ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ TOY 190Υ ΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ Σε αντίθεση με την περίπτωση της Τουρκίας, όπου οι ένοπλες δυνάμεις και η γραφειοκρατική τάξη κυριαρχούν σε όλους τους τομείς της ιστορικής εξέλιξης της χώρας, στην πολιτική ζωή της νεότερης Ελλάδας δέσποζαν δυο στοιχεία: πρώτον, η υπεροχή των πολιτικών κομμάτων και των αρχηγών τους, γαιοκτημόνων με μεγάλη επιρροή σε τοπικό επίπεδο ή πλουσίων εμπόρων και δεύτερον, η συνήθεια των πολιτικών να προσδοκούν τη βοήθεια των δυτικών υπερδυνάμεων για την επίλυση μεγάλου μέρους των προβλημάτων που απασχολούν τη χώρα. Η απουσία μιας ιδεολογικά ομοιόμορφης στρατο-γραφειοκρατικής τάξης και ο ενεργός ρόλος των πολιτικών κομμάτων καθήλωσαν το σώμα των αξιωματικών σε ένα δευτερεύοντα πολιτικό ρόλο. Η διαίρεση του πληθυσμού σε βενιζελικούς και μοναρχικούς το 1916 και η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 αποτέλεσαν τους κυριότερους παράγοντες για την αναβάθμιση του πολιτικού ρόλου των στρατιωτικών. α. Η περίοδος της οθωμανικής κατοχής Η κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και η απόλυτη κυριαρχία του οθωμανικού καθεστώτος σε παραδοσιακά ελληνικές περιοχές επηρέασαν τη μετέπειτα κοινωνική, οικονομική και πολιτική τους ανάπτυξη. Για παράδειγμα, τόσο η φυγή στη Δύση ενός μεγάλου αριθμού από τους εναπομείναντες απογόνους και συγγενείς της αυτοκρατορικής οικογένειας αλλά και μελών της αριστοκρατίας του Βυζαντίου όσο και η αφομοίωση των υπολοίπων από την πολιτική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε σοβαρές συνέπειες για τον ελληνο-ορθόδοξο πληθυσμό. Μια από αυτές ήταν και η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού πολιτικού ηγέτη που θα μπορούσε να οδηγήσει τις διάφορες στρατιωτικές ομάδες στη μάχη για την ανεξαρτησία και τη δημιουργία ενός σύγχρονου
ελληνικού κράτους. Επιπλέον, εμφανής υπήρξε και η έλλειψη ισχυρών παραδοσιακών πολιτικών δεσμών μεταξύ των διάφορων ομάδων της ελληνο-ορθόδοξης κοινότητας. Η εφαρμογή του οθωμανικού κοινωνικού και πολιτικού συστήματος των μιλλιέτ, που βασιζόταν στη θρησκευτική και κοινοτική διαίρεση της κοινωνίας, συνέβαλε θετικά στη μείωση της πολιτικής και στρατιωτικής συνοχής των Ελλήνων. Η εμφάνιση ενός μεγάλου αριθμού ισχυρών τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχηγών στάθηκε σοβαρό εμπόδιο για την ανάδειξη ενός εθνικού ηγέτη. Ο μοναδικός Έλληνας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που του είχε επιτραπεί από το σουλτάνο η άσκηση ορισμένων πολιτικών καθηκόντων ήταν ο θρησκευτικός ηγέτης των απανταχού ορθόδοξων χριστιανών, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ωστόσο, το γεγονός ότι η έδρα του βρισκόταν στην πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας διευκόλυνε την άσκηση ελέγχου εκ μέρους των Οθωμανών και απέτρεπε τη θρησκευτική ηγεσία από παράτολμες πολιτικές ενέργειες. Η δε θρησκευτική διαμάχη της Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας καθησύχαζε τους σουλτάνους όσον αφορά το ότι ο εκάστοτε Πατριάρχης δεν θα ζητούσε ποτέ τη βοήθεια των καθολικών, και κατά συνέπεια η πολιτική δύναμη των τελευταίων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή σοβαρών κινδύνων για την Αυτοκρατορία. Η εμφάνιση μιας οικονομικά ισχυρής τάξης εμπόρων, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, απέτυχε με τη σειρά της να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις εκείνες που θα συνέβαλλαν στην ανάδειξη ενός πολιτικού αρχηγού εθνικής εμβέλειας. Αν και η τάξη αυτή διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν μπόρεσε να δομήσει μια ενιαία πολιτική οργάνωση η οποία θα διατηρούσε την πολιτική ενότητα των καταπιεσμένων Ελλήνων. Η τάξη αυτή δεν είχε καμία εμπειρία στη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων και θεωρούσε ότι ο πόλεμος είναι μια πολύ ακριβή και επικίνδυνη υπόθεση. Το στοιχείο που τη χαρακτήριζε ήταν η τάση για αδιάκοπη συσσώρευση πλούτου. Για όσο καιρό επιτύγχαναν χωρίς προβλήματα το σκοπό τους, τα μέλη της δεν αντιδρούσαν στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της Αυτοκρατορίας. Όταν όμως το σύστημα άρχισε να θέτει εμπόδια στις οικονομικές και πολιτικές φιλοδοξίες των μελών της, τότε άρχισαν να προωθούν και να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που στόχευαν στη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τα παραπάνω, είναι φανερό ότι η ιδέα της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους φάνταζε παράτολμη. Ωστόσο, οι σπόροι τής έστω και περιορισμένης αντίστασης στην κεντρική εξουσία είχαν φυτευτεί από καιρό. Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής είχε εμφανισθεί ένας σημαντικός αριθμός
ένοπλων ομάδων τοπικού χαρακτήρα, «προϊόν της ανασφάλειας για τη ζωή και την ιδιοκτησία (των πολιτών)... σε ένα κράτος και μια οικονομία που ευνοούσε την έλλειψη εφαρμογής των νόμων γενικά και τη ληστεία ειδικότερα». Παρόλο που τα κίνητρα των ομάδων αυτών για αντίσταση στην οθωμανική εξουσία ήταν περισσότερο το προσωπικό κέρδος των ηγετών αλλά και των μελών τους και λιγότερο το εθνικό συμφέρον, από τις τάξεις τους αναδύθηκαν οι πολεμιστές του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα. Οι ένοπλες αυτές ομάδες ήταν τρεις: οι κλέφτες, οι αρματολοί και οι κάποι. «Οι κλέφτες», παρατηρεί ο Κολιόπουλος, «ήταν κυρίως φυγάδες, οφειλέτες, επικηρυγμένοι, απροσάρμοστοι, τυχοδιώκτες, θύματα καταπίεσης, άνθρωποι δίχως περιουσιακά δικαιώματα ή άλλες υποχρεώσεις, που κατέφυγαν στα βουνά και έγιναν ληστές». Η ληστεία αποτελούσε μέσο επιβίωσης των κλεφτών και τα μέλη των κλέφτικων ομάδων διακρίνονταν για «την προσωπική αξία του λόγου τους (τιμή), τη γενναιότητα τους, την αντοχή τους στην πείνα και τις κακουχίες, αλλά και για τη σωματική τους δύναμη». 5 Ο ηγέτης της ομάδας και οι βοηθοί του, «τα πρωτοπαλίκαρα», απολάμβαναν το σεβασμό όλων των μελών. Τα στοιχεία που διακρίνουν τους επαγγελματικούς στρατούς, όπως η πειθαρχία και η υπακοή, δεν ήταν τόσο διαδεδομένα στις ομάδες των κλεφτών. Παράδειγμα αποτελεί και το γεγονός ότι η είσοδος και η έξοδος ενός μέλους από μια κλέφτικη ομάδα ήταν θέμα που αφορούσε αποκλειστικά το ίδιο το μέλος. Σημαντικό είναι και το ότι η ηγεσία της ομάδας δεν ήταν κληρονομική. Όσο για τους αρματολούς, αποτελούσαν τη μόνη μη μουσουλμανική ομάδα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία που τα μέλη της είχαν την έγκριση της κεντρικής εξουσίας για να οπλοφορούν. Οι τοπικοί Οθωμανοί άρχοντες πλήρωναν τις ομάδες αυτές για να προστατεύουν συγκεκριμένα χωριά αλλά και εμπορικούς δρόμους από την απειλή των κλεφτών. Έτσι, οι ομάδες των αρματολών είχαν μετατραπεί σε πολιτικούς και στρατιωτικούς αντιπροσώπους του σουλτάνου σε περιοχές της δικαιοδοσία τους. «Σε αντίθεση με το θεσμό των κλεφτών», σημειώνει ο Πετρόπουλος, «ο θεσμός των αρματολών περιλάμβανε ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων, όχι απλώς οπλίτες και αρχηγούς... Ο ηγέτης... διοικούσε και ταυτόχρονα προστάτευε [από ληστρικές επιδρομές] το χωριό του ή μια ομάδα από χωριά». Αρκετοί από αυτούς ασχολούνταν ενεργά με τη συλλογή των φόρων από τον τοπικό πληθυσμό. Επίσης, πολλοί είχαν και δεύτερο επάγγελμα, όπως αυτό του αγρότη ή του εμπόρου. Καθώς η θέση τους έγινε κληρονομική, ισχυρές τοπικές δυναστείες έκαναν την εμφάνιση τους, ιδιαίτερα στις περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας.
Φημισμένοι πρώην κλέφτες χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο από τους Οθωμανούς αλλά και από πλούσιους χριστιανούς, συνήθως ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, ως σωματοφυλακές τους, οι οποίοι είναι γνωστοί και ως κάποι. Αν και οι ένοπλες χριστιανικές ομάδες είχαν χωρισθεί σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες, ο διαχωρισμός τους δεν ήταν τόσο αυστηρός. «Οι διαφορές μεταξύ κλεφτών και αρματολών», σημειώνει ο Κολιόπουλος, «ήταν αμυδρές λόγω της συχνής εναλλαγής ρόλων σε ένα σύστημα ασφάλειας το οποίο είχε ως κύριο στόχο τη σχετική, και όχι την απόλυτη, ασφάλεια... συχνά δε συγχωνεύονταν... Οι κατηγορίες ότι οι αρχηγοί των αρματολικών ομάδων δεν έδειχναν τον απαραίτητο ζήλο για την τελειωτική εξάλειψη των κλεφτών από την περιοχή τους, στοχεύοντας έτσι να καταστήσουν τις υπηρεσίες που πρόσφεραν απαραίτητες [για την κοινότητα και τις οθωμανικές αρχές], αλλά και να παραμείνουν στην εξουσία, δεν ήταν καθόλου βάσιμες». Η ελληνική κοινότητα απέτυχε στην προσπάθεια της να αναδείξει έναν εθνικό πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη ή έστω μια εθνική πολιτική οργάνωση. Η ενσωμάτωση των νέο-δημιουργηθέντων πολιτικών ομάδων (Φαναριώτες) αλλά και των κληρικών (ο Οικουμενικός Πατριάρχης και οι υψηλόβαθμοι θρησκευτικοί λειτουργοί) στο οθωμανικό πολιτικό σύστημα έγινε αιτία να διαφοροποιηθούν σημαντικά οι δυο αυτές ομάδες από τον ελληνικό αγροτικό πληθυσμό. Καθώς οι Φαναριώτες και οι κληρικοί δεν έκαναν καμία προσπάθεια για την απελευθέρωση του Έθνους από τον οθωμανικό ζυγό, η ευθύνη πέρασε στα μέλη των μεσαίων κοινωνικών τάξεων, όπως στους τοπικούς γαιοκτήμονες, τους φιλόδοξους εμπόρους και τα μέλη της ελληνικής διασποράς, που αποδέχθηκαν την ευθύνη για την έναρξη του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα. Το γεγονός αυτό άσκησε τεράστια επιρροή τόσο στο αποτέλεσμα της εμπόλεμης διαμάχης όσο και στην πολιτική εξέλιξη της νεότερης Ελλάδας. Η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού τοπικά πανίσχυρων οικογενειών αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα στην απόπειρα δημιουργίας μιας ενιαίας εθνικής εξουσίας και ενός ομοιογενούς πολιτικού συστήματος. Η πλειονότητα των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών που συμμετείχαν στον αγώνα της ανεξαρτησίας πίστευε ότι με την απελευθέρωση της χώρας από τον οθωμανικό ζυγό η δική τους πολιτική εξουσία, θα αυξανόταν. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν επιθυμούσαν να αγωνισθούν για να αντικαταστήσουν μια αδύναμη κεντρική εξουσία (την οθωμανική του 19ου αιώνα) με μια ισχυρότερη (του ελληνικού κράτους). Το γεγονός ότι όλες οι προσπάθειες για τη συγκρότηση ενός εθνικού στρατεύματος απέτυχαν και ότι ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος δύο μόλις χρόνια
μετά την έναρξη του αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας αποδεικνύει την ανικανότητα της κεντρικής ελληνικής εξουσίας να επιβάλει τον έλεγχο της επί TCJV πολυάριθμων, αλλά μικρών σε ανθρώπινο δυναμικό, πολιτικό-στρατιωτικών ομάδων που διεξήγαγαν αυτό τον αγώνα. Καθώς οι ηγέτες των ένοπλων αυτών ομάδων, των κλεφτών και των αρματολών, δεν διέθεταν την απαραίτητη οικονομική άνεση ώστε να συνεχίσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα τον αγώνα τους, ήταν ευπρόσβλητοι στην οικονομική δύναμη των πολιτικο5ν. Οι τελευταίοι, πλούσιοι εφοπλιστές από την Ύδρα και τις Σπέτσες, ισχυροί γαιοκτήμονες από την Πελοπόννησο και μέλη της ελληνικής διασποράς, είχαν τη δυνατότητα να καθορίσουν τη ροή του χρήματος προς τους στρατιωτικούς ηγέτες και να αποκτήσουν έτσι κάποιον έλεγχο επί των πράξεων τους. Επιπλέον, οι πολιτικοί προσπάθησαν να αναγκάσουν τους στρατιωτικούς αρχηγούς να υπακούν στις εντολές των πολιτικών θεσμών, τον έλεγχο των οποίων είχαν οι ίδιοι. Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι αν και ο απελευθερωτικός αγώνας αύξησε την πολιτική δύναμη των στρατιωτικών αρχηγών, οι πολιτικοί είχαν ανακαλύψει αποτελεσματικούς τρόπους για τη μείωση της. Αυτό ακριβώς ήταν το στοιχείο που καθόρισε τη γέννηση και εξέλιξη των πολιτικοστρατιωτικών σχέσεων στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Ο αυξημένος έλεγχος των πολιτικών αρχηγών επί των στρατιωτικών παρέμεινε ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού κράτους. β. And το 1821 έως το 1827 Η επιτυχία της Φιλικής Εταιρείας στην εξάπλωση της ιδέας της επανάστασης, τόσο στους Έλληνες της βαλκανικής χερσονήσου όσο και στα μέλη της διασποράς, δεν συνοδεύτηκε από τη δημιουργία ενός εθνικού οργανισμού διοίκησης, που θα καθοδηγούσε και θα συντόνιζε τις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις στην κατεχόμενη Ελλάδα. Η αποτυχία των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Φιλικής Εταιρείας στις παραδουνάβιες περιοχές και η ανικανότητα της να επιβληθεί στους Έλληνες οπλαρχηγούς, εμπόρους και γαιοκτήμονες οφείλονται τόσο στην περιορισμένη οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη της οργάνωσης όσο και στην έλλειψη διπλωματικής υποστήριξης από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Έτσι, όταν το 1821 άρχισε ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Ελλάδας, δεν υπήρχε καμία δομή εθνικού στρατού όπως στις άλλες χώρες. Η πορεία του πολέμου ενάντια στην οθωμανική εξουσία εξαρτιόταν από τη συμπεριφορά των τοπικιστικών, ημιαυτόνομων,