Ομιλία στο Economist Conference, Αθήνα 16.3.2015 Αξιοπιστία και ανάπτυξη Νίκος Βέττας* (* Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, nvettas@aueb.gr) Με όλες τις ανεπάρκειες και τα προβλήματά της, η ελληνική οικονομία κάλυψε στις δεκαετίες μετά τη δικτατορία πολύ σημαντικό έδαφος. Ήταν μια από τις γρηγορότερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ευρώπη, από τα πρώτα μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και μετέπειτα της ευρωζώνης. Σε αυτό το διάστημα, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών βελτιώθηκε συστηματικά και εμφατικά. Στο τρέχον διάστημα όμως, οι δύο κύριοι παράγοντες που προσδιορίζουν την ανάπτυξη οποιασδήποτε χώρας η ποιότητα λειτουργίας των θεσμών και η δυνατότητα προσέλκυσης κεφαλαίων προσιδιάζουν περισσότερο στα επίπεδα μιας χαμηλού επιπέδου βαλκανικής οικονομίας παρά στο κέντρο της ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, παρατηρείται μια γοργή απαξίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν και πώς είναι δυνατή μια νέα πορεία ουσιαστικής σύγκλισης με τις κεντρικές ευρωπαϊκές οικονομίες ή αν θα βιώσουμε τα επόμενα χρόνια μια έντονη περαιτέρω μείωση των εισοδημάτων, με ό,τι αυτή θα συνεπάγεται. Την ίδια ώρα, αναπτύσσεται κλίμα δυσπιστίας, ορισμένες φορές και εχθρότητας, ανάμεσα στη χώρα μας και στους ευρωπαίους εταίρους. Είναι σαφές και προφανώς επικίνδυνο, ότι υπάρχει πολύ διαφορετική κατανόηση στο εξωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό της για βασικά ζητήματα που την αφορούν. Πιστεύω λοιπόν ότι όλοι έχουν πλήρη συνείδηση της κρισιμότητας των επόμενων λίγων εβδομάδων, ίσως ημερών, για την ελληνική οικονομία. Στο λίγο χρόνο που έχω διαθέσιμο σήμερα, θα αναφερθώ στους σημαντικούς κινδύνους, στις εξίσου σημαντικές ευκαιρίες και στην αξιοπιστία και συνέπεια της πολιτικής ως κύρια προϋπόθεση για μια θετική εξέλιξη. Θα επικεντρωθώ στα βασικά ζητήματα και όχι σε ζητήματα τακτικών κινήσεων και εμφάνισης. Ξεκινώντας από τους κινδύνους, θα πρέπει να αναφερθώ στο ενδεχόμενο μιας εξόδου από τη ζώνη του κοινού νομίσματος. Το κάνω κυρίως γιατί μέσα από τις δυσκολίες που μπορεί να αναδειχθούν στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, είναι πιθανό να προταθεί από ορισμένες πλευρές (λόγω υστεροβουλίας ή και άγνοιας) η έξοδος ως η καλύτερη επιλογή. Η έξοδος από το ευρώ είναι εφικτή τεχνικά, άλλωστε όπου υπάρχει οικονομική αναγκαιότητα, βρίσκεται αργά ή γρήγορα και μια κατάλληλη τεχνική και θεσμική διαδικασία. Από οικονομική πλευρά όμως (ίσως και από πολιτική), μια τέτοια εξέλιξη θα έχει εξαιρετικά υψηλό κόστος για την Ελλάδα και πολύ υψηλό κόστος για την ίδια την ευρωζώνη. Σε κάθε περίπτωση, το συγκεκριμένο ενδεχόμενο θα συνοδευόταν από τα
παρακάτω στοιχεία. Πρώτον, η ίδια η Ένωση δεν θα προχωρούσε ποτέ σε αυτό το βήμα χωρίς να είναι σαφές ότι το σύνολο της ευθύνης θα μπορεί να αποδοθεί πανηγυρικά στην ελληνική πλευρά (ως απόφασή της ή και ως αντικειμενική αδυναμία). Μόνο έτσι θα μπορεί να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης μέσω των αγορών σε άλλους αδύναμους κρίκους. Δεύτερον, θα ακολουθούσε μια περίοδος εμβάθυνσης της πραγματικής οικονομικής ένωσης ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη, με επενδυτική και άλλη υποστήριξη των πιο αδύναμων οικονομιών. Τρίτον, και παρά τις όποιες αρχικές διευθετήσεις, η αντιμετώπιση που θα είχε το μέλος που αποχώρησε από τα υπόλοιπα δεν θα ήταν καθόλου ευνοϊκή δεν θα είχαμε, δηλαδή, ένα «βελούδινο διαζύγιο». Ταυτόχρονα, οι διεθνείς αγορές θα ερμήνευαν μια τέτοια εξέλιξη ως αδυναμία για κάθε ουσιαστική μεταρρυθμιστική πρόοδο και αύξηση της ανταγωνιστικότητας και με την στάση τους θα επιβεβαίωναν αυτή ακριβώς την προσδοκία. Βέβαια, όπως προανέφερα, το κόστος αναμένεται να είναι υψηλό και από την άλλη πλευρά. Η άποψη ότι η Ένωση είναι πλέον προστατευμένη από το ενδεχόμενο μιας ελληνικής εξόδου, αν και συμβατή και με την τρέχουσα τιμολόγηση του ενδεχόμενου από τις αγορές, δεν συνυπολογίζει όλα τα δεδομένα στο βαθμό που θα έπρεπε. Μια έξοδος αναμένεται μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε μια μικρότερη και στενότερη ένωση μόνο των περισσότερο ανταγωνιστικών οικονομιών του «βορρά» και συνολικά σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση δύο ταχυτήτων. Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι ορισμένοι από τους συμμετέχοντες στις σχετικές διαδικασίες φαίνεται πλέον να αντιμετωπίζουν το κόστος μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου ως μη απαγορευτικό, ιδίως σε σύγκριση με το κόστος μιας παρατεταμένης προβληματικής παραμονής. Σε κάθε περίπτωση όμως, και τουλάχιστον σε αυτό το στάδιο, η πλειοψηφία των εταίρων και πιστωτών, δεν διαβλέπει μια ελληνική έξοδο ως την πιθανή εξέλιξη μια ρήξης στις διαπραγματεύσεις, αλλά τον περιορισμό της ελληνικής οικονομίας εντός της Ένωσης, με περιορισμένη ρευστότητα και κίνηση κεφαλαίων. Ας περάσω όμως στις ευκαιρίες, καθώς οι θετικές προοπτικές είναι (υπό όρους) τόσο σημαντικές που είναι πράγματι απογοητευτικό ακόμη και το ότι πρέπει να αναφερόμαστε στους κινδύνους, όπως αναγκαστικά έκανα προηγουμένως. Μιλώντας επί της ουσίας, η Ελληνική οικονομία έχει διανύσει, φυσικά με τεράστιο κόστος, μια πολύ σημαντική διαδρομή για να επιτύχει τη σταθεροποίηση που ήταν απαραίτητη. Η σημερινή διαπραγμάτευση της Ελληνικής κυβέρνησης με τους εταίρους δεν θα ήταν εφικτή και θα γινόταν με πολύ δυσμενέστερους όρους, αν δεν είχε προηγηθεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών κατά το 2013-14. Αυτά, με τη σειρά τους, δεν θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί χωρίς να έχει προηγηθεί το PSI, το 2012. To PSI, πάλι, δεν θα ήταν δυνατό χωρίς το πρώτο μνημόνιο και την ένταξη της Ελλάδας σε πρόγραμμα, το 2010. Βρισκόμαστε λοιπόν στον κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, με πολύ μεγάλο φυσικά κόστος για τους Έλληνες που το δέχτηκαν κατανοώντας το σχετικά πολύ υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές επιλογές.
Δεν ισχυρίζομαι βέβαια ότι όλα πήγαν καλά στα οικονομικά προγράμματα των τελευταίων ετών, το αντίθετο ισχύει. Αλλά, θα πρέπει να διορθωθούν αυτά που δεν πήγαν καλά και να μην υπάρξει οπισθοδρόμηση εκεί που υπήρξε πρόοδος. Ειδικότερα, από το σημείο δημοσιονομικής σταθεροποίησης στο οποίο βρισκόμαστε, και χωρίς εκεί να υπάρξει οπισθοδρόμηση, το επείγον ζητούμενο είναι να επιταχυνθούν οι επενδύσεις, η ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας. Η προσαρμογή που πλέον απαιτείται είναι πολύ μικρότερη από αυτή που έχει προηγηθεί και πρέπει και μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα που θα είναι κατεξοχήν αναπτυξιακά και θα ευνοούν το μεγάλο πλήθος των νοικοκυριών και επιχειρήσεων, αυτών τουλάχιστον που σέβονται τους νόμους. Το εξωτερικό περιβάλλον επίσης γίνεται σταδιακά πολύ ευνοϊκό. Αν και με καθυστέρηση, υπάρχει πλέον στην Ευρώπη μια σαφής κατεύθυνση τόσο της δημοσιονομικής πολιτικής (επενδυτικές πρωτοβουλίες Junker) όσο και της νομισματικής πολιτικής (πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης Draghi) για την υποστήριξη αναπτυξιακών πολιτικών και πολιτικών σύγκλισης. Όποια οικονομία, φυσικά και η Ελληνική, κινηθεί εντός του κοινού πλαισίου της ευρωζώνης, θα έχει πλέον υποστηρικτικές δυνάμεις που θα την ευνοούν σημαντικά. Ειδικότερα για την περίπτωση της Ελλάδας, μπορεί να λειτουργήσει και ένας μηχανισμός θετικής ανάδρασης, αφού ουσιαστική πρόοδος στο θέμα της ελληνικής οικονομίας θα βελτιώσει τις προσδοκίες και στον ευρωπαϊκό περίγυρο. Είναι λοιπόν όλα εύκολα, και όλα έγιναν σωστά από την αρχή της κρίσης; Κάθε άλλο. Όμως σήμερα η Ελλάδα έχει μπροστά της μια επιλογή που είναι σαφής ως προς τα αποτελέσματά της και άρα κατά τη γνώμη μου θα πρέπει να είναι προφανής. Αφήνοντας κατά μέρος τις ανεπάρκειες και αδυναμίες της ευρύτερης ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, νομίζω ότι θα πρέπει να είναι σαφές ποια ήταν μέσα στη χώρα μας τα προβλήματα της πολιτικής των τελευταίων ετών. Ενώ το μνημόνιο προσέφερε χρήματα για τη σταθεροποίηση και χρόνο για την προσαρμογή, υπήρξε λιγότερη έμφαση από την επιθυμητή (τόσο στο σχεδιασμό αλλά κυρίως στην εφαρμογή) στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και μεγαλύτερη στο δημοσιονομικό σκέλος. Όσον αφορά στα διαρθρωτικά, η ουσιαστική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών θα έπρεπε να τρέξει πριν ή τουλάχιστον ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Στα δημοσιονομικά, θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις δαπάνες και λιγότερη στους φόρους. Για τις δαπάνες, θα έπρεπε οι μειώσεις να ήταν περισσότερο επιλεκτικές και λιγότερο οριζόντιες. Για τους φόρους επίσης θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στη μείωση της φοροδιαφυγής και όχι στην αύξηση των συντελεστών. Όμως, παρά τα επιμέρους προβλήματα, ο κυριότερος λόγος αποτυχίας ήταν η επί μακρόν παράταση της υψηλής αβεβαιότητας, η άρνηση της ελληνικής κοινωνίας να στηρίξει αλλαγές που θα ήταν συνολικά προς όφελος της και το γεγονός ότι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα εμφανίστηκε ως επιβαλλόμενο από το εξωτερικό και δεν υποστηρίχτηκε αρκετά στο εσωτερικό της χώρας. Κάτω από αυτές τις
συνθήκες, δεν αποτέλεσε έκπληξη η δραματική μείωση των επενδύσεων και η συνακόλουθη μείωση της απασχόλησης και του προϊόντος. Πού βρισκόμαστε τώρα; Εφόσον η ελληνική οικονομία είναι ακόμη αποκομμένη από τις αγορές θα πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα σε συμφωνία με την ευρωζώνη. Το πρόγραμμα αναγκαστικά θα πρέπει να συνοδεύεται από όρους. Αυτά είναι τα προφανή δεδομένα. Το ερώτημα είναι ποιοι όροι είναι κατάλληλοι και θα πρέπει να απαντηθεί με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών. Πιστεύω ότι το πρόγραμμα που μπορεί να επαναφέρει την Ελλάδα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα πρέπει να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: Πρώτον, έμφαση σε βαθιές μεταρρυθμίσεις και όχι σε επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς βέβαια να υπάρξει οπισθοδρόμηση. Δεύτερον, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και στην δραστική απλούστευση των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση. Ο συνδυασμός των δύο αποτελεί το καλύτερο (για την ακρίβεια το μόνο) υπόβαθρο και για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Τρίτον, η ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης και στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συγκλίνει τουλάχιστον στον μέσο όρο της Ευρώπης. Τέταρτον, την προστασία και υποστήριξη των πραγματικά αδύναμων στην ελληνική κοινωνία, σημείο στο οποία υπήρχαν κακές επιδόσεις ακόμη και πριν την κρίση. Πέμπτον, η «ιδιοκτησία» του προγράμματος πρέπει να ανήκει στην Ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να επιδιώξει γύρω από αυτό της ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Οι κεντρικοί στόχοι πρέπει να είναι σαφείς και κοινά συμφωνημένοι αλλά και η επιλογή των επιμέρους πολιτικών να είναι ευθύνη όσων θα τις εφαρμόσουν στην πράξη. Έκτον, η Ευρωπαϊκή πλευρά θα πρέπει να υποβοηθήσει ένα επενδυτικό κύμα, που θα αναπτυχθεί σε βάθος τριετίας. Έβδομον, οι πιστωτές θα πρέπει εγγυηθούν ρητά ότι, όσο η ελληνική πλευρά επιδεικνύει πρόοδο στο μεταρρυθμιστικό πεδίο, το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους προς αυτούς δεν θα αυξηθεί ακόμη και σε μεταγενέστερο χρόνο. Συμπερασματικά, υπάρχει μπροστά στην ελληνική και την ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική ένα δίλημμα που είναι κρίσιμο αλλά ξεκάθαρο. Παρά το ότι η εφεξής καθυστέρηση θα δυσχεραίνει περισσότερο τις διαδικασίες, η εικόνα παραμένει σαφής και η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια τεράστια ευκαιρία. Η δυνατότητα μιας θετικής εξέλιξης θα ενδυναμωθεί αν η οικονομική πολιτική για το υπόλοιπο του έτους θέσει και επιτύχει δυο ενδιάμεσους στόχους. Ο ένας είναι
ότι κάθε επιμέρους μέσο πολιτικής πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την επίτευξη γα το τρέχον έτος ενός υψηλού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και αν ο αρχικός στόχος για ανάπτυξη κοντά στο 3% δεν είναι πλέον εφικτός, θα μπορούσε να επιδιωχθεί υπό όρους ένας ρυθμός στην περιοχή του 2%. Δεύτερον, το συντομότερο δυνατό, τη μείωση της αβεβαιότητας, διασαφήνιση προθέσεων και αναζήτηση συναινέσεων. Η παράταση της αβεβαιότητας μπορεί να δημιουργήσει τριβές και μη ανατρέψιμες εμπλοκές. Αντίθετα, σε αυτό το στάδιο, η σαφήνεια και από τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές είναι απαραίτητη και μπορεί πράγματι να είναι εξαιρετικά δημιουργική.