αεροφωτογραφικό άτλαντα ελληνικών τοπίων a bird s eye view atlas of Greek landscapes



Σχετικά έγγραφα
Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

356 Γεωγραφίας Χαροκοπείου (Αθήνα)

ΕΙ ΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΡΤΗΣ ΧΡΗΣΗ ΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. β. φιλιππακοπουλου 1

ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑ 15

Δομή και Περιεχόμενο

ΟΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ. 10/7/2006 Λύσανδρος Τσούλος Χαρτογραφία Ι 1

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Α. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 6. ΧΩΡΟΣ

Α Φάση: :Εμείς και η γειτονιά μας. Α φ ά σ η. Α φάση: Εμείς και η γειτονιά μας 53

Αγροτική Κοινωνιολογία

Εικόνα 7: Έγχρωµη κατακόρυφη αεροφωτογραφία παραθαλασσίου προαστίου της Αθήνας. (εδώ σε ασπρόµαυρη εκτύπωση). 8

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Αγροτικός Τουρισμός. Ενότητα 3 η : Ο Αγροτικός Τουρισμός. Όλγα Ιακωβίδου Τμήμα Γεωπονίας ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Ανάπτυξη Χωρικής Αντίληψης και Σκέψης

Η προσεγγιση της. Αρχιτεκτονικης Συνθεσης. ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΡΑΦΑΚΟΥ Καθηγητρια της Σχολης Αρχιτεκτονων Ε.Μ.Π.

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 6: Η ανάπτυξη της εικόνας εαυτού - αυτοαντίληψης

Β.δ Επιλογή των κατάλληλων εμπειρικών ερευνητικών μεθόδων

Β. ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΙΣΤΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ 4. ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΚΑΙ ΕΜΦΑΣΗ

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

Κοινότητα 2.0: Τόπος Ταυτότητα Δίκτυα

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ ΑΘΗΝΑ : ΓΝΩΡΙΖΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΑΓΑΠΩ

Σχέδιο μαθήματος 2 Η Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά Το παράδειγμα του εθίμου των Μωμόγερων

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

ΗΓενίκευση στη Χαρτογραφία. Λύσανδρος Τσούλος 1

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ. μεθόδους οι οποίες και ονομάζονται χαρτογραφικές προβολές. Η Χαρτογραφία σχετίζεται στενά με την επιστήμη της

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΧΤΕΛΙΔΗΣ, ΥΒΟΝ ΚΟΣΜΑ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ: Η Σχετικότητα και ο Χρονισμός της Πληροφορίας Σελ. 1

ΙΑ119 Θεωρητικές και μεθοδολογικές αρχές στη μελέτη της κλασικής τέχνης. Δημήτρης Πλάντζος

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

Γεωγραφικές Επιστήµες Περιβαλλοντική Εκπαίδευση ένας άρρηκτος δεσµός συµβίωσης. Γεώργιος Ταξιάρχου 1

Γ φάση: Γιατί έτσι κι όχι αλλιώς;

ΣΧΟΛΗ ΓΡΑΦΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ & ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α.Τ.Ε.Ι. ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΑΡΙΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: AΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ / ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΨΥΧΗΣ

II29 Θεωρία της Ιστορίας

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

H ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κατσιφή Βενετία εκπαιδευτικός

Παιδαγωγοί και παιδαγωγική σκέψη στον ελληνόφωνο χώρο (18ος αιώνας Μεσοπόλεμος)

ΠΡΟΤΥΠΟ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ Δ.Σ. ΦΛΩΡΙΝΑΣ ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ: ΠΟΥΓΑΡΙΔΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΑΞΗ : Γ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Διδακτική Γλωσσικών Μαθημάτων (ΚΠΒ307)

Βασικοί κανόνες σύνθεσης στη φωτογραφία

Α φ ά σ η. Φύλλα Εργασίας Α Φάσης. Α φάση: Εμείς και η γειτονιά μας ο Νηπιαγωγείο Ευόσμου

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

ΕΛΕΥΘΕΡΟ - ΠΡΟΟΠΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Β Ενιαίου Λυκείου (Μάθημα : Κατεύθυνσης)

Παρουσίαση Βιβλίου. Δημήτρης Γερμανός Τμήμα Επιστήμων Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Τίτλος: The nation, Europe and the world: Textbooks and Curricula in Transition

ημερίδα διάχυσης αποτελεσμάτων

Σύμβολα και σχεδιαστικά στοιχεία. Μάθημα 3

ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ ΓΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΘΕΣΗΣ

Μάθηση & Εξερεύνηση στο περιβάλλον του Μουσείου

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΠΑΑ )

Κοινωνιολογία του Πολιτισμού

Φυσικό και Αστικό Περιβάλλον. Αειφορική Διαχείριση & Βιώσιμη Ανάπτυξη

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΜΝΗΜΗ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Νεοελληνικός Πολιτισμός

ΑΠΣ Γεωγραφίας στα πλαίσια του Νέου Σχολείου

þÿ ±ÁǹĵºÄ ½¹º Ä Â þÿãà Å Â Ä Â ±ÁǹĵºÄ ½¹º  Xenopoulos, Solon Neapolis University

Ερωτήµατα. Πώς θα µπορούσε η προσέγγιση των εθνικών επετείων να αποτελέσει δηµιουργική διαδικασία µάθησης και να ενεργοποιήσει διαδικασίες σκέψης;

2.2 Οργάνωση και ιοίκηση (Μάνατζµεντ -Management) Βασικές έννοιες Ιστορική εξέλιξη τον µάνατζµεντ.

κατεύθυνση της εξάλειψης εθνοκεντρικών και άλλων αρνητικών στοιχείων που υπάρχουν στην ελληνική εκπαίδευση έτσι ώστε η εκπαίδευση να λαμβάνει υπόψη

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΕΙΑ ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ

Αγροτική Κοινωνιολογία

Θεματικός Συμβολισμός Ποιοτικών Χαρακτηριστικών

Φύλο και διδασκαλία των Φυσικών Επιστημών

Προσεγγίζοντας παιδαγωγικά τη γλώσσα της σύγχρονης τέχνης με τη χρήση πολυμεσικών εφαρμογών: Η περίπτωσης της Mec Art του Νίκου Κεσσανλή

Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης

Γλαύκη Γκότση, Δρ. Ιστορίας της Τέχνης

Πρόσκληση απασχόλησης στο έργο ''Πανδέκτης: Ψηφιακός θησαυρός πρωτογενών τεκµηρίων ελληνικής ιστορίας και πολιτισµού''

Αστικός Σχεδιασμός και Χαρτογραφική Υποδομή. Ο μνημειακός πλούτος της Θεσσαλονίκης και οι παραγωγικές δραστηριότητες της πόλης.

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η Π Α Ρ Α Δ Ο Σ Ι Α Κ Ω Ν Κ Τ Ι Ρ Ι Ω Ν - Σ Υ Ν Ο Λ Ω Ν

ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΑς ΤΟΥς ΕΦΗΒΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Κουσερή Γεωργία

Ασσυχίδη Μαρία Μποτή Άννα Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Μαχά Νάντια

Πολεοδοµικός σχεδιασµός και αρχιτεκτονική της πόλης

Η πολιτιστική κληρονομιά ως κοινωνικό κατασκεύασμα. Ιωάννα Καταπίδη, PhD, MSc Research Fellow, Birmingham University

Τρόποι αναπαράστασης των επιστημονικών ιδεών στο διαδίκτυο και η επίδρασή τους στην τυπική εκπαίδευση

ΕΙΔΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ. Κόντου Έλενα. Μητρόπουλος Δημήτρης. Παπαθανασίου Ανθή. Παπακίτσος Αλέξανδρος. Πατρίκιος Σπύρος. Y.K: Κα.Περάκη

Ορθή επανάληψη: Πρόσκληση Εκδήλωσης Ενδιαφέροντος για υποψηφίους διδάκτορες στο πλαίσιο της χρηµατοδοτούµενης Πράξης Κύρτου Πλέγµατα

Ερευνητικό ερώτημα: Η εξέλιξη της τεχνολογίας της φωτογραφίας μέσω διαδοχικών απεικονίσεων της Ακρόπολης.

ΚΟΙΝ.: Βαθμός Ασφαλείας: Να διατηρηθεί μέχρι: Βαθ. Προτεραιότητας: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ -----

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ»

Αγροτική Κοινωνιολογία

185 Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης Ιωαννίνων

Η Γυναίκα στην Αρχαία Αθήνα. Χουτουρίδου Κλαούντια, καθ. κλ. ΠΕ07

Συντήρηση - Αποκατάσταση Επίπλων και Ξύλινων κατασκευών Δραστηριότητες Εργαστηρίου Δρ. Τσίποτας Δημήτριος

Νεοελληνικός Πολιτισμός

Ε Θ Ν Ι Κ Ο Μ Ε Τ Σ Ο Β Ι Ο Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ

Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού

Α Ρ Χ Ι Τ Ε Κ Τ Ο Ν Ι Κ Ο Σ Σ Χ Ε Δ Ι Α Σ Μ Ο Σ 3 : Κ Α Τ Ο Ι Κ Ι Α / Α Κ Α Δ Η Μ Α Ι Κ Ο Ε Τ Ο Σ

Τίτλος: Power/ Knowledge: Selected interviews and other writings


Social Media World 26/6/2014. Προσεγγίσεις της τεχνολογίας από τη σκοπιά των σπουδών Επιστήμης, Τεχνολογίας, Κοινωνίας (STS Studies)

Ιστορία. ΓΙΑΝΝΗΣ Ι. ΠΑΣΣΑΣ, MED ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ» 16 Σεπτεμβρίου Α. ΚΕΙΜΕΝΟ [Ιστορία & Εκπαίδευση]

Παρουσίαση πλατφόρμας WebGIS. 8 June 2016

«Τα ιστορικά-πολιτιστικά χαρακτηριστικά του Λαυρείου και προτάσεις για την ανάδειξή τους»

Κοινωνιολογία της Αγροτικής Ανάπτυξης

Το μάθημα της λογοτεχνίας στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση

Τεχνικές συλλογής δεδομένων στην ποιοτική έρευνα

Transcript:

greekscapes αεροφωτογραφικό άτλαντα ελληνικών τοπίων a bird s eye view atlas of Greek landscapes 1 Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογία, συνθετικέ παρατηρήσει Τμήμα Γεωγραφία, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Κοινωφελέ Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση Μάρτιο 2010

greekscapes αεροφωτογραφικό άτλαντα ελληνικών τοπίων a bird s eye view atlas of Greek landscapes Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογία, συνθετικέ παρατηρήσει Ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από John S. Latsis Foundation, περίοδο 2008-2010 Τμήμα Γεωγραφία, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Κοινωφελέ Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση Μάρτιο 2010

Ομάδα Διεύθυνση και Συντονισμού Συντονιστή έργου και επιστημονικά υπεύθυνο Κωστή Χατζημιχάλη Καθηγητή,Τμήμα Γεωγραφία, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Ερευνητική ομάδα Τμήματο Γεωγραφία, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Ειρήνη Μίχα Δρ. ΑΠΘ, μεταδιδακτορική υπότροφο Κοινωφ. Ιδρύματο Ι.Σ. Λάτση (28/03/2008 31/01/2009) Σταμάτη Καλογήρου PhD Univ. of Newcastle, μεταδιδακτορικό υπότροφο Κοινωφ. Ιδρύματο Ι.Σ. Λάτση (28/03/2008 14/09/2009) Γιώργο Μελισσουργό Δρ. Χαροκοπείου Πανεπ., μεταδιδακτορικό υπότροφο Κοινωφ. Ιδρύματο Ι.Σ. Λάτση (19/03/2009 28/03/2010) Αργυρώ Μουγγολιά Αρχιτέκτονα ΕΜΠ, ΜΑ UPC, εξωτ. συνεργάτη εργαστηρίου (16/09/2008 01/11/2009), μεταπτυχιακή υπότροφο Κοινωφ. Ιδρύματο Ι.Σ. Λάτση (03/11/2009 28/03/2010) Δέσποινα Γκιρτή Αρχιτέκτονα ΕΜΠ, ΜΑ UPC, εξωτ. συνεργάτη εργαστηρίου (14/04/2009 01/11/2009), μεταπτυχιακή υπότροφο Κοινωφ. Ιδρύματο Ι.Σ. Λάτση (03/11/2009 28/03/2010) Αντιγόνη Φάκα Γεωγράφο Χαροκοπείου Πανεπ., ΜΔΕ ΕΜΠ, υποψήφια διδάκτορα Χαροκοπείου Πανεπ. (01/09/2009 31/03/2010) Ειδική σύμβουλο Μαρία Γούλα Επίκ. Καθηγήτρια Αρχιτεκτονική Τοπίου, UPC, Βαρκελώνη, Ισπανία. Συμβουλευτική Επιστημονική Επιτροπή Χριστίνα Αγριαντώνη, Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Θεσσαλία. Ντίνα Βαΐου, Καθηγήτρια, ΕΜΠ. Ειρήνη Θεοδοσίου, ΜΑ Γεωλογικών Τοπίων, ΙΓΜΕ. Λεωνίδα Λουλούδη, Καθηγητή, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Νίκο Μπεόπουλο, Καθηγητή, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μύρων Μυρίδη, Καθηγητή, ΑΠΘ. Βασίλη Παναγιωτόπουλο, Ιστορικό, πρώην Διευθυντή του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών, ΕΚΕ.

Πίνακα περιεχομένων 1. Εισαγωγή σ. 5 2. Τι είναι τοπίο και πολιτισμικό τοπίο στη γεωγραφία σ. 6 3. Οι σύγχρονε τάσει για την ανάλυση των τοπίων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα σ. 19 4. Μεθοδολογία έρευνα : περιορισμοί και καινοτομίε σ. 25 5. Τα σύγχρονα ελληνικά πολιτισμικά τοπία: συνθετικέ παρατηρήσει σ. 31 4 Ενδεικτική Βιβλιογραφία σ. 59

1. Εισαγωγή Το παρόν ερευνητικό πρόγραμμα επιχειρεί να συμβάλλει στην αναγνώριση και καταγραφή του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμικού τοπίου και συγχρόνω να εισάγει νέα εργαλεία και μεθόδου για την κατανόηση των πολύπλευρων παραμέτρων του. Χρηματοδοτήθηκε από το Κοινωφελέ Ιδρυμα Ι.Σ. Λάτση, στα πλαίσια τη ενίσχυση μεταδιδακτορική έρευνα 2008-2010. Όπω έχουμε σημειώσει στην αρχική ερευνητική μα πρόταση, στην Ελλάδα υπάρχει ένα περιορισμένο αριθμό πρωτογενών ερευνών που ασχολούνται από τη σκοπιά τη γεωγραφία με το πολιτισμικό τοπίο. Αντιθέτω έχουν αναπτυχθεί άλλε προσεγγίσει οι οποίε μπορούν να συμπεριληφθούν σε δύο μεγάλε κατηγορίε : (α) στι αναλυτικέ περιγραφέ αρχαιολογικών χώρων και άλλων μνημείων καθώ και στι συστηματικέ περιγραφέ περιοχών που έχουν περιβαλλοντική, γεωλογική και οικολογική σημασία, και (β) στην έκδοση τουριστικού χαρακτήρα φωτογραφικών λευκωμάτων τα οποία αναδικνείουν την γραφικότητα και την ομορφιά των επί μέρου τοπίων. Οι δυο αυτέ προσεγγίσει έχουν τη χρησιμότητά του, αδυνατούν όμω να αναδείξουν την πολυπλοκότητα του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμικού τοπίου επειδή υπηρετούν άλλου σκοπού. Οι παραπάνω προσεγγίσει οδηγούν σε επιλεκτικέ αναφορέ και αγνοούν άλλα τοπία, περισσότερο καθημερινά και λιγότερα «όμορφα» εξίσου όμω σημαντικά, αναπαράγοντα έτσι μια μεροληπτική πρόσληψη για το ελληνικό τοπίο. Η έρευνα ακολουθεί τι γενικέ αρχέ τη κριτική πολιτισμική γεωγραφία και το βασικό τη ερευνητικό ερώτημα είναι ο προσδιορισμό και η τεκμηρίωση των πολλαπλών όψεων του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμικού τοπίου. Το πολιτισμικό τοπίο είναι ένα ορατό τμήμα του εδάφου το οποίο συγκροτείται από υλικά χαρακτηριστικά και συμβολισμού, είναι αποτέλεσμα ανθρώπινη εργασία και υπόκειται σε πολλαπλέ αναπαραστάσει. Η έρευνα αποτυπώνει τι πολλαπλέ αναγνώσει που διαμορφώνονται για τα τοπία, πέρα από τι κυρίαρχε απόψει περί «ωραίων», «γραφικών» και «τουριστικών» τοπίων οι οποίε αγνοούν ή συγκαλύπτουν τι κοινωνικέ διαδικασίε που παράγουν τα τοπία. Η έρευνα χρησιμοποιεί μια πρωτότυπη μεθοδολογία εντοπισμού και πολύ-διάστατη προσέγγιση των τοπίων, η οποία βασίζεται στη χρήση αεροφωτογραφιών (χαμηλού και υψηλού ορίζοντα), στη συγγραφή σύντομων επιστημονικών κειμένων (από διαφορετικού συνεργάτε για κάθε τοπίο), στη κατασκευή χαρτών και διαγραμμάτων, στη λήψη επίγειων φωτογραφιών και στην αναζήτηση αποσπασμάτων από λογοτεχνικά κείμενα. 5

2. Τι είναι τοπίο και πολιτισμικό τοπίο στη γεωγραφία Το τοπίο (μαζί με το χώρο, το τόπο, την κλίμακα και τον χάρτη) είναι λέξη/έννοια-κλειδί για τη γεωγραφία και έχει προσελκύσει το ερευνητικό ενδιαφέρον των γεωγράφων από πολύ παλιά. Αποτελεί επίση βασική έννοια και πεδίο εκτεταμένων εφαρμογών σε πολλού άλλου τομεί όπω η γεωπονική, οι τέχνε, η αρχιτεκτονική, η οικολογία, οι σπουδέ περιβάλλοντο, οι σπουδέ τουρισμού και ο προγραμματισμό και σχεδιασμό πόλεων και περιφερειών. Υπάρχει ω εκ τούτου μια πληθώρα αναφορών οι οποίε καθιστούν ανέφικτη μια συνολική αναδρομή τη έννοια τοπίο, δεδομένο που επιβάλει να περιοριστούμε στη γεωγραφία. Πριν όμω από αυτό έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε τι διαφορετικέ γλωσσικέ και νοηματικέ προελεύσει του τοπίου. Στα ελληνικά ο όρο προέρχεται από την αρχαία λέξη τόπο, που σήμαινε έκταση γη, χώρα, πόλη ή θέση, ετυμολογίε που διατηρούνται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό (1993) τοπίο είναι «εξοχική τοποθεσία με κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό». Στα λατινικά ο τόπο είναι το locus, η ρίζα όμω αυτή δεν παράγει καμία από τι λατινογενεί εκφράσει του τοπίου. Στα γαλλικά ο όρο paysage (τοπίο) και στα ισπανικά paisaje προέρχονται αντίστοιχα από το γαλλικό pays (χώρα, τόπο, πατρίδα) και το ισπανικό país (χώρα, πατρίδα). Ο αγγλικό όρο για το τοπίο είναι landscape και ο αντίστοιχο γερμανικό landshaft: και οι δύο έχουν προέλευση από τη γη (land) και, σύμφωνα με τον Spedding (2003), προέρχονται από τον ολλανδικό όρο landschap που χρησιμοποιούσαν οι Ολλανδοί ζωγράφοι για τι αναπαραστάσει των αγροτικών θεμάτων (βλ. Εικόνα 2.1). Αυτή η ετυμολογία, μαζί με τι ζωγραφικέ παραδόσει τη Αναγέννηση (κυρίω στην Ιταλία), έχουν δώσει στο τοπίο ένα περιεχόμενο κυρίω αγροτικό ή μια υπαίθρου που διατηρεί τα φυσικά τη χαρακτηριστικά. Όπω θα δούμε στη συνέχεια, η ταύτιση του τοπίου με την ύπαιθρο έχει αμφισβητηθεί στη σύγχρονη γεωγραφία και σήμερα η έννοια τοπίο καλύπτει ένα πολύ ευρύτερο πεδίο. Αν η γεωγραφία είναι η επιστήμη που μελετά τι σχέσει μεταξύ τρόπων παραγωγή και φύση, ανθρώπινη παρουσία στη γη και των χώρων που οικειοποιούνται και κατασκευάζουν οι κοινωνίε, τότε τα τοπία στα οποία αποκρυσταλλώνονται τα παραπάνω, είναι μερικέ από τι ορατέ εκφράσει αυτών των σχέσεων. Το πολιτισμικό τοπίο στη γεωγραφία είναι ένα συγκροτημένο χωρικό σύστημα που περιλαμβάνει φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά, έχει υλική και συμβολική υπόσταση, εμπεριέχει μνήμε, και έχει πολλαπλέ αναγνώσει και αναπαραστάσει (βλ. και Τερκενλή, 1966; 2007). Συχνά γίνεται σύγχυση του τοπίου με άλλε γεωγραφικέ κατηγορίε όπω η περιφέρεια, η περιοχή, η φύση, ο τόπο. Στη πολιτισμική γεωγραφία λαμβάνονται υπόψη και τα οπτικά δεδομένα των τοπίων και γι αυτό το πολιτισμικό τοπίο συχνά ορίζεται και ω εκείνο το τμήμα τη γη που μπορεί να θεαθεί από έναν/μια παρατηρητή/ρια από μια συγκεκριμένη θέση, μάλιστα να μπορεί να Εικόνα 2.1: P. P. Rubens, Βοσκό σε δάσο, 1601 (ολλανδική σχολή). Πηγή: Braunfels, W. (1959) Drei Jahrtausende Weltmalerie, Berlin: Deuthbuch Gemeinshaft. θεαθεί με «μια ματιά» (Morin, 2003), μια άποψη που προέρχεται από την ολλανδική ζωγραφική του 16ου αιώνα. Όλε οι ανθρώπινε παραγωγικέ δραστηριότητε είναι την ίδια στιγμή υλικέ και συμβολικέ και συμβάλλουν στην επικοινωνία μεταξύ ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Η υλική και συμβολική οικειοποίηση του κόσμου παράγει διαφορετικού τρόπου καθημερινή ζωή, αυτά που ονόμαζε ο Γάλλο γεωγράφο του 19ου αιώνα Vidal de la Blache «genres de vie», σε συγκεκριμένε περιφέρειε, τα «pays», οι οποίε με τη σειρά του συγκροτούσαν διακριτά τοπία που είναι γεωγραφικά και ιστορικά συγκεκριμένα. Αργότερα ο Βορειο-Αμερικανό γεωγράφο Carl Sauer το 1925, επηρεασμένο από Γερμανού γεωγράφου όπω ο Otto Schluter και τη γερμανική σχολή του Landschaft, καθιέρωσε τον όρο «πολιτισμικό τοπίο», ω το τοπίο που προέρχεται από την ανθρώπινη παρέμβαση (human agency) σε αντιπαράθεση με το «φυσικό τοπίο», το οποίο δεν έχει ανθρώπινε παρεμβάσει 1. Οι Vidal και Sauer προμήθευσαν στη πολιτισμική γεωγραφία σημαντικέ έννοιε : στατικέ όπω pays και πολιτισμικό τοπίο, αλλά και δυναμικέ όπω genre de vie και human agency. Και οι δύο όμω έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στου φυσικού παράγοντε και αγνόησαν την έντονη διαφοροποίηση των σύγχρονων κοινωνιών ω προ τι τάξει, το φύλο, την εθνότητα, το χρώμα και θεωρούσαν τον πολιτισμό ω μια 1 Στο γνωστό και συχνά επαναλαμβανόμενο απόσπασμα από το έργο του Sauer (1925) διακρίνεται ο φυσιοκρατισμό που κυριαρχεί στο έργο του: «Το πολιτισμικό τοπίο διαμορφώνεται με βάση το φυσικό τοπίο από μια πολιτισμική ομάδα. Ο πολιτισμό είναι ο παράγοντα, η φυσική περιοχή το μέσο, το πολιτισμικό τοπίο το αποτέλεσμα. Υπό την επίδραση ενό δεδομένου πολιτισμού, που και ο ίδιο μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου, το τοπίο αναπτύσσεται, περνά από διάφορε φάσει και φτάνει στο τέλο του αναπτυξιακού του κύκλου. Με την εισαγωγή ενό διαφορετικού πολιτισμού, αρχίζει μια κάποια ανανέωση του πολιτισμικού τοπίου ή επιβάλλεται ένα καινούργιο τοπίο πάνω στα υπολείμματα του προηγούμενου» (παράθεμα σε: Τερκενλή (1966), σελ. 36) 6

μη προβληματική κατηγορία, χωρί αντιθέσει και συγκρούσει, καταλήγοντα έτσι σε ιδεαλιστικέ και φυσιοκρατικέ προσεγγίσει. Μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, οι έρευνε για το τοπίο στα πλαίσια τη γεωγραφία στράφηκαν προ τρει κυρίω κατευθύνσει. Πρώτο προ την ιστορική διερεύνηση τη εξέλιξη συγκεκριμένων τοπίων με τη χρήση αρχείων, χαρτών, εικόνων και ερευνών πεδίου. Δεύτερον, προ την ανάλυση «αυθεντικών» παραδοσιακών τοπίων, εκεί όπου διατηρούνται στοιχεία αγροτικών εκμεταλλεύσεων, κατοικιών και οικισμών. Και τρίτον, προ την ανάλυση συνηθισμένων, καθημερινών τοπίων σε μικρού οικισμού τη υπαίθρου. Και στι τρει αυτέ κατευθύνσει διατηρήθηκε η έμφαση στην ύπαιθρο και στα παραδοσιακά γνωρίσματα του τοπίου όπω και η βασική θεωρητική κληρονομιά τη σχολή του Berkley και του γαλλικού «ποσιμπιλισμού». Ακολουθώντα τον Antonio Gramsci και τον Henri Lefebvre, ο Άγγλο γεωγράφο Denis Cosgrove (1984) ασκεί κριτική στι απόψει του Sauer και υποστηρίζει ότι, για την κατανόηση τη σχέση του πολιτισμού με την καθημερινή πρακτική (υλική και συμβολική), πρέπει να προσεγγίσουμε τον τρόπο παραγωγή ω τρόπο ζωή, δηλαδή ω κοινωνικό σχηματισμό. Να ενσωματώσουμε τον πολιτισμό εντό τη διαδικασία ανθρώπινη υλική παραγωγή, όπω και την ανθρώπινη συνείδηση, τι ιδέε και τι πεποιθήσει που αποτελούν και αυτέ τμήματα τη υλική /συμβολική παραγωγή. Αυτά υποστηρίζει και ο Fernand Braudel στη Γραμματική των Πολιτισμών, όταν αναλύει ότι οι πολιτισμοί είναι γεωγραφίε, κοινωνίε, οικονομίε και συλλογικέ νοοτροπίε. Αναγνωρίζουμε έτσι ότι κάθε κοινωνικό σχηματισμό παράγει και στη συνέχεια ταυτίζεται με ένα συγκεκριμένο τοπίο. Οι κοινωνικοί σχηματισμοί «γράφουν» την ιστορία και τη γεωγραφία του σε τοπία που είναι ταυτόχρονα υλικά και συμβολικά. Γι αυτό ορισμένοι πολιτισμικοί γεωγράφοι θεωρούν τα τοπία ω «κείμενα» τα οποία μπορούν να «διαβαστούν» (Crang, 1998) και να μα οδηγήσουν στι πολλαπλέ και συχνά αντικρουόμενε αναγνώσει που έχει ένα τοπίο. Τελικά το τοπίο, όπω υποστηρίζει και ο Don Michell (2002: 94, 102), κατασκευάζεται ω προϊόν ανθρώπινη εργασία και ω συμβολική αναφορά και συγχρόνω κατασκευάζει συλλογικέ συμπεριφορέ, νοοτροπίε και συνειδήσει. Και υπογραμμίζει: «να μην ρωτάμε τι είναι και τι σημαίνει το τοπίο, αλλά τι κάνει, πω δουλεύει ω πολιτισμική πρακτική, σελ. 1).Τα τοπία, καταλήγει ο Mitchell, «..δεν σημαίνουν ή συμβολίζουν μόνο σχέσει εξουσία /δύναμη, μπορούν να είναι και τα ίδια εργαλεία πολιτισμική εξουσία /δύναμη». Οι κριτικέ απόψει και οι έρευνε για το τοπίο γνώρισαν σημαντικέ αλλαγέ κατά τη δεκαετία του 1980 ω προ τη θεματολογία, τι θεωρητικέ καταβολέ και τη μέθοδο (Morin, 2003). Παρακολούθησαν τι αντίστοιχε θεματικέ αλλαγέ στην οικονομική και κοινωνική γεωγραφία και στράφηκαν στι μεγάλε πόλει και στα προβλήματα τη αστικοποίηση, τη εκβιομηχάνιση, τη ρύπανση και των κοινωνικά περιθωριοποιημένων γειτονιών τα οποία αναδείχθηκαν σε πρωτεύοντα θέματα για την ανάλυση τοπίων. Παράλληλα, το ανανεωμένο ενδιαφέρον για το περιβάλλον και οι εξελίξει στο τομέα τη οικολογία και γεωλογία, έδωσαν τη δυνατότητα μια νέα σύνθεση κοινωνικών διαδικασιών και φυσικών διεργασιών, ξεπερνώντα τη φυσιοκρατία του παρελθόντο. Από τη πλευρά τη γεωλογία αναπτύχθηκε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τι γεωμορφέ και τα γεωτοπία ω βασικών και αυτόνομων στοιχείων του τοπίου και προτάθηκαν μέτρα ανάδειξη και προστασία σε εθνικό και διεθνέ επίπεδο (βλ. Μπορνόβα, 1999, Θεοδοσίου, Φερμελή, Κουτσουβέλη, 2006). Το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ), έχει πραγματοποιήσει μια σημαντική προσφορά σε αυτό τον τομέα με έρευνε, δημοσιεύσει και διοργάνωση συνεδρίων (βλ. μεταξύ άλλων, Θεοδοσίου (επιμ.) 1999 και 2001). Από τη πλευρά τη οικολογία, η οικολογία των τοπίων χρησιμοποιεί μεθόδου ανάλυση του γήινου μωσαϊκού και τη κίνηση έμβιων όντων μέσα σ αυτό για να εξετάσει πω αλληλεπιδρούν μεταξύ του μέσω διαδικασιών (processes) και χωρικών προτύπων (patterns) (Dramstads, et al 1996). H οικολογία των τοπίων αναγνωρίζει τρία κυρίαρχα χωρικά πρότυπα: (α) ανομοιογενεί συστάδε (patches) (β) διαδρόμου / γραμμικά στοιχεία (corridors), και (γ) μήτρε /δίκτυα (matrix). Στο εσωτερικό τη οικολογία των τοπίων υπάρχουν δυο βασικέ κατευθύνσει. Η πρώτη δίνει προτεραιότητα στην ανθρώπινη παρέμβαση και η δεύτερη στην οικολογία των οργανισμών με έμφαση στη βιογεωγραφία. Οι προσεγγίσει αυτέ βοήθησαν και συναντήθηκαν με τη πολιτισμική γεωγραφία, παρέμειναν όμω εστιασμένε κυρίω στην ύπαιθρο, εκεί όπου τα γεωτοπία και τα οικολογικά μωσαϊκά διατηρούν τα πρωτογενή του χαρακτηριστικά (βλ. Εικόνε 2.2 και 2.3). Επανερχόμενοι στη πολιτισμική γεωγραφία, στα πλαίσια τη λεγόμενη «πολιτισμική στροφή» τέθηκαν νέα ερωτήματα σχετικά όχι μόνο με πω είναι τα τοπία και πω τα περιγράφουμε αλλά και πω τα τοπία διαμεσολαβούν κοινωνικέ σχέσει και τι ρόλο Εικόνα 2.2: Αγροτικό μωσαϊκό στη Νάξο. Φωτογραφία: Α. Σοφιανόπουλο, 2009. 7

Εικόνα 2.3: Γεωτοπίο στο Σαρακήνικο, Μήλο. Φωτογραφία: Γ. Βουγιουκαλάκη, 2007. παίζουν στην αναπαραγωγή των κυρίαρχων σχέσεων εξουσία. Αμφισβητήθηκε επίση η παλιά διάκριση στι μελέτε τοπίου μεταξύ αντικειμένου και υποκειμένου, του θεατή και αυτού που βλέπει, η οποία κατέληγε στην υποτιθέμενη «αντικειμενική» περιγραφή των τοπίων με εμπειρική έρευνα. Οι αναπαραστάσει των τοπίων από του γεωγράφου (βλ. και παρακάτω), αλλά και από άλλου, αποτυπώνουν τι δικέ του αξίε, προθέσει και ενδιαφέροντα και δεν αποτελούν μια συλλογικά αποδεκτή εκδοχή. Τέλο, στη μέθοδο ανάλυση τοπίων υπήρξαν επίση σημαντικέ αλλαγέ (Spedding, 2003). Χωρί να αμφισβητηθεί η αξία τη επιτόπια έρευνα, αξιοποιήθηκαν οι συμβολέ από συναφεί επιστημονικέ περιοχέ (π.χ. γεωλογία, οικολογία, αρχιτεκτονική τοπίου 2 ) και με τη βοήθεια των νέων τεχνολογικών εργαλείων (π.χ. γεωγραφικά συστήματα πληροφοριών, δορυφορικέ εικόνε, 2 Η αρχιτεκτονική τοπίου έχει αναπτύξει μια παράλληλη μέθοδο με τη γεωγραφία εστιάζοντα περισσότερο στα μορφολογικά στοιχεία του τοπίου. Βλ. μεταξύ άλλων: Jackle (1987), Appleton (1996), Corner, MacLean (1996), Turner (1998). αεροφωτογραφίε, τηλεπισκόπηση) δημιουργήθηκαν καινοτόμα συστήματα ανάλυση και περιγραφή τοπίων. Ίσω η σημαντικότερη μεθοδολογική αλλαγή αποτέλεσμα τη αλλαγή των θεωρητικών ερωτημάτων- είναι η δυνατότητα συστηματική συσχέτιση των επιμέρου τοπίων με τι μεγαλύτερε ενότητε στι οποίε ανήκουν, αποφεύγοντα έτσι την αποσπασματική και μερική προσέγγιση. Η ταύτιση με ένα τοπίο είναι τμήμα τη ατομική και συλλογική ταυτότητα σε όλου του πολιτισμού. Ωστόσο υπάρχει μια βασική διένεξη στι συζητήσει περί τοπίου (βλ. και στο The Professional Geographer 1996): το τοπίο είναι ο κόσμο που μέσα του ζούμε ή μια σκηνή που βλέπουμε από μακριά να διαδραματίζονται γεγονότα; Ω ερευνητέ μπορούμε να ασχοληθούμε μόνο με του συμβολισμού και τι αναπαραστάσει τοπίων (π.χ. αναλύοντα μόνο κείμενα, χάρτε και εικόνε ), χωρί να καταπιαστούμε με τη «σκληρή υλικότητα» ενό τοπίου; Εμεί δεν πιστεύουμε ότι είναι το ένα ή το άλλο αλλά και τα δύο μαζί, σε μια διαλεκτική ένταση. Το τοπίο δεν είναι μόνο ένα κομμάτι γη, με μια συγκεκριμένη φυσική και κοινωνική υλικότητα στην οποία έχει ενσωματωθεί νεκρή ανθρώπινη εργασία αλλά και το πω φαίνεται από ένα συγκεκριμένο σημείο, δεν είναι μόνο κάτι που μπορούμε να δούμε αλλά είναι επίση και ένα τρόπο για να δούμε τα πράγματα (Wylie, 2007). Δεν είναι μόνο τι βλέπουμε αλλά και πω το βλέπουμε, τα πολλαπλά συναισθήματα και οι πολλαπλέ μνήμε που συνοδεύουν/ εμπεριέχονται στα τοπία. Η μνήμη και οι συμβολισμοί από καθημερινού χώρου και τοπία τη παιδική ηλικία, οι αναμνήσει από μια εκδρομή, η εργασία σε ένα τόπο, η αναγκαστική εξορία και το χάσιμο τη επαφή με οικείου τόπου, όλα αυτά είναι σημαντικά συναισθήματα τα οποία συμβάλλουν στην ταυτότητα ενό ατόμου ή μια ομάδα (Shama, 1996). Επίση οι περισσότερε ομάδε, πόλει και κράτη προωθούν την υπακοή και το «αίσθημα του ανοίκειν» των μελών του, μέσα από την καθιέρωση εθνικών τοπίων με ιστορικού και περιβαλλοντικού συμβολισμού τα οποία έχουν δώσει αφορμή για σημαντικέ διαμάχε αλλά και αιματηρέ συγκρούσει. Σ αυτό βοηθούν και τα τοπία που «ταξιδεύουν», ω δυναμικά μέσα πολιτισμική κυριαρχία. Είναι οι περιγραφέ τοπίων από άλλου τόπου, οι αξίε των τοπίων και ο Λόγο (discourse) γι αυτά, τα οποία ταξιδεύουν από το ένα μέρο σε άλλο και μεταφέρουν του τρόπου για να δούμε ένα τοπίο σε άλλε περιοχέ. Γι αυτό ο Mitchell υποστηρίζει ότι η ανάδυση τη έννοια τοπίο είναι συνυφασμένη με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό. Από τι περιγραφέ και τα σχέδια των Οριενταλιστών για τη «λάγνα Ανατολή» (βλ. Εικόνα 2.4) (Said, 1978 και 1990, Thornton, Εικόνα 2.4: Η «λάγνα Ανατολή» σε οριενταλιστική ελαιογραφία. Πηγή: Thornton, L. (ed.) (1994) The Orientalists: Painter- Travellers, Paris: ACR Edition, σ. 29. 8

1994), του περιηγητέ στην Ελλάδα (βλ. Εικόνα 2.5) και τα Βαλκάνια (Todorova, 1977), μέχρι τι αναθέσει αναπαραστάσεων σε ρομαντικού ζωγράφου και τι σύγχρονε μεγάλε αφίσε από τοπία διακοπών στο Μπαλί, την Ανταρκτική και τι Αυστριακέ Αλπει που κοσμούν τα δημόσια γραφεία, όλα τα παραπάνω μεταφέρουν πρότυπα και αξίε τοπίων στα καθ ημά. Τα ιδανικά αυτά τοπία «ταξιδεύουν» ω μορφέ, κυριαρχούν απέναντι στην πραγματικότητα και κατασκευάζουν τοπία στο συλλογικό φαντασιακό ω χαμένε «ιδανικέ Αρκαδίε». Στην κατεύθυνση αυτή, εκτό από τι εθνικιστικέ ιδεολογίε, σημαντικό ρόλο έπαιξαν αρχικά οι ζωγραφικέ απεικονίσει «ωραίων» και εξιδανικευμένων τοπίων, οι χαρτογραφικέ αναπαραστάσει και αργότερα οι φωτογραφίε. Σήμερα για το ευρύτερο κοινό, το τοπίο εξακολουθεί να σημαίνει μια ιδανική ύπαιθρο ή ένα ιδανικό μικρό παραδοσιακό οικισμό. Το τοπίο και η καλλιτεχνική, αισθητική και ιδανική απεικόνισή του έγιναν το ίδιο και το αυτό. Σε αυτή την οπτική χάθηκε ο ανθρώπινο μόχθο, η εργασία και οι καθημερινότητε που την συνοδεύουν, οι συλλογικότητε, οι θεσμοί, οι τεχνολογίε και οι κουλτούρε που τα συσχετίζουν. Αυτά οδήγησαν τον Raymond Williams στο The Country and the City (1975) να γράψει κάνοντα κριτική σ αυτή την οπτική: «μια περιοχή εργασία δεν είναι ποτέ τοπίο» και τον F. Braudel (1993/2001) στη Γραμματική των πολιτισμών να σημειώσει: «..Δεν υπάρχει τοπίο που να μη φέρει τα ίχνη αυτή τη αδιάκοπη εργασία. Όλα έχουν βελτιωθεί με το πέρασμα των γενεών. Έχουν κεφαλαιοποιηθεί με άλλα λόγια. Ο μόχθο αυτό μεταμόρφωσε και τον ίδιο τον άνθρωπο. Ο μόχθο ή αυτή η δραστική εργασία του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο για την οποία μιλά ο Μισελέ ή ακόμη αυτή η παραγωγή του ανθρώπου από τον άνθρωπο, όπω λέει ο Μαρξ» (Braudel, σελ. 60). Ένα ελαιώνα, μια περιοχή με θερμοκήπια, μια συγκέντρωση βιομηχανιών, ένα λιμάνι, οι αναβαθμοί στα νησιά του Αιγαίου, είναι παραδείγματα τοπίων τα οποία, μέσω τη ανθρώπινη εργασία που συμβαίνει σε αυτά, τροφοδοτούν καθημερινά το σπίτι μα με χρήσιμα προϊόντα και υπηρεσίε. Πριν την ανθρώπινη εργασία, οι φυσικέ διεργασίε είχαν δημιουργήσει τι πρόσφορε εκείνε συνθήκε για τη μετατροπή του σε παραγωγικά τοπία. Τα τοπία που προκύπτουν μέσα από αυτέ τη διαδικασίε έχουν παραχθεί κοινωνικά και αποκτούν μια ειδική συμβολική σημασία. Τα τοπία δεν είναι οι απλοί υποδοχεί των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλλά έχουν παραχθεί από αυτέ τι δραστηριότητε Mitchell, 2003). τοπία το/του αντιπροσωπεύουν και πω γίνεται η αναπαράστασή του, αποτελεί ένα πολιτισμικό και πολιτικό διακύβευμα. Το τοπίο και οι αναπαραστάσει του είναι μια έκφραση αυτού που κατά κοινή ομολογία είναι κυρίαρχο σε μια εποχή, ή ακόμη και μια εντελώ ηγεμονική ματιά στον κόσμο μια εποχή, όπω για παράδειγμα στην προοπτική τη Αναγέννηση για την «Ιδανική Πόλη» και στι οπτικέ τέχνε που βασίζονται στην Καρτεσιανή ιδέα τη αντικειμενική λογική στη φιλοσοφία τον 15 και 16 αιώνα (βλ. Εικόνα 2.6). 9 «Το τοπίο είναι σαν το προϊόν: κρύβει ή μάλλον φετιχοποιεί την εργασία που έχει ενσωματώσει για να παραχθεί.. αυτοί που μελετούν αναπαραστάσει τοπίων επανειλημμένα αποκρύβουν ή ουδετεροποιούν εικόνε εργασία» (σελ. 37). Εικόνα 2.5: Άποψη του Ελαιώνα και στο βάθο η Ακρόπολη σε σκίτσο του Ed. Lear, 1849. Πηγή: Τσιγκάκου, Φ. Μ. (1997) Η Ελλάδα του Edward Lear από τι συλλογέ τη Γενναδείου, Θεσσαλονίκη: Ο.Π.Π.Ε.Θ., σ. 119. Ο τρόπο που βλέπουμε όμω το τοπίο έχει επιβληθεί από την εκάστοτε ελίτ και συμβολίζει τι δικέ τη επιλογέ για το τι αντιπροσωπεύει το τοπίο και πώ να το βλέπουμε. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η επιλογή που κάνει κάθε άτομο ή κοινωνική ομάδα, στα πλαίσια ενό κοινωνικού σχηματισμού, στο τι Εικόνα 2.6: Απόψει τη ιδανική αναγεννησιακή πόλη. Πηγή: Millon, H. A., Lampugnani, V. (eds) (1994) The Renaissance from Brunelleschi to Michelangelo, Milano: Bompiani.

Οι αναπαραστάσει τοπίων είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικέ στο να κρύψουν ή να απαλείψουν τι συγκρουσιακέ κοινωνικέ σχέσει που συνέβαλαν στην παραγωγή του (Michell, 2002). Η Julian Rose (1993) υποστηρίζει ότι το βλέμμα των ελίτ (αλλά και πολλών γεωγράφων που το αναλύουν) στα τοπία κυριαρχείται και από μια ανδροκεντρική προσέγγιση. Το μεταφορικό σχήμα «το τοπίο ω κείμενο» μπορεί να λειτουργεί, κατά τη Rose, και ω μια αυταρχική ανάγνωση αναπαράγοντα σχήματα εξουσία. Αυτό το συναντάμε συχνά σε παρομοιώσει τοπίων με θηλυκά και ανδρικά χαρακτηριστικά. Επίση τονίζει τι βλέπει και πώ σε ένα τοπίο μια γυναίκα και πω μέσα από τη διαφοροποιημένη επαφή με την καθημερινότητα, βλέπει και αξιολογεί με διαφορετικό τρόπο από ένα άνδρα. Όλα τα τοπία έχουν πολιτισμικέ αναφορέ γιατί εμπεριέχουν κάποια μορφή ανθρώπινη παρέμβαση και δεν κάνει πλέον νόημα ο παλαιότερο διαχωρισμό Εικόνα 2.7: Τοπίο τη υπαίθρου στη Μάνη. Σκίτσο: Κ. Χατζημιχάλη, 1972. του Sauer σε φυσικό και σε πολιτισμικό τοπίο. Σήμερα δεν υπάρχει «φυσικό» τοπίο στην Ευρώπη με την έννοια τη απουσία ανθρώπινη παρέμβαση που χρησιμοποίησε ο Sauer, γιατί, πρώτο, είναι πια σαφέ ότι τα περισσότερα «φυσικά» τοπία έχουν υποστεί σε βάθο χρόνου ανθρώπινε παρεμβάσει, και δεύτερο, ακόμη και η απλή θέαση ή το σκίτσο ενό υποτιθεμένου φυσικού τοπίου είναι μια ανθρώπινη παρέμβαση, μια κατασκευή αναπαράσταση (βλ. Εικόνα 2.7). Υπό το πρίσμα αυτό στην παρούσα έρευνα θα υιοθετήσουμε μια περισσότερο σύνθετη προσέγγιση του πολιτισμικού τοπίου ξεπερνώντα την απλή ανθρώπινη παρέμβαση στο φυσικό τοπίο. Θα προσεγγίσουμε το τοπίο ω υλική και συμβολική κατασκευή και θα ορίσουμε ω πολιτισμικό τοπίο το βλέμμα σ αυτό, τη συγκεκριμένη αναλυτική προσέγγιση του/τη ερευνητή/ρια που το περιγράφει αλλά και τι αντιλήψει των πολιτών γι αυτό. (βλ.και Γούλα, 2003:16-17). Όπω υποστηρίζει ο Μανωλίδη (2003:9): «..Με τη λέξη τοπίο αναφερόμαστε ταυτόχρονα σε μια καθορισμένη γεωγραφική ενότητα αλλά και στην πρόσληψή τη από το βλέμμα μα, δηλαδή σε μια νοητική κατασκευή που επιλέγει, ερμηνεύει και ανασυνθέτει τα δεδομένα αυτή τη ενότητα. Στη διαδικασία αυτή ενεργούν ψυχολογικοί, αισθητικοί και ιδεολογικοί κώδικε, με του οποίου διασταυρώνονται ευρύτερε φιλοσοφικέ συνιστώσε κάθε εποχή». Έτσι ο όρο «πολιτισμικό τοπίο» χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει ένα συγκεκριμένο τρόπο επιστημονική προσέγγιση των τοπίων ο οποίο περιλαμβάνει και ένα συγκεκριμένο τρόπο θέαση, που υπογραμμίζει την ανάπτυξη των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στο χώρο και όχι μόνο στη φύση. Αυτή η προσέγγιση περιλαμβάνει από τι αγροτικέ εκμεταλλεύσει, τα ποτάμια, τα βουνά και τι γεωμορφέ μέχρι τι πόλει, του μικρού οικισμού, τα μεγάλα τεχνικά έργα, τι παραγωγικέ δραστηριότητε και τα μνημεία. Περιλαμβάνει όμω και τοπία που είναι μη-τόποι: οι χωματερέ και τα «αυθαίρετα» στι παρυφέ των πόλεων, η άναρχη οικοπεδοποίηση των ακτών, οι καμένε και ερημοποιημένε εκτάσει, τα αυστηρά ελεγχόμενα τοπία των εμπορικών κέντρων, τα θεματικά πάρκα, οι αυτό-έγκλειστε κοινότητε, οι τυποποιημένοι σταθμοί βενζίνη και τα αεροδρόμια με την κοινότυπη αισθητική. Στη προσέγγιση αυτή δεν υφίσταται η κυρίαρχη διάκριση μεταξύ «σημαντικών» και «ίσονο σημασία, καθημερινών» τοπίων, μεταξύ «ωραίων» και «άσχημων», μεταξύ εκείνων που «πρέπει να προβληθούν» και εκείνων που «πρέπει να κρυφτούν» κ.ο.κ. Αντιθέτω πιστεύουμε ότι όλα τα τοπία είναι σημαντικά αλλά συγχρόνω και διαφορετικά ω προ την πρόσληψη, τη νοηματοδότηση, τη συμβολική και υλική αξία που του αποδίδουν εκείνοι/ε που τα αξιολογούν. Η προσέγγισή μα συμπίπτει με τι απόψει που υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο (2000) (βλ. παρακάτω κεφ. 3), στι οποίε περιλαμβάνονται όλα τα τοπία και όχι μόνο εκείνα που 10

είναι εξαιρετικού ενδιαφέροντο. Ένα τοπίο, ένα τόπο έχει διαφορετική υλική και συμβολική αξία π.χ. για τον ιδιοκτήτη του, από αυτού / ε που δούλεψαν σε αυτό, από αυτού /ε που το βλέπουν ω επισκέπτε, από αυτού /ε που ζουν κοντά του καθημερινά, κ.ο.κ. Από αυτέ τι διαφορέ προκύπτει η αναγνώριση τη ύπαρξη πολλαπλών και συχνά συγκρουόμενων αναγνώσεων/απόψεων και συμβολισμών για το ίδιο τοπίο, επομένω η πολυσημία ενό τοπίου είναι δεδομένη. Και θα συμφωνήσουμε με την Dolores Hayden η οποία, εξειδικεύοντα στα αστικά τοπία, προσεγγίζει την αμφισημία που ισχύει σε όλε τι κατηγορίε τοπίων και υπογραμμίζει το ενδιαφέρον που απαιτούν οι «ξεχασμένοι/ε» των αναλύσεων: «Η ιστορία του πολιτισμικού τοπίου..είναι η ιστορία του πω προγραμματίστηκαν οι διάφοροι τόποι, πόλει, γειτονιέ, πω σχεδιάστηκαν, πω κατασκευάστηκαν και κατοικήθηκαν, πω οικειοποιήθηκαν από του πολίτε, πω γιορτάστηκαν, εγκαταλείφθηκαν και τελικά ξεχάστηκαν Οι μεταλλωρύχοι, οι οδηγοί μπουλντόζα, οι μηχανικοί σιδηροδρόμων, οι πλοίαρχοι, οι εργάτε στα εργοστάσια, όλοι εκφράζουν εθνικά, ταξικά και φυλετικά χαρακτηριστικά που είναι ενσωματωμένα στα αστικά τοπία και τα οποία σπάνια μελετώνται.η μελέτη των αστικών τοπίων χρειάζεται να παίρνει σοβαρά υπόψη τη αυτέ τι διαστάσει, μαζί με την αισθητική και την ανάλυση των φυσικών μορφών, γιατί η πολιτική εμπειρία κάθε τόπου είναι ένα αμφιλεγόμενο πεδίο» (D. Hayden, 1995, σελ. 21, μετάφραση Ε.ΟΜ.). 2.1. Οι αναπαραστάσει του πολιτισμικού τοπίου: από τη ζωγραφική, του χάρτε και τη λογοτεχνία στι αεροφωτογραφίε Όπω ήδη έχουμε υπογραμμίσει, για την κριτική πολιτισμική γεωγραφία το τοπίο είναι μια κοινωνική κατασκευή που διαθέτει υλικέ και άυλε διαστάσει και τρόπου παραγωγή και επίση μπορεί να αναπαρασταθεί με πολλαπλού τρόπου. Ο γεωγράφο D. Cosgrove (1984) υποστηρίζει ότι: «κάποιε φορέ ένα τοπίο μοιάζει να είναι λιγότερο ένα θέατρο ζωή για του κατοίκου του ή μια περιοχή γεμάτη νοσταλγία για του επισκέπτε τη και περισσότερο μια κουρτίνα πίσω από την οποία διαδραματίζονται οι αντιθέσει, τα κατορθώματα και οι ατυχίε αυτών που το δημιούργησαν» (σελ. 36). Και συμπληρώνει σε ένα άλλο κείμενο με τον C. Daniels (1988): «ο ρόλο του τοπίου σε μια κοινωνία είναι ιδεολογικό και ηγεμονικό, υποστηρίζει ένα σύνολο ιδεών και αξιών, επιβάλλει υποθέσει για το πώ είναι ή πω πρέπει να οργανωθεί μια κοινωνία» (σελ. 76). Στην έρευνά μα προσπαθούμε να «τραβήξουμε» την κουρτίνα που γράφει ο Cosgrove για να δούμε πίσω απ αυτήν πω και από ποιου παράγοντε διαμορφώνεται το σύγχρονο ελληνικό τοπίο και να το προσεγγίσουμε ξεπερνώντα τι κυρίαρχε ιδεολογίε και αναπαραστάσει του. Η υλική και συμβολική παραγωγή του πολιτισμικού τοπίου ποτέ δεν μπορεί να ξεχωρίσει από τον τρόπο και τον σκοπό τη αναπαράσταση του συγκεκριμένου τοπίου. Οι διαφορετικέ γνώσει, αντιλήψει, ερμηνείε αλλά και τεχνικέ που έχουμε στη διάθεσή μα αντιστοιχούν και σε διαφορετικού τρόπου θέαση και αναπαράσταση των τοπίων (βλ. και Παναγιωτόπουλο, 2007). Τελικά το τοπίο, όπω υποστηρίζει η Θεανώ Τερκενλή (2007: 21), «περιέχει τη ματιά του παρατηρητή. Η ηγεμονία όμω τη οπτική προσέγγιση στη δυτική σκέψη τείνει να μετατρέψει τη φύση σε θέαμα». Την ανάδυση αυτή τη ηγεμονική ματιά στη δυτική σκέψη οι μελετητέ την ανακαλύπτουν στην Ιταλική Αναγέννηση (Wylie, 2009; Cosgrove, 2008). Συνδέουν την εξέλιξη τη ιδέα του τοπίου με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και υποστηρίζουν πω ο σχεδιασμό κήπων, η χαρτογραφία και η εισαγωγή τη προοπτική στη ζωγραφική αποτελούσαν εργαλεία για μια «πρακτική ιδιοποίηση και έλεγχο του χώρου». Ειδικά η γραμμική προοπτική και η θέαση σε βάθο θεωρητικοποιήθηκαν κατά την Αναγέννηση για να δημιουργήσουν την ιδεολογία του οπτικού ρεαλισμού, η οποία δεν αποτελούσε απλά μια εκδοχή θέαση, αλλά την πραγματική και απόλυτα σωστή εκδοχή γιατί επέτρεπε στον παρατηρητή, δηλαδή στην αστική τάξη τη εποχή, τον απόλυτο έλεγχο του χώρου (βλ. Εικόνα 2.8). Από τι πολλέ μορφέ οπτικών αναπαραστάσεων τοπίων, η ζωγραφική είναι από τι παλαιότερε και συχνά ταυτίζεται με την καθ αυτό έννοια του τοπίου, ιδίω όταν αυτό είναι ύπαιθρο. Μια λεπτομερή αναφορά στι πολλαπλέ σχολέ και παραδόσει τη ζωγραφική τοπίων και στι κοινωνικέ καταβολέ και χρήσει του, ξεφεύγει από το περιεχόμενο τη έρευνά μα και αποτελεί ανεξάρτητο πεδίο, ιδιαίτερα σημαντικό για την ανάλυση του τοπίου 3. Σημειώνουμε ωστόσο τι δυο βασικέ θεματολογίε τη ζωγραφική, την απεικόνιση πραγματικών και την απεικόνιση φανταστικών-ιδανικών τοπίων, συχνά από τη κλασσική μυθολογία στα πλαίσια του ρομαντισμού (βλ. Εικόνε 2.9 και 2.10). Από εκείνη την περίοδο οι αναπαραστάσει τοπίων αποφεύγουν κάθε τι που είχε σχέση με εργασία και μόχθο και παρουσιάζουν μόνο ειδυλλιακέ εκδοχέ τη υπαίθρου (και πιο σπάνια τη πόλη ), οι οποίε νομιμοποιούν το δικαίωμα τη κυριαρχία και τη ιδιοκτησία πάνω στη γη. Οι αναπαραστάσει των τοπίων αλλάζουν ριζικά με τον εξπρεσιονισμό (βλ. πχ. τα τοπία με την εργασία των αγροτών του Μιλλιέ, του Βαν Γκογκ ή των Γιολδάση και Μαλέα στην Ελλάδα) και αργότερα με τη φωτογραφία, όταν αυτή είχε θέματα τη καθημερινότητα. Σημειώνουμε ωστόσο ότι αν οι ζωγραφικέ 3 Βλ. μεταξύ άλλων Μεντζαφλού-Πολύζου 2005, Τσιγκάκου, 2005, Σκαρπέλο, 2005, Cosgrove, 2008. 11

Εικόνα 2.8: Η γραμμική προοπτική στου ιταλικού κήπου τη Αναγέννηση. Πηγή: Millon, H. A., Lampugnani, V. (eds) (1994) The Renaissance from Brunelleschi to Michelangelo, Milano: Bompiani. 12 Εικόνα 2.9: J. A. Koch, Τοπίο με δέηση του Νώε, 1803 (γερμανική σχολή). Πηγή: Braunfels, W. (1959) Drei Jahrtausende Weltmalerie, Berlin: Deuthbuch Gemeinshaft. Εικόνα 2.10: L. Richter, Απογευματινό τοπίο τη άνοιξη, 1844 (γερμανική σχολή). Πηγή: Braunfels, W. (1959) Drei Jahrtausende Weltmalerie, Berlin: Deuthbuch Gemeinshaft.

αναπαραστάσει εμπεριέχουν την υποκειμενικότητα του ζωγράφου (σημείο όραση, επιλογή πλαισίωση κάδρου και χρωμάτων, νατουραλισμό ή αφαίρεση, κ.α.), το ίδιο ισχύει για περισσότερο τεχνικέ και, υποτίθεται, αντικειμενικέ αναπαραστάσει όπω οι χάρτε και οι φωτογραφίε. Οι χάρτε, όπω είναι γνωστό από την ιστορία τη χαρτογραφία (Monmonier, 1991, Wood, 1992, Λιβιεράτο, 1998), λειτούργησαν πάντα ω σημαντικά εργαλεία τη εκάστοτε εξουσία, εμπεριέχουν πάντα την υποκειμενικότητα του κατασκευαστή του (ισχύει και εδώ η επιλογή του κάδρου, τη κλίμακα, των συμβόλων και των χρωμάτων) και είναι το αποτέλεσμα μια σύνθετη πολιτισμική και κοινωνική διαδικασία παραγωγή. Οι χάρτε κατασκευάζουν τον κόσμο δεν τον αναπαριστούν απλώ. Αυτέ οι δεσμεύσει συχνά αγνοούνται σήμερα κάτω από την κυριαρχία των γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών (ΓΣΠ) στα οποία η χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και τυποποιημένων προγραμμάτων χαρτογράφηση δίνουν τη ψευδαίσθηση μια τεχνολογική ουδετερότητα και αντικειμενικότητα. Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε το απόφθεγμα του Mark Monmonier (1991: 1) «..Όχι μόνο είναι εύκολο να λε ψέματα με του χάρτε, είναι και απαραίτητο». Τα ίδια ισχύουν για τι φωτογραφίε (επίγειε και αεροφωτογραφίε ) για τι οποίε μιλάμε παρακάτω καθώ και για τι δορυφορικέ εικόνε. Οι τελευταίε δεν είναι φωτογραφίε καθ αυτέ αλλά κωδικοποιημένε και επεξεργασμένε φασματοσκοπικέ εικόνε τη γη από του παρόχου των εικόνων. Δηλαδή βλέπουμε αυτά που μα επιτρέπουν να δούμε και όχι την πραγματικότητα, ακριβώ όπω και στη ζωγραφική. Ωστόσο, και λαμβάνοντα υπόψη του παραπάνω περιορισμού, στην έρευνα κάνουμε εκτεταμένη χρήση ή/και κατασκευή χαρτών, φωτογραφιών και αεροφωτογραφιών, εργαλείων απαραίτητων για την ανάλυση και περιγραφή τοπίων, τα οποία χρησιμοποιούν την όραση και του οπτικού κώδικε των αναπαραστάσεων (βλ. και μεθοδολογία παρακάτω). Εκτό από τι παραπάνω μορφέ αναπαραστάσεων, υπάρχουν και πολύ ενδιαφέρουσε λογοτεχνικέ αναπαραστάσει τοπίων. Όπω και οι άλλε μορφέ αναπαραστάσεων, έτσι και οι ποικίλε μορφέ λογοτεχνία φωτίζουν τα χωρικά φαινόμενα στα τοπία με ένα ιδιαίτερο, έντονα υποκειμενικό τρόπο. Αναπαριστούν εμπειρίε, ατόμων ή μελών μια κοινωνική ομάδα δίνοντα νοήματα σε ένα τόπο πέρα από στατιστικέ και χαρτογραφικέ περιγραφέ. Η λογοτεχνία δεν θίγεται από την υποκειμενικότητα και τα πιθανά «ψέματά» τη. Αντίθετα αυτή η υποκειμενικότητα μιλά για τι κοινωνικέ σημασίε των τόπων και των χώρων με ένα διαφορετικό τρόπο από τι οπτικέ αναπαραστάσει (Crang, 2003). Τόσο η γεωγραφία όσο και η λογοτεχνία «κατασκευάζουν» χώρου και με λέξει, και οι δυο αποτελούν διαδικασίε σημασιολόγηση κατά τι οποίε τα τοπία αποκτούν νόημα. Όπω και για τη ζωγραφική και του χάρτε δεν πρόκειται να κάνουμε εδώ μια εκτεταμένη αναφορά στην κατασκευή και λειτουργία των λογοτεχνικών τοπίων (για περισσότερα βλ. Μαρτινίδη, 1997, Μίχα 2005). Μπορούμε όμω να παρατηρήσουμε ότι αυτά που γράφουν και κυρίω όπω τα γράφουν π.χ. ο James Joyce για το Δουβλίνο, οι Victor Hugo και Emile Zola για το Παρίσι, η Karen Blixen για την Αφρική, ο Raymond Chandler για το Λο Άντζελε, η Virginia Woolf για το «δικό τη δωμάτιο» και η Έλλη Παπά για τι εμπειρίε εγκλεισμού για να χρησιμοποιήσουμε μόνο λίγα γνωστά παραδείγματα- αποκαλύπτουν κάποια χαρακτηριστικά τόπων τα οποία δεν καλύπτονται από τι άλλε μορφέ αναπαραστάσεων. Η λογοτεχνία όμω δεν παρέχει απλώ ένα συναισθηματικό συμπλήρωμα σε μια, υποτίθεται, αντικειμενική γνώση τη γεωγραφία. Η λογοτεχνία προσφέρει τρόπου θέαση του κόσμου διαφορετικού από τη γεωγραφία, είναι μια διαφορετική όσο και ομόλογη κατηγορία γνώση : υπάρχει ένα υλισμό στα λογοτεχνικά κείμενα όσο και μια φαντασία στα γεωγραφικά. Οι φωτογραφίε τοπίου Η φωτογραφία αποτελεί ένα περίτεχνο υπερσύστημα κατασκευή εικόνων που κάτω από την αληθοφάνειά του συμπυκνώνει, μεταφέρει και επιβάλλει μια συγκεκριμένη αναπαράσταση του κόσμου. Εάν δεχτούμε ότι η αντίληψή μα για την πραγματικότητα είναι μια κοινωνική/πολιτισμική κατασκευή, τότε οι φωτογραφίε τοπίων δεν είναι απλώ απεικονίσει τη φύση ή των πόλεων αλλά αναπαραστάσει αναπαραστάσεων. Ω εκ τούτου, η φωτογραφία τοπίου είναι μια πολιτισμική πρακτική, ένα εργαλείο ή ακόμα και ένα φορέα πολιτισμική ισχύο. Ο Walter Benjamin σημειώνει ότι οι φωτογραφίε αντανακλούν αυτό που όρισε ω «οπτικό ασυνείδητο», γιατί περιέχουν πληροφορίε που δεν ήταν γνωστέ στον παρατηρητή. Εκτό από το περιεχόμενο/θέμα τη φωτογραφία μεγάλη σημασία έχει ο φωτογραφικό κώδικα και η αισθητική που εφαρμόζεται κώδικα και αισθητική συμβάλλουν στην κατασκευή μια συγκεκριμένη εικόνα η οποία τελικά επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την αντίληψη του κοινού. Σε κοινωνίε που είναι περισσότερο ή λιγότερο στην «περιφέρεια» των κυρίαρχων πολιτισμικών αναπαραστάσεων, η φωτογραφία και το αξιολογικό/ ιδεολογικό τη πλαίσιο αν δεν έχουν απομακρυνθεί από μια στερεότυπη και επιφανειακή εικονογράφηση, π.χ. ιστορικά μνημεία, γραφικοί ιθαγενεί, παράδοξα έθιμα και τουριστικά «αξιοθέατα», τότε η φωτογραφική αποτύπωση τη ταυτότητα αυτών των κοινωνιώντόπων δεν έχει βρει ακόμα μια δική τη έκφραση. Πιο απλά, οι κοινωνίε αυτέ απεικονίζουν -και αναπόφευκτα ταυτόχρονα αξιολογούν- τι δικέ του πραγματικότητε με το βλέμμα και την κρίση άλλων κοινωνιών, αυτό που περιγράψαμε πριν, ω τοπία «που ταξιδεύουν». Η συνύπαρξη τη αρχαία και τη σύγχρονη Ελλάδα, ω δυο προβολέ στην ίδια οθόνη, οδηγεί σε ένα αντιφατικό αποτέλεσμα το οποίο μπορεί κανεί 13

να διαπιστώσει στα περισσότερα από τα κείμενα των ξένων περιηγητών/ταξιδιωτών, από τα παλαιότερα έω τα πλέον πρόσφατα. Στι περισσότερε περιπτώσει, οι ιδεαλιστικέ προκαταλήψει περί τη αρχαία Ελλάδα και των κατοίκων τη είναι ευθέω ανάλογε με την υποτίμηση ή και απαξίωση τη σύγχρονη Ελλάδα και των σημερινών κατοίκων τη (Todorova, 1997). Ο Walter Puchner (αναφορά στο Παναγιωτόπουλο, 2007: 89) σχολιάζει χαρακτηριστικά πω λαοί σαν τον ελληνικό αντιμετωπίζουν μια σημαντική δυσκολία: «να διαμορφώσουν το παρόν του με τέτοιο τρόπο που να είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν και στη σύγκριση με το παρελθόν του». Οι έλληνε φωτογράφοι από το 1840, συνειδητά ή ασυνείδητα, με ευφυΐα ή απλοϊκότητα, έντεχνα ή άτεχνα, στο σύνολό του υιοθέτησαν τι τρέχουσε κάθε φορά σχηματοποιήσει αυτού του αντιληπτικούαναπαραστατικού συστήματο. Τα εικονογραφικά και αρχαιορομαντικά στερεότυπα των ξένων περιηγητών περί τη εξωτική χώρα των Ελλήνων, από τα σχέδια, τι ζωγραφιέ και τι γκραβούρε πέρασαν στι φωτοχημικέ απεικονίσει των ξένων φωτογράφωνπεριηγητών. Μια ενδιαφέρουσα εξαίρεση αποτελούν οι πρώτε έγχρωμε (αυτοχρωμικέ ) φωτογραφίε του Μουσείου Albert Kahn ( Αρχεία του Πλανήτη ) για τη Θεσσαλονίκη και τη βόρεια Ελλάδα των περιόδων 1913 και 1918 με την καθοδήγηση του γεωγράφου Jean Bruhnes 4. Η ανάθεση σε ένα γεωγράφο τη ευθύνη ενό έργου τέτοια εμβέλεια φαίνεται περίεργη αν όχι και απορριπτέα για την Ελλάδα τη εποχή εκείνη, όχι όμω και για τη Γαλλία. Διευρύνοντα τα ερωτήματα που είχε θέσει ο περιηγητισμό του 18ου και 19ου αιώνα, οι Γάλλοι γεωγράφοι καθιερώνουν την ανθρωπογεωγραφία σαν την κατ εξοχήν επιστήμη τη «παρατήρηση» των σχέσεων των ανθρώπων με το 4 Βλ. τη σχετική έκθεση στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1999 και τον τόμο Θεσσαλονίκη: οι πρώτε έγχρωμε φωτογραφίε 1913 και 1918, Ολκό, Αθήνα 1999. φυσικό και αστικό περιβάλλον. Είναι λοιπόν κατανοητό ο ενθουσιασμό του για τι νέε δυνατότητε που του παρέχει η φωτογραφία αλλά και ο κινηματογράφο. Στη Θεσσαλονίκη και στη Βόρεια Ελλάδα, αναζητούν τι ιστορικέ και γεωγραφικέ συνέχειε μέσα από την καθημερινή ζωή εστιάζοντα σε γεωγραφικά θέματα όπω π.χ. το νερό και τα συστήματα άρδευση, τα σπίτια και οι δρόμοι, η γεωμορφολογία, οι τεχνολογίε παραγωγή, τα μεταφορικά μέσα, οι μετακινήσει πληθυσμών, κ.α. (βλ. Εικόνε 2.11 και 2.12). Η έλλειψη γεωγραφική παράδοση δεν επέτρεψε μια συνέχεια των αναζητήσεων του Bruhnes και από το μεσοπόλεμο και μετά η χώρα μεταμορφώθηκε σε μια μαυρόασπρη αγροτική χώρα, υπανάπτυκτη, κατοικημένη αποκλειστικά από μαυροντυμένε γυναίκε και ιερεί, για να μεταλλαχθεί σχετικά πρόσφατα σε ένα πολύχρωμο τουριστικό παράδεισο όπου κατοικούν τα μοντέρνα εγγόνια του Ζορμπά. Στου σύγχρονου πολυτελεί τόμου με έγχρωμε φωτογραφίε τη Ελλάδα εξακολουθεί να αναπαράγεται η παραγνώριση τη καθημερινότητα και τη εργασία και η απαξίωση των πολιτισμικών τοπίων που δεν «είναι όμορφα». Ένα σύστημα αξιολόγηση και επιλογών επιβλήθηκε πάνω στην αναπαράσταση τη ελληνική πραγματικότητα. Καθώ προτείνει τι αξίζει και τι δεν αξίζει να φωτογραφηθεί, ορίζει ταυτόχρονα και τι αξίζει και τι δεν αξίζει να βλέπουμε και να εκτιμούμε στην ίδια την πραγματικότητα. Αυτή η διαδικασία «διαπαιδαγώγησε» το βλέμμα των Ελλήνων όσο κανεί άλλο, με κλασικό παράδειγμα τη τουριστική φωτογραφία. Έτσι τα θέματα που περιέχονται στου πολυτελεί τόμου 5 περιορίζονται σε πέντε κυρίω ενότητε : (α) τοπία τη υπαίθρου με έμφαση στου ορεινού όγκου, λίμνε, πεδιάδε με καλλιέργειε, ποτάμια και υδροβιότοπου, αλλά χωρί αγρότε, (β) τοπία παραδοσιακών οικισμών, συνήθω των νησιών με 5 Βλ. λευκώματα των: Ν. Δεσύλλα στι εκδόσει Synolo, Κ. Βέργα στι εκδόσει Βέργα, Π. Ματσούκα στι εκδόσει Μίλητο. Εικόνα 2.11: Η Θεσσαλονίκη το 1913. Πηγή: Θεσσαλονίκη, οι πρώτε έγχρωμε φωτογραφίε 1913 και 1918, Ολκό, Αθήνα, 1999. Εικόνα 2.12: Τα μέσα μεταφορά στην κεντρική πεδιάδα τη Θεσσαλονίκη, 1913. Πηγή: Θεσσαλονίκη, οι πρώτε έγχρωμε φωτογραφίε 1913 και 1918, Ολκό, Αθήνα, 1999. 14

του ντόπιου ω φολκλόρ (γ) τοπία των ιστορικών τμημάτων των αστικών κέντρων, (δ) τοπία με μνημεία (αρχαία, βυζαντινά και ενετικά, ελάχιστα οθωμανικά), και (ε) τοπία τουριστικών περιοχών, κυρίω παράκτιων. Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα η φωτογραφία, καθώ μπορεί να εικονογραφεί τη πραγματικότητα άμεσα και γρήγορα, να διεισδύει και να διαχέεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, να είναι υπερ-κινητική, φτηνή, κατανοητή, εύκολα και μαζικά αναπαραγώγιμη, «διαπαιδαγώγησε», όπω αναφέραμε παραπάνω, το βλέμμα των Ελλήνων πριν αρχίσει να μοιράζεται το ρόλο αυτόν -στο πλαίσιο του εξευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού- με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Και όλα αυτά κάτω από το ιδεώδε καμουφλάζ τη αληθοφανού απεικόνιση τη πραγματικότητα. (Παναγιωτόπουλο, 2007:87-90). Εικόνα 2.13: Ο κάμπο τη Καλλονή Λέσβου με τι Αλυκέ σε δορυφορική εικόνα. Πηγή: Google Earth (πρόσβαση 04/12/2009). Εικόνα 2.15: Περιστέρι με φωτογραφική μηχανή στον Α παγκόσμιο πόλεμο. Πηγή: Comune di Milano (2004), Cicero: Venezia Οι αεροφωτογραφίε τοπίου Οι αεροφωτογραφίε τοπίου είναι ένα σχετικά πρόσφατο εργαλείο αναπαράσταση και διακρίνονται σε δύο κατηγορίε : (α) υψηλού ορίζοντα, οι γνωστέ ορθο-αεροφωτογραφίε, συνήθω από κρατικέ υπηρεσίε, που γίνονται από μεγάλα ύψη και απεικονίζουν κάθετα και σε μετρίσιμη κλίμακα μια περιοχή. Σ αυτή την τελευταία κατηγορία ανήκουν και οι δορυφορικέ εικόνε (βλ. Εικόνα 2.13) και (β) οι αεροφωτογραφίε χαμηλού ορίζοντα (low oblique) οι οποίε γίνονται από ύψη 300-500 μ, συνήθω από ελικόπτερα για τη δυνατότητα εναέριων στάσεων. Οι λήψει αυτέ έχουν προοπτική και ορίζοντα, όχι όμω κλίμακα (βλ. Εικόνα 2.14). Ωστόσο, η όραση από ψηλά στη γεωγραφία, από το «μάτι του πουλιού», (à vol d oiseau, bird s eye view) δεν χρησιμοποιείται για πρώτη φορά το 1856 με τι αεροφωτογραφίε από αερόστατο του Nadar στο Παρίσι, ή από του Γερμανού με περιστέρια με φωτογραφικέ μηχανέ στο πρώτο παγκόσμιο Εικόνα 2.14: Το τοπίο τη προηγούμενη εικόνα σε αεροφωτογραφία χαμηλού ορίζοντα. Φωτογραφία: Γ. Γιαννέλο, 2007. πόλεμο (βλ.εικόνα 2.15). H πρώτη χρήση τη εντοπίζεται στον 16ο αιώνα. Στη μεγάλη Γαλαρία των Χαρτών του Βατικανού, υπάρχουν απεικονίσει από ψηλά όλων των μεγάλων Ιταλικών πόλεων και περιφερειών από τον γεωγράφο Ignazio Danti τη περίοδο 1580-1585, στη λεγόμενη «χωρογραφική κλίμακα» του Πτολεμαίου(βλ. Εικόνε 2.16 και 2.17). Οι αναπαραστάσει αυτέ δημιούργησαν σχολή, χαρτογραφώντα τη γη από θέση «που μέχρι τότε είχε μόνο ο Θεό» και σήμερα θα μπορούσε κάποιο να τι κατατάξει στη ζωγραφική και όχι στη χαρτογραφία. Κατά τον 19ο αιώνα η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και βρήκε εκτεταμένε εφαρμογέ σε όλε τι μεγάλε πόλει τη Ευρώπη και των ΗΠΑ. Στι τελευταίε οι σχεδιαστικέ αναπαραστάσει αστικών τοπίων από ψηλά χρησιμοποιήθηκαν και για εμπορικού λόγου, ω διαφημίσει για την προσέλκυση νέων επενδύσεων και κατοίκων (βλ. Εικόνε 2.18 και 2.19). Έχει ενδιαφέρον μια μικρή ιστορική παρένθεση που αφορά στι χαρτογραφικέ αναπαραστάσει για του λόφου που παραθέτει ο Wood (1992:152-153) (βλ. 15

Εικόνα 2.16: Τμήμα τη Τοσκάνη από τη Γαλαρία των χαρτών του Βατικανού. Πηγή: http://z.about.com/d/goeurope/1/0/7/l/1/garfagnanamap.jpg (πρόσβαση 23/3/2010) 16 Εικόνα 2.17: Η Βενετία από τη Γαλαρία των χαρτών του Βατικανού με λεπτομέρεια του Εβραϊκού γκέτο. Πηγή: Gosgrove, 2008.

Εικόνα 2.18: H Memphis σε χάρτη τύπου «bird s eye view». Πηγή: Αρχείο Κ. Χατζημιχάλη. Εικόνα 2.20 και Σχήμα 2.1). Σημειώνει ότι οι πρώιμε χαρτογραφικέ αναπαραστάσει κατά τον 6ο αιώνα έδειχναν του λόφου σε όψη, από τον 14ο έω τον 18ο από το «μάτι του πουλιού» και από τον 19ο μέχρι σήμερα σε οριζοντιογραφία αρχικά με γραμμέ από το κέντρο προ τη περιφέρεια για την ανάδειξη των υψωμάτων και αργότερα με τι γνωστέ υσοϋψεί. Υποστηρίζει ότι οι μετρικέ απαιτήσει στρατιωτικών και μεγάλων ιδιοκτητών γη για ακριβεί μετρήσει απαξίωσαν την πλουσιότερη σε πληροφορίε φάση τη θέαση από ψηλά, κάτι που έχει συμβεί και στι αεροφωτογραφίε χαμηλού ορίζοντα: κατηγορήθηκαν ω μη επιστημονικέ επειδή δεν έχουν κλίμακα και μετρική αξία. Είναι αλήθεια ότι στι αεροφωτογραφίε χαμηλού ορίζοντα, η επιλογή του κάδρου, η θέση του παρατηρητή και η προοπτική αποκλείουν ακριβεί μετρήσει αποστάσεων και άλλων τοπογραφικών δεδομένων. Επιτρέπουν όμω μια συνθετική οπτική αίσθηση τη ενότητα ενό τοπίου «με μια ματιά», του φυσικού ανάγλυφου, των κτιρίων, των χρωμάτων, και, ανάλογα το ύψο τη φωτογράφηση, των φυτεύσεων, των ανθρώπων και των αυτοκινήτων που κινούνται. Μπορούν να δείξουν την ποικιλία και την ομοιομορφία σε ένα τοπίο καθώ έχουν μια μεγαλύτερη οπτική εμβέλεια από τον επίγειο παρατηρητή. Για του λόγου 17 Εικόνα 2.19: Το Los Angeles σε χάρτη τύπου «bird s eye view». Πηγή: Αρχείο Κ. Χατζημιχάλη. Εικόνα 2.20: Αναπαραστάσει λόφων τον 7ο αιώνα. Πηγή: Wood, D., Fels, J. (1992) The Power of Maps, New York: Guilford, σ. 153. Σχήμα 2.1: Η εξέλιξη τη χαρτογραφική αναπαράσταση των λόφων. Πηγή: Wood, D., Fels, J. (1992) The Power of Maps, New York: Guilford, σ. 68.

αυτού η χρήση του έδωσε μια νέα δυναμική στη γεωγραφική ανάλυση τοπίων. Παρέχουν ένα εργαλείο για να υλοποιηθεί το παλαιό αίτημα του von Humboldt για τη γεωγραφική επιστήμη ω αναζήτηση ενοτήτων μέσα από τι διαφορέ. Και επειδή κατά τον von Humboldt, αλλά και για του σύγχρονου πολιτισμικού γεωγράφου όπω οι Cosgrove, Daniels, Jackson, Crang και Michel, η γη γίνεται γνωστή και οικεία στου κατοίκου τη κυρίω μέσα από εικόνε, η αεροφωτογραφία χαμηλού ορίζοντα άνοιξε ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο έρευνα 6. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, η θέα από ψηλά μπορεί να ενθαρρύνει συγχρόνω τη γεωγραφική συνθετική γνώση αλλά και να δημιουργήσει ένα αίσθημα υπεροχή και εξουσία. Ο τρόπο που θα χρησιμοποιηθεί έχει μεγάλη σημασία. Η δύναμη τη αεροφωτογραφία βρίσκεται, εκτό από την περιγραφική τη δυνατότητα, και στο ότι ορίζει πώ να δει (και αργότερα πιθανώ να δράσει σε) μια περιοχή/τοπίο. Όπω όλα τα άλλα μέσα αναπαράσταση, η αεροφωτογραφία απεικονίζει αλλά και κατασκευάζει ένα τοπίο. Έχει μια σημαντική δύναμη, πραγματική και φαντασιακή, επειδή «βλέπει» αυτά που δεν μπορεί να δει καθημερινά ο επίγειο παρατηρητή. Η θέαση από ψηλά δίνει τη δυνατότητα να δούμε τη γεωγραφία στην ολότητά τη, έδωσε όμω αφορμέ για ενδιαφέρουσε κριτικέ. Η πολιτική και πολιτισμική σημασία τη «θέαση από ψηλά» έγκειται στη δυνατότητα που έχει ο παρατηρητή για μια συνοπτική εικόνα, ένα λογικό έλεγχο, μια χωρική τάξη, μια μακρο-προσέγγιση. Για πολλού /ε κριτικού /ε γεωγράφου αυτή η μακροπροσέγγιση είναι συνδεδεμένη με μια νεοτερική και κυριαρχική (συνήθω ανδρική) ηγεμονία του 6 Στην Ελλάδα η πρώτη συλλογή με αεροφωτογραφίε ήταν του Γάλλου Yann Arthus Bertrand το 1997 και ακολούθησαν του Ν. Δανιηλίδη το 2004, του Θανάση Σταυρακάκη & του Κυριάκου Μαντούβαλου το 2007 καθώ και τη Πηνελόπη Ματσούκα το 2009. βλέμματο «από πάνω», μια αυταρχική ματιά που δεν θέλει να δει διαφορέ και ετερογένειε, επιβάλλει τη σιωπή σε μη κυρίαρχε φωνέ και χρησιμεύει μόνο για να αναπαράγει τη δική τη επιχειρηματική ή/και ακαδημαϊκή ηγεμονία. Αυτή η κριτική υπάρχει στο έργο του Michel de Certeau, The Practice of Everyday Life (1984). Παρομοιάζει τη θέαση τη Ν.Υ από πάνω, από την ταράτσα του τότε World Trade Center, ω μια υπεροπτική (κυριολεξία), αλαζονική ματιά του ταξιδιώτη, η οποία ομογενοποιεί την καθημερινή ζωή που συμβαίνει «κάτω» μέσα από την «επιθυμία του ευανάγνωστου», το αίτημα για μια συνολική θέαση των πάντων. Αυτή η κριτική προσέγγιση τη θέαση από ψηλά έχει επιτρέψει και σε φεμινίστριε γεωγράφου (Rose, 1993) να υποστηρίζουν ότι οι μακρο-προσεγγίσει για το χώρο, άρα και οι φωτογραφίε από ψηλά, είναι τμήματα των μεγάλων διηγήσεων που αναπαράγουν την καπιταλιστική και ανδρική κυριαρχία μέσω του «κοιτάζειν από ψηλά», σαν ένα αλαζόνα ταξιδευτή. Απορρίπτουν αυτή τη προσέγγιση και κοιτούν αποκλειστικά το μικρό και το τοπικό, το σώμα, του δρόμου, την καθημερινότητα. Ο αντίλογο που υποστηρίζουμε σε αυτή την κριτική αποδέχεται ότι η θέαση από ψηλά ανήκει στι μακροπροσεγγίσει, συγχρόνω όμω ενθαρρύνει συνθετικέ διηγήσει, οι οποίε αποτελούν συμπλήρωμα και όχι υποκατάστατο των μικρο-γεωγραφικών προσεγγίσεων, αυτών που συμβαίνουν «κάτω στη γη». Η θέαση από ψηλά έχει συμβάλλει σε μια νέα προσέγγιση για τι περιφερειακέ και τοπικέ οικολογίε και έχει δώσει χρήσιμε πληροφορίε για μακρο-ενότητε τοπίων. Στην Ελλάδα, όπου υπάρχει αυτή η αίσθηση τη τοπικότητα, του πεπερασμένου ορίζοντα, τη έντονη ποικιλία του φυσικού ανάγλυφου, τη συνομιλία συνεχώ «με το απέναντι» και τη μικρή κλίμακα, η αεροφωτογραφία επιτρέπει την κατανόηση τη συνέχεια και τη ενότητα που συγκροτούν οι επιμέρου ενότητε τοπίων. Η αεροφωτογραφία (υψηλού και χαμηλού ορίζοντα) έχει τη δυνατότητα να ομαδοποιεί εικόνε επιμέρου περιοχών επιτρέποντα τη σύγκριση μεταξύ περιοχών και την ανάδειξη στοιχείων που τι διαφοροποιούν. Δεν έχει όμω τη δυνατότητα τη μικρο-προσέγγιση που δίνει μια επίγεια έρευνα πεδίου, απαραίτητο συμπλήρωμα για την ανάλυση και κατανόηση ενό τοπίου. Έτσι, η θεωρητική και μεθοδολογική μα πρόταση περιλαμβάνει αφενό τι αεροφωτογραφίε από ψηλά (από το μάτι του πουλιού και όχι του θεού) και αφετέρου τι επίγειε έρευνε πεδίου με χαρτογραφήσει, επίγειε φωτογραφίε, με γεωλογική, οικολογική, ιστορική, οικονομική και κοινωνική ανάλυση των συγκεκριμένων τοπίων. Στην παρούσα έρευνα η επιστημονική μα πρόταση έχει ω θεωρητική αφετηρία τι πολλαπλέ προσεγγίσει /αναγνώσει των πολιτισμικών τοπίων. Αυτό επιτυγχάνεται με την μεθοδολογική επιλογή τη ταυτόχρονη χρήση μακρο-γεωγραφικών αναπαραστάσεων μέσω αεροφωτογραφιών και μικρο-γεωγραφικών αναπαραστάσεων μέσω ερευνών πεδίου, ειδικών επιστημονικών κειμένων για κάθε τοπίο/θέση, επίγειων φωτογραφιών (ιστορικών και σύγχρονων), χαρτών, διαγραμμάτων και άλλου υλικού (π.χ. αποσπάσματα από λογοτεχνικά κείμενα). Η επιστημονική μα πρόταση υποστηρίζεται επιπλέον από τη διαφορετική έμφαση ή ανάγνωση που έχει η προσέγγιση κάθε τοπίου από του ερευνητέ /ριε, πχ. γεωγραφική, οικονομική, ιστορική, εθνογραφική, αρχιτεκτονική, γεωλογική, βιολογική, γεωπονική, κ.ο.κ. 18

3. Οι σύγχρονε τάσει για την ανάλυση των τοπίων στην Ευρώπη και στην Ελλάδα Παρά το γεγονό ότι η προστασία των τοπίων δεν αφορά στην παρούσα έρευνα, κρίθηκε σκόπιμη η σύντομη ανασκόπηση του σχετικού πεδίου, γιατί πάντα περιλαμβάνει ορισμού, έννοιε και μεθόδου ανάλυση που ενδιαφέρουν άμεσα την ανάλυση τοπίων στα οποία επικεντρώνεται η έρευνα. 3.1 Νομοθετικό και επιστημονικό πλαίσιο Σύμφωνα με τον Dejeant-Pons Maguelonne (2007: 33-40), το σημαντικότερο σχετικό κείμενο είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο, η οποία υιοθετήθηκε στη Φλωρεντία την 20η Οκτωβρίου 2000 και στοχεύει στην προαγωγή τη προστασία, τη διαχείριση και του σχεδιασμού των ευρωπαϊκών τοπίων καθώ και στην οργάνωση τη ευρωπαϊκή συνεργασία στον τομέα αυτό. Θεωρούμενη ω η πρώτη σύμβαση περί αειφόρου ανάπτυξη, αντικείμενο τη είναι η διατήρηση τη ποιότητα ζωή και τη ευημερία των Ευρωπαίων με γνώμονα τι αξίε που άπτονται του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου. Στόχο τη είναι η αρμονική ισορροπία μεταξύ κοινωνικών αναγκών, οικονομία και περιβάλλοντο. Σημαντική θέση κατέχει και η πολιτισμική διάσταση, (σελ. 33). Ω καινοτόμο μέσο, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση αποτελεί από αυτή την άποψη την πρώτη διεθνή συνθήκη, η οποία στρέφεται αποκλειστικά και μόνο στο σύνολο του ευρωπαϊκού τοπίου, ω χώρου ζωή των ατόμων και των κοινωνιών, (σελ. 33-4). Τη σύμβαση υπέγραψε το Ελληνικό Κοινοβούλιο με μεγάλη καθυστέρηση (Φεβρουάριο 2010) και σήμερα είναι τμήμα τη εθνική νομοθεσία. Σύμφωνα με τη Σύμβαση, ο όρο «τοπίο» δηλώνει «τμήματα του εδάφου όπω αυτό γίνεται αντιληπτό από του πληθυσμού, ο χαρακτήρα του οποίου είναι απόρροια τη δράση διαφόρων φυσικών και/ή ανθρωπογενών παραγόντων καθώ και των μεταξύ του αλληλεπιδράσεων». Ω «τοπίο», με τον τρόπο αυτό, ορίζεται μια ζώνη ή ένα χώρο, όπω τον αντιλαμβάνονται οι κάτοικοι ή οι επισκέπτε του, η εμφάνιση και ο χαρακτήρα του οποίου αποτελούν απόρροια τη δράση φυσικών ή/και πολιτιστικών, δηλαδή ανθρωπογενών, παραγόντων (σελ. 34). Από την πλευρά τη φυσική γεωγραφία η Σύμβαση καλύπτει τη ξηρά, τι υδάτινε ζώνε και τη θάλασσα. Από πλευρά ανθρώπινη γεωγραφία καλύπτει το σύνολο του φυσικού, καλλιεργημένου, αστικού και περιαστικού εδάφου των συμβαλλομένων κρατών. Συνυπολογίζονται οι σύνθετε διασυνδέσει, οι οποίε υφίστανται μεταξύ αστικού και υπαίθριου περιβάλλοντο. Από ιστορική άποψη η Σύμβαση δέχεται ότι το έδαφο εξελίσσεται μέσα στο χρόνο λόγω τη επιρροή των δυνάμεων τη φύση αλλά και των ανθρώπινων ενεργειών (σελ. 34). Η Σύμβαση θεωρεί ότι το περιβάλλον αποτελεί ένα σύνολο και ότι τόσο τα φυσικά, όσο και τα πολιτιστικά ή τεχνητά στοιχεία του οφείλουν να συνυπολογιστούν ταυτόχρονα. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο, αφορά όλα τα τοπία είτε αυτά είναι ιδιαίτερη σημασία είτε είναι συνήθη τοπία αλλά και του υποβαθμισμένου χώρου και αυτό συμβαδίζει με τι θεωρητικέ απόψει που έχουμε ήδη περιγράψει. Η ιδιαιτερότητά τη είναι ακριβώ το ευρύτατο πεδίο εφαρμογή τη, το οποίο τεκμηριώνεται ω ακολούθω : κάθε τοπίο αποτελεί πλαίσιο ζωή. Διαχωρίζεται έτσι από τη Σύμβαση περί προστασία τη ανθρώπινη πολιτιστική και φυσική κληρονομιά τη UNESCO (16/11/1972), καθώ κύριο στόχο τη δεν είναι να καταγράψει τα αγαθά εξαιρετικού και παγκόσμιου ενδιαφέροντο, αλλά να δημιουργήσει ένα καθεστώ ελέγχου, διαχείριση και σχεδιασμού για το περιβάλλον στο σύνολό του με βάση μια σειρά από αρχέ (σελ. 34-5). Η Σύμβαση πρεσβεύει την υιοθέτηση μια διττή τεχνική και κοινωνική προσέγγιση, η οποία πρέπει να υλοποιηθεί ταυτοχρόνω. Τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται έτσι να: - ορίσουν και να υλοποιήσουν πολιτικέ του τοπίου με στόχο την προστασία, τη διαχείριση και το σχεδιασμό των τοπίων, - να ενσωματώσουν το τοπίο σε άλλε πολιτικέ (χωροταξία, πολεοδομία, για το περιβάλλον, τη γεωργία, τον πολιτισμό, την οικονομία ) (σελ. 35). Η σύμβαση, τέλο, προτρέπει τα συμβαλλόμενα μέρη να υλοποιήσουν ειδικά μέτρα για: - τον προσδιορισμό και χαρακτηρισμό των τοπίων, - τη διατύπωση στόχων από πλευρά ποιότητα του τοπίου, - την ευαισθητοποίηση, τη συμμετοχή του κοινού, την κατάρτιση και την εκπαίδευση. Ακόμα η Σύμβαση επισημαίνει ότι οι μέθοδοι προσδιορισμού και χαρακτηρισμού των τοπίων οφείλουν να λαμβάνουν υπ όψιν τόσο τι οικολογικέ, όσο και τι κοινωνικέ, τι οικονομικέ και τι πολιτικέ διεργασίε. Στο πλαίσιο αυτό μπορούν να χρησιμοποιηθούν: - οι αποκαλούμενε «αντικειμενικέ» μέθοδοι, που στηρίζονται στην οριοθέτηση εκτάσεων ή χώρων (όπω επιτόπιε έρευνε, χρήση δεδομένων και χαρτών, κ.λπ) - οι «αντικειμενικέ» μέθοδοι προσδιορισμού τη δυναμική των τοπίων (όπω χρήση των εξελικτικών τάσεων των τοπίων και τη ενημέρωση των δεδομένων που αφορούν τόσο συλλογικά όσο και ατομικά έργα) - οι «υποκειμενικέ» μέθοδοι, που στηρίζονται στην υπόθεση ότι τα τοπία συνδέονται με αξίε που έχουν διαμορφωθεί είτε από του ενδιαφερόμενου πληθυσμού, είτε από καλλιτέχνε και συγγραφεί, οι οποίοι με τα έργα του υπογράμμισαν τον αισθητικό ή συμβολικό χαρακτήρα των τοπίων. 19

3.2 Η συζήτηση στην Ευρώπη και ο Ισπανικό Άτλαντα για το Τοπίο Παράλληλα με το θεσμικό πλαίσιο εξελίσσεται και η ευρύτερη επιστημονική συζήτηση για το τοπίο, πέραν τη γεωγραφία στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Σύμφωνα με τη Μαρία Γούλα (βλ. Γούλα στο Μανωλίδη 2003, 15-6), κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα η αρχιτεκτονική τοπίου 1 ω εφαρμοσμένη τέχνη που ασχολείται με το σχεδιασμό του τοπίου, περιορίστηκε τόσο ω προ το αντικείμενό τη όσο και γεωγραφικά, με αποτέλεσμα τη συχνή υποβάθμισή τη σε συνοδευτική, διακοσμητική πρακτική 2. Παράλληλα η θεωρία τροφοδότησε σειρά γνωστικών πεδίων, που όμω παρά το ενδιαφέρον των επιμέρου προσεγγίσεών του παραμένουν μονομερεί. Μετά από μακρόχρονη απουσία του τοπίου από κάθε συζήτηση, στη δεκαετία του 90, το τοπίο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το κλίμα 1 Ο όρο «αρχιτεκτονική τοπίου προκύπτει ω μετάφραση του αντίστοιχου αγγλικού Landscape Architecture, που χρησιμοποίησε ο Frederick Law Olmsted, για να δηλώσει, στα τέλη του 19ου αιώνα, μόλι κάποιε δεκαετίε μετά από την επίσημη έναρξη τη πολεοδομία ω πεδίου, μια διαφορετική πρακτική, αυτή του σχεδιασμού του μη κτισμένου χώρου. Στι χώρε όπου δεν αναπτύχθηκε ω αυτόνομο πεδίο Νότια, Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, με ελάχιστε εξαιρέσει όπω π.χ. η Γερμανία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία κ.λπ κάλυψε το κενό ο δασολογικό και γεωπονικό κλάδο, με αποτέλεσμα τον περιορισμό του αντικειμένου στη διαχείριση τη βλάστηση, την αποξένωσή του από τα αστικά κέντρα και με σοβαρέ αδυναμίε στον γενικότερο σχεδιασμό. Πρόσφατα μόνο έγινε μια προσπάθεια ανασυγκρότηση του αντικειμένου τη αρχιτεκτονική τοπίου με δυο βασικού άξονε : την έμφαση στο σχεδιασμό και στον διεπιστημονικό χαρακτήρα των προσεγγίσεων. 2 Η γενικευμένη αυτή άποψη κατά μεγάλο ποσοστό οφείλεται στην αδυναμία των αρχιτεκτόνων τοπίου να συμμετέχουν ενεργά στα ζητήματα κατασκευή και διαχείριση του σύγχρονου τοπίου. Ταυτόχρονα όμω είναι αποτέλεσμα τη κυρίαρχη διχοτομία ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, που καθόρισε για μεγάλο διάστημα τη θεωρητική σκέψη και στην αρχιτεκτονική. προσεγγίσεων του σχεδιασμού του δημόσιου χώρου και τη αρχιτεκτονική γενικότερα. Σήμερα, συνεχίζει η Γούλα, το μαζικό ενδιαφέρον για το τοπίο, αποτέλεσμα τη διάδοσή του την τελευταία εικοσιπενταετία, εγγράφεται σε ένα σχετικά νέο, αλλά αντιφατικό πλαίσιο ύστερου καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από τη μια μεριά από «ορθέ» συμπεριφορέ απέναντι στη φύση, τι οποίε επιχειρεί να εντάξει στι κοινωνικοοικονομικέ του δομέ : κοινέ πολιτικέ για προστασία, ποσοτικέ αναλύσει τη έννοια τη αειφορία, κοινωνική αποδοχή ακτιβιστικών συμπεριφορών. Από την άλλη, χαρακτηρίζεται από μια τεχνοκρατική και εξατομικευμένη άσκηση του δικαιώματο στη φύση που συχνά αντιφάσκει με τι προθέσει τη αειφορία που προϋποθέτουν κοινωνική συναίνεση. Ειδικά σε χώρε όπου ο πολεοδομικό έλεγχο δεν υφίσταται, το ανανεωμένο λεξιλόγιο τη δεκαετία του 90 (βιοποικιλότητα, αειφόρο ανάπτυξη, οικολογία τοπίου) έρχεται σε αντίφαση με οικοδομικέ δραστηριότητε, έχοντα πολλέ φορέ ω αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με άλλα σύγχρονα μακροοικονομικά φαινόμενα, την εγκατάλειψη τη αγροτική γη (Μαρία Γούλα στο Μανωλίδη 2003:18). Οι Λουλούδη, Μπεόπουλο & Τρούμπη (2005:16) διαβλέπουν τι τελευταίε δεκαετίε μια αντίστοιχη αυξανόμενη κοινωνική ζήτηση και επιστημονικό ενδιαφέρον ειδικά για τα τοπία τη υπαίθρου. Παράλληλα παρατηρείται μια βαθύτερη αλλαγή στου στρατηγικού στόχου τη αγροτική ανάπτυξη : σταδιακά η αντίληψη του αγροτικού χώρου ω προνομιακού πεδίου άσκηση τη γεωργία δίνει τη θέση τη στη σμίλευση των διασυνδέσεων του πρωτογενού τομέα με υποστηρικτικέ, συμπληρωματικέ δραστηριότητε, που εξασφαλίζουν όχι μόνο την οικονομική αλλά, εξίσου, την κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα τη γεωργική απασχόληση. Κατά συνέπεια, δεν είναι πλέον αρκετό ο μονοτομεακό σχεδιασμό και προγραμματισμό τη αγροτική πολιτική. Σταδιακά από τα τέλη τη δεκαετία του 1960, και πιο αποφασιστικά από τα μέσα τη δεκαετία του 1980, αντικαθίσταται από την πολυτομεακή προσέγγιση. Υπό αυτή την οπτική η ύπαιθρο αντιμετωπίζεται ω χώρο εκδήλωση μια «πολυλειτουργική γεωργία», η βιωσιμότητα τη οποία εξαρτάται από τον βαθμό άρθρωση οργανικών σχέσεων συνεργασία, ανταλλαγή, συμπληρωματικότητα και ανταγωνισμού μεταξύ αυτή και των υπόλοιπων τομέων οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική δράση ενό αγροτικού κόσμου, μερικώ ή πλήρω, αλλά πάντω συνεχώ αστικοποιούμενου. Στα πλαίσια αυτά διευρύνεται και η συζήτηση για τα τοπία τη υπαίθρου που αντικαθιστούν σταδιακά τα αγροτικά τοπία ω έννοια και ω προσέγγιση. Αντίστοιχα, από τα μέσα του 20ού αιώνα, σε μια σειρά περιοχών έρευνα που ασχολούνται με τη μελέτη, το σχεδιασμό και τη διαχείριση του τοπίου αρχιτεκτονική, αστικό σχεδιασμό, πολεοδομία, αρχιτεκτονική τοπίου κ.λπ, διαμορφώνεται ένα νέο πλαίσιο προβληματισμού που αφορά τα τεκμήρια συγκρότηση του χώρου αλλά και τα κριτήρια προσέγγισή του. Έτσι εισάγονται έννοιε όπω, τόπο, αστικό τοπίο, δημόσιο χώρο, και αρχίζει σταδιακά να αναγνωρίζεται ο ρόλο τη διαδικασία πρόσληψη και κατανόηση, υπό την έννοια ότι ο χώρο και οι σημασίε του ποικίλλουν. Δίνεται λοιπόν για πρώτη φορά βάρο στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία προσπαθεί να κατανοήσει του μηχανισμού που διέπουν τα ζητήματα του τοπίου, στον τρόπο που αναζητά την εσωτερική λογική συνοχή συστημάτων σκέψη και συμπεριφορά, στο πού δηλαδή στέκει κανεί για να μιλήσει για την πόλη, τι εξετάζει, ποια ερωτήματα θέτει, πώ προσεγγίζει και πώ συναρμολογεί τι ποικίλε πληροφορίε που συλλέγει. Υπό το πρίσμα αυτό το αστικό τοπίο εξετάζεται ω προϊόν διασυνδέσεων μια συνεχού διαδικασία, ω πεδίο πολλαπλών και πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων στο οποίο εξελίσσονται κάθε φορά περισσότερε από μια ιστορίε. 20