλογικότητας.