ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΟΝ J. LOCKE ΚΑΙ ΣΤΟΝ D. HUME

Σχετικά έγγραφα
ΚΕΙΜΕΝΑ Ι 1. 1 Τα κείμενα που ακολουθούν συνοδεύουν και υποβοηθούν τη μελέτη των αντίστοιχων

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

ΣΧΕΔΙΟ ΕΠΟ 22 2 ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2η ΓΡΑΠΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟ 22. ΘΕΜΑ: Οι βασικοί σταθµοί του νεώτερου Εµπειρισµού από τον Locke µέχρι και τον Hume. ΣΧΕ ΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΤΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΓΝΩΣΗ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

GEORGE BERKELEY ( )

DAVID HUME ( ) «Δεν αντίκειται στο λόγο να προτιμήσω την καταστροφή του κόσμου από το να γδάρω το δάχτυλό μου» 28

ΤΙ ΟΝΟΜΑΖΟΥΜΕ ΓΝΩΣΗ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ; Το ερώτημα για το τι είναι η γνώση (τι εννοούμε όταν λέμε ότι κάποιος γνωρίζει κάτι ή ποια

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΝΟΤΗΤΑ ΔΕΥΤΕΡΗ: ΛΕΞΕΙΣ ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Το Αληθινό, το Όμορφο και η απόλυτη σχέση τους με την Νοημοσύνη και τη Δημιουργία Σελ.1

EΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Η Απουσία του Χρόνου Σελίδα.1

ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΚΑΝΟΝΑΣ

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΝΤ ( )

ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ: 2

Αρχές Φιλοσοφίας Β Λυκείου Τράπεζα Θεμάτων: 2 ο κεφάλαιο «Κατανοώντας τα πράγματα»

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΓΝΩΣΗΣ. ΤΕΙ ΑΜΘ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΣ Γεώργιος Θερίου

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ.

Λογική. Μετά από αυτά, ορίζεται η Λογική: είναι η επιστήμη που προσπαθεί να εντοπίσει και να αναλύσει τους καθολικούς κανόνες της νόησης.

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ

Νοητική Διεργασία και Απεριόριστη Νοημοσύνη

Η ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

ΑΡΧΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2002

< > Ο ΚΕΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ, ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΕΝΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΝΕΥΜΑ

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ Β3 (υπεύθυνη καθηγήτρια :Ελένη Μαργαρίτου)

ΛΟΓΙΣΜΟΣ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗΣ, ΕΣΠΙ 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Εισαγωγή στην κοινωνική έρευνα. Earl Babbie. Κεφάλαιο 4. Κοινωνική μέτρηση 4-1

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

ΧΡΟΝΟΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ & ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΕΠΙΔΟΣΗ

2 ο Σεμινάριο ΕΓΚΥΡΗ ΠΡΑΞΗ & ΣΥΝΟΧΗ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Δίκτυο σχολείων για τη μη-βία

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ.

Ενότητα σώματος και ψυχής κατά τον Max Scheler

EDMUND HUSSERL ( Ε. ΧΟΥΣΕΡΛ, )

Θεός και Σύμπαν. Source URL:

Περί της Ταξινόμησης των Ειδών

«Το χρώμα είναι το πλήκτρο. Το μάτι είναι το σφυρί. Η ψυχή είναι το πιάνο με τις πολλές χορδές»

Είναι τα πράγματα όπως τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας;

Η έννοια του συνόλου. Εισαγωγικό κεφάλαιο 27

LUDWIK FLECK ( ) (Λούντβικ Φλεκ) Ο Ludwik Fleck και η κατασκευή των επιστημονικών γεγονότων.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ MANAGEMENT ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ. Ορισμοί

Γνωστική Ψυχολογία Ι (ΨΧ32)

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

Η καμπύλωση του χώρου-θεωρία της σχετικότητας

Διακριτά Μαθηματικά ΙΙ Χρήστος Νομικός Τμήμα Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2018 Χρήστος Νομικός ( Τμήμα Μηχανικών Η/Υ Διακριτά

Η έννοια της αιτιότητας στη φιλοσοφία του Kant: η σημασία της Δεύτερης Αναλογίας

ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΡΘΡΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ

ΠINAKAΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΝΕΟΤΕΡΟ ΑΓΓΛΙΚΟ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟ

ΒΙΟΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

1. Τι γνωρίζετε για τα τρία βασικά ερωτήµατα, στα οποία στηρίχτηκε ο Καντ για να αντιµετωπίσει τον ακραίο σκεπτικισµό του Χιουµ;

Κανόνες Γκεστάλτ. Για την οργάνωση της Όρασης (και άλλων αισθήσεων)

ΤΖΟΡΤΖ ΜΠΕΡΚΛΕΫ (George Berkeley, )

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ Ή ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ

Υποθετικές προτάσεις και λογική αλήθεια

Δημιουργώντας μια Συστηματική Θεολογία

Λούντβιχ Βιτγκενστάιν

ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

Κβαντικό κενό ή πεδίο μηδενικού σημείου και συνειδητότητα Δευτέρα, 13 Οκτώβριος :20. Του Σταμάτη Τσαχάλη

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Η ενδιάμεση εξέταση θα διεξαχθεί την Παρασκευή 24/11, από τις μέχρι τις

Εισαγωγή στη φιλοσοφία

ΑΝΑΛΥΣΗ 1 ΔΕΚΑΤΟ ΜΑΘΗΜΑ, Μ. Παπαδημητράκης.

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΩΝ του Παν. Λ. Θεοδωρόπουλου 0

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Μαθηματικά: Αριθμητική και Άλγεβρα. Μάθημα 3 ο, Τμήμα Α. Τρόποι απόδειξης

Σέλλινγκ (Friedrich Wilhelm Joseph Schelling )

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Θέµατα Αρχών Φιλοσοφίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης Γ Λυκείου 2000

Το ταξίδι στην 11η διάσταση

Έλεγχος υποθέσεων και διαστήματα εμπιστοσύνης

α) «άτοµα» β) «απεικάσµατα» γ) «επιθυµητικό». Μονάδες 12

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ (ΨΧ 00)

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Μια από τις σημαντικότερες δυσκολίες που συναντά ο φυσικός στη διάρκεια ενός πειράματος, είναι τα σφάλματα.

Διάλογοι Σελίδα.1

3.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ανάλυση θεωρίας

Διαβάζουμε βιβλία και περιοδικά, που έχουν χρησιμότητα για τις πληροφορίες που μας δίνουν. Τα διαβάζουμε για να μαθαίνουμε τι ειπώθηκε, τι συνέβη,

Θέματα Επιστημολογίας. Ρένια Γασπαράτου

Άσκηση Διδακτικής του Μαθήµατος των Θρησκευτικών. Γ Οµάδα

Οι Διαισθήσεις ως το εργαστήριο της Φιλοσοφίας

Περιεχόμενα. Προλογικό Σημείωμα... 17

1. Εισαγωγή. 2. Τεχνικές και «κρατούμενα»

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ» Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2013

Κ. Γ. ΝΙΚΟΛΟΥΔΑΚΗΣ 1

4. Η τέχνη στο πλαίσιο της φιλοσοφίας του Χέγκελ για την ιστορία

Μάθημα 1 ο Immanuel Kant. Η μουσική στη φιλοσοφία του κριτικού ιδεαλισμού

Οι κούφιες λέξεις (10973)

ΑΙΝΣΤΑΙΝ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ. 4ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. Ενότητα 9: Η σχέση μεταξύ νόμου και ελευθερίας. Παρούσης Μιχαήλ. Τμήμα Φιλοσοφίας

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία (Φ101)

Εισηγητής Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος. Δρ. Αβραάμ Παπασταθόπουλος

Η μεθοδολογία της επιστήμης

β) Αν είχες τη δυνατότητα να «φτιάξεις» εσύ έναν ιδανικό κόσμο, πώς θα ήταν αυτός;

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ-ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΑ Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΟΝ J. LOCKE ΚΑΙ ΣΤΟΝ D. HUME ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΠΟΠΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Ν. ΑΥΓΕΛΗΣ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2008

Εισαγωγή O Locke ανοίγει ένα καινούριο κεφάλαιο στην ιστορία της θεωρίας της γνώσης με την κριτική θεώρηση που εγκαινιάζει των μεταφυσικών εννοιών 1. Για τον Locke η γνώση θεμελιώνεται στην εμπειρία και πηγάζει από αυτήν. Αυτό που πηγάζει άμεσα από την εμπειρία είναι οι ιδέες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ιδέες καθαυτές συνιστούν τη γνώση απλώς αποτελούν τα υλικά με τα οποία οικοδομείται αυτή 2. Σ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι κατά τον Locke δεν μπορούν να υπάρξουν έμφυτες ιδέες, αλλά πρέπει και οι ιδέες να γίνονται αντικείμενο κριτικού ελέγχου. Από αυτή την άποψη μπορούμε να πούμε ότι προετοιμάζει τον κριτικισμό του Kant και κατά συνέπεια αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς μια κριτική γνωσιοθεωρία. 3 Μέσα στο έργο του Locke μπορούν να αναζητηθούν και οι προϋποθέσεις της φιλοσοφικής σκέψης του Hume. Δύο είναι τα βασικά σημεία στη φιλοσοφία του Locke που διαμορφώνουν την κριτική της γνώσης στην οποία κινείται ο Hume: 1) κατά τον Locke, όπως κι αν υπάρχουν πράγματα έξω από μας και οποιεσδήποτε ιδιότητες κι αν έχουν, η γνώση που έχουμε γι αυτά βασίζεται πάνω στις παραστάσεις μας, οι οποίες προέρχονται από την αισθητηριακή αντίληψη. 2) Η γνωσιοθεωρητική εγκυρότητα των παραστάσεων 1 Βλ. Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 142. 2 Βλ. Τ. Πλάγγεσης, Πολιτική και Θρησκεία στη φιλοσοφία του J. Locke, σ. 105. 3 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 142.

-2- (ιδεών) επιδέχεται έλεγχο με αναγωγή του γνωστικού τους περιεχομένου στο άμεσα δεδομένο της αισθητηριακής αντίληψης το οποίο αποτελεί την ασφαλή βάση της γνώσης 4. Από αυτές τις θέσεις φαίνεται ότι ο Locke θεωρεί ως δεδομένο τις παραστάσεις που σχηματίζει ο άνθρωπος για τα εξωτερικά αντικείμενα, χωρίς να θεωρεί ότι αυτές μπορεί να είναι και εσφαλμένες. Αντίθετα ο Hume συλλαμβάνει αυστηρότερα την έννοια της αντίληψης, ενώ παράλληλα περιορίζει το νόημα της ιδέας. Έτσι ο Hume κάνει μια διάκριση ανάμεσα στις εντυπώσεις (impressions) και τις ιδέες (ideas). Για τον Hume οι ιδέες δεν είναι γενικά τα περιεχόμενα της συνείδησης, αλλά είναι αντίγραφα των εντυπώσεων. Ο Hume ονομάζει αντίληψη αυτό που ο Locke ονομάζει ιδέα. Ο Hume, επομένως, κατατάσσει τα περιεχόμενα της συνείδησης στις εντυπώσεις (σ αυτές που ανήκουν τα άμεσα περιεχόμενα της εξωτερικής και εσωτερικής αίσθησης και στις ιδέες (παραστάσεις) που είναι αναπαραγωγή με την μνήμη των εντυπώσεων στο πνεύμα 5. 4 Βλ. Ν. Αυγελή, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 166. 5 Βλ. Ν. Αυγελή, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 166.

-3- ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο J. Locke : Η θεωρία των ιδεών. Σύμφωνα με τον Locke η ψυχή του ανθρώπου όταν γεννιέται είναι ένα άγραφο χαρτί (tabula rasa) στο οποίο η εμπειρία έρχεται να γράψει κάθε επιμέρους γνώση. Είναι φανερό, λοιπόν, ότι οι ιδέες μας προέρχονται από την εμπειρία που είναι εξωτερική και εσωτερική: εξωτερική είναι αυτή που έχουμε μέσα από τα αισθητήρια όργανα και ονομάζεται sensation, και εσωτερική είναι η εμπειρία της εσωτερικής αίσθησης και ονομάζεται reflection 6. Κάθε δυνατό αντικείμενο της νόησης που περνάει από την ανθρώπινη συνείδηση και άρα υπάρχει σ αυτήν, ονομάζει ο Locke ιδέα. Επομένως οτιδήποτε αποτελεί περιεχόμενο της συνείδησης είναι ιδέα «whatsoever the mind perceives in itself, or is the immediate object of perception, thought, or understanding, that I call idea» 7. Για τον Locke συνείδηση και νόηση είναι το ίδιο πράγμα. «Having thoughts and having ideas with me mean the same thing» 8. Αυτό συνεπάγεται ότι και οι ιδέες που δεν αποτελούν αντικείμενο της αντίληψης δεν υπήρξαν ποτέ μέσα στο νου μας «whatever idea was never perceived by the mind was never in the mind. Whatever idea 6 Βλ. Ν. Αυγελή, ό.π., εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 142. 7 Βλ. J. Locke, An essay concerning human understanding, II, κεφ. 8. 8 Βλ. J. Locke, ό.π., ΙΙ, κεφ. 8.

-4- is in the mind, is, either an actual perception, or else, having been an actual perception, is so in the mind that, by the memory, it can be made an actual perception again» 9. Ο Locke συνεπώς ταυτίζει την ιδέα με την αντίληψη και αφού η αντίληψη των ιδεών γίνεται μέσα από τη συνείδηση σημαίνει ότι ο τόπος των ιδεών είναι η συνείδηση. Πέρα και έξω από τη συνείδηση οι ιδέες δεν μπορούν να υπάρχουν. Για τον Locke οι τρεις έννοιες: συνείδηση, νόηση και αντίληψη είναι το ίδιο πράγμα. Αυτό το σημείο όμως δημιουργεί σύγχυση ανάμεσα στην εποπτεία και τη νόηση με αποτέλεσμα να παραγνωρίζει την πραγματική σχέση του είναι και της συνείδησης. Παρόλο που ο Locke ταυτίζει τη νόηση με τη συνείδηση και την αντίληψη, εντούτοις κάνει διάκριση ανάμεσα στο νοείν και τη γνώση. Το νοείν συνίσταται στην αντίληψη των ιδεών μέσα στο πνεύμα μας. Βέβαια αν δεν υπάρχουν αυτές οι ιδέες δεν μπορεί να υπάρξει και γνώση, αφού κατά τον Locke ό, τι γνωρίζουμε, το γνωρίζουμε μόνο μέσα από τις ιδέες. Εδώ πρέπει να γίνει σαφές ότι οι ιδέες αποτελούν το απαραίτητο υλικό της γνώσης, τα βασικά στοιχεία της γνώσης και όχι τη γνώση καθαυτή. Οι ιδέες, λοιπόν, είναι αναγκαία πραγματικές, αφού αποτελούν τα στοιχεία των προτάσεων ή κρίσεων που διατυπώνουμε είτε τις αντιστοιχίσουμε σε αντικείμενα έξω από τη σφαίρα της συνείδησης είτε όχι. Επομένως αληθείς ή ψευδείς είναι μόνο οι κρίσεις μας και όχι οι ίδιες οι ιδέες. Η αλήθεια ή η πλάνη σχετίζεται συνεπώς με τη γνώση και όχι με το νοείν, αφού για 9 Βλ. J. Locke, ό.π., Ι, κεφ. 3.

-5- τον Locke η γνώση συνίσταται στην αντίληψη της συμφωνίας ή ασυμφωνίας μεταξύ των ιδεών μας 10. Το νοείν σημαίνει, λοιπόν, έχω ιδέες ενώ η γνώση αφορά στη διερεύνηση και τη σύλληψη των σχέσεων ανάμεσα στις ιδέες μας. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ιδέες δεν αποτελούν προϋπόθεση της γνώσης, αλλά η γνώση αποτελεί προϋπόθεση των ιδεών, γι αυτό και η μελέτη της ανθρώπινης νόησης πρέπει να αρχίσει με τη διερεύνηση των ιδεών όχι ως αληθινών ή εσφαλμένων, αλλά ως φαινομένων της νόησης ή της συνείδησης στα οποία προσιδιάζουν ορισμένα χαρακτηριστικά 11. Άρα η γνώση εμπεριέχει το νοείν. Αυτό συνεπάγεται ότι η θεωρία των ιδεών χρειάζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της τη θεωρία της γνώσης η οποία έχει ως θεμέλιό της τη θεωρία των ιδεών. Σ αυτό το σημείο είναι ανάγκη να αναφερθούμε στην εμπειρία πάνω στην οποία θεμελιώνεται η ανθρώπινη γνώση και πως από αυτήν προέρχονται οι ιδέες μας. Πιο συγκεκριμένα κατά τον Locke οι ιδέες μας πηγάζουν τόσο από την εξωτερική αίσθηση όσο και από την εσωτερική. Η εξωτερική αίσθηση (sensation) είναι για παράδειγμα η αντίληψη του «λευκού», του «μαύρου», του «πικρού». Οι ιδέες της εσωτερικής εμπειρίας (reflection) είναι για παράδειγμα η αντίληψη του «νοείν», της «επιθυμίας». Είναι σαφές ότι οι ιδέες που προέρχονται από την εξωτερική εμπειρία προηγούνται από αυτές της εσωτερικής εμπειρίας, άρα και η εσωτερική εμπειρία έχει ως προϋπόθεση της την εξωτερική. Ο 10 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σελ. 144. 11 Βλ. Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 144.

-6- άνθρωπος έχει ιδέες ταυτόχρονα με την κατ αίσθηση αντίληψη. Πάντως πρέπει να σημειωθεί ότι η εξωτερική εμπειρία εξαρτάται από την εσωτερική και αντίστροφα. Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ιδέες επιδρούν πάνω στις αισθήσεις μας και έτσι γι αυτό είναι αναγκαίες για τη γνώση. Ο Locke διακρίνει τις ιδέες σε δύο βασικές κατηγορίες: α) τις απλές ιδέες, και β) τις σύνθετες ιδέες. Σύμφωνα με τον ίδιο αν και οι διάφορες ιδιότητες υπάρχουν συνδεδεμένες στο ίδιο αντικείμενο που επιδρά στις αισθήσεις μας, οι τελευταίες διακρίνουν καθαρά τις εν λόγω ιδιότητες ακόμη και όταν δεχόμαστε ταυτόχρονα πολλές εντυπώσεις από το ίδιο το αντικείμενο: π.χ. σ ένα κερί διακρίνουμε το θερμό από το μαλακό 12. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι υπάρχουν απλές ιδέες οι οποίες δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγή σε ακόμη πιο απλές. Αυτές αποτελούν το ακατέργαστο υλικό της γνώσης. Εδώ έρχεται η νόηση που συγκρίνει και συνδέει αυτές τις απλές ιδέες και δημιουργεί τις σύνθετες. Αξίζει να διευκρινιστεί ότι η νόηση δεν μπορεί να σχηματίσει καμία καινούρια απλή ιδέα, αλλά ούτε να προχωρήσει και περαιτέρω ανάλυση των απλών ιδεών. Συνεπώς για να σχηματίσουμε τις σύνθετες ιδέες απαιτούνται οι απλές χωρίς τις οποίες δεν μπορούμε να έχουμε γνώση. Οι απλές ιδέες δεν επιδέχονται ορισμούς τις αντιλαμβανόμαστε μέσα από την εξωτερική και την εσωτερική αίσθηση. Ο Locke τονίζει την 12 Βλ. Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 146.

-7- παθητικότητα της νόησης σε σχέση με τις απλές ιδέες 13 και αναφέρει «The mind, in respect of its simple ideas, is wholly passive» 14. Όσον αφορά τις απλές ιδέες ο Locke προχωρά παραπέρα και τις διακρίνει σε τέσσερις κατηγορίες: α) στις ιδέες που αποκτούμε μέσα από μια μονάχα εξωτερική αίσθηση όπως είναι για παράδειγμα οι ιδέες του φωτός 15 και των χρωμάτων, οι ιδέες της όσφρησης και της οσμής. β) στις ιδέες που αποκτούμε με τη λειτουργία περισσότερων από μια εξωτερικών αισθήσεων όπως αυτές του χώρου και της έκτασης. γ) στις ιδέες που αποκτούμε μέσα από την εσωτερική αίσθηση όπως η μνήμη, διάκριση, σύγκριση. δ) στις ιδέες που αποκτούμε και από την εσωτερική και από την εξωτερική αίσθηση όπως οι ιδέες της χαράς και της λύπης. Πάντως είναι δύσκολο να γίνει αυστηρή διάκριση ανάμεσα στις απλές και τις σύνθετες ιδέες. Είδαμε ότι η νόηση σχετικά με τις απλές ιδέες είναι παθητική αυτό όμως δε σημαίνει ότι γίνεται το ίδιο και με τις σύνθετες ιδέες. Η νόηση σχηματίζει ως σύνθετες ιδέες από τις απλές και επομένως είναι ενεργητική, έχει δηλαδή ένα βαθμό ελευθερίας: «It is plain that the mind of man uses some kind of liberty in forming those complex ideas» 16. Επομένως και η νόηση αποτελεί πηγή ιδεών και πιο συγκεκριμένα πηγή παράγωγων ιδεών όχι όμως και απλών. Από 13 Βλ. Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 145. 14 Βλ. J. Locke, An essay concerning human understanding, II, κεφ. 8. 15 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σελ. 147. 16 Βλ. J. Locke, An essay of human understanding, II, κεφ. 30.

-8- εδώ φαίνεται ότι η γνωσιοθεωρία του Locke δεν είναι καθαρά αισθησιοκρατική χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι παύει να είναι εμπειριστής. Μετά από την κατηγοριοποίηση των απλών ιδεών είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί ότι ο Locke διακρίνει και τις σύνθετες ιδέες σε τρεις τάξεις: α) Στις ιδέες που αν και έχουν σύνθετο χαρακτήρα εντούτοις δεν υπάρχουν αυτόνομες αλλά ως ιδιότητες ή τρόποι των ουσιών. Υπάρχουν δύο είδη τέτοιων ιδεών 1) οι απλοί τρόποι που συνίστανται σε συνδυασμούς των ίδιων απλών ιδεών όπως είναι για παράδειγμα το άπειρο του χώρου και του χρόνου, η μνήμη, η προσοχή, 2) οι μικτοί τρόποι που συνίστανται σε συνδυασμούς απλών ιδεών διαφορετικών ειδών όπως είναι για παράδειγμα η ομορφιά, η προσποίηση, η μέθη, η κίνηση. Οι μικτοί τρόποι διακρίνονται από τις ουσίες και χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τους συνδυασμούς των ιδεών τους, στους οποίους προβαίνει η νόηση με αυτοδύναμη ενέργεια, δεν χρειάζεται να τους συναγάγουμε από τα πραγματικά υπαρκτά πράγματα 17. Ο Locke ονομάζει τις ιδέες που σχηματίζονται κατά τον μικτό τρόπο «έννοιες». β) Στις ουσίες που τις αναλύει σε δύο είδη 1) τις επιμέρους ουσίες όπως είναι για παράδειγμα ο άνθρωπος, το πνεύμα, ο ίππος και 2) τις ουσίες που συνίστανται σ ένα σύνολο επιμέρους ουσιών όπως είναι ο στρατός, η αγέλη, ο αστερισμός, το σύμπαν 18, γ) στις σχέσεις που προκύπτουν από τη 17 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σλ. 148. 18 Βλ. Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 149.

-9- σύγκριση των ιδεών μεταξύ τους όπως είναι για παράδειγμα η σχέση αιτίου αποτελέσματος. Από όλα όσα αναφέρθηκαν συμπεραίνει κανείς ότι όλες οι σύνθετες ιδέες ανάγονται σε απλές από τις οποίες άλλωστε και προκύπτουν. Αυτή ακριβώς η αναγωγή αποτελεί τη μεθοδολογική αρχή που διέπει την ανάλυση των στοιχείων της ανθρώπινης νόησης. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι απλές ιδέες δεν μας δίνονται αποκομμένες η μία από την άλλη, αλλά ότι η πραγματικότητα μας δίνεται μέσα από σύνθετες ιδέες, οι οποίες επιδέχονται αναγωγή σε έσχατα, αυτόνομα στοιχεία της συνείδησης. Άλλωστε ο Locke θεώρησε τις απλές ιδέες ως άτομα της συνείδησης που μπορούν να απομονωθούν 19. Η θεωρία των ιδεών χρειάζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμά της τη θεωρία της γνώσης, ενώ η τελευταία έχει πάλι ως θεμέλιό της τη θεωρία των ιδεών. Σύμφωνα με τον Locke τα αντικείμενα της γνώσης μας δεν είναι παρά οι ιδέες που αποκτά το πνεύμα μας μέσα από την εμπειρία. Προκύπτει όμως το ερώτημα με ποιο τρόπο αποκτά το πνεύμα τη γνώση και σε τι συνίσταται η γνώση αυτή. Ο Locke θα πει: «Επειδή το πνεύμα σε όλες τις σκέψεις και τους διαλογισμούς του δεν έχει άλλο άμεσο αντικείμενο παρά τις δικές του ιδέες, που είναι το μόνο πράγμα που θεωρεί ή μπορεί να θεωρήσει, είναι φανερό ότι η γνώση μας περιστρέφεται μόνο γύρω από αυτές. Μου φαίνεται λοιπόν ότι η γνώση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η 19 Βλ. Ν. Αυγελής, ό.π., σελ. 149.

-10- αντίληψη της σύνδεσης και της συμφωνίας ή της αντίθεσης και ασυμφωνίας των διαφόρων ιδεών μας» 20. Για να γίνει αυτό κατανοητό ο Locke χρησιμοποιεί το παράδειγμα του τριγώνου. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι οι τρεις γωνίες ενός τριγώνου είναι ίσες με δύο ορθές γωνίες. Αυτό σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε πως η ιδέα της ισότητας συνδέεται με την ιδέα των τριών γωνιών του τριγώνου. Η γνώση μας επομένως συνίσταται στην αντίληψη ότι η ισότητα προς τις δύο ορθές γωνίες αναγκαστικά συμφωνεί και είναι αχώριστη με τις τρεις γωνίες ενός τριγώνου. Συνεπώς η γνώση είναι η σύλληψη των σχέσεων ανάμεσα στις ιδέες μας, η αντίληψη της συμφωνίας ή ασυμφωνίας των ιδεών μας. Υπάρχουν τέσσερα είδη συμφωνίας ή ασυμφωνίας των ιδεών μας: 1. Ταυτότητα ή διαφορά 2. Σχέση 3. Συνύπαρξη ή αναγκαία σύνδεση 4. Πραγματική ύπαρξη Το πρώτο είδος, ταυτότητα ή διαφορά «είναι η πρώτη ενέργεια του πνεύματος, όταν έχει κάποιο αίσθημα ή ιδέα για να αντιλαμβάνεται τις ιδέες του και στο βαθμό που τις αντιλαμβάνεται, να γνωρίσει τι είναι η καθεμιά τους, και με τον τρόπο αυτό να αντιλαμβάνεται τη διαφορά τους, και ότι η μία δεν ταυτίζεται με την άλλη. Είναι τόσο αναγκαία, που χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσε να υπάρξει καθόλου γνώση, ούτε διαλογισμός, ούτε φαντασία, ούτε 20 J. Locke. An essay concerning human understanding, IV, 1-2, σελ. 525.

-11- ευκρινείς σκέψεις εντελώς» 21. Μερικά παραδείγματα είναι οι εξής προτάσεις «το γαλάζιο δεν είναι κίτρινο», «το λευκό δεν είναι μαύρο». Από αυτές τις προτάσεις καταλαβαίνουμε ότι η ταυτότητα του περιεχομένου μιας ιδέας διαφέρει από κάθε άλλο περιεχόμενο μιας άλλης ιδέας. Το δεύτερο είδος είναι η σχέση: «σχέση δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η αντίληψη της σχέσης ανάμεσα σε κάθε ζευγάρι ιδεών, οποιουδήποτε είδους, είτε πρόκειται για υποστάσεις, είτε για τρόπους, ή οτιδήποτε άλλο» 22. Παράδειγμα γι αυτό το είδος αποτελεί η πρόταση «Δύο τρίγωνα με ίση βάση ανάμεσα σε δύο παράλληλους είναι ίσα» 23. Το τρίτο είδος είναι η Συνύπαρξη ή αναγκαία σύνδεση «το τρίτο είδος συμφωνίας ή ασυμφωνίας ανάμεσα στις ιδέες μας... είναι η συνύπαρξη ή μη συνύπαρξη στο ίδιο υποκείμενο και αυτό ανήκει ιδιαίτερα στις υποστάσεις. Έτσι όταν αναφέρουμε πως ο χρυσός είναι αμετάβλητος, η γνώση μας για την αλήθεια αυτή δεν συμποσούται παρά σε τούτο, ότι το αμετάβλητο, ή η δύναμη να διατηρείται αναλλοίωτο στη φωτιά, είναι μια ιδέα που πάντοτε συνοδεύει και είναι συνδεδεμένη με αυτό το ιδιαίτερο είδος κίτρινου, βάρους κ.τ.λ. που κάνει τη σύνθετη ιδέα μας να δηλώνεται με τη λέξη χρυσός» 24. Το τελευταίο είδος συμφωνίας ή ασυμφωνίας ανάμεσα στις ιδέες μας είναι η πραγματική ύπαρξη «Εδώ η συμφωνία δεν βρίσκεται ανάμεσα στις ιδέες, αλλά ανάμεσα στις ιδέες και τα 21 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, I, 4, σελ. 525-526. 22 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, I, 5 σ. 526. 23 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, I, 7 σ. 527. 24 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, I, 6 σ. 256-527.

-12- πράγματα» 25. Κατά τον Locke όλα τα είδη γνώσης συμποσούνται σε δύο: την αντίληψη της σχέσης των ιδεών μεταξύ τους και προς την πραγματικότητα. Ο Locke κυμαίνεται ανάμεσα στον υποκειμενικό ιδεαλισμό και τον υλισμό, ανάμεσα στον αγνωστικισμό και την βεβαιότητα ότι η γνώση μας αναφέρεται στον πραγματικό κόσμο 26. Όσον αφορά τις βαθμίδες της γνώσης ο Locke κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην ενορατική γνώση, την αποδεικτική γνώση και τη γνώση της ύπαρξης των πραγμάτων έξω από εμάς. Αυτές οι βαθμίδες αφορούν στη σαφήνεια με την οποία το πνεύμα αντιλαμβάνεται τη συμφωνία ή την ασυμφωνία οποιωνδήποτε ιδεών μας. Για την πρώτη βαθμίδα, την ενορατική γνώση, ο Locke αναφέρει: «Αν θελήσουμε να στοχαστούμε πάνω στους τρόπους σκέψης που διαθέτουμε, θα βρούμε ότι μερικές φορές το πνεύμα αντιλαμβάνεται τη συμφωνία ή την ασυμφωνία δύο ιδεών άμεσα από αυτές τις ίδιες, χωρίς την παρέμβαση καμιάς άλλης και τούτο νομίζω μπορούμε να ονομάσουμε ενορατική γνώση. Αυτό το είδος γνώσης είναι το πιο σαφές και το πιο βέβαιο, στο οποίο ο αδύναμος άνθρωπος μπορεί να φτάσει... από την ενόραση αυτή εξαρτάται όλη η βεβαιότητα και η προφάνεια των γνώσεών μας... Αυτός που ζητά μια μεγαλύτερη βεβαιότητα από αυτήν, ισχυρίζεται πως δεν γνωρίζει τίποτα, και δείχνει ότι το πνεύμα του ρέπει προς το σκεπτικισμό, χωρίς όμως να μπορεί να φθάσει στα άκρα. Η βεβαιότητα εξαρτάται τόσο ολοκληρωτικά από αυτήν την ενόραση που στον επόμενο 25 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, I 7 σ 527. 26 Βλ. Γ. Πλάγγεσης, πολιτική και θρησκεία στη φιλοσοφία του J. Locke, σ 111.

-13- βαθμό γνώσης, που αποκαλώ αποδεικτική γνώση, αυτή η ενόραση είναι αναγκαία για όλες τις συνδέσεις των ενδιάμεσων ιδεών, χωρίς την οποία δεν μπορούμε να φθάσουμε στη γνώση και τη βεβαιότητα» 27. Κατά την ενορατική γνώση, λοιπόν, ο νους συλλαμβάνει χωρίς κόπο την αλήθεια όπως το μάτι το φως. Εδώ ανήκουν και προτάσεις που εκφράζουν σχέσεις όπως για παράδειγμα: το τρία είναι μεγαλύτερο από το δύο 28. Η δεύτερη βαθμίδα γνώσης είναι η αποδεικτική γνώση: «ο επόμενος βαθμός γνώσης είναι εκείνος όπου το πνεύμα αντιλαμβάνεται τη συμφωνία ή την ασυμφωνία οποιωνδήποτε ιδεών, αλλά όχι άμεσα» 29. Σ αυτήν την περίπτωση ο νους δεν αντιλαμβάνεται άμεσα τη συμφωνία ή ασυμφωνία των ιδεών, αλλά χρειάζεται τη μεσολάβηση ενδιάμεσων ιδεών που χρησιμεύουν ως αποδείξεις, γι αυτό και ονομάζεται αποδεικτική γνώση. Η αποδεικτική γνώση είναι βέβαιη γνώση, όμως δεν είναι τόσο σαφής όσο η ενορατική. Αυτό συμβαίνει γιατί σε μια μακροσκελή απόδειξη η μνήμη μας δεν μπορεί να συγκρατήσει καθαρά όλα τα ενδιάμεσα στάδια της αποδεικτικής πορείας και ως προς αυτό μειονεκτεί απέναντι στην ενορατική γνώση 30. Έτσι δύο είναι οι βαθμίδες της βέβαιης γνώσης για τον Locke: η ενόραση και η απόδειξη «κάθε άλλο είδος γνώσης που απομακρύνεται από αυτά τα δύο με οσηδήποτε βεβαιότητα κι αν γίνεται δεκτό, δεν είναι παρά πίστη ή 27 Βλ. J. Locke, an essay concerning human understanding, IV, II, 1, σ 530-531. 28 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 152. 29 Βλ. J. Locke, an essay concerning human understanding, IV, II, 2 σ 531. 30 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 153.

-14- γνώμη, όχι όμως γνώση, τουλάχιστον σε σχέση με τις γενικές αλήθειες» 31. Τέλος υπάρχει και η Τρίτη βαθμίδα της γνώσης: η γνώση της ύπαρξης πραγμάτων έξω από εμάς. Για τον Locke «Υπάρχει, πράγματι, μια άλλη αντίληψη του πνεύματος που αφορά την επιμέρους ύπαρξη των πεπερασμένων όντων που βρίσκονται στον εξωτερικό κόσμο, η οποία, αν και πάει πέραν από την απλή πιθανότητα, και παρόλο που δεν προσεγγίζει απόλυτα οποιονδήποτε από τους δύο βαθμούς βεβαιότητας που αναφέραμε, ωστόσο υπάγεται σε ό,τι ονομάζουμε γνώση» 32. Ο βαθμός βεβαιότητας που μπορούμε να έχουμε από αυτή τη γνώση είναι περιορισμένος, γιατί στηρίζεται στην πεποίθηση ότι οι αισθήσεις μας δεν μας απατούν. Σύμφωνα με τον Locke αν και οι ιδέες του πνεύματος είναι τα αντικείμενα όλων των σκέψεων, εντούτοις η ανθρώπινη γνώση αναφέρεται στον αντικειμενικό υλικό κόσμο, γιατί οι ιδέες προκαλούνται από την επίδραση των εξωτερικών υλικών αντικειμένων πάνω μας και είναι αντίγραφά τους. Το πνεύμα μας, λοιπόν, δεν γνωρίζει τα πράγματα άμεσα, αλλά μόνο με την παρέμβαση των ιδεών που έχει γι αυτά. «Η γνώση μας είναι πραγματική μόνο στο βαθμό που υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στις ιδέες μας και την αντικειμενική πραγματικότητα» 33. Επομένως η γνώση μας είναι περιορισμένη. Ο Locke γράφει σχετικά «έχω κάθε λόγο να αμφιβάλλω ότι οσοδήποτε μακριά κι αν μπορεί η ανθρώπινη 31 Βλ. J. Locke, an essay concerning human undrestanding, IV, II, 14, σ 536-537. 32 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, II, 14, σ 536-537. 33 Βλ. ό.π., IV, IV, 3 σ 563.

-15- δραστηριότητα να οδηγήσει την πρακτική και εμπειρική φιλοσοφία πάνω στα φυσικά πράγματα, από επιστημονική άποψη αυτά θα βρίσκονται ακόμα έξω από το γνωστικό μας πεδίο γιατί δεν έχουμε τέλειες και επαρκείς ιδέες αυτών των ίδιων των σωμάτων που βρίσκονται πιο κοντά μας και είναι πιο πολύ κάτω από τον έλεγχό μας» 34. Είναι προφανές ότι ο Locke σε ό,τι αφορά τη γνώση του φυσικού κόσμου δεν βλέπει πως μπορούμε να έχουμε βέβαιη και καθολική γνώση. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αμφισβητεί τη δυνατότητα της εμπειρικής γνώσης, αφού θεωρεί ότι μια τέτοια γνώση είναι δυνατή. Όμως μια τέτοια γνώση δεν μπορεί να είναι ενορατική ή αποδεικτική γνώση, αλλά πρόκειται για γνώση που βασίζεται εξολοκλήρου στην παρατήρηση και το πείραμα. Ο Locke θέλει να καθορίσει τα όρια της βέβαιης γνώσης χωρίς να απαξιώσει την εμπειρική γνώση. Άλλωστε ο ίδιος πιστεύει ότι υπάρχουν αξεπέραστα εμπόδια στη γνώση του φυσικού κόσμου και γράφει γι αυτό «Υπάρχουν ορισμένα πράγματα, και αυτά δεν είναι λίγα, τα οποία αγνοούμε γιατί δεν έχουμε καθόλου ιδέες» 35. Η εμπειρία μας, λοιπόν, είναι περιορισμένη και δεν μπορεί να εκτείνεται ως τα έσχατα του σύμπαντος και ως τα ελάχιστα σωματίδια της ύλης. Σε ό,τι αφορά την πραγματικότητα της γνώσης ο Locke κινείται ουσιαστικά σε μια ρεαλιστική κατεύθυνση. Δεν αμφισβητεί την αντικειμενική ύπαρξη του κόσμου, ωστόσο έχει πλήρη συνείδηση του 34 Βλ. ό.π., IV, III, 26, σ 556-557. 35 Βλ. ό.π., IV, III, 23 σ 558-560.

-16- προβλήματος που θέτει η θεωρία του για τη γνώση σε σχέση με τη βεβαίωση της ύπαρξης του αντικειμενικού κόσμου: «Η γνώση μας είναι πραγματική μόνο στο βαθμό που υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στις ιδέες και την αντικειμενική πραγματικότητα» 36 και ο ίδιος συνεχίζει προσθέτοντας τα εξής: «πώς το πνεύμα, όταν δεν αντιλαμβάνεται παρά μόνον τις δικές του ιδέες, θα γνωρίζει ότι αυτές συμφωνούν με τα ίδια τα πράγματα; Αφού το πνεύμα δεν μπορεί από μόνο του με κανέναν τρόπο να παράγει απλές ιδέες, αυτές πρέπει αναγκαστικά να είναι προϊόν των πραγμάτων που επιδρούν στο πνεύμα μας κατά ένα φυσικό τρόπο» 37. Επομένως οι απλές ιδέες, κατά τον Locke, δεν είναι πλάσματα της φαντασίας μας, αλλά τα φυσικά και κανονικά προϊόντα των εξωτερικών πραγμάτων που επιδρούν πάνω μας. Οι απλές ιδέες αναπαριστούν σε μας τα εξωτερικά πράγματα και έτσι υπάρχει άμεση αντιστοιχία ανάμεσα σ αυτές και τα πράγματα. Αλλά όσον αφορά τις σύνθετες ιδέες «όντας αρχέτυπα που το ίδιο το πνεύμα σχημάτισε, και που δεν τείνουν να είναι αντίγραφα οποιουδήποτε πράγματος, ούτε αναφέρονται στην ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος, ως πρότυπά τους, δεν είναι δυνατόν να έχουν ανάγκη οποιασδήποτε συμφωνίας αναγκαίας για την πραγματική γνώση» 38. Οι σύνθετες ιδέες για τον Locke, είναι το προϊόν των πνευματικών δραστηριοτήτων, και αφού οι ιδέες αυτές δεν σχηματίζονται σύμφωνα με ένα πρότυπο, πραγματικό ή 36 Βλ. Ο.Π., IV, IV, 3 σ 563. 37 Βλ. J. Locke, ό.π. 38 Βλ. J. Locke, ό.π., IV, IV, 5, σ 564.

-17- φανταστικό, δεν έχει νόημα να τις κρίνουμε με βάση το ότι δεν αντιστοιχούν σε κάποιο πρότυπο. Πάντως το πρόβλημα της βεβαιότητας για την ύπαρξη του αντικειμενικού κόσμου εξακολουθεί να υπάρχει. Σ αυτό το σημείο κρίνεται αναγκαίο να ειπωθεί ότι η γνωσιοθεωρία του Locke ολοκληρώνεται με την κριτική του για την έννοια της ουσίας. Διακρίνει, λοιπόν, τη γενική έννοια της ουσίας από τις έννοιες των επιμέρους ουσιών, των συγκεκριμένων δηλαδή πραγμάτων (σωματικές ουσίες). Τονίζει ότι σαφή παράσταση της ουσίας δεν μπορούμε να έχουμε καθώς και ότι με τη λέξη «ουσία» διατυπώνουμε απλώς μια υπόθεση σχετικά με κάτι που δεν καταλαβαίνουμε παρά μόνο ως φορέα (support) των ιδεών μας 39. Επομένως την ιδέα της ουσίας δεν μπορεί να μας τη δώσει ούτε η εξωτερική ούτε η εσωτερική εμπειρία. Άρα είναι αδύνατον να γνωρίσουμε την ουσία, από τη στιγμή που τόσο η εξωτερική όσο και η εσωτερική εμπειρία αποτελούν εν γένει τα όρια της γνώσης μας. Πάντως η ουσία είναι απαραίτητη προκειμένου να θεμελιωθεί η σύνδεση ανάμεσα στις ιδέες μας. Το ερώτημα που γεννάται είναι το πώς προκύπτουν οι ιδέες των ουσιών. Σύμφωνα με τον Locke ο ανθρώπινος νους παρατηρεί ότι κάποιες απλές ιδέες μας παρουσιάζονται πάντα μαζί και επειδή ανήκουν σε ένα πράγμα, ενώνονται μέσα σε ένα υποκείμενο και έτσι παίρνουν ένα όνομα. Εμείς στη συνέχεια έχουμε την τάση να θεωρούμε το 39 Βλ., Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ 153.

-18- υποκείμενο αυτό, κυρίως από απροσεξία, ως απλή ιδέα. Στην πραγματικότητα όμως είναι μια σύνδεση πολλών ιδεών μεταξύ τους. Συμβαίνει, λοιπόν, το εξής: «επειδή εμείς δεν μπορούμε να έχουμε παράσταση του πως οι απλές ιδέες υπάρχουν αυτόνομες η καθεμιά, συνηθίζουμε να προϋποθέτουμε έναν φορέα των εν λόγω ιδεών, τον οποίο ονομάζουμε ουσία» 40. Η ουσία δεν μπορεί να είναι απλή ιδέα, άρα θα πρέπει να είναι σύνθετη ιδέα. Πώς προκύπτει αυτό όμως; Είδαμε ότι ο νους έχει τρεις δυνατούς τρόπους με τους οποίους σχηματίζει τις σύνθετες ιδέες σύμφωνα με το υλικό που του δίνουν τόσο η εξωτερική όσο και η εσωτερική εμπειρία. Θα ήταν λοιπόν αναμενόμενο να προκύπτει η ουσία με έναν από τους τρεις τρόπους. 1. Ο πρώτος τρόπος έγκειται στη συνένωση διαφορετικών απλών ιδεών σε μια ιδέα. Ίσως κάποιος να νόμιζε ότι η ιδέα της ουσίας προκύπτει πράγματι από μια τέτοια σύνδεση. Όμως το περιεχόμενο της ιδέας της ουσίας δεν εξαντλείται μ αυτόν τον τρόπο. Σύμφωνα με τον Locke ο χαρακτήρας της ουσίας συνίσταται στη σχέση «φορέα» και ιδιοτήτων που ενυπάρχουν σ αυτόν 41. Άρα η ουσία δεν προκύπτει με αυτόν τον τρόπο. 2. Ένας δεύτερος τρόπος είναι η σύγκριση δύο ιδεών, απλών ή σύνθετων. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο η ουσία θα ήταν μια ιδέα σχέσης, που όμως αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι δυνατόν. Η έννοια της ουσίας είναι περισσότερο μια συγκεχυμένη παράσταση κάποιου πράγματος που υποβαστάζει τις αισθητές ποιότητες και έτσι 40 Βλ, Ν. Αυγελής, ό.π., σ. 154. 41 Βλ., Ν. Αυγελής, ό.π., σ. 154.

-19- αποτελεί τη βάση για το σχηματισμό της έννοιας του πράγματος. Στην προκειμένη, λοιπόν, περίπτωση που θα θεωρούσαμε την έννοια της ουσίας ως ιδέα σχέσης, υπάρχει το πρόβλημα ότι απουσιάζει ο ένας όρος συσχετισμού καθώς η ιδέα σχέσης προκύπτει μέσα από τη σύγκριση δύο ιδεών, μέσα δηλαδή από δύο όρους που είναι δεδομένοι. Εδώ δεδομένο είναι το σύνολο των απλών ή σύνθετων ιδεών ενώ η ιδέα ενός άγνωστου φορέα δεν μπορεί να είναι δεδομένη, αφού είναι ένα πράγμα πίσω από τα επιμέρους φαινόμενα. Στο πλαίσιο της θεωρίας των ιδεών του Locke η ιδέα της ουσίας δεν μπορεί να είναι ιδέα σχέσης. 3. Η γενική ιδέα της ουσίας δεν είναι δυνατόν να προκύπτει με αφαίρεση ορισμένων χαρακτηριστικών από τις επιμέρους ουσίες, αφού οι τελευταίες προϋποθέτουν ήδη τη γενική ιδέα της ουσίας και σχηματίζονται μάλιστα με τη βοήθειά της. Συμπεραίνουμε από τα παραπάνω ότι η ιδέα της ουσίας δεν μπορεί να είναι ούτε απλή ούτε σύνθετη. Απλή δεν μπορεί να είναι γιατί δεν προέρχεται ούτε από την εξωτερική ούτε και από την εσωτερική εμπειρία. Από την άλλη ούτε και σύνθετη ιδέα μπορεί να είναι γιατί δεν προκύπτει ούτε με τη συνένωση των απλών ιδεών, ούτε και με σύνθεση δηλαδή με συσχετισμό και αφαίρεση. Συνεπώς η θεωρία των ιδεών του Locke δεν μας δίνει κανένα μεθοδικό μέσο για να συλλάβουμε την έννοια της ουσίας. Ο Locke δεν δέχεται ότι μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία και θεωρεί την έννοια της

-20- ασαφή και κενή περιεχομένου 42. Όμως δεν την απορρίπτει εντελώς. Την θεωρεί απαραίτητη για το έργο που επιτελεί όσο και αν η παράσταση που έχουμε γι αυτήν είναι συγκεχυμένη. το έργο που έχει να επιτελέσει η έννοια της ουσίας συνίσταται στην αντικειμενοποίηση του κόσμου των ιδεών, ο οποίος διαφορετικά στερείται πραγματικής βάσης 43. Οι ιδέες ως αντικείμενα της νόησης υπάρχουν μέσα στην σφαίρα της συνείδησης. Η ύπαρξη γι αυτό και η πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι ιδέες εφόσον υπερβαίνουν τη συνείδηση. Η έννοια της ουσίας, λοιπόν, αναλαμβάνει την αντικειμενοποίηση των ιδεών ώστε να μπορούμε να μιλάμε για υπαρκτά πράγματα μέσα στη συνείδησή μας. Γι αυτό ο Locke αν και αμφισβητεί τη δυνατότητα της γνώσης της ουσίας, εντούτοις δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξή της. Συνοψίζοντας, ο Locke με τη θεωρία αυτή για την ουσία προσπαθεί να γεφυρώσει το πέρασμα από τις ιδέες στην αντικειμενική ύπαρξη και την πραγματικότητα. 42 Βλ., Ν. Αυγελής, ό.π., σ. 155. 43 Βλ. Ν. Αυγελής,, ό.π., σ. 155.

-21- ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ ΣΤΟΝ HUME. Κεντρικό θέμα της πραγματείας του Hume είναι ο ανθρώπινος νους, οι λειτουργίες του και τα νοητικά περιεχόμενα που αυτός παράγει ή πάνω στα οποία επενεργεί και όχι η εξήγηση του τρόπου με τον οποίο ο εξωτερικός κόσμος επιδρά στον νου. Όταν ο Hume επιστρατεύει τη λειτουργία της μνήμης, η αναφορά στον εξωτερικό κόσμο γίνεται με μια εσωτερική προσέγγιση. Ο ίδιος εξοβελίζει από το ερευνητικό του πεδίο το θέμα που αφορά στο πως ο εξωτερικός κόσμος εγγράφεται στον νου διαμέσου των αισθήσεων. Εστιάζει το ενδιαφέρον του στον τρόπο με τον οποίο ο ανθρώπινος νους ενώ διαθέτει μόνο νοητικά περιεχόμενα, εντούτοις προβαίνει στο σχηματισμό πεποιθήσεων για την εξωτερική πραγματικότητα. Η άποψη του Hume ότι το άμεσο αντικείμενο της ανθρώπινης αντίληψης είναι νοητικό περιεχόμενο, εσωτερικό του νου, αποτελεί κοινή παραδοχή κατά την πρώιμη περίοδο της νεότερης φιλοσοφίας 44. Τα αισθήματα κάποιου, για παράδειγμα ο πόνος, η αγάπη είναι εσωτερικά του νου, ανήκουν στο υποκείμενο που τα αισθάνεται. Επομένως όταν οι φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων και ο 44 Βλ, D. Hume, πραγματεία, 1.2.6.7, 1.4.2.21, 1.4.2.47.

-22- Hume ισχυρίζονται ότι όσον αφορά τα εξωτερικά και αντικειμενικά πράγματα το άμεσο αντικείμενο της σκέψης είναι εσωτερικό νοητικό περιεχόμενο, αυτό ηχεί κάπως παράξενα στη διαισθητική αντίληψη του κοινού νου 45. Προκύπτει ότι ο εμπειρισμός του Hume ξεκαθαρίζει ότι το εξωτερικό αντικείμενο για την ανθρώπινη νόηση, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ιδέα στο νου, είδωλο (image), νοητική αναπαράσταση του εξωτερικού αντικειμένου. Βέβαια αυτή η θέση του, αν και έρχεται σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη που αφορά στην απόκτηση άμεσης γνώσης των εξωτερικών αντικειμένων, εντούτοις δεν ταυτίζεται με την οντολογική απόφανση για την ανεξάρτητη από το νου ύπαρξη της εξωτερικής πραγματικότητας. Ο Hume υιοθετώντας τη θέση για τα άμεσα αντικείμενα του νου ως αντικείμενα της αντίληψης, εισάγει νέα ορολογία. Τις νοητικές οντότητες που υπάρχουν στον νου, οι οποίες έχουν ονομαστεί από τον Descartes και από τους εμπειριστές Locke και Berkeley «ιδέες», ο Hume τις ονομάζει «αντιλήψεις». Ο Hume, λοιπόν, συλλαμβάνει αυστηρότερα την έννοια της αντίληψης και παράλληλα περιορίζει το νόημα της ιδέας. Οι ιδέες δεν είναι τα περιεχόμενα εν γένει της συνείδησης όπως είναι στον Locke, αλλά είναι αντίγραφα των εντυπώσεων. Αυτό που ο Locke ονομάζει ιδέα o Hume αντίληψη (άμεσο περιεχόμενο της συνείδησης). Γι αυτό και στον Hume 45 Βλ., D. Hume, πραγματεία για τη νόηση, σ 16.

-23- έχουμε μια ψυχολογική παραγωγή των παραστάσεων, ενώ ο Locke μένει στην απλή ανάλυση των αντικειμένων της αντίληψης 46. Ο Hume κατατάσσει τα περιεχόμενα της συνείδησης σε δύο κατηγορίες: α) στις εντυπώσεις και β) στις ιδέες. Στις εντυπώσεις ανήκουν τα άμεσα περιεχόμενα της εξωτερικής και εσωτερικής αίσθησης. Οι ιδέες (παραστάσεις) είναι η αναπαραγωγή με τη μνήμη των εντυπώσεων στο πνεύμα 47. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στις εντυπώσεις και στις ιδέες έγκειται στο βαθμό δύναμης και ζωντάνιας με τον οποίο έρχονται στον νου και στη συνέχεια περνούν στη σκέψη ή στη συνείδησή μας. Έτσι εντυπώσεις ονομάζονται οι αντιλήψεις που εισέρχονται με τη μεγαλύτερη βία και δύναμη στον νου, και επομένως είναι πιο ζωηρές στη συνείδηση από τις ιδέες. Στις εντυπώσεις συμπεριλαμβάνονται όλα τα αισθήματα, τα πάθη, και οι συγκινήσεις μας όπως αυτά κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση στην ψυχή. Οι ιδέες είναι τα αμυδρά είδωλα των εντυπώσεων στη σκέψη και στον συλλογισμό. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει πάντοτε μια αντιστοιχία μεταξύ τους που βασίζεται στην ποιοτική ομοιότητα που δένει στενά τις εντυπώσεις με τις ιδέες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να πλησιάζουν τόσο πολύ η μία στην άλλη, ώστε οι αντιλήψεις να παρουσιάζονται και ως εντυπώσεις και ως ιδέες. Έτσι για παράδειγμα στον ύπνο, στον πυρετό, στην τρέλα ή σε κάποιες πολύ βίαιες συγκινήσεις της ψυχής οι ιδέες ενδέχεται να 46 Βλ. Ν. Αυγέλης, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 166. 47 Βλ., Ν. Αυγελής, ό.π., σ 166.

-24- πλησιάζουν τις εντυπώσεις 48. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και αντίστροφα όταν κάποιες φορές οι εντυπώσεις μας είναι τόσο αμυδρές, ώστε να είναι αδύνατον να τις διακρίνουμε από τις ιδέες. Πάντως σε λίγες περιπτώσεις οι εντυπώσεις και οι ιδέες είναι τόσο διαφορετικές, ώστε να είναι εύκολο να τις ξεχωρίσει κανείς και να τις κατατάξει σε διαφορετικές κατηγορίες. Κατά τον Hume οι εντυπώσεις προηγούνται χρονικά σε σχέση με τις ιδέες. Η σχέση αυτή δεν ισχύει και αντιστρόφως. Αυτή η χρονική προτεραιότητα των εντυπώσεων έναντι των ιδεών καθώς και η σταθερή σύνδεσή τους, αφού κάθε εντύπωση συνοδεύεται και από την αντίστοιχη ιδέα, αποδεικνύουν και την αιτιώδη σχέση τους. Οι εντυπώσεις είναι αιτίες των ιδεών και απαραίτητες προϋποθέσεις τους 49. Οι παραστάσεις μας, λοιπόν, είναι αντίγραφα των εντυπώσεων. Όμως οι παραστάσεις δεν απορρέουν μόνο από τις εντυπώσεις, αλλά ταυτόχρονα τις αντιπροσωπεύουν 50. Μ αυτόν τον τρόπο οι παραστάσεις, ως αντιπρόσωποι των εντυπώσεων, ξεπερνούν τα στενά όρια των άμεσων, στιγμιαίων βιωμάτων μας και μας οδηγούν σ ένα ευρύτερο πεδίο αντικειμένων της γνώσης 51. Υπάρχουν ορισμένοι νόμοι σύμφωνα με τους οποίους οι παραστάσεις δένονται μεταξύ τους. Ο Hume διακρίνει τρεις τέτοιους νόμους: 1) ο νόμος της ομοιότητας, 2) ο νόμος της συνάφειας στο χώρο ή στο χρόνο και 3) ο νόμος του αιτίου αποτελέσματος. Όσον αφορά τον 48 Βλ, D. Hume, πραγματεία για την νόηση, κεφ. Ι, σ. 83. 49 Βλ., Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 167. 50 Βλ., D. Hume, A Treatise of Human Nature, I, σ. 134. 51 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 167.

-25- πρώτο νόμο της ομοιότητας αρκεί να αναφέρουμε ως παράδειγμα έναν πίνακα ζωγραφικής, ο οποίος φέρνει στον νου μας το πρωτότυπο. Όσον αφορά τον δεύτερο νόμο παράδειγμα αποτελεί η σκέψη ενός διαμερίσματος μέσα σε ένα κτίριο που έχουμε επισκεφθεί φέρνει στον νου τη σκέψη άλλων διαμερισμάτων. Τέλος κάθε φορά που σκεπτόμαστε ένα αίτιο, φέρνουμε στον νου μας το αποτέλεσμα και αντίστροφα. Σ αυτό το σημείο είναι αναγκαίο να αναφερθεί ότι ο Hume κάνει ακόμα μια διαίρεση των εντυπώσεων μας. Τις διακρίνει σε απλές και σύνθετες. Οι απλές εντυπώσεις είναι τέτοιες ώστε να μην επιδέχονται καμία διάκριση ή διαχωρισμό. Οι σύνθετες μπορούν να διακριθούν σε μέρη για παράδειγμα ένα επί μέρους χρώμα, μια γεύση και μια οσμή αν και είναι ποιότητες ενωμένες από κοινού σε ένα μήλο, εντούτοις καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι ένα και το αυτό, αλλά μπορούν να διακριθούν η μία από την άλλη. Έτσι στις απλές εντυπώσεις αντιστοιχούν απλές ιδέες, στην εντύπωση ενός συγκεκριμένου λευκού χρώματος αντιστοιχεί η ιδέα του λευκού ενώ στις σύνθετες εντυπώσεις αντιστοιχούν σύνθετες ιδέες, όπως είναι για παράδειγμα το μήλο στο οποίο υπάρχουν συνδεδεμένες πολλές εντυπώσεις. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι απλές ιδέες και εντυπώσεις μοιάζουν η μία με την άλλη, και καθώς οι σύνθετες σχηματίζονται από τις απλές μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι αυτά τα δύο είδη εντυπώσεων βρίσκονται σε πλήρη αντιστοιχία. Υπάρχει δηλαδή μια σταθερή σύζευξη μεταξύ αντίστοιχων εντυπώσεων και

-26- ιδεών, που αποδεικνύει την εξάρτηση των εντυπώσεων από τις ιδέες, και των ιδεών από τις εντυπώσεις. Η εμπειρία δείχνει ότι οι απλές εντυπώσεις πάντοτε προηγούνται των αντίστοιχων ιδεών και ότι οι ιδέες δεν παράγουν τις αντίστοιχες εντυπώσεις τους άμα τη εμφανίσει τους έτσι ούτε αντιλαμβανόμαστε κάποιο χρώμα ή αισθανόμαστε κάποιο αίσθημα απλώς με το να το σκεφτούμε 52. Κρίνεται σκόπιμο να διατυπωθεί ότι πέρα από τη διάκριση των εντυπώσεων ο Hume προχωρά και στη διάκριση των ιδεών. Τις διακρίνει, λοιπόν, στις ατομικές ιδέες και στις γενικές ή αφηρημένες ιδέες. Έτσι για παράδειγμα το Παρίσι είναι μια ατομική ιδέα, ενώ ο άνθρωπος, ο ίππος είναι γενικές ή αφηρημένες ιδέες. Σύμφωνα με τον Hume η εγκυρότητα των ιδεών μας ελέγχεται μέσα από μια διερεύνηση των πρωταρχικών δεδομένων στην άμεση αντίληψη (εντυπώσεις), που αποσκοπεί στο να διαπιστώσει αν και οι παραστάσεις αυτές αντλούν πράγματι το περιεχόμενό τους από τα εν λόγω δεδομένα 53. Υπάρχει, λοιπόν, μια σχέση ανάμεσα στην παράσταση και την εντύπωση που έχει και ψυχολογικό και λογικό χαρακτήρα, γιατί μας δίνεται ένα μέτρο γνωσιοθεωρητικής εκγυρότητας, αφού εξετάζουμε το ερώτημα για το αν η παράσταση ως αντίγραφο συμφωνεί με το πρότυπο, για το αν δηλαδή βρίσκεται η παράσταση σε λογική σχέση με την εντύπωση. Η αναγωγή της παράστασης στην πρωταρχική εντύπωση, από όπου πηγάζει, πρέπει να νοηθεί μέσα από τη σχέση ομοιότητας ανάμεσα στην ιδέα και την 52 Βλ., D. Hume, πραγματεία για την νόηση, κεφ. Ι., σ. 87. 53 Βλ., Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, κεφ. ΙΙΙ, σ. 168.

-27- εντύπωση, η οποία με τη σειρά της κάνει την ιδέα τον πραγματικό αντιπρόσωπο των πρωταρχικών δεδομένων στην άμεση αντίληψη. Με βάση αυτήν την αντιπροσώπευση μπορούμε να κατανοήσουμε μια παράσταση. Επομένως από πού μας επιτρέπει να αποφανθούμε για την εγκυρότητα των ιδεών είναι ακριβώς αυτή η αντιπροσωπευτική σχέση και όχι η αιτιώδης σχέση ανάμεσα στην παράσταση και την εντύπωση. Ας εξετάσουμε για παράδειγμα κατά πόσο η παράσταση που δηλώνουμε με τη λέξη «λευκό» είναι έγκυρη. Σ αυτή την περίπτωση δεν προσπαθούμε να αναγάγουμε την παράστασή μας στην πρωταρχική πηγή από όπου προήλθε. Εδώ μας ενδιαφέρει να δώσουμε τη σχέση μ ένα πρωταρχικό και άμεσο δεδομένο στην αντίληψη μέσα από το οποίο η παράστασή μας παίρνει το νόημα της 54. Από αυτά συμπεραίνει κανείς ότι υπάρχουν κάποιοι τρόποι με τους οποίους ο νους οδηγείται από τη μία ιδέα στην άλλη. Σύμφωνα με τον Hume αυτοί οι τρόποι είναι τρεις: 1) Ομοιότητα, 2) Συνάφεια στον χρόνο ή στο χώρο, 3) σχέση αιτίας αποτελέσματος. Όσον αφορά τη θεωρία των ιδεών κατά τον Hume, μεγαλύτερη δυσκολία παρουσιάζει η θεωρία των γενικών ή αφηρημένων ιδεών. Κατά τον Hume μια αφηρημένη ιδέα (abstract or general idea) δεν αναπαριστά γενικώς το είδος των πραγμάτων αλλά εξίσου κάθε μέλος της τάξης των πραγμάτων τα οποία ανήκουν σε αυτό το είδος. Επειδή, λοιπόν, κάθε ιδέα πρέπει να είναι διακριτή ή καθορισμένη, η αφηρημένη ιδέα επέχει τη θέση της ιδέας ενός καθ έκαστον, η οποία 54 Βλ., Ν. Αυγελής, ό.π., σ. 168.

-28- μέσω του γενικού όρου αναφέρεται σε όλα τα καθ έκαστον αδιακρίτως 55. Είναι φανερό ότι κατά τον σχηματισμό των περισσότερων από τις αφηρημένες ιδέες μας προβαίνουμε σε αφαίρεση κάθε επιμέρους βαθμού ποσότητας και ποιότητας, καθώς και ότι ένα αντικείμενο δεν παύει να ανήκει σε ένα είδος εξαιτίας της οποίας μικρής μεταβολής της έκτασης, της διάρκειας και των άλλων ποιοτήτων του. Στην άμεση αντίληψη συνεπώς, έχουμε μόνο το επιμέρους, το ατομικό, τις επιμέρους εντυπώσεις. Από τη στιγμή που η ιδέα διαφέρει μόνο ως προς την ένταση από την εντύπωση, δεν μπορούμε να έχουμε παρά μόνο ατομικές παραστάσεις 56. Αυτές καθαυτές, λοιπόν, οι αφηρημένες ιδέες είναι επιμέρους, αλλά μπορούν να γίνουν γενικές όσον αφορά την αναπαράστασή τους. Το είδωλο στον νου δεν είναι παρά είδωλο ενός επιμέρους αντικειμένου, μολονότι στον συλλογισμό μας χρησιμοποιείται σαν να ήταν καθολικό 57. Έτσι συλλέγουμε όλους τους βαθμούς ποιότητας και ποσότητας που ενδεχομένως υπάρχουν μεταξύ τους. Από τη στιγμή μάλιστα που θα αποκτήσουμε μια έξη αυτού του είδους, στο άκουσμα και μόνο του ονόματος ξαναζωντανεύει η ιδέα ενός από αυτά τα αντικείμενα, ωθώντας έτσι τη φαντασία να το συλλάβει με όλα τα επιμέρους χαρακτηριστικά και αναλογίες 58. Η λέξη φέρνει στον νου μια ατομική ιδέα μέσα από μια ορισμένη συνήθεια. Τα στοιχεία, λοιπόν, της νόησης είναι οι ατομικές παραστάσεις παρά το 55 Βλ. D. Hume, πραγματεία για τη νόηση, κεφ. 3, σ. 107. 56 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, κεφ. 3, σ. 169. 57 Βλ. D. Hume, πραγματεία για τη νόηση, κεφ. 3, σ. 110. 58 Βλ. D. Hume, A treatise of Human Nature, I, σ. 328.

-29- γεγονός ότι ως προς τη σημασία τους είναι γενικές. Παράσταση μπορούμε να έχουμε για παράδειγμα ενός συγκεκριμένου τριγώνου μόνο. Τη γενική σημασία του τριγώνου εν γένει αποκτά η ατομική μου παράσταση μέσα από τη λέξη «τρίγωνο» 59. Το αν η παράσταση θα λειτουργήσει ως ατομική ή ως γενική θα εξαρτηθεί από τη σημασία της λέξης. Διαπιστώνει κανείς, μετά από αυτά, ότι και ο Hume συγχέει την έννοια με τη λέξη 60. Η διερεύνηση της εγκυρότητας του υλικού της γνώσης έχει ως σκοπό της τη διασάφηση των ιδεών μας. Σε κάθε περίπτωση αρκεί για την εγκυρότητα των παραστάσεών μας να τις αναγάγουμε στο άμεσο δεδομένο στην αντίληψη, που είναι η εντύπωση. Αναδεικνύοντας αυτή την αντιπροσωπευτική σχέση ανάμεσα στην ιδέα και την εντύπωση, ο Hume θεωρεί ότι ανοίγει ο δρόμος για μια γενικότερη διασάφηση των εννοιών στην περιοχή της φιλοσοφίας. Κατά τον Άγγλο φιλόσοφο για να μπορέσουμε να σκεφτούμε σωστά απαραίτητη προϋπόθεση είναι πρώτα να έχουμε κατανοήσει πλήρως το αντικείμενο της νόησης που είναι η ιδέα. Για να κατανοήσουμε στη συνέχεια την ιδέα πρέπει να την αναγάγουμε στην εντύπωση, ώστε να γίνει σαφής η παράστασή μας. Άλλωστε όλες οι εντυπώσεις έχουν σαφήνεια και ακρίβεια σε αντίθεση με τις ιδέες που είναι πιο άτονες. Πάντως πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με τον Hume, αν πάλι οι ιδέες είναι τόσο άτονες ώστε να καθίστανται σκοτεινές, 59 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, σ. 169. 60 Βλ. D. Hume, A Treatise of Human Nature, I, σ. 458.

-30- είναι δικό μας έργο να τις κάνουμε σαφείς και ακριβείς 61. Αν ο άνθρωπος δεν επιτελέσει αυτό το έργο να τις κάνει σαφείς τότε φιλοσοφούμε εντελώς άσκοπα 62. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι εντυπώσεις είναι αυτές που καθιστούν σαφείς και ξεκάθαρες τις παραστάσεις μας. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Hume αντιλαμβάνεται την κριτική της γνώσης ως μια κριτική που αναφέρεται στις λέξεις και τη χρήση τους. Συνήθως παρατηρεί ο Hume οι άνθρωποι χρησιμοποιούν λέξεις αντί για ιδέες (παραστάσεις), γιατί είναι τόσο στενά δεμένες μεταξύ τους, ώστε να τις συγχέουν 63. Έτσι προκειμένου να ελέγξουμε το γνωστικό περιεχόμενο ενός φιλοσοφικού όρου που πιθανόν συναντήσουμε, θα πρέπει πρώτα να δούμε αν η αντίστοιχη ιδέα προέρχεται από κάποια εντύπωση. Αν διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε μιαν οποιαδήποτε εντύπωση, τότε θα πρέπει να αμφιβάλλουμε για την εγκυρότητα του συγκεκριμένου φιλοσοφικού όρου. Πρόκειται επομένως για λέξεις κενού περιεχομένου. Ο Hume λοιπόν, δείχνει να απομακρύνεται και να απορρίπτει βασικές έννοιες της παραδοσιακής φιλοσοφίας θεωρώντας ότι πολλές από αυτές είναι απλώς ψευδοπαραστάσεις. Προσθέτει ότι εκτός από τις ιδέες που έχουν αντικειμενική εγκυρότητα επειδή πηγάζουν από τις αντίστοιχες εντυπώσεις, υπάρχουν και παραστάσεις που δεν έχουν αντικειμενική εγκυρότητα 61 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, κεφ. 4, σ. 170. 62 Βλ. D. Hume, A Treatise of Human Nature, I, σ. 378. 63 Βλ. D. Hume, ό.π., σ. 365-6.

-31- με την έννοια ότι δεν δίνονται στην αισθητηριακή εμπειρία. Τέτοιες είναι η έννοια της δύναμης, του αναγκαίου δεσμού, της ουσίας, της ύπαρξης, του χώρου και του χρόνου. Όσον αφορά την έννοια της δύναμης και του αναγκαίου δεσμού, ο Hume θεωρεί ότι είναι προϊόντα της φαντασίας μας. Αναδεικνύει έτσι το δημιουργικό ρόλο της φαντασίας. Οι αισθήσεις από μόνες τους δεν μπορούν να εξηγήσουν την πεποίθησή μας για τα αντικείμενα, αφού μας παρέχουν απλώς εντυπώσεις, οι οποίες όμως δεν επαρκούν ως πηγή αυτής της πεποίθησης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι παύει να είναι εμπειριστής. Σ αυτό το σημείο ασκείται μια έντονη κριτική από τον ίδιο τον Hume, επαναλαμβάνοντας τις απόψεις ορισμένων φιλοσόφων ότι δηλαδή πολλές φορές ούτε ο λόγος ούτε οι αισθήσεις μπορούν να αποδείξουν με βεβαιότητα ότι υπάρχουν διαρκή εξωτερικά αντικείμενα και διαρκείς εαυτοί. Δεν πρόκειται απλώς για την απουσία βέβαιης γνώσης, αλλά κυρίως για το ότι τόσο ο λόγος, όσο και οι αισθήσεις δεν μπορούν να παραγάγουν πεποιθήσεις για τα εξωτερικά αντικείμενα. Ωστόσο ο άνθρωπος διαθέτει αυτές τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις με τη βοήθεια κυρίως της φαντασίας, μιας ικανότητας αμφίβολης αξιοπιστίας 64. Την ίδια κριτική δέχεται και η Τρίτη έννοια η έννοια της ουσίας. Για τον Hume η έννοια της ουσίας ως κάτι που μένει αμετάβλητο σε κάθε αλλαγή, ως φορέας των ποιοτήτων που μας αποκαλύπτει η 64 Βλ. D. Hume, πραγματεία για τη νόηση, κεφ. IV, σ. 51.

-32- άμεση αισθητηριακή αντίληψη,, είναι κάτι το ακατανόητο 65. Αυτό συμβαίνει επειδή στον όρο «ουσία» είναι αδύνατον αν επισυναφθεί μια παράσταση η οποία θα απορρέει από τις εντυπώσεις τις εξωτερικής ή εσωτερικής αίσθησης. Άλλωστε η πίστη μας στην ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου βασίζεται στην φαινομενική σταθερότητα και τη φαινομενική συνάφεια των εντυπώσεων μας. Επομένως δεν έχει νόημα να αναρωτιόμαστε για την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων, γιατί αυτό είναι κάτι που πρέπει να θεωρήσουμε ως δεδομένο. Αν και ο Hume δέχεται ότι πιστεύουμε πως τα εξωτερικά αντικείμενα υπάρχουν ανεξάρτητα από τον νου, εντούτοις αμφισβητεί ότι οφείλουμε την εν λόγω πεποίθηση στο λόγο ή τις αισθήσεις. Είναι, λοιπόν, δεδομένο ότι έχουμε εντυπώσεις που φαίνεται να προέρχονται από εξωτερικά αντικείμενα, αλλά η προσεκτική εξέταση αυτών των εντυπώσεων δείχνει ότι δεν πρέπει να τις διακρίνουμε από άλλες εντυπώσεις, όπως είναι για παράδειγμα αυτές του πόνου ή του χρώματος αυτό γιατί αυτές οι τελευταίες εντυπώσεις είναι εντυπώσεις που υποθέτουμε ότι δεν προέρχονται από κάτι εξωτερικό, ούτε και το αναπαριστούν. Η συνείδηση άλλωστε είναι αυτή που έχει την τάση να αντικειμενοποιεί τις καταστάσεις της. Και εδώ ο Hume καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα όπως και προηγουμένως: η ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου δεν αποτελεί προϊόν των εντυπώσεων ούτε του λόγου ούτε αισθήσεων, 65 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, κεφ. 4, σ. 171.

-33- αλλά είναι προϊόν της φαντασίας που τελικά για τον φιλόσοφο είναι πρακτικά αναγκαία. Πέρα από την εξέταση της υλικής, εκτατής ουσίας ο σκεπτικισμός του Hume περνάει και στην εκτατή σκεπτόμενη ουσία στην ψυχή, το εγώ. Στη συνείδησή μας υπάρχουν μόνο εντυπώσεις και ιδέες, ενώ δεν υπάρχει εγώ. Το εγώ δεν υπάρχει κοντά στις αντιλήψεις, αλλά είναι το ίδιο δέσμη διαφόρων αντιλήψεων που ενώ συνδέονται μεταξύ τους, βρίσκονται και σε συνεχή ροή 66. Ακόμη και όταν στοχαζόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, ακόμη και όταν προσπαθούμε να στρέψουμε την προσοχή μας σε μια εντύπωση του εαυτού, ανακαλύπτουμε ότι ερχόμαστε απλώς αντιμέτωποι με μια γρήγορη διαδοχή συνηθισμένων εντυπώσεων και ιδεών. Όμως όσο γρήγοροι και αν είμαστε, ποτέ δεν μπορούμε να συλλάβουμε έναν εαυτόν καθεαυτόν, παρά μόνον ορισμένες αντιλήψεις. Αυτή η συνάφεια των αντιλήψεων στη διαρκή ροή τους ροή μέσα από τη συνήθεια και την φαντασία παράγει την πίστη σε εμάς στην ταυτότητα του εγώ. Πάντως δεν έχουμε συνεχή εποπτεία του εαυτού μας, καθώς υπάρχουν και χρονικά διαστήματα, όπως για παράδειγμα στη διάρκεια του ύπνου, κατά τα οποία δεν έχουμε καθόλου αντιλήψεις. Κατά τον Hume, λοιπόν, στο βαθμό που μπορούμε να προσδιορίσουμε τον εαυτό μας, ο νους είναι σαν ένα θέατρο με 66 Βλ., Ν. Αυγελής, ό.π., κεφ. 4, σελ. 171.

-34- συνεχή αλλαγή παραστάσεων. Γνωρίζουμε τις παραστάσεις του, αλλά δεν γνωρίζουμε τίποτα για το ίδιο το θέατρο 67. Στη συνέχεια περνούμε στην κριτική του Hume πάνω στις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Η οπτική υπό την οποία εξετάζει ο φιλόσοφος το πρόβλημα του χώρου και του χρόνου αφορά στον τρόπο με τον οποίο αποκτούμε τις ιδέες αυτών των δύο εννοιών. Εφόσον η ιδέα του χώρου δεν μπορεί να προέρχεται από μια απλή εντύπωση ενός αδιαίρετου φυσικού ατόμου, δεν μπορούμε να έχουμε απλές εντυπώσεις αυτών των δύο ειδών. Παρόλα αυτά όμως έχουμε σύνθετες εντυπώσεις από χρωματιστά και απτά σημεία, και η εμπειρία μας από αυτά είναι αρκετή για να αποκτήσουμε την ιδέα του χώρου 68. Η εμπειρία μας παρέχει την ιδέα ενός επιμέρους χώρου, ενώ η αφηρημένη ιδέα του δεν είναι παρά ιδέα ενός επιμέρους χώρου η οποία συνδεόμενη με τον γενικό όρο «χώρος» αναφέρεται σε όλους τους δυνατούς χώρους. Ο Locke, όσον αφορά την έννοια του χώρου και του χρόνου, είχε υποστηρίξει ότι δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες και είχε προσπαθήσει να εξηγήσει την προέλευση αυτών των ιδεών. Η εξήγηση που έδωσε για το χώρο και το χρόνο στηρίχτηκε στην υπόθεση ότι έχουμε απλές εντυπώσεις των μερών της έκτασης και ότι συνδυάζουμε δια του νου αυτές τις εντυπώσεις, παράγοντας έτσι την ιδέα του μήκους και ενδεχομένως της έκτασης γενικώς. Ο Hume αν και δεν αναφέρεται ρητά σ αυτή τη θέση, εντούτοις φαίνεται ότι την απορρίπτει. Προσφέρει εμπειρικά 67 Β. D. Hume, πραγματεία, 1.4.6.4. 68 Βλ. D. Hume, πραγματεία για τη νόηση, κεφ. 3, σ. 132-133.

-35- τεκμήρια για το ότι οι απλούστερες εντυπώσεις των φυσικών αντικειμένων στην πραγματικότητα είναι κάτι το μη εκτατό και αδιαίρετο, μολονότι τα χρωματιστά ή απλά αντικείμενα γίνονται αισθητά. Έτσι για τον Hume ο άνθρωπος έχει απλές εντυπώσεις της όρασης, αλλά καμία προσθετική διαδικασία δεν μπορεί να παράγει διάσταση, έκταση ή ιδέα του χώρου από αυτές, εφόσον πρόκειται για εντυπώσεις μη εκτατών σημείων. Άλλωστε η όραση μας μεταβιβάζει τις εντυπώσεις αυτών των μη διαιρετών σημείων που είναι διατεταγμένα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ανάλογη είναι και η εξήγηση του για το χρόνο και προσθέτει «όπως συλλαμβάνουμε την ιδέα του χώρου από τη διάταξη ορατών και απτών αντικειμένων, έτσι από τη διαδοχή των ιδεών και των εντυπώσεων σχηματίζουμε την ιδέα του χρόνου» 69. Δε διαθέτουμε καμία απλή εντύπωση για το χρόνο και επομένως δεν μπορούμε να σχηματίσουμε την ιδέα του χρόνου ως αντίγραφο τέτοιων εντυπώσεων. Σχηματίζουμε όμως μια ιδέα επιμέρους εμπειριών του χρόνου, μια επιμέρους διαδοχή αντιλήψεων και από αυτήν στη συνέχεια σχηματίζουμε τη γενική ή αφηρημένη ιδέα του χρόνου. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει ο Hume και την έννοια της ύπαρξης. Δεν υπάρχει, λέει ο ίδιος, καμιά εντύπωση ή ιδέα στη συνείδησή μας που να μην της αποδίδουμε την ύπαρξη, να μην συλλαμβάνουμε ως υπάρχουσα 70. Επομένως η ιδέα της ύπαρξης δεν είναι ξεχωριστή από την ιδέα ενός οποιουδήποτε αντικειμένου και 69 Βλ. D. Hume, πραγματεία για τη νόηση, σ. 28. 70 Βλ. D. Hume, A Treatise of Human Nature, κεφ. Ι, σ. 370, 394-5.

-36- δεν προσθέτουμε τίποτα στην τελευταία αν τη συλλάβουμε ως υπάρχουσα. Αυτό με τη σειρά του συνεπάγεται ότι η ύπαρξη ενός αντικειμένου δεν αποτελεί το περιεχόμενο μιας ξεχωριστής παράστασης την οποία εμείς προσθέτουμε στην παράσταση των άλλων ιδιοτήτων του και που μπορούμε να την ξεχωρίσουμε από αυτές 71. Αφού λοιπόν η ύπαρξη αποδίδεται σε κάθε περιεχόμενο της συνείδησής μας γι αυτό ακριβώς και προκύπτει ένα ερώτημα: Η παράσταση της ύπαρξης οφείλεται σε μια εντύπωση που προσιδιάζει σε κάθε συνειδησιακό περιεχόμενο ή είναι ταυτόσημη με την παράσταση του περιεχομένου; Ο Hume θεωρεί ότι δεν υπάρχει τέτοια εντύπωση και επομένως η παράσταση της ύπαρξης συμπίπτει με την παράσταση οποιουδήποτε αντικειμένου. Άρα δεν αποτελούν δύοο ξεχωριστά πράγματα. Το συμπέρασμα, λοιπόν, του Hume είναι ότι δεν έχουμε καμία παράσταση της ύπαρξης ξεχωριστή από την παράσταση των επιμέρους πραγμάτων 72. Επομένως η εποπτεία, για τον φιλόσοφο αποτελεί το κριτήριο της εγκυρότητας του υλικού της γνώσης. Η αντίληψη έχει πρωταρχικό ρόλο ενώ η νόηση δευτερεύοντα. Άλλωστε η νόηση περιορίζεται στην απλή επεξεργασία των δεδομένων της αισθητηριακής αντίληψης, χωρίς να μπορεί να υπερβεί τα δεδομένα αυτά και να προχωρήσει στη συγκρότηση της γνώσης πάνω σε καθαρά δικές της αρχές. Μετά από την εξέταση τόσο του θέματος της γνωσιοθεωρητικής εγκυρότητας των ιδεών όσο και της κριτικής των παραδοσιακών 71 Βλ. Ν. Αυγελής, εισαγωγή στη φιλοσοφία, κεφ. 4, σ. 172. 72 Βλ. D. Hume, A Treatise of Human Nature, κεφ. Ι, σελ. 555.