CÉLINE CURIOL. Φωνή χωρίς ήχο. Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Άννα Δαμιανίδη



Σχετικά έγγραφα
ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Το παραμύθι της αγάπης

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Δ - Ε - ΣΤ Δημοτικού

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

ΗΧΟΣ indb /2/2013 3:35:01 μμ

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Ερωτηματολόγιο Προγράμματος "Ασφαλώς Κυκλοφορώ" (αρχικό ερωτηματολόγιο) Για μαθητές Β - Γ Δημοτικού

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Ζήτησε να συναντηθούμε νύχτα. Το φως της μέρας τον

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΓΙΑ ΕΦΗΒΟΥΣ ΚΑΙ ΕΝΗΛΙΚΟΥΣ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

Ορθογωνούλης Αμβλυγωνούλης Οξυγωνούλης

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Τίτλος Πρωτοτύπου: Son smeshnovo cheloveka by Fyodor Dostoyevsky. Russia, ISBN:

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Διαχείριση: Κατά την πρώτη εντύπωση, η μη λεκτική επικοινωνία είναι δέκα φορές πιο δυνατή σε σχέση με τη λεκτική. Αναπνοής. Επαφής.

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Μια φορά κι έναν καιρό

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

9 Σεπτεμβρίου 2005, 12:45 μ.μ.

Η ΆΝΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΈΞΗΣ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΑΡΆΚΤΕΣ

You & I. ΑΝΤΡΑΣ Γεια σου.

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Μετεωρολογία. Αν σήμερα στις 12 τα μεσάνυχτα βρέχει, ποια είναι η πιθανότητα να έχει λιακάδα μετά από 72 ώρες;

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

Λίνα Μουσιώνη H ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ. Εικόνες: Σάντρα Ελευθερίου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Transcript:

CÉLINE CURIOL Φωνή χωρίς ήχο Μυθιστόρημα Μετάφραση: Άννα Δαμιανίδη ΑΘΗΝΑ 2009

Céline Curiol Φωνή χωρίς ήχο Voix sans issue Actes Sud, 2005 για την ελληνική γλώσσα: ΠΟΤΑΜΟΣ, 2009 Επιμέλεια: Γιούλα Κουγιά Σχεδιασμός έκδοσης: Βίβιαν Γιούρη Εκτύπωση: Μητρόπολις ΑΕ Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ Φωκιανού 7, 116 35 Αθήνα, τηλ. 210 7231271, fax 210 7254629 www.potamos.com.gr, info@potamos.com.gr ΙSBN 978-960-6691-46-1

Στη γιαγιά

Γνωρίζονται εδώ και πολύ καιρό. Ποτέ της δεν κατάφερε να θυμηθεί τη στιγμή που συναντήθηκαν, σε ποιο μέρος ήταν, τι μέρα ήταν, αν της είχε σφίξει το χέρι ή είχαν ανταλλάξει φιλί. Κι ούτε σκέφτηκε ποτέ να τον ρωτήσει. Υπάρχει πάντως μια πρώτη ανάμνηση. Την ώρα που φορούσε το παλτό της στη στενή είσοδο ενός ακατάστατου διαμερίσματος, είχε δει την ξαφνιασμένη του έκφραση. Η γυναίκα με την οποία είχε φλερτάρει ολόκληρη τη βραδιά αρνιόταν να φύγει μαζί του. Προσπαθούσε να την πείσει με τα επίμονα λόγια του, τα οποία έπεφταν κουρελιασμένα μπροστά στο υπέροχο εκείνο πλάσμα. Σκεφτόταν ότι η ιδέα να στερηθεί ξαφνικά το αντικείμενο του πόθου του θα έπρεπε να του είναι αφόρητη τη στιγμή εκείνη. Και, βλέποντάς τον έτσι ερωτευμένο, συγκινήθηκε. Είχε περάσει ανάμεσα στους δυο τους και είχε πει φεύγω. Αλλά εκείνος δεν της είχε απαντήσει. Τα μαλλιά του, τα μάτια του, τα θυμάται πάντα. Έχει ξεκάθαρη την εικόνα της σύστασής τους, το χρώμα, το μήκος, το σχήμα τους. Ίσως επειδή εκείνο που πάνω από όλα θέλει είναι να μπορέσει να τα αγγίξει αυθόρμητα. Αυτός θα ήταν για εκείνη ο τρόπος να αποκτήσει οικειότητα μαζί του. Στη βιτρίνα έχουν βάλει το κάθε μπουκάλι να είναι στραμμένο σε ελαφρά διαφορετική κατεύθυνση από το διπλανό του. Δεν υπάρχει τιμή στις ετικέτες αποφασίζει να μπει μέσα. Ο πωλητής κρασιών θέλει να μάθει από τι θα αποτελείται το γεύμα για να μπορέσει να τη βοηθήσει στην επιλογή της. Δεν τολμά να του πει ότι δε 9

CÉLINE CURIOL θα φάνε, φοβάται μην την περάσει για καμιά αλκοολική. Είμαι καλεσμένη, και δε μου έχουν πει τίποτα, επινοεί τελικά για να αντιμετωπίσει κάτι σαν κατηγόρια που διακρίνει στο βλέμμα του εμπόρου. Θα πάρω λευκό και κόκκινο, έτσι θα είμαι μέσα, προσθέτει σαν επίλογο. Της διαλέγει τρία μπουκάλια, τα δέχεται χωρίς αμφισβήτηση. Τα τυλίγει σε γυαλιστερό χαρτί, τα στηρίζει κάθετα στον πάτο μιας τσάντας. Βγαίνει με τον γεμάτο υποσχέσεις ήχο του γυαλιού στο μπράτσο της. Κάθισε στα τραπεζάκια έξω ενός έρημου καφέ. Ένας σερβιτόρος με δέρμα σταχτί, κρεμασμένος από την υπερβολικά ψηλή σπονδυλική του στήλη, παίρνει την παραγγελία της τσεκάροντας ότι τίποτα δεν άλλαξε στην εξωτερική όψη του βασιλείου του. Ο εσπρέσο έρχεται με το λογαριασμό. Είναι κρύος και πικρός. Παρόλο που είναι κουρασμένη δε θέλει να χάσει τη βραδιά: θα φαινόταν ανάξια της φιλίας που της δείχνει. Σίγουρα κάποιος θα έχει σκεφτεί να φέρει κεριά. Θα ήταν κρίμα να μην έχει κάτι να φυσήξει, να κάνει μια ευχή, να γλείψει την κρέμα από την άκρη των μικρών πλαστικών στηριγμάτων, αυτός που θέλει τόσο να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Το να πανηγυρίζει για την άφιξή της στον κόσμο δεν της φάνηκε ποτέ να έχει νόημα, αλλά στη δική του περίπτωση μπορεί να το καταλάβει. Τι είναι τα γενέθλια; Ένα σημάδι στο χρόνο για να τον φέρει σε ανθρώπινες διαστάσεις. Ο σερβιτόρος παραδίδει ταμείο, θέλει τα λεφτά του. Το εσωτερικό της παλάμης του είναι ένα δίχτυ από μπερδεμένες γραμμές που τυπώθηκαν εκεί από τις εκατοντάδες φορές που επανέλαβε τις καθημερινές επιδέξιες κινήσεις του. Ξαφνικά έχει διάθεση να ακουμπήσει εκεί κάτι άλλο από το μέταλλο, το δικό της χέρι ίσως. Το διαμέρισμά της μυρίζει βερνίκι και αρωματικό στικ. Βγάζει τα μπουκάλια από την τσάντα, τα στοιχίζει στο τραπέζι της κουζίνας. Διστάζει, ύστερα ξεβουλώνει το άσπρο κρασί, σερβίρει ένα ποτήρι στον εαυτό της και περιμένει την ώρα που θα πάει στο σπίτι του. 10

Φωνή χωρίς ΗΧΟ Οι παρέες κουβεντιάζουν γύρω από μια καρέκλα ή έναν καναπέ. Γελούν, πειράζονται, εκστασιάζονται, ελευθερώνονται χωρίς πολύ κόπο. Το κύμα από τις συνομιλίες περνάει από δωμάτιο σε δωμάτιο μαζί της, οι φωνές κυματίζουν, σκάνε σαν μεγάλες φούσκες πολύ κοντά στα αυτιά της. Το κεφάλι της γυρίζει κιόλας. Κάποιος τη ρωτάει αν έχει δει το τιρμπουσόν. Σηκώνει τους ώμους, οι μύες της σιαγόνας της είναι λίγο μουδιασμένοι. Της απλώνουν ποτήρια, τη βάζουν να τσουγκρίσει, πίνει. Υπάρχουν όλο και περισσότερα άγνωστα πρόσωπα και δεν της αρέσει να κάνει το πρώτο βήμα. Ένα χλομό κορίτσι, που βρίσκεται σε υπερδιέγερση, τη σπρώχνει βγαίνοντας από την τουαλέτα. Ψάχνει το βλέμμα της επιτιθέμενης για να της πει ότι δεν το εκτίμησε καθόλου αυτό, αλλά το κορίτσι βάζει πλώρη για το σαλόνι αγνοώντας την. Τραβάει το σύρτη της πόρτας και σηκώνει τη φούστα της, κάθεται βαριά στη λεκάνη. Χασμουριέται, το κεφάλι της ζυγίζει ενάμιση τόνο και δεν είναι ακόμα μεσάνυχτα. Όταν βγαίνει από την κρυψώνα της βρίσκεται στην είσοδο. Μια γυναίκα μόλις έφτασε και έχει τα χέρια του περασμένα στη μέση της. Τη λένε Ανζ. Είναι σχεδόν η ίδια με την ανάμνησή της, λίγο πιο συμπαθητική από ό,τι στην πρώτη τους συνάντηση μπροστά στην πόρτα. Χαμογελάνε η μία στην άλλη. Λέει στον εαυτό της ότι, ναι, πράγματι, ταιριάζουν πολύ. Κέρδισε λοιπόν το στοίχημά του: ο εξεγερμένος άγγελος κατακτήθηκε και συμμετέχει στη μεγάλη ετήσια γιορτή του. Τώρα μόνο βλέπει τα άσπρα φτερά στην πλάτη της Ανζ. Μικρά αθώα φτερά με τόσο απαλά πούπουλα που μπορούν να γιατρέψουν τη χειρότερη αϋπνία. Άγγιξε αυτά τα φτερά και αυτό είναι που του άρεσε. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί σε φτερά; Θα ήθελε να μπορούσε να τα αγγίξει κι εκείνη, για να γνωρίσει την αίσθηση που αφήνουν. Αλλά δεν ανήκει στο είδος για το οποίο ενδιαφέρονται οι άγγελοι, ακόμα και οι πιο παρακατιανοί. Όλα καλά; Νεύει καταφατικά. Τότε μόνο θυμάται την αιτία της παρουσίας της. Λέει χρόνια πολλά, με ύφος που μοιάζει να ζητά συγγνώμη, όχι να εύχεται. Την πλησιάζει 11

CÉLINE CURIOL και την αγκαλιάζει. Και μόνο τότε εκείνη θυμάται την αιτία της παρουσίας της. Το σώμα της σκληραίνει, δε θέλει να τη σφίγγει έτσι. Θα ήθελε να του πει ότι μερικές χειρονομίες δεν ξοδεύονται με τόση ελαφρότητα, και μάλιστα σε τόσο συμβατικές περιστάσεις. Πρέπει να παίρνει τις προφυλάξεις του κανείς, να διαλέγει την κατάλληλη στιγμή. Τα χέρια κλείνουν στο αγκάλιασμά τους, τα δάχτυλα σαν αστέρι πιέζουν την πλάτη της. Καταφέρνει να αφεθεί για μια σύντομη στιγμή, μετά πολύ γρήγορα απομακρύνονται τα χέρια, αλλά πήρε κιόλας το αποτύπωμα. Πίνει στον καναπέ, δίπλα σε έναν άνδρα που δε γνωρίζει. Θυμάται θολά το τραγούδι και τα χειροκροτήματα η Ανζ ήταν που είχε σκεφτεί τα κεριά. Ο τύπος δίπλα της δε σαλεύει. Ακουμπά απαλά το μπράτσο που ξεκουράζεται, εγκαταλειμμένο, κατά μήκος του μηρού. Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα κι αυτό είναι όλο. Την ανησυχεί λίγο να μένει έτσι μαρμαρωμένος. Πράγματι, σας συγκινώ ιδιαίτερα! Δεν άκουσε τη φράση. Το πρόσωπο του άνδρα μένει απαθές. Μήπως δε νιώθετε καλά; Η ερώτηση δεν προκαλεί καμία αντίδραση. Λες και έχει δραπετεύσει από το σώμα του αυτός ο άνθρωπος, το έχει αφήσει ένα κενό κέλυφος από σάρκα και εκτίναξε το πνεύμα του κάπου που κανείς δεν μπορεί να το ξετρυπώσει. Τα μάτια του δε βλέπουν πια ούτε καν το σημείο στον τοίχο, όπου μοιάζει να έχει στυλώσει το βλέμμα, απέναντί του. Μόνο τα ρουθούνια του σαλεύουν ακόμα. Παρατηρεί ότι είναι φρεσκοξυρισμένος. Λίγες ώρες πριν πέρασε τη λάμα του ξυραφιού στα μάγουλά του και σχεδίαζε απαλές ρόδινες ταινίες στον άσπρο αφρό. Το δέρμα του δεν κάνει την παραμικρή πτυχή, τα χείλη του είναι θαμπά και σκασμένα. Κάτι να πιει, θα περάσει, δεν πρέπει να γίνεστε έτσι, μπορεί να συζητήσει κανείς, υπάρχουν πάντα λύσεις Αναζητά λέξεις για να τον βγάλει από το λήθαργο, αλλά δεν της έρχονται παρά φράσεις παραμορφωμένες από το αλκοόλ. Πώς να μαντέψει τι τον οδήγησε σε αυτήν την κατάσταση; Ακόμα και άνθρωποι με κατάθλιψη δε φέρονται 12

Φωνή χωρίς ΗΧΟ έτσι. Εκείνη δε φέρεται έτσι, δεν κάνει τέτοια, δε μιμείται τους νεκρούς κατά τέτοιο τρόπο, είναι ανατριχιαστικό. Πίνει μια γουλιά κρασί. Οι άλλοι δεν το πρόσεξαν το ακίνητο σώμα πάνω στον καναπέ. Ένας άνδρας ξεβουλώνει με κόπο ένα μπουκάλι, ένα ζευγάρι φιλιέται κοντά στο παράθυρο, μια γυναίκα ζητιανεύει υπομονετικά ένα τσιγάρο, ένα τρίο σκάει στα γέλια. Κανένας δεν προσέχει πιο πέρα από εκείνον με τον οποίο συνομιλεί. Κι εκείνη τότε τυλίγει τα δάχτυλά της γύρω από τα υπάκουα δάχτυλα του άνδρα. Ανασηκώνει το βαρύ χέρι και το ακουμπά στην κοιλιά της. Και αφήνει για απροσδιόριστο χρόνο αυτό το ζεστό βάρος πάνω στο κορμί της. Από το βάθος της αίθουσας κάποιος είδε αμέσως ότι καταχράστηκε το χέρι του διπλανού της. Όταν το αποτραβά, ο άνδρας πάλι δεν αντιδρά. Παραμένει στην άκρη του καναπέ να σιγοπίνει το περιεχόμενο ενός ποτηριού που δεν είναι το δικό της. Μέσα της αρχίζουν συγκρούσεις και αντιμεταθέσεις, ένα ανακάτωμα που σύντομα γίνεται ανυπόφορο. Η επιθυμία της να κλάψει είναι αξεπέραστη. Δε θα ήθελε να τη δουν σε αυτήν την κατάσταση και καταφεύγει στην κουζίνα. Ακουμπισμένος στο ψυγείο, μιλάει σε έναν τύπο που ξεπλένει τα ποτήρια στο νεροχύτη. Βλέποντάς την να μπαίνει, του λέει κάτι που εκείνη δεν καταλαβαίνει. Βλέπει το στόμα του να αρθρώνει λέξεις, αλλά το βουητό στα αυτιά της εξαφανίζει τον ήχο. Δεν άφησες τον άγγελο να φύγει, ε; Έχει απορημένο ύφος. Εκείνη νιώθει τα μάτια της να βουρκώνουν. Γιατί τον άφησες να φύγει; Ο τύπος του νεροχύτη σφίγγει αδέξια τα βρεγμένα ποτήρια ανάμεσα στα δάχτυλά του και βγαίνει λέγοντας «φλιπάρει κιόλας λίγο τούτη εδώ». Έκλαψες; Είναι ένας πεθαμένος στον καναπέ σου, και δεν του κάνω καμία εντύπωση. Αναζητά τα μάτια του, αλλά δεν μπορεί να εστιάσει πάνω τους. Πίνει. Της απλώνει ένα ποτήρι νερό μέσα στο οποίο μούσκεψε τα χείλη του. Κι εκεί χάνει τον έλεγχο και κολλάει το στόμα της στο δικό του. Αισθάνεται τις γλώσσες τους να αγγίζονται 13

CÉLINE CURIOL φευγαλέα. Έχει ίσα ίσα το χρόνο να συνειδητοποιήσει ότι πρώτη φορά τον φιλάει, τη στιγμή που βλέπει τον άγγελο και πρέπει να απομακρυνθεί. Δεν ακούγεται τίποτα μέσα στο διαμέρισμα. Εκείνη είναι στον καναπέ, ο απαθής άνδρας δε βρίσκεται πια εκεί, το απόγευμα πήρε μπρος. Γύρω της σέρνονται άδεια ποτήρια και βουλιμικά τασάκια. Βρίσκει στην τουαλέτα ένα μπουκάλι Heineken ακουμπισμένο σε μια γωνιά. Στην κουζίνα ακόμα χειρότερη ακαταστασία: ξεκοιλιασμένα πακέτα τσιπς, πλαστικά ποτήρια αναποδογυρισμένα, αηδιαστική μυρωδιά μπίρας, λεκέδες από τα πάντα πάνω στα μπεζ πλακάκια. Με το κεφάλι έτοιμο να εκραγεί κοιτάζει αυτά τα απομεινάρια της γιορτής κι έχει την εντύπωση ότι θα πρέπει να διασκέδαζαν εκεί μέσα, αλλά έφυγαν κακήν κακώς και εκείνη δεν πρόλαβε να πάρει μέρος. Θα ήταν καλή ιδέα να καθαρίσει κάποιος, εκείνος θα το εκτιμούσε αναμφίβολα. Μαζεύει τα άδεια και εγκαταλειμμένα αντικείμενα σε μια μεγάλη πλαστική σακούλα που την κλείνει όσο πιο ερμητικά μπορεί. Σκυμμένη πάνω από τα πλακάκια, τρίβει τους λεκέδες με ένα σφουγγάρι και επιμένει με υπερβολικό ζήλο πάνω από τους μικρότερους. Και καθώς αγωνίζεται να ξαναδώσει στα πλακάκια το αρχικό τους χρώμα, της ξανάρχεται το φιλί. Γλουγλουκίζει σαν παιδί ευτυχισμένο που έκανε κάποια ανοησία χωρίς να τιμωρηθεί. Κλείνει τα μάτια. Θα ήθελε να θυμηθεί λεπτομέρειες την υφή, τη θερμοκρασία, την επιφάνεια των χειλιών, αλλά δεν έχει διατηρηθεί παρά η αίσθηση: το πέρασμα από κάτι ζεστό και ευεργετικό, σχεδόν στερεό, ανάμεσα στο βάθος του λαιμού της και στο στήθος της. Θα ήθελε να μπορούσε να του πει τι καλό που ήταν το φιλί αυτό. Πίσω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του εκείνος είναι μαζί με την Ανζ, έχει κοιμηθεί τυλιγμένος γύρω της. Η αίσθηση του φιλιού είναι ίδια για την Ανζ, ίδια για εκείνον μαζί της; Με όποιον τρόπο κι αν ερμηνεύσει εκείνος 14

Φωνή χωρίς ΗΧΟ αυτήν την απροσδόκητη επαφή, καλύτερα να μη βρίσκεται εκεί όταν θα σηκωθεί το ζευγάρι. Σταματά να τρίβει λυσσασμένα, ντύνεται και βγαίνει. Η οδός Σαρλό εκβάλλει στη λεωφόρο Τεμπλ. Ακούγεται μουσική από ένα βραχνιασμένο τρανζίστορ βαλμένο τέσσερα ή πέντε μέτρα πάνω από το έδαφος, στην άκρη μιας σκαλωσιάς όπου βρίσκονται τρεις εργάτες τρεις Γάλλοι μαχρεμπίνικης καταγωγής, όπως έχει συνηθίσει να τους αποκαλεί που χτυπούν ρυθμικά την πρόσοψη ενός κτιρίου με τα εργαλεία τους. Ο ένας τους τη βλέπει. Σφυρίζει, εκείνη χαμογελά, της φωνάζει, περίμενε μια στιγμή, εκεί που η τραγουδίστρια κάνει παύση. Απομακρύνεται, αλλά το μυαλό της μένει πίσω. Θα περίμενε στα πόδια της σκαλωσιάς, παρατηρώντας τον ευλύγιστο άνδρα να κατεβαίνει κατά μήκος των μεταλλικών στηριγμάτων. Θα στηνόταν απέναντί της, θα έβγαζε τα γάντια του, θα της έλεγε το όνομά του. Θα πήγαιναν στο καφέ, ή ίσως κατευθείαν στο ξενοδοχείο. Θα έκαναν έρωτα, όπως σε εκείνη την αμερικανική ταινία που είχε δει στο σινεμά, όταν η πρωταγωνίστρια τραβάει την τιράντα του παρτενέρ, με το λαιμό ξεδιπλωμένο, μουρμουρίζοντας, do me good. Εκείνος τη βοηθάει να γδυθεί, βγάζει κι αυτός τα ρούχα του, στέκεται πίσω της, διεισδύει μέσα της και τα δυο τους κορμιά αρχίζουν να κουνιούνται βίαια. Αλλάζουν στάση πολλές φορές, εκείνη βογκώντας από ευχαρίστηση, εκείνος πολύ αφοσιωμένος στην αποστολή του, μη βγάζοντας, σαν άξιο αρσενικό, τον παραμικρό ήχο. Το έλεγαν Monster s Ball, κι όχι Monsters Balls όπως το είχε προφέρει όταν αγόραζε τα εισιτήρια. Ο ταμίας τής είχε εξηγήσει ότι balls στα αγγλικά θα πει αρχίδια. Είχε νιώσει πολύ γελοία. Σάββατο. Μια εβδομάδα πέρασε χωρίς νέα. Είναι λίγο ασυνήθιστο, αλλά δε θέλει να του τηλεφωνήσει. Θα ήταν περίεργη εξέλιξη για το περιστατικό με τα χείλη. Στο τηλέφωνο δε θα ήξερε πώς να αρχίσει. Δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο να του πει εκτός από το να κάνει 15

CÉLINE CURIOL την ερώτηση που δεν κάνει στον εαυτό της. Είναι όμως σωστό να ζητά εξηγήσεις κανείς για ένα φιλί; Το αγνοεί, ή προχωρά στο επόμενο στάδιο, γενικά αποφεύγει να το σχολιάσει. Όλη την εβδομάδα δούλευε τα βράδια, από τις 14 στις 23 η ώρα. Για να γυρίσει από το Σταθμό του Βορρά, παίρνει τη γραμμή 4 προς την Πορτ ντ Ορλεάν κι ύστερα αλλάζει και παίρνει τη γραμμή 1 στο Σατλέ, αν είναι πολύ αργά. Την είχε συμβουλέψει να μη βγαίνει σε αυτόν το σταθμό και να μην ανεβαίνει την οδό Ριβολί με τα πόδια. Υπήρχε φόβος τη νύχτα, κατά τη γνώμη του. Ένας φίλος του είχε δεχτεί επίθεση κατά τις 2 το πρωί, την ώρα που έπαιρνε λεφτά για να πάει να αγοράσει τσιγάρα. Του είχαν κολλήσει την κάννη ενός όπλου στην πλάτη και τον είχαν κουβαλήσει σε κάποιο άγνωστο προάστιο. Τρία τέταρτα στον Προαστιακό με έναν μουρλό να του χώνει το ρεβόλβερ στα πλευρά. Ήταν σίγουρη πως κανείς, εκ των υστέρων, δεν είχε ρωτήσει το θύμα, που η ζωή του ήταν πια μια μικρή μαλακή μπαλίτσα την οποία θα μπορούσε ο ληστής να τη συντρίψει οποιαδήποτε στιγμή, τι σκεφτόταν αυτά τα σαράντα πέντε λεπτά. Όταν δεν τον είδε να επιστρέφει, η φίλη του είχε πάει στους μπάτσους οι οποίοι είχαν βάλει τα γέλια: νεαρή γκόμενα διαμαρτυρόταν σε αυτούς για την εξαφάνιση του τύπου που μόλις την είχε πηδήξει! Δεν το πίστευαν ότι είχε εξαφανιστεί ο άνθρωπος, ήταν σίγουροι ότι το είχε σκάσει οικειοθελώς. Και τηλεφωνήσατε στο σπίτι του, τηλεφωνήσατε στους φίλους του; Τους έλεγε και τους ξανάλεγε, βγήκε μόνο για τσιγάρα. Οι μπάτσοι διασκέδαζαν κρυφά και δεν κατάφερε να τους πείσει για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο τύπος είχε επιστρέψει στις 9 το πρωί, χλομός, παγωμένος, χωρίς σημάδια πάνω του, αλλά ηθικά κουρελιασμένος. Είχε περάσει τρεις ώρες σε κάποιο οικόπεδο με ένα όπλο στραμμένο πάνω του, να περιμένει κάποιους άλλους που δε φάνηκαν ποτέ. Ύστερα ο βασανιστής του κατέληξε να του πει να φύγει, αφού κράτησε το πορτοφόλι και το μπουφάν του. Συχνά, όταν περπατούσε στην οδό Ριβολί, σκεφτόταν την αίσθηση της 16

Φωνή χωρίς ΗΧΟ κρύας κάννης μέσα από τα ρούχα, το φόβο που τρυπά την κοιλιά, και την ιδέα του θανάτου που τρυπώνει από όλους τους πόρους: κάθε δευτερόλεπτο ακυρώνει το προηγούμενο μοιάζοντας να είναι το τελευταίο. Αλλά προσπαθούσε να σέβεται την επαγρύπνησή της, υποπτευόταν όλες τις σιλουέτες μέσα στο σκοτάδι και απέφευγε να περνάει μόνη της από το δρόμο εκείνο τη νύχτα. Σάββατο βράδυ λοιπόν. Ένας φοιτητής που συνάντησε την προηγούμενη εβδομάδα την κάλεσε σε μια βραδιά καμπαρέ, σε ένα στούντιο χορού κοντά στη Βαστίλη. Είχε κιόλας κόσμο όταν έφτασε. Υπήρχαν πολυθρόνες και καρέκλες γύρω από έναν άδειο χώρο που προοριζόταν για σκηνή. Γλίστρησε ως το μπαρ, στο βάθος της αίθουσας, και παρήγγειλε μια βότκα με τόνικ, που ήπιε με μικρές γουλιές καθιστή σε ένα ψηλό ταμπουρέ. Το κοκτέιλ ήταν πολύ δυνατό. Ο κόσμος στριμώχνεται κοντά στον πάγκο, ύστερα σκορπίζουν όλοι στη σάλα με πολλά ποτήρια που μοιράζουν στην παρέα τους. Μόνο εκείνη μένει καθισμένη στο μπαρ δε βλέπει πουθενά εκείνον που την είχε καλέσει. Οι γυναίκες με κοντά φορέματα και χαμηλά ντεκολτέ δεν παύουν να διασκεδάζουν ρουφώντας τα τσιγάρα τους. Οι άνδρες προσπαθούν να διατηρήσουν το γέλιο τους χωρίς να παραλείπουν να εξετάζουν προσεκτικά και τις νέες αφίξεις. Φτερουγίζουν μερικά βλέμματα γύρω της, αλλά κανείς δεν αποφασίζει να έρθει να της μιλήσει. Μακριά μαύρη περούκα, γυαλιά ηλίου, παλτό από ψεύτικη γούνα μπήκαν μόλις στο στούντιο και προχωρούν προ το μέρος της. Με νωχελικό περπάτημα ο τραβεστί διασχίζει το πλήθος για να πλησιάσει στο μπαρ. Βγάζει το παλτό του, μακρύ κορμί, ανδρόγυνο, γοητευτικό. Δοκιμάζει να ξεχωρίσει τα ανδρικά από τα γυναικεία κομμάτια του. Προσπαθεί να διακρίνει, πίσω από τα γυαλιά και τις τούφες των μαλλιών, το βλέμμα του. Την ένιωσε και έστρεψε το κεφάλι. Η φωνή του είναι βραχνή, τα μάτια αθέατα, έχει χαμόγελο γυναίκας, πανούργο και χαϊδευτικό. Είναι τρα- 17

CÉLINE CURIOL γουδιστής, συμμετέχει στην παράσταση, ονομάζεται Ρενέ Ρισκέ. Μετά από αυτήν τη σύντομη παρουσίαση, σταματά να μιλά και, κρυμμένος πίσω από τα χρωματιστά του τζάμια, μοιάζει να την αναμετρά. Έχω να σου κάνω μια πρόταση. Χρειάζεται μια γυναίκα που, όταν θα αρχίζει το νούμερό του, πρέπει να μπαίνει στη σκηνή και να πέφτει πάνω του φωνάζοντας «μου είχες υποσχεθεί». Είναι ωραία εισαγωγή, θεωρεί, που θα αναδείξει το πρώτο του τραγούδι. Κουνάει το κεφάλι της ζωηρά, γελώντας: είμαι πολύ ντροπαλή. Φωνάζει τον μπάρμαν, γέμισέ μας τα ποτήρια. Μετά από αυτό ίσως; Και βγάζει τα γυαλιά του. Έχει πολύ φωτεινά μάτια, μακιγιαρισμένα. Της θυμίζει κάποιον, αλλά κάποιον που δε συνάντησε ποτέ. Πρέπει να παραστήσεις ένα κορίτσι ζηλιάρικο, πραγματικά υστερικό, καταλαβαίνεις; Έχει το τρίτο νούμερο, πρέπει να μπει στη σκηνή λίγα δευτερόλεπτα μετά από εκείνον και, εκεί, να κάνει αυτό ακριβώς που της εξήγησε. Σύμφωνοι; Σύμφωνοι. Ο Ρενέ την αφήνει για να πάει να ετοιμαστεί. Χαμήλωσαν τα φώτα, ένας δυνατός προβολέας φωτίζει τη σκηνή. Ένας άνδρας έρχεται πίσω από το μικρόφωνο για να αναγγείλει τα ονόματα των καλλιτεχνών που ετοιμάζονται να γίνουν θέαμα στη σκηνή. Όταν αρχίζει το πρώτο σκετς, της είναι αδύνατον να το παρακολουθήσει. Με το στομάχι δεμένο, παίζει με το ποτήρι της, και φαντάζεται τον εαυτό της στη σκηνή: τα πρώτα βήματα προς τον τραβεστί, που είναι εξασκημένος στην επίδειξη, απέναντι σε ένα φτωχό κορίτσι καταφοβισμένο που πρέπει να είναι πειστικό πετώντας μια τόσο συνηθισμένη πρόταση σαν αυτό το μου υποσχέθηκες. Γιατί, αλήθεια, ένιωσε την υποχρέωση να δεχτεί; Δε θυμάται να είπε ποτέ στη ζωή της σε κάποιον «μου υποσχέθηκες» αν μπορούσε να διαλέξει τη σκηνοθεσία, θα την έλεγε με ήσυχο και ανέκφραστο τρόπο. Απογοητευμένη και πικραμένη, σίγουρα όχι ουρλιάζοντας. Αλλά ο θυμός της φαίνεται ότι εξασφαλίζει το κωμικό αποτέλεσμα. Το κοινό θα γελούσε, όχι χάρη σ εκείνη, αλλά εξαιτίας της αντίθεσης ανάμεσα σε εκείνη 18

Φωνή χωρίς ΗΧΟ που θα φώναζε και τον Ρενέ, ο οποίος θα παρέμενε απαθής. Ένας τραβεστί και μια γυναίκα που παριστάνουν μια οικιακή σκηνή είναι από μόνο του γελοίο. Αν η φωνή της έσπαγε από το τρακ, θα περιοριζόταν να κάνει τις χειρονομίες. Δεύτερο νούμερο. Δύο κορίτσια με ροζ τουτού, στόματα πασαλειμμένα κοκκινάδι, φωνάζουν η μία στην άλλη, εκτελώντας δύσκολα ακροβατικά. Προσπαθεί να μη σκέφτεται πια τη φράση και τους τρόπους που κλίνεται «μου είχες υποσχεθεί» Ρενέ. Δεν είναι το αληθινό του όνομα. Κι ύστερα, όταν θα έβγαινε από τη σκηνή; Μπορεί να φανταστεί κανείς μια ιστορία που αρχίζει με ένα «μου είχες υποσχεθεί», ουρλιαχτό που το ακούν εκατοντάδες άνθρωποι, σε μια αίθουσα χορού τάνγκο στο βάθος μιας άθλιας αυλής, σε έναν άνδρα μασκαρεμένο γυναίκα; Το τζιν είναι πολύ συμπυκνωμένο, η μουσική διαχέεται παντού. Σε αυτήν την ατμόσφαιρα δίνει κανείς δικαιώματα στον εαυτό του να προβεί στις μεγαλύτερες θρασύτητες, ακόμα και να θεωρήσει πως είναι ερωτευμένος. Χειροκροτήματα. Οι δύο μπαλαρίνες τελείωσαν το νούμερό τους. Κατεβαίνει από το σκαμνί της και περπατάει μηχανικά προς τη σκηνή. Κανείς από το κοινό δε μαντεύει πως είναι εκείνη, η τρελή και παθιασμένη ζηλιάρα η οποία έρχεται να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με τον ερμηνευτή. Στέκεται στην άκρη της σκηνής και περιμένει την άφιξη του Ρενέ Ρισκέ. Οι λέξεις βγήκαν ταχύτατα, βίαιες. Το πεδίο οράσεώς της στένεψε και για είκοσι δευτερόλεπτα δε βλέπει παρά το στόμα του Ρενέ, προτεταμένο, τα γουρλωμένα μάτια της που παριστάνουν έκπληξη. Ακούει τα γέλια, τα πρώτα ακόρντα της κιθάρας και την αρχή του τραγουδιού. Ένας άνδρας την τραβά προς τα πίσω και τη βάζει να καθίσει στην άκρη του κοινού. Του λέει μπορείτε να με αφήσετε τώρα, με σφιγμένες ακόμα γροθιές. Γύρω της την κοιτούν εξεταστικά, παραξενεμένοι. Αδύνατον να παραμείνει ανάμεσα στα θαυμαστικά και πένθιμα αυτά βλέμματα. Αισθάνεται άδεια, σαν να το έζησε αυτό που μόλις παρέστησε. Γυρίζει στο 19

CÉLINE CURIOL μπαρ και παραγγέλνει κι άλλη βότκα με τόνικ. Παντού τώρα χύνεται η φωνή του Ρενέ, που είναι σαν μαριονέτα χωρίς σπάγκο κάτω από τα χρωματιστά φώτα. Τον φαντάζεται γυμνό κάτω από το μακιγιαρισμένο πρόσωπο, με το πέος προτεταμένο σαν οδυνηρή άρνηση του μαύρου περιγράμματος των ματιών. Φλερτάρει τους θεατές, αρσενικούς και θηλυκούς συλλήβδην. Επινοεί γι αυτούς ένα πρόσωπο ανέμελο και σαρκαστικό, ένα μεγάλο σαγηνευτή του ανθρωπίνου είδους, που σκύβει πάνω από το κενό χωρίς ποτέ να πέφτει. Γοητευμένο, το κοινό ζητάει κι άλλο, αλλά ο πρίγκιπας ισορροπιστής μένει ασυγκίνητος στις κολακείες και στρέφει την πλάτη του αξιοπρεπώς. Επανέρχεται στη σάλα την ώρα που αρχίζει το τελευταίο νούμερο πριν απ το διάλειμμα. Απλώνονται χέρια στο πέρασμά του, τον συγχαίρουν, τους χαρίζει βεβιασμένα χαμόγελα. Προσπαθεί να μην κοιτάζει προς το μέρος του. Θα μπορούσαν όλα να σταματήσουν εκεί, πόσο μάλλον που δε μοιάζει από τους τύπους που λένε ευχαριστώ. Αλλά έρχεται, όπως το είχε ελπίσει. Της δίνει ένα φιλί στο μάγουλο και παραγγέλνει δύο ποτήρια κάτω από το επίμονο βλέμμα του μπάρμαν, που φοβάται ότι θα τον σαγηνεύσει με την υπερβολική του προσοχή. Τσουγκρίζουν. Ανακάθεται στη θέση της, κοιτάζει λοξά τον Ρενέ, που τώρα καταλαβαίνει ότι βάλθηκε να παρατηρεί επίμονα τα στήθη της. Γιατί εμένα; Χαμογελά. Επειδή ήσουν απρόσμενη, γλυκιά μου. Η τελευταία λέξη την αγγίζει, και παρότι την πρόφερε μηχανικά, δεν μπορεί να μην αναγνωρίσει μέσα της ένα σημάδι τρυφερότητας. Θα έρθεις μαζί μου; Έβγαλε τα γυαλιά με την κίνηση ηθοποιού της σειράς σε ταινία δράσης. Έχει μόνο τα φωτεινά μάτια του τώρα, πολύ πιο ανθρώπινα από όλα τα υπόλοιπα, παιδικά και φοβισμένα, πολύ γλυκά για να μένουν ακάλυπτα. Η σιωπή της μεταμορφώνεται σε κατάφαση. Ο Ρενέ ξαναφορά τα γυαλιά του, κατεβάζει με μια γουλιά το περιεχόμενο του ποτηριού του και την παίρνει από το χέρι. Εκείνη αρπάζει τα πράγματά της και διακρίνει περνώντας το απογοητευμένο βλέμμα 20

Φωνή χωρίς ΗΧΟ του μπάρμαν. Δεν είναι πια σίγουρη για το αν κρατά το χέρι μιας φίλης ή ενός υποψήφιου εραστή. Στο σπίτι του δεν ξέρει τι θα κάνουν εξάλλου δε χρησιμοποίησε τον όρο σπίτι του. Περπατώντας είναι που συνειδητοποιεί ότι είναι μεθυσμένη. Το χέρι την οδηγεί ανάμεσα σε πάλλοντα κορμιά, στημένα μέσα στο στούντιο, διασχίζοντας την πλακοστρωμένη αυλή, κρύα και έρημη. Πολλοί λίγοι άνθρωποι στο δρόμο, πρέπει να είναι αργά. Σταματούν στην άκρη του πεζοδρομίου για να βρουν ταξί. Προσοχή, να μην αφήσει την ακινησία να παραχωρήσει πολύ χώρο στη σκέψη να τολμήσει, να μην υποχωρήσει. Η εικόνα εκείνου, κοιμισμένου δίπλα στον απαλό ώμο της Ανζ την αγγίζει για λίγο, ύστερα διαλύεται στη ζελατινώδη μάζα του εγκεφάλου της. Το αυτοκίνητο τρέχει. Δε θυμάται πότε μπήκε μέσα. Το αυτοκίνητο κυλά ανάμεσα στις προσόψεις με τα σκοτεινά παράθυρα. Κύματα κύματα το πορτοκαλί φως από τις δημόσιες λάμπες σκαρφαλώνει στο παρμπρίζ πριν φύγει προς τα πάνω. Το καθρεφτάκι πλαισιώνει το προσεχτικό βλέμμα του οδηγού άλλα οχήματα τους προσπερνάνε. Μισάνοιξε το τζάμι, ο καθαρός αέρας τη βοηθά να ξεμεθύσει λίγο. Ο Ρενέ της μιλά με μεγάλες χειρονομίες, γυρίζοντας κάθε τόσο το κεφάλι προς το μέρος της. Και πια δεν της φαίνεται ούτε μυστηριώδης, ούτε γοητευτικός, μάλλον εντελώς άσχετος με εκείνη. Αδιαφορεί απολύτως για ό,τι της λέει κι αφήνει τα λόγια του να σβήσουν χωρίς να συγκρατήσει λέξη. Τώρα ξέρει ότι δε χρειάζεται να τον παρακολουθεί, απλώς να τον ακολουθεί. Υπάρχει πολύς αέρας ανάμεσά τους, καταλαβαίνει, και τα δεμένα χέρια τους δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι αυτό. Ο καθένας από τους δύο συνειδητοποιεί ότι δε χρειάζεται τον άλλον. Η παρουσία της στο ταξί αυτό δίπλα σε έναν επίτιμο τραβεστί, καθ οδόν προς άγνωστη κατεύθυνση, πώς χαρακτηρίζεται; Μη καθωσπρέπει; Ανώφελη; Σκέφτεται με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εξαφανιστεί. Να ζητήσει να σταματήσει το αυτοκίνητο, να τραυλίσει μιαν εξήγηση και να αγνοήσει το προσβεβλημένο βλέμμα του Ρενέ. 21