2010 Εκδόσεις Κορνηλία Σφακιανάκη Μητροπόλεως 129, Θεσσαλονίκη Τηλ. - Fax 2310/239-836 E-mail: KorneliaSfakianakiEditions@yahoo.gr http://www.ksfakianakiedit.gr 2010 Νίκος Μερούσης, Ευαγγελία Στεφανή, Μαριάννα Νικολαΐδου Η έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη χορηγία του INSTAP (Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας). Undertaken with the assistance of the Institute for Aegean Prehistory, Philadelphia, USA. Η έκδοση ενισχύθηκε οικονομικά από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, τον Γιώργο και τη Χρυσούλα Παλιαδέλη. Η ίριδα του εξωφύλλου στηρίζεται στην απόδοση μινωικής τοιχογραφίας από την Αμνισό σύμφωνα με τον Cameron: D. Evely (επιμ.), Ένα διαβατήριο για το παρελθόν. Η μινωική Κρήτη με τη ματιά του M. Cameron, Αθήνα 1999, 223, έγχρωμος πίνακας αρ. c. ISBN 978-960-6681-38-7 Η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμία διατύπωση και χωρίς την ανάγκη ρήτρας, απαγορευτικής των προσβολών της. Επισημαίνεται, πάντως, ότι κατά τον Ν. 2387/20 (όπως έχει τροποποιηθεί με τον Ν. 2121/93 και ισχύει σήμερα) και κατά τη Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης (η οποία έχει κυρωθεί με τον Ν. 100/1975) απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αποθήκευση σε κάποιο σύστημα διάσωσης, και γενικά η αναπαραγωγή του παρόντος έργου, με οποιονδήποτε τρόπο ή μορφή, τμηματικά ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη.
Κι ἂν δὲν εἶναι τὸ χέρι σου στὸ χέρι μας Κι ἂν δὲν εἶναι το αἷμα μας στὶς φλέβες τῶν ὀνείρων σου Τὸ φῶς στὸν ἄσπιλο οὐρανὸ Κι ἡ μουσικὴ ἀθέατη μέσα μας ὤ! μελαγχολικὴ Διαβάτισσα ὅσων μᾶς κρατᾶν στὸν κόσμο ἀκόμα Εἶναι ὁ ὑγρὸς ἀέρας ἡ ὥρα τοῦ φθινοπώρου ὁ χωρισμὸς Τὸ πικρὸ στήριγμα τοῦ ἀγκώνα στὴν ἀνάμνηση Ποὺ βγαίνει ὅταν ἡ νύχτα πάει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὸ φῶς ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ Προσανατολισμοί, Σποράδες, Ελένη
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ε Ι Σ Μ Ν Η Μ Η Ν ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΙΛΑΛΗ-ΠΑΠΑΣΤΕΡΙΟΥ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ-ΠΑΠΑΝΘΙΜΟΥ... ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΣΑΑΤΣΟΓΛΟΥ-ΠΑΛΙΑΔΕΛΗ... ΠΟΛΥΞΕΝΗ ΑΔΑΜ-ΒΕΛΕΝΗ... Σημείωμα των επιμελητών... 11-23 25-27 29-30 31-32 Μ Ε Λ Ε Τ Ε Σ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΟΥΛΤΑΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΒΑΛΑΜΩΤΗ Μαγειρεύοντας τα δημητριακά στην προϊστορική Μακεδονία.... ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών: προκαταρκτικά συμπεράσματα από τη μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού υλικού της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού... ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ Η εγχάρακτη κεραμική της Ύστερης Εποχής του Χαλκού στον προϊστορικό οικισμό του Αρχοντικού Γιαννιτσών... ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΖΙΩΤΑ Ταφές σε αγγεία της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού στην ευρύτερη περιοχή της Κοζάνης.... ΔΗΜΗΤΡΙΑ ΜΑΛΑΜΙΔΟΥ Η διαδικασία παραγωγής της γραπτής κεραμικής μαύρο σε ερυθρό της Νεότερης Νεολιθικής στην ανατολική Μακεδονία.... ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ Κοσμήματα στη Νεολιθική Μακεδονία: πρόσωπα και τελετουργίες μιας προϊστορικής τεχνολογίας.... ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Η Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην ανατολική Μακεδονία. Παλαιά και νέα δεδομένα... 35-58 59-74 75-92 93-115 117-136 137-158 159-179
8 ΕΥΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ Μία μέθοδος προσέγγισης της προϊστορικής νηματικής τέχνης: η τεχνολογική ανάλυση των σφονδυλιών του Αρχοντικού... ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ Ανθρώπινα δόντια, «ανθρώπινα» κοσμήματα: ένα σημείωμα με αφορμή το Κ0325 από το Δισπηλιό Καστοριάς.... ΑΡΕΤΗ ΧΟΝΔΡΟΓΙΑΝΝΗ-ΜΕΤΟΚΗ Η καύση των νεκρών στο νεολιθικό οικισμό της «Τούμπας Κρεμαστής Κοιλάδας» στην Κίτρινη Λίμνη Ν. Κοζάνης.... 181-200 201-211 213-234 ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ-ΚΥΚΛΑΔΕΣ-ΚΡΗΤΗ ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΖΗΣ Η προϊστορική ακρόπολη του Τείχους Δυμαίων. Σε αναζήτηση ταυτότητας... ΝΙΚΟΣ ΜΕΡΟΥΣΗΣ Τα «δάκρυα» των δέντρων. Οι χρήσεις ρητινών στο προϊστορικό Αιγαίο. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΤΕΦΑΝΗ Σιωπηλοί μάρτυρες του παρελθόντος. Κυκλαδικά ειδώλια στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης... ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΣΑΓΓΑΡΑΚΗ Ο ρόλος της σφραγιστικής εικονογραφίας στο διοικητικό σύστημα της νεοανακτορικής Κρήτης: η περίπτωση των σφραγισμάτων με σκηνές ταυροκαθαψίων.... ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΑΠΠΑΣ Γραφείς και γραφεία: καταγράφοντας την παραγωγή των αρωματικών ελαίων στη μυκηναϊκή Κνωσό... 237-255 257-275 277-304 305-326 327-342 ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΓΚΑΖΗ Διαδράσεις της μνήμης στο μουσείο.... ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΚΚΙΝΙΔΟΥ Αρχαιολογία, φύλο και φεμινισμός.... ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ Η αρχαιολογία της προϊστορικής αποθήκευσης: μία επισκόπηση.... 345-361 363-383 385-396
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Για τις συντομογραφίες της βιβλιογραφίας ακολουθείται το σύστημα του American Journal of Archaeology (βλ. AJA 11:1, 2007, 3-24 και στο διαδίκτυο http://www.ajaonline.org/pdfs/111.1/aja1111_editorial_policy.pdf). Επιπρόσθετα χρησιμοποιούνται οι εξής συντομογραφίες: ΑΑΑ = Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών ΑΔ = Αρχαιολογικόν Δελτίον ΑΕ = Αρχαιολογική Εφημερίς ΑΕΜΘ = Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη Έργον = Το Έργον της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας ΠΑΕ = Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
59 Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ: ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΟΣΤΡΕΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ 1 Ρένα Βεροπουλίδου ΕΙΣΑΓΩΓΗ Οι πληροφορίες για την προϊστορική διατροφή στον ελλαδικό χώρο έχουν αυξηθεί σημαντικά σε ποσότητα και ποιότητα τις τελευταίες τρεις δεκαετίες μέσω της μελέτης των ζωοαρχαιολογικών (Halstead 2007, Karali 1999, Theodoropoulou 2007) και αρχαιοβοτανικών καταλοίπων (Βαλαμώτη 2009), των ανθρώπινων οστών (Triantaphyllou 2001), αλλά και της εφαρμογής ποικίλων αναλυτικών μεθόδων (Evershed 2008, Tzedakis κ.άλ. 2008). Καίριο, όμως, ρόλο στην ποιότητα των βιοαρχαιολογικών δειγμάτων έχουν η ανασκαφική μέθοδος και ο τρόπος ανάκτησης του υλικού. Στον τομέα αυτό ιδιαίτερη έμφαση έδωσε η ανασκαφική έρευνα της προϊστορικής τούμπας του Αρχοντικού Γιαννιτσών, που ξεκίνησε το 1992 υπό τη διεύθυνση των καθηγητριών του Α.Π.Θ. Αικ. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και Αγγ. Πιλάλη-Παπαστερίου. Πέρα όμως από την ανασκαφική μέθοδο, η άριστη διατήρηση λειψάνων τροφοπαρασκευαστικού χαρακτήρα και η αποκάλυψη κλειστών οικιστικών συνόλων προσέφεραν το κατάλληλο πλαίσιο για μια ενδελεχή μελέτη. Στην απόπειρα προσέγγισης της διατροφής συνέβαλαν επιπλέον η σύνθεση των ανασκαφικών πληροφοριών, η μελέτη του υλικού πολιτισμού και η εφαρμογή ειδικών αναλύσεων. Με βάση τα παραπάνω, στόχοι της οστρεοαρχαιολογικής μελέτης στο Αρχοντικό είναι η διερεύνηση της χρήσης και διαχείρισης των μαλακίων, η εξέταση του ρόλου τους στη διατροφή των κατοίκων και η ανασύνθεση των διατροφικών πρακτικών σε οικιακό και κοινοτικό επίπεδο μέσω της συνθετικής επισκόπησης των καταλοίπων τροφής ζωικής προέλευσης και της σύγκρισης με αντίστοιχους οικισμούς του ελλαδικού χώρου. 1. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω στις καθηγήτριες μου Α. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου και ( ) Α. Πιλάλη-Παπαστερίου που μου εμπιστεύθηκαν τη μελέτη των οστρέων του Αρχοντικού, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το INSTAP. Η Ε. Παπαδοπούλου προσέφερε τις πολύτιμες γνώσεις της για τον οικισμό, η Α. Βασιλειάδου βοήθησε στην καταγραφή του υλικού και ο Ν. Βαλασιάδης φωτογράφησε τα όστρεα και ετοίμασε το εποπτικό υλικό. Τους ευχαριστώ όλους θερμά. Τέλος, ευχαριστώ τους επιμελητές που με προσκάλεσαν να συμμετάσχω στον παρόντα τόμο.
60 Ρένα Βεροπουλίδου ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Η προϊστορική τούμπα του Αρχοντικού Γιαννιτσών, που βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. από την αρχαία Πέλλα (εικ. 1), υψώνεται στις παρυφές μιας ημιλοφώδους ζώνης που διατρέχεται από ρέματα. Στα βόρεια βρίσκεται το όρος Πάικο με πλούσια και πυκνά δάση (Papaefthymiou κ.άλ. 2007, 137). Στα νότια και σε απόσταση μικρότερη των 5 χλμ. βρισκόταν η ακτογραμμή που είχε εισχωρήσει στην περιοχή, όταν ανυψώθηκε η στάθμη της θάλασσας στην αρχή του Ολόκαινου (Βουβαλίδης κ.άλ. 2005). Η μείωση του ρυθμού αύξησης της στάθμης της θάλασσας και η συνεχής μεταφορά ποτάμιων ιζημάτων (Ghilardi κ.άλ. 2008, 118) είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας πλατιάς ενδοπαλιρροϊκής ζώνης με παράκτια αλμυρά έλη, όπου το βάθος δεν ξεπερνούσε το 1 μ. (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997, 171-172 Syrides κ.άλ. 2009). Συνεπώς, το περιβάλλον του οικισμού χαρακτηριζόταν από τη γειτνίαση γλυκών υφάλμυρων υδάτων και βαλτωδών ελωδών εκτάσεων (Δριβαλιάρη 2001). Η τούμπα του Αρχοντικού κατοικήθηκε από το τέλος της Νεολιθικής έως την Ύστερη Εποχή Χαλκού (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1992, 153-156). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχαιότερος οικιστικός ορίζοντας της Πρώιμης Εποχής Χαλκού (2135-1980 π.χ.), που είχε καταστραφεί από ισχυρή πυρκαγιά με αποτέλεσμα να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση τα αρχιτεκτονικά λείψανα και να σφραγιστούν τα δάπεδα των οικημάτων (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1996). Στον ορίζοντα αυτό ανήκουν έξι τουλάχιστον μονόχωρα κτήρια, που ανά τρία (οικίες Α, Β, Γ & οικίες Δ, Ε, Στ) χωρίζονται από στενούς και χωρίς στέγαση διαδρόμους (Διάδρομος Γ-Δ & Διάδρομος Στ-Ζ) (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 2002, 458-460). Συστάδες πηλοκατασκευών αποτελούν το κύριο χωροοργανωτικό στοιχείο στο εσωτερικό των κτηρίων. Κάθε συστάδα αποτελείται συνήθως από τέσσερις κατασκευές, που εξυπηρετούν μια σειρά καθημερινών αναγκών, όπως η αποθήκευση, η τροφοπαρασκευή, το ψήσιμο και η θέρμανση (Papadopoulou & Prevost - Dermarkar 2007). Η μελέτη των ευρημάτων έχει δείξει πως οι οικιακές δραστηριότητες επαναλαμβάνονται με την ίδια ένταση και συχνότητα στο κάθε κτήριο, ενώ η ομοιομορφία και η ισοκατανομή των στοιχείων αντανακλούν αυτάρκεια, χωρίς διαφοροποιήσεις που να αποτυπώνονται εμφανώς στον υλικό πολιτισμό. Οι μεγάλες ποσότητες ζωοαρχαιολογικών και αρχαιοβοτανικών καταλοίπων υποδεικνύουν μια μικτή, μικρής κλίμακας, γεωργοκτηνοτροφική οικονομία. Στο Αρχοντικό χρησιμοποιούταν ένα μεγάλο εύρος φυτών (μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι, φακή) και καρπών (βελανίδια, κράνα, σύκα) (Βαλαμώτη 1997). Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης των οστών ζώων, υπερτερούν τα εξημερωμένα ζώα, αλλά αξιόλογη είναι η συμμετοχή της άγριας πανίδας (Κωστόπουλος 2000). Σημαντική θέση στη δίαιτα είχαν τα προϊόντα της αλιείας, τα οποία καταναλώνονταν καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου, εκτός του φθινοπώρου (Theodoropoulou 2007, 91-135).
Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών 61 ΜΕΘΟΔΟΣ ΑΝΑΚΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣ ΟΣΤΡΕΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Αρχοντικό συλλέχθηκε ανά ανασκαφική ενότητα με πλήρη τεκμηρίωση και καθαρίστηκε πριν τη μελέτη. Ταυτόχρονα, η λήψη δειγμάτων χώματος και η επεξεργασία τους με το σύστημα επίπλευσης συνετέλεσαν στον εμπλουτισμό του σε ποικιλία και ποσότητα. Σε πρώτο στάδιο έγινε η αναγνώριση των ειδών βάσει οδηγών ταύτισης (Abbott 1989, Delamotte & Vardala-Theodorou 1994) σε συνδυασμό με συγκριτική συλλογή οστρέων από τις δυτικές ακτές του Θερμαϊκού κόλπου. Ακολούθησε η καταμέτρηση όλων των καταλοίπων ανά είδος (ΑΠΟ: Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστρέων) βάσει των διαγνωστικών τμημάτων τους. Κατά την μακροσκοπική και μικροσκοπική ανάλυση, καταγράφηκαν τα ίχνη κατεργασίας, ενώ ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη μελέτη της φθοράς των δειγμάτων. Έπειτα, μετρήθηκε το ύψος, το πλάτος και το βάθος της θυρίδας του κύριου είδους του συνόλου (Cerastoderma glaucum). Η τελική ποσοτική ανάλυση και ερμηνεία του υλικού βασίστηκε στη μέθοδο του Ελάχιστου Αριθμού Ατόμων (ΕΑΑ). Για να επιτευχθεί η σύγκριση των διαφορετικών σε έκταση χωρικών ενοτήτων, εκτιμήθηκε ο όγκος ανασκαμμένης επίχωσης και υπολογίστηκε η Πυκνότητα των οστρέων ανά κυβικό μέτρο επίχωσης (ΑΠΟ/μ 3 ή ΕΑΑ/μ 3 ) (Βεροπουλίδου 2002). Τέλος, η χωρική ανάλυση έγινε σε σχέση με τα σταθερά στοιχεία κάθε οικιστικής ενότητας και τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με τα άλλα διατροφικά κατάλοιπα, όπου αυτό ήταν εφικτό. ΣΥΝΘΕΣΗ ΟΣΤΡΕΟΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ Το υπό εξέταση σύνολο προέρχεται από τις έξι οικιακές ενότητες (Οικίες Α-Στ) και τους γειτονικούς ανοιχτούς χώρους (Διάδρομοι Γ-Δ & Στ-Ζ, Ανοιχτός Ε), που χρονολογούνται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής Χαλκού. Το υλικό αποτελείται από 10.307 όστρεα (ΑΠΟ), που ανήκουν σε 18 διαφορετικά είδη θαλάσσιου, υφάλμυρου και γλυκού νερού, καθώς και σε 5 χερσαία σαλιγκάρια (εικ. 2, πίν. 1). Επικρατεί συντριπτικά ένα μόνο είδος, το C. glaucum (97,63%), γεγονός που δείχνει εξειδίκευση στη συλλογή μαλακίων. Ακολουθούν τρία ακόμη είδη (U. pictorum, M. trunculus, H. pomatia) με συχνότητα 1,45% και τα υπόλοιπα 19 αντιπροσωπεύονται από ελάχιστα κατάλοιπα (0,92%). Όλα τα όστρεα (ΕΑΑ: 2.826), με εξαίρεση τρία, είχαν συλλεχθεί, όταν το μαλάκιο ήταν ζωντανό και κατάλληλο προς βρώση. Το 55% του υλικού διατηρείται σε καλή κατάσταση και αφορά σε ακέραια όστρεα με χαμηλό-μέτριο βαθμό διάβρωσης της εξωτερικής τους επιφάνειας, στοιχείο που δείχνει πως μεταξύ της απόθεσης και της κατάχωσής τους δεν παρήλθε σημαντικό χρονικό διάστημα. Τα υπόλοιπα κατάλοιπα είναι ολοκληρωτικά καμένα, έχουν πολύ μικρό μέγεθος (1-5χιλ.) και λεπτό πάχος. Έχει παρατηρηθεί πως η καύση των οστρέων σε υψηλές θερμοκρασίες επιφέρει τη διάσπαση του ανθρακικού ασβεστίου, τη μείωση του πάχους και τον εύκολο θρυμματισμό τους (Claassen 1998, 61-66). Επομένως, η πολύ υψηλή συχνότητα θραυσμάτων στο
62 Ρένα Βεροπουλίδου υλικό του Αρχοντικού οφείλεται στην ισχυρή πυρκαγιά που κατέστρεψε τα κτήρια και όχι σε ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως το μαγείρεμα 2 ή το ποδοπάτημα των οστρέων (trampling). Η πλειονότητα του υλικού (ΕΑΑ: 98,9%, 4 είδη) αφορά σε κατάλοιπα από τη βρώση των μαλακίων, σύμφωνα με μια σειρά στοιχείων, όπως η εδωδιμότητα των μαλακίων (Davidson 1981), η ποσότητα και το πλαίσιο εύρεσης, η εύρεση δειγμάτων με ίχνη διάνοιξης και κοπής, η αναλογία φρέσκων και νεκρών οστρέων, καθώς και συγκριτικά στοιχεία από άλλους οικισμούς. Η χαμηλή συχνότητα των υπόλοιπων 14 ειδών (0,53%) δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της χρήσης τους. Είναι πιθανό να συλλέχθηκαν τυχαία και να μεταφέρθηκαν στον οικισμό μαζί με υλικά από την ακτή (φύκια, θαλάσσια φυτά, άμμος) (Colonese & Wilkens 2005, 67, Dupont 2006, 45). Η παρουσία τους, όμως, έχει ειδικό ενδιαφέρον, καθώς παρέχει πληροφορίες για το εύρος των υδάτινων περιβαλλόντων που επισκέπτονταν οι κάτοικοι. Εντοπίστηκαν και ελάχιστα χερσαία σαλιγκάρια (0,53%), που παρεισέφρησαν στις επιχώσεις σε μεταγενέστερο χρόνο. Η συχνότητα εμφάνισης οστρέων με ίχνη ανθρωπογενούς επέμβασης είναι μέτρια (ΑΠΟ: 1.481/14,4% του συνόλου). Αφορά κυρίως σε όστρεα με ίχνη κοπής και διάνοιξης για τη βρώση του ωμού κρέατος (ΑΠΟ: 1.199/11,7%) (εικ. 3), ενώ το ποσοστό των κατεργασμένων είναι πολύ χαμηλό (ΑΠΟ: 282/2,7%). Πρόκειται για περίαπτα από C. glaucum (12% των κατεργασμένων οστρέων) (εικ. 4α), ενώ εντοπίζονται λίγα όστρεα που είχαν χρησιμοποιηθεί ως εργαλεία (4,6%). Η παρουσία ημίεργων (80,5%, εικ. 4β) και περιάπτων που καταστράφηκαν κατά την επεξεργασία ή/και τη χρήση (1,8%, εικ. 4γ) μαρτυρά την επιτόπια παραγωγή και κατανάλωση οστρέινων τεχνουργημάτων στον οικισμό. ΚΑΤΑΛΟΙΠΑ ΤΡΟΦΗΣ Το 98,9% της συνολικής ποσότητας οστρέων αφορά σε απορρίμματα από τη βρώση των μαλακίων (ΑΠΟ: 10.228/ΕΑΑ: 2.796). Σύμφωνα με τα ποσοτικά στοιχεία, οι κάτοικοι του Αρχοντικού επικεντρώνονταν στην κατανάλωση του C. glaucum (μπουρλίθρα, κυδώνι), όπως άλλωστε φαίνεται πως είναι η παράδοση στη Μακεδονία καθ όλη τη διάρκεια της προϊστορίας 3, ενώ η βρώση των άλλων μαλακίων γινόταν σπάνια (Βεροπουλίδου υ.ε.). Παρά το πλούσιο παράκτιο περιβάλλον, η πλειονότητα των μαλακίων που αξιοποιήθηκαν στη διατροφή προέρχονται από ρηχά, υφάλμυρα ύδατα (C. glaucum: 97,6%). Οι κάτοικοι του Αρχοντικού σπάνια συνέλεγαν από πηγές γλυκού νερού 2. Τα όστρεα που ψήνονται σε ανοιχτή φωτιά συνήθως φέρουν ελαφρά νέφη στο σημείο επαφής με την καύσιμη ύλη, καθώς μαγειρεύονταν μόνο για μερικά λεπτά της ώρας (Kent 1988, 55). 3. Ενδεικτικά παραδείγματα οικισμών όπου καταγράφεται η βρώση του C. glaucum: Μάκρη Έβρου (Μπουτσίδης 2004), Ντικιλί-Τας (Karali-Yiannakopoulou 1992), Μικρό Βουνί Σαμοθράκης, Κουκονήσι Λήμνου, Γιαννιτσά Β (Theodoropoulou 2007), Καστανάς (Becker 1986), Παλιάμπελα Κολινδρού, Μακρύγιαλος Πιερίας, Άγιος Αθανάσιος Θεσσαλονίκης, Τούμπα Θεσσαλονίκης (Βεροπουλίδου υ.ε.).
Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών 63 (U. pictorum: 0,8%), ενώ άφηναν τα θαλάσσια περιβάλλοντα ανεκμετάλλευτα (M. trunculus, T. decussatus: 0,5%). Αυτή η συλλεκτική συμπεριφορά έρχεται σε αντίθεση με την αλιεία, που διεξαγόταν σε ποικίλες οικολογικές ζώνες (Theodoropoulou 2007, 106). Συνεπώς, οι κάτοικοι εκμεταλλεύονταν περιοχές με εύκολη πρόσβαση, δηλαδή σε μικρή απόσταση από τον οικισμό και με μικρό βάθος (0-1,5μ.). Στα ιλυώδη υποστρώματα των υφάλμυρων υδάτων, οι πληθυσμοί των C. glaucum είναι πολύ πυκνοί και εύκολο να εντοπιστούν (Ivell 1979). Τα όστρεα θα πρέπει να συλλέγονταν ένα-ένα με γυμνά χέρια ή ίσως με ραβδιά για το ψάξιμο μέσα στην ιλύ και όχι σε μεγάλες ποσότητες με τη χρήση κάποιου εργαλείου (π.χ. γάγγαμος, αργαλειός). Αυτή είναι μια συνήθης πρακτική στην παράκτια ζώνη σύμφωνα με συγχρονικές μελέτες (Waselkov 1987, 96-99), ενώ στο σύνολο του Αρχοντικού υποστηρίζεται από την παρουσία αποκλειστικά φρέσκων, ενήλικων C. glaucum με μεσαίο-μεγάλο μέγεθος (μέσο ύψος: 26,6χιλ.). Επιπλέον, μια σειρά μετρήσεων των δειγμάτων (αναλογία μήκους/μήκους, βάθος θυρίδας) καταδεικνύει ότι η συλλογή γινόταν με τρόπους που δεν επηρέαζαν αρνητικά την εξέλιξη των φυσικών πληθυσμών, όπως συνήθως συμβαίνει, όταν οι συλλεκτικές πρακτικές έχουν μαζικό χαρακτήρα (Swadling 1976). Το γεγονός ότι οι κάτοικοι εστίαζαν σε συγκεκριμένου μεγέθους όστρεα με ικανή ποσότητα κρέατος και επέλεγαν αποκλειστικά ενήλικα άτομα σημαίνει πως οι συλλεκτικές πρακτικές είχαν καθορισμένο στόχο και διεξάγονταν με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαφυλάσσονται τα φυσικά αποθέματα του περιβάλλοντος για μελλοντική εκμετάλλευση. Η εποχή συλλογής των C. glaucum (πρβ. Laurie 2008) δεν έχει προσδιοριστεί στο Αρχοντικό, εν μέρει λόγω των εγγενών προβλημάτων στις αναλυτικές μεθόδους (Claassen 1988). Ωστόσο, έμμεσες πληροφορίες παρέχει η κατανομή των μεγεθών των θυρίδων, που στην περίπτωση του Αρχοντικού παρουσιάζει άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική λοξότητα. Η στατιστική αυτή παρατήρηση έχει ερμηνευθεί ως χαρακτηριστικό της συλλογής καθ όλη τη διάρκεια του χρόνου (Lasiak 1991). Οι τρόποι προετοιμασίας της τροφής συνάγονται από τον εντοπισμό ιχνών κοπής και διάνοιξης πάνω στο όστρεο (ωμό κρέας), την αλλαγή του χρώματος του οστρέου ή τα νέφη καύσης από την άμεση επαφή με φωτιά (ψήσιμο), καθώς και την παρουσία ακέραιων οστρέων (βράσιμο, ψήσιμο, άχνισμα) (Kent 1988, 55). Η βρώση των μαλακίων ωμών δεν ήταν η συνήθης πρακτική στο Αρχοντικό, καθώς μόνο το 11,7% των C. glaucum φέρει ίχνη από τη διάνοιξη του οστρέου. Το άχνισμα ή το βράσιμο των μαλακίων σε αγγεία, που θα τοποθετούνταν στις θερμικές κατασκευές των οικιών, αποτελεί σοβαρό ενδεχόμενο, αλλά δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα υπάρχοντα δεδομένα. Πιο πιθανό είναι πως στο Αρχοντικό τα μαλάκια ψήνονταν για μικρό χρονικό διάστημα στους φούρνους, στις στάχτες της καύσιμης ύλης ή/και στα όρια των πήλινων εστιών. Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται από τη χωρική κατανομή των οστρέων, τα οποία εντοπίστηκαν κατά κύριο λόγο σε συνάφεια με τους φούρνους και τις εστίες. Επιπλέον, η εύ-
64 Ρένα Βεροπουλίδου ρεση ενός λεπτού στρώματος ανθρακικού ασβεστίου στα δάπεδα κάποιων κατασκευών (Μανιάτης & Φακορέλλης 1998, 316), είναι ίσως απομεινάρι του ψησίματος των οστρέων, που επέφερε τη μερική διάσπαση του ανθρακικού ασβεστίου και την επικάθισή του στο δάπεδο της κατασκευής. Τα υπολείμματα της τροφής που καταναλώθηκε ωμή και μαγειρεμένη εντοπίζονται σε όλες τις χωρικές ενότητες, αλλά όχι σε ίδιες συχνότητες. Οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν ενδεχομένως να αποδοθούν στα ειδικά χαρακτηριστικά των καταναλωτών (προτιμήσεις, κοινωνική θέση, ηλικία), χωρίς όμως να αποκλείεται η πιθανότητα διαφορετικών περιστάσεων κατανάλωσης της τροφής ή συνταγών. Ένα ακόμη θέμα προς διερεύνηση είναι το πλαίσιο της κατανάλωσης και η θέση των μαλακίων στο διαιτολόγιο της κοινότητας. Λαμβάνοντας υπόψη πως ένα μεγάλο σύνολο παραγόντων διαμορφώνει το βιοαρχαιολογικό υλικό (Reitz & Wing 1999, 110-6) και πως ποικίλα ζητήματα που σχετίζονται με την κατανάλωση της τροφής δεν αποτυπώνονται στην υλική μαρτυρία (πρβλ. Halstead & Barrett 2004, Miracle & Milner 2002), τότε η θέση των μαλακίων στη δίαιτα μιας κοινότητας μπορεί μόνο αδρά να εκτιμηθεί μέσα από τη μελέτη του πλαισίου εύρεσης, το συσχετισμό των οστρέων με άλλα υπολείμματα τροφής και τη σύγκριση με αντίστοιχους χρονικά οικισμούς. Ο τόπος και η ένταση της κατανάλωσης των μαλακίων προσδιορίζονται από τη χωρική ανάλυση των ευρημάτων. Στον οικισμό του Αρχοντικού, η κατανομή των οστρέων δεν είναι αποτέλεσμα μετά-αποθετικών παραγόντων, γιατί οι διαδικασίες αυτές παρεμποδίστηκαν από το σφράγισμα των επιχώσεων λόγω της καταστροφικής πυρκαγιάς. Έτσι, η στενότητα των ανοιχτών χώρων, η απουσία οποιασδήποτε τροφοπαρασκευαστικής κατασκευής από αυτούς, όπως και οστρέων που είχαν καταναλωθεί ωμά, είναι στοιχεία που υποδεικνύουν πως οι ανοιχτοί χώροι μάλλον λειτουργούσαν ως αποδέκτες των απορριμμάτων των παρακείμενων κτηρίων, παρά ως περιοχές όπου η τροφή μοιραζόταν και καταναλωνόταν σε κοινοτικό επίπεδο. Αντίθετα, η κατανάλωση γινόταν σε οικιακό επίπεδο. Η καθολική παρουσία των οστρέων στα κτήρια του οικισμού καταδεικνύει πως η βρώση των μαλακίων ήταν γενικευμένη, αλλά διαφορετικής έντασης. Η υψηλότερη πυκνότητα καταλοίπων τροφής εντοπίστηκε στις οικίες Στ, Α και Β, ενώ οι Οικίες Γ, Δ και Ε είχαν σημαντικά χαμηλότερη (εικ. 5). Ανάλογα κατανέμονται και οι άλλες κατηγορίες ζωικής τροφής (πυκνότητα οστών ζώων και ψαριών). Στο εσωτερικό των κτηρίων, η κατανομή των οστρέων παρουσιάζει δύο βασικές διατάξεις: στην πρώτη περίπτωση (οικίες Α, Β και Ε), η πλειονότητα των οστρέων βρέθηκε κοντά στους τοίχους των κτηρίων και μάλλον είναι αποτέλεσμα των πρακτικών καθαρισμού του χώρου (Hayden & Cannon 1983). Αντίθετα, στα άλλα κτήρια (Γ, Δ και Στ) τα περισσότερα όστρεα εντοπίστηκαν σε συνάφεια με τις τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές, στον τόπο δηλαδή προετοιμασίας και κατανάλωσης της τροφής. Έτσι, φαίνεται λογικό να υποστηρίξει κανείς πως τα κατάλοιπα τροφής από τις οικίες Α, Β και Ε συγκεντρώθηκαν σε μεγάλο χρονικό
Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών 65 διάστημα, ενώ από τις οικίες Γ, Δ και Στ προέρχονται από συγκεκριμένα επεισόδια μικρότερης χρονικής διάρκειας. Με βάση τα παραπάνω, η χωρική ανάλυση των καταλοίπων υποδεικνύει πως η μεγάλη ποσότητα των οστρέων άλλοτε είναι αποτέλεσμα της ανάμειξης πλήθους γευμάτων (οικίες Α και Β) και άλλοτε αφορά σε διακριτά επεισόδια βρώσης (οικία Στ). Συνεπώς, η πιο συνετή ερμηνεία είναι ότι η ένταση της βρώσης των μαλακίων και γενικότερα της ζωικής τροφής ήταν εντονότερη στις οικίες Α, Β και Στ. Δεδομένου, όμως, ότι η μελέτη των αρχαιοβοτανικών καταλοίπων δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, είναι δύσκολο να διερευνηθεί αν οι συγκεκριμένες οικιακές ενότητες ακολουθούσαν διαφορετικές διατροφικές πρακτικές. Άλλωστε, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αν οι οικίες αντιμετωπιστούν ως δύο κτηριακά συγκροτήματα που χρησιμοποιούνταν από ευρύτερες οικιακές ομάδες, όπως υποδηλώνεται από τη δόμησή τους, τότε η πυκνότητα των οστρέων παρουσιάζει εντυπωσιακή ομοιομορφία (164 και 151 ΕΑΑ/μ 3 ). Επομένως, παρά τις επιμέρους διαφορές, η ομοιογενής κατανομή των οστρέων μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη ισότητας αλληλεγγύης σε οικιακό επίπεδο. Όσον αφορά στη σχετική συχνότητα (ΕΑΑ) των τριών κατηγοριών τροφής ζωικής προέλευσης παρατηρείται ότι υπερτερούν τα όστρεα (56%), ακολουθούν τα οστά ψαριών (24%) και έπειτα τα οστά ζώων (20%), κάτι όμως που είναι εύλογο, αν αναλογιστεί κανείς την ποσότητα κρέατος που παρέχει ένα ζώο, έστω και μικρού μεγέθους, ή ένα ψάρι. Την ίδια στιγμή, η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των τριών ομάδων τροφής δείχνει ότι τα όστρεα έχουν μετρίως αρνητικό συντελεστή συσχέτισης με τα οστά ψαριών (Pearson s r=-0,35) και μηδενικό με τα οστά ζώων (Pearson s r=-0,04). Με βάση τα δεδομένα αυτά θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι η βρώση των μαλακίων δεν ήταν μια περιστασιακή πρακτική ή μια εναλλακτική στρατηγική επιβίωσης, όταν δεν επαρκούσαν άλλες πηγές φαγητού. Αντίθετα, φαίνεται πως ήταν ενσωματωμένη στο διαιτολόγιο των κατοίκων, όπως κάθε άλλη φυτική ή ζωική πηγή φαγητού. Ενδεχομένως οι τροφές υδάτινης προέλευσης να είχαν μια παραπληρωματική θέση στην «κουζίνα» της κοινότητας και να ήταν ανεξάρτητες από τη βρώση του κρέατος των ζώων. Η ποσότητα των οστρέων που αποτελούν κατάλοιπα τροφής στο Αρχοντικό είναι υψηλή, αν συγκριθεί με άλλους οικισμούς της Πρώιμης Εποχής Χαλκού στη Μακεδονία ή και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Έτσι, βάσει της ποσότητας των οστρέων ανά κυβικό μέτρο επίχωσης, στο Αρχοντικό, τα Λιμενάρια Θάσου και το Κουκονήσι Λήμνου (Theodoropoulou 2007, 239-66, 293-327) καταγράφεται υψηλή πυκνότητα (ΕΑΑ/μ 3 : 47+). Μάλιστα, αν γίνει δεκτό πως η βάση της διατροφής των κοινοτήτων της Πρώιμης Εποχής Χαλκού ήταν τα γεωργικά προϊόντα (δημητριακά και όσπρια) και πως η κατανάλωση του κρέατος των οικόσιτων ή και άγριων ζώων ήταν σπανιότερη (Halstead 2007), τότε είναι λογικό να καταναλώνονταν μαλάκια αφενός λόγω της υψηλής πρωτεϊνικής τους αξίας (Erlandson 1988) και αφετέρου για ποικιλία και γεύση σε μια ιδιαιτέρως μονότονη διατροφή. Η χαμηλή πυκνότητα καταλοίπων που καταγράφεται σε μεγάλο αριθμό
66 Ρένα Βεροπουλίδου οικισμών αυτής της εποχής 4 (ΕΑΑ/μ 3 <20) δεν έρχεται σε αντίθεση με τις παραπάνω παρατηρήσεις, δεδομένου ότι στη πλειονότητα των οστρεοαρχαιολογικών συνόλων, ασχέτως χρονολογίας ή περιβαλλοντικού πλαισίου, καταγράφεται υψηλού βαθμού ανομοιομορφία (Βεροπουλίδου υ.ε.). ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η μακροσκοπική και μικροσκοπική μελέτη κάθε οστρέου καθώς και η ποσοτική και χωρική ανάλυση του συνόλου έδωσαν τη δυνατότητα να διερευνηθούν τα στάδια που σχετίζονται με την κατανάλωση της τροφής από τη συλλογή και την προετοιμασία μέχρι την απόρριψη των υπολειμμάτων. Οι κάτοικοι του Αρχοντικού εστίαζαν κατά κύριο λόγο σε ένα είδος (C. glaucum), μια πρακτική που καταδεικνύει εξειδίκευση (Dupont 2006) και συλλογή σε τακτική, «προγραμματισμένη» βάση (Meehan 1977), παρά σε περιστασιακό επίπεδο, όπως στις σύγχρονες γεωργοκτηνοτροφικές οικονομίες (Forbes 1976). Οι κοινές μέθοδοι προετοιμασίας της τροφής και η διαδεδομένη βρώση των μαλακίων υποδηλώνουν πως επικρατούσαν ίδιες διαιτητικές αντιλήψεις στα «νοικοκυριά» της κοινότητας. Η κατανάλωση της τροφής ήταν ένα «ιδιωτικό» ζήτημα, ενώ στους κοινόχρηστους χώρους κατέληγαν τα απορρίμματα. Η βρώση των μαλακίων γινόταν συστηματικά, τουλάχιστον στο χρονικό διάστημα 2135-1980 π.χ., αλλά με διαφορετική ένταση σε κάθε χώρο, ίσως λόγω των ιδιαίτερων επιλογών των ενοίκων ή/και των οικιακών ομάδων. Συνεπώς, μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχθεί πως οι «άγριες» πηγές τροφής αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα της διατροφής των γεωργοκτηνοτροφικών κοινοτήτων (Deith 1988, 116). Η πρόταση αυτή συνάδει με την έμφαση που έχει παρατηρηθεί στην κατανάλωση αντίστοιχων πηγών τροφής, όπως τα άγρια ζώα (Halstead 2007), οι καρποί και τα φρούτα (Valamoti 2004, 128), και κατ επέκταση με την αύξηση της ποικιλίας της δίαιτας κατά την Πρώιμη Εποχή Χαλκού στο βόρειο ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, οι διαφορές που παρατηρούνται στους περισσότερους οικισμούς της εποχής κάνουν σαφές πως αυτό που τελικά επικρατεί είναι η ποικιλομορφία, παρά η κανονικότητα στις διατροφικές πρακτικές. Προκύπτει, έτσι, η ανάγκη ερμηνείας αυτής της ποικιλίας και η κατανόηση του ρόλου της στη συγκρότηση των οικονομικών δομών του προϊστορικού Αιγαίου. 4. Ενδεικτικά αναφέρονται παράκτιοι οικισμοί από τη Βόρεια Ελλάδα (Μεσημεριανή Τούμπα: Καραλή-Γιαννακοπούλου 2002, Καστανάς: Becker 1986, Άγιος Αθανάσιος: Βεροπουλίδου υ.ε., Άγιος Μάμας: Becker & Kroll 2008), την Κεντρική (Προσκυνάς: Veropoulidou υ.δ., Περαχώρα: Reese 1984), τη Νότια (Λέρνα: Gejvall 1969) και την Κρήτη (Μύρτος-Φούρνου Κορυφή: Shackleton 1972, Τρυπητή: Veropoulidou & Vasilakis υ.δ.).
68 Ρένα Βεροπουλίδου ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βαλαμώτη 1997: Σ.Μ. Βαλαμώτη, Προκαταρκτικά δεδομένα από την αρχαιοβοτανική έρευνα στον οικισμό του Αρχοντικού Γιαννιτσών, ΑΕΜΘ 11, 172-177. Βαλαμώτη 2009: Σ.Μ. Βαλαμώτη, Η αρχαιοβοτανική έρευνα της διατροφής, Θεσσαλονίκη. Βεροπουλίδου 2002: Ρ. Βεροπουλίδου, Όστρεα από το κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης, μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας Αρχαιολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Βεροπουλίδου υ.ε.: Ρ. Βεροπουλίδου, Τα όστρεα από τους οικισμούς του κόλπου της Θεσσαλονίκης κατά τη Νεολιθική και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, υπό εκπόνηση διδακτορική διατριβή, Τομέας Αρχαιολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Βουβαλίδης κ.άλ. 2005: Κ. Βουβαλίδης, Γ. Συρίδης, Κ. Αλμπανάκης, Γεωμορφολογικές μεταβολές στον κόλπο της Θεσσαλονίκης εξαιτίας της ανύψωσης της θάλασσας τα τελευταία 10.000 χρόνια, ΑΕΜΘ 17, 313-322. Δριβαλιάρη 2001: Ν. Δριβαλιάρη, Προκαταρκτική παλυνολογική μελέτη του Αρχοντικού Γιαννιτσών, ΑΕΜΘ 15, 471-476. Καραλή-Γιαννακοπούλου 2002: Λ. Καραλή-Γιαννακοπούλου, Παράρτημα Ε: Μεσημεριανή Τούμπα, Μαλακολογικό υλικό, στο Δ.Β. Γραμμένος & Σ. Κώτσος (επιμ.), Ανασκαφή στον προϊστορικό οικισμό «Μεσημεριανή Τούμπα» Τριλόφου ν. Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 359-437. Κωστόπουλος 2000: Δ. Κωστόπουλος, Η αρχαιοπανίδα του προϊστορικού οικισμού Αρχοντικού Πέλλας, ΑΕΜΘ 14, 435-454. Μανιάτης & Φακορέλλης 1998: Γ. Μανιάτης & Γ. Φακορέλλης, Διερεύνηση της πυροτεχνολογίας σε πηλόκτιστες κατασκευές του Αρχοντικού Γιαννιτσών, ΑΕΜΘ 12, 313-326. Μπουτσίδης 2004: Χ. Μπουτσίδης, Μαλακολογικό υλικό από τη νεολιθική Μάκρη - ν. Έβρου, μεταπτυχιακή εργασία, Τομέας Αρχαιολογίας Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1992: A. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & A. Πιλάλη-Παπαστερίου, Ανασκαφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών, ΑΕΜΘ 6, 151-161. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1996: A. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & A. Πιλάλη-Παπαστερίου, Οι προϊστορικοί οικισμοί στο Μάνδαλο και το Αρχοντικό Πέλλας, ΑΕΜΘ 10α, 143-158. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1997: A. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & A. Πιλάλη-Παπαστερίου, Ανασκαφή στον προϊστορικό οικισμό του Αρχοντικού κατά το 1997, ΑΕΜΘ 11, 165-172. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 2002: A. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & A. Πιλάλη-Παπαστερίου, Αρχοντικό 2002: παρόν και μέλλον, ΑΕΜΘ 16, 457-464. Reese 1984: D. S. Reese, Μαλάκια από την πρωτοχαλκή εποχή των Λιθαρών, στο Χ. Τζαβέλλα-Evjen (επιμ.), Λιθαρές, Αθήνα, 197-201. Abbott 1989: T. R. Αbbott, Compendium of Landshells, Burlington. Becker 1986: C. Becker, Kastanas: Die Tierknochenfunde, Berlin, 230-236. Becker & Kroll 2008: C. Becker and H. Kroll. Das Prähistorische Olynth. Ausgrabungen in der Toumba Agios Mamas 1994-1996. Ernährung und Rohstoffnutzung im Wandel, Leidorf. Claassen 1988: C. Claassen, Techniques and Controls for the Determination of Seasonality in Shellfishing Activities, στο E. R. Webb (επιμ.), Recent Developments in Environmental Analysis in Old and New World Archaeology (BAR ΙS 416), Oxford, 51-66. Claassen 1998: C. Claassen, Shells, Cambridge.
Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών 69 Colonese & Wilkens 2005: A. C. Colonese & B. Wilkens, The Malacofauna of the Upper Paleolithic Levels at Grotta della Settatura (Salerno, Southern Italy): Preliminary Data, στο D. E. Bar & Y. Mayer (επιμ.), Archaeomalacology: Molluscs in Former Environments of Human Behavior, Oxford, 63-70. Davidson 1981: A. Davidson, Mediterranean Seafood (2 η έκδοση), Suffolk. Deith 1988: M. R. Deith, A Molluscan Perspective on the Role of Foraging in Neolithic Farming Communities, στο G. Bailey & J. Parkington (επιμ.), The Archaeology of Prehistoric Coastlines, Cambridge, 116-124. Delamotte & Vardala-Theodorou 1994: M. Delamotte & E. Vardala-Theodorou, Shells from the Greek Seas, Athens. Dupont 2006: C. Dupont, La malacofaune de sites mésolithiques et néolithiques de la façade atlantique de la France. Contribution à l économie et à l identité culturelle des groupes concernés (BAR IS 1571), Oxford. Erlandson 1988: J.M. Erlandson, The Role of Shellfish in Prehistoric Economies: a Protein Perspective, AmerAnt 53:1, 102-109. Evershed 2008: R. Evershed, Organic Residue Analysis in Archaeology: the Archaeological Biomarker Revolution, Archaeometry 50:6, 895-924. Forbes 1976: M. Forbes, Gathering in the Argolid: a Subsistence Subsystem in a Greek Agricultural Community, Annals of the New York Academy of Science 268, 251-263. Gejvall 1969: N.G. Gejvall, The Fauna, στο N. G. Gejvall (επιμ.), Lerna: A Preclassical Site in the Argolid. Results of Excavations Conducted by the American School of Classical Studies at Athens, NewJersey, 1-50. Ghilardi κ.άλ. 2008: M. Ghilardi, E. Fouache, F. Queyrel, G. Syrides, K. Vouvalidis, S. Kunesch, M. Styllas, S. Stiros, Human Occupation and Geomorphological Evolution of the Thessaloniki Plain (Greece) since the Mid Holocene, JAS 35, 111-125. Halstead 2007: P. Halstead, Carcasses and Commensality: Investigating the Social Context of Meat Consumption in Neolithic and Early Bronze Age Greece, στο C. Mee & J. Renard (επιμ.), Cooking up the Past. Food and Culinary Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, Oxford, 25-48. Halstead & Barrett 2004: P. Halstead & J.,C. Barrett (επιμ.), Food, Cuisine and Society in Prehistoric Greece, Sheffield. Hayden & Cannon 1983: B. Hayden & A. Cannon, Where the Garbage Goes: Refuse Disposal in the Maya Highlands, JAnthArch 2, 116-163. Ivell 1979: R. Ivell, The Biology and Ecology of a Brackish Lagoon Bivalve, Cerastoderma Glaucum Bruguiere, in Lago Lungo, Italy, Journal of Molluscan Studies 45, 364-382. Karali 1999: L. Karali, Shells in Aegean Prehistory (BAR IS 761), Oxford. Karali-Yiannakopoulou 1992: L. Karali-Yiannakopoulou, La parure, στo R. Treuil (επιμ.) Dikili Tash. Village Préhistorique de Macédoine Orientale, I: Fouilles de Jean Deshayes 1961-1975 (BCH Suppl. 24), Athènes, 159-164. Kent 1988: B. W. Kent, Making Dead Oysters Talk. St. Mary s City. Lasiak 1991: T. Lasiak, The Susceptibility and/or Reliance of Rocky Littoral Molluscs to Stock Depletion by the Indigenous Coastal People of Transkei, Southern Africa, Biological Conservation 56, 245-264. Laurie 2008: E.M. Laurie, An Investigation of the Common Cockle (Cerastoderma edule (L): Collection Practices at the Kitchen Middens of Norsminde and Krabbesholm, Denmark, (BAR IS 1834), Oxford. Meehan 1977: B. Meehan, Hunters by the Seashore, Journal of Human Evolution 6, 363-370. Miracle & Milner 2002: P. Miracle & N. Milner (επιμ.), Consuming Passions and Patterns of Consumption, Cambridge.
70 Ρένα Βεροπουλίδου Papadopoulou & Prevost-Dermarkar 2007: E. Papadopoulou & S. Prevost-Dermarkar, Il n y a pas de cuisine sans feu : Une approche des techniques culinaires au Néolithique et àl Age du Bronze à travers les structures de combustion en Grèce du Nord, στο C. Mee & J. Renard (επιμ.), Cooking Up the Past. Food and Culinary Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, Oxford, 123-135. Papaefthymiou κ.άλ. 2007: A. Papaefthymiou, A. Pilali & E. Papadopoulou, Les installations culinaires dans un village du Bronze Ancien en Grece du Nord: Archontiko Giannitson, στο C. Mee & J. Renard (επιμ.), Cooking Up the Past. Food and Culinary Practices in the Neolithic and Bronze Age Aegean, Oxford, 136-147. Reitz & Wing 1999: E. J. Reitz & E. S. Wing, Zooarchaeology, Cambridge. Shackleton 1972: N. J. Shackleton, Appendix VII: the Shells, στο P. Warren (επιμ.), Myrtos, an Early Bronze Age Settlement in Crete, London, 321-325. Syrides κ.άλ. 2009: G. Syrides, K. Albanakis, K. Vouvalidis, A. Pilali, A. Papaefthymiou, A. Ghilardi, E. Fouache, T. Paraschou & D. Psomiadis, Holocene Paleogeography of the Northern Margins of Giannitsa Plain in Relation to the Prehistoric Site of Archontiko (Makedonia-Greece), Zeitschrift für Geomorphologie 53 (Suppl. 1), 71-82. Swadling 1976: P. Swadling, Changes Ιnduced by Ηuman Εxploitation in Prehistoric Shellfish Populations, Mankind 10:3, 156-162. Theodoropoulou 2007: T. Theodoropoulou, L exploitation des ressources aquatiques en Égee septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques, διδακτορική διατριβή, Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne, Paris. Triantaphyllou 2001: S. Triantaphyllou, A Bioarchaeological Approach to Prehistoric Cemetery Populations from Central and Western Greek Macedonia (BAR IS 976), Oxford. Tzedakis κ.άλ. 2008: Y. Tzedakis, H. Martlew, M. K. Jones, Archaeology Μeets Science: Biomolecular Investigations in Bronze Age Greece, Oxford. Valamoti 2004: S.,M. Valamoti, Plants and People in Late Neolithic and Early Bronze Age Northern Greece (BAR IS 1258), Oxford. Veropoulidou υ.δ.: R. Veropoulidou, Spondylus gaederopus Τools and Μeals in Central Greece from the 3rd to the 1st millenium BCE, στο M. Nikolaidou & F. Ifantidis (επιμ.), Spondylus in Prehistory: New Data and Approaches - Contributions to the Archaeology of Shell Technologies, Oxford, υπό δημοσίευση. Veropoulidou & Vasilakis υ.δ.: R. Veropoulidou & A. Vasilakis, Exploring the Role of Molluscs in Diet: Preliminary Results from the Shell Assemblage of the Prepalatial Trypiti, Southern Crete, στο 28 ο Διεθνές Συμπόσιο του ICAF, Fish and Seafood: Anthropological and Nutritional Perspectives, Καμηλάρι, Κρήτη 2009, υπό δημοσίευση. Waselkov 1987: G. A. Waselkov, Shellfish Gathering and Shell Midden Archaeology. στο M. B. Schiffer (επιμ.), Advances in Archaeological Method and Theory, San Diego, 93-210.
Η διατροφή στο Αρχοντικό Γιαννιτσών 71 Summary FOOD CONSUMPTION PRACTICES AT ARCHONTIKO, PREF. OF PELLA, CENTRAL MACEDONIA, GREECE: PRELIMINARY RESULTS FROM THE EARLY BRONZE AGE SHELL ASSEMBLAGE Rena Veropoulidou This paper discusses the shell assemblage from the Early Bronze Age (2135-1980 BCE) settlement at Archontiko, Giannitsa. Quantitative and detailed contextual analysis of the material offered the opportunity to examine the consumption of molluscs as food and to address the issue of shellfish consumption practices, from the act of procurement, to preparation and discard. The analysis also attempted to compare the shell assemblage to other food remains from Archontiko, as well as to other shell assemblages from Aegean EBA settlements. According to the evidence, molluscs were gathered from the nearby estuarine environment with simple equipment. They were consumed cooked (steamed, roasted) at the household level. The consumption of food, at least of molluscs, seems to have been a private matter, since there is no evidence for outdoors mollusc consumption at Archontiko. According to the spatial analysis of findings, it did not differ significantly between the six domestic units that were studied. Even though roads and open spaces between buildings were used for the disposal of food remains, each domestic unit seems to have followed different practices as regards the disposition of food remnants inside the building. The quantity of shells retrieved from Archontiko shows that molluscs must have been integral parts in the diet of this farming community. The comparison of Archontiko s shell assemblage to the other EBA shell assemblages shows that the archaeomalacological evidence is characterized by variety. Instead of proposing a general rule for dietary practices in EBA, the evidence of shells suggests that mollusc exploitation, as part of human experience, is not homogeneous and in each site is constructed both by the natural and the cultural setting.