ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912-1967 ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ



Σχετικά έγγραφα
Δήμος Θεσσαλονίκης: «Γνωρίζω και Μαθαίνω την Πόλη μου» Πέμπτη, 08 Νοέμβριος :32

Αρχιτεκτονική είναι η τέχνη της «ικανοποίησης των ανθρωπίνων αναγκών στο χώρο μέσω σχεδιασμού μεθόδων και υλικών κατασκευών».

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ( ) Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΕΣ ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ: ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΟΡΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. που γέννησες και ανάθρεψες τους γονείς και τους παππούδες μας.

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )


Ιστορία της πόλης και της πολεοδομίας

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Α. Δράσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Πάφος 2017»

Προσεγγίσεις στην Τοπική Εκπαιδευτική Ιστορία: Σχολεία και εκπαιδευτικοί της Θεσσαλονίκης. Ενότητα 1 η : Εισαγωγικά

Λαυρεντία Γρηγοριάδου Γαβουχίδου Δανάη Καλφόπουλος θωμάς Τριπολιτσιώτης Στέργιος Τσιγκροσβίλι Γιάννης

Το ρωμαϊκό κράτος κλονίζεται

Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Εκλεκτισµός & Μοντερνίστικες Τάσεις

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Η Στέγη ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη

Το Καστρί, μέχρι το 1960 ονομαζόταν Άγιος Νικόλαος και ήταν το μεγαλύτερο από τα Καστριτοχώρια.

«Η θάλασσα μάς ταξιδεύει» The sea travels us e-twinning project Έλληνες ζωγράφοι. Της Μπιλιούρη Αργυρής. (19 ου -20 ου αιώνα)

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Β2. β) Πρώτα απ όλα: Αρχικά παράλληλα: ταυτόχρονα εξάλλου: άλλωστε

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ 9. "Χαλκίδα - Ιστορική Εξέλιξη και Σύγχρονα Ζητήματα Σχεδιασμού"

334 Παιδαγωγικό Δημοτικής Εκπαίδευσης Δυτ. Μακεδονίας (Φλώρινα)

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΣΥΝΟΛΑ ΚΑΙ ΚΤΙΡΙΑ

H πόλη των Κορινθίων εποίκων και το λιµάνι τους, καθώς και τα αρχαιολογικά ίχνη όλων των προηγούµενων από αυτούς πολιτισµούς,

ΤΕΛΛΟΓΛΕΙΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΕΧΝΩΝ Α.Π.Θ ΓΙΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΕΚΘΕΣΗΣ

ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Μάθημα 2Σ6 01. ΔΙΔΑΣΚΟΝΤΕΣ: Ελένη ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόρης ΚΑΥΚΑΛΑΣ Χ Ε Ι Μ Ε Ρ Ι Ν Ο Ε Ξ Α Μ Η Ν Ο

Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα

Ο ΔΗΜΟΣ ΝΟΤΙΑΣ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΟ ΔΗΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

Θεσμοί Εκπαίδευσης του Οικουμενικού Ελληνισμού: «Τα ιστορικά σχολεία» Μπούντα Ελένη, Σχολική Σύμβουλος

Έρευνα για τον πολιτισμό στην Αθήνα Βασικά συμπεράσματα

Η Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Φυσιογνωμία της Θεσσαλονίκης Ονόματα Ομάδων: 1. Μικροί Πράκτορες 2. LaCta 3. Αλλοδαποί 4. Η Συμμορία των 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ ΚΑΙ ΣΧΕΔΪΩΝ ΕΕΑΓΩΓΗ 1

Περπατώντας στην ªÂÛ ÈˆÓÈÎ fiïë

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Α.Π.Θ. Α.Π.Θ. Διά Βίου Μάθησης. Μάθησης. Ποίηση και Θέατρο Αρχαία Ελλάδα

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΜΕΛΕΤΩΝ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΑΙΜΟΥ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ. Ονομασία Φορέα: ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΦΙΛΙΠΠΩΝ - ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ - ΘΑΣΟΥ - ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ - ΚΑΒΑΛΑ

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

ΓΕΛ ΑΛΙΑΡΤΟΥ Σχ. Έτος ΟΜΑΔΑ: Κατερίνα Αραπίτσα Κατερίνα Βίτση Ειρήνη Γκραμόζι Σοφία Ντασιώτη

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ (ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΡΝΑΓΙΟΥ) ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ

Θέμα εισήγησης : «Το Τραμπάντζειο Γυμνάσιο Σιάτιστας και η προσφορά του»

Η διαπολιτισμική διάσταση των φιλολογικών βιβλίων του Γυμνασίου: διδακτικές προσεγγίσεις

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

α. Βασίλειο πόλεις-κράτη ομοσπονδιακά κράτη συμπολιτείες Η διάσπαση του κράτους του Μ. Αλεξάνδρου (σελ ) απελευθερωτικοί αγώνες εξεγέρσεις

«ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»

ΛΥΚΕΙΟ ΣΟΛΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 2009 ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΑΞΗ: Β ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 26 Μαΐου 2009 ΩΡΑ: 07:45-10:15

Η Στρατιά της Ανατολής ζωγραφίζει τη Θεσσαλονίκη

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ. Της Μαρίας Αποστόλα

Ένα εξαιρετικό και αποκαλυπτικό βιβλίο για την Μονή Βατοπαιδίου και την Λίμνη Βιστωνίδα!

Η Ελλάδα από το 1914 ως το 1924

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΛΙΤΟΧΩΡΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΜΟΛΑΩΝ

Εικόνες από τη Σαλαμίνα. Photo Album. by Πρίμπας Γεώργιος. Γιώργος Πρίμπας

Ενότητα 12 - Η ωρίμανση της βιομηχανικής επανάστασης

ΣΤΟΡΙΑ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΠΡΟΤΥΠΟ 4 ΗΣ ΓΡΑΠΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΠ 12, ΘΕΜΑ:

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΩΣ ΜΟΡΦΟΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

185 Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης Ιωαννίνων

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ «ΕΒΡΑΙΚΟΙ ΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ»

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η Αμμόχωστος (λατινικά: Famagusta, τούρκικα: Gazimağusa), είναι πόλη στην Κύπρο και βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, στον κόλπο που φέρει και

Τμήμα Α7. Ανακαλύπτοντας τον κρυμμένο αρχιτεκτονικό θησαυρό της γειτονιάς μας

n o 816 THE PRIVATE HOUSE. Κομψότητα νέας γενιάς στην καρδιά της Αθήνας

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

Η ΕΥΡΩΠΗ ΤΟ 17 ο ΚΑΙ 18 ο ΑΙΩΝΑ

Βλ. σχετικά στο έγγραφο Φ.3/1105/141440/ Δ1/ , άρθρα 18 και 25

ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ, ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ Α.Ε.

Τοσίτσα 13, Αθήνα, Τηλ.: , Fax: , e-m a i l : b o o k s e k b. gr, www. s e k b.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υφιστάμενη Κατάσταση και Προοπτικές

Κεφάλαιο 8. Ο Ρήγας Βελεστινλής και ο Αδαµάντιος Κοραής

Βυζαντινά Μνημεία της Θεσσαλονίκης

Η Πόλη έξω από τα Â Ë

Νεοελληνικός Πολιτισμός

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΕΥΕΞΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

«Οι Σπουδές στην Αρχιτεκτονική»

Ιστορία της Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Το παράδειγμα των Φιλοσοφικών Σχολών

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

ελιές, παστά ψάρια, και σπάνια από κρέας, κυρίως στην Αθήνα.

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΦΙΛΑΝΑΓΝΩΣΙΑΣ

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας (Οικονομία 19 ος -20 ος αιώνας)

ΜΑΘΗΜΑ ΠΡΟΤΖΕΚΤ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Οι Άγιοι της Θεσσαλονίκης.

«ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΣΦΑΓΕΙΩΝ, ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΑΙΘΟΥΣΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΧΡΗΣΕΩΝ»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΑΚΤΙΚΑ ΜΕΛΗ

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ. Συντροφιά με την Κιθάρα ΕΚΔΟΣΗ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

ΒΟΓΛΗΣ ΠΟΛΥΜΕΡΗΣ. Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Transcript:

ΚΙΛΕΣΟΠΟΥΛΟΥ ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912-1 (ΤΟΜΟΣ Α ) ΤΟΜΕΑΣ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΙΛΕΣΟΠΟΥΛΟΥ Ιστορικός της Τέχνης ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912-1967 ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΙΛΕΣΟΠΟΥΛΟΥ ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912-1967 ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΟΜΟΣ Α ΚΕΙΜΕΝΟ Υποβλήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Τομέας: Ιστορία της Τέχνης Ημερομηνία Προφορικής Εξέτασης: Εξεταστική Επιτροπή Ονοματεπώνυμα της τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα Ηλίας Μυκονιάτης Αλκιβιάδης Χαραλαμπίδης Ονοματεπώνυμα μελών ΔΕΠ εξεταστών Παύλος Καϊμάκης Χρήστος Καράογλου Ιάκωβος Μιχαηλίδης Μίλτος Παπανικολάου

Αικατερίνη Κιλεσοπούλου Α.Π.Θ. ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1912-1967 ISBN: 978-960-930085-8 Η έγκριση της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωμών του συγγραφέως (Ν. 5343/1932, άρθρο 202, παρ. 2)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... Ο ΟΡΟΣ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ... Διαχρονικά χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης... Στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης... Η ελληνική κοινότητα... Η εβραϊκή κοινότητα... Η τουρκική κοινότητα... Οι άλλες εθνότητες... Κοινωνικές αλληλεπιδράσεις... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Η ΠΟΛΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ... Βαλκανικοί πόλεμοι... Εικαστικές μαρτυρίες των Βαλκανικών πολέμων... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΖΩΗΣ... Εικαστικές Τέχνες... Μουσική... Θέατρο... Ιδεολογικές ζυμώσεις... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ Α ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ... Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης... Το κίνημα της εθνικής άμυνας... Η πόλη στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο μέσα από το βλέμμα των ζωγράφων... Η καλλιτεχνική κίνηση κατά τη διάρκεια του Α Παγκοσμίου Πολέμου Ο ημερήσιος και περιοδικός τύπος, τα ημερολόγια... Η πυρκαγιά του 1917 και η οικοδομική ανασύσταση της πόλης... Το τέλος του Α Παγκοσμίου Πολέμου... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΣ (1920-1939)... Η Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου... Η ίδρυση του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης... σελ. 7-9 10-11 12 12-13 13-19 19-24 24-27 27-28 28-31 31-32 33 33-35 35-39 40 40-46 46-48 48-49 49-50 51 51-52 52-53 53-60 60-62 62-64 64-68 68-69 70 70-78 78-82

6 Η Διεθνής Έκθεση... Η γοητεία του κινηματογράφου... Η αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου: από τον ανανεωμένο εκλεκτικισμό στο μοντερνισμό... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ Οι Εικαστικές Τέχνες στην περίοδο του Μεσοπολέμου... Πρώτη δεκαετία του Μεσοπολέμου... Δεύτερη δεκαετία του Μεσοπολέμου... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ Η πορεία από το χρονογράφημα στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες» - Λογοτεχνικά στέκια... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η Η μουσική ζωή κατά την περίοδο του μεσοπολέμου... Το θέατρο στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ ΚΑΤΟΧΗ-ΕΜΦΥΛΙΟΣ (1940-1949)... Η ζωή στην πόλη κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής... Οι Εικαστικές Τέχνες κατά την περίοδο 1940-1949... Περιοδικά - λογοτεχνία κατά την περίοδο 1940-49... Η Μουσική κατά την περίοδο 1940-49... Το Θέατρο κατά την περίοδο 1940-49... ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ... Η Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο 1950-1967... Η μεταμόρφωση της πόλης... ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ ΟΙ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1950-1967... Γενικά χαρακτηριστικά της εικαστικής κίνησης... Η εικαστική κίνηση κατά τη δεκαετία του 50... Οι Εικαστικές Τέχνες 1960-1967... Λογοτεχνία - Περιοδικά κατά την περίοδο 1950-1967... Η Μουσική κατά την περίοδο 1950-1967... Το Θέατρο κατά την περίοδο 1950-1967... Η ακαταμάχητη μαγεία του Κινηματογράφου κατά την περίοδο 1950-1967... ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΟΝΟΜΑΤΩΝ... 82-84 84-85 86-89 90 91-107 107-136 137-147 148-153 153-156 157 157-165 165-193 193-201 201-203 204-208 209 209-212 212-216 217 217-220 221-277 277-304 304-311 311-316 316-323 323-327 328-332 333-343 345-350

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα εργασία αποσκοπεί στην εξερεύνηση της πορείας των εικαστικών τεχνών εκ παραλλήλου με αυτήν των άλλων τεχνών στη διάρκεια της πιο πολυκύμαντης περιόδου της νεότερης ιστορίας της Θεσσαλονίκης, για τους προφανείς λόγους των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων. Εξετάζει επίσης τους τρόπους με τους οποίους οι Καλές Τέχνες διαμορφώθηκαν και αναπτύχθηκαν μέσα στις γενικότερες και ειδικότερες φυλετικές, εθνικές, πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις, στον στρόβιλο των γεγονότων που υπονόμευαν την ίδια την οντότητα της πόλης, αλλά και της Ελλάδας, μέχρι τουλάχιστον το τέλος του Εμφυλίου, τη στιγμή που ο μοντερνισμός είχε σχεδόν ολοκληρώσει τον κύκλο τόσο των ανατροπών όσο και των αναζητήσεών του στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η Θεσσαλονίκη, άλλοτε συμβασιλεύουσα, άλλοτε επαρχία, και καμιά φορά ξεγραμμένη από τον χάρτη των καλλιτεχνικών δρώμενων, όφειλε να βρει μόνη της τις διεξόδους από το τέλμα ώστε να ξαναποκτήσει τη χαμένη της ταυτότητα και, επιπλέον, να δώσει το δικό της στίγμα στον πολιτισμό. Η τέχνη βέβαια δεν δημιουργείται μέσα σε θερμοκήπιο, το αντίθετο, συχνά λειτουργεί αντιστικτικά ως προς τον εξωτερικό ζόφο, με αποτελέσματα θαυμαστά. Δεν βαίνει οπωσδήποτε παράλληλα προς τα οποιαδήποτε εξωτερικά γεγονότα, μα ούτε και ερήμην τους. Επειδή όμως, όπως επισημαίνει ο Gobrich όσο περισσότερες γενικότητες εκφέρουμε για την τέχνη τόσο πιθανότερο είναι να πάρουμε στραβό δρόμο, επιχειρώ ακριβώς να εκθέσω βήμα προς βήμα την περιπέτεια των τεχνών στη Θεσσαλονίκη από την απελευθέρωση το 1912 έως το 1967, τη στιγμή που ανοίγει ένα ακόμη σκοτεινό κεφάλαιο για την Ελλάδα. Η ίδια η ιστορία της πόλης αλλά και εν μέρει η μικροϊστορία της, που από κοινού συνέθεταν την καθημερινότητα μέσα στην οποία ζούσαν ή από την οποία προσπαθούσαν να αποδράσουν οι καλλιτέχνες της, κρίθηκε ότι έπρεπε να έχουν τη θέση τους, όπως επίσης οι σχέσεις που ανέπτυξαν μεταξύ τους και οι αλληλεπιδράσεις που προέκυψαν απ αυτές. Η αναφορά σε ήσσονες δημιουργούς, έγινε στο βαθμό που η παρουσία τους προσέλκυε τα φώτα της δημοσιότητας, σε βάρος των καλλιτεχνών αυθεντικής έκφρασης. Ήταν απαραίτητη η κατά το μάλλον ή ήττον γραμμική, χρονολογική παρακολούθηση των γεγονότων, πάντοτε με αξιοκρατικά κριτήρια και μέσω της δημόσιας παρουσίασης των εικαστικών τεχνών, διότι κατευθύνει ορθολογικά την πληθώρα του υλικού, συνάδει με τον ιστορικό χαρακτήρα της μελέτης και ταυτόχρονα δίνει εξακολουθητικά το σφυγμό της ανταπόκρισης του κοινού, το γούστο του οποίου δεν ήταν αμελητέος παράγοντας στις θεματολογικές και στυλιστικές επιλογές των καλλιτεχνών. Η άμεση επαφή που είχα με τους περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους της Θεσσαλονίκης για τις ανάγκες της μεταπτυχιακής μου εργα-

8 σίας «Ο ζωγράφος Νίκος Φωτάκις», αλλά και οι επανειλημμένες μονογραφικές εκθέσεις που οργάνωσα ως έφορος της Δημοτικής Πινακοθήκης Θεσσαλονίκης, άνοιξαν ευρύτερους χώρους για έρευνα που επιδίωκε τη συνθετική και ολοκληρωμένη εποπτεία, κυρίως των πρώτων ετών της αδιαμόρφωτης καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής της πόλης. Την ιστορία της βρίσκουμε διασπαρμένη σε σημειώματα, κριτικές, διηγήσεις, επενδυμένη συχνά την αχλή του χρόνου, και μερικές φορές του «μύθου». Η έλλειψη μονογραφιών για πολλούς θεσσαλονικείς και μη καλλιτέχνες, η εύρεση έργων, οι αλληλοαναιρούμενες προφορικές μαρτυρίες, οι καλλιτεχνικές αντιπαραθέσεις, η αποσιώπηση γεγονότων και η μετάβαση από το γενικό καλλιτεχνικό κλίμα στο ειδικό και προσωπικό, αποτέλεσαν τις κυριότερες δυσκολίες της έρευνας. Οι κατάλογοι που συνόδευαν τις κατά καιρούς αναδρομικές εκθέσεις συνιστούσαν ένα πρώτο βοήθημα στον εντοπισμό των έργων και στον καθορισμό της πορείας των καλλιτεχνών, αλλά ταυτόχρονα και το σκόπελο στην έρευνα λόγω των αποσπασματικών, συγκατανευτικών και συνήθως υμνητικών σχολίων που επέβαλε ο τιμητικός τους χαρακτήρας. Η βαρύτητα των ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν τη φυσιογνωμία της πόλης, αλλά και τη ζωή των καλλιτεχνών, υποχρεώνει σε περιοδολόγηση που βασίζεται κυρίως σε αυτά και λιγότερο στα καλλιτεχνικά, τα οποία χαρακτηρίζονταν από ασυνέχειες, κενά και οπισθοδρομήσεις, με αποτέλεσμα οι οριοθετήσεις τους να είναι δευτερεύουσας σημασίας. Οι δύο βασικές πηγές άντλησης υλικού, γραπτές και προφορικές, αποδείχτηκαν προβληματικές. Το ομόχρονο υλικό της υποδοχής του καλλιτεχνικού έργου, συμβάλλοντας ελάχιστα ήδη κατά την εποχή του στην κριτική αποτίμησή του, δυσχέραινε τη διασάφηση των αισθητικών αντιλήψεων που επικρατούσαν ή επιδιωκόταν να επιβληθούν. Άλλωστε, ο ευρύτερος αισθητικός λόγος για την τέχνη μόλις που διαμορφωνόταν εκείνη την περίοδο. Οι προφορικές μαρτυρίες από τον συγγενικό και φιλικό περίγυρο των εκλιπόντων καλλιτεχνών, αφενός δεν παρείχαν αδιάσειστα στοιχεία, αφετέρου αναπόφευκτα διέπονταν από τον ιδιαίτερο διαπροσωπικό χαρακτήρα των σχέσεων. Ενώ η ζωντανή επαφή με τους δημιουργούς, όχι σπάνια γοητευτική, έδινε τις αμεσότερες πληροφορίες για τις καλλιτεχνικές τους προθέσεις, τις περί την τέχνη απόψεις τους και την περιρρέουσα καλλιτεχνική ατμόσφαιρα. Εν τούτοις ήταν τα ίδια τα έργα εκείνα που ομολογούσαν από μόνα τους για το κατά πόσο η γνησιότητά τους αντικατόπτριζε τις θέσεις των δημιουργών τους. Έτσι, οι αποτιμήσεις προήλθαν από τη ζωντανή επαφή με τα έργα, όσα βέβαια ήταν δυνατό να ε- ντοπισθούν, σε δημόσιες και μικρές, περιστασιακά συγκροτημένες ιδιωτικές συλλογές, διότι καταβλήθηκε προσπάθεια να εικονογραφείται ό,τι σχολιάζεται, να αποφεύγονται οι περιγραφές έργων και να υπογραμμίζονται τα κύρια χαρακτηριστικά του ύφους. Επιδιώχθηκε η εξισορροπημένη επεξεργασία των δεδομένων, με έμφαση στις τομές που προήλθαν είτε από έναν θεσμό, είτε από την προσωπική εικαστική συνεισφορά στην εξέλιξη της τέχνης, δίχως όμως να παραληφθεί να υπογραμμισθεί η υ-

ποτονική καλλιτεχνική ατμόσφαιρα της πόλης, οφειλόμενη ουσιαστικά σε εξωγενείς παράγοντες, κυρίως στις παραλείψεις της κρατικής μέριμνας και στην αγνόηση των αναγκών της πνευματικής ζωής. Οι παλινδρομήσεις, η ακμή, η στασιμότητα ή και παρακμή του παραγόμενου έργου, εξετάστηκε σε σχέση με τις ιδιότυπες συνθήκες διαμόρφωσης και λειτουργίας του αστικού χώρου. Με αυτό τον τρόπο, δόθηκαν α- παντήσεις σε ερωτήματα που εκκρεμούσαν μέσα από την έως τώρα, λίγο έως πολύ, επιμερισμένη θεώρηση του καλλιτεχνικού φαινομένου, την τάση να απαλείφονται αιχμηρές αντινομίες και να δίνεται μια εξωραϊσμένη εικόνα, φαινόμενο όχι σπάνιο σε κοινωνίες που διακατέχονται από δικαιολογημένη ή μη ανασφάλεια. Η εικόνα που προκύπτει από την παρελθούσα καλλιτεχνική ζωή της Θεσσαλονίκης δεν διεκδικεί την καταληκτική καταγραφή της, καθώς είναι βέβαιο ότι η γνώση μας για την ιστορία είναι πάντοτε ατελής. Παραμένει ωστόσο μια εκδοχή στο μέτρο της προσωπικής μου γνώσης του αντικειμένου, με την επιδίωξη να είναι όσο το δυνατό περισσότερο αντικειμενική. 9

Ο ΟΡΟΣ ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ Καθιερωμένος από το 18 ο αιώνα ο όρος Καλές Τέχνες επιλέχθηκε στην προκειμένη περίπτωση, αντί του όρου Εικαστικές Τέχνες, επειδή κατά τη γνώμη μου προσιδιάζει περισσότερο στον χαρακτήρα της έρευνας που είναι στραμμένη προς το παρελθόν, έστω και το αρκετά πρόσφατο. Παρόλο που για αναφορές στη μοντέρνα τέχνη, λειτουργεί μάλλον αδόκιμα και αναχρονιστικά, είναι ενδεικτικό ότι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως κλασική ονομασία για τις πανεπιστημιακές σχολές αυτού του τομέα. Οι εικαστικές τέχνες εξετάζονται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των τεχνών αρχιτεκτονικής, λογοτεχνίας, μουσικής, θεάτρου, κινηματογράφου, διότι εκτός από τις αλληλεπιδράσεις που παρατηρήθηκαν, η ποιοτική αναβάθμιση και η δημιουργία θεσμών που υποστήριζαν μια από αυτές, αντανακλούσε στις άλλες, ωθώντας στην ειδική αλλά και γενικότερη εξέλιξη, στη διαμόρφωση αισθητικών τάσεων και κριτηρίων. Όπως δεν νοείται μια συμβατικά ταξινομημένη και περιορισμένη στα εαυτής μορφή τέχνης, ξεκομμένη από τα ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, κατά τον ίδιο τρόπο δεν κατανοούνται οι εικαστικές τέχνες δίχως το συσχετισμό τους με τις διαφορετικές, ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο εκφραστικό μέσο, τέχνες. Άλλωστε, οι περισσότεροι από τους καλλιτέχνες που έζησαν και έδρασαν στην πόλη, διέθεταν πλούσια παιδεία απλωμένη σε πολλούς τομείς και αρκετοί επιδόθηκαν σε περισσότερες από μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης. Σχετικά με τη χρήση και το νόημα του όρου καλές τέχνες θεωρώ αναγκαίο να κάνω ορισμένες ιστορικές υπομνήσεις. Ο αβάς Charles Batteux ήταν ίσως ο πρώτος που τον χρησιμοποίησε το 1746, χαρακτηρίζοντας τις beaux arts ως ειδική κατηγορία, με αφορμή τη διατύπωση της θεωρίας του περί αναγωγής των τεχνών σε μια μόνο αρχή 1 που ήταν η μίμηση της ωραίας φύσης. Ο Batteux περιελάμβανε στις καλές τέχνες την ποίηση, τη ζωγραφική, τη μουσική, τη γλυπτική, τον χορό και η θεωρία του, άσχετα με την ορθότητά της, είχε μεγάλη απήχηση διότι ανταποκρινόταν στο αίτημα της εποχής του Διαφωτισμού για την καθιέρωση του νέου ιδεώδους της γνώσης, για την κυριαρχία της raison στην επανεξέταση και τον καθορισμό της επιστήμης και της τέχνης, βάσει αναλυτικών μεθόδων που δανείζονται από τον Isaac Newton (1643-1727). Άλλωστε τότε η συστηματική έρευνα, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και μέσα από ερωτήματα σχετικά με την αυθεντικότητα, τα σταθερά χαρακτηριστικά και την ουσία της τέχνης, οδηγεί στη δημιουργία του ιδιαίτερου εκείνου τομέα της φιλοσοφίας, την Αισθητική, που η ονομασία της εμφανίζεται για πρώτη φορά στα γραπτά του Baumgarter 2. Το 1751, χρονιά της έκδοσης του α τόμου 1. Πρόκειται για το βιβλίο του Les beaux arts réduits à un même principe, Παρίσι 1746. 2. Στα έργα του Σκέψεις για την ποίηση, 1735 και Aesthetica, 1750-1758, ο Alexander Gottlieb

11 της Εγκυκλοπαίδειας, το ζήτημα των τεχνών, οι διακρίσεις τους, οι κατηγορίες τους, οι μεταξύ τους σχέσεις, βρίσκονταν ακόμη σε εκκρεμότητα. Πάντως, βελτιωμένη εκδοχή του συστήματος του Batteux χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικό πλαίσιο στα σχετικά άρθρα της Encyclopédie ou dictionnaire raisoné des sciences, des arts et de métiers, σύμφωνα με την εισαγωγική δήλωση του D Alembert. Ως συντάκτης του προλόγου (Discours préliminaire) του α τόμου, ο D Alembert (1717-1783) έχοντας στο πρώτο μέρος συνοψίσει σε μια ενοποιημένη θεώρηση τις εξελίξεις και τις σχέσεις των διαφόρων κλάδων της σύγχρονης γνώσης, στο δεύτερο μέρος ασχολήθηκε με την ιστορική πορεία των πνευματικών θεμάτων από την Αναγέννηση και μετά. Ο Denis Diderot 3 στο άρθρο του για την τέχνη στην Εγκυκλοπαίδεια συνέχιζε να διατηρεί τον παλιό, μεσαιωνικό 4 διαχωρισμό των τεχνών σε ελεύθερες (Artes Liberales) και μηχανικές (Artes Mechanicae), περιλαμβάνοντας στις τελευταίες όσες αφορούσαν την καλλιτεχνική έκφραση, αλλά την ίδια χρονιά ο D Alembert στην εισαγωγή του στην Εγκυκλοπαίδεια χρησιμοποίησε τον όρο Καλές Τέχνες, αριθμώντας ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική, μουσική και ποίηση. Το θέμα των ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ των «οπτικών», εικαστικών τεχνών και των τεχνών του λόγου απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους 5 έως το τέλος του αιώνα. Το 1793 o Friedrich von Schiller 6 σ ένα γράμμα του στον Körner, με τον αφορισμό του η τέχνη είναι εκείνη που θέτει τους δικούς της νόμους, υποδεικνύει την ανάγκη εμβάθυνσης στις ιδιαιτερότητες της τέχνης, γενικά αλλά και κατά τομείς, τονίζοντας τη μοναδικότητα των νόμων που τη διέπουν. Το γεγονός ότι μέχρι την εποχή μας έχουν προταθεί διάφορες διαιρέσεις των τεχνών Ωραίες και Πρακτικές, Υψηλές και Χαμηλές, Καλές και Εφαρμοσμένες αποδεικνύει τον προβληματισμό και τη δυσκολία που υπάρχει για τον ακριβή καθορισμό των ορίων της τέχνης, που οφείλεται όχι μόνο στις μορφολογικές, τεχνικές, πνευματικές διαφοροποιήσεις αλλά και στις ποιοτικές, αφού όπως σημειώνει ο Χρ. Χρήστου 7, ούτε όλα τα έργα των Καλών Τεχνών είναι πραγματικά έργα τέχνης, ούτε αυτά των εφαρμοσμένων ασήμαντες, χωρίς περιεχόμενο πραγματώσεις. Baumgarter με αφετηρία την ποίηση αλλά και αρχές που εφαρμόζονται και στις άλλες τέχνες, δημιουργεί την αισθητική του θεωρία. 3. Περισσότερα βλ. Κ. Κιλεσοπούλου, «Ο Diderot σαν τεχνοκριτικός», περ. Ο Παρατηρητής, τεύχ. 15-16, Φεβρουάριος-Ιούνιος 1990, σσ. 163-172 (σύνοψη ομώνυμης μεταπτυχιακής εργασίας στην Ιστορία της Φιλοσοφίας, καθηγ. Αυγ. Μπαγιόνας, Α.Π.Θ. 1985). 4. Βλ. Χρ. Χρήστου, Εισαγωγή στην τέχνη (Αρχιτεκτονική-Πλαστική), Αθήνα 1987, σ. 37. 5. Περισσότερα βλ. Κ. Κιλεσοπούλου «Αισθητικά θέματα και πορεία της τέχνης κατά τον 18 ο αιώνα», περ. Πρατήριο Τέχνης, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 6-8, τ. 3. 6. Ο ποιητής Fr. Schiller (1759-1805) κατά το χρονικό διάστημα 1792-1796 ασχολήθηκε ιδιαίτερα με αισθητικά θέματα σε μια σειρά δοκιμίων από τα οποία ξεχωρίζουν οι «Επιστολές για την αισθητική διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου» (1793-1795), θέτοντας για πρώτη φορά καίρια ζητήματα όπως ο απώτερος ρόλος της τέχνης στη ζωή και τον πολιτισμό, η κοινωνιολογική της διάσταση. 7. Ό.π. σημ. 4, σ. 41.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Η ΙΔΙΟΤΥΠΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ Διαχρονικά χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης Η Θεσσαλονίκη, υποταγμένη την 29 η Μαρτίου του 1430 στον τουρκικό ζυγό, 23 χρόνια πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, πορεύτηκε μ έναν αργόσυρτο ρυθμό ζωής 482 χρόνων διαφοροποιημένο μόνον από τα μέσα του 19 ου αιώνα έως την απελευθέρωσή της, την 26 η Οκτωβρίου του 1912. Οι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις Τανζιμάτ 8 (1839-1877), η χορήγηση ισοπολιτείας με το Χαττ-ι-Χουμαγιούν 9 το 1856 και η εφαρμογή των «Γενικών Κανονισμών» από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (1860-1862), συνετέλεσαν στην απαρχή της οικονομικής και εκπαιδευτικής αναβάθμισης της ελληνικής κοινότητας της τρίτης κατά σειρά μετά την εβραϊκή και τη μουσουλμανική από δημογραφική άποψη και στη σταδιακή ανάπτυξη της πόλης. Η Θεσσαλονίκη στις αρχές πλέον του 20 ού αιώνα, θεωρείται η κύρια έδρα του διαμετακομιστικού εμπορίου της Βαλκανικής, ο σημαντικότερος χώρος διείσδυσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, πόλη συντονιστής της ευρωπαϊκής ηγεμονίας μέσα στην καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, πόληπρακτορείο, ville comptoire, κοσμοπολίτικο κέντρο. Εκτός από την αξιοζήλευτη στρατηγικά γεωγραφική της θέση, σηματοδοτούμενη με οχυρωματικά έργα, αδιάπτωτη λειτουργία του λιμανιού και χερσαίες επικοινωνιακές διεξόδους προς την ενδοχώρα, ως κομβικό σημείο επαφής Ανατολής-Δύσης, η Θεσσαλονίκη αποδείχθηκε ότι διαθέτει ορισμένα σπάνια, σταθερά χαρακτηριστικά 10 που της εξασφάλισαν διαχρονικά, παρά τις εκάστοτε δραματικές, ιστορικές μεταβολές, μακροβιότητα και ιδιομορφία. Συνοψίζοντάς τα σε τρία, τα χαρακτηριστικά αυτά είναι: α) Συνεχής παρουσία της με τη μορφή πόλης από την ίδρυσή της (297 π.χ.) ως τις μέρες μας, β) Η μητροπολιτική της λειτουργία, από διοικητική, οικονομική 8. Πρόκειται για διοικητικές μεταρρυθμίσεις που στόχευαν στον εξευρωπαϊσμό του τουρκικού κράτους, στη δημιουργία τακτικού στρατού και την εξάλειψη των γενίτσαρων. 9. Η προστασία των εθνικών μειονοτήτων που προέκυπτε από το Χάττ-ι-Χουμαγιούν ευνόησε την εθνική αφύπνιση και την οικονομική άνθιση της ελληνικής κοινότητας, η οποία μετά την υπογραφή της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους (1830) όρισε τον πρώτο της πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, Θεόδωρο Βαλλιάνο. 10. Βλ. D. A. Fatouros, Thessaloniki current tendencies in painting, and contemporary art in an environment of tradition, Thessaloniki 1962, σ. 5 περ. Ι. Κ. Χασιώτης, «Η πρώτη μετά την πρώτην: Αναζητώντας διαχρονικά χαρακτηριστικά και τομές στην ιστορία της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη, Ιστορία και Πολιτισμός, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 11-43.

13 και πολιτιστική άποψη, επί μακρά χρονικά διαστήματα, η οποία όμως δεν της χάρισε, εκτός από τη σύντομη περίοδο 1916-1917 του πατριωτικού κινήματος της Εθνικής Άμυνας, πρωταγωνιστικό ρόλο, γεγονός που την επιβάρυνε μάλλον παρά την διευκόλυνε να φέρει τον τίτλο της συμπρωτεύουσας, γ) Η κοσμοπολίτικη φυσιογνωμία της που με το διαμεσολαβητικό της ρόλο ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς, ώθησε την κοινωνία σε νεοτερικές τάσεις και σε φιλελεύθερες επιλογές. Όλες αυτές οι ιδιομορφίες επεφύλαξαν στην πόλη έναν εξίσου ιδιότυπο τρόπο ανάδειξής της σε «μήλο της έριδος» των Βαλκανικών λαών και των ευρωπαϊκών Μεγάλων Δυνάμεων, έτσι ώστε άλλοτε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον τους και άλλοτε να αφήνεται στη λήθη. Αναλογικά οι ίδιες διακυμάνσεις ενδιαφέροντος με τη μορφή, σ αυτή την περίπτωση, κρατικής μέριμνας και οικονομικής στήριξης, παρατηρείται και στο εσωτερικό, στη σχέση της με την Αθήνα, γεγονός που διαχρονικά συντήρησε τον ανταγωνισμό και την πόλωση μεταξύ πρώτης και δεύτερης πόλης. Πάντως για μια μεγάλη περίοδο που φθάνει μέχρι το τέλος του εμφυλίου, η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο επίκεντρο κοσμοϊστορικών ανακατατάξεων, που σε πνευματικό επίπεδο αφυπνίζουν συνειδήσεις, ωριμάζουν εκφράσεις, οξύνουν ευαισθησίες, συσσωρεύουν μνήμες, οι οποίες θα αξιοποιηθούν καλλιτεχνικά αργότερα. Στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης Η απελευθέρωση της πόλης σηματοδότησε μια σειρά αργών διαδικασιών ενσωμάτωσής της στο ελληνικό κράτος και τη σταδιακή απάλειψη των ποικίλων επιπτώσεων της μακραίωνης Τουρκοκρατίας. Η εξωτερική εικόνα, αντανάκλαση των εσωτερικών δομών λειτουργίας της, διατήρησε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ένταξή της στην ελληνική επικράτεια, τα ανάμικτα ανατολίτικα-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά τα τελευταία οφειλόμενα ως ένα βαθμό στα οθωμανικά εκσυγχρονιστικά έργα 11 μιας εξηκονταπενταετίας περίπου πριν την απελευθέρωση που γοήτευαν 12 ή και εν μέρει απωθούσαν 13 τους περιηγητές και τους επισκέπτες. Σε μια πρώιμη του 1820, ενθουσιώδη περιγραφή της Θεσσαλονίκης, από τη μεριά της χερσαίας προσέγγισης, του Μολλά Χαϊρουλάχ 14 στο σουλτάνο, εκφράζεται ο θαυμασμός για τα χαρακτηριστικά που δήλωναν την οθωμανική κυριαρχία, τα τζα- 11. Πηγή άντλησης πληροφοριών για τα έργα αυτά και την εικόνα της πόλης κατά τον 19 ο αιώνα είναι το βιβλίο της Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, Μεταξύ Ανατολής και Δύσης Η Θεσσαλονίκη και βορειοελλαδικές πόλεις στο τέλος του 19 ου αι, Θεσσαλονίκη 2004. 12. Όπως π.χ. τον W. Miller, Travels and Politics in the Near East, London 1898, σσ. 365-366. 13. Όπως π.χ. τους J. Murrey, Handbook for Travelers in Greece, London 1884, σ. 710 και H. N. Brailford, Macedonia its Races and their Future, London 1906, σσ. 83-84, που υπογράμμιζαν την απαράδεκτη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα έλλειψη αστικής υγιεινής, η οποία προκαλούσε συχνές θανατηφόρες επιδημίες όπως επίσης την φτώχεια και την εξαθλίωση των κατοίκων. 14. Ο Χαϊρουλάχ Ιμπν. Σινασή Μεχμέτ αγάς διορίστηκε ανώτερος δικαστής στη Θεσσαλονίκη και περιέγραψε σε Σεγιαχτναμέ (οδοιπορικό) τις εντυπώσεις του, βλ. Α. Παπάζογλου, «Η Θεσσαλονίκη τον Μάιον του 1821», Μακεδονικά 1, Θεσσαλονίκη 1940, σσ. 416-428 και Απ. Βακαλόπουλος, «Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.χ.-1983», Θεσσαλονίκη 1997, σ. 298.

14 μιά και την οχύρωση (εικ. 1, 2).... όμως Θεέ μου, πώς ευφράνθηκα όταν περνώντας την πύλη του Βαρδάρη, βρέθηκα στο μεγάλο δρόμο που πηγαίνει από την Ανατολή στη Δύση! (ενν. οδό Εγνατία) Μπορεί να υπερηφανεύεται η Μεγαλειότητά σου για τη Θεσσαλονίκη μέσα σ όλες τις άλλες πόλεις που κατέχει. Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς! τα τζαμιά της; τους τεκέδες της; τις αγορές (ταρσιά) της ή τον υπέροχο, παραδεισένιο λόφο του Τσαούς Μοναστήρ (μονής Βλατάδων); και το Γεντί Κουλέ; και ο Κανλή Κουλές; και ο Τοχπανές; Λέγουν, ότι το μεγαλείο μιας πόλης και η δύναμή της εξαρτάται από τον αριθμό των τζαμιών που έχει. Αν αυτό είναι αλήθεια και βέβαια είναι σοφή αλήθεια! τότε η Θεσσαλονίκη είναι μια από τις πιο δυνατές πόλεις Σου, αν όχι η πιο δυνατή... (Σ αυτή) υπάρχουν πάνω από εβδομήντα τζαμιά, κι ανάμεσά τους είναι φημισμένο το Μπουρμαλή τζαμί, εκτός βέβαια από τα άλλα, που πρώτα ήταν εκκλησίες των απίστων... τα περίλαμπρα τζαμιά Εσκή Τζουμά (Αχειροποίητος), Καζαντζιλάρ (Χαλκέων), Αγία Σοφία, Γιακούμπ πασά (Αγία Αικατερίνη), Κασιμιέ (Αγίου Δημητρίου), Ισχακιέ (Αγίου Παντελεήμονος), Σογούκ Σου (Άγιοι Απόστολοι), Ορτάτς εφέντη (Άγιος Γεώργιος), κι άλλα πολλά μικρά και μεγάλα. Παρατηρούμε ότι το βυζαντινό παρελθόν της πόλης υποδηλώνεται με την αναφορά πληθώρας εκκλησιών, όμως αποσιωπάται η μεσαιωνική δομή και η αρχαϊκή λειτουργία της επειδή θεωρείται δεδομένη και συνήθης. Στενοί ελικοειδείς, συχνά σκεπαστοί δρόμοι η καταπάτηση των οποίων ήταν πάγια τακτική των κατοίκων συνέθεταν το λαβυρινθώδη, πολύ πυκνοκατοικημένο 15 ιστό της, μέσα στον ασφυκτικό κλοιό των τειχών που την περιέβαλαν (εικ. 3-6). Απουσίαζαν ακόμη και οι υποτυπώδεις υποδομές π.χ. υπόνομοι, ο φωτισμός γινόταν με φορητούς φανούς και αργότερα με λάμπες πετρελαίου, η υδροδότηση με κρήνες, τα απόβλητα λίμναζαν παντού. Απουσίαζαν οι θεσμοί και οι υπηρεσίες που θα διευκόλυναν, έστω στοιχειωδώς, μια ορθολογική λειτουργία της πόλης ώστε να μπορέσει να διαδραματίσει τον κυοφορούμενο ρόλο της στον διεθνή οικονομικό στοίβο. Συχνές και ιδιαίτερα καταστροφικές ήταν οι πυρκαγιές και θανατηφόρες οι επιδημίες εξαιτίας των ελών έξω από τα δυτικά τείχη η περιοχή της Μπάρας αποξηράνθηκε μόλις το 1897 και της ανυπαρξίας αστικής υγιεινής. Σ αυτήν την εξαιρετικά προβληματική μορφή της Θεσσαλονίκης, επεδίωξε η Οθωμανική αυτοκρατορία πολύ καθυστερημένα και με ράθυμους ρυθμούς να ε- πέμβει εισάγοντας ευρωπαϊκά πρότυπα πολεοδομικής οργάνωσης και αστικής ζωής. Οι προβλέψεις 16 του γενικού πολεοδομικού νόμου (1848) του Τανζιμάτ φανέρωναν τις τρομακτικές ελλείψεις. Όταν ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ 17 επισκέφτηκε την πόλη το 1859, ήταν τέτοια η έλλειψη δημοσίων κτιρίων, ώστε αναγκάστηκε να δεχθεί 15. Ο πληθυσμός στις αρχές του 19 ου αιώνα ανερχόταν σε 50.000-60.000 κατοίκους, το 1880 σε 100.000 και το 1888 σε 120.000. Ο αριθμός των Ελλήνων διπλασιάστηκε στη διάρκεια του αιώνα, των Ισραηλιτών πενταπλασιάστηκε, ενώ των Τούρκων κυμάνθηκε από 50% έως 30% του συνόλου. 16. Βλ. Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σσ. 57-58. 17. Βλ. ό.π., σσ. 83-84.

15 τους επισήμους σε υπαίθρια σκηνή που στήθηκε στο Μπέχτσιναρ, ενώ οι συνοδοί του φιλοξενήθηκαν στις επαύλεις των πλουσίων Ισραηλιτών Ντ. Αλλατίνι και Σ. Φερνάντεζ. Ακόμη και η ενεργοποίηση του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης το 1869, σπάνια συνεπαγόταν εύρυθμη λειτουργία ή αποτελεσματική οργάνωση των απαραίτητων υπηρεσιών. Δύο πασάδες ο Σαμπρή 18 και ο Μιδχάτ 19 συνέδεσαν τη θητεία τους (1869-1871 και 1873-1874 αντίστοιχα) με την απαρχή βελτιωτικών έργων και γι αυτές τους τις προσπάθειες απέκτησαν δημοφιλία. Η ανάγκη επεμβάσεων έγινε επιτακτική μόλις τη δεκαετία 1880-1890. Συντονίστηκαν οι πιεστικές ενέργειες των κατοίκων προς τη δημοτική αρχή για να υλοποιηθούν τα σχέδια που είχαν εκπονηθεί το 1879. Στην κινητοποίηση αυτή, τη «μάχη» 20 για την εξάλειψη της κακοδιοίκησης, των καθυστερήσεων και την επίλυση των εκκρεμοτήτων, σημαντική ήταν η συνεισφορά της ελληνικής εφημερίδας Φάρος της Μακεδονίας 21 (πρώην Ερμής) από το 1881 και σ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας κατά την οποία η ανοικοδόμηση επιταχύνθηκε με σπασμωδικό πάντως τρόπο. Η σταδιακή κατεδάφιση των τειχών της παραλίας (1866-1889) και τμημάτων του δυτικού και ανατολικού τείχους, η διαμόρφωση της προκυμαίας και του λιμανιού, ήσαν καθοριστικής σημασίας έργα. Δημιουργήθηκαν μεγάλες οικοδομήσιμες εκτάσεις, ελεύθερα ανοίγματα για χρήση πλατειών (όπως π.χ. η πλατεία Ελευθερίας που θα συγκέντρωνε την κοινωνική ζωή). Κάθετοι δρόμοι συνέδεσαν το κέντρο με την παραλιακή οδό που διαπλατύνθηκε. Το κλίμα βελτιώθηκε και επεκτάθηκε η κατοίκηση σε περιοχές προς τα δυτικά και τα ανατολικά απορροφώντας τις δύο ακραία άνισες οικονομικά και ταξικά κοινωνικές ομάδες, αντιδιαστέλλοντάς τες και χωροθετικά. Η ίδρυση εργοστασίων στο λιμάνι [π.χ. καπνού Κοέν, βαμβακοκλωστηρίων Σαΐας 1879 (εικ. 7)] και στα δυτικά, διευκολύνθηκε από την γειτνίαση με τις σιδηροδρομικές 22 συγκοινωνίες που σταδιακά συνέδεσαν την πόλη με την Ευρώπη (1888) και την Κωνσταντινούπολη (1893-1896). Ο αριθμός των επαγγελματικών σωματείων και ο επιχειρηματικές δραστηριότητες αυξήθηκαν από το 1880. Η περιοχή της αγοράς (σημερινά Λαδάδικα) μεταμορφώθηκε αρχιτεκτονικά με κατασκευές, στις οποίες το σκούρο τούβλο στην τοιχοποιία το οποίο προμήθευε η κεραμοποΐα Αλλατίνι που ιδρύθηκε το 1880 (εικ. 8) και οι φλαμανδικού τύπου στέγες, έδιναν τον χα- 18. Βλ. ό.π., σ. 99. 19. Βλ. ό.π., σ. 114. 20. Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σσ. 136-139. 21. Ό.π., σσ. 17-18, 116-117. 22. Ο γερμανοεβραίος επιχειρηματίας, βαρόνος Maurice de Hirsch ήταν επικεφαλής της κατασκευής των Ανατολικών Σιδηροδρόμων που ένωσαν την Κωνσταντινούπολη με την Ευρώπη (1869). Η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή συνέδεσε τη Θεσσαλονίκη με τη Μιτροβίτσα (1871-1874), το 1888 ενώθηκε με το σερβικό δίκτυο. Η Θεσσαλονίκη συνδέθηκε με το Μοναστήρι (1891-1894), πόλη που γνώρισε και πάλι ακμή κατά την τελευταία δεκαετία του 19 ου αιώνα, αντιμετωπίζοντας πολεοδομικά προβλήματα ανάλογα σε μικρότερη βέβαια κλίμακα με αυτά της Θεσσαλονίκης (βλ. Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σσ. 190-193).

16 ρακτήρα, όπως μας πληροφορεί ο Κ. Μοσκώφ 23. Το 1883 η πόλη διαιρέθηκε σε τέσσερα τμήματα και ορίστηκαν επιτροπές για τον ευπρεπισμό τους. Την ίδια χρονιά κτίστηκαν δύο νέα χάνια (Αλλατίνι και Ρογκότη) που χρησιμοποιήθηκαν ως γραφεία (δικηγόρων, εταιρειών, ακτοπλοΐας) (εικ. 9, 10). Η ανατολική συνοικία Χαμιντιέ, των «εξοχών» από το 1885 και μετά αναπτύχθηκε ταχύτατα συγκεντρώνοντας την αριστοκρατία της εποχής (εικ. 11-13). Αρχιτέκτονες από την Κωνσταντινούπολη κλήθηκαν για την ανοικοδόμηση μιας νέας συνοικίας (1889) της Χαμιντιέ 24 (σημερινή οδός Εθνικής Αμύνης) με ομοιόμορφα νεοκλασικά σπίτια, δεντροφυτεμένο δρόμο και μνημειακή κρήνη για την υδροδότηση των νέων ενοίκων, πρόξενοι και επιφανείς πλούσιοι κατά το πλείστον (εικ. 14, 15). Οι κοινότητες πλέον συναγωνίζονταν στην κατασκευή σχολείων, νοσοκομείων, ι- δρυμάτων θρησκευτικών και μη. Πρωταγωνιστικό ρόλο στον οικοδομικό συναγωνισμό είχαν οι αρχιτέκτονες που προβάλλονταν και από τις εφημερίδες, όπως οι Π. Ευαγγέλου, Γ. και Μ. Μενεξέ, Μεν. Μοσχονάς, Εμ. Κελαϊδής, Άμποτ, Ξ. Παιονίδης. Τα σημαντικότερα δημόσια κτίρια, αρκετά από τα οποία χρησιμοποιούνται έως σήμερα, οικοδομήθηκαν από το 1890 και μετά. Αυτά, καθώς και οι επαύλεις των «εξοχών», τα εξωτικής όψης ξενοδοχεία της προκυμαίας (εικ. 16-18), προσέδωσαν στην πόλη τη νέα κοσμοπολίτικη φυσιογνωμία, η οποία στο μεγαλύτερο ποσοστό της χάθηκε στην πυρκαγιά του 1917. Οι επιχειρηματικές ικανότητες του δημάρχου Χαμδή μπέη 25, από το 1893, συντέλεσαν στην προώθηση του εκσυγχρονισμού και εξωραϊσμού της Θεσσαλονίκης. Η πυρκαγιά του 1890 έδωσε την ευκαιρία ανασχεδιασμού τμήματος του κέντρου, ανάλογη, σε μικρότερη βέβαια κλίμακα, μ αυτή του 1917. Το Στρατιωτικό νοσοκομείο του 1890 αποτέλεσε αρχιτεκτονικό πρότυπο για επόμενα δημόσια κτίρια, αδιακρίτως της χρήσης και λειτουργίας τους, σε μια προσπάθεια ενοποιημένης μορφολογίας, που θα δήλωνε εμφατικά αφενός την κρατική οικοδομική παρέμβαση, αφετέρου το συγχρονισμό με τη Δύση. Ο εκλεκτικισμός υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς από τους Οθωμανούς, οι οποίοι με τον τρόπο αυτόν στόχευαν να υποδηλώσουν ότι μετείχαν στην κοινή ευρωπαϊκή οικογένεια. Άλλωστε το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στυλ της Κωνσταντινούπολης, το τουρκο-μπαρόκ, παρά τις υπερβολές του, δεν αντιτασσόταν στον εκλεκτικισμό αλλά αντίθετα προσφερόταν ως άλλη μια πηγή άντλησης μοτίβων από το παράδοξο αυτό στυλ που επικράτησε στην Ευρώπη του 19 ου αιώνα, αρκούμενο στο δανεισμό τεχνοτροπιών απ όλες τις περιόδους του παρελθόντος. Οι διάφορες κοινότητες πρόβαλαν την ταυτότητά τους μέσω της χρήσης ιδιαίτερων αρχιτεκτονικών ρυθμών. Ο εκλεκτικισμός, ο νεοκλασικισμός, σε μικρότερο βαθμό, το Αρ Νουβώ στις επαύλεις κυρίως εφαρμόστηκαν σε διάφορες εκδοχές στα κτίρια της Θεσσαλονίκης και υπογράμμισαν τον κοσμοπολιτισμό της. Μια νέα συνοικία πλουσίων διαμορφώθηκε από την οδό Εγνατία έως την προ- 23. Βλ. Κ. Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη 1700-1912, τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα 1973. 24. Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σσ. 142-143. 25. Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου, ό.π., σσ. 172-178.

κυμαία, γύρω από την Αγία Σοφία και τη μητρόπολη, στην περιοχή που είχε καεί το 1890. Κανονικά οικοδομικά τετράγωνα, φαρδείς ρυμοτομημένοι, λιθόστρωτοι δρόμοι άλλαζαν κατά τμήματα τη μορφολογία του κέντρου. Η έλευση όμως 2.000 Ρωσοεβραίων προσφύγων και η εγκατάσταση 800 οικογενειών τους στο κέντρο, υπό άθλιες συνθήκες, διατήρησε την αντιθετική εικόνα υποβαθμισμένων και εκσυγχρονισμένων περιοχών δίπλα-δίπλα. Ο ανθυγιεινός τρόπος διανομής πόσιμου νερού και η υδροδότηση από τις κρήνες αντικαταστάθηκαν με δίκτυο ύδρευσης (1890-1892), όπως και ο φωτισμός με την εγκατάσταση εργοστασίου φωταερίου (1887-1892) και κατόπιν (1908) με ηλεκτρικό ρεύμα. Οι κρήνες που υμνήθηκαν από τον Κ. Μαλέα παρέμειναν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, λίγες μάλιστα επιβίωσαν ως τις μέρες μας [π.χ. Άνω πόλη, Σιντριβάνι (εικ. 19, 20)]. Σκεπαστό δημοτικό ιχθυοπωλείο με ισλαμική διακόσμηση κτίστηκε (1889) στο λιμάνι (εικ. 21-23), όπως και μεταλλική αποβάθρα στο παλιό Τελωνείο, το οποίο αντικαταστάθηκε από υποβλητικό, γαλλικής έμπνευσης κτίριο, μήκους 200 μέτρων (1910) (εικ. 24), όπου ο μηχανικός Ελί Μοδιάνο πρωτοχρησιμοποίησε οπλισμένο σκυρόδεμα, υλικό που διαδόθηκε ευρέως όπως και οι μεταλλικές κατασκευές στους νέους αποθηκευτικούς και βιομηχανικούς χώρους. Σύγχρονες τεχνικές και μέθοδοι εφαρμόζονταν πλέον. Η οδός Σαμπρή (σημερινή Βενιζέλου) στεγάστηκε με εντυπωσιακή μεταλλική κατασκευή (εικ. 25). Μνημειώδη δημόσια κτίρια άρχισαν να κοσμούν την πόλη. Η Σχολή στελεχών της οθωμανικής διοίκησης «Ιδαδιέ» (σημερινή παλιά Φιλοσοφική Σχολή) το 1889 (εικ. 26), σε σχέδια του V. Pozelli το Διοικητήριο το 1891 (εικ. 27), σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ξ. Παιονίδη το Παπάφειο Ορφανοτροφείο το 1903 του ίδιου (εικ. 28) το Μαράσλειο Λύκειο το 1895 πιθανόν του αρχιτέκτονα Απ. Γραικού (εικ. 29) το Στρατηγείο το 1903 σε σχέδια του αρχιτέκτονα V. Pozelli (εικ. 30) Τράπεζες [Οθωμανική 1904 (εικ. 31) (είχε ανοίξει υποκατάστημα από το 1864), Θεσσαλονίκης των αδελφών Αλλατίνι 1906, Μυτιλήνης 1899, Αθηνών 1905, Ανατολής 1906] εμπορικές στοές [π.χ. Cité Saul του οίκου Σ. Μοδιάνο, των Αλλατίνι, Davidetto του οίκου Φερνάντεζ, των Κύρτση και Τουρπάλη (εικ. 32)] γραφεία (π.χ. επαγγελματιών, επιστημόνων, βιομηχανικών μονάδων, ακτοπλοϊκών ελληνικών και ξένων εταιρειών κ.ά.) μεγάλα καταστήματα-αντιπροσωπείες ευρωπαϊκών οίκων [π.χ. Stein (1907) του αρχιτέκτονα Ε. Λεβή] και εργοστάσια (πάνω από 30 λειτουργούσαν το 1912) κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20 ού αιώνα. Τηλεγραφείο- Ταχυδρομείο (από το 1889), ιππήλατα αρχικά τραμ και κατόπιν ηλεκτροκίνητα, τηλέφωνα στις δημόσιες υπηρεσίες και τις μεγάλες εταιρείες, ακτοπλοϊκή και αστική συγκοινωνία, διευκόλυναν την εξαιρετικά αυξημένη μεταπρατική και επιχειρηματική δραστηριότητα. Καινοτόμος ήταν και ο σχεδιασμός των νοσοκομείων (π.χ. Δημοτικό, Hirsh) με τη μορφή περιπτέρων και πτερύγων εκατέρωθεν του κεντρικού χώρου, για την αποτροπή μετάδοσης των ασθενειών (εικ. 33, 34). Ο οικοδομικός οργασμός βασίστηκε σε μεγάλο ποσοστό σε ευρωπαϊκά κεφάλαια. Οι οργανισμοί κοινής ωφέλειας επίσης ιδρύθηκαν με τεχνογνωσία και χρηματοδότηση των ξένων κρατών, συνιστώντας έναν ακόμη τρόπο οικονομικής διείσδυσής τους. 17

18 Παρόλο που οι επεμβάσεις χαρακτηρίστηκαν ως η μεγαλύτερη πολεοδομική αναδιάρθρωση και η Θεσσαλονίκη θεωρήθηκε ως η μάλλον σύγχρονος (πόλη) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ο εκσυγχρονισμός της ήταν ατελής (εικ. 35, 36). Όπως παρατηρεί η Α. Καραδήμου-Γερόλυμπου δεν υπήρχε ένα centre civique που να συγκεντρώνει γύρω από την κεντρική πλατεία τα δημόσια κτίρια, κοινός τόπος σ όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις. Δεν διαχωριζόταν η κατοικία από τα καταστήματα, αλλά ίσα-ίσα επιβαλλόταν δια νόμου (1891) η συμβίωσή τους και εφαρμόστηκε στο κέντρο, ιδιαίτερα στην προκυμαία (εικ. 37). Τα χαμηλά, ξύλινα, εσωστρεφή σπίτια συνυπήρχαν με τα εκλεκτικιστικά, με πρόσοψη στο δρόμο, μέγαρα. Εργοστάσια, αποθήκες συχνά εύφλεκτων υλικών λειτουργούσαν παντού μέσα σε κατοικημένες περιοχές. Πόλη προσφυγικό στρατόπεδο αναξιοπαθούντων, «σκηνογραφικά» εξευρωπαϊσμένη, η Θεσσαλονίκη στο μεταίχμιο Ανατολής-Δύσης, διατήρησε αυτή τη φυσιογνωμία ως την πυρκαγιά του 1917 (εικ. 38, 39). Από την πόλη του 19 ου αιώνα διασώζονται ορισμένα τμήματα της περιοχής της αγοράς, μεταξύ του λιμανιού και της Εγνατίας και της Άνω πόλης, ενώ από την πρώτη δεκαετία του 20 ού αιώνα επιβίωσαν μερικά σύνολα κτιρίων στο κέντρο και μεμονωμένα στην περιοχή των «Εξοχών». Μία εικόνα της πόλης του 1913 μας δίνεται από τον Ντανιέλ Μπω-Μποβύ 26, καθώς την πλησιάζει με το καράβι (εικ. 40). Ήδη οι ταξιδιώτες προχωρούν προς το μπροστινό μέρος του πλοίου, προσπαθώντας να διακρίνουν την πόλη. Δεν αργεί να φανεί θα λεγες πως ήταν ένα άσπρο σεντόνι, με γαλάζιες σκιές, απλωμένο στην ακροθαλασσιά, πάνω στις τελευταίες υπώρειες μιας πυραμιδοειδούς κορυφής, του Χορτιάτη, που δεσπόζει στον κόλπο. Καθώς πλησιάζουμε, αυτό το φωτεινό τραπέζιο χαράζεται με τα λεπτά αυλάκια των δρόμων και παίρνει ανάγλυφη μορφή. Στα ανατολικά, κατά μήκος της ακτής, βγαίνοντας έξω από το τετράπλευρο των τειχών, απλώνεται η καινούρια ευρωπαϊκή συνοικία. Στην παραλία, τα ξενοδοχεία πήραν την θέση των αρχαίων τειχών. Δεν απομένει από αυτά παρά μόνο ένας ογκώδης λευκός πύργος. Διαγράφονται κυκλικά οικοδομήματα από όλες τις πλευρές οι μιναρέδες, που πλευρίζουν με το σημάδι του Μωάμεθ τις βασιλικές και τις εκκλησίες, αντιπαραθέτουν τα φωτεινά κεριά στους σκοτεινούς κορμούς των κυπαρισσιών. Ακούμε κιόλας τη βουή της πόλης. Εμπορικά καράβια υπ ατμόν βγάζουν σύννεφα καπνού... Μπροστά στην προκυμαία λικνίζονται ρυθμικά τα κατάρτια των καϊκιών, οι μπρατσέρες και τα ιστιοφόρα μεγάλου εκτοπίσματος... Χτισμένη εκεί που καταλήγουν οι πεδιάδες της Μακεδονίας, όπου αφθονούν τα καπνά, τα δημητριακά, το βαμβάκι και τα αιγοπρόβατα για την παραγωγή μαλλιού απλωμένη στην ακτή ενός μεγάλου κόλπου που κυριαρχεί στο Αιγαίο προστατευμένη στα δυτικά από το Βαρδάρη, στα βορειοανατολικά από τη Δράμα και την οροσειρά που την πλαισιώνει ακουμπισμένη στον Χορτιάτη, περικυκλωμένη με οδοντωτά τείχη, φημισμένη για τις ονομαστές εκ- 26. Ιστορικός από τη Γενεύη, συγγραφέας του κειμένου που συνόδευε τις φωτογραφίες του φίλου του Φρεντ Μπουασονά στην έκδοση Η Αθάνατη Ελλάδα. Οι περιγραφές του περιλαμβάνονταν επίσης στη διάλεξή του με τίτλο «Η υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου», που έγινε στη Γενεύη το 1919, περισσότερα βλ. Γ. Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1913-1919, Θεσσαλονίκη 1989, σσ. 11-61.

19 κλησίες της, η Θεσσαλονίκη από την αρχή αποκαλύπτει τον τριπλό της χαρακτήρα: μεγάλο κέντρο εμπορικών συναλλαγών, πόλη δυνατή και πολεμική και τόπος θρησκευτικός. Αυτοί οι ένδοξοι τίτλοι θα της δώσουν ένα πεπρωμένο συχνά τραγικό. Πράγματι η γεωπολιτική σημασία της πόλης και η πολυεθνική της πανσπερμία προκάλεσαν αφενός πολιτισμική διεύρυνση οριζόντων, αφετέρου εδαφικές, πολιτικές και εθνικές διεκδικήσεις με αποτέλεσμα η Θεσσαλονίκη να ζήσει μέχρι τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο σε διαρκή σχεδόν κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης», σε συνθήκες δηλαδή ελάχιστα προσφερόμενες για την καλλιέργεια των τεχνών. Οι πολεμικές συρράξεις, οι πολιτικές κρίσεις και διενέξεις είναι αυτές που θα πρωταγωνιστήσουν, όπως θ αναλυθεί παρακάτω, και θα ανακόψουν ή θα συμπιέσουν την καλλιτεχνική έκφραση, η οποία ίσως γι αυτόν το λόγο θα εκδηλωθεί συσωρευτικά πολύ αργότερα. Στο κείμενο του Μπω-Μποβύ που τιτλοφορείται Θεσσαλονίκη η πόλη των ωραίων εκκλησιών, προβάλλεται ο καθοριστικός για τον πολιτισμό της παράγοντας του βυζαντινού παρελθόντος. Αυτός, διοχετευμένος στη θρησκευτική οργάνωση της ελληνικής κοινότητας, την καθιστά πνευματικά ανθεκτική και δραστήρια, προσηλωμένη στα ελληνικά ιδεώδη, συσπειρωμένη στην επίτευξη των εθνικών 27 απελευθερωτικών στόχων που δικαιωματικά της ανήκαν. Τα κύρια χαρακτηριστικά της διάρθρωσης τόσο της ελληνικής όσο και των άλλων κοινοτήτων είναι αναγκαίο σ αυτό το σημείο να σκιαγραφηθούν. Διότι κάθε μια συνεισέφερε στη διαμόρφωση της πολιτισμικής φυσιογνωμίας της πόλης. Η ελληνική κοινότητα Μεγαλύτερη αριθμητικά η ελληνική κοινότητα από αυτήν της Κωνσταντινούπολης και τρίτη σε σύγκριση με τον εβραϊκό και τον τουρκικό πληθυσμό, σύμφωνα με 27. Μετά την πατριωτική οργάνωση «Εθνική Εταιρεία» (1896-1897) που είχε σκοπό την προετοιμασία του απελευθερωτικού αγώνα και την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, δημιουργήθηκαν άλλες οργανώσεις που στελεχώθηκαν από προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων, της εκκλησίας, από έμπειρους αξιωματικούς του στρατού και Κρήτες μαχητές, από διακεκριμένους Μακεδόνες που με τη στήριξη του πρόξενου Λάμπρου Κορομηλά, ο οποίος διορίσθηκε στο Προξενείο Θεσσαλονίκης το 1904, διεξήγαγαν τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908). Εκτός από τις ένοπλες επιχειρήσεις που είχαν σκοπό την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της υπαίθρου, ο Μακεδονικός Αγώνας ενεργοποίησε εναντίον της βουλγαρικής και σλαβικής προπαγάνδας την παιδεία και την εκκλησία. Ο «Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος της Θεσσαλονίκης», που ιδρύθηκε ο 1872 διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση των ελληνικών γραμμάτων. Από τις προσωπικότητες που έδρασαν ενδεικτικά αναφέρουμε τους Στέφανο Δραγούμη, Κωνσταντίνο Ρουσάνη, Παύλο Μελά, Ευάγγελο Γεωργίου, Ίωνα Δραγούμη, Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, Κ. Σ. Μαζαράκη-Αινιάν, Αθανάσιο Σουλιώτη Νικολαΐδη, Κωνσταντίνο Αγγελάκη, Δημήτριο Ζάννα, Περικλή Χατζηλαζάρου κ.ά. Περισσότερα βλ. Κ. Σβολόπουλος, «Η διπλωματική και στρατιωτική προετοιμασία του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908)», σσ. 173-180, περ. Νέα Εστία, Αφιέρωμα στη Θεσσαλονίκη, Χριστούγεννα 1985 και Ι. Νικολαΐδης, Ο Μακεδονικός Αγώνας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη ΚΙΘ 1992, σσ. 185-207.

20 την απογραφή του 1913, περιελάμβανε 39.956 κατοίκους (εικ. 41-43). Διέθετε ένα επαρκές εκπαιδευτικό σύστημα 28 αποτελούμενο από έντεκα νηπιαγωγεία, επτά εξατάξια γυμνάσια αρρένων και θηλέων, Διδασκαλείο 29, οικοτροφείο με 65 σπουδαστές-σπουδάστριες, ιδιωτικά σχολεία ομογενών με 475 μαθητές-μαθήτριες, εμπορικές και επαγγελματικές σχολές [Εμπορικό Λύκειο Στ. Νούκα 30, Ελληνογαλλική Ε- μπορική Σχολή Αθ. Κωνσταντινίδη, Σχολή Παπάφειου Ορφανοτροφείου, Παρθεναγωγείο Στ. Νούκα κ.ά. (εικ. 44-46)]. Ο συνολικός μαθητικός πληθυσμός της χρονιάς 1912-1913, σύμφωνα με τα στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας ανερχόταν σε 4.075. Είναι αξιοσημείωτο ότι η ανάπτυξη της παιδείας του βασικού αυτού παράγοντα δημιουργίας πνευματικής ζωής επιταχύνθηκε για λόγους αντίστασης στις βουλγαροσλαβικές πιέσεις μετά το 1860, με τη βοήθεια του Ελληνικού Προξενείου που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο κατά το Μακεδονικό Αγώνα, του αθηναϊκού Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, τη συμβολή καινοτόμων εκπαιδευτικών 31, του Μακεδονικού Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου, του ιατροφιλόσοφου Μ. Παπαδόπουλου (1872), την οικονομική στήριξη της κοινότητας, αλλά και των μεγάλων ευεργετών όπως ήταν επί παραδείγματι ο Ιωάννης Παπάφης, ο Αντρέας Συγγρός, ο Θεαγένης Χαρίσης. Όταν ο Αυστριακός πρόξενος Chiari στην υπ αριθμ. 33/3-6-1876 έκθεσή του υπογράμμιζε, ότι οι εδώ Έλληνες διακρίνονται για τον ζωηρό τους πατριωτισμό και δείχνουν ιδίως έναν ακούραστο ζήλο για την προαγωγή της μορφώσεως του λαού. Έτσι κανείς εύπορος δεν πεθαίνει, χωρίς να αφήσει σημαντικά κληροδοτήματα για σχολικούς σκοπούς, έδινε μια αντικειμενική εικόνα του ασίγαστου πόθου των Ελλήνων για πνευματική πρόοδο και ελευθερία. Η πόλη διέθετε νοσοκομεία (τα παλαιότερα Σπιτάλια από το 1893), Ορφανοτροφείο (το Παπάφειο περιέθαλπε 500 ορφανά και η ορχήστρα πνευστών παιάνιζε στις διάφορες επίσημες τελετές), πολλά ιδρύματα, Σωματεία Επαγγελματιών και Συλλόγους (π.χ. Θεαγένειο, Όμιλος Φιλομούσων, Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης, Φιλόπτωχος Α- δελφότης Ανδρών, Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών, Σύνδεσμος Ερασιτεχνών, Ελληνική Λέσχη κ.ά.) που περιελάμβαναν στις εκδηλώσεις τους αρκετές διαλέξεις, μουσικές και θεατρικές παραστάσεις. Η εκπαιδευτική και κοινωνική οργάνωση της κοι- 28. Το επτατάξιο γυμνάσιο του 1873 απέκτησε ισοτιμία με τα γυμνάσια του ελληνικού κράτους. Το 1875 λειτουργούσαν ήδη γυμνάσιο, ένα παρθεναγωγείο, τρία νηπιαγωγεία. Το 1892 με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού ιδρύθηκε το Α γυμνάσιο και στελεχώθηκε με διακεκριμένους εκπαιδευτικούς όπως ο Μ. Δήμιτσας, Π. Παπαγεωργίου, Β. Μυστακίδης, Π. Κοντογιάννης, Ι. Δέλλιος, που το ανέδειξαν σε δραστήριο εκπαιδευτικό κέντρο με επιρροή σ όλη τη Μακεδονία. Διέθετε αξιόλογη βιβλιοθήκη με χειρόγραφα από τον 16 ο αιώνα και μετά. Η Κεντρική Αστική Σχολή και η Ιωαννίδιος Αστική Σχολή (δωρεά Δ. Ιωαννίδη) ιδρύθηκαν το 1907 και δύο χρόνια αργότερα η Αστική Σχολή Αναλήψεως. 29. Ιδρύθηκε από το Σύλλογο προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων το 1876 και είχε πρώτο διευθυντή τον παιδαγωγό Χαρίσιο Παπαμάρκου. 30. Ο ιερομόναχος Στ. Νούκας, ιδρυτής της Σχολής Τσοτυλίου, ίδρυσε το Μαράσλειο Εμπορικό Λύκειο, το οποίο διηύθυναν διαδοχικά ο Αθ. Κωνσταντινίδης και η Αγλαΐα Σχινά. Ο πρώτος το 1906 και η δεύτερη το 1907 ίδρυσαν τα πιο γνωστά και μακρόβια εκπαιδευτήρια της πόλης. 31. Όπως π.χ. ο Δ. Μαρούλης που έδρασε κατά το διάστημα 1869-1884, πρόσθεσε την Ε τάξη και έκανε μεταρρυθμίσεις στα δημοτικά, σύμφωνα με το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα.

21 νότητας βασίσθηκε στην από τα βυζαντινά ακόμη χρόνια μακραίωνη παράδοση διοίκησης από δωδεκαμελή Δημογεροντία με επικεφαλής τον προεστό και το μητροπολίτη. Η θέσις του προεστού ήτο υψηλή... αντιπροσώπευε το ελληνικό στοιχείο παρά τη Κυβερνήσει, διοριζόμενος μεν υπό της Δωδεκάδος των προκρίτων και των πρωτομαϊστόρων των συντεχνιών εγκρινόμενος δε υπό τον εκάστοτε Μητροπολίτην (Κ. Σ. Τάττης). Στη Μητρόπολη, εκτός από τις 18 εκκλησίες (εικ. 47-49), υπαγόταν 5 επισκοπές. Ο εμπορικός κόσμος 32 συναγωνιζόταν με επιτυχία τους Ισραηλίτες στις μεταπρατικές δραστηριότητες παρά την κάμψη 33 που επήλθε στο εσωτερικό εμπόριο από τα μέσα του 19 ου, λόγω του ρωσοτουρκικού πολέμου 1877-1878, την υποτίμηση των κρατικών γραμματίων με τα οποία πληρωνόταν οι Έλληνες ως κύριοι προμηθευτές του τουρκικού στρατού αλλά και των ληστρικών επιδρομών που καθιστούσαν επικίνδυνη την εσωτερική διακίνηση προϊόντων. Οι γνωστότεροι εμπορικοί οίκοι ήταν του Αργ. Ματθαίου, του Θεαγ. Χαρίση, του Π. Ρογκότη, του Δημ. Μπλάτση, του Ιωάν. Παυλίδη, του Μ. Μαυροκορδάτου και των Αγγλοελλήνων αδελφών Ά- μποτ. Από το τέλος του 19 ου αιώνα πολλοί νέοι σπούδαζαν στην Αθήνα και στο εξωτερικό και επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέβαλαν με τις επιστημονικές γνώσεις και ικανότητές τους στην ανάπτυξη της κοινότητας. Η πλειοψηφία των κατοίκων ασκούσε βιοτεχνικά επαγγέλματα, αρκετοί ήσαν έμποροι, βιομήχανοι, γιατροί, νομικοί και δάσκαλοι. Οι ελληνικές συνοικίες, με εξαίρεση ορισμένες μικρές νησίδες σε εβραϊκές και τουρκικές οικιστικές περιοχές, ήσαν συσπειρωμένες γύρω από τις εκκλησίες του Α- γίου Νικολάου του Τρανού (εικ. 50), της Παναγίας Δεξιά, της Λαοδηγήτριας, της Αγίας Θεοδώρας, του Αγίου Μηνά, της Μητρόπολης, στο νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης, γύρω από την Καμάρα και το Ιπποδρόμιο (εικ. 51). Η τυπολογία 34 των ιδιωτικών και κοινοτικών κτιρίων μετά το 1880 συμβάδιζε μορφολογικά μ αυτήν της 32. Δρούσε στο εσωτερικό κυρίως εμπόριο και από τις αρχές του 19 ου αιώνα και στο εξωτερικό. Η εβραϊκή εμπορική υπεροχή επλήγη μετά την παρακμή του βενετικού εμπορίου της Ανατολής (Τουρκοβενετικός πόλεμος 1645-1669). Το γεγονός αυτό είχε άμεση επίπτωση στους εβραίους εμπόρους της Θεσσαλονίκης, αφού ήσαν κύριοι φορείς του, καθώς επίσης και η θρησκευτική αναταραχή που προήλθε από τον Σαμπεθάϊ Σεβή (1666). 33. Η άτολμη και αδρανής στάση του ελληνικού εμπορικού κόσμου εκείνη την εποχή, προκάλεσε και τον γνωστό χαρακτηρισμό που αργότερα γενικεύτηκε: μπαγιάτηδες (bayat). Απ. Βακαλόπουλος, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1987, σ. 328. 34. Όπως επισημαίνει ο Κ. Μοσκώφ: Πουθενά αλλού δε φαίνεται τόσο έκδηλα η κατάσταση της ιδεολογίας μέσα στην ελληνική κοινότητα όσο σε αυτή την πιο κοινωνική από τις πολιτιστικές εκφράσεις της την αρχιτεκτονική που χρησιμοποιεί σε κοινοτικά και ιδιωτικά κτήρια. Αντίθετα με το ελεύθερο κράτος όπου εισβάλλει ο κλασικότροπος ρομαντισμός ήδη από το 1830, εδώ δύο γενιές αργότερα κυριαρχεί ακόμη η παραδοσιακή, βυζαντινογενής ή απώτερη, μορφή στις κατασκευές. Ο νεοκλασικός ρυθμός θα εμφανισθεί μετά το 1880 από τα κτήρια που οικοδομούνται με χρηματοδότηση του «Συλλόγου προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων» της Αθήνας, τους ανάλογους συλλόγους της Εσπερίας και της Πόλης, στο Θεσσαλονίκη 1700-1912, Τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα 1973, σ. 84. Βλ. επίσης, Βασίλης Κολώνας, «Η αρχιτεκτονική από τον 19 ο αιώνα στον 20 ό αιώνα, Θεσσαλονίκη, Αρχιτεκτονική-Εικαστικά-Λογοτεχνία-Θέατρο», 7ημέρες Καθημερινή, τ. ΚΒ, Αθήνα 1997, σσ. 20-21.

22 τελευταίας φάσης του αθηναϊκού νεοκλασικισμού, εμπλουτισμένου με ορισμένα α- ναγεννησιακά στοιχεία, με σκοπό να δηλωθεί ξεκάθαρα η ελληνική ταυτότητα της μειονότητας και να διαφοροποιηθεί από τις αρχιτεκτονικές επιλογές των Οθωμανών και των ντονμέδων που είχαν υιοθετήσει το τουρκομπαρόκ και διάφορες εκδοχές του εκλεκτισμού αλλά και των Εβραίων που προτιμούσαν κεντροευρωπαϊκούς ρυθμούς. Με την καθιέρωση του Χαττ-ι-Χουμαγιούν, από το 1856 και μετά, αυξήθηκε ο αριθμός των εκκλησιών που διατήρησαν, με μεγαλύτερες σ αυτή τη φάση διαστάσεις, την τυπολογία της τρίκλιτης βασιλικής, στην οποία προστέθηκε το προστώο και επιτράπηκε η τοποθέτηση καμπαναριών. Η εξωτερική ταπεινή όψη των ναών αντισταθμιζόταν από τον πλούσιο εσωτερικό ξυλόγλυπτο και ζωγραφικό διάκοσμο (εικ. 52). Ο τελευταίος, στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν δυτικότροπος, εμπλουτισμένος με παραπληρωματικά θέματα κοσμικά, ανάλογα των διακοσμήσεων που συνηθίζονταν στις επαύλεις (εικ. 53, 54). Η νεοκλασικίζουσα αρχιτεκτονική της μητρόπολης του Γρηγορίου Παλαμά (1875) (εικ. 55) και ναών του τέλους του 19 ου - αρχών του 20 ού αιώνα, όπως π.χ. της Αγίας Τριάδας (1888) και της Ανάληψης (1897), αντανακλούσε την άμεση σύνδεση με τις μορφολογικές επιλογές της ελληνικής πρωτεύουσας. Για το λόγο αυτόν ανατέθηκε στον κατ εξοχήν εκπρόσωπο αυτής της αρχιτεκτονικής τάσης, τον Ερνέστο Τσίλλερ, να σχεδιάσει το μητροπολιτικό ναό και το παρακείμενο ελληνικό προξενείο (εικ. 56). Ελληνικά τυπογραφεία 35 είχαν ήδη ιδρυθεί από τα μέσα του 19 ου αιώνα εκδίδοντας σχολικά βιβλία, κάποια ιστορικά, ιατρικούς οδηγούς, ενώ μεταφράσεις από την ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θέματα καθημερινής ζωής, φιλοσοφίας, αρχαιολογίας, ελληνική λογοτεχνία, παρουσιάζονταν από το περιοδικό Αριστοτέλης (1889-1890) (εικ. 57), που ήταν εφάμιλλο της αθηναϊκής Πανδώρας ή της Εστίας. Διευθυντής του ήταν ο καθηγητής του ελληνικού παρθεναγωγείου Γ. Παπαγεωργίου, συνεργάτες ο γιατρός Γρ. Γράβαρης στις μεταφράσεις (Φρ. Κοπέ, Ανατόλ Φρανς, Σίλλερ, Βύρωνα) και οι εκπαιδευτικοί Π. Ν. Παπαγεωργίου, Μαργαρίτης Δήμιτσας, με λαογραφική, αρχαιολογική, φιλολογική αρθρογραφία. Το δεύτερο περιοδικό που εκδόθηκε ήταν οι Θερμαϊκαί Ημέραι (1909) με διευθυντή το δημοσιογράφο Χρ. Γ. Γουγούση και συνεργάτες τους Νικ. Θ. Γούζαρη, Θ. Παπαθανασίου, Μ. Θ. Γεωργιάδου, Α. Μεσο- 35. Έως το 1912 ιδρύθηκαν 18 τυπογραφεία και 5 εκδοτικοί οίκοι. Το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο ήταν του Μιλτιάδη Γκαρμπολά, είχε ένα χρόνο ζωής (1850) και εξέδωσε 5 βιβλία (3 θρησκευτικά και 2 μεταφράσεις γαλλικών ευτράπελων διηγημάτων). 25 χρόνια αργότερα ο Γκαρμπολάς, του οποίου η οικογένεια έδρασε στην Αθήνα και τη Βιέννη, εξέδωσε την πρώτη ελληνική εφημερίδα Ερμής, που αργότερα μετονομάσθηκε Φάρος της Μακεδονίας. Το 1852 ο Κύριλλος Δαρζηλοβίτης ίδρυσε το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο από το οποίο έως το 1858 εκδόθηκαν 12 βιβλία. Το 1868 ο Νικόλαος Βαγλαμαλής ίδρυσε το τυπογραφείο «Μακεδονία», που μετονομάστηκε «Ερμής» (1875). Ο Βαγλαμαλής συνεταιρίστηκε με τον Σπ. Βασιλειάδη και δημιούργησαν σημαντικό πολιτικό πυρήνα με επιρροή στον Μακεδονικό χώρο, ενημερώνοντας τους Έλληνες για εθνικά και πολιτικά ζητήματα. Από τις εκδόσεις τους ξεχωρίζουν το Λεξικόν Γεωγραφικόν του Α. Αργυριάδη και Αι παρ Ομήρου γυναίκαι του Φ. Ρ. Καμβολίου (επιμελ. Μ. Δήμιτσα). Μετά το 1875 πολλαπλασιάζονται τα ελληνικά τυπογραφεία (Ν. Βικόπουλου, Θ. Ηρακλείδη, Ν. Χριστομάνου, Σ. Μουρατόρι, Γ. Διβόλι). Ο Στ. Θάνου εξέδωσε το πρώτο ελληνικό περιοδικό Η Καλλικέλαδος Αηδών.