ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ Κυριακή, 1 Νοεμβρίου 2015 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑ Α1 α. Σχολικό Βιβλίο, σελ. 48 «Στην περίοδο 1910-1922, των παραγωγικών δυνάμεων του έθνους.» β. Σχολικό Βιβλίο, σελ. 26 «Γαλλοϊταλική εταιρεία που ξεκίνησε τις εργασίες της στο Λαύριο, την πιο γνωστή περιοχή μεταλλευτικής δραστηριότητας, το 1866 με στόχο την εξαγωγή μεταλλεύματος όχι μόνο από τα υπόγεια κοιτάσματα αλλά και από τις «σκωρίες», τα υλικά που είχαν συσσωρευτεί εκεί στη διάρκεια αιώνων εκμετάλλευσης των ορυχείων κατά την αρχαιότητα. Η τεχνολογία της εποχής επέτρεπε την απόσπαση μεταλλεύματος από αυτά τα κατάλοιπα. Η εξόρυξη αργύρου και μολύβδου γνώρισε σημαντική άνθηση και πρόσθεσε στις ελληνικές εξαγωγές προϊόντα αξίας πολλών εκατομμυρίων δραχμών.» γ. Το κλήριγκ αποτέλεσε μια μέθοδο διακανονισμού που κυριάρχησε προοδευτικά στο εξωτερικό εμπόριο από το 1932. Συνέχεια στο σχολικό βιβλίο, σελ. 54 «Οι διεθνείς συναλλαγές δεν γίνονταν, δηλαδή, πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία.» ΘΕΜΑ Α2 α. Λάθος, β. Λάθος, γ. Λάθος, δ. Λάθος, ε. Σωστό ΘΕΜΑ Β1 Σχολικό Βιβλίο, σελ. 42-44 «Αργότερα όμως, η διεύρυνση του ελληνικού κράτους βρέθηκε στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος.»
ΘΕΜΑ Β2 Σχολικό Βιβλίο, σελ. 32-33 «Η πύκνωση του οδικού δικτύου πέρασε η ναυσιπλοΐα ευνοήθηκε ιδιαίτερα κατά την περίοδο αυτή.» ΘΕΜΑ Γ1 α. Σχολικό Βιβλίο σελ. 39 ΟΜΑΔΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Οι σχετικές με την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της ομογένειας συζητήσεις γενικεύθηκαν στη δεκαετία του 1860, όταν η αλλαγή δυναστείας και συνταγματικών θεσμών, η πρώτη επέκταση του ελληνικού κράτους, με την ενσωμάτωση των Επτανήσων, και το τεράστιο κόστος της εμπλοκής στις κρητικές επαναστάσεις του 1866-1868 οδήγησαν στην αναζήτηση πολιτικών προσέλκυσης των ομογενών προς την Ελλάδα. Οι πολιτικές αυτές απέδωσαν αρχικά πενιχρά αποτελέσματα. Όμως, την ίδια εποχή, στην Οθωμανική αυτοκρατορία εφαρμόστηκαν οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1856) που έδιναν διευρυμένα δικαιώματα στους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Το στοιχείο αυτό επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες του κειμένου Α, το οποίο αναφέρει πως πράγματι το Τανζιμάτ ήταν μια περίοδος μεταρρυθμίσεων στην Οθωμανική αυτοκρατορία, η οποία ξεκίνησε το 1839 με την έκδοση του διατάγματος Χάτι Σερίφ του Γκιουλχανέ το οποίο ουσιαστικά επιβεβαιώθηκε και έγινε πιο ισχυρό από το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν το 1856. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, σε συνδυασμό με τις νέες οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν σε πολλές περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, έδιναν σαφώς μεγαλύτερες ευκαιρίες στους ομογενείς από εκείνες που η Ελλάδα μπορούσε να προσφέρει. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζεται και στο κείμενο Α, όπου επισημαίνεται πως οι κάτοικοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα αν ήταν μουσουλμάνοι ή χριστιανοί, θα μπορούσαν να ζουν σε ένα καθεστώς «ίσης μεταχειρίσεως» πάνω σε θέματα βασικά για τη ζωή τους όπως οι φόροι, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η είσοδος στο στρατό. β. Σχολικό Βιβλίο σελ. 40 Σταθερότερη ήταν η συμπεριφορά των ομογενών κεφαλαιούχων στις αρχές του 20 ού αιώνα, μετά το κίνημα των Νεοτούρκων, τους Βαλκανικούς πολέμους και τις ανακατατάξεις που έφερε ο Ά Παγκόσμιος Πόλεμος. Η έξαρση των εθνικισμών, τα πλήγματα στις οικονομικές δραστηριότητες των ξένων, οι πολιτικές εξελίξεις στη Ρωσία, το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η δημιουργία της Κεμαλικής Τουρκίας διέκοψαν με τον πλέον απόλυτο τρόπο τις παραδοσιακές δραστηριότητες
των Ελλήνων κεφαλαιούχων στην Ανατολική Μεσόγειο. Χαρακτηριστικές είναι και οι πληροφορίες που δίνονται από το κείμενο Β, το οποίο αναφέρει ότι, παρόλο που το κίνημα των Νεοτούρκων έδωσε αρχικά πολλές ελπίδες στις εθνικές μειονότητες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για ίση μεταχείριση και για μια ειρηνική συμβίωση μεταξύ των υπηκόων, δεν άργησε να δείξει ποιες ήταν οι πραγματικές του διαθέσεις. Αυτές οι μισαλλόδοξες διαθέσεις είχαν ως αφετηρία τους την έξαρση του τουρκικού εθνικισμού, την επιβολή δηλαδή της «τουρκικής άρχουσας φυλής» πάνω στις άλλες εθνότητεςν που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορίαν με σκοπό τη διατήρηση και ακεραιότητα της αυτοκρατορίας. Κατά συνέπεια, και με αφορμή τα γεγονότα αυτά, αρκετοί από τους Έλληνες ομογενείς προτίμησαν τότε τη μεταφορά των επιχειρηματικών, βιομηχανικών, εμπορικών ή χρηματιστηριακών δραστηριοτήτων τους στο ελληνικό κράτος. Στο μεταξύ όμως, το ίδιο αυτό κράτος είχε αλλάξει μορφή και οι δυνατότητές του είχαν διαφοροποιηθεί. ΘΕΜΑ Δ1 Σχολικό βιβλίο, σελ. 50-51 α. Η συμμετοχή της Ελλάδας στον Α Παγκόσμιο πόλεμο έγινε κάτω από δύσκολες και περίπλοκες συνθήκες. Η σύγκρουση του παλατιού με τον Βενιζέλο, ο Διχασμός, η άσκοπη και δαπανηρή επιστράτευση του 1915, η δημιουργία της κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη και η διάσπαση της χώρας σε δύο ουσιαστικά κράτη, ο συμμαχικός αποκλεισμός και οι συγκρούσεις, είχαν οπωσδήποτε μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος και υπονόμευσαν πολλά από τα κεκτημένα της προηγούμενης περιόδου. Παράλληλα, η μεγάλη πολεμική προσπάθεια της χώρας από το 1912 και οι συνέπειές της στην οικονομία των νεοαποκτηθεισών βόρειων επαρχιών, καθώς και οι πολεμικές επεμβάσεις των συμμαχικών στρατευμάτων στη Μακεδονία συνέτειναν στην ακόμα μεγαλύτερη όξυνση των οικονομικών προβλημάτων της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, όταν με την επέμβαση των Συμμάχων, ενοποιήθηκε το 1917 η χώρα υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο στάθηκε αδύνατο να αναλάβει το κόστος της συμμετοχής της στον πόλεμο, χωρίς την αντίστοιχη εξωτερική αρωγή. Οι Σύμμαχοι προχώρησαν τότε σ έναν ιδιόμορφο δανεισμό της χώρας, που θα είχε οδυνηρές συνέπειες στο μέλλον. Οι πιστώσεις δόθηκαν από τους συμμάχους, οι οποίοι ενέκριναν κατ αρχήν μεγάλα δάνεια προς την Ελλάδα, προκειμένου ν ανταποκριθεί στις πολεμικές υποχρεώσεις της. Συγκεκριμένα, εγκρίθηκαν 12.000.000 λίρες Αγγλίας, 300.000.000
γαλλικά φράγκα και 50.000.000 δολάρια ΗΠΑ. Ο δανεισμός όμως ήταν θεωρητικός. Τα ποσά δεν εκταμιεύθηκαν ούτε δόθηκαν στην Ελλάδα. Μάλιστα, όπως τονίζεται στο παράθεμα «τα ποσά αυτά θα μπορούσαν να εκταμιευθούν μόνο μετά το τέλος του πολέμου». Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν ως κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος. Ένα είδος, δηλαδή, αποθέματος σε χρυσό και συνάλλαγμα, το οποίο δεν βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Πάντως, η Ελλάδα με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε να χρηματοδοτήσει την πολεμική της συμμετοχή στο μακεδονικό μέτωπο, την εκστρατεία στην Ουκρανία και την Κριμαία και την πρώτη φάση της στρατιωτικής εμπλοκής της στη Μικρά Ασία. Αξίζει πάντως να υπογραμμισθεί η αναφορά του παραθέματος ότι τα χρήματα αυτά τελικά δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ στο σύνολό τους («Μετά το τέλος του πολέμου, όμως, αυτές οι πιστώσεις ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν στο σύνολό τους παρά μόνο το μισό των αγγλικών και το ένα τρίτο των αμερικανικών ως το τέλος του 1920.»). β. Πάντως, οι συνέπειες αυτής της ιδιόμορφης νομισματικής ισορροπίας δεν άργησαν να φανούν. Το Νοέμβριο του 1920 η φιλοσυμμαχική κυβέρνηση του Βενιζέλου έχασε τις εκλογές και την εξουσία ανέλαβαν τα φιλοβασιλικά κόμματα (η Ηνωμένη Αντιπολίτευση), που έσπευσαν να επαναφέρουν τον ανεπιθύμητο στους συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι Σύμμαχοι, σε αντίποινα, απέσυραν την κάλυψη του χαρτονομίσματος και έτσι ένα σημαντικό μέρος της νομισματικής κυκλοφορίας βρέθηκε χωρίς αντίκρυσμα. Πέρα από τις πολιτικές εξελίξεις, σημειώθηκε και επιδείνωση των οικονομικών του κράτους. Ειδικότερα, από το 1918 και μετά ο κρατικός προϋπολογισμός έκλεινε με παθητικό, ενώ ταυτόχρονα η παρουσία στη Μικρά Ασία εξελίχθηκε σ ένα σκληρό και δαπανηρό πόλεμο. Μετά την παύση της εισροής χρημάτων στην Ελλάδα από τους Συμμάχους έπρεπε η χώρα να συνεχίσει την πολεμική της προσπάθεια με τους δικούς της πόρους. Τα οικονομικά της χώρας, εντούτοις, γνώρισαν ραγδαία ύφεση, αυξήθηκε ο πληθωρισμός και έπεσε η αξία της δραχμής, όπως επισημαίνεται και στο παράθεμα. Αναπόφευκτα, το Μάρτιο του 1922, λίγους μήνες πριν την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, τα δημοσιονομικά δεδομένα έφτασαν σε πλήρες αδιέξοδο, το οποίο αντιμετωπίστηκε μ έναν παράδοξο τρόπο. Η κυβέρνηση προέβη σ ένα πρωτότυπο εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο, με διχοτόμηση του χαρτονομίσματος. Το αριστερό τμήμα εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας του, ενώ το δεξιό ανταλλάχθηκε με ομολογίες του δημοσίου. Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία, το κράτος απέκτησε 1.200.000.000 δραχμές και το πείραμα επαναλήφθηκε
το 1926. Παρ όλα αυτά ο νομισματικός ελιγμός της κυβέρνησης δεν στάθηκε ικανός να αποτρέψει τη μικρασιατική καταστροφή και τις οδυνηρές συνέπειές της.