ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ. 4. Γενικά



Σχετικά έγγραφα
Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Β. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ - 1 -

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

33η ιδακτική Ενότητα ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αστική Ευθύνη Προϊόντων Ελίνα Παπασπυροπούλου HDI Global SE. Money Show 2016, Θεσσαλονίκη

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. MEΡOΣ A Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΩΔΙΚΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΜΑΘΗΜΑ:Εισαγωγή στο Δίκαιο

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΜΑΘΗΜΑ: «ΓΕΝΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» A ΚΛΙΜΑΚΙΟ (Α-Κ)

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

Η Δεοντολογία διδάσκει τη σωστή, την άψογη στάση και συμπεριφορά του γιατρού απέναντι στον άρρωστο συνάνθρωπό του, απέναντι στο συνάδελφό του και

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

34η ιδακτική Ενότητα ΙΚΑΙΩΜΑ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΙΚΑΙΟΥ - ΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ Α ΙΚΟΠΡΑΞΙΑ

Τον Καθηγητή και άσκαλο Κ. Καλαβρό για όσα μου έχει προσφέρει.

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Κατατακτήριες Εξετάσεις Ακαδημαϊκού Έτους

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Περιεχόμενα. Πρόλογος... Συντομογραφίες..

ΚΑΛΑΜ ΑΤΑ! ΤΜ ΗΜ Α ΕΚΔΟΣΕΟΝ Λ ΜΒΑΙΟΘΗΚΗΤ } ΣΔΟ(ΧΡΗΜΕΛ) Π.597

ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εαρινό εξάμηνο 2017 Διδάσκοντες: Αχιλλέας Κουτσουράδης - Απόστολος Τασίκας Φροντιστηριακό Υλικό/Ερωτήσεις θεωρίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ MEΡΟΣ Α: ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 11: Ραδιοτηλεόραση και προστασία της προσωπικότητας. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

Αθήνα, 3 Ιουνίου 2008 Αριθ. Πρωτ. : 661. Ε Γ Γ Ρ Α Φ Η Σ Υ Σ Τ Α Σ Η Π Ο Ρ Ι Σ Μ Α (Άρθρο 4 παρ. 5 ν. 3297/2004)

ΟΡΟΙ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ BULK SMS ΤΗΣ CYTACOM SOLUTIONS

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

ΠΕΡΙΕΧOΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

Tsibanoulis & Partners: Τι σημαίνει αστική ευθύνη οικονομικών διευθυντών για τις Α.Ε.

Μάθημα: Λογιστική ΙΙ

01 ΓΕΝΙΚΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

Αρχές και Θεσμοί Δικαίου

Ζήτημα τρίτο (βαθμοί 2) Να απαντήσετε αιτιολογημένα εάν η εκχώρηση είναι υποσχετική και αιτιώδης σύμβαση.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...17 Α. Ελληνικές...17 Β. Ξενόγλωσσες...19

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

Συντάκτης: Κοντάκος Ηλίας, Δικηγόρος, Υπ. Διδάκτωρ Ιδ. Δικαίου Παν/μίου Αθηνών

Αθήνα, 5 Νοεμβρίου 2007 Αριθ. Πρωτ.: ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΗΣ ΠΡΑΞΗΣ (κατ άρθρο 37 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ)

ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΕΚΠΑ ΙΑΤΡΙΚΟ ΣΦΑΛΜΑ ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΕΥΡΕΣΕΩΝ. Επίκ. Καθηγητής Άγγελος Μπώλος

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αρµόδιος : Μάρκου ηµήτριος Αναπληρωτής Συνήγορος του Καταναλωτή

ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ* Ελευθέριου Σκαλίδη Καθηγητή Πανεπιστημίου

ΤΕΥΧΟΣ Ε ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ. Παροχή Υπηρεσιών: Μελέτη, Επίβλεψη, Αδειοδότηση Δομικών Έργων σε Υ/Σ ΥΤ/ΜΤ αρμοδιότητας ΔΕΔΔΗΕ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Οι Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμοι του 1999 έως 2015

Σύνταξη γνωματεύσεων. Ποιες οι ευθύνες. Έλενα Παπαευαγγέλου Δικηγόρος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Αστικό ίκαιο. Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης. Λίνα Παπαδοπούλου. ΕΑΠ - ΕΟ 10 - Λίνα Παπαδοπούλου (Σύνολο διαφανειών: 84)

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

2.3. Η σημασία της ασφαλίσεως της αστικής ευθύνης για. τον ζημιούμενο Εκούσια και υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ ΠΡΟΧΕΙΡΟΥ (ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΥ) ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ 11/13:

Transcript:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ 4. Γενικά Το πρόσωπο δεσμεύεται από τις πράξεις του και ευθύνεται γι αυτές, δηλαδή υφίσταται όλες τις δυσμενείς συνέπειες σε περίπτωση που οι πράξεις του προσβάλλουν έννομα αγαθά άλλων προσώπων. Η δέσμευση και ευθύνη αυτή είναι απόρροια της αρχής της ελευθερίας της θελήσεως, που διαπνέει όλο το ιδιωτικό δίκαιο και απορρέει από τη συνταγματική αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπι κότητας. Ανάλογα με το χαρακτήρα των πράξεων του προσώπου και των δυσμενών συνεπειών τους, διακρίνεται και η ευθύνη του σε αστική, ποινική και πειθαρχική 8. Αστική ευθύνη σημαίνει την υποχρέωση για αποκατάσταση της ζημιάς, που για διάφορους λόγους προκλήθηκε σ ένα πρόσωπο. Ποινική ευθύνη σημαίνει την επιβολή δημόσιας ποινής στο δρά στη ενός εγκλήματος για ικανοποίηση της έννομης τάξης που διαταράχθηκε. Πειθαρχική ευθύνη σημαίνει την επιβολή πειθαρχικής ποινής στον παραβάτη κανόνων που έχουν τεθεί για την εύρυθμη λειτουρ γία δημοσίων υπηρεσιών, οργανισμών ή επιχειρήσεων. Πολλές φορές μια άδικη και παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνεπάγεται παράλληλα αστική και ποινική ευθύνη ή και πειθαρ χική ακόμη. 5. Έννοια και διακρίσεις αστικής ευθύνης Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, αστική ευθύνη είναι η υποχρέωση για αποκατάσταση της ζημιάς που προκλήθηκε σε τρίτον, οι διατά ξεις που 8. Βλ. Αγαλλοπούλου Π. «Βασικές έννοιες Αστικού Δικαίου» τ. ΙΙ Ενοχ. Δίκ. σελ. 71. 121

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ αναφέρονται σ αυτήν και που βρίσκονται κατεσπαρμένες σε διάφορα κεφάλαια του ΑΚ εύστοχα θεωρείται ότι αποτελούν το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης 9. Στα σύγχρονα δίκαια η αστική ευθύνη διακρίνεται σε: Υποκειμενική και αντικειμενική. Δικαιοπρακτική και εξωδικαιοπρακτική. Συνήθως η ευθύνη για αποζημίωση προϋποθέτει υπαιτιότητα και επομένως ικανότητα για καταλογισμό του οφειλέτη. Αυτό το είδος της αστικής ευθύνης ονομάζεται υποκειμενική ευθύνη. Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις γεννάται ευθύνη για αποζημίωση ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του οφειλέτη, οπότε γίνεται λόγος για αντικειμενική ευθύνη αυτού. Ο ΑΚ υιοθετεί κατά κανόνα την υποκειμενική ευθύνη. Σε ορι σμένες όμως περιπτώσεις τόσο ο ΑΚ όσο και άλλοι ειδικοί νόμοι, δέχονται κατ εξαίρεση την ύπαρξη ευθύνης ορισμένων προσώπων ανεξάρτητα από υπαιτιότητα τους π.χ. ευθύνη του νομικού προσώ που για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, ευθύνη κατόχου ζώου για ζημιά που αυτό προκάλεσε σε τρίτον, ευθύνη του εργοδότη για εργατικό ατύχημα κ.λπ. Δικαιοπρακτική (ή ενδοσυμβατική) ευθύνη είναι αυτή που προκύ πτει από αθέτηση υποχρεώσεων προϋπάρχουσας ενοχής. Η αθέτηση αυτή μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής, όπως η ολική ή μερική αδυναμία παροχής, ή πλημμελής εκπλήρωσή της, η πλήρης ή μερική υπερημερία του οφειλέτη. Η δικαιοπρακτική ευθύνη είναι δευτερογενής με την έννοια ότι αυτός που ζημίωσε ήταν ήδη οφειλέτης αυτού που ζημιώθηκε και με την αθέτηση της αρχικής υποχρέωσής του μετατρέπεται η ευθύνη του και οφείλει πλέον αντί της αρχικής παροχής μόνο αποζημίωση ή παράλληλα με την αρχική παροχή και αποζημίωση. Π.χ. ο Α υποχρεούται να παραδώσει τα έπιπλα που αγόρασε ο Β στις 5-6-2003, πλην όμως υπαίτια καθυστερεί και τα παραδίδει 9. Βλ. Α.Κ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 914-938 αρ. 4. 122

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ στις 5-10-2003, οπότε λόγω υπερημερίας του υποχρεούται παράλληλα με την παρά δοση των επίπλων να αποζημιώσει τον Β. Εξωδικαιοπρακτική ευθύνη είναι η ανεξάρτητα από προϋπάρχουσα ενοχή ευθύνη. Είναι η ευθύνη που δημιουργείται απευθείας από το νόμο. Η εξωδικαιοπρακτική (ή εξωσυμβατική) ευθύνη είναι πρωτο γενής με την έννοια ότι για πρώτη φορά δημιουργείται ενοχική σχέση μεταξύ αυτού που ζημίωσε και αυτού που ζημιώθηκε με τη μορφή ευθύνης για αποζημίωση. Η σπουδαιότερη και συνηθέστερη περίπτωση εξωδικαιοπρακτικής ευθύνης είναι αυτή που πηγάζει από το αδίκημα, δηλαδή από παράνομη και υπαίτια πράξη αυτού που ζημίωσε. Π.χ. ο Α τραυματίζει τον Β, οπότε και υποχρεούται να τον αποζημιώσει. Εξωδικαιοπρακτική πρωτογενής ευθύνη είναι και η προσυμβατική, δηλαδή η ευθύνη που δημιουργείται από αντισυναλλακτική υπαίτια συμπεριφορά κατά τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη σύμβασης, καθώς και η ευθύνη που δημιουργείται λόγω πλάνης για την κατάρτιση έγκυρης δικαιοπραξίας π.χ. η ευθύνη του ανίκανου για δικαιοπραξία έναντι εκείνου με τον οποίο έχει συνάψει σύμβαση και ο οποίος αγνοούσε τη δικαιοπρακτική του ανικα νότητα. 6. Προϋποθέσεις αστικής ευθύνης Για να δημιουργηθεί αστική ευθύνη πρέπει να υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις: Ι. Παράνομη συμπεριφορά αυτού που ζημίωσε άλλον. ΙΙ. Υπαιτιότητα αυτού που ζημίωσε στις περιπτώσεις υποκειμενικής ευθύνης. Ι. Παράνομη συμπεριφορά Παράνομη συμπεριφορά είναι θετικές πράξεις ή παραλείψεις, που έρχονται σε αντίθεση με επιτακτικούς ή απαγορευτικούς γραπτούς ή άγραφους κανόνες δικαίου, ή αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων, ή παράβαση νόμου, ή παράβαση των επιταγών της αρχής της καλής πίστης. Πολλές φορές μια συμπεριφορά, αν και παράνομη, δεν αποδοκι μάζεται από την έννομη τάξη, γιατί υπάρχουν ειδικοί λόγοι που αίρουν τον παρά- 123

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ νομο χαρακτήρα της π.χ. στις περιπτώσεις αυτοδι κίας (άρθρο 284 ΑΚ) ή κατάστασης ανάγκης (άρθρο 285 ΑΚ) ή άσκησης από το δράστη δικαιώματος ή καθήκοντος που του επιβάλ λει ο νόμος κ.λπ. Επίσης τον άδικο χαρακτήρα της πράξεις αίρει κατά κανόνα και η συναίνεση του παθόντα, γιατί δεν είναι λογικό, εκείνος που με τη θέλησή του υφίσταται την προσβολή έννομου αγαθού του, να επικαλείται την παρανομία, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η προσβολή αυτή δεν ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο 10. Έτσι π.χ. ο Α είναι ιδιοκτήτης ενός ακινήτου που το καταστρέφει ο Β έχοντας τη συναίνεση του. Στην περίπτωση αυτή η συναίνεση του Α αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης του Β. Αν στο συγκεκριμένο παράδειγμα δεν επρόκειτο για απλό ακίνητο αλλά για ένα παλαιό διατηρητέο κτίσμα, η συναίνεση του Α δεν αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης του Β, γιατί η διατήρηση του κτίσματος αυτού ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο. Επίσης η συναίνεση του παθόντα δεν αίρει τον παράνομο χαρα κτήρα της συμπεριφοράς στην περίπτωση προσβολής έννομων αγα θών, που απορρέουν από την προσωπικότητα και η προσβολή αυτή είναι έντονη και αντίκειται στα χρηστά ήθη (π.χ. σοβαρή σωματική βλάβη, ευθανασία κ.λπ.). Στις περιπτώσεις αυτές, όπου η συναίνεση του παθόντα δεν αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της πράξης μπορεί να εκτιμηθεί ως συμμετοχή του στην υπαιτιότητα (συντρέχον πταί σμα), πράγμα που παρέχει την ευχέρεια στο δικαστή να μειώσει την αποζημίωση. II. Η υπαιτιότητα ως προϋπόθεση της υποκειμενικής ευθύνης Η υποκειμενική ευθύνη βασίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στην υπαιτιότητα. Υπαιτιότητα ή πταίσμα είναι όροι ταυτόσημοι και απο δίδουν την ψυχική στάση του δράστη απέναντι στην παράνομη συμπεριφορά του και στα αποτελέσματά της, που αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη. Για να θεωρηθεί μια συμπεριφορά παράνομη πρέπει, αφενός μεν ο δράστης να αποβλέπει στα αποτελέσματά της ή να τα αποδέχεται ή να μην προσπαθεί να τα αποφύγει, να ενεργεί δηλαδή με δόλο ή από αμέλεια και αφετέρου να είναι πνευματικά ώριμος και υγιής, ώστε να μπορεί να αντι- 10. Βλ. Ι. Δεληγιάννη Π. Κορνηλάκη «Μαθήματα ειδικού ενοχικού δικαίου» τ.γ. σελ. 132 επ. 124

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ληφθεί τον παράνομο χαρακτήρα της συμπε ριφοράς του, με άλλα λόγια να είναι ικανός για καταλογισμό. Η έννοια του δόλου δεν ορίζεται στον ΑΚ αλλά στον ποινικό νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 27 του ΠΚ με δόλο (πρόθεση) ενεργεί όποιος επιδιώκει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο συνιστούν μια αξιόποινη πράξη, καθώς και όποιος γνωρίζει και αποδέχεται ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά. Από τον ορισμό αυτό προκύπτει ότι υπάρχουν δύο είδη δόλου, ο άμεσος και ο ενδεχόμενος. Ο δράστης ενεργεί με άμεσο δόλο όταν επιδιώκει τα παράνομα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του. Π.χ. ο Α πυροβολεί τον Β για να τον σκοτώσει. Αν ο δράστης δεν επιδιώκει τα παράνομα αποτελέσματα, μπορεί όμως να τα αποδέ χεται ενεργεί με έμμεσο ή ενδεχόμενο δόλο π.χ. ο Α πυροβολεί τον Β που κόβει καρπούς από τα δέντρα του για εκφοβισμό, αλλά τον σκοτώνει. Αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης προκαλεί με τη συμπεριφορά του ένα παράνομο αποτέλεσμα, επειδή δεν καταβάλλει την επιμέ λεια που απαιτείται στις συναλλαγές π.χ. ο Α νοικιάζει ένα αυτοκί νητο στον Β χωρίς να ελέγξει τη λειτουργικότητα των φρένων του και έτσι ο Β παθαίνει ατύχημα. Η αμέλεια διακρίνεται σε βαρειά και ελαφρά. Ορισμένες φορές είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ελα φράς και βαρειάς αμέλειας και εναπόκειται στο δικαστή να κρίνει με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις. Η υπαιτιότητα εξαντλείται με την ελαφρά αμέλεια. Μετά από αυτήν υπάρχουν όμως και ορισμένα συνήθη τυχαία γεγονότα ή γεγονότα ανώτερης βίας, που μπορούν να προκαλέσουν παράνομα αποτελέσματα. Τα συνήθη τυχαία γεγονότα δημιουργούν σε εξαιρετικές περιπτώσεις ευθύνη για αυτόν που ζημίωσε άλλον, π.χ. όταν με σύμβαση έχει επεκταθεί η ευθύνη κάποιου και για τα τυχαία γεγονότα ή όταν ορίζεται τέτοια ευθύνη από το νόμο (π.χ. ευθύνη ξενοδόχου άρθρο 834 ΑΚ). Γεγονότα ανώτερης βίας, δηλαδή γεγονότα που δεν μπορούν να αποτραπούν με τις ανθρώπινες δυνάμεις δε γεννούν ευθύνη 11. 11. Βλ. περισσότερα Βαβούσκο Κ. «Εγχειρίδιο Αστικού Δικαίου» σελ. 116 επ. 125

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Για τη δημιουργία αστικής ευθύνης, εκτός από την υπαιτιότητα και την παράνομη συμπεριφορά, απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε και ικανότητα για καταλογισμό του ζημιώσαντα, χωρίς την οποία αυτός δεν ευθύνεται κατά κανόνα για τα παράνομα αποτελέσματα της συμπεριφοράς του. Ο ΑΚ δεν προσδιορίζει ποιοι είναι ικανοί αλλά ποιοι είναι ανίκανοι για καταλογισμό. Έτσι ανίκα νοι για καταλογισμό είναι: α) Οι ανήλικοι που δεν έχουν συμπληρώσει το 10ο έτος της ηλικίας τους. β) Αυτοί που κατά τη στιγμή της πράξης τους δεν έχουν συνεί δηση αυτής ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά την κρίση και τη βούλησή τους (915 & 1 ΑΚ). γ) Οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το 10ο αλλά όχι το 14ο έτος της ηλικίας τους, μόνο αν αποδειχθεί ότι ενήργησαν χωρίς διάκριση, δηλαδή ότι δεν είχαν την ικανότητα να αντιληφθούν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης τους και την ευθύνη τους. δ) Οι κωφάλαλοι, επίσης μόνο όταν αποδειχθεί ότι ενήργησαν χωρίς διάκριση κατά την έννοια που προαναφέρθηκε. 7. Ευθύνη για πράξεις τρίτων Λόγω της πολυπλοκότητας των συναλλαγών, που συχνά χαρακτηρίζονται από παρεμβολή τρίτων προσώπων, ο νόμος αναγνωρίζει ευθύνη όχι μόνο για τις δικές μας πράξεις, αλλά και για πράξεις άλλων κατά κανόνα υπαίτιες, σε ορισμένες όμως περιπτώσεις και ανυπαίτιες. Η σημαντικότερη από αυτές τις περιπτώσεις είναι αυτή που ευθύνεται ένα πρόσωπο για ενέργειες των προσώπων που προσλαμβάνει στην υπηρεσία του για εξυπηρέτηση των υποθέσεών του. Είναι ηθικά δίκαιο, αφού τα πρόσωπα αυτά ενεργούν για λογαριασμό του, αφού για λογαριασμό του επιχειρήθηκαν οι πρά ξεις που προκάλεσαν τη ζημιά, να φέρει αυτός την ευθύνη ως κύριος άλλωστε των υποθέσεών του και οικονομικά ισχυρότερος. Αυτή είναι η ονομαζόμενη ευθύνη από πρόστηση. Πρόστηση υπάρχει όταν ένα πρόσωπο (προστήσας) χρησιμοποιεί με τη θέλησή του άλλο ενδιάμεσο πρόσωπο (προστηθέντα) για τη διεξαγωγή των υποθέ σεών του. 126

ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Το άρθρο 334 ΑΚ με τίτλο «ευθύνη από πταίσμα του προστηθέντος» ορίζει ότι ο οφειλέτης ευθύνεται για το πταίσμα των προσώ πων που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα. Από τη διατύπωση αυτή και συγκεκριμένα από τις λέξεις «για να εκπληρώσει την παροχή» προκύπτει ότι, για να δημιουργηθεί ευθύνη του προστήσαντα πρέπει να προϋπάρχει ενο χική σχέση μεταξύ προστήσαντα και ζημιωθέντα. Στην προκειμένη περίπτωση οφειλέτης είναι ο προστήσας και δανειστής αυτός που ζημιώθηκε. Π.χ. μεταξύ Α και Β συμφωνείται η επιδιόρθωση της ηλεκτρικής εγκατάστασης του Β από τον Α. Ο Α στέλνει τον Γ βοηθό του, ο οποίος κατά την επιδιόρθωση σπάει ένα πολύτιμο αντικείμενο του Β. Ο Α ευθύνεται ως προστήσας γι αυτή τη ζημιά. Ο νόμος προβλέπει ακόμη και ευθύνη του προστήσαντα από αδικοπραξίες των προστηθέντων, των προσώπων δηλαδή που χρησιμοποιεί για τη διεξαγωγή των υποθέσεων του (άρθρο 922 ΑΚ). Στο προηγούμενο παράδειγμα λ.χ. αν ο Γ πηγαίνοντας για την επιδιόρθωση της ηλεκτρικής εγκατάστασης του Α παρασύρει και τραυματίσει έναν πεζό, ευθύνε ται γι αυτό (και) ο Α. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για να δημιουργηθεί ευθύνη από πρόστηση πρέπει να υπάρξουν οι εξής προϋποθέσεις: α) Να χρησι μοποιείται ενδιάμεσο πρόσωπο για τη διεξαγωγή μιας υπόθεσης με τη θέληση του υπεύθυνου γι αυτήν, β) κατά την εκπλήρωση της παροχής ή γενικά τη διεξαγωγή της υπόθεσης να προκληθεί ζημιά σε τρίτον από τη δραστηριότητα του ενδιάμεσου προσώπου (προστηθέντα) και γ) η ζημιά να οφείλεται σε πταίσμα του προστηθέντα. Αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις αυτές ο προστήσας ευθύνεται για το πταίσμα του προστηθέντα σαν να ήταν δικό του. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι αν κατά την εκπλήρωση παροχής προκλήθηκε ζημιά στο δανειστή από τον προστηθέντα, ο προστήσας ως οφειλέ της υ- ποχρεούται να αποζημιώσει τον τρίτον. Στην τελευταία αυτή περίπτωση παράλληλα με τον προστήσαντα ευθύνεται και το ενδιά μεσο πρόσωπο, ο προστηθείς. Μια άλλη σημαντική περίπτωση ευθύνης για πράξεις τρίτων είναι η ευθύνη του αντιπροσωπευόμενου για πράξεις των νομίμων αντιπροσώπων του, καθώς επίσης και η ευθύνη των νομικών προσώ πων για πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους (άρθρο 71 ΑΚ). 127

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΟΧΩΝ 8. Γενικά Όπως προαναφέρθηκε, κυριότερη πηγή παραγωγής ενοχών απο τελούν οι δικαιοπραξίες, μονομερείς ή συμβάσεις. Το άρθρο όμως 361 ΑΚ καθιερώνει τον κανόνα ότι για τη δικαιοπρακτική γέννηση των ενοχών απαιτείται σύμβαση και ότι μονομερής δικαιοπραξία αρκεί μόνο όπου ο νόμος το ορίζει (π.χ. σύσταση ιδρύματος, δια θήκη, προκήρυξη 12 ). Βεβαίως ενοχές μπορούν να παραχθούν και εκτός δικαιοπραξίας, απευθείας από το νόμο. Οι κυριότερες πηγές εξωδικαιοπρακτικών ενοχών είναι το αστικό αδίκημα και ο αδικαιολόγητος πλουτισμός. 9. Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων αποτελεί θεμελιώδες αξίωμα του όλου ιδιωτικού και ειδικότερα του ενοχικού δικαίου (άρθρο 361 ΑΚ). Το αξίωμα αυτό βρίσκει τη δικαιολόγηση και θεμελίωσή του στην αυτονομία και αυτοδέσμευση του ατόμου. Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε πρόσωπο είναι ελεύθερο να αποφασίσει αν θα καταρτίσει ή όχι σύμβαση, με ποιον θα την καταρτίσει και με ποιους όρους, με ποιο περιεχόμενο. Η αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων δεν είναι όμως απόλυτη υφίσταται ορισμένους περιορισμούς, που επιβάλλονται από τον κρατικό παρεμβατισμό και την προστασία του γενικότερου κοινωνι κού συμφέροντος. Έτσι, περιορίζεται η ελευθερία του ατόμου να αποφασίσει τη σύναψη ή όχι μιας σύμβασης, με την υποχρεωτική κατάρτιση αναγκαστικών συμβάσεων (π.χ. συμβάσεων με οργανι σμούς ή επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας Ο.Τ.Ε., Δ.Ε.Η., Ε.ΥΔ.Α.Π., κ.λπ.). Επίσης περιορίζεται η ελευθερία του καθορισμού του περιε χομένου μιας σύμβασης από κανόνες αναγκαστικού δικαίου ή 12. Προκήρυξη είναι η δημόσια υπόσχεση αμοιβής για εκτέλεση μιας πράξης και κυρίως για την πραγματοποίηση του αποτελέσματος (άρθρο709 ΑΚ). 129

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ από επιταγές που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και οι γενικοί όροι των συναλλαγών 13, που είναι όροι που διατυπώνονται μονομερώς από τον ένα συμβαλλόμενο, που συνήθως είναι μεγάλες επιχειρήσεις. 10. Συμβατικές ενοχικές σχέσεις. Έννοια και είδη Οι συμβάσεις με τις οποίες δημιουργούνται ενοχές ονομάζονται υποσχετικές, δημιουργείται δηλαδή με αυτές υποχρέωση του υπο σχόμενου, που ονομάζεται οφειλέτης και αντίστοιχα ενοχικό δικαί ωμα ενός άλλου προσώπου που ονομάζεται δανειστής. Οι υποσχετικές συμβάσεις διακρίνονται σε πολλά είδη, τα κυριό τερα των οποίων είναι: Συμβάσεις ρυθμισμένες ή επώνυμες και συμβάσεις αρρύθμιστες ή ανώνυμες. Στον ΑΚ και σε άλλους ειδικούς νόμους ρυθμίζονται ειδικά ορισμένοι τύποι υποσχετικών συμβάσεων, που επειδή είναι γνωστές με κάποιο όνομα ονομάζονται ρυθμισμένες ή επώνυμες (π.χ. δωρεά, πώληση, δάνειο, μίσθωση κ.λπ.). Σύμφωνα όμως με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να καταρτί σουν και άλλες συμβάσεις που δεν προβλέπονται ειδικά από το νόμο π.χ. σύμβαση έκδοσης βιβλίου. Στις περιπτώσεις αυτές θα χρησιμο ποιηθούν αναλογικά οι διατάξεις που διέπουν παρεμφερείς επώνυ μες συμβάσεις ή οι διατάξεις που ισχύουν γενικά για τις συμβάσεις. Επίσης μια σύμβαση είναι δυνατόν να περιλαμβάνει στοιχεία περισ σότερων ρυθμισμένων συμβάσεων. Η σύμβαση αυτή ονομάζεται μικτή, π.χ. ο Α νοικιάζει ένα διαμέρισμα στον Β, ο οποίος αντί μισθώματος συμφωνείται να κατασκευάσει την υδραυλική και ηλε κτρική εγκατάσταση σε άλλη πολυκατοικία, δηλαδή μίσθωση πράγ ματος και μίσθωση έργου. Συμβάσεις αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς Αμφοτεροβαρείς συμβάσεις είναι αυτές που γεννούν δικαιώματα και υποχρεώσεις για παροχή και για τους δύο συμβαλλόμενους (π.χ πώληση, 13. Βλ. Καράκωστα Ι. «Προστασία του καταναλωτή» 2002 σελ. 61 επ., Δελούκα-Ιγγλέση Κ. «Ελληνικό και Κοινοτικό Δίκαιο του Καταναλωτή» 1998, σελ. 62 επ. 130

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΟΧΩΝ μίσθωση, σύμβαση εργασίας κ.λπ.). Ετεροβαρείς είναι οι συμβάσεις που γεννούν υποχρεώσεις μόνο για τον ένα συμβαλλό μενο, ενώ ο άλλος έχει μόνο δικαιώματα (π.χ. εντολή, δάνειο, χρησιδάνειο). Η διάκριση των συμβάσεων σε αμφοτεροβαρείς και ετεροβαρείς έχει ιδιαίτερη πρακτική σημασία, γιατί στις αμφοτεροβαρείς ισχύ ουν ορισμένες ειδικές αρχές (άρθρα 374-386 ΑΚ). Συμβάσεις τυπικές και άτυπες Αναλόγως του τύπου οι συμβάσεις διακρίνονται σε τυπικές και άτυπες. Κατά κανόνα οι συμβάσεις λόγω της αρχής της ελευθερίας των συναλλαγών είναι άτυπες, δηλαδή καταρτίζονται με απλή συμ φωνία. Σε ορισμένες όμως συμβάσεις ο νόμος απαιτεί για το κύρος τους την τήρηση ορισμένου τύπου. Συνήθης τύπος είναι το συμβο λαιογραφικό έγγραφο. Συμβάσεις επαχθείς και συμβάσεις χαριστικές. Αναλόγως του σκοπού τον οποίο επιδιώκουν οι συμβάσεις δια κρίνονται σε επαχθείς και χαριστικές. Επαχθείς είναι οι συμβάσεις, όταν η παροχή από τον ένα συμβαλλόμενο στον άλλο γίνεται με σκοπό κάποιο αντάλλαγμα, κάποια αντιπαροχή, όπως συμβαίνει στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Χαριστικές είναι οι συμβάσεις όταν η παροχή γίνεται χωρίς αντάλλαγμα (π.χ. δωρεά). Συμβάσεις συναινετικές και παραδοτικές. Συναινετικές είναι οι συμβάσεις που καταρτίζονται μόνο με τη συμφωνία των συμβαλλόμενων (π.χ. πώληση). Παραδοτικές είναι οι συμβάσεις που απαιτούν εκτός από τη συμφωνία και παράδοση του πράγματος (π.χ. δάνειο, χρησιδάνειο, παρακαταθήκη, ενέχυρο). Κατά κανόνα οι συμβάσεις είναι συναινετικές. Συμβάσεις πρόσκαιρες και διαρκείς. Πρόσκαιρες είναι οι συμβάσεις των οποίων η παροχή είναι πρό σκαιρη (π.χ. πώληση). Διαρκείς είναι οι συμβάσεις των οποίων η παροχή είναι διαρκής (π.χ. μίσθωση πράγματος, σύμβαση εργα σίας) Συμβάσεις αιτιώδεις και αναιτιώδεις. Αναλόγως του αν υπάρχει ή όχι σχέση μεταξύ του περιεχομένου της σύμβασης και της αιτίας, δηλαδή του σκοπού τον οποίο επιδιώ κει, οι συμ- 131

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ βάσεις διακρίνονται σε αιτιώδεις και αναιτιώδεις. Κατά κανόνα οι συμβάσεις είναι αιτιώδεις, δηλαδή τα αποτελέσματά τους επηρεάζονται από την ύπαρξη και τη νομιμότητα του σκοπού τους. Υπάρχουν όμως και ορισμένες συμβάσεις που είναι αναιτιώδεις, δηλαδή δεν εξαρτώνται από το κύρος του σκοπού τους, εκτός αν αυτός είναι παράνομος ή ανήθικος (π.χ. σύμβαση μεταβίβασης κινητού, σύμβαση εκχώρησης απαίτησης κ.λπ.). Συμβάσεις υπέρ και σε βάρος τρίτου. Αναλόγως των προσώπων στα οποία επεκτείνονται οι συνέπειες των συμβάσεων, αυτές διακρίνονται σε συμβάσεις υπέρ και σε βάρος τρίτου. Σύμβαση υπέρ τρίτου είναι εκείνη με την οποία οι συμβαλλόμενοι συμφωνούν να επέλθει ένα ορισμένο αποτέλεσμα υπέρ τρίτου προ σώπου, που δεν μετέχει στη σύμβαση. Δηλαδή ο οφειλέτης με τη σύμβαση υπόσχεται να εκπληρώσει την παροχή όχι στο δανειστή αλλά σε τρίτο πρόσωπο. Π.χ. ο Α συμφωνεί με τον Β φροντιστή να κάνει φροντιστήριο στο γιο του. Σύμβαση σε βάρος τρίτου είναι εκείνη με την οποία ο οφειλέτης υπόσχεται στον δανειστή ότι αντ αυτού θα καταβάλει ένας τρίτος την παροχή. Π.χ. αγοράζω ένα αντικείμενο και δηλώνω ότι το τίμημα θα το πληρώσει ο πατέρας μου. Από τη σύμβαση αυτή δεν προκύπτουν υποχρεώσεις σε βάρος του προσώπου που δεν μετέχει σ αυτήν, απλώς αν αυτός δεν καταβάλλει την παροχή, οι υποχρεώ σεις βαρύνουν τον υποσχόμενο οφειλέτη, που υποχρεούται να απο ζημιώσει το δανειστή, εκτός αν προκύπτει κάτι διαφορετικό από την ίδια τη σύμβαση. Εξαίρεση από τον κανόνα αυτό αποτελούν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας που είναι βέβαια μικτού χαρακτήρα συμβάσεις (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) και με τις οποίες δημιουργού νται δεσμεύσεις σε βάρος τρίτων. 11. Ενοχές από αδίκημα Μια από τις βασικότερες πηγές ενοχών αποτελεί το αστικό αδί κημα, δηλαδή η παράνομη και υπαίτια πράξη που προκαλεί ζημιά σε άλλον και δημιουργεί ενοχή για αποζημίωση. 132

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΟΧΩΝ Κατά την άποψη που επικρατεί γίνεται διάκριση από πλευράς ορολογίας μεταξύ αδικήματος και αδικοπραξίας. Το αδίκημα, όπως προαναφέρθηκε, είναι παράνομη και υπαίτια πράξη, ενώ αδικοπρα ξία είναι απλή παράνομη πράξη ανεξάρτητα από υπαιτιότητα. Επο μένως, κάθε αστικό αδίκημα είναι και αδικοπραξία, ενώ κάθε αδικο πραξία δεν είναι και αστικό αδίκημα 14. Από ορισμένους όμως, χρησι μοποιούνται και οι δύο όροι ως συνώνυμοι 15. Σωστότερο όμως είναι να γίνεται διάκριση. Το αστικό αδίκημα διαφέρει από τα αδικήματα που προβλέπονται στους άλλους κλάδους δικαίου, το ποινικό ή το πειθαρχικό δίκαιο. Ποινικό αδίκημα είναι παράνομη και υπαίτια πράξη που ο νόμος προβλέπει ειδικά και τιμωρεί με ορισμένη ποινή (φυλάκιση, κάθειρξη κ.λπ.). Δηλαδή η βασική διαφορά μεταξύ ποινικού και αστικού αδικήματος βρίσκεται κυρίως στις συνέπειες που υφίσταται ο δράστης. Το πρώτο έχει ως συνέπεια την τιμωρία του δράστη με δημόσια ποινή και με απώτερο σκοπό την ικανοποίηση του γενικού κοινωνικού συμφέροντος. Το δεύτερο έχει ως συνέπεια την τιμωρία του δράστη για αποζημίωση με σκοπό την ικανοποίηση του ιδιωτι κού συμφέροντος που προσβλήθηκε. Γι αυτό και η ευθύνη αυτή του δράστη δεν είναι προσωποπαγής, όπως στην περίπτωση του ποινι κού αδικήματος, κληρονομείται και μεταβιβάζεται. Πειθαρχικό αδίκημα είναι η παράβαση κανόνων που έχουν τεθεί για τη λειτουρ γία μιας δημόσιας υπηρεσίας, ενός οργανισμού ή μιας ιδιωτικής επιχείρησης στην οποία ανήκει ο παραβάτης και που επισύρει γι αυτόν πειθαρχική ποινή (π.χ. επίπληξη, δυσμενή μετάθεση, διακοπή του δικαιώματος προαγωγής, απόλυση). Μια πράξη είναι δυνατόν να συνιστά παράλληλα αστικό και ποινικό αδίκημα και να γεννά επομένως αστική και ποινική ευθύνη. Π.χ. ο κλέφτης και τιμωρείται με δημόσια ποινή και υποχρεούται να αποζημιώσει το θύμα. Επίσης υπάρχουν περι πτώσεις που ένα αδίκημα είναι ταυτόχρονα αστικό, ποινικό και πειθαρχικό και επισύρει τις αντίστοιχες συνέπειες. Π.χ. ο Α δημό σιος υπάλληλος τραυματίζει τον Β συνάδελφο του και επομένως θα υποστεί και δημόσια ποινή κατά τον ποινικό νόμο και πειθαρχική ποι- 14. Βλ. Σταθόπουλο Μ. «Γεν. Ενοχικό Δίκαιο» τ. ΙΙ, (1983) παρ. 15 ΙΙ σελ. 105 επ. και όσους παραπέμπονται από αυτόν στη σημ. 18. 15. Βλ. Φίλιο Π., «Εγχειρίδιο Ενοχικού Δικαίου» τ. 2 σελ. 3 επ. 133

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ νή κατά το δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα και παράλληλα υποχρε ούται να αποζημιώσει τον Β. Οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενοχής από το αστικό αδί κημα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, είναι οι εξής: Παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά. Ζημιά. Αιτιώδης σχέση μεταξύ παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς. Ικανότητα για καταλογισμό του δράστη. Αποτέλεσμα της συνύπαρξης των ανωτέρω προϋποθέσεων είναι η καταβολή αποζημίωσης από αυτόν που ζημίωσε σ αυτόν που ζημιώθηκε, σύμ φωνα με τα όσα ήδη σχετικά έχουν αναφερθεί. 12. Ενοχές από αδικαιολόγητο πλουτισμό Ενοχές πηγάζουν και από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή τον πλουτισμό ενός προσώπου χωρίς νόμιμη αιτία. Στην περίπτωση αυτή το άρθρο 904 ΑΚ ορίζει ότι το πρόσωπο που έγινε πλουσιότερο αδικαιολόγητα, δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που περιήλθε σ αυτό. Π.χ. ο Α καταβάλλει στον Β 200, πιστεύοντας ότι τα χρωστά, ενώ τα είχε ήδη ξοφλήσει ο πατέρας του. Ο Α δικαιούται να αξιώσει την επιστροφή των χρημάτων του. Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός δημιουργεί ενοχή απόδοσης της ωφέλειας, ενοχή που δεν πηγάζει από κάποια σύμβαση αλλ απευ θείας από το νόμο. Η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ που ρυθμίζει το θεσμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει μεγάλη πρακτική σημα σία, διότι αποτελεί πραγμάτωση της ιδέας της επανορθωτικής, της εξισωτικής δικαιοσύνης 16, αφού αποβλέπει στην αποκατάσταση της αδικαιολόγητης μεταβολής στις περιουσιακές σχέσεις δύο προσώ πων. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν πρόκειται για υποχρέωση αποζημίωσης αλλά για υποχρέωση απόδοσης της ωφέλειας που δόθηκε αδικαιολόγητα. Η απόδοση γίνεται, ύστερα από 16. Βλ. Σπυριδάκη Ι. «Βασικοί θεσμοί του ιδιωτικού δικαίου» σελ. 121. 134

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΟΧΩΝ αγωγή αυτού που ζημιώθηκε με την οποία αναζητά όσα ζημιώθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Για την απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) Πλουτισμός, που μπορεί να συνίσταται σε αύξηση του ενεργη τικού ή μείωση του παθητικού ή μη αύξηση του ενεργητικού ή μη μείωση του παθητικού, αν η μείωση αυτή θα συνέβαινε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. β) Ο πλουτισμός να επήλθε από την περιουσία ή με ζημιά του άλλου. γ) Αιτιώδης σχέση μεταξύ πλουτισμού και ζημιάς, δηλαδή ο αδικαιολόγητος πλουτισμός του ενός να σημαίνει παράλληλα μείωση ή μη αύξηση της περιουσίας του άλλου. δ) Έλλειψη νόμιμης αιτίας, δηλαδή ο πλουτισμός να είναι αδικαιολόγητος, να μη βασίζεται σε κάποια νόμιμη αιτία. Το άρθρο 904 ΑΚ απαριθμεί ενδεικτικά τις εξής περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού, πάνω στις οποίες βασίζεται υποχρέ ωση για επιστροφή του: 1) Παροχή αχρεώστητη, δηλαδή παροχή που έγινε για εξόφληση ανύπαρκτης υποχρέωσης π.χ. ο Α καταβάλλει στον Β 200, τα οποία νομίζει ότι χρωστά, ενώ τα είχε εξοφλήσει ο πατέρας του. 2) Παροχή για αιτία που δεν ακολούθησε, δηλαδή παροχή που γίνεται με την προοπτική ότι θα ακολουθήσει μια πράξη που θα αποτελούσε και την αιτία της παροχής, η οποία όμως δεν ακολού θησε. Π.χ. ο Α καταβάλλει 10.000 στο Β ως αρραβώνα (καπάρο) για την αγορά ακινήτου, που δεν πραγματοποιήθηκε τελικά. 3) Παροχή για αιτία που έληξε. Πρόκειται για παροχή για μια αιτία που αργότερα έπαυσε να υπάρχει π.χ. στο προηγούμενο παρά δειγμα αν ακολουθήσει η αγορά ακινήτου, δεν υπάρχει πλέον λόγος για παρακράτηση των χρημάτων που δόθηκαν ως καπάρο. 135

ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ 4) Παροχή για παράνομη ή ανήθικη αιτία π.χ. ο Α δίνει στον Β τόκο που υπερβαίνει το από το νόμο προβλεπόμενο ανώτατο θεμιτό όριο. Η αιτία αυτή είναι παράνομη. Ή ο Α δίνει στο Β ένα χρηματικό ποσό για να μην αποκαλύψει ένα οικογενειακό μυστικό. Η αιτία αυτή είναι ανήθικη. Έννομη συνέπεια του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η υπο χρέωση του λήπτη να αποδώσει αυτούσιο το αντικείμενο που έλαβε, καθώς και κάθε τι που απέκτησε από το πράγμα αυτό. Αν δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί αυτούσιο το αντικείμενο λόγω της φύσης του (π.χ. χρήματα) ή για άλλους λόγους π.χ. ανάλωση του πράγματος, ο λήπτης οφείλει να αποδώσει την αξία του πράγματος ή το αντάλ λαγμα που έλαβε από αυτό (π.χ. το τίμημα σε περίπτωση εκποίησης οικοπέδου), ακόμη και αν το αντάλλαγμα υπερβαίνει την αξία του πράγματος, αν και το θέμα αμφισβητείται 17. Εάν κατά το χρόνο της επίδοσης της αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού ο λήπτης δεν είναι πλουσιότερος, η υποχρέωση του λήπτη για απόδοση του πλουτισμού καταργείται, έστω και αν η μείωση του πλουτισμού οφείλεται σε πταίσμα του λήπτη. Η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού στρέφεται μόνο κατά του λήπτη του πλουτισμού και όχι και κατά τρίτου προσώπου, στο οποίο ο λήπτης μεταβίβασε τα όσα έλαβε. 17. Βλ. Σταθόπουλο Μ. στον Α.Κ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 908 αρ. 13. 136