ΤΟ ΠΑΙ Ι ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙ Ι ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Σχετικά έγγραφα
ΜΕΡΟΣ Α. 1. H θέση του παιδιού στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή κατά την αρχαιότητα

Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Ογάµοςκαιηθέσητηςγυναίκας στηναρχαίααθήνα

Εκπαιδευτικό πρόγραμμα: «παιδιά, έφηβοι, νέοι»

Εργασία Κειμένων Α Λυκείου

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. Η χαρά της αγάπης

Τα παιδιά βιώνουν παιχνίδια από το παρελθόν με τους παππούδες ΦΑΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΙΝΕ/ΓΣΕΕ

Γενικό Λύκειο Ζεφυρίου Τμήματα : Α1 Α2

Η θέ ση της γυναί κας στην αρχαί α Αθη να καί στην αρχαί α Σπα ρτη.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Νιάκα Ευγενία Σχολική Σύμβουλος

ΘΕΜΑ: ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΟΥ

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

4. Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ

Εφηβεία και Πρότυπα. 2)Τη στάση του απέναντι στους άλλους, ενήλικες και συνομηλίκους

PROJECT Β'Τετραμήνου Η οικογένεια στο χθες και στο σήμερα

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΤΗΣΙΩΝ

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Οι γνώμες είναι πολλές

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Αγιά, 06 Ιουνίου 2014

ΣΥΝΘΕΤΙΚΕΣ - ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

Κεφάλαιο 1: Γάμος Οικογένεια. Οικογενειακή Αγωγή I Καζέλα Αργυρώ

Η ιδέα διεξαγωγής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου δόθηκε από τη δημοσιογραφική ομάδα του Σχολείου μας, η οποία στα πλαίσια έκδοσης της Εφημερίδας

Εκπαιδευτήρια «Ο Απόστολος Παύλος» Γ υ μ ν ά σ ι ο Π ρ ό γ ρ α μ μ α Υ π ο τ ρ ο φ ι ώ ν. Π υ λ α ί α 12 Μ α ΐ ο υ

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΚΑΡΠΕΡΟΥ Δημιουργική εργασία: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Μοναδικά εκπαιδευτικά προγράμματα για τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών

ρίτη ηλικία και ο θάνατος στην αρχαία Ελλάδα

Τα βασικά δικαιώματα μπορούμε να τα χωρίσουμε σε 4 ομάδες:

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Θέμα: Η θέση της γυναίκας

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

38η ιδακτική Ενότητα ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Το παιχνίδι των δοντιών

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Το μυστήριο της ανάγνωσης

Με τα λόγια του Ι. Θ. Κακριδή, πριν από σαράντα χρόνια, τα αρχαία ελληνικά ενδιαφέρουν για τρεις λόγους:

Γενική Παιδαγωγική. Οργάνωση μαθήματος Αντικείμενο της Παιδαγωγικής Επιστήμης

O ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΥΤΙ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Το παιχνίδι της χαράς

ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Οι 300 του. Λεωνίδα. και οι επτακόσιοι Θεσπιείς. Κείμενα: Αναστασία Δ. Μακρή Εικόνες: Μιχάλης Λουκιανός

Το παραμύθι της αγάπης

Για αυτό τον μήνα έχουμε συνέντευξη από μία αγαπημένη και πολυγραφότατη συγγραφέα που την αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία της!

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ

Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Τα αγγεία λένε την ιστορία τους- Από την ανασκαφή στην προθήκη του Μουσείου» Σχ. έτος

Γιώργος Δ. Λεμπέσης: «Σαν να μεταφέρω νιτρογλυκερίνη σε βαγονέτο του 19ου αιώνα» Τα βιβλία του δεν διαβάζονται από επιβολή αλλά από αγάπη

Μιλώντας με τα αρχαία

Γιώργος Κωστόγιαννης: Από την Καντρέβα στην Πάτρα κυνηγώντας το όνειρο...

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ! Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ. το ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΣΤΑΣΕΙΣ, ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ, Επιστήμες της αγωγής Διευθυντής Μιχάλης Κασσωτάκης.

ΟΛΟΗΜΕΡΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΔΙΑΚΟΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 2 ΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΠΕΡΦΕΡΕΙΑΣ ΣΑΜΟΥ

Βασικό εργαλείο αυτοαξιολόγησης Ερωτηματολόγιο για γονείς και κηδεμόνες

Κατανόηση γραπτού λόγου

ΜΟΥΣΙΚΟΚΙΝΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΡΑΞΗ. Εισηγήτρια : Ζέρβα Ζ. Αντιγόνη καθηγήτρια φυσικής αγωγής

TO ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΣΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ

Τίτλος προγράμματος: «Παιχνίδια στο χθες, παιχνίδια στο σήμερα, παιχνίδια δίχως σύνορα» Υπεύθυνη προγράμματος: Μπότη Ευαγγελή Εκπαιδευτικός που

The Jobbies. 14ο ΓΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Project Β τριμήνου «Το επάγγελμα που επιλέγω» Αντωνιάδου Δέσποινα. Βάκουλης Παναγιώτης.

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

ένας τρόπος να μιλήσουμε στα παιδιά για αξίες και συναισθήματα»

Όψεις Βυζαντίου... στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Εφορεία Αρχαιοτήτων Θεσπρωτίας

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Ηθική ανά τους λαούς

Όνομα: Χρήστος Φιλίππου Τάξη: A2

Προσεγγίσεις του ζητήματος (όλων) των ζώων μέσα και έξω από την τάξη

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Μιλώντας με τα αρχαία

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

«ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: Προσθέτει χρόνια στη ζωή αλλά και ζωή στα χρόνια»

Θεµατολογία: 1. Όλου του κόσµου τα παιχνίδια: Ένα ταξίδι που χαρτογραφεί την ιστορία του παιχνιδιού 2. Ελληνικά παραδοσιακά παιχνίδια: Παιχνίδια από ά

Έρευνα: Γνώσεις και στάσεις των μαθητών/τριών του Λυκείου Αγίου Γεωργίου Λακατάμειας σχετικά με την σεξουαλική και αναπαραγωγική τους υγεία.

Ποιο άτομο θεωρείται παιδί;

Μαρίνα Γιώτη, συγγραφέας-εικονογράφος «Τα παραμύθια είναι ένας τρόπος να μιλήσουμε στα παιδιά για αξίες και συναισθήματα»

(άγιο μύρο / τριήμερη / ολόλευκα / κολυμβήθρας / κατάδυση) «Στο χρίσμα, ο ιερέας χρίει τον.. σ όλα τα μέρη του σώματός του με

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ

«Η ανάπτυξη είναι μια σειρά από διαδοχικές γεννήσεις» Μαρία Μοντεσσόρι, Δεκτικός Νους

Εξάντας Ελλήνων. Οικογένεια

Ο παιδικός σταθμός, είναι πράγματι ένας «σταθμός» στην πορεία ανάπτυξης και ζωής του ανθρώπου!

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΙΔΡΥΜΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ & ΝΤΟΛΛΗΣ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΥΚΛΑΔΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Εισαγωγή στην Παιδαγωγική. Οργάνωση μαθήματος Αντικείμενο της Παιδαγωγικής Επιστήμης

Κόλιντα (Colinda) : Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα είναι ενα παραδοσιακό λαϊκό τραγούδι, που το λένε παιδιά, έφηβοι και άντρες για να γιορτάσουν τα

Γλωσσάρι Το γλωσσάρι του MATURE Ανδραγωγική Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας Δεξιότητες Δέσμευση

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΦΤΩΧΕΙΑ

ΜΑΘΗΜΑTA ΓΙΑ ΜΕΡΟΣ Δ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ V ΜΑΘΗΜΑ 171. Ο Θεός είναι µόνο και µόνο Αγάπη και εποµένως το ίδιο είµαι κι Εγώ.

Τα φύλα στη λογοτεχνία Τάξη: Α Λυκείου

16 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΤΑΞΕΙΣ: Ε1 & Ε2

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Μανώλης Ισχάκης - Πνευματικά δικαιώματα - για περισσότερη εκπαίδευση

Πολιτιστικό Πρόγραμμα «Αγγεία πολλά,μα και φαγητά σ αυτά υγιεινά και διαφορετικά!!» Σχ. έτος

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Γνωστικό αντικείμενο του σεναρίου διδασκαλίας: Σύνδεση με ενότητες του Σχολικού Εγχειριδίου: Σύνδεση με άλλες γνωστικές περιοχές:

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Άντον Τσέχωφ, Ο Βάνκας

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙ ΕΥΣΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΕΙΡΗΝΗ ΤΟ ΠΑΙ Ι ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙ Ι ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Ι ΑΚΤΟΡΙΚΗ ΙΑΤΡΙΒΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2003

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος σ. 3 Εισαγωγή σ. 6 Μέρος Α 1. Η θέση του παιδιού στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή κατά την αρχαιότητα σ. 8 2. Το παιχνίδι στις αρχαίες ελληνικές πηγές σ. 33 2.1 Είδη παιχνιδιών σ. 38 2.1.1 Πίνακας παιχνιδιών της αρχαιότητας σ. 41 2.2 Παιχνίδια γνωστά από τις πηγές σ. 44 Μέρος Β 1. Η απεικόνιση παιδιού-παιχνιδιού στην τέχνη της αρχαιότητας σ. 82 1.1 Μελέτη του θέµατος εξελικτικά η θέση του παιδιού και του παιχνιδιού στην εικονογράφηση σ. 82 1.2 Είδη τέχνης που περιέχουν εικονογράφηση του θέµατος σ. 90 1.3 Είδη παιχνιδιών που προτιµώνται στην εικονογράφηση σ. 99 1.3.1 Πίνακας συχνότητας εικονογραφηµένων παιχνιδιών σ. 103 1.4 Οι σωζόµενες απεικονίσεις παιδικών παιχνιδιών από την γεωµετρική εως την ελληνιστική εποχή σ. 104 1.5 Θέµατα για αξιοποίηση στην εκπαιδευτική διαδικασία σ. 174 Μέρος Γ 1. υνατότητες αξιοποίησης του υλικού στην εκπαιδευτική διαδικασία σ. 177 1.1. Τρόπος και µέσα προσέγγισης του υλικού σ. 181 2. Προτάσεις εκπαιδευτικής προσέγγισης σ. 189 2.1 Οι προτεινόµενες δραστηριότητες σ. 192 3. Συµπερασµατικά σχόλια σ. 247 4. Βιβλιογραφία σ. 250 4.1 Ελληνική Βιβλιογραφία σ. 250 4.2 Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία µεταφρασµένη στα ελληνικά σ. 254 4.3 Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία σ. 256

Πρόλογος Η ενασχόλησή µου µε το παιδί και το παιχνίδι στην αρχαιότητα ξεκίνησε στα φοιτητικά µου χρόνια, στη διάρκεια των οποίων έγραψα µια σχετική εργασία για τα παιχνίδια που είναι γνωστά από τις πηγές και διασώζονται µέχρι σήµερα.το βασικό µου κίνητρο τότε και στην παρούσα έρευνα είναι η αγάπη και η εκτίµησή µου για την θαυµάσια και αξιόλογη πολιτιστική κληρονοµιά της αρχαιότητας. Κόρη µετανάστη πατέρα και τα τελευταία χρόνια η ίδια κάτοικος του εξωτερικού συνειδητοποιώ την ανάγκη της γνώσης της κληρονοµιάς που έχουµε ως έθνος και της υπευθυνότητας απέναντι στη νέα γενιά που χρειάζεται κατεύθυνση και υποστήριξη, ώστε να µπορέσει να αποκτήσει την δική της αυθεντική ταυτότητα µέσα σε µια ευρωπαϊκή ή ακόµη και µέσα σε µια οικουµενική κοινότητα. Ως τελοιόφοιτος της Παιδαγωγικής Σχολής και του Τµήµατος Επιστηµών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης µε προσήλκυσε ο στόχος της συλλογής ενός υλικού τέχνης της αρχαιότητας που να είναι αξιοποίησιµο στα νηπιαγωγεία και µε αυτόν τον τρόπο να προστεθεί ένας ακόµη λίθος στην προσπάθεια - που καταβάλλεται την τελευταία δεκαετία- για την αναβάθµιση της αισθητικής αγωγής στην σύγχρονη εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην προσχολική εκπαίδευση. Με την εφαρµογή του Νέου Αναλυτικού Προγράµµατος για το Νηπιαγωγείο (Π. 486/1989- Φ.Ε.Κ 208 Α ), όπως και µε τον καθορισµό του ιαθεµατικού Ενιαίου Πλαισίου Προγράµµατος Σπουδών για το Νηπιαγωγείο (το οποίο ξεκινά το σχολικό έτος 2003-2004 - Εφηµερίς της Κυβερνήσεως Αρ. Φύλλου 1376, 18 Οκτωβρίου 2001) αναγνωρίζεται η συµβολή της αισθητικής αγωγής στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του νηπίου και στην καλλιέργεια της δηµιουργικότητας. Η παρούσα έρευνα αποτελεί προσφορά στον εκπαιδευτικό ενός πλαισίου εκπαιδευτικής προσέγγισης σε σχέση µε το θέµα αυτό. Το παιδί και το παιχνίδι αποτέλεσαν τα δύο σηµεία αναφοράς στα οποία πραγµατοποίηθηκε η έρευνα, η οποία µε τη σειρά της στηρίχτηκε στις γραπτές και στις αρχαιολογικές πηγές. Στη παρούσα έρευνα δεν δόθηκε έµφαση στη µελέτη του παιχνιδιού και του παιδιού µε την γενική έννοια του όρου (η σχετική βιβλιογραφία είναι µεγάλη και θα ξεπερνούσε τον κύριο στόχο αυτής της εργασίας, ενώ οι προσεγγίσεις αυτών των δύο θεµάτων ποικίλλουν ανάλογα µε τα ενδιαφέροντα των διαφόρων επιστηµονικών κλάδων), αλλά παίρνεται υπόψη το έργο του Arιés (1990), στο οποίο φαίνεται, ότι οι αντιλήψεις για την παιδική ηλικία είναι αποτέλεσµα κοινωνικο-οικονοµικών εξελίξεων και το θεωρητικό ενδιαφέρον για το παιδικό παιχνίδι συµβαδίζει µε την ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας ως κοινωνική και νοητική κατηγορία µε ιδιαίτερα γνωρίσµατα και ανάγκες. Το υλικό που προσφέρεται σε αυτήν την εργασία συγκεντρώθηκε κάτω από το πρίσµα της αξιοποίησής του στην προσχολική εκπαίδευση και είναι γραπτό και αρχαιολογικό-εικονογραφικό. Η εύρεση του υλικού πραγµατοποιήθηκε µε επισκέψεις σε Μουσεία, Βιβλιοθήκες, Αρχαιολογικά Ινστιτούτα στην Ελλάδα και στην Γερµανία. Τα στοιχεία Τέχνης που συγκεντρώθηκαν προέρχονται από την γεωµετρική (900-700 π.χ) εως την ελληνιστική εποχή (323 π.χ-30 µ.χ) µε κύριον τόπο προέλευσης την Αθήνα της κλασσικής εποχής (500-323 π.χ). Οι εικόνες έχοντας ως θέµα το παιδί και 3

το παιχνίδι του ανήκουν στον κύκλο των εµπειριών και ενδιαφερόντων του σύγχρονου παιδιού της προσχολικής ηλικίας, που ελκύεται από θέµατα που του είναι γνωστά και οικεία, όπως είναι λ.χ ένα άλλο παιδί,ένα παιχνίδι που το ίδιο παίζει και το βλέπει να απεικονίζεται, κτλ. Για τον εκπαιδευτικό είναι ενδιαφέρουσα η συνειδητοποίηση ότι, όταν τα νήπια έχουν µπροστά τους µια εικόνα λχ ενός αγγείου στο οποίο απεικονίζεται ένα παιχνίδι, τότε έχουν µπροστά τους µια εικόνα-φορέα ποικίλων µηνυµάτων που µπορεί να τους δώσει πάµπολες πληροφορίες για το ίδιο το αγγείο, όπως και για το παιδί και το παιχνίδι που απεικονίζονται. Επίσης µια τέτοια εικόνα προσφέρει στα παιδιά την γνησιότητα ενός έργου τέχνης, γνωρίζοντας φυσικά ότι µια εικόνα δεν µπορεί ποτέ να αντικαταστήσει το ίδιο το έργο τέχνης, ότι µειονεκτεί σε αισθητικό αποτέλεσµα και ότι προσφέρει λιγότερες πληροφορίες σε σύγκριση µε το γνήσιο αντικείµενο. Η εικόνα γενικά µπορεί να υστερεί µπροστά στο γνήσιο αντικείµενο, δεν παύει όµως η ίδια να είναι αντικείµενο παντοδύναµο που κάνει από νωρίς την εµφάνισή της στον κόσµο των παιδιών της προσχολικής ηλικίας. Στα βιβλία που απευθύνονται σε αυτήν την ηλικιακή κατηγορία παιδιών επισκιάζεται ο λόγος από το εικονογραφικό µέρος του βιβλίου (Dyer, 1983: 10). Με τις εικόνες ως αντικείµενα µαθαίνουν τα παιδιά να παρατηρούν,να περιγράφουν, να κάνουν ερωτήσεις, όπως και να οµαδοποιούν, να υποθέτουν, να συγκροτούν και να ανασυνθέτουν στοιχεία. Στην παρούσα εργασία οι εικόνες που συλλέχθηκαν αντιπροσωπεύουν στοιχεία πολύτιµα της πολιτιστικής κληρονοµιάς της αρχαιότητας, οι οποίες εντάχθηκαν σε ένα πλαίσιο εκπαιδευτικής προσέγγισης. Η εκπόνηση της παρούσας εργασίας µπόρεσε να ολοκληρωθεί µε την αµέριστη βοήθεια και στήριξη που µου πρόσφεραν καθηγητές του Τµήµατος Νηπιαγωγών και φίλοι. Πρώτα θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς την Καθηγήτρια κα. Χρυσάνθη Μαυροπούλου-Τσιούµη, της οποίας την συµπαράσταση και εµπιστοσύνη νοιώθω από τα φοιτητικά µου χρόνια και µε ώθησε να κάνω την εργασία αυτή. Οι υποδείξεις της και τα σχόλιά της, όπως και οι δυνατότητες που µου πρόσφερε έκαναν δυνατή την ολοκλήρωση αυτού του έργου. Επίσης να ευχαριστήσω τα άλλα δύο µέλη της τριµελούς επιτροπής, τον Καθηγητή κ. ηµήτρη Γερµανό, του οποίου εκτιµώ την καθαρότητα στη σκέψη και στο λόγο και τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. ηµήτρη Μπέσσα. Οφείλω, επίσης, να τονίσω την ύπαρξη άλλων ανθρώπων που ο καθένας µε τον δικό του τρόπο και σε διαφορετικές φάσεις της συγγραφής αυτής της εργασίας µε βόηθησαν και µε ενθάρρυναν: τον Επίκουρο Καθηγητή κ. Ανδρέα Καρακίτσιο, την Επίκουρη Καθηγήτρια κα. Έλλη Τρίµη, την Επίκουρη Καθηγήτρια κα. Φωτεινή Παπαντωνίου. Την Επίκουρη Καθηγήτρια κα. Αναστασία Μπίκα θέλω ιδιαίτερα να ευχαριστήσω για το ενδιαφέρον της για το αντικείµενο της παρούσας έρευνας, για το ανοικτό πνεύµα της και την µεγάλη καρδιά της. Υπάρχει ένας Καθηγητής στον οποίο οφείλω ένα ευχαριστώ και δεν είναι πιά στη ζωή, είναι όµως ζωντανός στη καρδιά πολλών: τον Καθηγητή κ. Παραλή. Αυτός υπήρξε αρχικά µέλος της τριµελούς επιτροπής κι ένας άνθρωπος που µε ωθούσε να ασχοληθώ 4

περισσότερο µε την αισθητική αγωγή, ώστε να κερδίσουν τα παιδιά από την αγάπη µου για την αρχαία ελληνική τέχνη. Επίσης υπάρχουν φίλοι που ακούραστα µου έχουν χαρίσει την στήριξή τους, ώστε να µπορέσω να φέρω στο τέλος αυτό το έργο και είναι µάλιστα αρκετοί. Ευχαριστώ όλους και ιδιαίτερα αναφέρω την Έλλη και την Νατάσα για την ενθάρρυνσή τους, την ώρα, Ζηνοβία, Άννα, Ζησούλα και Madlein. Ένα ιδιαίτερο βλέµµα είχε πάντα για µένα, όπως και την αξιόλογη προσφορά coaching στο τελευταίο έτος της εκπόνησης της διατριβής, ο Robert Heess, ενώ ο Roland Ficht σύντροφός µου και φίλος µε αγάπη και αυστηρότητα µου υπενθύµιζε συχνά το χρέος απέναντι στον εαυτό µου να ολοκληρώσω αυτό το έργο και βοήθησε στο layout των κειµένων. Και οι δύο τους έχουν την ευγνωµοσύνη µου. Τέλος ευχαριστώ την µητέρα και τον αδερφό µου που γενικά πιστεύουν σε µένα και τον πατέρα µου που µε εισήγαγε στην οµορφιά της πολιτιστικής κληρονοµιάς της αρχαιότητας, χαρίζοντάς µου από µικρό παιδί σχετικά βιβλία και επισκεπτόµενος µαζί µου αρχαιολογικά µουσεία και χώρους. 5

Εισαγωγή Ο στόχος που τέθηκε για την έρευνα αυτού του θέµατος ήταν η προσέγγιση στοιχείων της πολιτιστικής κληρονοµιάς της αρχαιότητας και µια πρώτη γνωριµία των παιδιών της προσχολικής ηλικίας µε την τέχνη αυτής της εποχής. Η εργασία χωρίζεται σε τρία µέρη. Τα δύο πρώτα µέρη σχετίζονται µε το πρώτο µέρος του θέµατος της εργασίας: το παιδί και το παιχνίδι στην αρχαία ελληνική τέχνη. Το τρίτο και τελευταίο µέρος σχετίζεται µε το δεύτερο µέρος του θέµατος: παιδαγωγική προσέγγιση. Σε όλη την εργασία χρησιµοποιείται η λέξη εκπαιδευτικός, διότι θεωρείται ευρύτερος όρος από κάθε άλλο (νηπιαγωγός, παιδαγωγός, κ.ά), όπως επίσης χρησιµοποιείται µόνο το αρσενικό γένος στη λέξη εκπαιδευτικός, χάριν συντοµίας εννοώντας ταυτόχρονα το θηλυκό γένος. Στο Α µέρος επιχειρείται η εξέταση του παιδιού και του παιχνιδιού µέσα από τις γραπτές πηγές. Αρχικά παρουσιάζεται η θέση του παιδιού στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή κατά την αρχαιότητα. Η παρουσίαση του θέµατος ξεκινά µε την σηµασία που είχε η γέννηση ενός παιδιού στον κύκλο της οικογένεια και της πόλης και τα διάφορα ήθη και έθιµα ανάλογα µε το φύλο του παιδιού. Στη συνέχεια παρουσιάζονται αναλυτικά πενήντα εννέα παιχνίδια που είναι γνωστά από τις πηγές και γίνεται κατηγοροποίησή τους σε πίνακες. Στο Β µέρος επιχειρείται η αναλυτική παρουσίαση του θέµατος της απεικόνισης του παιδιού και του παιχνιδιού στην τέχνη της αρχαιότητας. Συγκεκριµένα εξετάζεται εξελικτικά η θέση του παιδιού και του παιχνιδιού στην εικονογράφηση και παρουσιάζονται τα είδη τέχνης που περιέχουν εικονογράφηση του θέµατος (αγγειογραφία, πλαστική τέχνη). Ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση των ειδών των παιχνιδιών που προτιµώνται στην εικονογράφηση και ο πίνακας που παρατίθεται δείχνει την συχνότητα εµφάνισης των εικονογραφηµένων παιχνιδιών. Σε αυτήν την εργασία συλλέχθηκαν και επιλέχθηκαν 236 απεικονίσεις παιδιών και παιδικών παιχνιδιών από την γεωµετρική µέχρι και την ελληνιστική εποχή και γίνεται η παρουσίαση της κάθε απεικόνισης: δίνονται τα στοιχεία της εικόνας (χρονολογία, τόπος προέλευσης και έκθεσης, πηγή από την οποία προέρχεται η εικόνα, λ.χ κατάλογος κάποιου Μουσείου) και γίνεται περιγραφή του θέµατος της απεικόνισης. Στο τέλος του Β µέρους προτείνονται τα θέµατα για αξιοποίηση στην εκπαιδευτική διαδικασία, όπως για παράδειγµα: τα διάφορα εθιµικά στοιχεία, η ένδυση των παιδιών, κτλ. Στο Γ µέρος παρουσιάζονται οι δυνατότητες αξιοποίησης του υλικού αυτής της εργασίας στην εκπαιδευτική διαδικασία του νηπιαγωγείου. Με βάση το υλικό και τις ανάγκες της νηπιακής ηλικίας δίνονται παραδείγµατα ενδεικτικών δραστηριοτήτων προσέγγισης, ακολουθώντας τους τοµείς δραστηριοτήτων του Αναλυτικού Προγράµµατος στο Νηπιαγωγείο. Οι προσεγγίσεις αυτές είναι απλοί άξονες, ερεθίσµατα και µια καλή βάση για να υποβοηθήσουν το έργο του εκπαιδευτικού και είναι αυτονόητο, ότι δεν αποκλείουν την διαφορετική προσέγγιση από τον παιδαγωγό ή την προσαρµογή τους στις κατά περίπτωση ανάγκες των µαθητών του. 6

Η σύγκριση παρόντος και παρελθόντος (τώρα- τότε) είναι ο κύριος άξονας για την εκπαιδευτική αξιοποίηση του υλικού της µελέτης. Με βάση το γνωστό και γνώριµο εισάγεται το παιδί στο νέο και διαφορετικό. Η αντιπαραβολή του χθές µε το σήµερα µπορεί να αναπτύξει και να καλλιεργήσει πέρα από την αισθητική παιδεία και άλλους τοµείς γνώσεων και δεξιοτήτων των παιδιών. Το νήπιο είναι ακόµη στην φάση προσαρµογής στο περιβάλλον, συγκέντρωσης και αφοµοίωσης των πρώτων του εµπειριών. Αυτός είναι και ο λόγος που το παρόν αποτελεί το σηµείο αναφοράς στις δηµιουργικές δραστηριότητες και δόθηκε το βάρος περισσότερο σε αυτά που ήδη γνωρίζει, σε αυτά που αποτελούν τον κόσµο του, ενώ η ιστορικότητα του αντικειµένου που έχει µπροστά του - µε την µορφή µιας εικόνας - δεν προσδιορίζεται χρονολογικά. Η έκφραση των νηπίων αυτό είναι πολύ-πολύ παλιό δείχνει την συναίσθηση της ροής του χρόνου, παρόλο που το νήπιο δεν ξέρει ακόµη να τον µετρά και δεν έχει µάθει ακόµη την ακριβή σηµασία των ωρών, ηµερών, µηνών, χρόνων και αιώνων. Είναι όµως σε θέση να διακρίνει το τότε από το τώρα και ότι ανάµεσα σε αυτά υπάρχουν οµοιότητες και διαφορές, συνέχεια ή αλλαγή. Στην εργασία λαµβάνονται υπόψην οι µελέτες που έχουν γίνει για την ανάπτυξη του ιστορικού χρόνου στο παιδί, δεν δίνεται όµως έµφαση στην παρουσίασή τους. Τέλος στα Συµπερασµατικά Σχόλια συνοψίζεται ουσιαστικά ο στόχος της προσφοράς στον εκπαιδευτικό υλικού αξιοποίησιµου, ώστε να µπορέσουν τα νήπια µέσω της τέχνης να συνειδητοποιήσουν µια διαφορετική εποχή παρακάµπτοντας την ανάγκη χρονολόγησης. 7

ΜΕΡΟΣ Α 1. H θέση του παιδιού στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή κατά την αρχαιότητα Στην ελληνική αρχαιότητα (από την γεωµετρική έως την ελληνιστική εποχή, δηλ από τον 10ο αι. π.χ µέχρι και τον 4ο αι. π.χ) η ζωή στην πόλη µοιραζόταν ανάµεσα στη δηµόσια ζωή που χαρακτηριζόταν από µια έντονη θρησκευτικότητα και στη κοινή ζωή µέσα στην οικογένεια και στον κύκλο των φίλων και γειτόνων. Είτε στο χώρο της οκογένειας είτε στη δηµόσια ζωή της πόλης τα παιδιά µάθαιναν από πολύ νωρίς να θεωρούν τις γιορτές και τις θρησκευτικές τελετές ένα αναπόσπαστο µέρος της ζωής τους και ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του λαού. Τα παιδιά παρευρίσκονταν σε όλες τις γιορταστικές εκδηλώσεις που τελούνταν στο χώρο του σπιτιού, είτε δηµόσια. Με αυτόν τον τρόπο µεγάλωναν και ανατρέφονταν µε ένα θρησκευτικό ιδεώδες, µε ήθη και µε έθιµα, µε πολιτιστικά δρώµενα, µε τελετές και µε την ιδέα της φιλοξενίας (Rühfel, 1984: 77). Η µεγάλη θνησιµότητα,, τα επακόλουθα των συχνών πολέµων στη οικογενειακή ζωή των αρχαίων Ελλήνων και οι διάφορες πολιτικές αλλαγές στη διάρκεια τω αιώνων υπήρξαν σηµαντικοί παράγοντες στη διαµόρφωση του ιδεώδους της ανατροφής και της φροντίδας των παιδιών µε στόχο τη δηµιουργία καλών και χρήσιµων πολιτών. Το βλέµµα ήταν ουσιαστικά στραµµένο στο µέλλον του παιδιού και µέχρι τον 5ο αιώνα τα παιδιά παρουσιάζονταν σαν µικροί ενήλικες τόσο στην τέχνη, όσο και στις φιλολογικές πηγές, ενώ χάρη στις αναφορές του Πλάτωνα,του Αριστοφάνη και του Αριστοτέλη (τον 5ο και 4ο αι. π.χ) για την ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών ξεκίνησε η ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας στην αρχαιότητα, οπότε το παιδί παρατηρείται µε τα χαρακτηριστικά του, τις ποιότητες και τις αδυναµίες του (Müller, 1990: 53-54 & 136). Παρόλο που το παιδί δεν αντιπροσώπευε ένα κοινωνικό ιδεώδες (λόγω των πολλών σωµατικών και πνευµατικών αδυναµιών που το χαρακτηρίζουν), η φροντίδα του στο χώρο της οικογένειας και η ανάπτυξη δυνατών συναισθηµατικών δεσµών ήταν σηµαντικοί παράγοντες για την εξασφάλιση τόσο του οίκου όσο και της πόλης, γιατί κάθε παιδί που γεννιόταν και επιβίωνε ήταν ένα µέρος της κληρονοµιάς και του µέλλοντος του λαού (Müller, 1990: 11 & 78-79 & 111 & Golden, 1993: 5). Το ουσιαστικό νήπιος φανέρωνε τη στάση της οικογένειας και της κοινωνίας απέναντι στα παιδιά: νήπιος είναι αυτός που δεν κατανοεί τη γλώσσα και την καλλιέργεια των ενηλίκων (Müller, 1990: 108), ενώ το ουσιαστικό παίς έχει ινδοευρωπαϊκές ρίζες και σήµαινε µικρός ή ασήµαντος. Παίς σήµαινε όµως και παιδί και νέος άνθρωπος, ενώ το ουσιαστικό τέκνο προερχόταν από το ρήµα τήκτω (γεννώ) και σήµαινε πάντα παιδί (φιλολογικά και µεταφορικά) και ποτέ νέος άνθρωπος. Παίς καλούνταν ένα παιδί κυρίως από τον πατέρα και τέκνον κυρίως από την µητέρα. Τα νεογέννητα ονοµάζονταν νεογνά βρέφη και νεογνά τέκνα, ενώ η περίοδος από παιδί σ ενήλικα χαρακτηριζόταν από το ουσιαστικό νεανίσκος ή µειράκιον (Golden,1993: 12-13). Η ελληνική αρχαιότητα συνέδεσε την παιδική ηλικία µε το παιχνίδι. Αυτό φανερώνεται στο γλωσσικό επίπεδο µε το ουσιαστικό παίς και άλλες λέξεις, όπως: το παίγµα, η παιγνία, το παίγνιον, η παιδιά, που έχουν τις ρίζες τους στο ρήµα παίζω 8

(Golden, 1993: 53). Γενικά δεν υπάρχουν σταθεροί χαρακτηριστικοί όροι, που να αναφέρονται στην παιδική ηλικία. Για παράδειγµα στην Αθήνα του τέλους του 4ου αι. και ίσως και νωρίτερα έφηβος θεωρούταν ο νέος άνδρας που ήδη είχε κάνει δύο χρόνια στρατιωτική υπηρεσία, ενώ παίδες καλούνταν τα αγόρια πριν τα 17 ή 18 τους χρόνια δηλ. πριν την εγγραφή τους στον ήµο οπότε γίνονταν επίσηµα πολίτες και τα κορίτσια πριν τον γάµο τους (Golden, 1993: 4 & 184, υποσηµείωση 13 & 187, υποσηµείωση 76). Την πιο λεπτοµερή συγκέντρωση των ουσιαστικών που ήταν συνυφασµένα µε την παιδική ηλικία στην αρχαιότητα (για το αρσενικό γένος) έκανε ο Σχολιαστής του Αριστοφάνη (στο Βυζάντιο): βρέφος, παιδίον, παιδάριον (το παιδί ήδη περπατά και µιλά), παιδίσκος ή παίς (το παιδί που είναι σε ηλικία εκπαίδευσης), αντιπαίς ή µελλέφηβος ή έφηβος ή µειράκιον, µειράκις,νεανίσκος, νεανίας κτλ (Golden,1993:14). Άλλα ουσιαστικά που µπορεί να συναντήσει κανείς στα έπη ή σε άλλα είδη ποίησης είναι λ.χ το ουσιαστικό µικρός (σε µια κωµωδία του Μενάνδρου) και µικκός (σε ένα σατυρικό έργο του Αισχύλου), ενώ υπήρχαν και τοπικοί διάλεκτοι: κοραλίσκος (συνώνυµο µε το µειράκιον) στην Κρήτη, κοράσιον (το µικρό κορίτσι) στην Μακεδονία κτλ. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης χρησιµοποιούν συνήθως τα ουσιαστικά παιδίον, παιδάριον (Golden, 1993: 186, υποσηµείωση 64 & 187, υποσηµείωση 79). Ο Ιπποκράτης (στο Philo.Opif.Mundi 36.105) χωρίζει την ανθρώπινη ζωή σε επτά στάδια, από τα οποία τα τέσσερα πρώτα είναι: το στάδιο του παιδίου (παιδίον 0-7 χρ.), το στάδιο του παιδός (παίς 7-14 χρ.), το στάδιο του µειρακίου (µειράκιον14-21 χρ.) και το στάδιο του νεανίσκου (νεανίσκος 21-28 χρ.), ενώ ο Αριστοτέλης τη χωρίζει σε δύο µέχρι και δέκα στάδια, βασισµένος στην αριθµολογία, στην αστρολογία, στον αριθµό των εποχών του έτους, ή στα δάκτυλα των χεριών κτλ και κάνει µια γενική κατηγοροποίηση των ηλικιών για να µπορεί κανείς - γνωρίζοντας τα συναισθήµατα και τις δράσεις των ανθρώπων των διαφορετικών ηλικιακών κατηγοριών - να µιλά δηµόσια κερδίζοντας φίλους και να επηρεάζει τη γνώµη πολλών ανθρώπων: στην νεανική ηλικία, στην ώριµη και στην γεροντική ηλικία (Golden, 1993: 2). Η κοινωνική ζωή (η ζωή της πόλης) έπαιζε ένα κεντρικό και σηµαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων της αρχαιότητας και οι διαφορές ανάµεσα στα δύο φύλα γινόταν φανερές στον διαχωρισµό των καθηκόντων και των υποχρεώσεών τους. Με αυτή την αντίληψη µεγάλωναν τα παιδιά και έχοντας υπόψη τη στάση αυτή των ανθρώπων κατά την αρχαιότητα είναι δυνατόν να κατανοήσουµε γιατί τέτοια πνεύµατα, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης τοποθετούσαν τα παιδιά στο ίδιο επίπεδο µε τα ζώα (ο Πλάτων µάλιστα τοποθετούσε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους σκλάβους και τα ζώα στην ίδια οµάδα, κοινωνικά κατώτερη από εκείνη τω ανδρών, µε κύριο χαρακτηριστικό ότι είναι πιο επιρρεπείς στις επιθυµίες, στους πόνους και στις ηδονές, όπως λ.χ στα γλυκά και στη µουσική κι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα είναι, ότι τα µωρά σταµατούν το κλάµα µε ένα κοµµάτι κερήθρας). Αυτός είναι και ο λόγος που κάποια ρήµατα που χρησιµοποιούνταν σε σχέση µε τα παιδιά ήταν συνώνυµα µε πράξεις ζώων λ.χ τα ρήµατα που υποδήλωναν το παιδικό κλάµα ήταν: βρυχαίοµαι και βλεκάνω (βελάζω). Τα παιδιά, οι νέες γυναίκες και οι τυφλοί γέροντες όµως κατανοούν καλύτερα τις επιθυµίες των θεών σε σύγκριση µε τους κοινωνικά ανώτερούς τους, όπως 9

χαρακτηριστικά διατύπωσε ο Σοφοκλής στο έργο του Αντιγόνη (Golden, 1993: 7 & 8 & 9 & 11). Τόσο ο Πλάτωνας, όσο και ο Αριστοτέλης αναφέρονται στα έργα τους Νόµοι και Πολιτικά αντίστοιχα στα διάφορα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας και δίνουν παρακτικές συµβουλές για την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών. Ο Πλάτων (5ος αι. π.χ) έκανε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για την ανάπτυξη των παιδιών και τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας και τόνισε ότι τα πολύ µικρά παιδιά αγαπούν (τα πανυ σµικρά παιδία) το κουκλοθέατρο, ενώ τα µεγαλύτερα (οι µείζους παίδες) τις κωµωδίες και συµβούλεψε να φασκιώνονται τα παιδιά από την γέννηση µέχρι και το δεύτερο έτος της ηλικίας και µέχρι την ηλικία των τριών να παίρνονται συχνά στην αγκαλιά. Η περίοδος από το τρίτο µέχρι και το έκτο έτος της ηλικίας χαρακτηρίζεται από το παιχνίδι µε άλλα παιδιά και από τα παιχνίδια που γεννά η φαντασία τους, καθώς και από την αρχή απόκτησης αυτοπειθαρχίας. Επίσης είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί πως ο Πλάτων έδωσε σηµασία σε χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας που θα µπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα ή ακόµη και να θεωρηθούν αυτονόητα, όπως λ.χ η απαλότητα του δέρµατος των παιδιών που προέρχεται από το πολύ γάλα που πίνουν κι από την φρέσκια αλλά και σταθερή σύνδεση των ιστών του σώµατος (η οποία µε το πέρασµα των χρόνων, αλλά κι από τους πολέµους αδυνατεί µε επακόλουθο να επέλθει κάποια στιγµή η γεροντική ηλικία). Τα παιδιά είναι επίσης ανώριµα, άπειρα κι αθώα, για αυτό και µπορούν να είναι πιο κοντά στους θεούς και στα φαινόµενα της φύσης (Rühfel, 1984: 139 & Golden, 1990: 20). Ο Αριστοτέλης (4ος αι. π. Χ) µελέτησε τα παιδιά µε τέτοια προσοχή, που αναφέρθηκε σε εξωτερικά χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας και έδωσε συµβουλές για διαφορετικές ηλικιακές περιόδους, τονίζοντας ότι στην ζωή του παιδιού υπάρχουν οι εξής κρίσιµες περίοδοι: το δεύτερο έτος της ηλικίας, το πέµπτο, το έβδοµο και το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας. Κάποιες από τις συµβουλές του είναι λ.χ να δίνεται στα παιδιά - µέχρι δύο ετών - να πίνουν πολύ γάλα και λίγο κρασί, να βοηθούνται στην άσκηση και να γίνεται η σκληραγώγησή τους στο κρύο, είτε - από δύο ετών µέχρι και το πέµπτο έτος της ηλικίας - είναι καλό να ασκούνται µέσα από το παιχνίδι, το οποίο, όπως και οι ιστορίες που ακούν πρέπει να ελέγχονται από τους παιδονόµους, ενώ από το έβδοµο έτος της ηλικίας πρέπει γενικά να προστατεύονται από απρεπείς συνοµιλίες και εικόνες (Golden, 1993: 20). Κάποιες από τις παρατηρήσεις του ήταν, ότι τα παιδιά αρχικά δεν µπορούν καθόλου να µιλήσουν και αργότερα καλούν κάθε άνδρα πατέρα και κάθε γυναίκα µητέρα, µέχρι να µάθουν να ξεχωρίσουν τους γονείς τους και να τους αποδώσουν αυτούς τους λεκτικούς χαρακτηρισµούς, ότι το παιδί µυρίζει γλυκά µέχρι την εφηβεία και από αυτό το διάστηµα και πέρα γίνεται ο ιδρώτας του αλµυρός και εντονότερος, ότι η παιδική φωνή είναι υψηλότερη από αυτήν των ενηλίκων και ότι ο παιδικός τρόπος οµιλίας ουσιαστικά γοητεύει τους ενήλικες (γι αυτό το λόγο έβαζαν ο Θεόφραστος ή ο Αριστοφάνης (4ος & 5ος αι. π.χ) κάποιους ήρωές τους να µιλάνε όπως τα παιδιά) και ότι τα αδύναµα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας µπορούν να ξεπεραστούν, διότι τα παιδιά βρίσκονται σε ανάπτυξη. Γενικά η παιδική ηλικία έχει τόσες αδυναµίες που κανείς δεν θα ήθελε να γυρίσει πίσω σ αυτήν και τα παιδιά έχουν ελεύθερη θέληση,αλλά όχι προαίρεση και γι αυτό το λόγο δεν µπορούν να γνωρίζουν τις έννοιες της ηθικής και της πραγµατικής 10

χαράς, έχουν βραχυπρόθεσµη µνήµη και τα αγόρια είναι πιο ευέξαπτα απο τους άνδρες, γιατί είναι βιολογικά θερµότερα και υγρότερα (Golden, 1993: 6 & 8 & 9). Τόσο ο Αριστοτέλης όσο και ο Πλάτωνας πίστευαν, ότι τα παιδιά έχουν γενικά περισσότερο πάθος από ότι οι ενήλικες, δεν µπορούν για πολύ ώρα να µείνουν ήρεµα και ότι συχνά κλαίνε, έχουν έναν άστατο χαρακτήρα και είναι πολύ δύσκολο να δαµαστούν και ότι γενικά δεν µπορούν πολύ να κατανοούν, ούτε να κρίνουν και συχνά λένε ανοησίες, διότι δεν έχουν φρένα (άφρονες). Στην διανοητική αδυναµία των παιδιών αναφέρθηκε και ο Ξενοφώντας (5ος αι. π. Χ) συγκρίνοντας τα αγόρια µε τους άνδρες που είναι ικανοί - λόγω της µεγαλύτερης εξυπνάδας τους - να κάνουν πράξη αυτά που έχουν µάθει και για αυτό το λόγο έχουν και περισσότερη δύναµη (Golden, 1993: 6 & 9& 22). Παρόλες τις αδυναµίες της παιδικής ηλικίας, η ευτεκνία και η πολυτεκνία θεωρούνταν σηµαντικά στοιχεία για την επίτευξη της ανθρώπινης ευτυχίας. Αυτό το πιστεύω το αντιπροσώπευσαν τόσο οι ποιητές της αρχαϊκής εποχής, όσο και ο Σόλωνας, ακόµη και ο Αριστοτέλης (Golden, 1993: 91), αλλά και όλη η αρχαία ελληνική κοινωνία για την οποία ήταν σηµαντικό να φέρει από πολύ νωρίς τα παιδιά κοντά στην ιδέα της ζωής στην πόλη (κοινή, δηµόσια ζωή) και να τα αναθρέψει µέσα σ ένα έντονο θρησκευτικό κλίµα. Η ίδια η πόλη ήταν ουσιαστικά µια θρησκευτική κοινότητα µε µια πολιούχο θεότητα που για την τιµή και την εύνοιά της τελούνταν διάφορες τελετές και υπήρχαν σηµαντικές γιορτές Η συµµετοχή των παιδιών σε αυτές ήταν ουσιαστικά µια ηθική υποχρέωση απέναντι στην πόλη και στις θεότητες. Η έννοια της οικογένειας δεν υπήρχε στην ελληνική αρχαιότητα (όπως εννοείται σήµερα), µάλιστα δεν υπήρχε καν σαν λέξη, αντίθετα χρησιµοποιούνταν οι όροι οίκος ή οικία και εστία. Τα άτοµα που ζούσαν στην πόλη ανήκαν σε διάφορους οίκους που είχαν κοινούς προγόνους. Πολλοί οίκοι µαζί που έχουν κοινούς προγόνους αποτελούν ένα γένος. Πολλά γένη µαζί δηµιουργούσαν µια φατρία. Πολλές φατρίες µαζί αποτελούσαν µια φυλή (Rühfel, 1984: 77 & 121 & Müller, 1990: 26-27 & Golden, 1993: 23-26). Η γέννηση ενός παιδιού ήταν ένα γεγονός που τα µέλη του οίκου και της πόλης το αντιµετώπιζαν µε µεγάλο δέος και φόβο, διότι τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος συντρόφευαν τη µητέρα και το νεογνό. Οι πόνοι και το αίµα συνδέονταν µε τον θάνατο, η γέννηση και η επιβίωση ενός παιδιού σήµαινε υπευθυνότητα για την οικογένεια και εξασφάλιση του µέλλοντος του οίκου και της πόλης, ενώ η επιβίωση της λεχώνας σήµαινε εξασφάλιση της φροντίδας των αγοριών µέχρι τα επτά τους χρόνια (από αυτήν την ηλικία το αναλάµβανε η κοινωνία των ανδρών) και των κοριτσιών µέχρι την στιγµή του γάµου τους. Ο πιθανός θάνατος της µητέρας ή του παιδιού σε µια γέννα µετέτρεπε τον καθένα που ερχόταν σε επαφή µε αυτό το φαινόµενο σε ακάθαρτο, γι αυτό προστάτευαν την ευηµερία τόσο του οίκου, όσο και της πόλης και φυσικά την ετοιµόγεννη από τα κακά πνεύµατα και τους δαίµονες βάφοντας τα θυρώµατα µε πίσσα κι ετοιµάζοντας στην ετοιµόγεννη ένα ζεστό χώρο (Müller,1990: 56 & 150, υποσηµείωση 1: οι φιλολογικές πηγές που αναφέρονται στα έθιµα της γέννησης προέρχονται από µεταχριστιανικές πηγές). Από την στιγµή που το νεογέννητο πέρασε µε ασφάλεια την πρώτη του δοκιµασία µε τον κίνδυνο του θανάτου δηλ. ζει και είναι γερό, (κάποια είδη εξέτασης για να αποδειχθεί ότι το παιδί ήταν γερό υπήρξαν: το πλύσιµο του νεογέννητου µε κρύο νερό, µε ούρα ή ακόµη και µε κρασί) ταυτίζεται µε τον µελλοντικό του ρόλο στην ζωή 11

της πόλης για την ευηµερία και την συνέχειά της. Εάν λοιπόν το νεογέννητο ήταν ένα γερό αγόρι κρεµούσαν έξω από την πόρτα του σπιτιού ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς, αν ήταν κορίτσι µια δέσµη από µάλλινες κλωστές. Τόσο το στεφάνι από κλαδιά ελιάς, όσο και η δέσµη των µάλλινων κλωστών είχαν προστατευτική δύναµη και αποτροπιαστικό χαρακτήρα για δαίµονες και κακά πνεύµατα και θα έπαιζαν κάποιο ρόλο αργότερα στη ζωή του (τα κλαδιά ελιάς θα έπαιζαν ρόλο στις διάφορες θρησκευτικές του υποχρεώσεις και το µαλλί γενικά θα χρησιµοποιούνταν για τον αργαλειό από το κορίτσι στο χώρο του γυναικωνίτη) (Rühfel, 1984: 33 & Müller,1990: 56 & 59). Από την στιγµή που η γέννηση ενός παιδιού σήµαινε µια υπευθυνότητα, όχι µόνο για την οικογένεια (τον οίκο), αλλά και για την ίδια την πόλη, το γεγονός αποκτούσε µια συναισθηµατική, κοινωνική και πολιτική αξία. ηλ. το νεογέννητο αποτελούσε όχι µόνο ένα µέλος του οίκου, αλλά και µιας πόλης, για αυτό το λόγο έπρεπε να είναι αποδεκτό από τον κύριον του οίκου (την άρχουσα κεφαλή του οίκου) και η απόφαση αυτή είχε πάντα σχέση µε πολιτικές αρχές, το φύλο του παιδιού (κάποιες φορές αποκλείονταν κορίτσια) και το µέγεθος του ήδη υπάρχοντος οίκου Η απόφαση έπρεπε πάντοτε να παρθεί µε το βλέµµα στραµµένο στην συνέχεια και στην τύχη, όχι µόνο του οίκου, αλλά και της πόλης. Αυτός ήταν κι ο λόγος που επιτρεπόταν στους γέροντες της Σπάρτης να αποφασίσουν, αν τελικά το νεογέννητο είναι γερό κι έτσι άξιο να ζήσει στην πόλη. Στην Αθήνα το νεογέννητο είναι εξαρχής ένα κοινωνικό ον, γιατί είναι µέλος της οικογένειας (του οίκου) και είναι ήδη ένας εκ υποθέσεως πολίτης (όπως τόνιζε ο Αριστοτέλης), εφόσον έχει γεννηθεί από πολίτες, αλλά δεν είναι ενήλικας για να µπορεί να παίρνει αποφάσεις και να αναλαµβάνει υπευθυνότητες (Müller, 1990: 56 & Golden, 1993: 39). Με δυο τελετές (τα Αµφιδρόµια και η εκάτη) επιβεβαιωνόταν η απόφαση του κυρίου (της άρχουσας κεφαλής του οίκου) για την επίσηµη αποδοχή του παιδιού στην οικογένεια (τον οίκο). Με τα Αµφιδρόµια η οικογένεια, δηλ. όλα τα µέλη του οίκου, υποχρεωνόταν επίσηµα να φροντίσουν για την επιβίωση του παιδιού τους και φανέρωναν επίσης την έγνοια και τη διάθεση φροντίδας για την υγεία και την ευηµερία του παιδιού τους. Με αυτήν την τελετή, το παιδί γινόταν αυτόµατα µέλος της κοινότητας -µια ιδιότητα που δεν µπορούσε ποτέ να χάσει-, εφόσον έγινε αποδεκτό από τον οίκο τα µέλη του οποίου είναι πολίτες. Τα Αµφιδρόµια γιορταζόταν πέντε µέχρι δέκα µέρες µετά από την γέννηση του παιδιού για τον τελετουργικό καθαρισµό του σπιτιού (στο οποίο γεννήθηκε το παιδί), για την αποδοχή του παιδιού στην οικογένεια-οίκο και συχνά για να του δοθεί ένα όνοµα. Την ηµέρα της τέλεσης των Αµφιδροµίων κρεµούσαν στην πόρτα του σπιτιού το στεφάνι από κλαδί ελιάς ή τη δέσµη των µάλλινων κλωστών και πρόσφεραν στην Άρτεµη τα ρούχα που είχε η λεχώνα στην διάρκεια της γέννας. Επίσης γινόταν ο καθαρισµός του σπιτιού και όλων όσων θα λάµβαναν µέρος στην τελετή µε πλύσεις τελετουργικές και µε θυσία, ενώ οι συγγενείς και φίλοι έφερναν δώρα ή τα έστελναν (όπως φυλακτά για την φύλαξη του νεογέννητου και της µητέρας, τρόφιµα, όπως χταπόδια, σουπιές, καλαµάρια για την συνεισφορά στο κοινό δείπνο και αγγεία µε παραστάσεις από την ζωή µητέρων και παιδιών κυρίως στον γυναικωνίτη). Με αυτόν τον τρόπο ήταν όλοι έτοιµοι και χωρίς µίασµα για την αποδοχή του νεογέννητου και ο πατέρας µπορούσε - γυµνός και κρατώντας και σηκώνοντας το µωρό ψηλά να περπατήσει γύρω από την 12

εστία του σπιτιού (Rühfel, 1984: 32-33 & Müller, 1990: 59-61 & Golden, 1993: 23-24). Οι ευπορότερες οικογένειες στην Αθήνα και στις ιωνικές πόλεις γιόρταζαν την εκάτη δηλ. την τελετή δέκα µέρες µετά τη γέννηση του παιδιού, στην οποία έδιναν επίσηµα στο παιδί ένα όνοµα. Η εκάτη σε σύγκριση µε τα Αµφιδρόµια είχε έναν γιορτινότερο χαρακτήρα: οι γυναίκες χόρευαν και προσφέρονταν θυσίες στους θεούς, ετοιµάζονταν ειδικά γλυκίσµατα κι ήταν δυνατόν να λάβουν µέρος σε αυτήν κι άτοµα που δεν ανήκαν στην οικογένεια προφανώς µετά από πρόσκληση (Rühfel, 1984: 32 & Müller, 1990: 59 & Golden,1993: 24). Τα ονόµατα που δίνονταν στα αγόρια στην εκάτη προέρχονταν συνήθως από ένα σύνθετο ουσιαστικό λ.χ Ηγησίστρατος (αρχηγός στρατού) ή από ένα χαρακτηριστικό του παιδιού λ.χ Πύρρος (κοκκινοµάλλης), είτε από ένα χαρακτηριστικό της ζωής του λ.χ ίδυµος, ενώ τα κορίτσια έπαιρναν θηλυκοποιηµένα ονόµατα, λ.χ Ηγησιστράτη, Πύρρα, ίδυµα. Γενικά, όµως, τα παιδιά καλούνταν µε το πατρώνυµο, για παράδειγµα: Ηγησίστρατος, γιος του Ηγησία, από τον δήµο Κεφαλή και σπάνια µόνο µε το µητρώνυµο. Μια τέτοια επιφώνηση ήταν σχεδόν υποτιµητική κι επιτρεπόταν αναγκαστικά εφόσον το παιδί ήταν ορφανό από πατέρα. εν ήταν όµως σπάνια η χρήση του πατρώνυµου και του µητρώνυµου µαζί, ενώ στα τέλη του 6ου αιώνα και στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα έπαιρναν τα αγόρια τα ονόµατα των πατέρων τους, συνήθως ονόµατα που παρουσίαζαν ένα χαρακτηριστικό του. Αυτή η συνήθεια προήλθε από την ανάγκη των µελών των οίκων να ενωθούν και να αλληλοστηριχθούν τα µέλη µπροστά στις διάφορες πολιτικές αλλαγές (ιδιαίτερα την µεταρρύθµιση του Κλεισθένη) και στη κρίση του Πελοποννησιακού πολέµου (Golden, 1993: 24-25 & 170 & Cambridge illustrated history, 1998: 123). Ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα φαίνεται στην επιτύµβια στήλη του µικρού χαµογελαστού κοριτσιού που κρατά µια κούκλα µε την επιγραφή: Μελίστω Κτησικράτους Ποταµίου, δηλ. Μελίστω, κόρη του Κτησικράτη από τον ήµο Ποταµός (βλ. Μέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 45, αριθ. εικ.45). Το παιδί χρειαζόταν όµως να γίνει επίσηµα αποδεκτό και από την πόλη κι αυτό γινόταν µε την εγγραφή του στους καταλόγους της φατρίας. Αυτή η πράξη πραγµατοποιούνταν τελετουργικά στα Απατούρια που διαρκούσαν τρεις µέρες και γιορτάζονταν το φθινόπωρο στην Αθήνα και στις ιωνικές πόλεις. Με τα Απατούρια υποχρεωνόταν στην ουσία ο πατέρας να φροντίσει για την ζωή του γιου και διαδόχου του. Η επίσηµη εγγραφή στους καταλόγους των φατριών γίνονταν µε δύο προσφορές: όταν το παιδί γινόταν ενός έτους, τριών ή τεσσάρων χρόνων, ακόµη και επτά χρόνων πρόσφεραν οι πατέρες το µείον και το κουρείον. Το µείον ήταν ένα πρόβατο αλλά κάθε πατέρας έδινε κι άλλα δώρα: κρασί, γλυκά και χρήµατα. Από όλα αυτά έπαιρνε κι ο ιερέας ένα µερίδιο. Με αυτόν τον τρόπο δεν ήταν το παιδί µόνο απλά εγγεγραµµένο στην φατρία, αλλά και βρισκόταν επίσηµα κάτω από την προστασία του θεού της πόλης. Το κουρείον ήταν η προσφορά µιας τούφας µαλλιών από την κορυφή της κεφαλής του παιδιού και είχε µεγάλη συµβολική σηµασία, διότι η κόµµωση έδειχνε στην αρχαία κοινωνία την ηλικία και την κοινωνική τάξη του ατόµου. Το ίδιο ίσχυε και σε πολλά µέρη της Μεσογείου, ειδικά στην Κρήτη, όπου µια αλλαγή στην κόµµωση συµβάδιζε µε µια αλλαγή και στην κοινωνική τάξη. 13

Γενικά στα Απατούρια γινόταν φανερή η διαφοροποίηση που επικρατούσε ανάµεσα στα δύο φύλα από την πρώτη κιόλας παιδική ηλικία. Η διαφοροποίηση αυτή ήταν λιγότερο έντονη στον οίκο και συγκεκριµένα στον γυναικωνίτη, εφόσον αγόρια και κορίτσια ζούσαν και ανατρέφονταν µαζί µέχρι την ηµέρα του γάµου τους και µέχρι τότε µάθαιναν και προετοιµάζονταν για τους ρόλους τους ως γυναίκες ενώ τα αγόρια εισάγονταν ουσιαστικά και σταδιακά στην κοινωνία των ανδρών Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης µάλιστα επικροτούσαν αυτή την κοινωνική στάση και την ενδυνάµωναν µε την προτροπή να ξεκινά η εκπαίδευση των αγοριών από τα επτά τους χρόνια µέχρι την εφηβεία, δηλ. µέχρι τα δεκατέσσερά τους χρόνια (Rühfel, 1984: 32 & Müller, 1990: 60 & Golden, 1993: 26-28 & 62 & 72 & 125). Ο διαχωρισµός των κόσµων όµως στους οποίους ζούσαν ξεχωριστά τα αγόρια και τα κορίτσια από µια συγκεκριµένη ηλικία φαίνεται χαρακτηριστικά στις παραστάσεις των αττικών µαρµάρινων επιτυµβίων στηλών, στις οποίες τα αγόρια και τα κορίτσια που έχουν ξεπεράσει την πρώτη παιδική ηλικία παριστάνονται µε χαρακτηριστικές ιδιότητες που συµβολίζονται απο την παρουσία παιχνιδιών: αµαξάκια ή καλάµους µε ρόδα (τροχούς) για τα αγόρια, πάπιες ή χήνες και κούκλες για τα κορίτσια. Στην επιτύµβια στήλη του Φιλοκράτη απεικονίζεται το αγόρι να κρατά τον τροχό του και να παίζει µε τον σκύλο του, ενώ σε άλλη επιτύµβια στήλη απεικονίζεται το κορίτσι να κρατά στην αγκαλιά του µια χήνα και να πιάνει µε τρυφερότητα το ράµφος της (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 44, αριθ. εικ.44 & αριθµός καταλόγου 51, αριθ. εικ. 51). Στον γυναικωνίτη ζούσαν τα βρέφη µαζί µε την µητέρα τους και τα µεγαλύτερα αδέρφια όπου υπήρχε ό,τι χρειαζόταν µια µητέρα για την φροντίδα του βρέφους της (αντικείµενα που και στην σηµερινή εποχή χρησιµοποιούνται), όπως κούνιες, σπάργανα, µπιµπερό, περπατήστρες, ακόµη κι ένα είδος καθίσµατος στο οποίο µπορούσε το παιδί να κάνει τις ανάγκες του κτλ (Golden, 1990: 17). Μια τέτοια σκηνή προσφέρει η παράσταση µιας ερυθρόµορφης παιδικής οινοχόης του βρέφους που κάθεται στο ειδικό κάθισµα και κρατά στα χέρια του ένα χαρακτηριστικό άθυρµα για την ηλικία του: µια πλαταγή (κουδουνίστρα, ροκάνα). Η σκηνή είναι τόσο χαρακτηριστική που κανείς µπορεί να φανταστεί πως το παιδί µπορεί να κάθεται µε υποµονή και να αποσπάται η προσοχή του από την επιθυµία του λ.χ να σηκωθεί ή να θελήσει µια αγκαλιά, λόγω των ακουστικών ερεθισµάτων που προκαλεί το άθυρµα (βλ. Μέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 223, αριθ.εικ.223). Κάποιες από τις συνήθειες και τις συµβουλές που στην εποχή µας ισχύουν για την ανατροφή και την φροντίδα των βρεφών υπήρχαν επίσης κατά την αρχαιότητα. Η φροντίδα των βρεφών και των παιδιών της πρώτης παιδικής ηλικίας είναι σηµαντική και οι γιατροί της αρχαιότητας συµβούλευαν να θηλάζονται µέχρι το δεύτερο έτος της ηλικίας τους και ίσως ακόµη και παραπάνω, να τους δίνεται λίγη ποσότητα κρασιού µε νερό, κι από τον έκτο µήνα της ηλικίας τους µικρές ποσότητες ψωµιού βουτηγµένου σε γλυκό κρασί. Ο Ιπποκράτης µάλιστα συµβούλευε να τα πλένουν µε ζεστό νερό και θεωρούσε ότι οι µικρές ποσότητες νερωµένου κρασιού ενδυνάµωναν τα παιδιά, τους έδιναν βάρος και ένα καλύτερο χρώµα στο πρόσωπο. Ο Αριστοτέλης αντίθετα συµβούλευε να θηλάζονται πολύ περισσότερο, αντί να τους δίνονται µικρές ποσότητες νερωµένου κρασιού, ενώ ο Πλάτων να τυλίγονται σε σπάργανα µέχρι το δεύτερο έτος της ηλικίας τους και µέχρι το τρίτο έτος της ηλικίας τους να παίρνονται στην αγκαλιά και να µεταφέρονται από τις τροφούς τους, διότι η κίνηση που 14

µεταδίδεται απευθείας στο παιδί συµβάλλει στην σωµατική και πνευµατική του ανάπτυξη. Ενδιαφέρον είναι, ότι η χρήση σπάργανων και άλλων αυστηρών µεθόδων τυλίγµατος των βρεφών δεν αναφέρεται σε καµία συγκεκριµένη φιλολογική ή εικονογραφική πηγή. Στις παιδικές οινοχόες τα βρέφη και τα πολύ µικρά παιδιά παριστάνονται ως επί το πλείστον γυµνά, ενώ στις επιτύµβιες στήλες της αρχαϊκής και της κλασσικής εποχής παρουσιάζονται τυλιγµένα σε κουβέρτες κι όχι σε σπάργανα. Επίσης σπάνια εικονίζονται δίχρονα ή τρίχρονα παιδιά να βαδίζουν, κάτι που µπορεί να αποδεικνύει, ότι νωρίτερα δεν είχαν τις κατάλληλες δυνατότητες να µάθουν να περπατούν (Rühfel, 1984: 165-166 & Müller, 1990: 71 & Golden, 1993: 17 & 20). Σε αρκετές παραστάσεις απεικονίζονται µικρά παιδιά γυµνά να κάνουν στράτα, να µπουσουλούν και να περιβάλλονται από αθύρµατα κι αντικείµενα που ταίριαζαν στην ηλικία τους, όπως λ.χ µια απεικόνιση αγάλµατος παρουσιάζεται µια νέα µητέρα να κρατά το γυµνό της βρέφος και να προσπαθεί να του αποσπάσει την προσοχή µε µια πλαταγή (κουδουνίστρα) (βλ.µέρος Β 1.4, αριθµός καταλόγου 222, αριθ.εικ. 222), ενώ σε µια απεικόνιση ερυθρόµορφης παιδικής οινοχόης παριστάνεται ένα µικρής ηλικίας αγόρι να µπουσουλά προς την πλευρά ενός σκύλου (βλ µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 61, αριθ.εικ. 61). Παρόλη την έγνοια και την φροντίδα των γονιών, την ασφάλεια που πρόσφερε ο χώρος του γυναικωνίτη και τις θρησκευτικές τελετές για την αποδοχή τους στην οικογένεια και στην πόλη δεν ήταν πάντα δυνατή η επιβίωση των παιδιών στην αρχαία κοινωνία. Κάθε οικογένεια ανέµενε πάντοτε παιδικούς θανάτους, για αυτό το λόγο το επίθετο άωρος (όποιος ή ό,τι πεθαίνει πριν την ώρα του) χρησιµοποιούταν συνήθως για µια ενήλικη νεκρή γυναίκα και σπάνια για ένα 2χρονο παιδί. Υπολογίζεται ότι στην ελληνική κοινωνία (αλλά και αργότερα στην ρωµαϊκή) η παιδική θνησιµότητα άγγιζε το 25% - 35 % στο πρώτο έτος της ζωής (Golden,1993: 83). Η αντιµετώπιση της αρχαίας κοινωνίας σε ό,τι αφορά το θέµα της παιδικής θνησιµότητας προκαλεί ένα πλήθος διαφορετικών γνωµών για την ποιότητα της σχέσης των γονιών και της πόλης απέναντι στα παιδιά. Για παράδειγµα ο Stone, έχοντας υπόψη του, ότι στις προβιοµηχανικές κοινωνίες οι στενοί συναισθηµατικοί δεσµοί µε τα παιδιά ήταν επικίνδυνοι λόγω της µεγάλης θνησιµότητάς τους (δηλ. οι οικογενειακοί κύκλοι και η ίδια η κοινωνία δεν θα άντεχαν τους συχνούς θανάτους), αµφιβάλλει για την ποιότητα των στενών συναισθηµατικών σχέσεων ανάµεσα σε γονείς και παιδιά και ο Finley συµπληρώνει, ότι δυσκολεύεται να µετρήσει τον πόνο των γονιών στις ταφές, εφόσον µπορεί να υπήρχαν αρκετές από αυτές στο χώρο του οίκου (Golden, 1993: 82-83 και παραποµπές 4 & 5, σελ.208-209). Το πλήθος όµως των επιτύµβιων στηλών, τα κτερίσµατα σε παιδικούς τάφους, κάποιοι επικήδειοι λόγοι που τόνιζαν την αξία που περιέχει η αγάπη για τους απογόνους, όπως και κάποιες γραπτές αναφορές (λ.χ του Ηροδότου και του Θουκιδίδη που αναφέρουν ότι ο θάνατος ενός παιδιού είναι ό,τι χειρότερο µπορεί να συµβεί σε µια πόλη και του Αριστοτέλη που τονίζει, ότι οι µητέρες εξακολουθούν να αγαπούν τα παιδιά τους και µετά που τα έχουν χάσει), αποδεικνύουν το αντίθετο (Golden, 1993: 86 & 89 & 92). Έλλειψη ευθύνης και φροντίδας για τα παιδιά ή λύπης για τον θάνατό τους δεν αποδεικνύεται από τις ποικίλες παραστάσεις σε αγγεία και επιτύµβιες στήλες του 5ου και 4ου αι. π.χ, όπου τα παιδιά παρουσιάζονται να συνοµιλούν, να παίζουν ή να 15

κρατούν τα αγαπηµένα τους παιχνίδια, δηλ. ουσιαστικά παρουσιάζονται σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και εµπιστοσύνης (βλ. µέρος Β, 1.4). Ένα τέτοιο περιβάλλον φροντίδας και αγάπης απεικονίζει η σκηνή της ερυθρόµορφης υδρίας του 5ου αι. π.χ, στην οποία µια µητέρα στεφανώνει το µικρό της αγόρι που κρατά µε το ένα του χέρι το αµαξάκι του. Η µητέρα γονατίζοντας για να σταθεροποιήσει το στεφάνι στο κεφάλι του παιδιού της δηµιουργεί µαζί του οπτική επαφή και αυτό δέχεται την προσοχή και τη φροντίδα της κερδίζοντας την εµπειρία µιας ζεστής και οικείας ανθρώπινης επαφής, κάτι που δεν θα µπορούσε να υπάρξει, εάν αυτή θα σταθεροποιούσε το στεφάνι µένοντας όρθια (βλ.µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 15, αριθ. εικ.15). Τα παιδιά θάβονταν είτε στο χώρο της οικίας, είτε µέσα στα σύνορα της πόλης. Με την ταφή στο χώρο του σπιτιού δείχνουν οι γονείς ότι, ο οίκος είναι έτοιµος να αποδεχθεί κι άλλα παιδιά και ταυτόχρονα ότι, οι ίδιοι δεν είναι πρόθυµοι να αποχωριστούν παντελώς τα αγαπηµένα τους παιδιά, ενώ η τοποθέτηση στον τάφο τους αντικειµένων τα οποία χρησιµοποιούσαν ή µε τα οποία έπαιζαν όσο βρίσκονταν στη ζωή έδειχνε την προσπάθειά των γονιών και των συγγενών να κάνουν λιγότερο οδυνηρό το ταξίδι τους στον Άδη (Golden, 1993: 83 & 85). Στην περίπτωση των παιδικών θανάτων µέσα σε µια οικογένεια δεν υπήρξαν αυστηρές διαφοροποιήσεις ανάµεσα στα δύο φύλα κι αυτή ακριβώς η στάση καθρεπτίζεται στην τέχνη. Οι επιτύµβιες στήλες που έχουν βρεθεί παρουσιάζουν αγόρια και κορίτσια και δείχνουν την τιµή, την αγάπη και την θέληση των γονιών να δείξουν την λύπη τους που έφυγε για πάντα το παιδί τους. Η διαφοροποίηση που υπάρχει σε αυτό το σηµείο αφορά την επιλογή των αντικειµένων που συνόδευαν έναν γιο ή µια κόρη: αντικείµενα (όπως το µπιµπερό ) ή ένα άθυρµα (όπως η πλαταγή-κουδουνίστρα) ταίριαζαν και χρησιµοποιούνταν και από τα δύο φύλα και συνδέονταν µε τα βρέφη, όµως µια κούκλα σε έναν τάφο µικρού κοριτσιού και ένας τροχίσκος ή µια παιδική οινοχόη (το χαρακτηριστικό δώρο των αγοριών στην γιορτή των Ανθεστηρίων) στον τάφο ενός αγοριού τονίζει την διαφοροποίηση των δύο φύλων στη ζωή και στο παιχνίδι. Η παρουσία των παιδικών οινοχοών στους τάφους µικρών παιδιών εµπεριέχει ένα ιδιαίτερο τυπικό και συµβολισµό, λ.χ στα βρέφη τοποθετούσαν µια ακόµη πιο µικρή οινοχόη από αυτή που κανονικά θα έπαιρναν εάν είχαν φτάσει στο τρίτο έτος. Για τα νεκρά τρίχρονα ή και µεγαλύτερα σε ηλικία αγόρια η τοποθέτηση αυτών των οινοχοών στους τάφους υπήρξε µια συµβολική πράξη για την ενθύµηση των ευτυχισµένων ηµερών στη ζωή, αλλά κυρίως για την επιβεβαίωση της ευλογίας και της προστασίας τους από τον ιόνυσο ακόµη και στον Άδη, εφόσον επισφραγίστηκε η αποδοχή τους στην θρησκευτική και πολιτική κοινωνία της πόλης (ουσιαστικά των Αθηνών και άλλων ιωνικών πόλεων όπου γιορτάζονταν τα Ανθεστήρια) µε την συµµετοχή τους στα Ανθεστήρια, ενώ για τα βρέφη συµβόλιζε την ελπίδα των γονιών να έχουν τα παιδιά τους στον Άδη µια καλή µοίρα, εφόσον δεν πρόλαβαν να πάρουν όσα δικαιούνταν (Rühfel, 1984: 166-167 & Müller,1990: 76). Η αποδοχή του θρήνου και του πόνου που προκαλεί ο χαµός ενός παιδιού φαίνεται από τα πρώτα κιόλας δείγµατα της τέχνης της γεωµετρικής εποχής (ιδιαίτερα στο τέλος του 8ου αιώνα π.χ) στην οποία ο θάνατος του µικρού Αστυάνακτα (γιος του Έκτορα και της Ανδροµάχης στην Ιλιάδα του Οµήρου) υπήρξε ένα αγαπητό θέµα στον κύκλο των αγγειογράφων (Müller, 1990: 47 & 79). 16

Εφόσον όµως το παιδί επιβίωνε, µοίραζε την ζωή του ανάµεσα στην οικογενειακή ζωή και στη συµµετοχή του στη δηµόσια ζωή της πόλης. Η οικογενειακή ζωή των παιδιών, δηλ.η ζωή τους στον οίκο (ή οικία) µαζί µε τους γονείς τους, µε τους παππούδες τους (συνήθως οι γονείς του ενός από τους δύο συντρόφους, κυρίως µετά από χηρεία) και µε όλους τους οικιακούς βοηθούς (που ήταν κυρίως δούλοι και ζούσαν µαζί µε τα παιδιά τους) ήταν κοινή για τα αγόρια και για τα κορίτσια. Τα αδέρφια παρέµεναν µαζί στον γυναικωνίτη και γενικά στο χώρο του σπιτιού, µέχρι τα επτά τους χρόνια. Ο γυναικωνίτης ήταν όµως ουσιαστικά ο χώρος στον οποίο ζούσαν και στον οποίο δέχονταν σχεδόν όλα τα ερεθίσµατα για την ανάπτυξή τους και για την µετέπειτα ζωή τους σαν άνδρες ή γυναίκες - πολίτες µιας πόλης (Golden, 1990: 123). Μέσα στο χώρο του γυναικωνίτη µάθαιναν αγόρια και κορίτσια τους ρόλους τους σύµφωνα µε το φύλο τους στο χώρο του οίκου και στη δηµόσια ζωή. Τα µεγαλύτερα αδέρφια ήταν συνηθισµένο να φροντίζουν τα µικρότερα, κάτι που ήταν ένα ιδιαίτερο καθήκον των κοριτσιών, όπως λ.χ. τονίζει ο Σοφοκλής βάζοντας την Ηλέκτρα να λέει θρηνώντας (όταν πληροφορείται τον θάνατο του αδερφού της Ορέστη) ότι σίγουρα αυτός είχε περισσότερη αγάπη για αυτήν από ότι για την µητέρα του, εφόσον αυτήν τον ανέθρεψε, αλλά και τα µεγαλύτερης ηλικίας αγόρια είχαν ένα ιδιαίτερο βλέµµα φροντίδας για τους µικρότερους αδερφούς τους. Επίσης τα αδέλφια εφόσον έµεναν τα πρώτα χρόνια της ζωής µαζί ήταν φυσικό να µοιράζονταν πολλά. Ένα παράδειγµα αποτελούσε η ώρα του φαγητού, κατά την οποία υπήρχε ένα κύριο γεύµα κι αυτό ήταν το µεσηµεριανό φαγητό, στο οποίο όλα τα µέλη της οικογένειας δεν έτρωγαν µαζί, αλλά οι γυναίκες µε τα παιδιά κι οι άνδρες µόνοι τους ή µε την παρουσία άλλων ανδρών καλεσµένων. Τα αγόρια που βρίσκονταν στην εφηβεία (µειράκια) είχαν τη δυνατότητα κάποιες φορές να γευµατίζουν µε τους άνδρες στο ίδιο χώρο αλλά όχι µαζί µε τον πατέρα τους κι όχι δίπλα στους άνδρες, διότι δεν ήταν ακόµη ενήλικες. Ο Σωκράτης, όµως ευχήθηκε µία πόλη, στην οποία η οικογενειακή ζωή να συµπεριλαµβάνει κοινά δείπνα µε την παρουσία των παιδιών (Golden,1993: 33 & 37-38 & 118). Στην οικογενειακή ζωή ανήκε και η συνεισφορά των παιδιών στην οικονοµία του σπιτιού, µαθαίνοντας από νωρίς ταυτόχρονα και τους ρόλους τους σαν αγόρια και σαν κορίτσια. Η παρατήρηση των ενηλίκων την στιγµή της εργασίας τους ή ακόµη και η συνειδητή εκπαίδευσή τους από αυτούς προετοίµαζαν τα παιδιά για τους µελλοντικούς τους ρόλους στην οικογένεια και στην δηµόσια ζωή της πόλης. Από νωρίς µάθαιναν ότι είναι καθήκον και υποχρέωση η φροντίδα της συνέχειας και της ευηµερίας της πόλης και φυσικά του οίκου. Με αυτόν τον τρόπο γινόταν σχεδόν αυτόµατα η κοινωνικοποίησή τους, εφόσον έρχονταν συχνά σε επαφή και αλληλεπίδραση µε τους ενήλικες στο χώρο του σπιτιού και από το τρίτο έτος της ηλικίας για τα αγόρια και το πέµπτο έτος για τα κορίτσια µε την δηµόσια ζωή της πόλης (όπου ξεκινούσε η επίσηµη ένταξή τους και συµµετοχή τους στην θρησκευτική ζωή της πόλης). Αγόρια και κορίτσια βοηθούσαν λοιπόν στον καθαρισµό των χωραφιών από τις πέτρες (η αρχαία οικονοµία βασιζόταν αρχικά στη γη), αλλά και στον καθαρισµό της οικίας, στην περιποίηση των ζώων, στην συλλογή ξύλων για την φωτιά, κτλ, ενώ ο γιος ενός κεραµοποιού παρατηρούσε και βοηθούσε τον πατέρα του να πλάθει αγγεία, µέχρι την ηλικία που µπορούσε κι ο ίδιος µόνος του να δουλεύει. Τα κορίτσια βοηθούσαν στη φροντίδα του σπιτιού µαθαίνοντας κι έχοντας καθήκοντα που ταίριαζαν στο φύλο τους και το ουσιαστικό θυγάτηρ (κόρη) σήµαινε αυτή που 17

ετοιµάζει το φαγητό και έδειχνε ξεκάθαρα ένα από τα καθήκοντά τους: σύµφωνα µε τον Πλάτωνα ήταν η διαχείριση του οίκου, η οικιακή εργασία (ιδιαίτερα µε την παρασκευή ψωµιού και µε την εργασία στον αργαλειό) και η φροντίδα των παιδιών. Αυτός ο ρόλος του κοριτσιού στην Αθήνα της κλασσικής εποχής ενδυναµωνόταν από το γεγονός ότι οι µητέρες παρέµεναν κλεισµένες στον γυναικωνίτη και γενικά στο χώρο του σπιτιού και οι δηµόσιες γιορτές αποτελούσαν για αυτές µια ευκαιρία να εµφανιστούν δηµόσια (αυτό βέβαια ίσχυε κυρίως για τις γυναίκες των υψηλότερων κονωνικών τάξεων, ενώ αυτές των φτωχότερων οικογενειών έπρεπε συχνά όχι µόνο να φροντίζουν την οικία, αλλά και να εργάζονται έξω από αυτήν για την στήριξη της οικονοµίας του σπιτιού). Σχετικά µε τα αγόρια η οικονοµική κατάσταση ενός οίκου επηρέαζε ιδιαίτερα τα καθήκοντα των αγοριών. Ο Πλάτων ανέφερε την περίπτωση των κατοίκων της Μαγνησίας που έστελναν τα 10χρονα αγόρια τους στις διάφορες αγροτικές εργασίες (Golden, 1993: 33-34& 36 & 122 & Cambridge illustrated history, 1998: 132-134). Ένα πήλινο αγαλµατίδιο από την Βοιωτία παρουσιάζει χαρακτηριστικά την εκµάθηση των κοινωνικών ρόλων από ένα παιδί: ένα µικρό κορίτσι παρατηρεί µε προσοχή µια γυναίκα να µαγειρεύει, η οποία του δίνει οδηγίες και το εκπαιδεύει (βλ. µέρος Β, 1.4, αριθµός καταλόγου 178, αριθ.εικ. 178). Η κοινή συναναστροφή και οι κοινές πράξεις είτε λ.χ σε µια οικιακή εργασία, είτε σε µια ιεροτελεστία ενδυνάµωνε τους δεσµούς µεταξύ γονέων και παιδιών και µεταξύ των αδελφών. Ο Αριστοτέλης µάλιστα αναφέρθηκε στην αγάπη που υπάρχει µέσα σε µια οικογένεια (φιλία). Γενικά κατά την αρχαιότητα αναγνώριζαν τα παιδιά στα πρόσωπα των γονιών τους τα άτοµα εκείνα που τους πρόσφεραν κάτι ή µε τα οποία κάτι έφτιαχναν λ.χ η µητέρα ήταν αυτή που τους πρόσφερε θαλπωρή, φροντίδα και τροφή, ενώ ο πατέρας πήγαινε µαζί τους στον υποδηµατοποιό, στο θέατρο κτλ (Müller, 1990: 112 & Golden, 1993: 29 & 97). Για παράδειγµα ο Ευριπίδης αποκαλούσε τις γυναίκες αυτές που αγαπούν από τη φύση τους ιδιαίτερα τα παιδιά (φιλότεκνον) και αγαπούν να διηγούνται παραµύθια και ιστορίες στα παιδιά τους, ενώ κατά τον Αριστοτέλη η φροντίδα των παιδιών δεν ήταν ένα ιδιαίτερο καθήκον των πατέρων. Αυτός ήταν κι ο λόγος που οι δεσµοί µεταξύ των παιδιών και των µητέρων τους ήταν πιο στενοί από ό,τι µε τους πατέρες. Ιδιαίτερα απέναντι στον πατέρα κρατούσαν τα παιδιά µια στάση σεβασµού, αφοσίωσης και υπακοής. Ο Αριστοτέλης ανέφερε, ότι ένας πατέρας χειρίζεται την γυναίκα του όπως τους πολίτες µιας πόλης (πολιτικώς) και τα παιδιά του τα χειρίζεται όπως ένας βασιλιάς (βασιλικώς) και γενικά ότι οι γιοι είχαν ιδιαίτερες υποχρεώσεις απέναντι στους πατέρες τους και για αυτόν τον λόγο δεν µπορούσε η σχέση τους να είναι ισότιµη όπως σε µια φιλία., όµως γενικά οι γονείς είναι εκείνοι που αγαπούν περισσότερο τα παιδιά τους από ό,τι εκείνα µπορούν να τους αγαπήσουν. Αυτό µάλιστα ίσχυε ιδιαίτερα για τις µητέρες και πρόσθεσε ότι τα παιδιά δένουν τους συζύγους µε φιλία και οικειότητα, γιατί έχουν κάτι κοινό και η κοινή κτήση κρατά µαζί τους ανθρώπους, για αυτόν τον λόγο οι άτεκνοι γάµοι µπορούσαν να διαλυθούν πιο εύκολα. Ίδιας γνώµης ήταν και ο Μένανδρος, ο οποίος έγραψε ότι η γέννηση παιδιών είναι ο µεγαλύτερος δεσµός αγάπης (φιλία). Γενικά οι γονείς των παιδιών είχαν συνήθως µεγάλη διαφορά ηλικίας. Ο Πλάτωνας ανέφερε ότι στην Αθήνα (του τέλος 5ου αι. και αρχές 4ου αι. π.χ) οι γυναίκες άρχιζαν να παντρεύονται από τα 15 τους χρόνια, ενώ οι άνδρες από τα 30 τους χρόνια περίπου, εφόσον σε αυτές της ηλικίες τα κορίτσια κατείχαν σωφροσύνη και τα δύο φύλα την επιµέλεια. Οι σχέσεις των κοριτσιών µε τους πατέρες όµως 18