ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΣΥΝΘΕΣΗ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ Ι ΑΣΚΩΝ: ΚΑΘ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΜΑ ΤΟ ΑΣΥΛΟ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΟΝ/ΜΟ ΦΟΙΤΗΤΗ: ΓΡΥΜΑΝΕΛΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ Α.Μ. : 1340200300084 ΤΗΛ. : 6973533048 ΑΘΗΝΑ 2007
ΤΟ ΘΕΜΑ Η παρούσα πραγµατεύεται το εξαιρετικά σηµαντικό στις µέρες µας θέµα της συνταγµατικής κατοχύρωσης του απαραβίαστου του ασύλου της κατοικίας. Με αφετηρία την έννοια της κατοικίας στους διάφορους τοµείς του δικαίου εξετάζεται το εύρος της προστασίας που αναγνωρίζει η σηµερινή συνταγµατική διάταξη έπειτα και από σύγκριση µε παλαιότερα συντάγµατα. Αναλύοντας την έκταση της προστασίας εντοπίζουµε τα όρια και τους περιορισµούς που τάσσει το ίδιο το Σύνταγµα και οι νόµοι, καθώς και τις κυρώσεις για τους παραβάτες, ενώ στη συνέχεια παρατίθεται η εξίσου σηµαντική και πολλές φορές πρωτοποριακή προστασία που επιφυλάσσουν διεθνή κείµενα έτσι όπως έχει ερµηνευθεί από τη νοµολογία διεθνών δικαστηρίων. 2
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...Σελ. Το θέµα... 2 Περιεχόµενα... 3 Ι. Ιστορική αναδροµή... 4 Α. Γενικά... 4 Β. Η κατοχύρωση του ασύλου της κατοικίας στα ελληνικά συντάγµατα 5 II. Η έννοια της κατοικίας... 7 Α. Νοµική έννοια... 7 Β. Συνταγµατική έννοια... 7 III. Το περιεχόµενο του δικαιώµατος... 9 ΙV. Φορείς του δικαιώµατος... 11 V. Οριοθετήσεις- Περιορισµοί του δικαιώµατος... 12 Α. Η κατ οίκον έρευνα... 13 Β. Η κατ οίκον έρευνα στον Κώδικα Ποινικής ικονοµίας... 14 Γ. Η κατ οίκον έρευνα σε άλλα νοµοθετήµατα... 17. Λοιποί περιορισµοί... 18 VI. Κυρώσεις των παραβατών... 20 VII. Αναστολή... 22 VIII. ιεθνής προστασία του ασύλου της κατοικίας... 23 IX. Βασικά συµπεράσµατα... 25 X. Περίληψη... 26 ΧΙ. Summary... 26 XII.Λήµµατα Entries... 27 XIII. Παραρτήµατα... 27 Α. Κυριότερη νοµολογία... 27 Β. Γνωµοδοτήσεις... 28 Γ. Αποφάσεις Ε Α... 29. Βιβλιογραφία... 30 3
I. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ A. ΓΕΝΙΚΑ Το δικαίωµα στο άσυλο της κατοικίας αντιµετωπίζεται παραδοσιακά ως έκφανση της προσωπικής ελευθερίας και συνδέεται στενά µε την προστασία της ιδιωτικής ζωής καθώς και ευρύτερα µε το σεβασµό στην ανθρώπινη αξία. Όντας ένα από τα θεµελιώδη δικαιώµατα του ατόµου κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α και γ και παρ. 2 του Συντάγµατος. Η αντιµετώπιση της κατοικίας ως ασύλου, µε την έννοια δηλαδή ενός χώρου απαραβίαστου, ανευρίσκεται ήδη στις παραδόσεις του αρχαίου κόσµου που θεωρούσε τον «οίκο» ή «εστία» χώρο όχι απλώς διαβίωσης αλλά και λατρείας και ιερό καταφύγιο. εν ήταν άλλωστε τυχαία η τιµή και η ευλάβεια την οποία οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν στη θεά Εστία, προστάτιδα της οικογενειακής εστίας. Έπειτα η φράση «Nemo de domo extrahi debet» αποδίδει µε σαφήνεια τη σηµασία του «domus» για τους Ρωµαίους. Νοµικό ωστόσο περιεχόµενο στο άσυλο της κατοικίας προσδίδει το αγγλοσαξονικό δίκαιο. Η ρήση «my home is my castle» είναι ενδεικτική της αναγκαιότητας να προστατευτεί ο άνθρωπος στο χώρο που θεωρείται κατοικία. Έτσι, για πρώτη φορά το άσυλο κατοχυρώνεται ρητά στη διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωµάτων της Virginia του 1776 ( Bill of rights, άρθρο 10 1 ). Το παράδειγµα της Virginia ακολούθησαν και άλλες αµερικανικές πολιτείες και στη συνέχεια ρητή διατύπωση βρίσκουµε στην τέταρτη τροποποίηση του Οµοσπονδιακού Συντάγµατος των Η. Π. Α. ( 1791) 2. Ενώ η Γαλλική ιακήρυξη του 1789 το παρέλειψε, το περιέλαβε το γαλλικό Σύνταγµα του 1791 ( Τίτλος IV, Άρθρο 9). Τέλος, ρητή καθιέρωση βρίσκουµε και στο βελγικό Σύνταγµα του 1831 ( Άρθρο 10), το οποίο καθιερώνει το λεγόµενο 1 «Γενικά εντάλµατα µε τα οποία ένας αξιωµατικός ή εντεταλµένος µπορεί να διατάσσεται να ερευνά ύποπτους χώρους χωρίς απόδειξη για µια διαπραχθείσα πράξη, ή να συλλαµβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα µη κατονοµαζόµενα ή εκείνα των οποίων το έγκληµα δεν καθορίζεται επακριβώς και δεν στηρίζεται σε απόδειξη, είναι µειωτικά, τυραννικά και πρέπει να µην εκδίδονται.» 2 «Το δικαίωµα του λαού να είναι ασφαλής στο πρόσωπο, στις κατοικίες, τα έγγραφα και τα προσωπικά του είδη απέναντι στις αδικαιολόγητες συλλήψεις, έρευνες και κατασχέσεις, δε θα παραβιάζεται και κανένα ένταλµα δε θα εκδίδεται παρά µόνο για εύλογη αιτία που θα στηρίζεται σε όρκο ή διαβεβαίωση και θα περιγράφει ειδικά τη θέση που θα ερευνηθεί, τα πρόσωπα ή πράγµατα που θα συλληφθούν ή θα κατασχεθούν» 4
«κλασικό κατάλογο» των ατοµικών δικαιωµάτων που αποτέλεσε τη βάση των περισσότερων σύγχρονων ευρωπαϊκών συνταγµάτων. Πέρα όµως από την κατοχύρωση σε εθνικό επίπεδο, δε θα µπορούσε να λείπει η πρόβλεψη της προστασίας του ασύλου της κατοικίας σε διεθνή κείµενα, σε µια διεθνή κοινότητα που δείχνει να ευαισθητοποιείται απέναντι στα θεµελιώδη ανθρώπινα δικαιώµατα από το 1948 µε την Οικουµενική ιακήρυξη των ικαιωµάτων του ανθρώπου ( Άρθρο 12). Ακολουθούν η Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου ( Άρθρο 8) και το ιεθνές Σύµφωνο των Ατοµικών και Πολιτικών ικαιωµάτων του 1966 ( Άρθρο 17). Για τα συγκεκριµένα κείµενα θα γίνει εκτενέστερα λόγος σε ειδικό κεφάλαιο της παρούσης. Β. Η ΚΑΤΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑ Στην Ελλάδα διάταξη περί του ασύλου της κατοικίας περιελήφθη για πρώτη φορά στο «ηγεµονικό» Σύνταγµα του 1832, το οποίο όµως δεν τέθηκε ποτέ σε ισχύ: «Η οικία εκάστου θεωρείται ως άσυλον ιερόν και απαραβίαστον, εις την οποίαν κανείς δε δύναται να εισέλθει χωρίς την θέλησιν του οικοκυρίου». Ακολούθησαν τα Συντάγµατα του 1844 ( Άρθρο 8) και του 1864 ( Άρθρο 12) µε την εξής διατύπωση: «Η οικία εκάστου είναι άσυλον ουδεµία κατ οίκον έρευνα ενεργείται ειµή όταν και όπως ο Νόµος διατάσση». Στο Σύνταγµα του 1911 ορίζονται µε µεγαλύτερη πληρότητα τα εξής: «Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον. Ουδεµία κατ οίκον έρευνα ενεργείται ειµή ότε και όπως ο νόµος διατάσσει. Οι παραβάται των διατάξεων τούτων τιµωρούνται επί καταχρήσει της εξουσίας της αρχής», ενώ στα ακόλουθα Συντάγµατα 1925, 1927 και 1952 βρίσκουµε τις εξής διατυπώσεις αντίστοιχα: «Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον», «Το άσυλον της κατοικίας είναι απαραβίαστον», «Η κατοικία εκάστου είναι άσυλον». Αντίστοιχη πρόβλεψη υπήρχε και στα κείµενα της δικτατορίας. Τέλος, φτάνουµε στο 1975, στο Σύνταγµα που ισχύει και σήµερα στη χώρα µας, όπου στο Άρθρο 9 ορίζεται ( διατύπωση που δεν άλλαξε στις αναθεωρήσεις του 1986 και 2001): «Η κατοικία του καθενός είναι άσυλο Καµία έρευνα δε γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο 5
νόµος και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας.» Με την προσθήκη της υποχρεωτικής παρουσίας του δικαστικού λειτουργού σε κάθε έρευνα κατοικίας, καθώς και της υποχρέωσης του νοµοθέτη να θεσπίσει ποινικές και αστικές κυρώσεις σε βάρος των κρατικών οργάνων που παραβιάζουν το άσυλο της κατοικίας ενισχύεται η συνταγµατική προστασία του δικαιώµατος µε περαιτέρω εγγυήσεις. Η παρουσία του δικαστικού λειτουργού πράγµατι αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τη διεξαγωγή της έρευνας µέσα στα όρια που θέτουν το Σύνταγµα και οι νόµοι, ενώ η πρόβλεψη κυρώσεων θεωρείται ικανή να λειτουργήσει αποτρεπτικά έναντι των υπαλλήλων που διεξάγουν την έρευνα. Πρέπει δε στη συγκεκριµένη διάταξη να παρατηρήσουµε την εξής νοµοτεχνική ιδιοτυπία: Ανάµεσα στη φράση που καθιερώνει το άσυλο και στη φράση που προβλέπει τους όρους για τη διεξαγωγή της έρευνας παρεµβάλλεται η διάταξη «Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόµου είναι απαραβίαστη». Αναµφίβολα στο άρθρο αυτό γίνεται πρόδηλη η συνάφεια µεταξύ των δυο δικαιωµάτων, καθώς ο άνθρωπος έχει ανάγκη από έναν χώρο όπου θα προστατεύεται από την αδιακρισία της κρατικής εξουσίας. Αυτή η σύνδεση συνιστά σηµαντική εξέλιξη στην προστασία του ασύλου, ωστόσο θα ήταν λάθος να τα συνδέσουµε σε τέτοιο βαθµό ώστε να υποστηρίζεται ότι η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή προστατεύονται µόνο στα στενά πλαίσια του ασύλου της κατοικίας, αφού αυτή έχει ποικίλες εκφάνσεις και εκτός της κατοικίας 3. 3 Βλ. Γ. Καµίνη, Όψεις της κατοχύρωσης του ασύλου της κατοικίας στο Ελληνικό Συνταγµατικό ίκαιο, τα 9/2001, σελ 65 6
ΙΙ. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ Προτού προχωρήσουµε στην ανάλυση του κατοχυρούµενου στο Σύνταγµα δικαιώµατος σκόπιµο είναι να ερευνήσουµε την έννοια που προσλαµβάνει ο όρος «κατοικία» σε διάφορα νοµικά κείµενα και αν αυτή ταυτίζεται µε την έννοια µε την οποία χρησιµοποιείται στο Σύνταγµα. Α. Νοµική έννοια Τον όρο «κατοικία» µε την αυστηρή, στενή νοµική του έννοια συναντούµε συχνά στο νόµο. Έτσι το άρθρο 51 ΑΚ την ορίζει ως τον τόπο κύριας και µόνιµης εγκατάστασης ενός προσώπου, µε αποτέλεσµα κανείς να µην µπορεί να έχει συγχρόνως περισσότερες από µία κατοικίες 4. Γενικά στο Αστικό ίκαιο η κατοικία αντιµετωπίζεται ως ιδιότητα που χρησιµεύει στην εξατοµίκευση του προσώπου και της αποδίδεται µεγάλη σηµασία ως τόπουκέντρου βιοτικών, επαγγελµατικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ο προσδιορισµός της έχει µεγάλη πρακτική σηµασία για µια σειρά από ζητήµατα: Τόπος εκπλήρωσης της παροχής ( Άρθρα 320-322 ΑΚ) Τόπος διενέργειας ορισµένων γνωστοποιήσεων ( 1369, 1918, 1965 ΑΚ) Θεµελίωση της κατά τόπον αρµοδιότητας για τα πολιτικά δικαστήρια ( Άρθρο 22 ΚΠολ ) Τόπος επίδοσης εγγράφων ( 124 παρ. 1, 128 παρ. 2 ΚΠολ ) Αξίζει πάντως να σηµειωθεί ότι στο Ιδιωτικό ιεθνές ίκαιο η σηµασία της κατοικίας υποχωρεί µπροστά στο πραγµατικό γεγονός της συνήθους διαµονής ( Άρθρο 30 ΑΚ), η οποία διαφέρει από την πρώτη ως προς το ότι στερείται του υποκειµενικού στοιχείου (animus), δηλαδή της βούλησης οριστικής και µόνιµης εγκατάστασης σε έναν τόπο. Β. Συνταγµατική έννοια Συχνά η έννοια της κατοικίας στο Σύνταγµα χαρακτηρίζεται ως πραγµατική, σε αντιπαραβολή µε την προεκτεθείσα νοµική. Ωστόσο, η έννοια 4 Γεωργιάδης Α. Σ., Γενικές Αρχές Αστικού ικαίου, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2002, σελ. 127-128 7
της κατοικίας στο Σύνταγµα δε θα µπορούσε παρά να είναι νοµική. Απλώς, χρησιµοποιείται µε την ευρύτερη δυνατή έννοια, ώστε να εξασφαλίζει την όσο το δυνατό µεγαλύτερη προστασία, όπως συµβαίνει κατά κανόνα µε τους όρους του Συντάγµατος. Εποµένως, κατοικία είναι κάθε κατάλυµα, κάθε χώρος ιδιωτικός περίκλειστος, περιφραγµένος, µη προσιτός στο κοινό, µη ελεύθερα προσπελάσιµος, παρά µόνο µε τη θέληση του δικαιούχου. Είναι σηµαντικό να τονιστεί ότι πρέπει οπωσδήποτε να συντρέχουν δυο στοιχεία ώστε να µιλούµε για κατοικία της οποίας το άσυλο προστατεύεται: i) το περίκλειστο, ii) η µη ελεύθερη πρόσβαση του καθενός. Με βάση αυτές τις σκέψεις µπορούµε να οδηγηθούµε στα εξής συµπεράσµατα: Επειδή κατοικία θεωρείται ευρέως ο φυσικός χώρος που χρησιµοποιείται για διαβίωση- µόνιµη ή προσωρινή-, για απλή παραµονή, ακόµα και για εργασία, είναι αδιάφορο το είδος της κατασκευής. Αυτή εκτός από ακίνητη - κατά το συνήθως συµβαίνον- µπορεί να είναι και κινητή, ενώ δεν απαιτείται καν να υπάρχει κατασκευή, αρκεί βέβαια να πρόκειται για χώρο στοιχειωδώς περιφραγµένο που να αποκλείει την ελεύθερη είσοδο. Έτσι, εκτός από το κλασικό χτισµένο σπίτι, το διαµέρισµα κλπ, κατοικία συνιστούν και η καλύβα, το δωµάτιο ξενοδοχείου, το τροχόσπιτο, µια σκηνή, η καµπίνα πλοίου, το αυτοκίνητο 5, ένα περιφραγµένο οικόπεδο ή η αυλή. Ακόµη, µε την εδώ κρίσιµη έννοια, ως κατοικία νοούνται και οι χώροι εργασίας και απασχόλησης, όπως γραφεία, καταστήµατα, εργοστάσια 6, πάντα µε την προϋπόθεση να µην είναι προσιτά στο κοινό, κατά κύριο δηλαδή λόγο, όταν είναι κλειστά. Αλλά ενδέχεται και σε ώρες λειτουργίας να προστατεύονται, όπως στην περίπτωση των ιατρείων και δικηγορικών γραφείων, εφόσον οι πελάτες γίνονται δεκτοί µετά από συνεννόηση. Πάντως, κατά την ορθότερη γνώµη η έννοια της κατοικίας δε συναρτάται µε το µέγεθος του χώρου και του αριθµού των προσώπων που διαµένουν ή απασχολούνται σ αυτόν, κατά 5 Βλ. Γνωµ. Εισ. Πληµ. Κατερίνης 1/1978, ΠοινΧρον 1980, σελ. 602, ενώ κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Ε Α δεν µπορεί να θεωρηθεί ως άσυλο ένα αυτοκίνητο σταθµευµένο σε δηµόσιο δρόµο (Décembre 30 mai1974, X. c. La Belgique) 6 Βλ. ΣτΕ 1381/ 1981, ΤοΣ 1981, 740., ως προς το αν οι βιοµηχανικές/ βιοτεχνικές εγκαταστάσεις υπάγονται στην έννοια της κατοικίας 8
τέτοιο τρόπο µάλιστα ώστε να εξαιρούνται της συνταγµατικής προστασίας, για παράδειγµα, µεγάλα εργοστάσια 7. Κατ αντιδιαστολή, δε συνιστούν κατοικία τα γραφεία, τα καταστήµατα κλπ κατά τις εργάσιµες ώρες, δηλαδή όταν η είσοδος σε αυτά είναι ελεύθερη, ούτε τα ξενοδοχεία, καφενεία, εστιατόρια, κέντρα διασκέδασης µε τις ίδιες προϋποθέσεις. Φυσικά, δεν αποτελούν κατοικία µε την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγµατος οι κοινόχρηστοι ή κοινοί σε όλους χώροι. Για τον προσδιορισµό ενός χώρου ως κατοικίας είναι επίσης αδιάφορη η νοµική σχέση µεταξύ δικαιούχου και κατοικίας. Αυτός µπορεί να είναι κύριος, νοµέας, απλός κάτοχος, µισθωτής, υπάλληλος, φιλοξενούµενος κλπ. Τέλος και σε αντίθεση µε την αστικολογική έννοια, κατά τη συνταγµατική, κάθε άνθρωπος µπορεί να έχει παραπάνω από µια κατοικίες, ενδεχοµένως και µε διαφορετική χρήση (διαµονή, επαγγελµατική δραστηριότητα, εξοχικό). IΙΙ. ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Το άρθρο 9 του Συντάγµατος κατοχυρώνει αµυντικό δικαίωµα κατοικίας µε την έννοια του χώρου που δεν επιτρέπεται να παραβιαστεί (άσυλο κατοικίας). Άσυλο της κατοικίας είναι εκείνος ο ιδιωτικός φυσικός χώρος που προστατεύεται συνταγµατικά από οποιαδήποτε επέµβαση χωρίς τη θέληση του δικαιούχου. Στο ίδιο άρθρο ορίζεται ως απαραβίαστη και η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του καθενός. εν είναι τυχαία η κατοχύρωση των δυο αυτών δικαιωµάτων στο ίδιο άρθρο, αφού ο άνθρωπος κατεξοχήν αναπτύσσει την οικογενειακή και ιδιωτική του ζωή στο χώρο της οικίας του, το ύστατο καταφύγιό του από τις πανταχόθεν απειλές. Εµάς ωστόσο µας ενδιαφέρει στην παρούσα το απαραβίαστο της κατοικίας, έννοια στενότερη της οικογενειακής και ιδιωτικής ζωής. Το Σύνταγµα προστατεύει από την επέµβαση στον ιδιωτικό φυσικό χώρο της κατοικίας που συντελείται χωρίς ή παρά τη θέληση του δικαιούχου. Εποµένως η σύµφωνη θέληση, η συγκατάθεση του φορέα αίρει το χαρακτήρα 7 Βλ. γνµδ. Εισ. Πληµµ. Αθηνών Σπ. Κανίνια, αριθ. 8/ 8. 5. 1977, ΠοινΧρον ΚΖ, σελ. 392 και αντίθετη γνώµη Αρ. Μάνεση στις Ατοµικές ελευθερίες, πανεπιστηµιακές παραδόσεις, έκδοση, σελ. 224-225 9
της παραβίασης του ασύλου. Σε κάθε περίπτωση η συναίνεση πρέπει να είναι ελεύθερη, σαφής και όχι τεκµαιρόµενη, να δίδεται επί τούτου και µε πλήρη συνείδηση των πραττοµένων του φορέα 8. Με το άσυλο o συντακτικός νοµοθέτης θέλησε να προστατεύσει από αυθαίρετες επεµβάσεις που συνίστανται κυρίως στην είσοδο και παραµονή άλλων προσώπων χωρίς τη θέληση του φορέα στην κατοικία. Αλλά το άσυλο παραβιάζεται και µε την είσοδο ζώων και πραγµάτων ( π. χ. οχηµάτων). Εξίσου απαγορευµένη συνταγµατικά θεωρείται και η παρεµπόδιση της εισόδου του ενοίκου στην κατοικία του 9 καθώς και η βίαιη αποβολή του ίδιου προσώπου από την κατοικία του 10. Αντίθετα, η παρεµπόδιση της εξόδου (π. χ. κατ οίκον κράτηση) δεν εµπίπτει στην έννοια της παραβίασης του ασύλου αλλά συνιστά περιορισµό της προσωπικής ελευθερίας και ελευθερίας κίνησης 11. Εν γένει, ως παραβίαση του ασύλου νοείται κάθε «φυσική» επέµβαση στον ιδιωτικό χώρο της κατοικίας. Εποµένως αντίκειται στην προστασία του ασύλου η εγκατάσταση µικροφώνων και µηχανηµάτων λήψης εικόνας και ήχου στην κατοικία, ενώ η ίδια η παρακολούθηση των συνοµιλιών ή των σκηνών µάλλον προσβάλλει το απαραβίαστο της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Αντίθετα, δε συνιστά προσβολή η από απόσταση µαγνητοφώνηση ή κινηµατογράφηση εφόσον δεν προϋποθέτει φυσική προσπέλαση στον προστατευόµενο χώρο, ούτε και οι εκποµπές οσµών ή θορύβων 12. Στις τελευταίες περιπτώσεις εξετάζεται ενδεχόµενη προσβολή του δικαιώµατος στην ιδιωτική ζωή και στην ιδιοκτησία. Ένα άλλο ζήτηµα που έχει απασχολήσει τη θεωρία είναι έναντι ποίων προστατεύει το άσυλο της κατοικίας. Έναντι των επεµβάσεων της δηµόσιας εξουσίας µόνο ή και των ιδιωτών; Συναφώς, το δικαίωµα τριτενεργεί ή όχι; Κατά την κρατούσα γνώµη, το άτοµο προστατεύεται µε το άσυλο µόνο ενάντια στην κρατική εξουσία. Το έναντι των ιδιωτών απαραβίαστο της κατοικίας δεν 8 Βλ. Αρ. Μάνεση, ό. π., σελ 226, Α. ηµητρόπουλου, Συνταγµατικά ικαιώµατα, Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, τόµος ΙΙΙ, Αθήνα 2004. σελ. 218 9 Βλ Α. ηµητρόπουλου, ό. Π., σελ. 218, και Π.. αγτόγλου, Ατοµικά ικαιώµατα Α, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κοµοτηνή 2005 10 Για τα ζητήµατα της αποβολής στα πλαίσια προβλεπόµενων από το Σύνταγµα διαδικασιών, όπως η αναγκαστική απαλλοτρίωση και η επίταξη βλ. σε επόµενη ενότητα της παρούσης. 11 Βλ. αγτόγλου, ό. Π., σελ. 406 12 Βλ. όµως παρακάτω αντίθετη σχετική απόφαση του Ε Α 10
έχει σχέση µε το άσυλο, αλλά κατοχυρώνεται µέσα από διατάξεις του κοινού δικαίου, όπως διατάξεις του ΠΚ περί προστασίας της οικιακής ειρήνης 13 ή της ιδιοκτησίας και διατάξεις του ΑΚ περί προστασίας της κυριότητας, της κατοχής, της νοµής κλπ. Η άποψη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αντίληψης ότι τα ατοµικά δικαιώµατα δεν τριτενεργούν άµεσα και καθολικά. Πράγµατι, ratio της διάταξης αρχικά υπήρξε η προστασία από την κρατική εξουσία που απειλούσε µε αδιακρισία τον ιδιωτικό χώρο του πολίτη. Άλλωστε το τρίτο εδάφιο του Άρθρου 9 παρ. 1 κάνει λόγο για κατ οίκον έρευνα που αν µη τι άλλο παραπέµπει σε κρατικά όργανα. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αναθεώρηση του 2001 επέφερε µια τεράστια αλλαγή στην προστασία των συνταγµατικών δικαιωµάτων. Η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. γ έλυσε το ζήτηµα της τριτενέργειας, αφού προβλέπει ρητά ότι τα συνταγµατικά δικαιώµατα ισχύουν και στις µεταξύ ιδιωτών σχέσεις, στις οποίες προσιδιάζουν. Εποµένως το Σύνταγµα µε τη συγκεκριµένη διάταξη προστατεύει το άσυλο από προσβολές από όπου κι αν αυτές προέρχονταιαπό το κράτος ή από ιδιώτες 14. IV. ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Το άσυλο της κατοικίας προστατεύεται υπέρ καθενός. Φορέας είναι ο εκάστοτε ένοικος, ανεξάρτητα από τη νοµική σχέση που τον συνδέει µε την κατοικία, εποµένως όχι µόνο ο ιδιοκτήτης, αλλά και ο ενοικιαστής, ακόµη και ο φιλοξενούµενος. Φορείς είναι όλα τα µέλη µιας οικογένειας και οποιοσδήποτε άλλος συγκάτοικος- π. χ. οικιακή βοηθός. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η έννοια της κατοικίας έχει διευρυνθεί και περιλαµβάνει και τους επαγγελµατικούς χώρους. Αναµφίβολα προστατεύεται ο επαγγελµατίας/ επιχειρηµατίας. Ωστόσο αµφισβητείται αν περιλαµβάνεται στην προστασία ολόκληρο το απασχολούµενο προσωπικό 15. Επιπρόσθετα, εκτός από τα φυσικά 13 334 παρ. 1 ΠΚ : «Όποιος εισέρχεται παράνοµα ή παραµένει παρά τη θέληση του δικαιούχου στην κατοικία άλλου ή στο χώρο που αυτός χρησιµοποιεί για την εργασία του ή σε χώρο περικλεισµένο που αυτός κατέχει τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι ενός έτους ή µε χρηµατική ποινή» 14 Βλ. αντιρρήσεις Π. αγτόγλου στα Ατοµικά ικαιώµατα, σελ. 405 15 Υπέρ της προστασίας και του προσωπικού Μάνεσης στις Ατοµικές Ελευθερίες, σελ. 225 και ηµητρόπουλος στα Συνταγµατικά ικαιώµατα, σελ 219. Το ίδιο και ο. Τραυλός- Τζανετάτος στο Συνδικαλιστική δράση στην επιχείρηση και Σύνταγµα, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 11
πρόσωπα, φορείς είναι και τα νοµικά πρόσωπα οποιασδήποτε µορφής και ανεξαρτήτως του επιδιωκόµενου σκοπού καθώς και ενώσεις προσώπων χωρίς νοµική προσωπικότητα. Έτσι προστατεύονται ανώνυµες εταιρείες, εµπορικές εταιρείες οποιασδήποτε µορφής, σωµατεία κλπ. Πρέπει να σηµειωθεί ότι φορείς δεν είναι µόνο οι ηµεδαποί, οι Έλληνες πολίτες, αλλά και οι αλλοδαποί και οι ανιθαγενείς ακόµη 16, ενώ του δικαιώµατος απολαύουν εξίσου και τα αλλοδαπά νοµικά πρόσωπα. Αµφισβητείται αν η προστασία καλύπτει µόνο τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ή και αυτά του δηµοσίου δικαίου. Η κρατούσα γνώµη δέχεται ότι υποκείµενα των συνταγµατικών δικαιωµάτων, που έχουν αντικρατική κατεύθυνση, είναι µόνο τα νοµικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Υποστηρίζεται όµως ότι, εφόσον µέσω του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. γ έχει αρθεί η διάκριση µεταξύ δηµόσιου και ιδιωτικού δικαίου και εφόσον τα συνταγµατικά δικαιώµατα είναι αντικειµενικά αξιώµατα που εφαρµόζονται σε κάθε δικαιική περιοχή, είναι απαραίτητο να αναγνωρίσουµε ως φορείς και νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου 17, όπως τους ΟΤΑ, τα ΑΕΙ, την Εκκλησία κ. ο. κ. 18. V. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ- ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Η κατοχύρωση του ασύλου δε συνεπάγεται την κατοχύρωση ενός χώρου όπου το άτοµο είναι ελεύθερο να πράττει παρανόµως 19. Έτσι ενώ βασική παράµετρος της προστασίας του ασύλου είναι η απαγόρευση διεξαγωγής οποιασδήποτε έρευνας στον κρίσιµο χώρο, η απαγόρευση αυτή δεν είναι απόλυτη. Ο ίδιος ο συντακτικός νοµοθέτης εισάγει κάµψη της παραπάνω αρχής επιτρέποντας τη διεξαγωγή έρευνας στις περιπτώσεις και Αθήνα- Κοµοτηνή 1984, σελ. 71. Αντίθετος ο αγτόγλου στα Ατοµικά ικαιώµατα, ό. Π. σελ. 406-407 16 Όπως υπογραµµίζει ο ηµητρόπουλος στα Συνταγµατικά ικαιώµατα, ό. Π., σελ 219, πρόκειται για «ανθρώπινο» δικαίωµα. 17 Στον ΠΚ πάντως νοείται διατάραξη οικιακής ειρήνης και για νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου. Το 334 παρ. 3 ορίζει: «Όποιος εισέρχεται παράνοµα σε κατάστηµα ή χώρο δηµόσιας, δηµοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας ή νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου ή επιχείρησης κοινής ωφέλειας ή παραµένει στους χώρους αυτούς παρά τη θέληση της υπηρεσίας που τους χρησιµοποιεί, της οποίας τη θέληση του δηλώνει ο νόµιµος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλός της, και προκαλεί έτσι διακοπή ή διατάραξη της οµαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών. 18 Βλ. επιχειρήµατα ηµητρόπουλου στα Συνταγµατικά ικαιώµατα, Γενικό Μέρος, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2005,σελ. 129-131. 19 «Άσυλο της κατοικίας δε σηµαίνει άσυλο της παρανοµίας» αγτόγλου, ό. Π. σελ 408 12
µε τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόµος. Έπειτα δεν µπορεί κανείς να επικαλεστεί το άσυλο απέναντι σε επεµβάσεις που κατατείνουν στην πρόληψη και αποτροπή δηµοσίου κινδύνου, π. χ. σε περίπτωση πυρκαγιάς, πληµµύρας κ. ο. κ. Α. Η ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΕΡΕΥΝΑ Το άρθρο 9 παρ. 1 εδ. γ ορίζει: «Καµία έρευνα δε γίνεται σε κατοικία, παρά µόνο όταν και όπως ορίζει ο νόµος και πάντοτε µε την παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας» Έρευνα κατ οίκον είναι η αναζήτηση προσώπων ή αντικειµένων σε µια κατοικία εκ µέρους οργάνων της δηµόσιας εξουσίας, ανεξάρτητα από τη συγκατάθεση του κατόχου της κατοικίας 20. Μια τέτοια έρευνα είναι επιτρεπτή µόνο όταν και όπως νόµος ορίζει και µε την προϋπόθεση της παρουσίας δικαστικών. Προϋπόθεση λοιπόν για να είναι σύµφωνη προς το Σύνταγµα µια έρευνα είναι να την προβλέπει κάποιος νόµος και να συντελείται υπό τους όρους και µε τη διαδικασία που αυτός θέτει. Ο νόµος αυτός, που µπορεί να είναι τυπικός ή ουσιαστικός (µε την έννοια της κανονιστικής πράξης της διοίκησης), θα πρέπει εκτός από γενικός και αφηρηµένος- χαρακτηριστικά κάθε νόµου γενικότερα- να είναι και σαφής και ορισµένος ως προς τον προσδιορισµό της διαδικασίας, του σκοπού και των εντεταλµένων για την έρευνα οργάνων. Η συνταγµατική διάταξη λοιπόν του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. γ εισάγει νοµοθετική εξουσιοδότηση εξαιρετική µε την έννοια ότι ο κοινός νοµοθέτης εξουσιοδοτείται να εισάγει εξαιρέσεις από την αρχή της απαγόρευσης διεξαγωγής έρευνας, οι οποίες συνιστούν περιορισµούς του εδώ εξεταζόµενου δικαιώµατος. Μ αυτόν τον τρόπο ο κοινός νοµοθέτης συµπροσδιορίζει µε το συντακτικό το περιεχόµενο του δικαιώµατος. Η εξουσιοδότηση δε αυτή παρόλο που το Σύνταγµα δε θέτει ρητούς περιορισµούς- δε συνιστά εξουσιοδότηση εν λευκώ ώστε ο κοινός νοµοθέτης να µπορεί να εισάγει ελεύθερα και κατά την κρίση του περιορισµούς του δικαιώµατος. Ο τελευταίος µπορεί να εισάγει εξαιρέσεις στις οποίες επιτρέπεται η παραβίαση του ασύλου όταν αυτή καθίσταται απολύτως απαραίτητη για την πραγµάτωση ενός 20 Αυτός ο ορισµός έχει δοθεί από τον Π. αγτόγλου, ό. Π. σελ 408 13
θεσµού ή έννοµης σχέσης και αν µη τι άλλο στο βαθµό που αυτή είναι απαραίτητη. Πρόκειται για τη λεγόµενη θεσµική προσαρµογή του δικαιώµατος κατά την οποία θα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάµεσα στο αντικειµενικό στοιχείο της κατοικίας και τον αναγνωρισµένο θεσµό ή έννοµη σχέση στα πλαίσια των οποίων καλείται να εφαρµοστεί το δικαίωµα 21. Στη θεωρία γίνονται γενικά αποδεκτά κάποια όρια στους περιορισµούς που µπορεί να εισάγει ο κοινός νοµοθέτης ( Schranken- Schranken): α) η αρχή της αναλογικότητας, β) η διαφύλαξη του πυρήνα του δικαιώµατος, γ) η απαγόρευση της ad hoc ρύθµισης µιας περίπτωσης, δ) η συµφωνία προς την ελεύθερη δηµοκρατική τάξη. εύτερη εγγύηση την οποία το ίδιο το Σύνταγµα θέτει για την παραβίαση του ασύλου είναι «η παρουσία εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας», φράση µε την οποία το Σύνταγµα εννοεί τους δικαστικούς λειτουργούς και όχι φυσικά δικαστικούς επιµελητές ή άλλους υπαλλήλους, όπως θα δούµε παρακάτω στα πλαίσια της αναγκαστικής εκτελέσεως. Με βάση τις παραπάνω σκέψεις µπορούµε να εξετάσουµε τη νοµιµότητα των περιορισµών που τίθενται στο δικαίωµα του ασύλου της κατοικίας. Β. Η ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΟΝ ΚΩ ΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Η κατ οίκον έρευνα µας ενδιαφέρει πρωτίστως στο πλαίσιο της ανάκρισης η οποία εντάσσεται στον ευρύτερο χώρο της ποινικής σχέσης, όπου παρατηρούνται και οι περισσότεροι περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων. Άλλωστε δεν έχει χαρακτηριστεί τυχαία το Ποινικό ικονοµικό ίκαιο ως «εφαρµοσµένο συνταγµατικό δίκαιο» και «σεισµογράφος» της συνταγµατικής τάξης 22. Το άρθρο 253 ΚΠ προβλέπει τα εξής: «Αν διεξάγεται ανάκριση για κακούργηµα ή πληµµέληµα, έρευνα διενεργείται όταν µπορεί βάσιµα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήµατος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζηµίας που 21 Βλ. αναλυτικά ηµητρόπουλου, Συνταγµατικά ικαιώµατα- Παραδόσεις Συνταγµατικού ικαίου, σελ. 216 και Συνταγµατικά δικαιώµατα, Γενικό Μέρος σελ. 223 22 Βλ. Α. Καρρά, Ποινικό ικονοµικό ίκαιο, Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 2007, σελ. 8 14
προκλήθηκε είναι δυνατό να πραγµατοποιηθεί ή να διευκολυνθεί µόνο µε αυτή» Παρατηρούµε λοιπόν ότι ο νόµος προϋποθέτει ανάκριση επί κακουργηµάτων και πληµµεληµάτων, άρα σαφώς όχι και πταισµάτων, στα οποία ο χαµηλός βαθµός απαξίας θα καθιστούσε µια τέτοια επέµβαση στην ιδιωτική σφαίρα ιδιαίτερα επαχθή. Επίσης απαιτείται να µπορεί εύλογα («βάσιµα») να υποτεθεί ότι ο επιδιωκόµενος από το νόµο σκοπός µπορεί να επιτευχθεί ή διευκολυνθεί µόνο µε τη χρήση αυτού του µέσου. Όπου δηλαδή ο εν λόγω σκοπός µπορεί να επιτευχθεί µε άλλα ηπιότερα µέσα η χρήση της κατ οίκον έρευνας είναι παράνοµη. Είναι προφανές ότι η συγκεκριµένη διάταξη εναρµονίζεται πλήρως µε την αρχή της αναλογικότητας. Στο σηµείο αυτό θα πρέπει να σηµειώσουµε ότι η συγκεκριµένη διάταξη θα πρέπει να ερµηνεύεται διασταλτικά ώστε να περιλαµβάνει και τις περιπτώσεις εκτέλεσης ποινικών αποφάσεων για τη σύλληψη του καταδικασθέντος και την κατάσχεση πραγµάτων. Γιατί αν επιτρέπεται η κατ οίκον έρευνα στο πρώιµο στάδιο της ανάκρισης, όπου ενυπάρχει µεγαλύτερη αβεβαιότητα, πολύ περισσότερο θα πρέπει να επιτρέπεται στο ώριµο στάδιο της εκτέλεσης, αφότου δηλαδή έχει βεβαιωθεί η ενοχή 23. Έκφανση της αρχής της αναλογικότητας αποτελεί και η διάκριση της κατ οίκον έρευνας κατά τη διάρκεια της ηµέρας και κατά τη διάρκεια της νύχτας, καθώς ο ΚΠ θέτει ιδιαίτερους όρους για τη διενέργεια έρευνας στη δεύτερη περίπτωση. Έτσι το άρθρο 254 ΚΠ ορίζει ότι η έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται τη νύχτα στις εξής περιπτώσεις: Α) αν πρόκειται να συλληφθεί πρόσωπο που διώκεται νόµιµα Β) αν κάποιος συλλαµβάνεται επ αυτοφώρω να διαπράττει µέσα στην κατοικία κακούργηµα ή πληµµέληµα Γ) αν γίνεται συγκέντρωση σε κατοικία όπου παίζονται κατ επάγγελµα τυχερά παιχνίδια ή η κατοικία χρησιµοποιείται ως τόπος κατ επάγγελµα ακολασίας ) αν πρόκειται για χώρους που είναι προσιτοί σε όλους τη νύχτα 23 Βλ. Γνµδ. Εισ. Άρτας Ι. Α. Χατζάκου, Αριθµ. 538/ 31.3.1977, Ποινικά Χρονικά ΚΖ, σελ. 910-912 15
Η δε δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου προσδιορίζει επακριβώς τη διάρκεια της νύχτας 24. Απαραίτητο είναι να σηµειωθεί πως η διάταξη του άρθρου 254 ΚΠ που επιτρέπει τη διεξαγωγή έρευνας µέσα στη νύχτα και από αξιωµατικούς της χωροφυλακής και της αστυνοµίας πόλεων στην έκτακτη περίπτωση που δεν υπάρχουν ή κωλύονται οι δικαστικοί λειτουργοί ( εισαγγελέας, ανακριτής, ειρηνοδίκης ή πταισµατοδίκης) αντίκεινται στο Σύνταγµα που ρητά κα κατηγορηµατικά απαιτεί την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, µε την έννοια των προσώπων που απολαύουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας σύµφωνα µε τα άρθρα 87-91 του Συντάγµατος. Για τον ίδιο λόγο προσκρούει στο Σύνταγµα και η διάταξη του άρθρου 255 παρ. 2 ΚΠ 25 που επιτρέπει να προσλαµβάνεται ως δεύτερος ανακριτικός υπάλληλος ο πρόεδρος της κοινότητας, αν δεν υπάρχει στον τόπο διεξαγωγής της έρευνας δικαστικός λειτουργός. Κατά τα λοιπά και το άρθρο 256 ΚΠ που αναφέρεται στον τρόπο διεξαγωγής της έρευνας διαπνέεται από την αρχή της αναλογικότητας: «Στις έρευνες των κατοικιών πρέπει να αποφεύγεται µε επιµέλεια κάθε περιττή δηµοσιότητα και κάθε ενόχληση των ενοίκων που δεν είναι απόλυτα αναγκαία. Πρέπει επίσης να καταβάλλεται µέριµνα για τη διαφύλαξη της υπόληψης και των ατοµικών µυστικών που δεν έχουν σχέση µε την πράξη της κατηγορίας, καθώς και να διεξάγεται η ενέργεια µε κάθε ευπρέπεια και κοσµιότητα. Όποιος διεξάγει την έρευνα πρέπει να προσκαλεί τον ένοικο των διαµερισµάτων που θα ερευνηθούν να παρευρίσκεται κατά τη διεξαγωγή της. Σε περίπτωση απουσίας του, προσκαλείται να παρευρεθεί ένας γείτονας». Είναι πρόδηλο ότι εδώ έχουµε την επιδίωξη ενός νόµιµου σκοπού όπου είναι αναγκαία η επέµβαση σε ένα ατοµικό δικαίωµα και η οποία δεν πρέπει να είναι επαχθέστερη από το αναγκαίο µέτρο 26. 24 Η διάρκεια της νύχτας ορίζεται από τις 8 το βράδυ εώς τις 6 το πρωί από την πρώτη Οκτωβρίου εώς τις 31 Μαρτίου, και από τις 9 το βράδυ εώς τις 5 το πρωί από την 1 Απριλίου µέχρι τις 30 Σεπτεµβρίου. 25 Επί διενέργειας της έρευνας από αξιωµατικό ή υπαξιωµατικό της χωροφυλακής ή από αξιωµατικό της αστυνοµίας πόλεων 26 Βλ. Π. αγτόγλου, ό. π., σελ. 412 16
Γ. Η ΚΑΤ ΟΙΚΟΝ ΕΡΕΥΝΑ ΣΕ ΑΛΛΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΜΑΤΑ Την κατ οίκον έρευνα επιτρέπουν ο Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας (ΚΠολ ), ο Κώδικας Είσπραξης ηµοσίων Εσόδων (ΚΕ Ε) καθώς και ο νόµος 703/ 1977 περί ελέγχου µονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισµού. Ο πρώτος στο άρθρο 929 παρ. 1 ορίζει: «Ο δικαστικός επιµελητής έχει την εξουσία, εφόσον το απαιτεί ο σκοπός της αναγκαστικής εκτέλεσης, να εισέρχεται στην κατοικία ή και σε κάθε άλλο χώρο που βρίσκεται στην κατοχή εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, να ανοίγει τις πόρτες και να κάνει έρευνες, καθώς και να ανοίγει κλειστά έπιπλα, σκεύη ή δοχεία» Η διάταξη αυτή αντίκειται στο Σύνταγµα στο µέτρο που προβλέπει έρευνα χωρίς την παρουσία δικαστικού λειτουργού. Για τον ίδιο λόγο αντισυνταγµατική είναι και η διάταξη του ΚΕ Ε στο άρθρο 11 παρ. : «Ο ενεργών την κατάσχεσιν έχει την εξουσίαν, εφόσον ο σκοπός της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτεί τούτο, να εισέρχεται εις την οικίαν ή και εις πάντα έτερον χώρον ευρισκόµενον εν τη κατοχή του καθ ου η εκτέλεσις, να ανοίγη τας θύρας και να προβαίνει εις έρευνας, ως και να ανοίγη κεκλεισµένα έπιπλα, σκεύη ή και δοχεία» Ο δε ν. 703/ 1977 προβλέπει: «Για τη διαπίστωση παραβάσεων του άρθρου 1 παρ. 1 και των άρθρων 2, 2α, 4-4στ οι εντεταλµένοι υπάλληλοι της Γραµµατείας της Επιτροπής Ανταγωνισµού, έχοντας εξουσίες φορολογικού ελεγκτή, µπορούν ιδίως: να ενεργούν κατ οίκον έρευνες αφού τηρούν τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγµατος». Συνοψίζοντας, η παρουσία δικαστικού λειτουργού απαιτείται πάντοτε ανεξάρτητα από το σκοπό της έρευνας κατ οίκον- είτε πρόκειται για ανάκριση είτε για εκτέλεση, αναγκαστική ή διοικητική 27. Το ίδιο το Σύνταγµα δεν κάνει διάκριση ανάµεσα στην ποινική και τις άλλες εκτελέσεις, ούτε συντρέχει λιγότερο σηµαντική επέµβαση στην ιδιωτική σφαίρα του καθ ου η αναγκαστική ή διοικητική εκτέλεση σε σχέση µε την ποινική διαδικασία, ώστε να δικαιολογείται µικρότερη προστασία, δηλαδή έρευνα χωρίς τα εχέγγυα της 27 Βλ. την υπ αριθµόν 12/ 14.8.1975 γνωµοδότηση του αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Πατρών (ΝοΒ 1975, σελ. 1116), κατά τον οποίο η εκτέλεση αποφάσεων εµπίπτει στην έννοια της κατ οίκον έρευνας του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγµατος και αντίθετα την υπ αριθµόν 19/7.10.1975 γνµδ. Εισ. Πρωτ. Πατρών ( ΝοΒ 1975, σελ. 1117). Για δε τη διοικητική αποβολή βλ. γνµδ. Εισ. Πληµµ. Ηγουµενίτσας αριθµ. 1/ 22.3.1978 ΠοινΧρον ΚΗ, σελ. 267) που δεν απαιτεί την παρουσία δικαστικού λειτουργού 17
παρουσίας δικαστικού λειτουργού. Επίσης πρέπει να υπογραµµιστεί ότι όλες οι παραπάνω διατάξεις συµφωνούν µε την αρχή της αναλογικότητας (οι έρευνες σ αυτές επιτρέπονται εφόσον ο σκοπός τους τις επιβάλλει).. ΛΟΙΠΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ Το Σύνταγµα από τους πιθανούς περιορισµούς του ασύλου της κατοικίας ξεχωρίζει έναν ιδιαίτερα σοβαρό, την κατ οίκον έρευνα και την επιτρέπει κάτω από αυστηρούς όρους, που είναι η νοµοθετική πρόβλεψη και η δικαστική παρουσία. Το άσυλο όµως υφίσταται και άλλους περιορισµούς, λιγότερο επαχθείς κατά την κρατούσα γνώµη στη θεωρία και νοµολογία, απαραίτητους για τον έλεγχο τήρησης κανόνων κειµένων χάριν του γενικού συµφέροντος. Συναφώς γίνεται λόγος για συσταλτική ερµηνεία του όρου «έρευνα» ώστε να περιλαµβάνει µόνο τις ανακριτικές έρευνες του ΚΠ και τις έρευνες του ΚΠολ και του ΚΕ Ε σχετικά µε την αναγκαστική εκτέλεση. Αντίθετα, οι έλεγχοι και οι επιθεωρήσεις της διοίκησης για τη διεξαγωγή της φορολογικής, υγειονοµικής, εργατικής, επαγγελµατικής εποπτείας θεωρούνται εγγενείς περιορισµοί του δικαιώµατος και δε διεξάγονται υπό τους όρους του άρθρου 9 παρ.1 εδ. γ., δηλαδή δεν απαιτείται η παρουσία δικαστικού λειτουργού. Η ερµηνεία αυτή υποστηρίζει η συγκεκριµένη άποψηεπιβάλλεται καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα καθίστατο ανέφικτος ο έλεγχος της τήρησης της αντίστοιχης νοµοθεσίας. Οπωσδήποτε όµως απαιτείται οι εν λόγω περιορισµοί να προβλέπονται από το νόµο. ε νοείται η διοίκηση να ενεργεί αυτοδυνάµως και κατά βούληση περιορίζοντας τα ατοµικά δικαιώµατα. Ο νόµος πρέπει να προβλέπει ρητά τον τρόπο, τον τόπο, το χρόνο, το σκοπό αυτών των ελέγχων και πάντα µε σεβασµό στην αρχή της αναλογικότητας: η παραγγελία και διεξαγωγή του ελέγχου πρέπει να είναι µέτρο αναγκαίο, κατάλληλο και να τελεί σε εύλογη σχέση µε τον επιδιωκόµενο σκοπό 28. Η άποψη αυτή πρέπει να αποκρουστεί. Το Σύνταγµα απαγορεύει κάθε κατ οίκον έρευνα χωρίς να προβαίνει σε καµία περαιτέρω διάκριση. Οι 28 Έτσι οι γνµδ. ΕισΑΠ 10/ 1992, Ελλ νη 1992, 1532 και ΣτΕ ΠΕ 1381/ 1981, ΤοΣ 1981, 740- Contra Γ. Καµίνης, ό. π., ο οποίος υποστηρίζει ότι αφού οι επαγγελµατικοί χώροι τους οποίους κυρίως αφορούν οι εν λόγω έλεγχοι- έχουν υπαχθεί την έννοια της κατοικίας και δεδοµένου ότι οι ελεγκτικές αρµοδιότητες του κράτους έχουν αυξηθεί, και οι έλεγχοι αυτοί πρέπει να εξοπλίζονται µε την εγγύηση της παρουσίας δικαστικού λειτουργού. 18
προϋποθέσεις του επιτρεπτού της έρευνας αφορούν αδιακρίτως κάθε έρευνα. εν µπορεί αυθαίρετα ο νοµοθέτης να θεσπίζει διαδικασίες οι οποίες εµπίπτουν στην έννοια της έρευνας και να τις εξαιρεί κατά βούληση χωρίς το Σύνταγµα να του δίνει καµία τέτοια κατεύθυνση. Το επαχθές ή µη του µέτρου δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο, γιατί θα µπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η είσοδος κρατικών οργάνων κατά τη διαδικασία ελέγχου εφαρµογής π. χ. της φορολογικής νοµοθεσίας σε µια επιχείρηση µπορεί να εµποδίσει σηµαντικά την οµαλή λειτουργία της επιχείρησης. Εξάλλου από τη στιγµή που η νοµολογία έχει υπαγάγει στην έννοια της κατοικίας και τους χώρους εργασίας, δεν µπορούν να εξαιρεθούν αυτοί της συνταγµατικής προστασίας. Πολλώ µάλλον σε µια εποχή που έχουν πολλαπλασιαστεί οι ελεγκτικές αρµοδιότητες του κράτους και χρήζουν προστασίας από αυθαίρετες επεµβάσεις και οι χώροι αυτοί. Εποµένως και σε αυτές τις περιπτώσεις εκτός από την πρόβλεψη της έρευνας σε νόµο απαιτείται και η παρουσία δικαστικού λειτουργού. Άλλοι περιορισµοί που υφίσταται το άσυλο είναι οι επεµβάσεις που γίνονται µε σκοπό την πρόληψη ή αποτροπή δηµοσίου κινδύνου ή εγκλήµατος, όπως είναι η βίαιη είσοδος σε οικία µετά από πυρκαγιά 29, από πληµµύρα, καθώς και η απαγόρευση εισόδου στον ίδιο τον ένοικο σε κτήριο που χαρακτηρίστηκε ως επικίνδυνο, ετοιµόρροπο και η αποβολή του από αυτό 30. Και πάλι όµως η διοίκηση δεν µπορεί να ενεργήσει παρά µόνο στα πλαίσια που θέτει ο νόµος και η αρχή της αναλογικότητας. Παροµοίως το δικαίωµα στο άσυλο πρέπει να προσαρµοστεί στους συνταγµατικά κατοχυρωµένους θεσµούς της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης και της επίταξης. Στα άρθρα 17 παρ. 2 και 18 παρ. 3 και 5 το Σύνταγµα προβλέπει αντίστοιχα τους παραπάνω θεσµούς οι οποίοι για να λειτουργήσουν απαιτούν τη βίαιη αποβολή του προσώπου από την κατοικία του. Σ αυτή την περίπτωση δεν έχουµε προσβολή του ασύλου, αλλά επιτρεπόµενο περιορισµό του. 29 Βλ. ΑΠ 206/ 1994, ΠοινΧρον 1994, σελ. 369 30 Βλ. γνµδ ΕισΠρωτ Πειραιά 10/ 1964, Αρχείο Νοµολογίας 1964, σελ. 650 19
VI. ΚΥΡΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΑΒΑΤΩΝ Η παραβίαση του ασύλου συνιστά τόσο σοβαρή υπόθεση ώστε το ίδιο το Σύνταγµα να προβλέπει κυρώσεις κατά των παραβατών, κάτι που κατά κανόνα ο θεµελιώδης νόµος του κράτους δεν κάνει. Συγκεκριµένα στην παρ. 2 του άρθρου 9 ορίζεται: «Οι παραβάτες της προηγούµενης διάταξης τιµωρούνται για παραβίαση του οικιακού ασύλου και για κατάχρηση εξουσίας και υποχρεούνται σε πλήρη αποζηµίωση του παθόντος, όπως νόµος ορίζει». Θεσπίζεται εποµένως ποινική, πειθαρχική και αστική ευθύνη των παραβατών. ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Στον Ποινικό Κώδικα, στο κεφάλαιο για τα εγκλήµατα σχετικά µε την υπηρεσία, προβλέπεται το αδίκηµα της παραβίασης του οικιακού ασύλου. Συγκεκριµένα το άρθρο 241 ΠΚ ορίζει: «Υπάλληλος, που χρησιµοποιώντας την υπαλληλική του ιδιότητα, εισέρχεται στην κατοικία άλλου χωρίς ο άλλος να το θέλει, εκτός από τις περιπτώσεις που το προβλέπει ο νόµος, και χωρίς τις νόµιµες διατυπώσεις, τιµωρείται µε φυλάκιση τριών µηνών µέχρι δύο ετών». Υποκείµενο του αδικήµατος είναι υπάλληλος µε την έννοια του άρθρου 13 περ. α ΠΚ 31. Σύµφωνα µε το άρθρο αυτό η παραβίαση στοιχειοθετείται όταν: I. Ο υπάλληλος εισέρχεται στην κατοικία µε την ιδιότητά του αυτή για την εκτέλεση πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά του ή µε το πρόσχηµα ανάλογης ενέργειας. II. Χωρίς τη θέληση του φορέα του εννόµου αγαθού ( ιδιοκτήτης, µισθωτής, αντιπρόσωπος κοκ) III. Κατά παράβαση των νόµιµων διατυπώσεων IV. Έστω και µε ενδεχόµενο δόλο για το ότι εισέρχεται σε κατοικία άλλου χωρίς τη συναίνεσή του και χωρίς να το δικαιούται από το νόµο. 31 «Υπάλληλος είναι εκείνος στον οποίο έχει νόµιµα ανατεθεί, έστω και προσωρινά, η άσκηση υπηρεσίας δηµόσιας, δηµοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου» 20
ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Πειθαρχικές κυρώσεις προβλέπονται στον υπαλληλικό Κώδικα. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε το άρθρο 107 ΥΚ πράξεις που υποδηλώνουν άρνηση του Συντάγµατος συνιστούν πειθαρχικά παραπτώµατα - τέτοια είναι και η παραβίαση της συνταγµατικής υποχρέωσης περί σεβασµού του ασύλου. Το δε άρθρο 109 ΥΚ επιβάλλει µέχρι και την ποινή της οριστικής παύσης για τέτοια παραπτώµατα. ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ Ο παραβάτης της διάταξης ευθύνεται προσωπικά και αστικά, δηλαδή υποχρεούται σε καταβολή αποζηµίωσης. Πρόκειται για ευθύνη η οποία δεν µπορεί να µεταβιβαστεί στο ηµόσιο και τυχόν νοµοθετικές διατάξεις που την καταργούν ή µειώνουν την ευθύνη των υπαλλήλων έναντι του κράτους έρχονται σε αντίθεση µε το Σύνταγµα 32. Η δε αποζηµίωση πρέπει να είναι πλήρης. Η ΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΥΡΩΣΗ Η παραβίαση του ασύλου, εκτός από τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου κυρώσεις, συνεπάγεται και την εξής δικονοµική κύρωση που προσδιορίζει το ίδιο το Σύνταγµα στο άρθρο 19, στην παράγραφο 3 που προστέθηκε µε την αναθεώρηση του 2001: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών µέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση και των άρθρων 9». Για παράδειγµα, αν κατά τη διάρκεια κατ οίκον έρευνας που διεξήχθη κατά παράβαση του νόµουπ. χ. χωρίς το απαιτούµενο ένταλµα σύλληψης- βρέθηκε το όπλο της ανθρωποκτονίας, αυτό δε θα χρησιµοποιηθεί κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ποινικό δικαστήριο και ενδεχοµένως ο ένοχος να µην τιµωρηθεί. ιάφοροι ωστόσο προβληµατισµοί εκφράζονται πάνω στο ζήτηµα καθώς µε αυτό τον τρόπο παρεµποδίζεται η ορθή απονοµή της δικαιοσύνης, αξία επίσης συνταγµατική, ιδίως στην περίπτωση που το παρανόµως κτηθέν αποδεικτικό µέσο είναι και το µοναδικό. Καταρχάς, είναι βέβαιο ότι το άτοµο εξοπλίζεται µέσω του άρθρου 9 Σ µε το δικαίωµα να αρνείται στους εκπροσώπους της δηµόσιας εξουσίας την 32 Βλ. αγτόγλου, ό. π. σελ. 415 21
είσοδο, παραµονή και έρευνα στην κατοικία του, άρα και την πρόσβαση στις πληροφορίες που αυτή περιέχει, όταν δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζει το Σύνταγµα στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. γ. Αν παρά ταύτα οι αρχές εισέλθουν παρανόµως στην κατοικία και συλλέξουν πληροφορίες, προσβάλλουν το άσυλο, η δε χρησιµοποίηση των πληροφοριών αυτών ως αποδεικτικών µέσων συνιστά «εµβάθυνση 33» της προηγηθείσας παραβίασης και άρα αντισυνταγµατική. Αντίθετα, υποστηρίζεται ότι δεν πρέπει να ισχύσει η κύρωση του δικονοµικώς απαραδέκτου όταν η έρευνα έχει διενεργηθεί κατά παράβαση διατάξεων του κοινού δικαίου οι οποίες δεν αποσκοπούν στην προστασία του ασύλου αλλά άλλων δικαιωµάτων, όπως η προστασία της προσωπικότητας. Για παράδειγµα, η διάταξη 256 ΚΠ που απαιτεί η έρευνα να διεξάγεται µε κοσµιότητα, ευπρέπεια κλπ. θεωρείται τεθειµένη για την προστασία της προσωπικότητας του ενοίκου ( Άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγµατος) και ενδεχόµενη προσβολή της δε θα πρέπει να επιφέρει δικονοµικώς απαράδεκτο. Ούτε όταν τα παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα προκύπτουν από παράνοµη παραβίαση του ασύλου όχι του ίδιου του καθού η ποινική διαδικασία, αλλά τρίτου. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπεισέρχεται ο έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας. Έπειτα, ο κατηγορούµενος µπορεί πάντα να χρησιµοποιεί τα παρανόµως κτηθέντα αποδεικτικά µέσα για την υπεράσπισή του. Άλλωστε η κύρωση του δικονοµικώς απαραδέκτου κείται προς όφελος αυτού του οποίου το άσυλο παραβιάστηκε και ταυτόχρονα πρέπει να µπορεί ο κατηγορούµενος να υπερασπιστεί µε αποτελεσµατικό τρόπο τα δικαιώµατά του, την αθωότητά του και ευρύτερα την τιµή και την προσωπικότητά του, αγαθά που προστατεύονται απόλυτα από το Σύνταγµα ( Άρθρα 5 παρ. 2, 20 παρ. 1). VII. ΑΝΑΣΤΟΛΗ Το άρθρο 9 περί ασύλου περιλαµβάνεται στα άρθρα που υπόκεινται σε αναστολή σύµφωνα µε το άρθρο 48 του Συντάγµατος. ηλαδή σε περίπτωση πολέµου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άµεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνηµα για την ανατροπή 33 Έτσι Γ. Καµίνης στο «Όψεις της κατοχύρωσης του ασύλου της κατοικίας στο Ελληνικό Συνταγµατικό ίκαιο» τα 9/ 2001, σελ. 70 22
του δηµοκρατικού πολιτεύµατος, οπότε και τίθεται σε εφαρµογή ο νόµος περί κατάστασης πολιορκίας, η ισχύς της συγκεκριµένης διάταξης αναστέλλεται. VIII. Η ΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ Η Οικουµενική ιακήρυξη των ικαιωµάτων του Ανθρώπου του 1948 είναι το πρώτο σηµαντικό διεθνές κείµενο που προβλέπει το άσυλο της κατοικίας ορίζοντας ότι κανείς δεν υπόκειται σε αυθαίρετες επεµβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία, την αλληλογραφία, ούτε σε παράνοµες προσβολές της τιµής και της υπόληψής του. Την ίδια διατύπωση έχει και το ιεθνές Σύµφωνο για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα του 1966. Σηµαντικότατο ρόλο στην προστασία του δικαιώµατος διαδραµατίζει η Ευρωπαϊκή Σύµβαση των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (ΕΣ Α) του 1950 που προβλέπει στο άρθρο 8: Παρ. 1: «Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασµόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του» Παρ. 2: «εν επιτρέπεται να υπάρξη επέµβασις δηµοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώµατος τούτου, εκτός εάν η επέµβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόµου και αποτελεί µέτρον το οποίον, εις µιαν δηµοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δηµόσιαν ασφάλειαν, την οικονοµικήν ευηµερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωµάτων και ελευθεριών άλλων» Παρατηρείται ότι η Σύµβαση κατοχυρώνει στο ίδιο άρθρο εκτός από το δικαίωµα στο άσυλο και άλλα δικαιώµατα: σεβασµός στην ιδιωτική ζωή, σεβασµός στην οικογενειακή ζωή, σεβασµός στην αλληλογραφία, γεγονός που σηµαίνει ότι εντοπίζεται συνάφεια ανάµεσα στα τέσσερα δικαιώµατα. Εν συνεχεία, διατυπώνονται οι όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται επέµβαση της αρχής στην άσκηση του δικαιώµατος ( πρόβλεψη νόµου, εξυπηρέτηση κάποιου συγκεκριµένου σκοπού). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου ( Ε Α), που ερµηνεύει µε ευρύτητα τον 23
όρο «κατοικία» και δίνει έµφαση στον τρόπο διεξαγωγής των κατ οίκον ερευνών. Η κατοικία στην νοµολογία του Ε Α δεν περιορίζεται µόνο στη νοµίµως κτηθείσα. Αντίθετα, έχει γίνει δεκτό ότι επεκτείνεται σε οικία την οποία οι ιδιοκτήτες είχαν σε τόπο που είχαν αφήσει για επαγγελµατικούς λόγους, µε το αιτιολογικό ότι διατηρούσαν συναισθηµατική επαφή µε την οικία αυτή 34. Επίσης ασχολήθηκε µε το θέµα της κατοικίας των αθιγγάνων, ζήτηµα µε ιδιαιτερότητες δεδοµένου του τρόπου ζωής των ανθρώπων αυτών. Έτσι έκρινε ότι η τοποθέτηση τροχόσπιτου, στο οποίο ζούσε οικογένεια αθιγγάνων χωρίς διακοπή για αρκετά χρόνια, σε οικόπεδο που είχε αγοράσει, φανέρωνε πρόθεση εγκατάστασης σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι δε διέθετε άλλη µόνιµη κατοικία και εποµένως η άρνηση της διοίκησης να αδειοδοτήσει την τοποθέτηση τροχόσπιτου στο οικόπεδο γέννησε διαφορά εµπίπτουσα στο άρθρο 8 της ΕΣ Α. Στην έννοια της κατοικίας υπήγαγε εξάλλου και τους χώρους όπου το άτοµο αναπτύσσει επαγγελµατική και οικονοµική δραστηριότητα (π.χ. δικηγορικό γραφείο, γραφείο εµπορικών δραστηριοτήτων κλπ. ) 35. Το Ε Α δε δίστασε να εντάξει στο πεδίο του άρθρου 8 και το δικαίωµα του ατόµου να ζει σε περιβάλλον υγιές λέγοντας ότι η εκποµπή επιβλαβών αναθυµιάσεων σε κατοικηµένη περιοχή από εγκατάσταση βιολογικού καθαρισµού λυµάτων βυρσοδεψείου θίγει την απόλαυση της οικίας από το άτοµο και συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣ Α 36. Όσο για την προστασία που προσφέρει το άρθρο 8 υποστηρίζεται ότι δεν αναφέρεται µόνο στην απαγόρευση των αυθαίρετων επεµβάσεων εκ µέρους των δηµοσίων αρχών. Εκτείνεται και σε θετικές υποχρεώσεις των τελευταίων που καθιστούν αποτελεσµατική την προστασία του ασύλου και σε υποχρέωση των άλλων ατόµων να µην προβαίνουν σε ενέργειες που προσβάλουν τα κατοχυρούµενα στη Σύµβαση δικαιώµατα. Αναφορικά µε τους περιορισµούς στην προστασία του δικαιώµατος που θέτει η παρ. 2 του άρθρου 8 αξίζει να σηµειωθεί ότι το Ε Α έχει καταστήσει σαφές σε πληθώρα αποφάσεων του ότι αυτοί πρέπει να 34 Υπόθεση Gillow κατά Ηνωµένου Βασιλείου της 24 ης Νοεµβρίου 1986 35 Υπόθεση Niemietz κατά Γερµανίας της 16 ης εκεµβρίου 1992, Υπόθεση Funke κατά Γαλλίας της 25 ης Φεβρουαρίου 1993 36 Υπόθεση Lopez Ostra κατά Ισπανίας της 9 ης εκεµβρίου 1994 24
ερµηνεύονται µε στενότητα. Ειδικά η «αναγκαιότητα του περιορισµού σε µια δηµοκρατική κοινωνία» παραπέµπει σε µια επέµβαση θεµελιούµενη σε επιτακτική κοινωνική ανάγκη. Γι αυτό το ικαστήριο θεωρεί ότι επιβάλλεται να επιτείνει την επαγρύπνησή του όταν άγονται ενώπιόν του περιπτώσεις όπου το εθνικό δίκαιο εξουσιοδοτεί τη διοίκηση να προβαίνει σε έρευνες κατ οίκον χωρίς προηγούµενο δικαστικό ένταλµα γιατί τότε τα δικαιώµατα των ατόµων είναι περισσότερο έκθετα απέναντι σε αυθαίρετες επεµβάσεις της δηµόσιας αρχής. Με τη σειρά τους οι περιορισµοί του δικαιώµατος πρέπει να τίθενται κάτω από αυστηρό πλαίσιο 37. Ιδίως σε αυτές τις περιπτώσεις µνηµονεύεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας κατά τη λήψη αυτών των µέτρων από τη διοίκηση. IX. ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σήµερα ίσως περισσότερο από παλαιότερα ο ιδιωτικός χώρος του ατόµου χρήζει ιδιαίτερης προστασίας µε δεδοµένη την επεµβατικότητα του κράτους και την ολοένα αυξανόµενη µέριµνα για την περιφρούρηση της ασφάλειας των πολιτών. Το Σύνταγµα κατοχυρώνει ατοµικό δικαίωµα κατοικίας µε την έννοια ότι απαγορεύεται η παραβίασή της Η έννοια της κατοικίας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή µε τη µεγαλύτερη δυνατή ευρύτητα για να αυξάνεται και η προστατευτική εµβέλεια της διάταξης του άρθρου 9 του Συντάγµατος Η βασική προστασία που κατοχυρώνει το Σύνταγµα συνίσταται στην απαγόρευση εισόδου και παραµονής κάποιου στην κατοικία χωρίς ή παρά τη θέληση του κατόχου. Η απαγόρευση δεν αφορά µόνο τα όργανα της δηµόσιας εξουσίας αλλά και τους ιδιώτες Το ίδιο το Σύνταγµα προβλέπει την κάµψη του απαραβίαστου µε τη θέσπιση των κατ οίκων ερευνών αλλά µε αυστηρές προϋποθέσεις: πρόβλεψη νόµου και υποχρεωτική παρουσία δικαστικού λειτουργού 37 Υπόθεση Camenzind κατά Ελβετίας της 16 ης εκεµβρίου 1997, Βλ. επίσης: Le droit au respect du domicile dans la jurisprudence de la Cour Européenne des Droits de l Homme, Pierre Lambert, τα 9/2001, σελ. 19 25
Η κατ οίκον έρευνα δεν αφορά µόνο την ποινική διαδικασία αλλά και κάθε άλλη µε την ευρεία έννοια έρευνα, ώστε απαιτείται και σε άλλες διαδικασίες, όπως αναγκαστική εκτέλεση, έρευνες για υγειονοµικούς, φορολογικούς κλπ. ελέγχους, η παρουσία δικαστικού λειτουργού Η ειδική πρόβλεψη κυρώσεων για τους παραβάτες του ασύλου εξαίρει τη σπουδαιότητα του προστατευόµενου δικαιώµατος Οι διεθνείς συµβάσεις αναγνωρίζουν το συγκεκριµένο δικαίωµα και οι αποφάσεις του Ε Α διευρύνουν πολλές φορές τη συνταγµατική προστασία X. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το Σύνταγµα κατοχυρώνει ατοµικό- αµυντικό δικαίωµα στο άσυλο της κατοικίας, κάτι που προβλεπόταν ήδη από τα πρώτα Συντάγµατα της Ελλάδας, αξιώνοντας τη µη παραβίασή του τόσο από το κράτος όσο και από τους ιδιώτες. Επιτρέπει τον περιορισµό του δικαιώµατος µε την πρόβλεψη της κατ οίκον έρευνας, την οποία µε τη σειρά της θέτει υπό αυστηρούς κανόνες και η οποία εξειδικεύεται από τον κοινό νοµοθέτη. Πέρα όµως από τον από το Σύνταγµα προβλεπόµενο περιορισµό συναντώνται πολλές περιπτώσεις που στην πράξη το δικαίωµα υφίσταται περιορισµό και θα πρέπει να ανιχνευθεί σε κάθε περίπτωση το επιτρεπόµενο ή όχι αυτού. Πάντως οδηγός θα πρέπει να είναι και η νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου που δίνει κατευθύνσεις ως προς το εύρος της προστασίας που µπορεί να παρέχει η διάταξη που κατοχυρώνει το άσυλο της κατοικίας. XI. SUMMARY The Greek Constitution provides for the human right to one s home, which had already been provided for in the first Greek Constitutions. It demands that nobody infringes upon someone else s home, whether it is a public authority or other citizens. However it allows limitations of this right in the form of inspections at home, which in turn are subject to very strict rules. Apart from the limitations provided for in the Constitution, there can appear 26
other limitations as for which it is critical that we diagnose whether they are allowed limitations or infringements. In any case we have to take into consideration the guidelines of the European Court of Human Rights as drawn in its decisions, which can orientate us towards certain directions concerning the broadness of the protection of one s home. XII. ΛΗΜΜΑΤΑ- ENTRIES Κατοικία- home/ residence Άσυλο της κατοικίας- right to respect for one s home Ιδιωτική ζωή- private life Κατ οίκον έρευνα- home inspection XIII. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Α. ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Όλες οι παρακάτω αποφάσεις είναι προσβάσιµες στην ηλεκτρονική διεύθυνση: www.lawdb.intrasoftnet.com ( Τράπεζα Νοµικών Πληροφοριών: INTRACOM- ΝΟΜΟΣ) ΑΠ 260/1977 (ΠοινΧρον ΚΖ, σελ. 750): Υπόθεση του εξοργισµένου συζύγου-πότε υπάρχει διατάραξη της οικιακής ειρήνης κατά το 308 ΠΚ ΑΠ 1381/1981 (ΤοΣ 1981, σελ. 740): Ισχύς του ασύλου κατοικίας και υπέρ των βιοµηχανικών εγκαταστάσεων, αλλά για επιθεωρήσεις κρατικών οργάνων στους χώρους αυτούς δεν απαιτείται η παρουσία δικαστικού λειτουργού γιατί δεν εµπίπτουν στην έννοια της κατ οίκον έρευνας ΑΠ 1467/1987 (ΠοινΧρον ΛΗ, σελ. 199): Βίαιη είσοδος σε δηµόσια υπηρεσία σε ώρα λειτουργίας ΑΠ 206/1994 (ΠοινΧρον 1994, σελ. 369): Είσοδος σε διαµέρισµα µετά από πυρκαγιά 27