Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

Σχετικά έγγραφα
Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 6-7-8/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-89 [ 2 ]

Newsletter 01-02/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Newsletter 1-2/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Απόφαση 162 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 162/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 67/2004 Γ' Πολιτικό Τμήμα

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Αριθμός 1419/2005 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ B1 Πολιτικό Τμήμα

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

Του αναιρεσείοντος:..., κατοίκου..., ο οποίος παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Έλλη Ρούσσου.

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Απόφαση 137 / 2018 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 137/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α2' Πολιτικό Τμήμα

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Πρόεδρος: Β. Θάνου-Χριστοφίλου, Αντιπρόεδρος ΑΠ. Εισηγητής: Π. Χατζηπαναγιώτης. ικηγόροι: Ι. Αρνέλλος, Γ. Πέτρου

Αριθμός 827/2017. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Γ Πολιτικό Τμήμα

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

Written by Administrator Thursday, 19 January :11 - Last Updated Thursday, 19 January :20

Άρειος Πάγος Β2 Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1370/2010

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΣτΕ 851/2016 [ Υπολογισμός αξίας ακινήτου για επιβολή εισφοράς σε χρήμα]

Του αναιρεσείοντος: Β. Α. του Κ., κατοίκου..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Εμμανουήλ Διαμαντάρα και κατέθεσε προτάσεις.

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

ΤΜΗΜΑ VII. ακόλουθη σύνθεση: Γεωργία Μαραγκού, Αντιπρόεδρος, Γεώργιος Βοΐλης και

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Θεμέλη,

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/5/2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Εφετείο Αθηνών.

Αριθμός απόφασης : 153/2019

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011

Αριθμός 24/2000 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1 Πολιτικό Τμήμα

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Άρειος Πάγος 1354/2017 Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος μισθωτού

Ειδικά θέματα ενόρκων βεβαιώσεων (ιδίως στις ειδικές διαδικασίες)

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Άρειος Πάγος 1266/2017 Διάκριση εργάτη υπαλλήλου: Για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 23 Απριλίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 17 Ιανουαρίου 2001, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:

Πηγή: ΕΕΔ Τόμος 73/2014, Σελ. 460

Άρειος Πάγος Αριθμός αποφάσεως 1608/2007 Δ Πολιτικό Τμήμα [Δημοσίευση: ΝοΒ 56 (2008) σελ. 409]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου,

Απόφαση υπ αριθ. 1927/2014 του Γ Πολιτικού Τμήματος του ΑΠ

Newsletter 05 06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εμπορικό 3 136

1219/2014 ΑΠ ( )

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Απόφαση 1219 / ΧρΙΔ 2015 σελ Αριθμός 1219/2014 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. A1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αριθμός 414/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. A2' Πολιτικό Τμήμα

248/2017 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β'

Άρειος Πάγος ΥΠΕΡΩΡΙΑ & ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52

Χαρακτηρισμός εργασίας ως εξαρτημένης. Προϋποθέσεις - Μίσθωση έργου και έλλειψη εξαρτήσεων από τον κύριο του έργου.

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-64 [ 2 ]

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Αγωγή - Περιορισµός αιτήµατος αγωγής Αριθµός απόφασης: 1520 Έτος: 2010 - Περιορισµός στο πρωτοδικείο της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική. Τόκοι. Αποδοχή από το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασµένο.τελεσίδικη απόφαση. εδικασµένο. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ, 215 εδ. α' και 221 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει, ότι η επίδοση στον εναγόµενο της αγωγής για επιδίκαση χρηµατικής απαίτησης δεν είναι µόνο διαδικαστική πράξη, αλλά έχει χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας όχλησης, που ενέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής, ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρα της ως στοιχείου άσκησης και µέσου έναρξης της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια µεν της δίκης διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπρόθεσµου χρέους χωρίς υπερηµερία του εναγόµενου οφειλέτη, ο οποίος οφείλει δικονοµικούς τόκους (άρθ. 346 ΑΚ), ως όχληση δε να καθιστά υπερήµερο τον οφειλέτη, ο οποίος οφείλει να πληρώσει το νόµιµο τόκο υπερηµερίας (άρθ. 340, 345 ΑΚ), όχι ως άµεσο αποτέλεσµα της άσκησης της αγωγής, η οποία τέτοια συνέπεια δεν έχει, αλλά της όχλησης, που και όταν ασκείται µε την αγωγή της οποίας δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο, ούτε τη νοµική της φύση, ούτε την αυτοτέλεια της έναντι της αγωγής αποβάλλει. Η κατά τα άρθρα 294, 295 1 και 297 ΚΠολ γενοµένη παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, έχουσα ως αποτέλεσµα το ότι η αγωγή θεωρείται ως µη ασκηθείσα συνεπάγεται την ανατροπή εξ υπαρχής µόνο των αποτελεσµάτων, που επήλθαν µε και από την άσκηση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης. Γιατί το µνηµονευθέν από την παραίτηση αποτέλεσµα αναφέρεται µεν στην άσκηση της αγωγής ως σύνθετης διαδικαστικής πράξης, δεν αφορά όµως και την επίδοση στον εναγόµενο αντιγράφου της αγωγής για επιδίκαση χρηµατικής απαίτησης κατά το µέρος, κατά το οποίο η επίδοση του έχει χαρακτήρα όχλησης, ανεξάρτητης από την επίδοση ως διαδικαστική πράξη, παρά την υλική σύµπτωσή τους. Έτσι, αν ο ενάγων ασκήσει κατά του εναγοµένου καταψηφιστική αγωγή, µε την οποία ζητεί να του καταβάλει χρηµατική αποζηµίωση µε το νόµιµο τόκο από την επίδοσή της και επιδώσει αντίγραφο της αγωγής αυτής στον οφειλέτη, κατά τη συζήτηση δε της αγωγής περιορίσει το καταψηφιστικό αίτηµα σε αναγνωριστικό, ο εναγόµενος οφείλει τόκους υπερηµερίας από την επίδοση της αγωγής, η οποία έχει τον παραπάνω χαρακτήρα της όχλησης (340 ΑΚ), συνεπαγόµενης κατά τα ανωτέρω την οφειλή τόκων υπερηµερίας (άρθρο 345 ΑΚ) (ΟλΑΠ 13/1994). Εποµένως, στην περίπτωση περιορισµού στο πρωτοδικείο της καταψηφιστικής αγωγής σε αναγνωριστική, χωρίς ο ενάγων να διαλάβει στη σχετική δήλωσή του τίποτε για τους τόκους, παραµένει αυτοδικαίως εκκρεµές και το παρεπόµενο αίτηµα των τόκων για την αναγνώριση και αυτών ως παρεποµένων από την επίδοση της αγωγής, µε την προαναφερθείσα έννοια της όχλησης, που συνεπάγεται υπερηµερία του αναιρεσίβλητου οφειλέτη. Εάν το πρωτοδικείο δεν αποφανθεί για το σχετικό αναγνωριστικό πλέον αίτηµα των τόκων, που εξακολουθεί να υπάρχει ενώ εκκρεµεί ως επίδικο και µετά τον περιορισµό της αγωγής, είναι αναγκαία η προσβολή της σχετικής σιωπηρής απορριπτικής διάταξης εκ µέρους του ενάγοντος µε ειδικό λόγο

έφεσης, στην αντίθετη δε περίπτωση, µετά την τελεσιδικία της πρωτόδικης απόφασης, δηµιουργείται απορριπτικό επί της ουσίας δεδικασµένο, που εµποδίζει να καταστεί το ίδιο αίτηµα αντικείµενο αµφισβήτησης και νέας δίκης µεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 1122/2000). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 16 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασµένο. Το δεδικασµένο λαµβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολ, αλλά για να δηµιουργηθεί λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 16 ΚΠολ πρέπει να είχε προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας ισχυρισµός για το δεδικασµένο µε λόγο έφεσης ή µε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης δηλ. να έχει προβληθεί ότι η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη ή όχι δεδικασµένου έγινε κατά παράβαση νόµου. Ο σχετικός ισχυρισµός για το δεδικασµένο δεν µπορεί να προβληθεί για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου και τούτο, διότι το δεδικασµένο δεν ανήκει στους κανόνες δηµόσιας τάξης, αφού οι διατάξεις που το καθιέρωσαν, έχουν τεθεί για την εξυπηρέτηση ιδιωτικού συµφέροντος και όχι άλλου ανώτερου κοινωνικού σκοπού. Το Εφετείο εφόσον δεν εξαφανίζεται η εκκαλούµενη απόφαση, δεν µπορεί να εξετάσει ένσταση δεδικασµένου που προβάλλεται µε τις προτάσεις και όχι µε λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης. - Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολ, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί, µεταξύ των ίδιων προσώπων, µε την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία, δεδικασµένο, το οποίο δεν επιτρέπεται να αµφισβητηθεί και να καταστεί αντικείµενο νέας δίκης το δικαίωµα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, µε την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει το δικαίωµα που κρίθηκε εξ αφορµής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτηµα, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασµένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαµβάνοντας το ως αλήθεια, όσο και αρνητικά, µε την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωµα, για την ύπαρξη ή µη του οποίου υπάρχει δεδικασµένο. Το δεδικασµένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτηµα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για έννοµη σχέση που προβλήθηκε µε αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέµβαση ή ένσταση συµψηφισµού, έννοµη δε σχέση, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, είναι το σύνολο των έννοµων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσιδίκως και όχι τα πραγµατικά γεγονότα που γέννησαν ή απέσβεσαν τις έννοµες αυτές συνέπειες. εδικασµένο παράγεται και από τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί αναγνωριστικής αγωγής, αφού και στην περίπτωση αυτή η απόφαση τέµνει τη διαφορά όπως και στην περίπτωση της καταψηφιστικής αγωγής, η έκταση δε αυτού προσδιορίζεται από το περιεχόµενο του αιτήµατος που απευθύνθηκε προς το δικαστήριο (ΟλΑΠ 959/1985,ΑΠ 47/2006). - Από τα άρθρα 321, 322 παρ. 1, 525 παρ.1 και 559 αριθ. 9 του ΚΠολ προκύπτει ότι αν το δικαστήριο παρέλειψε να δικάσει σε κύριο ή παρεµπίπτον αίτηµα της αγωγής και δεν διέλαβε κάτι γι' αυτό στο σκεπτικό και στο διατακτικό της απόφασης του, το αίτηµα αυτό θεωρείται ότι απορρίφθηκε σιωπηρά µετά δε την τελεσιδικία της απόφασης δηµιουργείται δεδικασµένο που εµποδίζει να καταστεί το αίτηµα αυτό αντικείµενο αµφισβήτησης και νέας δίκης µεταξύ των διαδίκων (ΑΠ 13/1984). ΚΠολ : 215, 221, 294, 295, 297, 321, 322, 324, 340, 525, 559 αριθ. 9, 559 αριθ. 16, ΑΚ: 340, 345, 346, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελλ νη 2011, σελίδα 493 [4]

Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 653 Έτος: 2009 - Ερηµοδικία. Αναβολή συζήτησης. Πινάκιο και µη κλήτευση. Μη νόµιµη παράσταση. Έλλειψη πληρεξουσιότητας. - Σύµφωνα µε το άρθρ. 576 παρ. 1-3 ΚΠολ, αν ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος όπως ορίζει ο νόµος, ο ΑΠ συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος του επισπεύδοντος δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος όπως ορίζει ο νόµος, ο ΑΠ εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα και αν διαπιστωθεί πώς όχι, κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Αν δεν κλητεύθηκε κάποιος από τους συµµετέχοντες στη δίκη για την αναίρεση, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. - Περαιτέρω, κατά το άρθρ. 575 ΚΠολ, µε αίτηση του εισαγγελέα, του εισηγητή ή κάποιου από τους διαδίκους ή και αυτεπάγγελτα, το δικαστήριο µπορεί ν' αναβάλει τη συζήτηση της υπόθεσης µία µόνο φορά σε µεταγενέστερη δικάσιµο που ορίζεται αµέσως µε επισηµείωση στο πινάκιο. - Από τα εδάφια β' και γ' της παρ. 4 του άρθρ. 226 ΚΠολ, ορίζεται ότι, αν η συζήτηση αναβληθεί, ο γραµµατέας οφείλει αµέσως µετά το τέλος της συνεδρίασης να µεταφέρει την υπόθεση στην σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά την ορισθείσα δικάσιµο και ότι κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στην µετ αναβολή δικάσιµο δεν χρειάζεται καθώς η αναγραφή της στο αντίστοιχο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προϋπόθεση του τελευταίου, αποτελεί ο απολιπόµενος κατά την µετ' αναβολή δικάσιµο διάδικος να είχε νοµίµως κλητευθεί στη δικάσιµο, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση, ή να είχε παραστεί νοµίµως κατά την ίδια δικάσιµο και εποµένως µε τη νόµιµη παράσταση και µη εναντίωσή του καλύφθηκε η µη νόµιµη κλήτευσή του. Αντίθετα, αν κατά την αρχική δικάσιµο δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί και δεν παραστάθηκε ή δεν παραστάθηκε νοµίµως, η από το πινάκιο αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευση για τη νέα δικάσιµο. - Σύµφωνα µε τα άρθρ. 94 παρ. 1, άρθρ. 96 παρ. 1, άρθρ. 104 ΚΠολ µη νόµιµη παράσταση έχουµε και όταν ο δικηγόρος που εκπροσώπησε τον διάδικο κατά την αρχική δικάσιµο δεν είχε πληρεξουσιότητα. ΚΠολ : 94, 96, 104, 226,242, 297, 299, 570, 575, 576, ηµοσίευση: INLAW 2009 * Ελλ νη 2011, σελίδα 491 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 550 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. ΚΠολ : 573, 576, [5]

Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 553 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. ΚΠ : 573, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 800 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. Αναβολή συζήτησης. - Κατά την έννοια του άρθρου 576 ΚΠολ εάν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κάποιος από τους διαδίκους ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόµενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόµενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση, αν δε στη δίκη µετέχουν περισσότεροι διάδικοι και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. - Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 226 παρ. 4 εδ. 3 και 4 ΚΠολ που εφαρµόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 575 εδ. β' ιδίου Κώδικα, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραµµατέας είναι υποχρεωµένος αµέσως µετά το τέλος της συνεδριάσεως να µεταφέρει την υπόθεση στην σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιµο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εµφάνιση στη δικάσιµο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως η αναβολή της υποθέσεως και η αναγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για τη µετ' αναβολή δικάσιµο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιµο αυτή και εποµένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση του διαδίκου. Προϋπόθεση όµως της εγκυρότητας της κλητεύσεως αυτής συνεπεία της αναβολής της υποθέσεως και της εγγραφής αυτής στο πινάκιο είναι ότι ο απολειπόµενος κατά τη µετ' αναβολή δικάσιµο διάδικος είτε είχε επισπεύσει εγκύρως τη συζήτηση ή είχε νοµίµως και εµπροθέσµως κλητευθεί να παραστεί για τη δικάσιµο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση, είτε είχε παραστεί νοµίµως κατά την πρώτη αυτή δικάσιµο και εποµένως µε τη νόµιµη παράσταση και τη µη εναντίωσή του καλύφθηκε η ακυρότητα της κλητεύσεώς του κατά την αρχική δικάσιµο. Αντιθέτως αν κατά την αρχική δικάσιµο ο απολειπόµενος διάδικος δεν επέσπευσε τη συζήτηση κατά τη µετ' αναβολή δικάσιµο ή δεν είχε κλητευθεί νοµίµως να παραστεί ή δεν παραστάθηκε νοµίµως κατά την αρχική δικάσιµο δεν καλύπτεται η έλλειψη ή ακυρότητα της επισπεύσεως της συζητήσεως ή η µη νοµιµότητα ή η έλλειψη της κλητεύσεώς του για την αρχική δικάσιµο, η αναβολή δε της υποθέσεως και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο για τη νέα µετ' αναβολή δικάσιµο δεν ισχύει ως κλήτευσή του για τη νέα δικάσιµο, αφού η µη [6]

νοµιµότητα ή η έλλειψη της επισπεύσεως ή της κλητεύσεώς του για της αρχική δικάσιµο δεν καλύφθηκε λόγω της µη νόµιµης παραστάσεώς του σε αυτή. ΚΠολ : 226, 575, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 802 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. - Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ.1 και 2 ΚΠολ προκύπτει ότι, επί ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε σ'αυτή νοµοτύπως και εµπροθέσµως, σε αρνητική δε περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση, κατά δε την επόµενη παράγραφο (3) του ίδιου άρθρου αν µετέχουν περισσότεροι στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος απ' αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. ΚΠολ : 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 583 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. - Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 του ΚΠολ, εάν κατά την προσδιορισµένη δικάσιµο της υπόθεσης δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί και δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει ο νόµος κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Εάν τη συζήτηση επισπεύδει αυτός που δεν εµφανίσθηκε ή που δεν έλαβε µέρος κατά τον τρόπο που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος ερευνά την υπόθεση σαν να ήταν και αυτός παρών. Εάν όµως δεν προκύπτει ότι επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Εάν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. ΚΠολ : 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 1244 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. -Από τις συνδυασµένες διατάξεις των άρθρων 576 παρ. 1 και 3, 568 παρ. 1 και 4 και 498 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν [7]

εµφανιστεί κάποιος διάδικος, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή, αν την επισπεύδει άλλος, αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, σε αποφατική δε περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς όλους τους διαδίκους. Προκύπτει επίσης ότι, αν ο διάδικος που δεν εµφανίστηκε είναι αναιρεσίβλητος, δεν αρκεί για το νόµιµο της κλήτευσής του η προς αυτόν επίδοση µόνο της κλήσης για συζήτηση, αλλά απαιτείται να του επιδοθεί και αντίγραφο της αίτησης αναιρέσεως (ΑΠ 1572/2010, 64/2008, 303/2008). ΚΠολ : 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 146 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. -Από το συνδυασµό των διατάξεων του άρθρου 576 ΚΠολ προκύπτει ότι εάν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει, ο νόµος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόµενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι, ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειποµένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Στην περίπτωση που η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου, ή δεν επιδόθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µετά νέα κλήτευση. ΚΠολ : 576 Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 149 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. -Από το συνδυασµό των διατάξεων του άρθρου 576 ΚΠολ προκύπτει ότι εάν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εµφανιστεί ή εµφανιστεί αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο που ορίζει, ο νόµος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως, αν ο απολειπόµενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήσαν παρόντες οι διάδικοι, ή αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειποµένου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν ο τελευταίος κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Στην περίπτωση που η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου, ή δεν επιδόθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µετά νέα κλήτευση. ΚΠολ : 576, [8]

Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 150 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. -Από τις διατάξεις των άρθρων 568 παρ. 1 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ συνάγεται ότι σε περίπτωση ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη, ερευνάται αυτεπάγγελτα, αν ο απολειπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση, ή αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους (ΟλΑΠ 36/1997). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 568 παρ. 4 εδ. α' του ΚΠολ αν ο αναιρεσείων επισπεύδει τη συζήτηση η κλήση συντάσσεται κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί και επιδίδεται µε επιµέλειά του στους αντιδίκους. Τέλος εφ' όσον η συζήτηση επισπεύδεται είτε από τον αναιρεσίβλητο, είτε από τον αναιρεσείοντα µετά προηγηθείσα άλλη δικάσιµο, κατά την οποία µε απόφαση του δικαστηρίου διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης κατ' άρθρ. 254 ΚΠολ τότε επιδίδεται από τον επισπεύδοντα στον αντίδικό µου µόνο αντίγραφο της κλήσεως για τη νέα δικάσιµο για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην περίπτωση όµως αυτή για να είναι έγκυρη η ερηµοδικία του απολειποµένου αντιδίκου κατά την µετ' επανάληψη και κατά την προηγηθείσα συζήτηση που διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης πρέπει ν αποδεικνύεται από τον επισπεύδοντα αναιρεσείοντα η επίδοση στον απολειπόµενο αναιρεσίβλητο και κεκυρωµένου αντιγράφου της κρινόµενης αίτησης αναίρεσης, διαφορετικά η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους τους διαδίκους, εφ'όσον επί πλέον δεν προκύπτει και η έγκυρη επίσπευση της συζήτησης και κατά τη συζήτηση που διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, ενόψει του ότι οι δυο διαδοχικές συζητήσεις πριν και µετά την επανάληψη αποτελούν κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολ δυο διαδικαστικά στάδια που συνθέτουν µια και µόνο συζήτηση, το παραδεκτό όµως της οποίας σε περίπτωση ερηµοδικίας και κατά τις δυο συζητήσεις των ίδιων διαδίκων εξαρτάται από την έγκυρη επίσπευση και για τις δυο. ΚΠολ : 254, 568, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 151 - Απαράδεκτη συζήτηση αίτησης αναίρεσης. -Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1, 2 και 3, 568 παρ.1 και 4 και 498 παρ.1 ΚΠολ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εµφανιστεί κάποιος διάδικος, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή, όταν την επισπεύδει άλλος, αν κλητεύτηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, σε αποφατική δε περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, ως προς όλους τους διαδίκους (ΟλΑΠ 36/1997). Επίσης αν δεν προκύπτει ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση και εντεύθεν δεν προκύπτει κλήτευση των διαδίκων που δεν εµφανίστηκαν κηρύσσεται η συζήτηση απαράδεκτη για όλους. ΚΠολ : 498, 568, 576, [9]

Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 152 - Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης. -Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 576 παρ. 1, 2 και 3, 568 παρ. 1 και 4 και 498 παρ. 1 ΚΠολ προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αναίρεσης δεν εµφανιστεί κάποιος διάδικος, το δικαστήριο οφείλει να εξετάσει αν επισπεύδει αυτός τη συζήτηση ή, όταν την επισπεύδει άλλος, αν κλητεύτηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα, σε αποφατική δε περίπτωση να κηρύξει απαράδεκτη τη συζήτηση, ως προς όλους τους διαδίκους (ΟλΑΠ 36/1997). ΚΠολ : 498, 568, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 263 - Απαράδεκτο συζήτησης αίτησης αναίρεσης. - Κατά το άρθρο 576 παρ.1-2 ΚΠολ, αν ο διάδικος, που επισπεύδει τη συζήτηση, δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί, αλλά δεν λάβει µέρος µε τον τρόπο, που ορίζει ο νόµος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση ως να ήταν παρόντες οι διάδικοι. Αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση, δεν εµφανισθεί ή εµφανισθεί, αλλά δεν λάβει µέρος σ' αυτή µε τον τρόπο, που ορίζει ο νόµος, ο 'Αρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόµιµα ή εµπρόθεσµα, ο 'Αρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση µε νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου, που έχει κλητευθεί. Στην παράγραφο 3 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι αν µετέχουν στη δίκη για την αναίρεση και δεν κλητεύθηκε κάποιος από αυτούς, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους. Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 568 παρ.4 ΚΠολ, κατά την οποία ο επισπεύδων τη συζήτηση διάδικος επιδίδει την κλήση στους άλλους διαδίκους, σαφώς προκύπτει ότι επί ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αν ο απών διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε από τον επισπεύδοντα αυτή και επί µη κλητεύσεως του αντιδίκου εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση κηρύσσεται αυτή απαράδεκτη και αν µετέχουν στην αναιρετική δίκη περισσότεροι, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς όλους (ΟλΑΠ 23/1996). ΚΠολ : 568, 576, Αίτηση αναίρεσης - Απαράδεκτο συζήτησης Αριθµός απόφασης: 142 [10]

- Ερηµοδικία στην αναιρετική δίκη. Απαράδεκτη συζήτηση. - Από τα άρθρα 568 παρ. 4 και 576 παρ. 1 και 3 ΚΠολ συνεπάγεται ότι σε περίπτωση ερηµοδικίας στην αναιρετική δίκη ερευνάται αυτεπάγγελτα, αν ο απολειπόµενος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση ή αν κλητεύθηκε νόµιµα και εµπρόθεσµα από εκείνον που επισπεύδει τη συζήτηση και σε αρνητική περίπτωση κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση για όλους τους διαδίκους (ΟλΑΠ 36/1997). ΚΠολ : 568, 576, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 355 - Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Ερµηνευτικοί κανόνες δικαιοπραξιών. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του, ή αν εφαρµοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006 και ΟλΑΠ 4/2005). Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον από τη διάταξη αυτή προβλεπόµενο λόγο περιλαµβάνονται όπως προεκτέθηκε και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, δηλαδή οι διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, µέσα από την εφαρµογή των οποίων θα ανευρεθεί και θα κατανοηθεί το πραγµατικό περιεχόµενο µιας δικαιοπραξίας, κατά τρόπο ώστε τούτο να ανταποκρίνεται στην πραγµατική θέληση των δικαιοπρακτούντων. Η προσφυγή στις διατάξεις αυτές προϋποθέτει την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία, που διαπιστώνεται από το δικαστήριο, έστω και έµµεσα, οπότε, σε περίπτωση µη αναζήτησης του αληθινού περιεχοµένου της δικαιοπραξίας βάσει των διατάξεων αυτών ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης. Ο ίδιος λόγος επίσης ιδρύεται και όταν µε τη δοθείσα ερµηνεία παραβιάζονται οι αρχές της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ύπαρξης κενού ή αµφιβολίας δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. - Κατά τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόµο δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγµατα υπό την έννοια της άνω διατάξεως είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισµοί των διαδίκων που υπό την προϋπόθεση της νόµιµης προτάσεώς τους θεµελιώνουν ιστορικώς το αίτηµα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως η αντενστάσεως. Πράγµα εποµένως είναι, υπό την έννοια αυτή, και ο λόγος εφέσεως που περιέχει παράπονο κατά της πρωτοβάθµιας κρίσης. Ο εκ του άνω άρθρου λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη του προταθέντα ισχυρισµό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 25/2003). Ο παραπάνω λόγος όµως δεν ιδρύεται, όταν ο ισχυρισµός είναι µη νόµιµος, αφού ο ισχυρισµός αυτός δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 14/2004). Προς τους µη προταθέντες ισχυρισµούς, εξοµοιώνονται και εκείνοι που προτείνονται µη νοµίµως και ειδικώς απαραδέκτως, είτε γιατί [11]

προτείνονται για πρώτη φορά στην κατ' έφεση δίκη, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 527 ΚΠολ, είτε γιατί, παρά το ότι προτάθηκαν νοµίµως σε προηγούµενη συζήτηση της υποθέσεως, εν τούτοις επαναφέρονται στο δευτεροβάθµιο δικαστήριο χωρίς την τήρηση των όρων που τάσσονται µε το άρθρο 240 του ίδιου κώδικα. ΑΚ: 173, 200, ΚΠολ : 527, 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1853 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 636 - Αποδοχή πραγµάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθή χωρίς απόδειξη. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου. Αποδεικτική δύναµη εγγράφου. - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 10 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθή χωρίς απόδειξη. Ο όρος "πράγµατα" είναι ταυτόσηµος του αντιστοίχου όρου του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολ, δηλαδή θεωρούνται ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης νοµίµως προταθέντες πραγµατικοί ισχυρισµοί, θεµελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως κλπ, όχι δε και οι αρνητικοί, των ουσιωδών κατά τα άνω ισχυρισµών, ισχυρισµοί του διαδίκου ή τα επιχειρήµατα των διαδίκων ή τα συµπεράσµατα του δικαστηρίου και των διαδίκων από την εκτίµηση των αποδείξεων (ΑΠ 1731/2008, ΑΠ 701/2008). Η πρακτική σηµασία του λόγου αυτού αναιρέσεως µειώθηκε µετά τον περιορισµό της προδικαστικής αποφάσεως µε τους Ν. 2207/1994 και 2479/1997, αφού για την ίδρυσή του πρέπει το δικαστήριο να ήταν υποχρεωµένο να εκδώσει µη οριστική απόφαση. Συνεπώς ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται στις διαδικασίες των µονοµελών πρωτοδικείων (ΑΠ 1248/2006, ΑΠ 235/2004, ΑΠ 418/57, ΑΠ 555/93). - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσεως της αποφάσεως, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριµένη περίπτωση, περί συνδροµής των νοµίµων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή περί της µη συνδροµής τούτων, που αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νοµικό χαρακτηρισµό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 30/1997, ΟλΑΠ 28/1997). Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόµιµης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αξιολόγηση του εξαγόµενου από αυτές πορίσµατος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ' άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισµα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος (ΑΠ 1206/2008, ΑΠ 358/2008, 361/2008, ΑΠ 610/2007, ΑΠ 1490/2006). - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως, για παραµόρφωση του περιεχοµένου εγγράφου, ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόµενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου, µε την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγµατι περιλαµβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόµενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει [12]

αποδεικτικό πόρισµα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγµατι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο, αναγόµενο στην εκτίµηση πραγµατικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως, για να θεµελιωθεί ο προαναφερόµενος λόγος αναιρέσεως, θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό πόρισµά του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόµενο του οποίου φέρεται ότι παραµορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιµήσει, µαζί µε άλλα αποδεικτικά µέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο, αναφορικά µε το πόρισµα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτικό γεγονός (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 109/2008, ΑΠ 446/2006). - Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται µόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό µέσο αυξηµένη αποδεικτική δύναµη, την οποία δεν είχε κατά νόµο, ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναµη, µολονότι την είχε κατά νόµο, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναµα κατά νόµον αποδεικτικά µέσα (ΑΠ 75/2009, ΑΠ 329/2007). εν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως επί υποθέσεων επί των οποίων τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 270 ΚΠολ, στις οποίες το δικαστήριο µπορεί να λαµβάνει υπόψη συµπληρωµατικά και να εκτιµά ελεύθερα και αποδεικτικά µέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόµου (ΑΠ 40/2009, ΑΠ 31/1999). Στα ιδιωτικά έγγραφα ο νόµος δεν προσδίδει αυξηµένη, έναντι των λοιπών, αποδεικτική δύναµη, αλλά συνεκτιµώνται ελεύθερα µε τα λοιπά αποδεικτικά µέσα (ΑΠ 1731/2008). ΚΠολ : 559 αριθ. 10, 559 αριθ. 12, 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1001 - Λήψη υπόψη από το δικαστήριο πραγµάτων για τα οποία δεν διετάχθηκε απόδειξη. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. - Ο από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ προβλεπόµενος λόγος αναιρέσεως για λήψη υπόψη από το δικαστήριο πραγµάτων για τα οποία δεν διετάχθηκε απόδειξη, ιδρύεται µόνο στις περιπτώσεις που το δικαστήριο έχει υποχρέωση από το νόµο να διατάξει αποδείξεις, την οποίαν όµως (υποχρέωση) δεν έχει στις περιπτώσεις που το θέµα ανάγεται από το νόµο στην κυριαρχική κρίση του, όπως συµβαίνει στην προκειµένη περίπτωση σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 681 Α και 671 ΚΠολ (ΑΠ 866/2006). - Κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόµο έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισµοί που τείνουν στη θεµελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουµένου µε την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος. εν αποτελούν "πράγµατα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισµοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογηµένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισµοί που συνιστούν επιχειρήµατα ή συµπεράσµατα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίµηση των αποδείξεων. ΚΠολ : 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 666, 667, 670-679, [13]

Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 96 - Παρά το νόµο, αποδοχή πραγµάτων που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Σύµφωνα µε το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο δέχεται πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση, χωρίς να εκθέτει, ούτε γενικώς από ποια αποδεικτικά µέσα άντλησε την απόδειξη, χωρίς όµως να απαιτείται το δικαστήριο να αξιολογεί τα επί µέρους αποδεικτικά µέσα ή να εξειδικεύει τα έγγραφα. ΚΠολ : 559 αριθ. 10, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 859 - Παρά το νόµο αποδοχή πραγµάτων από το ικαστήριο που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινών χωρίς απόδειξη. Έλλειψη νόµιµης βάσης. Παραµόρφωση εγγράφου. - Kατά το άρθρο 559 αρ.10 του ΚΠολ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί µε το άρθρο 17 παρ. 2 του Ν. 2915/2001, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη ή δεν διέταξε απόδειξη γι' αυτά. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθµ. 8 ΚΠολ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγµατα" δε, κατά την έννοια του νόµου, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεµελιώνουν το αίτηµα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεµβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (ΟλΑΠ 3/1997). - Kατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 του ΚΠολ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί, αν, στην συγκεκριµένη περίπτωση, συντρέχουν οι νόµιµοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 12-13/95). Για να είναι, όµως, ορισµένος και άρα παραδεκτός ο από την ανωτέρω διάταξη προβλεπόµενος λόγος αναιρέσεως, πρέπει, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 559 αρ. 19 και 566 του ΚΠολ, να αναφέρεται στο αναιρετήριο το ζήτηµα, η επιρροή που ασκεί στην έκβαση της δίκης, καθώς και ποιός είναι ο κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, σε σχέση µε την εφαρµογή του οποίου υπάρχει η έλλειψη νοµίµου βάσεως της αποφάσεως, ώστε να είναι δυνατή η εκτίµηση της [14]

νοµιµότητος του αναιρετικού αυτού λόγου. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο οι ουσιαστικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας. (ΟλΑΠ 27/1998 και 32/1996) ή η µνεία ότι η προσβαλλόµενη απόφαση στερείται παντελώς αιτιολογίας και εξειδίκευση του σφάλµατος του δικαστηρίου, δηλαδή ποια επιπλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται στην απόφαση ή προς τι υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και αν πρόκειται για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες, σε τι συνίσταται η αντίφαση, από ποια µέρη των αιτιολογιών προκύπτει και σε τι συνίσταται η ανεπάρκειά τους, ποιο δηλαδή, στοιχείο αναγκαίο για την επάρκειά τους λείπει. Γενικές εκφράσεις για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα των αιτιολογιών δεν αρκούν, όπως, επίσης, δεν αρκούν οι όλως περιορισµένες, µεµονωµένες και κατ' επιλογήν αποσπασµατικές παραδοχές της απόφασης. - O από το άρθρο 559 αριθµ. 20 προβλεπόµενος λόγος αναιρέσεως της παραµορφώσεως εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, υποπίπτον σε σφάλµα περί την ανάγνωση, αποδίδει στο έγγραφο περιεχόµενο καταδήλως διαφορετικό από το αληθινό και καταλήγει σε πόρισµα επιζήµιο για τον αναιρεσείοντα. Περαιτέρω, ως έγγραφα, η παραµόρφωση του περιεχοµένου των οποίων θεµελιώνει τον ανωτέρω λόγο αναιρέσεως, νοούνται αυτά που προβλέπονται ως αποδεικτικά µέσα στα άρθρα 339 και 432 του ΚΠολ και συνεπώς δεν θεωρούνται ως έγγραφα µε την ανωτέρω έννοια τα διαδικαστικά, τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται από τον Άρειο Πάγο, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολ, στα οποία περιλαµβάνονται και τα πρακτικά συνεδριάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, στα οποία περιέχονται οι καταθέσεις των µαρτύρων, αναφορικώς µε το ταχθέν θέµα αποδείξεως. ΚΠολ : 559 αριθ. 19, 559 αριθ. 20, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 374 - Λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων που ο νόµος δεν επιτρέπει. Η εξέταση του νοµίµου εκπροσώπου ανώνυµης εταιρείας ή µέλους της διοικήσεως αυτού, ως µάρτυρα, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο. Ποιά πρόσωπα δεν µπορούν να εξετασθούν ως µάρτυρες σε περίπτωση πτώχευσης ανώνυµης εταιρείας. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που ο νόµος δεν επιτρέπει (περ. α'). Εξάλλου, στα περιοριστικός αναφερόµενα στο άρθρο 339 ΚΠολ αποδεικτικά µέσα συγκαταλέγονται οι µάρτυρες, τρίτοι, εκτός των διαδίκων πρόσωπα, καθώς και η εξέταση των διαδίκων, η οποία υλοποιείται, κατά την διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας, µε τήρηση των οριζοµένων από τις διατάξεις των άρθρων 415-420 ΚΠολ. Προς διάδικο εξοµοιώνεται, µη δυνάµενος να εξετασθεί ως µάρτυρας, τόσο ο νόµιµος αντιπρόσωπος του ανίκανου να παρίσταται φυσικού προσώπου (ΚΠολ 64 παρ.1) ή του νοµικού προσώπου (ΚΠολ 64 παρ.2) ή το µέλος της διοικήσεως αυτού, τους οποίους µπορεί το δικαστήριο να εξετάσει µε την προδιαληφθείσα ιδιότητα τους (ΚΠολ 415 παρ. 2,3). ιαφορετικά η εξέταση τους ως µαρτύρων αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο, η παρά ταύτα λήψη υπόψη της µαρτυρίας των οποίων στοιχειοθετεί τον ερευνώµενο λόγο αναιρέσεως. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα ήταν δυνατό να εξετάζεται το ίδιο πρόσωπο ως µάρτυρας και στη συνέχεια ως διάδικος ή νόµιµος εκπρόσωπος φυσικού ή νοµικού προσώπου ή µέλος [15]

της διοικήσεως αυτού. Αποφασιστικό εποµένως κριτήριο είναι η δικονοµική δυνατότητα εξετάσεως του µάρτυρα και ως διαδίκου ή νοµίµου εκπροσώπου φυσικού ή νοµικού προσώπου κατά την διαδικασία των άρθρων 415-420 ΚΠολ, εκδοχή η οποία καταλήγει σε προφανή άτοπα δικονοµικά αποτελέσµατα. Έτσι παρά το γεγονός ότι η πτωχεύσασα ανώνυµη εταιρεία δεν είναι διάδικος στις πτωχευτικές δίκες, αλλά ο σύνδικος αυτής, ο οποίος, ως µη δικαιούχος διάδικος, ενεργεί ιδίω ονόµατι (άρθρα 534 του προϊσχύσαντος πτωχευτικού δικαίου και 17 του Ν. 3588/2007), άποψη η οποία επιβεβαιώνεται και από την παρεχόµενη από τις εν λόγω διατάξεις δικονοµική δυνατότητα στον πτωχό να παρέµβει, ως τρίτος, στη δίκη µε διάδικο τον σύνδικο της πτωχεύσεως αυτής, παρά ταύτα η εξέταση του νοµίµου εκπροσώπου αυτής ή µέλους της διοικήσεως αυτού, ως µάρτυρα, αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο, εφόσον µε την διάταξη του άρθρου 415 παρ.4 ΚΠολ παρέχεται η δυνατότητα εξετάσεως αυτού ή του διαδίκου συνδίκου. Η κρίση αυτή δεν διαφοροποιείται από την διάταξη του άρθρου 47α παρ. 1γ του Ν. 2190/1920, κατά τους ορισµούς της οποίας η ανώνυµη εταιρεία λύνεται µε την κήρυξή της σε κατάσταση πτωχεύσεως. Και τούτο για τον λόγο ότι στην περίπτωση αυτή, µετά την λύση της εταιρείας, ακολουθεί η πτωχευτική διαδικασία, που αποτελεί µορφή συλλογικής εκτελέσεως, χωρίς να επέρχεται η εξαφάνιση της νοµικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία θεωρείται κατά πλάσµα δικαίου ότι διατηρείται σε όλο το στάδιο της πτωχεύσεως προς τον αποκλειστικό σκοπό της εξακολουθήσεως της πτωχευτικής διαδικασίας. Κατά την διάρκεια αυτής, αν και δεσµεύεται η εταιρική περιουσία και αναλαµβάνει την διαχείριση αυτής ο σύνδικος της πτωχεύσεως, δεν παύει η ύπαρξη των οργάνων της εταιρίας, αλλ'εξακολουθεί να υφίσταται τόσο η γενική συνέλευση των µετόχων της όσο και το διοικητικό αυτής συµβούλιο, το οποίο την εκπροσωπεί κατά την πτωχευτική διαδικασία, µε δικονοµική δυνατότητα παρεµβάσεως της πτωχευσάσης εταιρείας, ως τρίτης, στη δίκη µε διάδικο το σύνδικο της πτωχεύσεως αυτής, κατά την οποία η εξέταση του εκπροσωπούντος αυτήν διοικητικού συµβουλίου ή µέλους αυτού ως µάρτυρα αποτελεί ανυπόστατο αποδεικτικό µέσο, εφόσον, όπως προαναφέρθηκε, µε την διάταξη του άρθρου 415 παρ.4 ΚΠολ παρέχεται η δυνατότητα εξετάσεως αυτών ή του µη δικαιούχου διαδίκου συνδίκου. ΚΠολ : 64, 415-420, 559 αριθ. 11, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1860 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 509 - Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. Βιαία διακοπής της δίκης. - Κατά το άρθρο 559 αρ. 11 γ' ΚΠολ παρέχεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Οι ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου, οι οποίες λαµβάνονται υπόψη κατά την ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου διαδικασία, σύµφωνα µε τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ' ΚΠολ, αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές αποδεικτικό µέσο σε σχέση µε τα έγγραφα και πρέπει να µνηµονεύονται ειδικά στην απόφαση. Μόνη η µνεία στην απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα έγγραφα δεν αρκεί και, εφόσον γίνεται επίκληση ότι προσκοµίζονται νόµιµα ληφθείσες ένορκες βεβαιώσεις, δηµιουργείται ο πιο πάνω από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 γ' ΚΠολ λόγος αναίρεσης. Η ένορκη βεβαίωση, [16]

εάν ελήφθη µετά τη συζήτηση στον πρώτο βαθµό, παραδεκτώς προσκοµίζεται και λαµβάνεται υπόψη από το δευτεροβάθµιο δικαστήριο κατ' άρθρ. 529 παρ.1α ΚΠολ, εκτός εάν τούτο την αποκρούσει ως απαράδεκτη κατά τη διάταξη του άρθρου 529 παρ.2 ΚΠολ. Η κλήτευση του αντιδίκου του εξετάζοντος παραδεκτώς γίνεται και µε δήλωση που γίνεται στο ακροατήριο και καταχωρείται στα πρακτικά. - Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α', 287 και 290 ΚΠολ, που εφαρµόζονται, κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, σε συνδυασµό προς τις διατάξεις των άρθρων 1846 και 1847 ΑΚ, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και όταν, µετά την άσκηση της αίτησης αναίρεσης και µέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση, µετά την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση του Λόγου της διακοπής προς τον αντίδικο µε επίδοση δικογράφου ή µε προφορική δήλωση στο ακροατήριο ή εκτός ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξης από εκείνον που έχει το δικαίωµα να επαναλάβει τη δίκη ή και από εκείνον που µέχρι την επέλευση του θανάτου ήταν πληρεξούσιος του θανόντος. Ως διάδικος, υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή της δίκης στην περίπτωση θανάτου του αρχικού διαδίκου, νοείται ο καθολικός του διάδοχος (κληρονόµος του). Η επανάληψη της δίκης που έχει διακοπεί µπορεί να γίνει εκούσια µε ρητή ή σιωπηρή δήλωση του διαδίκου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή. ΑΚ: 1846, 1847, ΚΠολ : 286, 287, 290, 529, 559 αριθ. 11γ, 573, * ΝοΒ 2011, σελίδα 1863 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 995 - Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Παρά το νόµο αποδοχή πραγµάτων. Μη λήψη υπόψη πραγµάτων. Παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Έλλειψη νόµιµης βάσης. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' Κ.Πολ.. αναίρεσης επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά µέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόµισαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολ προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει την κρίση του για τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, χωρίς να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της απόφασης ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα τα οποία µε επίκληση προσκοµίστηκαν νόµιµα από τους διαδίκους. -Ο εκ του άρθρου 559 αριθ. 10 του ΚΠολ λόγος αναίρεσης, ότι το δικαστήριο παρά το νόµο δέχθηκε πράγµατα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, είναι απορριπτέος ως αβάσιµος, αν από την προσβαλλόµενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο την κρίση του σχηµάτισε από τα µνηµονευόµενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά µέσα (ΑΠ 772/2006). - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολ ιδρύεται λόγος αναίρεσης όταν το δικαστήριο, παρά το νόµο, έλαβε υπόψη πράγµατα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγµατα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της [17]

δίκης. "Πράγµατα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι πραγµατικοί ισχυρισµοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεµελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονοµικού δικαιώµατος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (αγωγή, ανταγωγή) είτε ως αµυντικό (ένσταση, αντένσταση) µέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισµοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήµατα νοµικά ή πραγµατικά, τα οποία αντλούνται από την εκτίµηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισµοί που συνιστούν επιχειρήµατα για την υποστήριξη των απόψεων των διαδίκων. Πράγµατα επίσης αποτελούν και οι λόγοι έφεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης οι αφορώντες αυτοτελείς ισχυρισµούς. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολ αναίρεση επιτρέπεται µόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίον περιλαµβάνονται και οι ερµηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρµοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγµατικές προϋποθέσεις για την εφαρµογή του ή αν εφαρµοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρµοστεί εσφαλµένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε µε ψευδή ερµηνεία, είτε µε κακή εφαρµογή, δηλαδή µε εσφαλµένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). - Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόµιµης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά, που είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριµένη περίπτωση ως προς τη συνδροµή των νόµιµων όρων και προϋποθέσεως της διατάξεως που εφαρµόσθηκε ή µε τη µη συνδροµή τους, που αποκλείει την εφαρµογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στο νοµικό χαρακτηρισµό των πραγµατικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και µάλιστα στην ανάλυση, στάθµιση και αξιολόγηση του εξαγοµένου από αυτές πορίσµατος γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατ' άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισµα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 10, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 19, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 807 - Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. - Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 του ΚΠολ συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηµατίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιµότητα ή µη των προβαλλοµένων από τους διαδίκους πραγµατικών ισχυρισµών, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά µέσα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι για άµεση και έµµεση απόδειξη, χωρίς όµως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική µνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να µνηµονεύει και να εξάρει µερικά από τα αποδεικτικά µέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του µεγαλύτερης σηµασίας, αρκεί να γίνεται αδιστάκτως βέβαιο από το όλο περιεχόµενο της αποφάσεως ότι συνεκτιµήθηκαν όλα τα αποδεικτικά µέσα που προσκόµισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αρ. 11γ' ΚΠολ (ΟλΑΠ 42/2002). [18]

ΚΠολ : 559 αριθ. 11γ, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1550 Έτος: 2010 - εδικασµένο. Αποδοχή από το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου ότι υπάρχει δεδικασµένο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Το δεδικασµένο κρίνεται κατά τα άρθρα 321 έως 334 ΚΠολ. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 321 ΚΠολ δεδικασµένο το οποίο, κατά το άρθρο 332 ΚΠολ, λαµβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εµποδίζει δε το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δηµόσιου συµφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων µεταξύ των αυτών διαδίκων, δηµιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν µπορούν να προσβληθούν µε ανακοπή ερηµοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Κατά δε το άρθρο 324 ΚΠολ το δεδικασµένο υπάρχει µεταξύ των ίδιων προσώπων, µε την ίδια ιδιότητα παρισταµένων, µόνο για το δικαίωµα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείµενο και για την ίδια ιστορική και νοµική αιτία. Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγµατικά περιστατικά που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και µε την ίδια νοµική διάταξη στηρίζουν και τη µεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νοµικής αιτίας προϋποθέτει θεµελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νοµικό γεγονός (νοµικό κανόνα) που αφορά τη συγκεκριµένη έννοµη σχέση. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει µόνο την "παράβαση νόµου", δηλαδή την ψευδή ερµηνεία ή εσφαλµένη εφαρµογή των περί δεδικασµένου διατάξεων σε σχέση µε όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασµένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτά έχει την έκταση και τα αποτελέσµατα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγµατα, η συνδροµή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς και των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασµένου στηρίζεται µόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιµότητας ή µη του λόγου ελέγχεται και η εκτίµηση του περιεχοµένου τους, ενώ επισκοπείται από τον Άρειο Πάγο και η απόφαση από όπου απορρέει το δεδικασµένο και ελέγχει µε βάση αυτή τη σχετική παραδοχή του δικαστηρίου. Εξάλλου, το δεδικασµένο από τελεσίδικη απόφαση που υφίσταται µεταξύ των αυτών προσώπων υπό την αυτή ιδιότητα και µόνο για το κριθέν δικαίωµα και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείµενο και την ίδια ιστορική και νοµική αιτία, εκτείνεται δε αυτό και στα παρεµπιπτόντως κριθέντα ζητήµατα που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήµατος, εφόσον το δικαστήριο ήταν αρµόδιο να αποφασίσει γι' αυτά. εν αφορά συνεπώς η τελεσιδικία και δικαιώµατα ή έννοµες σχέσεις που δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του δικαζόµενου δικαιώµατος, αλλά προβλήθηκαν από τους διαδίκους και εξετάστηκαν από το δικαστήριο ως χρήσιµα για την υποβοήθηση της κρίσεως του επί του δικαιώµατος για το οποίο διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι το δεδικασµένο από τελεσίδικη απόφαση που δέχθηκε αγωγή περί αποβολής από την οιονεί νοµή, αφορά το δικαίωµα νοµής του ενάγοντος κατά το χρόνο της αποβολής, όχι δε και το δικαίωµα δουλείας του τελευταίου επί του ακινήτου ή την άγουσα σε τέτοια κτήση οιονεί νοµή χρησικτησίας, η τυχόν δε εξέταση από το δικαστήριο και των ζητηµάτων αυτών (που δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του δικαζόµενου δικαιώµατος), προς υποβοήθηση της κρίσεώς του περί της εριζόµενης οιονεί νοµής επί του επιδίκου [19]

κατά τον χρόνο της αποβολής, δεν προσδίδει στις σχετικές αιτιολογίες της αποφάσεως ισχύ δεδικασµένου. - Με αυτά που δέχθηκε και, έτσι, που έκρινε το Εφετείο, κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε, ότι υπάρχει δεδικασµένο, αφού η κρινοµένη αρνητική αναγνωριστική αγωγή του δικαιώµατος πραγµατικής δουλείας διόδου της αναιρεσιβλήτου επί του ακινήτου των αναιρεσειόντων παραγωγική νοµική και ιστορική αιτία έχει διαφορετική από εκείνη της αγωγής που έγινε δεκτή µε την 39/2006 τελεσίδικη απόφαση του Πολυµελούς Πρωτοδικείου Λαµίας, µε την οποία αναγνωρίσθηκε το δικαίωµα της οιονεί νοµής της αναιρεσιβλήτου επί της επίδικης διόδου και κατ' ακολουθίαν από την απόφαση αυτή δεν δηµιουργείται δεδικασµένο. Εποµένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, καθώς και ο συναφής µε αυτόν δεύτερος πρόσθετος λόγος από τον αριθ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολ είναι βάσιµοι. ΚΠολ : 321, 324, 330, 332, 334, ηµοσίευση: INLAW 2010 * Ελλ νη 2011, σελίδα 406 Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 265 - Στοιχεία για το ορισµένο του αναιρετικού λόγου του άρθ. 559 αριθ. 16 ΚΠολ - Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ.4, 566 παρ.1 και 577 παρ. 3 ΚΠολ, για την πληρότητα του λόγου αναιρέσεως µε τον οποίο αποδίδεται στο ικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (ΚΠολ 559 αρ.1 περ.α'), πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, η συγκεκριµένη διάταξη ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόµενο στην απόφαση νοµικό σφάλµα ως προς την ερµηνεία και εφαρµογή αυτής. Επίσης, από τις αυτές ως άνω διατάξεις, συνάγεται ότι για να είναι ορισµένος ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 16 περ.α' ΚΠολ λόγος αναιρέσεως, αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασµένο, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, η απόφαση από την οποία έγινε δεκτή η ύπαρξη δεδικασµένου, το αντικείµενο της προηγηθείσας δίκης µεταξύ των διαδίκων, τα ζητήµατα που κρίθηκαν από την εκδοθείσα στη δίκη εκείνη απόφαση και οι παραδοχές του Εφετείου που προσδιορίζουν την πληµµέλεια της προσβαλλόµενης απόφασης. Ακόµη, ο λόγος αναιρέσεως από τη διάταξη του αρ.16 περ.β' του ίδιου άρθρου, αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόµου δέχθηκε ότι υπάρχει δεδικασµένο µε βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο µέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι η απόφαση, στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόµενη για να δεχθεί την ύπαρξη δεδικασµένου, εξαφανίστηκε µε ένδικο µέσο ή αναγνωρίστηκε ανύπαρκτη. ΚΠολ : 118, 559 αριθ. 16, 566, 577, Αίτηση αναίρεσης - άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολ Αριθµός απόφασης: 1294 [20]