25 Ιουνίου 2014 ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Απαντήσεις Επαναληπτικών Θεμάτων Πανελληνίων Εξετάσεων Ημερησίων Γενικών Λυκείων ΟΜΑ Α ΠΡΩΤΗ A1. α. Εκλεκτικοί: Πολιτικός σχηματισμός που είχε μικρότερη απήχηση στον λαό και συγκροτήθηκε κατά την διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης του 1862-1864. Ήταν μια ετερόκλητη παράταξη εξεχόντων πολιτικών, λογίων και αξιωματικών με μετριοπαθείς θέσεις, η οποία προσπαθούσε να μεσολαβεί μεταξύ των άλλων παρατάξεων και να υποστηρίζει σταθερές κυβερνήσεις. β. Στρατιωτικός σύνδεσμος: Μυστική ένωση στρατιωτικών, οι οποίοι πραγματοποίησαν το κίνημα στο Γουδί, στις 15 Αυγούστου του 1909, εκφράζοντας την γενικότερη δυσαρέσκεια όλων των κοινωνικών τάξεων. Εξέφρασε αιτήματα που αφορούσαν μεταρρυθμίσεις στο στρατό, στη διοίκηση, στην εκπαίδευση και τη δημοσιονομική πολιτική. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος δεν εγκαθίδρυσε δικτατορία, αλλά προώθησε τα αιτήματά του μέσω της Βουλής. Υπό την πίεση του Στρατιωτικού Συνδέσμου η Βουλή ψήφισε, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία και συζήτηση, μεγάλο αριθμό νόμων που επέφεραν ριζικές αλλαγές. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος διαλύθηκε στις 15 Μαρτίου του 1910, έχοντας πετύχει τις επιδιώξεις του. γ. Κρητικό Σύνταγμα (1899): Το σχέδιο για την ψήφιση του κρητικού συντάγματος ανέλαβε η 16μελής επιτροπή του νέου πολιτικού σχήματος της Κρήτης, της Κρητικής Πολιτείας. Μετά την ανάδειξη των πληρεξουσίων της Κρήτης, η Κρητική Βουλή ψήφισε το Κρητικό Σύνταγμα κατά το πρότυπο του ισχύοντος ελληνικού. Αφού εγκρίθηκε από το Συμβούλιο των Πρέσβεων των Προστάτιδων δυνάμεων στην Ρώμη, τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον ηγεμόνα, όπως ονομάστηκε ο Ύπατος Αρμοστής, υπερεξουσίες που εύκολα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συμπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισμό αρμοδιοτήτων δημιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης. Γι αυτό το λόγο η τριανδρία της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης και άλλοι δεκαπέντε επιφανείς πολίτες στις 26 Φεβρουαρίου του 1905 συνέταξαν και υπέγραψαν την προκήρυξη με την οποία ζητούσαν την μεταβολή του συντάγματος της Κρητικής Πολιτείας. 1
Α.2 α Σωστό β Λάθος γ Σωστό δ Σωστό ε Λάθος B.1 α) Σχολικό βιβλίο, σελ. 72: «Το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας ανάπτυξη της ελληνικής κοινωνίας». β) Σχολικό βιβλίο, σελ. 73: «Όμως ανεξάρτητα από τις επιδράσεις προοδευτικά συντηρητικά)». Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως θεματική πρόταση της παραγράφου ότι το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας για τους άνδρες αποτέλεσε παγκόσμιας πρωτοπορίας. B.2 Σχολικό βιβλίο, σελ. 219-220: «Τα γεγονότα μετά τις 12 Οκτωβρίου 1912 εξελίχθηκαν ταχύτατα ΕΤΗ ΑΓΩΝΙΑΣ». 2
ΟΜΑ Α ΕΥΤΕΡΗ [ Οι απαντήσεις που δίνονται είναι ενδεικτικές.] Γ.1 Σχολικό βιβλίο, σελ. 80-81 Πρόλογος: Αναφορά στο θέμα καθενός κειμένου. Αξίζει να αναφερθεί ότι το πρώτο (Α) κείμενο αποτελεί απόσπασμα από τις προγραμματικές δηλώσεις του Τρικούπη κατά την διάρκεια των εργασιών της νέας Βουλής στις 26 Φεβρουαρίου 1882. Μεταβατική παράγραφος: Είναι χρήσιμο να παρουσιαστούν κάποια στοιχεία για τον χρόνο εμφάνισης του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική ζωή της χώρας, ως ανεξάρτητος βουλευτής και την εισαγωγή της αρχής της δεδηλωμένης, το 1875, ως μοναδικής λύσης για την αντιμετώπιση της πολιτικής αστάθειας του τόπου. Το διάστημα μεταξύ του 1875 θεμελιώθηκαν (σελ. 80). Οι αντίθετοι με την πολιτική του Τρικούπη από εκείνες του Χ. Τρικούπη (σελ. 81). α. Το τρικουπικό κόμμα ήδη από το 1875 παρουσίασε ένα συστηματικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της χώρας, αρκετά κοντά στις αντιλήψεις του Κουμουνδούρου (σελ. 80). Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει ο Τρικούπης στον προγραμματικό του λόγο στόχευε στην ανόρθωση του τόπου του. Αρχικά, λοιπόν, είναι γνωστό ότι το τρικουπικό κόμμα προέβλεπε την συγκρότηση ενός κράτος δικαίου, δηλαδή την θέσπιση νόμων, σύμφωνα με τους οποίους θα οργανωνόταν και θα λειτουργούσε το κράτος. Είναι γνωστή η άποψή του για την διάκριση των εξουσιών σε αντίθεση με τον συγκεντρωτισμό και τον έλεγχό τους από το κόμμα που υποστήριζε ο Δηλιγιάννης (σελ. 81). Επιπλέον, είναι γνωστό ότι ο Τρικούπης επιθυμούσε τον εξορθολογισμό της διοίκησης, κυρίως με τον καθορισμό των προσόντων των δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να περιοριστεί η ευνοιοκρατία. Ακόμη στόχευε στην ανάπτυξη της οικονομίας και κυρίως στην ενίσχυση της γεωργίας, στην βελτίωση της άμυνας και της υποδομής της χώρας, κυρίως του συγκοινωνιακού δικτύου (σελ. 80). Είναι γνωστό ότι ο Τρικούπης θεωρούσε το κράτος μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης και επεδίωκε τον 3
εκσυγχρονισμό με κάθε κόστος, ενώ ο Δηλιγιάννης δημόσιων θέσεων (σελ. 81). Όπως χαρακατηριστικά επιβεβαιώνεται από τις πληροφορίες του δεύτερου (Β) κειμένου, ο Δηλιγιάννης υποστήριζε την μείωση των δημόσιων δαπανών, για να ελαττωθεί η φορολογική επιβάρυνση των πολιτών. Επιπρόσθετα παρουσιάζει μια καινούρια, όπως σχολιάζει, ιδέα που υποστηρίχθηκε από τον Δηλιγιάννη για εθνική εργασία. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι ο κράτος έπρεπε να ακολουθήσει μια πολιτική λιτότητας στις δαπάνες και στην φορολογία, ώστε όλες οι κοινωνικές τάξεις να βρίσκονται σε συνεργασία με το κράτος. Επίσης, είναι γνωστό ότι στα εδάφη της Θεσσαλίας παραδοσιακές παραγωγικές δραστηριότητες. Ο συντάκτης του δεύτερου κειμένου επιβεβαιώνει τις παραπάνω πληροφορίες, αφού αναφέρει ότι ο Δηλιγιάννης υποστήριζε της σταδιακή, φυσική αύξηση της εγχώριας παραγωγής από όλους τους ενεργούς οικονομικά παράγοντες του ελληνικού πληθυσμού. β) Για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος ο Τρικούπης προχώρησε σε οργανωτικές μεταβολές και στην βελτίωση των οικονομικών του κράτους, με την αύξηση των φόρων και την σύναψη δανείων (σελ. 80). Όπως υποστήριξε και ο Τρικούπης στον λόγο του το 1882, έπρεπε να υπάρχει ένα πραγματικό και όχι πλαστό ισοζύγιο, το οποίο θα μπορούσε να εξασφαλιστεί με το να θέσει φραγμούς στις υπερβάσεις της Βουλής, όπως χαρακτηριστικά δηλώνει και ο ίδιος στον δοθέντα λόγο του. Επίσης, έπρεπε να υλοποιηθεί κάθε θυσία που θα ενίσχυε τις βιομηχανικές δυνάμεις της χώρας, την συγκοινωνία και κάθε υλική δύναμη. Γι αυτό έπρεπε αναπτυχθούν οι παραγωγικές δυνάμεις του κράτους και οι πόροι τους, καθώς και να ενισχυθούν. Χαρακτηριστικά ο συντάκτης του τρίτου (Γ) κειμένου επικαλείται κάποια στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία το 68% των δανείων αφιερώθηκαν στα έργα για την κατασκευή σιδηρόδρομου, εκ των οποίων το 75% αντλήθηκε από τις διεθνείς χρηματαγορές. Ο συντάκτης σχολιάζει ότι επρόκειτο για μια ασυνήθιστα αυξανόμενη και υψηλή επιβάρυνση των φορολογούμενων. Επιπλέον, κάνει λόγο για την ύπαρξη έμμεσων φόρων, οι οποίοι αυξήθηκαν από 50% το 1863 σε 68% το 1890. Αντίθετα, το ποσοστό των εσόδων από τα αγροτικά προϊόντα μειώθηκαν από 48% σε 22%, εξαιτίας της φορολόγησης. Ακόμη, επιβάλλονταν δασμοί με βάση εισπρακτικά κριτήρια. 4
Επίσης, είναι γνωστό ότι παρείχε κίνητρα στην ιδιωτική πρωτοβουλία για επενδύσεις. Μέχρι το 1870 το κράτος αποτελούσε ο Χαρίλαος Τρικούπης. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του συντάκτη του τρίτου κειμένου, δεν υπήρξε καμία επιβάρυνση για τα μερίσματα των μετοχών, ενώ φορολογούνταν ελάχιστα τα έσοδα από το κεφάλαιο και τα κέρδη των τραπεζών. Στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η παροχή κινήτρων για την μεταφορά κεφαλαίων στην Ελλάδα. Οι Τρικουπικοί, όπως είναι γνωστό, ακολούθησαν με συνέπεια το πρόγραμμα αυτό, το οποίο όμως είχε ως αποτέλεσμα την εξάντληση των φορολογούμενων και την υπερβολική επιβάρυνση του προϋπολογισμού. Το 1893 το κράτος κήρυξε πτώχευση. Επίλογος: Εν κατακλείδι, η συνεχής διαδοχή του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη στην εξουσία, ο οποίος βρισκόταν στον αντίποδα του εκσυγχρονιστικού προγράμματος του Τρικούπη, οδήγησε την χώρα σε πολιτικό αδιέξοδο και σε παρακμή. Ωστόσο, τέθηκαν τα θεμέλια του εκσυγχρονισμού από τον Τρικούπη, για να ολοκληρωθεί ο εκσυγχρονισμός στην συνέχεια από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 5
Δ.1 Για το α ερώτημα, σχολικό βιβλίο, σελ. 138-139. Για το β ερώτημα, σχολικό βιβλίο, σελ. 142-143. Πρόλογος: Αναφορά στο θέμα των κειμένων που δίνονται. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο συντάκτης του δεύτερου κειμένου παραθέτει την μαρτυρία του κύριου Mancient, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής και των σφαγών που συνέβησαν στην Φώκαια. Επίσης, το τρίτο κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την μαρτυρία της Άννας Παρή, όπου μεταφέρει την εμπειρία της από την επιστροφή της στην πατρίδα της, στο χωριό Αδραμύττι, μετά τον τερματισμό του Α Παγκοσμίου πολέμου. Μεταβατική παράγραφος: Αξιοποίηση και περιληπτική απόδοση των πληροφοριών του σχολικού βιβλίου, σελ. 138, Η ελληνική παρουσία σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας. Κύριο μέρος: α. Είναι γνωστό ότι τους πρώτους μήνες του 1914 των Γερμανών, συμμάχων των Τούρκων (σελ. 138). Την συμβολή των Γερμανών στο διωγμό των Ελλήνων της δυτικής Μ. Ασίας επιβεβαιώνει και ο συντάκτης του δεύτερου κειμένου. Η εκκένωση μεθοδεύτηκε πρώτα με την γνωστή ανθελληνική εκστρατεία του τουρκικού τύπου σε βάρος των Ελλήνων (σελ. 138). Ο συντάκτης του δεύτερου κειμένου αναφέρει τις άγριες απελάσεις, την τρομοκρατία, τις δολοφονίες και τις βιαιότητες που ακολουθήθηκαν από τους Τούρκους με την βοήθεια των Γερμανών, λαμβάνοντας η εκκένωση όλα τα στοιχεία μίας υποτιθέμενης, όπως σχολιάζει στρατιωτικής ανάγκης. Ως επιβεβαίωση όλων αυτών, επικαλείται την μαρτυρία του κύριου Mancient, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφής και των σφαγών που συνέβησαν στην Φώκαια και προξένησαν μεγάλη συγκίνηση στη Μασσαλία, που ιδρύθηκε από άποικους που προέρχονταν από την ομώνυμη αρχαία ελληνική αυτή πόλη. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Mancient, όλο το βράδυ γίνονται λεηλασίες, ενώ το ξημέρωμα ορδές Τούρκων πυρπολούσαν την Φώκαια. Οι κάτοικοι στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν έβγαζαν κραυγές τρόμου, αφού δεν υπήρχαν βάρκες να τους μεταφέρουν, διότι οι Τούρκοι τις είχαν εξαφανίσει από το προηγούμενο βράδυ. Απόδειξη της καθολικότητας του 6
φόβου των κατοίκων ήταν ο πνιγμός μιας μάνας και του παιδιού της σε εξήντα εκατοστά νερό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Mancient. Όπως διατυπώθηκε παραπάνω, ο διωγμός ξεκίνησε τον Μάιο. Περισσότερες πληροφορίες για τις φάσεις και την διάρκεια του διωγμού, μας παρέχει ο συντάκτης του πρώτου κειμένου. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Félix Sartiaux, ο διωγμός εξελίχθηκε σε δυο φάσεις. Η πρώτη ξεκίνησε στα τέλη Μαΐου, έλαβε έντονη διάσταση το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου με καταστροφές και συντρίμμια και διήρκεσε μέχρι τον Ιούλιο, όταν ξέσπασε ο Α παγκόσμιος πόλεμος και επέτρεψε στους Τούρκους να θέσουν σε εφαρμογή νέα και πιο διευρυμένα σχέδια. Ο πληθυσμός που είχε πληγεί μεταξύ Μαΐου και Ιουλίου του 1914 κυμαινόταν από 150.000 ως 200.000, ενώ ο αριθμός αυξήθηκε κατά την διάρκεια της δεύτερης φάσης από 700.000 έως 800.000, όπως μαρτυρούν τα στατιστικά στοιχεία που επικαλείται ο Félix Sartiaux. Η Σμύρνη απειλήθηκε σοβαρά, ενώ όσοι πληθυσμοί δεν κατάφεραν να διαφύγουν προς την Ελλάδα και τα νησιά, αφανίστηκαν. Εντωμεταξύ, όπως είναι γνωστό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κήρυξε σε πολλές χιλιάδες (σελ. 138-9). β. Όπως είναι γνωστό, η επιστροφή των προσφύγων στην Μικρά Ασία μερικώς ή εντελώς καταστραφεί (σελ. 142-143). Ανάλογες, πληροφορίες αντλούμε από το τρίτο κείμενο, όπου η Άννα Παρή αναφέρει ότι κατά την επιστροφή της στο Αδραμύττι, το 1920, ύστερα από τον διωγμό που υπέστη το 1914 και την διαμονή της στην Μυτιλήνη, το βρήκαν κατεστραμμένο. Η έκπληξή τους ήταν μεγάλη, όταν αντίκρισαν τα σπίτια τους σε ελεεινή κατάσταση, μισοχαλασμένα από την έλλειψη συντήρησης και τους δρόμους βρώμικους. Επίσης, είναι γνωστό ότι σε κάποιες περιοχές, σε σπίτια Ελλήνων είχαν εγκατασταθεί Μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τις Βαλκανικές χώρες (σελ. 143), κάτι που επιβεβαιώνεται από την Άννα Παρή, η οποία αναφέρει ότι κατά την επιστροφή τους στο Αδραμύττι έδιωξαν τους Βόσνιους Τούρκους από τα σπίτια τους. Στα πλαίσια της «Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης» ιδρύθηκε η γνωστή «Υπηρεσία Παλιννοστήσεως και Περιθάλψεως», η οποία τους βοήθησε να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και στις ασχολίες τους. Η Άννα Παρή καταθέτει την προσωπική προσπάθεια των κατοίκων να αποκατασταθούν στα σπίτια τους και να 7
στήσουν σταδιακά το νοικοκυριό τους. Ταυτόχρονα, αναφέρει ότι οι ντόπιοι Τούρκοι τους συμπεριφέρονταν ευγενικά και τους αποπλήρωσαν τα παλιά τους χρέη, αφού σύμφωνα με την Άννα Παρή τους είχαν ανάγκη, επειδή βρίσκονταν σε ελληνική κατοχή. Έτσι, κατόρθωναν να ζουν ήρεμα. Βέβαια, είναι γνωστό ότι αυτές οι ειρηνικές μέρες δεν κρατούσαν για πολύ, αφού λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1922, θα έπαιρναν πάλι το δρόμο της προσφυγιάς. Επίλογος: Εν κατακλείδι, τα συχνά και πολυάριθμα κύματα των προσφύγων που κατέφθαναν στην Ελλάδα από την πρώτη δεκαετία του 20 ου αιώνα θα λάβουν οριστική μορφή με την μικρασιατική καταστροφή και το 1.220.000 προσφύγων που έφτασε στην Ελλάδα μετά τον ξεριζωμό τους από τις πατρογονικές τους εστίες. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης και της Συμφωνίας της Άγκυρας, το ελληνικό κράτος αντέδρασε μάλλον επαρκώς για την αντιμετώπιση των αναγκών των προσφύγων και την αποκατάστασή τους, ενώ οι πρόσφυγες εργάστηκαν σκληρά, για να ξαναδημιουργήσουν αυτά που έχασαν μετά την καταστροφή. 8