ΣΤΕΛΛΑ Π. ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ Οι δυνατότητες επιστημονικής έρευνας σ εκείνες τις αρχαίες πόλεις που Βρίσκονται κάτω από σύγχρονες Η ανακοίνωση τούτη θα δώσει μερικά στοιχεία για το επιστημονικό έργο που συντελείται σε εκείνες τις πόλεις της αρχαίας Ελλάδας που έχουν την ατυχία (ή την τύχη); να σκάβονται σιγά-σιγά στα πλαίσια των αναγκαστικών σωστικών ανασκαφών των Εφορειών Αρχαιοτήτων. Δεν θα ασχοληθούμε άμεσα με το σύγχρονο αστικό περιβάλλον, παρά μόνον έμμεσα, με το αν, πώς και πόσο αυτό επηρεάζει την επιστημονική έρευνα των αρχαίων πόλεων. Επίσης δεν θα ασχοληθούμε με τις περιπτώσεις σωστικών ανασκαφών που αποκαλύπτουν Ιερά ή προϊστορικούς οικισμούς. Κατ αρχήν ας ξεχωρίσουμε τις αρχαίες πόλεις σε εκείνες που εγκαταλείφθηκαν σε κάποια φάση της ιστορίας τους, με αποτέλεσμα να είναι ελεύθερες από σύγχρονες οικοδομές σήμερα που ανασκάπτονται συστηματικά και στις πόλεις που αποτελούν το αντικείμενο του Συνεδρίου μας και που για διαφόρους λόγους είναι σήμερα «κτισμένες». Η Αθήνα, η Θήβα, η Χαλκίδα και το Άργος δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ. Αντίθετα, σε άλλες περιπτώσεις, όπως στη Σπάρτη και την Ερέτρια, οι Βαυαροί φρόντισαν να επανιδρύσουν τις πόλεις που ιστορικές και κλιματολογικές συνθήκες είχαν οδηγήσει στην εγκατάλειψη. Αρκετά συχνά οι «άκτιστες» πόλεις καλύπτονται μερικώς από χωριά ή άλλα κτίσματα, τα οποία όμως δεν είναι αρκετά για να προκαλέσουν συνεχείς σωστικές ανασκαφές. Τα προβλήματα των «κτισμένων» πόλεων είναι γνωστά σε αρχαιολόγους και ιδιώτες: σχεδόν σε κάθε εκσκαφή, σε κάθε χαντάκι, σε όλα τα δημόσια και τα ιδιωτικά έργα, εντοπίζονται αρχαία. Τοίχοι που χάνονται προς διάφορες κατευθύνσεις, τοιχάρια που δεν δικαιολογούνται, δάπεδα απλά ή διακοσμημένα, οπτόπλινθοι ή μεγάλοι δόμοι, τεράστιες ποσότητες οστράκων και άλλων μικρών αντικειμένων. Η συχνότητα των ευρημάτων σε συνδυασμό με το κόστος της ανασκαφής και αποτύπωσής τους, αλλά κυρίως το κόστος της καθυστέρησης του έργου και τα συνεπαγόμενα προβλήματα, αποβαίνει εις βάρος όχι μόνο των οικονομικών προϋπολογισμών, αλλά και της επιστημονικής τεκμηρίωσης και δημοσίευσης των αρχαίων. Οι συνεχείς και κατά κανόνα χωρίς σύστημα σωστικές ανασκαφές που διενερ- * Ραυτοπούλου Π. Στέλλα, Αρχαιολόγος Ε' ΕΠΚΑ. 425
ΡΑΥΤ ΟΠΟΥΛΟΥ Π. ΣΤΕΛΛΑ γούν οι Εφορείες Αρχαιοτήτων στα υπό οικοδόμηση οικόπεδα μερικών συγχρόνων πόλεων, πόλεις που για διάφορους λόγους έχουν κτιστεί πάνω σε αρχαίες, αποδίδουν πλούσια μερικές φορές ευρήματα. Τα ευρήματα αυτά απομονώνονται και δεσμεύονται για δημοσίευση. Οι ίδιες όμως οι ανασκαφές έχουν προ πολλού καταντήσει μια υπόθεση ρουτίνας και έχουν κατά συνέπειαν υποβιβαστεί σε μια σειρά υπαλληλικών πράξεων και εγγράφων. Η ανασκαφή και καταγραφή των ευρημάτων είναι μία διοικητική πράξη, ένα έγγραφο με ή χωρίς αριθμό πρωτοκόλλου, που πρέπει να υπάρχει στο σχετικό με την υπόθεση φάκελλο. Η υπόθεση αυτή καθ' αυτή, η μελέτη και δημοσίευση των αρχαίων καταλοίπων ξεπερνιέται πολύ γρήγορα, είτε διότι τα ευρήματα θεωρούνται μη αξιόλογα, είτε διότι έχει ήδη αρχίσει η επόμενη σωστική, σε άλλο οικόπεδο, στην άλλη άκρη της πόλης, που παρουσιάζει άλλα προβλήματα, ενώ παράλληλα προκύπτουν ζητήματα με τα κονδύλια, τους φύλακες, τα επείγοντα έργα Μουσείων, τις προμήθειες, τυχόν επανέκθεση. Υπάρχει μια σειρά από ζητήματα τα οποία άπτονται των διοικητικών πράξεων και υποχρεώσεων του ανασκαφέα δημοσίου υπαλλήλου, υποχρεώσεις αντίστοιχες μεν, αλλά όχι όμοιες με εκείνες του ανασκαφέα-ερευνητή. Ας σημειώσουμε ότι υπάρχουν συνάδελφοι οι οποίοι κατά τα φαινόμενα αντιδρούν διαφορετικά στις συστηματικές και τις σωστικές ανασκαφές που διενεργούν οι ίδιοι. Στη μια περίπτωση αντιμετωπίζουν τα αρχαία αδιάφορα, ενώ στη δεύτερη, όταν μάλιστα έχουν οι ίδιοι μετατρέψει μια σωστική ανασκαφή σε συστηματική, ενδιαφέρονται άμεσα για το κάθε στρώμα και εύρημα. Η μια αποσκοπεί στην πλήρωση μιας τυπικής υποχρέωσης, ενώ η άλλη αποσκοπεί στη μελέτη και δημοσίευση των ευρημάτων. Νομίζω ότι η έρευνα αυτή, η οποία στηρίζεται κυρίως στα δημοσιεύματα του Δελτίου, θα πρέπει να συμπληρωθεί και με στοιχεία από τα αρχεία των κατά τόπους Εφορειών Αρχαιοτήτων, προκειμένου να συγκεντρωθούν σημαντικά «μη επιστημονικά στοιχεία» όπως π.χ. η διάρκεια και το συνεπαγόμενο κόστος της ανασκαφής, καθώς και ο ρυθμός των εργασιών που συχνά επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες. Κατά πόσον επηρεάζει η παρέμβαση του ιδιοκτήτη και η διενέργεια της ανασκαφής με έξοδά του; Αξίζει, εξ άλλου, να αναζητηθούν στοιχεία για την τύχη των αρχαίων, μολονότι ακόμα και αν έχουν διατηρηθεί σε κατάχωση, δεν θα μπορέσουμε ποτέ πια να ελέγξουμε ή να συγκρίνουμε τα δεδομένα μας. Η τελική επιστημονική σύνθεση γίνεται σχεδόν πάντα στο χαρτί και οι αναπαραστάσεις στηρίζονται σε ερμηνείες του γραφείου, διότι δεν είναι πια δυνατή η επιβεβαίωση των μετρήσεων και η παραβολή των στοιχείων μας. Η αναλογία διατηρημένων και διαλυμένων αρχαίων επιδρά γενικώτερα στην επιστημονική ανάλυση, διότι ένα διατηρημένο μνημείο μπορεί να γίνει αντικείμενο πρωτογενών μελετών, ενώ για τα διαλυμένα ή εν καταχώσει διατηρημένα αρχαία, όλοι οι ερευνητές είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένοι να στηριχθούν στις μετρήσεις και τις παρατηρήσεις του ανασκαφέα. Οφείλουμε βέβαια να σημειώσουμε ότι καταστροφές και εξαφανίσεις, διαλύσεις και καταχώσεις δεν συνδυάζονται μόνο με τις σωστικές και επείγουσες ανασκαφές, γιατί δεν είναι λί- 426
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ γες οι περιπτώσεις που «χάθηκαν» αρχαία που είχαν αποκαλυφθεί σε συστηματικότατες ανασκαφές. ΜΕΛΕΤΗ ΜΙΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΠΟΛΗΣ: ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ Σήμερα θα ασχοληθούμε με τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η έρευνα, θέματα που θα πρεπε να αντιμετωπίζει ο ανασκαφέας ως επιστήμων. Τα προβλήματα αυτά επιζητούν επιτακτικά λύση, όχι μόνο διότι άλλαξαν τα επιστημονικά δεδομένα και οι κατευθύνσεις της έρευνας, όσο διότι με τον ρυθμό ανοικοδόμησης των ελληνικών πόλεων, στις πιο πολλές περιπτώσεις έχουν απομείνει άσκαφα ελάχιστα μόνο μέρη, τα οποία πρέπει τώρα πια να λειτουργήσουν ως μάρτυρες για να προσφέρουν τον τελικό έλεγχο των αρχαιολογικών δεδομένων. Η διαφοροποίηση στη θεωρητική προσέγγιση και τις αναλυτικές μεθόδους κατά τις τελευταίες δεκαετίες είναι γνωστή και νομίζω ότι δεν υπάρχει λόγος να σχολιαστεί και εδώ. Οσον αφορά στα στοιχεία που παρουσιάζονται, διευκρινίζω ότι έχουν υποστεί κάποια επεξεργασία προκειμένου να πάρουν ομοιογενή μορφή. Όλες ol ανασκαφές έχουν κατανεμηθεί γεωγραφικά σύμφωνα με τη σημερινή διοικητική διαίρεση των Εφορειών Αρχαιοτήτων, και έχουν ληφθεί υπ οψιν κυρίως τα στοιχεία των Εφορειών Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ενώ υπάρχουν βέβαια και σωστικές σε πόλεις από τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων). Η έκταση πόλεων και ανασκαφών έχουν υπολογιστεί κατά προσέγγιση και η ερμηνεία των ανεσκαμμένων χώρων βασίζεται στα σχόλια που δημοσιεύονται στο Δελτίο, χωρίς καμμιά απόπειρα αλλαγής. Ας πάρουμε τα πράγματα από την ιδανική πλευρά και ας δούμε τί στοιχεία θα έπρεπε να έχει στη διάθεσή του ένας ερευνητής που αποπειράται τη σύνθεση των δεδομένων για μια αρχαία πόλη. Η μελέτη κάθε πόλης στηρίζεται στην τοπογραφική και ιστορική ανάλυση των δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων της, καθώς και στη μεταξύ τους σχέση στο χώρο. Η μνεία τοπογραφικών χαρακτηριστικών ή συγκεκριμένων κτισμάτων σε κείμενα και επιγραφές, μας επιτρέπουν την αναγνώριση και ταύτιση κάποιων ανεσκαμμένων αρχαίων. Ωστόσο σήμερα είναι σημαντική η γνώση της σχέσης δημοσίων και ιδιωτικών εκτάσεων, η εξέλιξη του οικισμού και οι αλλαγές στην έκτασή του, ο τρόπος και οι φάσεις της οχύρωσής του. Τα κτίρια που αποκαλύπτονται μέσα σε αρχαίες πόλεις δεν είναι πάντοτε επώνυμα, ούτε βέβαια είναι εκείνα ακριβώς που είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας. Οι οχυρώσεις σε πολλές αρχαίες πόλεις διακρίνονταν πάντα και έτσι έγιναν νωρίς αντικείμενο αποτυπώσεων και μελετών. Οι συχνές συλήσεις αρχαίων τάφων που περιέχουν ακέραια ή τέλος πάντων ολόκληρα αντικείμενα, (αγγεία, ειδώλια και κοσμήματα) οδήγησαν σε μαζικές ανασκαφές Νεκροπόλεων. Ακολούθησαν αποχωματώσεις μεγάλων δημοσίων κτιρίων, κυρίως Ναών και θεάτρων, που ακόμα και θαμμένα διακρίνονταν εύκολα στην επιφάνεια, ενώ δεν είχαν συνήθως πλούσια και επάλληλα στρώματα. Ολα αυτά τα κτίρια απέδιδαν και πλούσια ευρήματα, γλυπτά 427
ΡΑΥΤ ΟΠΟΥΛΟΥ Π. ΣΤΕΛΛΑ και επιγραφές που μεταφέρονταν σε Μουσεία για να τα στολίσουν. Στη συνέχεια εντοπίστηκαν στοές και Αγορές και κάποια «άτυπα» κτίρια που αποδόθηκαν σε Πρυτανεία κ.λπ. Μικρά ιερά και σπίτια, τράβηξαν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων τις τελευταίες δεκαετίες, όταν πια είχε γνωρίσει ανάπτυξη και ο κλάδος της Προϊστορικής Αρχαιολογίας, αποκαλύπτοντας τελείως «βουβά» ευρήματα, που στηρίζονταν αποκλειστικά και μόνο στην ερμηνεία του αρχαιολόγου-ανασκαφέα. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η μελέτη μιας αρχαίας πόλης απαιτεί ένα αναλογικό και αρμονικό συνδυασμό δεδομένων. Η γνώση κάποιων μεγάλων κτιρίων δεν μας είναι πια αρκετή χωρίς τα συγκριτικά μεγέθη των ιδιωτικών κατοικιών. Η χωροτακτική διαρρύθμιση στο εσωτερικό των πόλεων και η εξέλιξη των δημοσίων κυρίως διαμορφώσεων είναι στοιχεία απαραίτητα για την ανάλυση των διαφόρων κτισμάτων καθαυτών. Η παράλληλη μελέτη των διαδοχικών φάσεων διαφόρων κτιρίων μας δίνει στοιχεία τόσο για την ιστορία της πόλης και την εξέλιξή της, όσο και για την περίοδο χρήσης του συγκεκριμένου κτιρίου. Στις περιπτώσεις των «ελεύθερων» αρχαίων πόλεων, η επιλογή του χώρου μιας ανασκαφής μέσα στα όριά της εξαρτάται από τον Διευθυντή της ανασκαφής. Για πολλούς λόγους, που καλύπτουν ευρύ φάσμα από το ιδιαίτερο προσωπικό ερευνητικό ενδιαφέρον, μέχρι την ανθρώπινη ματαιοδοξία (ανεύρεση εντυπωσιακών αντικειμένων) αλλά και το τι θεωρείται άξιο απαλλοτριώσεως, οι συστηματικές ανασκαφές επικεντρώνονται ακόμη και σήμερα σε μεγάλα κτίρια και δημόσιους χώρους. Αντίθετα στις «κτισμένες» πόλεις, όπου δεν γίνεται επιλογή του χώρου της ανασκαφής, γνωρίζουμε αποσπασματικά βέβαια και τα τείχη και κάποια δημόσια κτίρια και μερικά απλά ιδιωτικά σπίτια και έχουμε μια διαχρονική ποικιλία ευρημάτων, που θα μπορούσε να μας δώσει στοιχεία για την εξέλιξη του οικισμού. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ Ας αρχίσουμε από τα πιο γενικά που αντιμετωπίζουμε όλοι, όπως οι δημοσιεύσεις: όλοι οι συνάδελφοι, Έλληνες και ξένοι, έχουμε κάποια στιγμή αντιμετωπίσει το πρόβλημα της προσπέλασης των αρχαιολογικών δεδομένων δια των δημοσιεύσεων. Δεν αναφέρομαι τόσο στις δημοσιεύσεις υλικού, δηλαδή μεμονωμένων ευρημάτων, τα οποία συχνά δεσμεύονται για χρόνια πολλά, όσο για την απουσία συστηματικών δημοσιεύσεων των σωστικών ανασκαφών. Το Αρχαιολογικό Δελτίο, ακόμα και όταν δημοσιεύει τις σύντομες αναφορές στο έργο των Εφορειών, δημοσιεύει προκαταρκτικές ανακοινώσεις, αντίστοιχες με εκείνες των Archaeological Reports ή των Chroniques de Fouilles. Πόσες είναι οι σωστικές ανασκαφές που φθάνουν σε μια τελική μορφή δημοσίευσης; Εδώ και καιρό έχει σχολιαστεί το γεγονός ότι τα ελληνικά επιστημονικά περιοδικά φιλοξενούν κυρίως μελέτες ευρημάτων και όχι ανασκαφικών συνόλων, και δυστυχώς τα συμπεράσματα αυτά πρέπει να επαναλάβω και εγώ σήμερα. Στα «ευρήματα» kol όχι στις «ανασκαφές» θα μου επιτρέψετε να περιλάβω και τις δημοσιεύσεις μεμονωμένων τάφων, σε αντίθεση με τα Νεκροταφεία που συνήθως αποδεικνύονται πολυπλοκό- 428
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ τατα στη δημοσίευσή τους. Για να μην αποδίδουμε όμως όλα αυτά τα ζητήματα στο σωστικό χαρακτήρα των ανασκαφών, πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αυτή η διαφοροποίηση έχει σχέση και με τις κατευθύνσεις της έρευνας και με τις ιδέες και μεθόδους που εισήγαγε η «Νέα Αρχαιολογία». Από την άλλη πλευρά οι δημοσιεύσεις συστηματικών ανασκαφών περιλαμβάνουν κατά περίπτωση κεφάλαια ή και ολόκληρους τόμους όπου δημοσιεύονται τα ανασκαφικά δεδομένα. Μερικές παλιές δημοσιεύσεις αξίζουν ιδιαίτερης μνείας για τη συστηματικότητα και διορατικότητα των συγγραφέων τους. Είναι χαρακτηριστικό το ότι δεν έχουν γίνει συνθετικές εργασίες για την τοπογραφία αρχαίων πόλεων κάτω από νέες - εκτός από ελάχιστες όπως είναι το μνημειώδες έργο του I. Τραυλού για την Αθήνα και το σχετικά πρόσφατο του Σ. Συμεόνογλου για τη Θήβα. Ο W. Hoepfner στο μεγάλο και ιδιαίτερα σημαντικό βιβλίο «Haus und Stadt» μελετάει 12 συνολικά πόλεις - όλες με κανονική πολεοδομική οργάνωση (πλην Δήλου) και όλες γνωστές από συστηματικές ανασκαφές (πλην Πειραιώς και Αλικαρνασσού[;]). Η Ρόδος και ο Πειραιάς είναι περιπτώσεις κανονικά δομημένων πόλεων, που η εκμετάλλευση των αναφορών σε κείμενα, η μελέτη των επιγραφών σε συνδυασμό με τις σωστικές ανασκαφές σε όλη την έκταση της αρχαίας πόλης, μας έδωσε καλά συμπεράσματα. Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, από τη συνεχή εναλλαγή αρχαιολόγων σε μερικές Εφορείες και τη μοιραία διαφοροποίησή τους σε γνώσεις και ενδιαφέρον. Το τελικό αποτέλεσμα της έρευνας με το συνδυασμό περισσοτέρων ανασκαφών, δηλαδή γειτονικών οικοπέδων, αποδεικνύεται άνισο, μια ανισότητα που σπάνια απηχεί την πραγματικότητα και το ουσιαστικό ενδιαφέρον τη έρευνας στο πεδίο, ούτε βέβαια την αληθινή τοπογραφική και ιστορική σημασία των αρχαιοτήτων. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις ο ανασκαφέας δεν συνειδητοποιεί εγκαίρως την τοπογραφική σημασία ενός συγκεκριμένου οικοπέδου, ή ανακαλύπτει τη σχέση των στρωμάτων πολύ μετά την αφαίρεσή τους. Η ανάμειξη στο έργο της παρακολούθησης των εκσκαφών και αποτύπωσης των ανασκαφών και άλλων κλάδων υπαλλήλων (φυλάκων, εργατών, σχεδιαστών κ.λπ.) περιπλέκει συχνά την κατάσταση. Απλή σύγκριση ανεγερθεισών οικοδομών και διενεργηθεισών ανασκαφών αποδεικνύεται απογοητευτική. Στις περισσότερες συστηματικές ανασκαφές υπάρχει ο Διευθυντής, με ή χωρίς συνεργάτες. Η ανασκαφή εξαρτάται βέβαια από τις γνώσεις και τις προτιμήσεις του, αλλά υπάρχει τουλάχιστον μια συνέπεια στη μέθοδο που ακολουθεί. Στις σωστικές ανασκαφές, ο κάθε συνάδελφος εφαρμόζει το δικό του σύστημα, κρατάει ημερολόγιο με το δικό του τρόπο, φωτογραφίζει και σχεδιάζει ό,τι κρίνει άξιο αποτύπωσης, διαλέγει την κεραμεική όπως εκείνος νομίζει κ.λπ. Δυστυχώς δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις αρχαίων τοίχων που σταματούν απότομα στα όρια του συγχρόνου οικοπέδου, ή μάλλον συνεχίζουν και στο όμορο οικόπεδο σχηματίζοντας τεθλασμένη. Δεν χρειάζεται να σημειώσουμε τις περιπτώσεις που γειτονικά δωμάτια ενός αρχαίου σπιτιού, καταστράφηκαν σε διαφορετικές εποχές πριν καταλήξουν σε διαφορετικά σύγχρονα οικόπεδα, ούτε και αποθέτες kol στρώματα καταστροφής που καταλήγουν σε ευθείες. 429
ΡΑΥΤ ΟΠΟΥΛΟΥ Π. ΣΤΕΛΛΑ Άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι το ότι για διαφόρους λόγους οι περισσότερες από τις αρχαίες πόλεις που σκάβονται οικόπεδο-οικόπεδο είναι πόλεις χωρίς κανονικό πολεοδομικό σύστημα: Η Αθήνα, η Σπάρτη, η Θήβα, η Χαλκίδα, και η Ερέτρια είναι πόλεις παλιές, αρχαϊκές, που αναπτύχθηκαν καί εξαπλώθηκαν σιγά-σιγά. Δεν απέκτησαν ποτέ κανονικό πολεοδομικό σύστημα με σχεδιασμένους οριζόντιους και κάθετους δρόμους, όπως είχε η Ρόδος. Μερικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας επιβίωσαν ανά τους αιώνες και μολονότι το μέγεθος τους αυξομειωνόταν, η παρουσία του ανθρώπου και κατά συνέπειαν τα κατάλοιπα των δραστηριοτήτων του ήταν συνεχή. Η απουσία προκαθορισμένου πολεοδομικού σχεδίου στις αρχαίες αυτές πόλεις μας στερεί τη δυνατότητα εξαγωγής συμπερασμάτων δι επαγωγής. Η ανασκαφή τμήματος αρχαίας οδού μας δίνει μεν μια κατεύθυνση κύριου ή δευτερεύοντος άξονος, αλλά δεν μας δίνει ούτε το σχήμα ούτε το μέγεθος του αρχαίου οικοδομικού τετραγώνου, ούτε βέβαια η ανασκαφή μέρους μιας αρχαίας οικίας μπορεί να μας δώσει το συνολικό μέγεθος της ή την εσωτερική διαρρύθμιση του υπολοίπου κτιρίου. Η μόνη μη σχεδιασμένη πόλη της αρχαιότητας που έχει αποκαλυφθεί σε μεγάλη έκταση, με τέτοιο τρόπο που φαίνεται η διαμόρφωση των δρόμων και των οικοδομικών τετραγώνων είναι η Δήλος. Η εμπορική αυτή πόλη αποτελεί γενικά εξαίρεση: Οι κυριώτερες φάσεις της χρονολογούνται στα ελληνιστικά χρόνια, αλλά είναι σαφές ότι δεν παρενέβη πολεοδόμος να σχεδιάσει δρόμους και σπίτια, παρά ακολουθήθηκαν οι πρωιμότεροι δρόμοι, όπως αυτοί είχαν οριστεί την εποχή της ακμής του ιερού του Απόλλωνα. Και φυσικά, η Δήλος είναι αντικείμενο συστηματικής έρευνας από τη Γαλλίκή Αρχαιολογική Σχολή, και τα αποτελέσματα των πολυετών ανασκαφών δημοσιεύονται σε ξεχωριστή σειρά. Από πλευράς ποσοτικών στοιχείων που μπορούν να αναλυθούν στατιστικά οι σωστικές ανασκαφές μεμονωμένων οικοπέδων μέσα σε πόλεις μπορεί να θεωρηθούν ως ένα ενδιαφέρον δείγμα με τυχαία σειρά και χωρίς λογική σύνδεση. Το σύστημα αυτό μειονεκτεί βέβαια ως προς την ουσιαστική ολοκλήρωση της τεκμηρίωσης και της έρευνας κάποιων κτιρίων ή οικοδομικών συνόλων που μένουν για πολλά χρόνια μερικώς μόνο αποκαλυμμένα. Κατά κανόνα η ανασκαφή των γειτονικών ομόρων οικοπέδων γίνεται λίγα ή πολλά χρόνια αργότερα, όταν πια ο ερευνητής έχει μετατεθεί και τα ενδιαφέροντα ερωτηματικά που τέθηκαν κατά την αρχική φάση της ανασκαφής έχουν πια ξεχαστεί. Μερικά σημαντικά σύνολα μέσα σε σύγχρονες πόλεις αποτελούν αντικείμενο συστηματικής ανασκαφικής έρευνας από Ξένες Σχολές, την Αρχαιολογική Εταιρεία ή και από την ίδια την Εφορεία. Άλλα, αποκαλυπτόμενα λίγο - λίγο επί σειράν ετών είχαν την τύχη να απαλλοτριωθούν εγκαίρως και να ενταχθούν στον ιστό της σύγχρονης πόλης. Η ευθύνη και η πρωτοβουλία της επιλογής των χώρων που θα γίνουν συστηματικές έρευνες μέσα σε δομημένες περιοχές ανήκει συνήθως στις κατά τόπους Εφορείες, μολονότι παρεμβαίνουν και ενδιαφερόμενοι ερευνητές. Οι Εφορείες φέρουν επίσης την ευθύνη της ένταξης ή εξαίρεσης από το Σχέδιο Πόλεως, με αποτέλεσμα η μορφή και η έκταση των αρχαιολογικών χώρων να είναι αποκλειστική αρμοδιότη- 430
ΝΕΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ τα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Αυτό βέβαια είναι γνωστόν τοις πάσι, αλλά για να επικεντρώσουμε στο θέμα της ανακοίνωσης, θέλω να σημειώσω ότι η επιλογή των περιοχών όπου θα διενεργηθούν συστηματικές ανασκαφές, δεν εξαρτάται μόνο από το τοπογραφικό ενδιαφέρον του χώρου, αλλά και από τις συνθήκες που επικρατούν στη σύγχρονη πόλη. Παρά το επιστημονικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν κάποια αρχαία κτίρια, η συστηματική τους ανασκαφή είναι συχνά από δύσκολη ως αδύνατη. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Κάποια συμπεράσματα βγαίνουν καθαρά και αβίαστα. Τα ανασκαφικά δεδομένα από τις πόλεις που διενεργούμε σωστικές ανασκαφές ως υπάλληλοι είναι πλούσια και θα μπορούσαν να μας δώσουν μια εξαιρετική συνθετική παρουσίαση αυτών των πόλεων. Κατ αρχήν, οι περισσότερες από αυτές τις πόλεις δεν είναι τυχαία ή δευτερεύοντα πολίσματα της αρχαιότητας. Πρόκειται για πόλεις που πήραν ενεργό μέρος σε επαναστατικές εξελίξεις, σε κοινωνικούς αγώνες και πολέμους και έπαιξαν σημαντικό ρόλο τις κρίσιμες φάσεις της αρχαίας ιστορίας. Η εμπορική κίνηση ήταν μεγάλη με όλες τις συνεπαγόμενες επιπτώσεις στην παραγωγή και τη διακίνηση των αγαθών, τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Η ίδρυση του αρχικού οικισμού ανάγεται κατά κανόνα στα προϊστορικά χρόνια, ενώ το τέλος επέρχεται (αν επήλθε ποτέ) στην ύστερη αρχαιότητα. Το σημαντικότερο όμως κατά τη γνώμη μου συμπέρασμα είναι το γεγονός ότι σε όλες αυτές τις αρχαίες πόλεις, έχουμε σκάψει μέρος πολλών και διαφόρων κτισμάτων: μπορεί να μη γνωρίζουμε πόσο αντιπροσωπευτικό είναι το δείγμα που έχουμε, ενώ ποτέ δεν μπορούμε να προβλέψουμε tl θα μας δώσει το γειτονικό οικόπεδο. Μπορούμε όμως να μιλήσουμε για την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης, για τη μορφή και το μέγεθος των σπιτιών της, για την ίδρυση δημοσίων κτιρίων, για την πολιτική διαφοροποίηση και το πως αυτή καθρεφτίζεται στα κτίρια της πόλης. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ Η απόπειρα άρθρωσης προτάσεων που θα απευθύνονται σε συναδέλφους με πείρα πολύ μεγαλύτερη από τη δίκιά μου ίσως ηχεί παράτολμη, ακόμη και θρασεία. Ωστόσο, το γεγονός ότι αντιμετώπισα αντίστοιχα προβλήματα σε διαφορετικές πόλεις, με τελείως διαφορετικά αρχαιολογικά δεδομένα, με οδηγούν στις εξής απλές προτάσεις 1. Απασχόληση, έστω και μερική, αρχιτέκτονος μηχανικού, ει δυνατόν και τοπογράφου, προκειμένου να αποτυπώνουν και να εξαρτούν σωστά τα αποσπασματικά αποκαλυπτόμενα αρχαία, μαζί με το σχετικό βάθος τους. Η ενημέρωση του γενικού τοπογραφικού της αρχαίας πόλης, που υφίσταται κατά κανόνα στις κατά τόπους Εφορείες θα 'πρεπε νάναι δικό τους έργο. 431
ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΥ Π. ΣΤΕΛΛΑ 2. Θέσπιση συγκεκριμένου τύπου αναλυτικού ημερολογίου, ενιαίου για κάθε πόλη, που θα χρησιμοποιείται σε όλες τις ανασκαφές, ώστε να είναι δυνατή η εκ των υστέρων σύγκριση και σύνδεση ίω ν δεδομένων, κυρίως ο συσχετισμός τοίχων και στρωμάτων. 3. Μη δυνατότητα συνολικής δέσμευσης υλικού ανασκαφής για μεταγενέστερη δημοσίευση, παρά μόνο συγκεκριμένων ευρημάτων, μεμονωμένων, ή και συνόλων (ττ.χ. νομισματικοί θησαυροί). 4. Ανάθεση των σωστικών σε πόλεις (που εξ άλλου είναι από τις χειρότερες) σε συναδέλφους που ενδιαφέρονται για το αντικείμενο και που είναι ενήμεροι των τοπογραφικών και στρωματογραφικών προβλημάτων. 432