CityPress 20.04.07
ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18.03.2007
ΑΥΡΙΑΝΗ 28.03.2007
ΤΟ ΒΗΜΑ 01.04.2007
ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ 19.04.2007
ΤΟ ΒΗΜΑ 22.04.2007
ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Κ. Θ. ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ TOY ΣΚΑΙ BBC WORLD: ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ: ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ; Αθήνα 22 Μαρτίου 2007 Το Σύνταγμά μας, αφού προσδιορίζει το πλαίσιο της λειτουργίας του πολιτεύματος, αφού περιγράφει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών, στο τελευταίο του άρθρο ορίζει πως «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων». Μια τέτοια πρόβλεψη, που συναρτά ρητώς ένα σύστημα κανόνων με την υπευθυνότητα των ανθρώπων για χάρη των οποίων αυτοί οι κανόνες υπάρχουν και ισχύουν, είναι πιστεύω απαραίτητη σε κάθε ανάλογη περίπτωση. Είναι βεβαίως απαραίτητη και στην περίπτωση της δεοντολογίας. Δεν μπορεί άλλωστε να είναι διαφορετικά. Όποιος έχει έστω και επιφανειακή γνώση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος γνωρίζει ότι ο δημοσιογράφος, ο συντάκτης, ο διευθυντής ενός Μέσου, καθημερινά οφείλουν να λαμβάνουν αποφάσεις δεοντολογικού περιεχομένου, οι περισσότερες από τις οποίες δεν περιλαμβάνονται σε κανένα εγχειρίδιο δεοντολογίας. Ο τρόπος με τον οποίο θα παρουσιαστεί μια είδηση, οι λέξεις και οι εικόνες που θα επιλεγούν για την παρουσίασή της, η σελίδα στα έντυπα, ή η σειρά στα δελτία ειδήσεων που θα παρουσιαστεί η είδηση, όλα αυτά τα ζητήματα είναι και ζητήματα δεοντολογίας καθώς έχουν να κάνουν με τη βασική υποχρέωση του δημοσιογράφου: να ενημερώνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους πολίτες. Θέση μου λοιπόν είναι πως η δεοντολογία, όπως την εννοούμε συνήθως δηλαδή ως κώδικα κανόνων συμπεριφοράς είναι ένα χρήσιμο, απαραίτητο εργαλείο, αλλά προφανώς δεν επαρκεί από μόνο του. Κι αυτό γιατί ο κώδικας δεοντολογίας δεν είναι ένα αυτόνομο κείμενο. Αντιθέτως είναι η επιγραμματική έκφραση αξιών και προβληματισμών πολύ βαθύτερων και πολύ πιο αφαιρετικών, αξιών και προβληματισμών που ο δημοσιογράφος οφείλει στην πράξη να τους ανακαλύψει και να τους εμπεδώσει. Και μάλιστα, ως προς αυτό, δεν υπάρχει εύκολος δρόμος. Ο μόνος τρόπος να κάνει κανείς κτήμα του τη δεοντολογία, είναι να αντιμετωπίσει περιπτώσεις όπου η δεοντολογία δεν δίνει ξεκάθαρη απάντηση για το τι πρέπει να γίνει. Είναι να έρθει αντιμέτωπος με περιπτώσεις όπου συγκρούονται δύο ή περισσότερες αξίες πάνω στις οποίες έχουν διατυπωθεί οι κανόνες δεοντολογίας και να προβληματιστεί στην πράξη για το ποια από τις αξίες αυτές είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπέρτερη. Οι παλιοί δάσκαλοι, έλεγαν ότι η δημοσιογραφία μαθαίνεται στην πράξη. Πιστεύω ότι σ αυτό ακριβώς αναφέρονταν. Ο δημοσιογράφος είναι ταυτόχρονα ερευνητής, κριτής και δικαστής. Ερευνητής όταν ψάχνει για τις πληροφορίες που θα στοιχειοθετήσουν την είδηση. Κριτής όταν αποφασίζει το ειδικό βάρος της είδησης, το πόσο αφορά και ενδιαφέρει τους πολίτες. Δικαστής γιατί εν τέλει, ακόμη και στην πιο φαινομενικά απλή είδηση, παίρνει θέση, εκδίδει ετυμηγορία. Ο δημοσιογράφος, στις τρεις αυτές υποστάσεις του, έχει τόση μεγάλη ελευθερία που μπορεί, αν και όποτε θέλει, τηρώντας απολύτως το γράμμα του κώδικα δεοντολογίας να αντιτίθεται εξίσου απολύτως με το πνεύμα του. Ή αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο παραβαίνοντας κατ εξαίρεση και συνειδητά έναν κανόνα να υπηρετεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον. Η δεοντολογία μπορεί το ίδιο εύκολα να είναι συνειδητή υποχρέωση όσο και υποκριτικό πρόσχημα. Πότε συμβαίνει τι; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς. Το μόνο που μπορώ να προτείνω είναι δύο κριτήρια, τα δύο γνωστά κριτήρια για την αποτίμηση της σκόπιμης πράξης σε κάθε πτυχή της ζωής: Το πρώτο είναι η πρόθεση, τι ήθελε να κάνει ο δημοσιογράφος. Το δεύτερο, βεβαίως είναι το αποτέλεσμα.
Το αποτέλεσμα όμως έρχεται εξ ορισμού εκ των υστέρων. Όσο έμπειρος και αν είναι κανείς, δεν μπορεί πάντα να το προβλέψει με επιτυχία. Ή, ακόμη χειρότερα, ακόμη και όταν καταγραφεί το αποτέλεσμα της δημοσιογραφικής πράξης, συχνά είναι πολύ δύσκολο να το αξιολογήσει κανείς. Θα προβάλεις σκηνές φρίκης από πολέμους για να ευαισθητοποιήσεις το κοινό σου; Θα συνεργαστείς με τις αρχές όταν έχεις να κάνεις με ζητήματα δημόσιας ή εθνικής ασφάλειας; Πού θα βάλεις τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ζωής όταν έχεις να κάνεις με δημόσια πρόσωπα; Δύσκολα μπορεί να απαντήσει κανείς σ αυτά τα ερωτήματα, σ αυτά τα διλήμματα στη γενική τους διατύπωση, όταν δεν ξέρει τις συγκεκριμένες περιστάσεις μέσα στις οποίες αυτά τίθενται. Και φυσικά ο προβληματισμός για τη δημοσιογραφική δεοντολογία δεν αφορά μόνο τους δημοσιογράφους. Θα φέρω ένα προσωπικό παράδειγμα: Λίγο πριν από την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων, σε μια συνάντησή μου με τους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, τους ζήτησα να δείξουν ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο που θα παρουσίαζαν ενδεχόμενες ευαίσθητες ειδήσεις. Τους ζήτησα για τις μέρες των Ολυμπιακών Αγώνων να έχουν υπόψη τους όχι μόνο το εθνικό συμφέρον, αλλά και τον υπαρκτό κίνδυνο να δημιουργηθεί πανικός. Τους έφερα ως παράδειγμα τους προηγούμενους Αγώνες στην Αυστραλία, όταν διάφορα συμβάντα, τα οποία αν έβγαιναν στην επιφάνεια όταν συνέβησαν θα δημιουργούσαν πανικό, δεν βγήκαν τελικά ή υποβαθμίστηκαν. Έπραξα σωστά; Δικαιολογείται αυτή η παράκλησή μου έστω μετριοπαθής στο δημοσιογραφικό έργο; Εκ των υστέρων πιστεύω πως ναι. Όπως και τότε πίστευα ότι, εκ των υστέρων, οι Αυστραλοί έπραξαν σωστά. Τονίζω όμως το «εκ των υστέρων». Όπως επίσης θέλω να τονίσω με κάθε έμφαση ότι η λογική του «υπέρτερου αγαθού» διασταλτικά μπορεί να οδηγήσει και έχει οδηγήσει πολλές κοινωνίες στη λογοκρισία και τον αυταρχισμό. Σε κάθε περίπτωση επανέρχομαι στην αρχική μου διαπίστωση. Η τήρηση της δεοντολογίας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν αρκεί ο μπούσουλας του κώδικα. Χρειάζεται πριν και πάνω απ όλα πείρα και υπευθυνότητα, χρειάζεται ένα καλά εσωτερικευμένο και ιεραρχημένο σύστημα αρχών και αξιών από το δημοσιογράφο και όποιον άλλο εμπλέκεται στο δημοσιογραφικό έργο. Και βεβαίως, χρειάζεται ένα κοινό που απαιτεί υπεύθυνη δημοσιογραφία ήθους. Η γνώση, δηλαδή η βάσανος κάθε θέματος σε όλες του τις διαστάσεις είναι μια ασφαλής μέθοδος. Και κάτι τελευταίο. Στο τέλος της ημέρας, ο δημοσιογράφος παίρνει μια λευκή κόλλα χαρτιού για να αποτυπώσει πάνω της το αποτέλεσμα της δουλειάς του. Για να είναι όσο πιο αντικειμενικό το αποτέλεσμα αυτό, η κόλλα πρέπει να είναι πραγματικά λευκή. Χωρίς προκαταλήψεις, ιδεοληψίες, προειλημμένες αποφάσεις. Στο χαρτί η πένα αποτυπώνει την πραγματικότητα. Δεν σχεδιάζει την πραγματικότητα στα μέτρα του κάθε δημοσιογράφου.