Κεφάλαιο 2. Αιτιώδης εξήγηση των κοινωνικών πράξεων Με τον όρο αιτιότητα. που προέρχεται από το λατινικό causa (αιτία), εννοούμε τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην αιτία που προκαλεί ένα φαινόμενο και την εκδήλωση του φαινομένου αυτού ως αντίδραση σε αυτήν την πρόκληση. Η σχέση αυτή ακολουθεί πάντα μια χρονικά προδιαγεγραμμένη ακολουθία, κατά την οποία η αιτία προηγείται πάντα χρονικά και αποτελεί μια αναγκαία προϋπόθεση για την εκδήλωση και εμφάνιση του αποτελέσματος και της συγκεκριμένης συνέπειας. Το στοιχείο της αναγκαιότητας της αιτίας που προκαλεί ένα φαινόμενο είναι σημαντικό, διότι χωρίς αυτό δεν είναι δυνατή η εμφάνιση του φαινομένου. Κατά συνέπεια, η σχέση αυτή προσδιορίζεται μέσα από την εσωτερική συνάφεια και την αλληλεξάρτηση των όρων που διαμορφώνουν την αμοιβαιότητα στην αρχή της αιτιότητας. Σύμφωνα με την αρχή της αιτιότητας (Kausalitätsprinzip), κάθε φαινόμενο ή διαδικασία στον φυσικό, στον κοινωνικό ή στον πνευματικό χώρο είναι παράγωγο φυσικών αιτιών και έχει οικουμενικό χαρακτήρα. Ήδη οι πρώτοι έλληνες φυσιοκράτες τονίζουν την ύπαρξη μιας αντικειμενικής αναγκαιότητας, που στους κανόνες της υποτάσσονται όλα τα φαινόμενα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούν να εξηγήσουν με ορθολογικό τρόπο το κοσμικό σύμπαν. Η αποκάλυψη της πρώτης ουσίας, της μίας αρχής, η αναζήτηση φυσικών και όχι υπερβατικών ή ανθρωπομορφικών αιτίων καθιστά το ενδιαφέρον των πρώτων ελλήνων φιλοσόφων επιστημονικό αλλά ταυτόχρονα και μεταφυσικό, 1 επειδή ως αρχές νοούνται αμετάβλητα στοιχεία, δηλαδή αρχικές πρώτες ουσίες που χαρακτηρίζουν μία σταθερή αντικειμενική πραγματικότητα (το όντως όν), από τα οποία προκύπτει η πολυπλοκότητα των φυσικών φαινομένων. Βέβαια, δεν ήταν μόνο τα φυσικά προβλήματα που απασχόλησαν τους προσωκρατικούς φιλοσόφους, αλλά και τα κοινωνικά ή ηθικά, όπου όμως δεσπόζουσα τάση ήταν η φυσιοκρατική. 2 1 Η εξήγηση των φαινομένων στη βάση νομοτελειών, όπως επιχειρούν οι προσωκρατικοί, καταγράφεται ως μία βασική αναφορά της λογ ικοθετικιστικής πρότασης για ενιαία ε πιστημονικά πρότυπα. Βλ. H. Albe rt: Die Ei nheit der Sozialwissenscha ften, στο E. Topitsch (επιμ.): Logik d er Sozialwissenschaft, Köni gstein, Athenäu m, 1984 (11), σελ. 59 επ. 2 Βλ. σχετ. Ε. Μπιτσάκης: Ιδεολογικά, σελ. 106 επ.
Από τον ορισμό της αιτιότητας προκύπτει και η έννοια της αιτιοκρατίας (ντετερμινισμός) που προσδιορίζει, ως μια γενική μεθοδολογική θεωρία, καθολικές αναγκαιότητες, σύμφωνα με τις οποίες όλα τα φαινόμενα, ακόμη και αυτά που θα προκύψουν στο μέλλον, υπακούουν σε προδιαγεγραμμένες νομοτελειακές αρχές. 3 Κατά τον ίδιο τρόπο και την ίδια μέθοδο που η φυσιοκρατική αρχή ισχύει για τα φυσικά φαινόμενα ισχύει και για τα κοινωνικά φαινόμενα, καθότι και αυτά, παρότι διαδραματίζονται στον κοινωνικό χώρο, ακολουθούν τις ίδιες νομοτελειακές αρχές και υποτάσσονται σε τελική ανάλυση στους νόμους της φύσης. 4 2.1 Η αιτιώδης εξηγητική μέθοδος στις επιστήμες του ανθρώπου Στην πορεία, με την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης στην πλατωνική αντίληψη περί ιδεών 5 που αποτελούν τα αναλλοίωτα οντολογικά αρχέτυπα των αισθητών όντων υπογραμμίζεται κατά κανόνα μια ιστορική και πραγματολογική διατύπωση της αιτιώδους αρχής. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τέσσερις μορφές αιτίων : της ύλης (causa materialis), της μορφής (causa formalis), του τελικού σκοπού ου ένεκα (causa finalis) και της αρχής της μεταβολής και ποίησης (causa efficiens). Οι αιτίες του σκοπού (τελικές αιτίες) έχουν κυρίαρχη σημασία και βρίσκονται υψηλότερα του αιτίου που προκαλεί το αποτέλεσμα, δηλαδή του ποιητικού αιτίου. 6 Κάθε επιστημονική ερμηνεία που προσπαθεί να αποκαλύψει συσχετισμούς ή διαδικασίες της εξέλιξης των έμψυχων οργανισμών και φαινομένων προϋποθέτει εκτιμήσεις του τελικού αιτίου και σκοπού (τελεολογικές), που έχουν τη μορφή «με σκοπό να», «ώστε να». Οι τελεολογικές ερμηνείες δεν είναι αναγκαίο να προαπαιτούν ενσυνείδητη προσοχή και εκλογή. Όταν λέμε, π.χ. ότι ο χαμαιλέοντας αλλάζει χρώμα για να αποφύγει τον εντοπισμό του από τους εχθρούς του, αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε μια ενσυνείδητη δραστηριότητα από τη μεριά του χαμαιλέοντα. Ούτε πρέπει να ισχυρισθούμε ότι η συμπεριφορά του χαμαιλέοντα πληροί κάποιο κοσμικό σκοπό. 3 Αριστοτέλους: Ηθικά Νικομάχεια, 1140b, 6-7. 4 Βέβαια, η νατουραλιστική και νομοτελειακή προσέγγιση που επεκτείνεται στην εξήγηση κοινωνικών γεγονότων και πράξεων γνώρισε, όπως θα δούμε παρακάτω, οξεία κριτική στην εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών, και ιδιαίτερα της ερμηνευτικής και κατανοούσας Κοινωνιολογίας. 5 Πλάτων: Παρμενίδης, 131b και 132d, και Αριστοτέλoυς : Φυσικά, 991a. 6 Βλ. Αριστοτέλους : ό.π., 200 a.
Εντούτοις, οι τελεολογικές ερμηνείες προϋποθέτουν ότι μια μελλοντική κατάσταση προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται μια παρούσα κατάσταση. Ένα βελανίδι αναπτύσσεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να πραγματοποιήσει το φυσικό του τέλος (σκοπό), να γίνει μια βελανιδιά. Μια πέτρα πέφτει με τέτοιο τρόπο, ώστε να φθάσει στο φυσικό της τέλος μια κατάσταση ισορροπίας όσο γίνεται πλησιέστερα προς το κέντρο της γης κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μελλοντική κατάσταση συνέλκει τη διαδοχή των καταστάσεων. 7 Το επαγωγικό-απαγωγικό πρότυπο, που προτείνει ο Αριστοτέλης 8 για την επιστημονική έρευνα, επιβεβαιώνεται από πολλούς λογίους, αιώνες αργότερα, ως μια παρατήρηση και ανάλυση των φαινομένων στα επιμέρους στοιχεία που τα συγκροτούν. Η επαγωγική μέθοδος συνθέτει τα στοιχεία αυτά, ώστε να ανασυγκροτηθούν τα αρχικά φαινόμενα κατά τον τρόπο αυτόν. Βέβαια, θα πρέπει να διευκρινισθεί ότι η αριστοτελική επαγωγή δεν ταυτίζεται με μια προσπάθεια «συναγωγής γενικών προτάσεων από ένα πεπερασμένο αριθμό ατομικών προτάσεων βάσης, αλλά για διατύπωση γενικών αρχών από πρακτική πείρα και παραδειγματική γνώση». Δηλαδή πρόκειται περισσότερο για μια διαισθητική σύλληψη των «διαρθρωτικών σχέσεων μεταξύ των φαινομένων που μπορούν έτσι ως γενικές αρχές πρακτικής πείρας να αποτελέσουν τη βάση παραγωγικών συλλογισμών». 9 Από την άποψη αυτή δεν διακρίνει κανείς ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην αριστοτελική και την πλατωνική θεώρηση. Η επιστήμη είναι η βέβαιη γνώση αμετακίνητων και αναλλοίωτων μορφών, η επιστημονική διαδικασία είναι η λογικά έγκυρη παραγωγή προτάσεων από αληθείς προκείμενες και αξιώματα, ενώ η εμπειρία είναι βάση προς διαισθητική συναγωγή γενικών αρχών και όχι βαθμίδα συστηματικού ελέγχου των επιστημονικών υποθέσεων. Άρα, το πρόβλημα της γενίκευσης ατομικών παρατηρήσεων «δεν μπορεί καν να αρχίσει χωρίς την ύπαρξη 7 Για το θέμα βλ. J. Losee: Φιλοσοφία της Επιστήμης, Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 28. 8 Για την αριστοτελική επαγωγή, τη μέθοδο, την οποία ο ίδιος ο Αριστοτέλης ορίζει ως έφοδον από τα καθ έκαστα επί των καθόλου, βλ. Αριστοτέλους : Τοπικά Α12, 105 a 13-14, καθώς και Αναλυτικά Ύστερα, 13, 81 a, ενώ για τη μέθοδο της παραγωγής βλ. Τοπικά, Α1, 100a 29-b21. Αντίθετα, τα λογικά στάδια που ακολουθεί ο Πλάτων έχουν ως βάση τους τη συναγωγή, βλ. Πλάτων : Φαίδων, 265d-277c. 9 Π. Γέμτος: Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστημών, Παπαζήσης, Αθήνα, 1985 (2), τόμ. 1, σελ. 49 και 51.
ενός μεγάλου υποβάθρου πεποιθήσεων, πράξεων, αντιληπτών παραστάσεων, χωρίς ένα ολόκληρο κόσμο δυναμικού παραγωγής γνώσης, από τον οποίο μόνο ένα μέρος φθάνει στη συνείδησή μας». 10 2.2 Το ποιητικό αίτιο ως απαρχή της εμπειρικής παράδοσης Στην πορεία και κατά τον Μεσαίωνα η εμπειρική παρατήρηση και η εμπιστοσύνη στην επιστημονική γνώση έδωσε τη θέση της στην επικράτηση του δόγματος που αποθάρρυνε και απέτρεπε την πρόοδο της γνώσης και γενικότερα της ανθρώπινης αισιοδοξίας να κατανοήσει και να εξηγήσει τη φύση, καθώς και τα δικά της έργα. Η εγκυρότητα της γνώσης αποσυνδέθηκε από τους όρους της εμπειρικής παρατήρησης και περιορίστηκε στην αποκάλυψη της ορθής πίστης (δόξα) με τον μανδύα της κυριαρχίας θρησκευτικών δογμάτων. Παράλληλα, επικράτησε η αντίληψη ότι οι έννοιες και οι υψιπετείς ιδέες και θεωρίες αγγίζουν έναν διαφορετικό κόσμο από αυτόν που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πρόσληψης από τους απλούς ανθρώπους. Ο τρόπος με τον οποίο σημειώθηκαν οι μεταβολές στην αντιμετώπιση της γνώσης και στη σκέψη του ανθρώπου, από την ελληνική αρχαιότητα μέχρι τον Μεσαίωνα της Δύσης, θα διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία της δυτικής σκέψης και θα πλαισιώσει το γνωστικό θεωρητικό σκέλος, σύμφωνα με το οποίο η τελευταία θα πραγματοποιήσει αργότερα τη θέαση του κόσμου. Μετά από μια μεγάλη περίοδο ουσιαστικά ενοχοποίησης και ηθικής απονομιμοποίησης της εμπειρικής γνώσης η έννοια της επιστήμης αποκτά στους νεώτερους χρόνους διά της πιστής, εκτεταμένης και ακριβέστερης εφαρμογής της επαγωγικής μεθόδου και του αριστοτελικού όρου του ποιητικού αιτίου (causa efficiens) ένα πειραματικό προσανατολισμό. 11 Η γνώση, στη νέα επιστήμη που 10 P. Feyerabend: «Υπερασπίζοντας τον Αριστοτέλη». Σχόλια για τη συνθήκη της αύξησης περιεχομένου, στο Γ. Κουζέλης (επιμ.): Επιστημολογία, Νήσος, Αθήνα, 1993, σελ. 164. 11 Υπογραμμίζουμε εδώ τη σπουδαιότητα, την οποία τονίζει ο G. Wri ght, των δύο αυτών παραδόσεων (αριστοτελική -γαλιλαϊκή) στη δημιουργία διαφορετικών σχολών σκέψης και μεθοδολογίας, G. Wright: ό.π., κεφ. Ι. Για το θέμα, βλ. επίσης Π. Νούτσος: Ουτοπία και Ιστορία. Η ιστορική διάσταση των ουτοπικών
διακηρύσσει ο Γαλιλαίος, στηρίζεται στις αρχές της παρατήρησης, της υπόθεσης, της επαλήθευσης. Έτσι, θεωρητικοποιεί τη γνώση των αιτίων των φαινομένων και ολοκληρώνει τον πειραματικό χαρακτήρα της γνώσης στην Αναγέννηση. Ταυτόχρονα, σηματοδοτεί με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη ρήξη με υπερβατικές, ή ενυπάρχουσες στην ουσία των πραγμάτων, τελεολογικές αναζητήσεις. Επιπλέον, τονίζεται ότι η κατάλληλη και επίμονη επαγωγική μεθοδολογία εγγυάται την επιστημονική αξία απαγωγικών συμπερασμάτων. Τελεολογικές ερμηνείες κατά την εξέταση των φυσικών φαινομένων και των ζώντων οργανισμών αποκλείονται, 12 καθώς η άποψη ότι μια κίνηση ενεργοποιείται «με σκοπό να» προκληθεί μια μελλοντική κατάσταση, θεωρείται ανεπαρκής και μεταφυσική, χωρίς εμπειρικό επιστημονικό ενδιαφέρον. Όλα τα προς εξήγηση φαινόμενα, η ίδια η φύση και οι νόμοι που τη διέπουν, ακόμα και οι πρώτες αρχές, δύνανται να προκύπτουν από τα δεδομένα της εμπειρίας των αισθήσεων και διά της επαγωγικής μεθόδου. 13 Ο έλεγχος των δυνάμεων της φύσης και η επικράτηση του ανθρώπου σε αυτήν πραγματοποιείται μέσα από συλλογικές ερευνητικές προσπάθειες και τεχνικές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης. Έτσι, οι αιτιώδεις σχέσεις απαλλάσσονται μοιραία από τον αριστοτελικό ανθρωποκεντρισμό, για να αποτελέσουν αργότερα το επιστημονικό θεμέλιο ενός εργαλειακού ορθολογισμού της νεωτερικότητας. Στην πορεία αυτή, η πειραματική μέθοδος αναζητεί τη νομοτελειακή-αιτιοκρατική σύνδεση των φαινομένων με συνεχή και έντονη επεξεργασία, ώστε να εξασφαλίζονται ικανοποιητικά οι όροι της γενίκευσης. Οι αλλεπάλληλες επαληθεύσεις των γενικεύσεων οδηγούν σε οριστικούς και οικουμενικά ισχύοντες επιστημονικούς νόμους. Παράλληλα, και με την πρόοδο των φυσικών επιστημών, διαπιστώνεται όλο και περισσότερο η απομάκρυνση από την εξηγητική δυνατότητα που προσφέρει η έννοια σχεδιασμάτων του Τ. Campanella και του Fr. Bacon, Κέδρος, Αθήνα, 1979, σελ. 127 επ., και Ε. Παπαδημητρίου: Θεωρία της Επιστήμης και Ιστορία της Φιλοσοφίας, Gutenbe r g, Αθήνα, 1988, σελ. 55 επ. 12 Το αποφασιστικότερο βήμα για την υπέρβαση της τελεολογίας πραγματοποίησε ο Δαρβίνος, αποδεικνύοντας τη δυνατότητα εξέλιξης βιολογικών οργανισμών και συμπεριφοράς χωρίς την επίκληση εσωτερικών σκοπών ή εξωτερικών υπερβατικών αναγκαιοτήτων. Η έννοια του σκοπού δεν καθίσταται πρωταρχική ούτε απόλυτη, αλλά προκύπτει ιστορικώς και έχει σχετικό χαρακτήρα. 13 Βλ Fr. Bacon : Neues Organon der Wissenschaften, Leipzig, 1830.
του τελικού σκοπού και γενικότερα από την αριστοτελική παράδοση. Στην πορεία αναθεωρήθηκε και η έννοια της αριστοτελικής ηθικής και αρετής, αφού οι ανθρώπινες πράξεις εξηγούνται πλέον με φυσικούς όρους, ενώ η έννοια της ουσίας της πράξης αντικαταστάθηκε από την έννοια της λειτουργίας των οργανισμών και η ουσία από την ποσότητα. Με την μελέτη πλέον των ανθρωπίνων πράξεων στον φυσικό κόσμο μέσα από τις λειτουργικές δομές παραγωγής σκέψης και νοημάτων, επιτελείται μια αλλαγή «παραδείγματος» με τη μετάβαση από την αριστοτελική στην γαλιλαϊκή παράδοση.
Βιβλιογρ αφία/αν αφορές Albert H.: Die Einheit der Sozialwissenscha ften, στο E. Topitsc h (επιμ.): Logik der Sozialwissenschaft, Königstein, Athenäu m, 1984 (11) Αριστοτέλους: Ηθικά Νικομάχεια Αριστοτέλους : Τοπικά Αριστοτέλoυς: Φυσικά Αριστοτέλους : Αναλυτικά Ύστερα Bacon Fr.: Neues Organon der Wissenschaften, Leipzig, 1830 Γέμτος Π.: Μεθο δολογία των Κο ινωνικ ών Επιστημών, Π απαζήσης, Αθ ήνα, 1985 (2), τόμ.1 Feyerabend P.: «Υπερασπίζοντας τον Αριστοτέλη». Σχόλια για τη συνθήκη της αύξησης περιεχομένου, στο Γ. Κουζέλης (επιμ.): Επιστημολογία, Νήσος, Αθήνα, 1993 Losee J.: Φιλοσοφία τ ης Επιστήμ ης, Βάνιας, Θεσσαλονίκ η, 19 91 Μπιτσ άκης Ε.: Ιδεολογικ ά, Gutenberg, Αθήνα 1986 Νούτσ ος Π.: Ο υτοπία κ αι Ιστορία. Η ιστορικ ή διάσταση των ουτοπικών σχεδιασμ άτων του Τ. Campanella και του Fr. Bacon, Κέδρος, Αθ ήνα, 1979 Παπαδημ ητρίου Ε.: Θεωρία της Επιστ ήμης και Ιστο ρία τ ης Φιλοσο φίας, Gutenberg, Αθήνα, 1988 Πλάτων : Παρμενίδης Πλάτων : Φαίδων