ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Σχετικά έγγραφα
ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

ΚΟΙΝΣΕΠ: Ένα Χρήσιμο Εργαλείο για τις Τοπικές Κοινωνίες

ΚΟΙΝΩΝΙΚΉ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΤΟ ΝΈΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΜΟΝΤΈΛΟ Η ΜΙΑ ΝΈΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΉ- ΠΡΟΣΚΑΙΡΗ ΤΆΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΚΟΙΝΣΕΠ)

Η Ερευνητική Στρατηγική

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΕΦΟΡΟΥ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Το σταυροδρόμι της ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας στην Ελλάδα. Προοπτικές, κίνδυνοι και επιλογές

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΤΑΞΗ ΤΩΝ ΚΙΝΗΤΙΚΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ»

Εννοιολογικοί προσδιορισμοί της Κοινωνικής Οικονομίας

Κοινωνική Οικονομία Συνεταιριστική Επιχειρηματικότητα

Αθήνα, Νοεμβρίου 2014 ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ

Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ENA, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών Ζαλοκώστα 8, 2ος όροφος T enainstitute.org

Σχέδιο Δράσης Φτώχεια και Εργασία: Μια ολοκληρωμένη προσέγγιση διερεύνησης και άμβλυνσης του φαινομένου

Συχνές Ερωτήσεις / Απαντήσεις

Στρατηγικές συμπράξεις στους τομείς της εκπαίδευσης, της κατάρτισης και της νεολαίας

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

Η Ελληνική Οικονομία και η κρίση: Προκλήσεις και Προοπτικές

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ (Κοιν.Σ.Επ.) ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΕΡΓΟΥΣ ΝΟΣΗΛΕΥΤΕΣ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΠΙΡΜΠΑ.

Ο στόχος αυτός είναι σε άμεση συνάρτηση με τη στρατηγική της Λισαβόνας, και συγκεκριμένα την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής συνοχής μέσω:

«ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ ΣΤΟ ΘΡΙΑΣΙΟ ΠΕΔΙΟ»

Εισαγωγή ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΑΘΡΩΠΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΟΧΗ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ TΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΜΗΤΡΩΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ)

European Year of Citizens 2013 Alliance

ΔΗΜΟΣ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Στοιχεία Επιχειρηματικότητας ΙΙ

ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (Ν. 4019/2011)

Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση, Μια Νέα Μορφή Επιχείρησης

ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΟ ΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΘΕΟΔΩΡΑ ΝΤΕΡΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ M.A. ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΜΕΝΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΡΙΑ

«Κοινωνία σε κρίση, αυτοδιοίκηση σε δράση»

Δυνατότητες σύστασης Κοιν.Σ.Επ.: προκλήσεις & τομείς δραστηριοποίησης

ΤΟΠΙΚΗΕΥΗΜΕΡΙΑΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΣΕΤΟΠΙΚΟΕΠΙΠΕ Ο ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΟΜΠΟΤΗ ΛΕΚΤΟΡΑΣ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΔΥΤΙΚΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Ομιλία του Κωνσταντίνου Τσουτσοπλίδη Γενικού Γραμματέα Διαχείρισης Κοινοτικών και άλλων Πόρων, στην

ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΘΕΣΗΣ ΜΕΛΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Κοινωνική Οικονομία Συνεταιριστική Επιχειρηματικότητα

Έρευνα για την Απόδοση των Κοινωνικών Επιχειρήσεων

Η Έννοια της Εταιρικής Σχέσης & τα νέα Χρηματοδοτικά Εργαλεία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Θεσμοί και Οικονομική Αλλαγή

Διακήρυξη. των Δικαιωμάτων. και Ευθυνών. των Εθελοντών ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΜΕΓΑΡΟ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΗ ΗΘΙΚΗ SESSION 3 ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΛΑΒΑΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2016/2017

ΑΝΕΡΓΙΑ ΟΡΙΣΜΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΜΟΡΦΕΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η «μικρή» επιχειρηματικότητα σε περίοδο κρίσης

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ. Δομή Στήριξης Φορέων Κοινωνικής Οικονομίας και Επιχειρηματικότητας. Αντώνιος Κώστας, Δρ. Κοινωνικής Οικονομίας

Το οικονομικό κύκλωμα

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ. «Μεικτά» Συστήματα Καπιταλισμού και η Θέση της Ελλάδας

«Πλαίσιο. Άσκησης Κοινωνικής Πολιτικής. Ηνωμένο Βασίλειο» Ηνωμένο Βασίλειο ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΗΜΕΡΙΔΑ: «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΡΕΙΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 17

«Χώροι για ανάπτυξη κοινωνικής συνοχής»

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο κατά τη Νέα Προγραμματική Περίοδο ( ) Βασικά σημεία και διερευνητικές προσεγγίσεις

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΗΜΕΡΙΑ, ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ.

ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ Ι

Νομικό Πλαίσιο των Κοιν.Σ.Επ. Ένταξη στο γενικό μητρώο κοινωνικής οικονομίας

Λιμνιωτάκη Δέσποινα Ψυχολόγος MSc Συνιδρύτρια της Κοιν.Σ.Επ The Healing Tree

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο κατά τη Νέα Προγραμματική Περίοδο ( ) Βασικά σημεία και διερευνητικές προσεγγίσεις

Νεανική γυναικεία επιχειρηματικότητα. Άννα Ευθυμίου Δικηγόρος Εντεταλμένη Σύμβουλος σε Θέματα Νεολαίας στο Δήμο Θεσσαλονίκης Πρόεδρος ΜΚΟ ΝΕΟΙ

Η συµβολή του ΕΣΠΑ ( ΚΠΣ) στην ενδυνάµωση του Ανθρώπινου υναµικού

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο - COM(2015) 98 final ANNEX 1.

Σχέδιο Δράσης: «Φτώχεια και Εργασία: Μια Ολοκληρωμένη Προσέγγιση Διερεύνησης και Άμβλυνσης του Φαινομένου»

Κοινωνική Περιβαλλοντική ευθύνη και απασχόληση. ρ Χριστίνα Θεοχάρη

Κατευθυντήριες Γραμμές του 2001 των Ηνωμένων Εθνών που αποσκοπούν στην δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών

Σύνοψη και προοπτικές για το μέλλον

Τι είναι ο τρίτος τομέας, η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία;

ΣΥΝΕ ΡΙΟ «Κοινωνία σε κρίση, αυτοδιοίκηση σε δράση»

Η επένδυση στο κοινωνικό κεφάλαιο ως διαδικασία επίτευξης κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης

«ΦΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑ: ΜΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΜΒΛΥΝΣΗΣ»

Journal Odysseus Environmental & Cultural Sustainability of the Mediterranean Region: 5 (2013):

ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΜΟΝΤΕΛΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2018/2014(BUD) Σχέδιο έκθεσης Esteban González Pons (PE615.

«Δυνατότητες ανάπτυξης της περιοχής του Πολιχνίτου με το νέο θεσμικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο»

Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

Θεωρίες Πολεοδομικού Σχεδιασμού

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Περιγραφή Μαθήματος-Εισαγωγή στις. δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Του κ. Κωνσταντίνου Γαγλία Γενικού Διευθυντή του BIC Αττικής

V/ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ.

MEDLAB: Mediterranean Living Lab for Territorial Innovation

Επιχειρήσεις 2.0 & Η Νέα Επιχειρηματικότητα. Επιχειρηματικότητα. Εισηγητής: Βασίλης Δαγδιλέλης

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΣΤΟΧΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΣΠΑ

ΑΞΟΝΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ Ε.Π. «EΘΝΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΩΝ »

Νεανική και Νέα Επιχειρηματικότητα στην Πράξη

Αρχές Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Υπηρεσιών ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΝΙΚΟΛΑΟΣ Χ. ΤΖΟΥΜΑΚΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ

35o. Αθήνα 11 Μαΐου 2009

Πώς και γιατί να συστήσετε μια Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση

CLLD / LEADER ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Π.Α.Α ΜΕΤΡΟ 19. ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΤΟΠΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

Πριν όµως περάσω στο θέµα που µας απασχολεί, θα ήθελα µε λίγα λόγια να σας µιλήσω για το ρόλο του Επιµελητηρίου Μεσσηνίας.

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ «ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ»

Μεταπτυχιακό στην Κοινωνική Εργασία

Διεθνείς Οργανισμοί, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κοινωνική Πολιτική(510055) Δημουλάς Κων/νος Επ. Καθηγητής Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Πάντειο Πανεπιστήμιο

Jane Lewis, 2009, Work family balance, gender and policy, UK, Edward Elgar Publishing Limited, 246 σελ.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΔΗΜΟΣ ΚΑΒΑΛΑΣ. Τίτλος του έργου FORUM ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ Χρηματοδοτικά στοιχεία του έργου Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ή Κοινοτική Πρωτοβουλία

FAQ Ποια νομική μορφή να επιλέξουμε για να μπορούμε να θεωρηθούμε φορέας κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας;

15573/17 ΜΙΠ/ριτ 1 DG C 1

Ομιλία Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη Έναρξη λειτουργίας Γραφείου Ενημέρωσης ΑΜΕΑ

Transcript:

ΚΕΝΤΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Επιστημονικός Υπεύθυνος: Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος Έρευνα-Συγγραφή: Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος Χαράλαμπος Οικονόμου Βοηθοί Έρευνας: Αντώνιος Κώστας Θεόδωρος Φούσκας ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ & ΑΛΛΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ Κ.Π EQUAL ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΤΙΤΛΟΣ ΕΡΓΟΥ: 45 64 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΣΥΜΠΡΑΞΗΣ: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ ΑΘΗΝΑ 2007

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΕΛ. ΠΡΟΛΟΓΟΣ. 8 ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ. 10 1.1. Εισαγωγή.. 10 1.2. Οι αιτίες εμφάνισης της κοινωνικής οικονομίας..11 1.3. Οι όροι συγκρότησης και λειτουργίας της κοινωνικής οικονομίας..15 1.4. Συμπερασματικές διαπιστώσεις....27 ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ..28 2.1. Ο ρόλος και η σημασία της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση 28 2.2. Οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κοινωνική οικονομία..29 2.3. Οι εθνικές εμπειρίες. 31 2.3.1. Ηνωμένο Βασίλειο 34 2.3.2. Γαλλία...36 2.3.3. Ιταλία.37 2.3.4. Σουηδία..40 2.4. Συμπερασματικές διαπιστώσεις 42 ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 44 3.1. Εισαγωγή..44 3.2. Οι αιτίες της καθυστερημένης ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα. 45 3.3. Τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα...47 3.4. Τα προβλήματα λειτουργίας της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα......53 3.5. Συμπερασματικές διαπιστώσεις...56 2

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ..58 4.1. Εισαγωγή..58 4.2. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ενδυνάμωση της τοπικής ανάπτυξης στην Ελλάδα 61 4.3. Η συμβολή του τρίτου τομέα στην τοπική ανάπτυξη και απασχόληση...70 4.4. Συμπερασματικές διαπιστώσεις...74 ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΡΙΩΝ ΠΙΛΟΤΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ 77 5.1. Σκοποί και στόχοι των μελετών...77 5.2. Η μεθοδολογία υλοποίησης των μελετών 78 5.3. Τα αποτελέσματα των μελετών 80 5.3.1. Δήμος Δράμας...80 5.3.1.1. Αποτύπωση της κατάστασης του Τρίτου Τομέα στο Δήμο Δράμας...80 5.3.1.2. Αποτύπωση του προφίλ των ανέργων ηλικίας 45-64 ετών στο Δήμο Δράμας..83 5.3.2. Δήμος Τρίπολης...102 5.3.2.1. Αποτύπωση της κατάστασης του Τρίτου Τομέα στο Δήμο Τρίπολης..102 5.3.2.2. Αποτύπωση του προφίλ των ανέργων στο Δήμο Τρίπολης..104 5.3.3. Δήμος Περιστερίου..122 5.3.3.1. Αποτύπωση της κατάστασης του Τρίτου Τομέα στο Δήμο Περιστεριού.122 5.3.3.2. Αποτύπωση του προφίλ των ανέργων στο Δήμο Περιστερίου.124 5.4. Προτάσεις για τα πεδία που είναι δυνατή η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και για τη στελέχωση των κοινωνικών επιχειρήσεων..143 5.4.1. Δήμος Δράμας..143 5.4.2. Δήμος Τρίπολης...144 5.4.3. Δήμος Περιστερίου..145 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 146 3

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α Ερωτηματολόγιο που απευθύνεται στα στελέχη του Δήμου για την αποτύπωση της κατάστασης της κοινωνικής οικονομίας.163 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β Ερωτηματολόγιο που απευθύνεται στους ανέργους του Δήμου ηλικίας 45-64 ετών για την αποτύπωση της κατάστασής τους.169 4

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΙΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣ ΔΡΑΜΑΣ ΣΕΛ. ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1: Φύλο Ανέργων Ηλικίας 45-64. 84 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2: Ηλικία Ανέργων Ηλικίας 45-64...85 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3: Μορφωτικό Επίπεδο Ανέργων Ηλικίας 45-64.86 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 4: Γνώση Ξένων Γλωσσών Ανέργων Ηλικίας 45-64...87 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 5: Γνώση Χρήσης Η/Υ Ανέργων Ηλικίας 45-64.88 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6: Οικογενειακή Κατάσταση Ανέργων Ηλικίας 45-64...89 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7: Αριθμός Παιδιών Ανέργων Ηλικίας 45-64..90 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 8: Διάστημα Ανεργίας Ανέργων Ηλικίας 45-64..91 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 9: Είδος Προηγούμενης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64...92 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 10: Προηγούμενη Εργασία/Απασχόληση Ανέργων Ηλικίας 45-64...93 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 11: Λόγος Διακοπής Προηγούμενης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64... 94 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 12: Λήψη Επιδόματος Ανεργίας.. 95 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 13: Συμμετοχή σε Προγράμματα του ΟΑΕΔ..96 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 14: Τρόπος Αναζήτησης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64....97 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 15: Επιθυμία Έναρξης Νέου Επαγγέλματος....98 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 16: Προτιμήσεις Ανέργων Ηλικίας 45-64 για Ανάπτυξη Κοινωνικής Επιχείρησης σε Ατομικό Επίπεδο ή σε Συνεργασία με Άλλους. 99 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 17: Αντικείμενο Οικονομικής Δραστηριότητας που θα Επιθυμούσαν να Ενασχοληθούν οι Άνεργοι Ηλικίας 45-64. 100 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 18: Επιθυμία για Περαιτέρω Ενημέρωση για το Παρόν Πρόγραμμα Ανέργων Ηλικίας 45-64. 101 5

ΔΗΜΟΣ ΤΡΙΠΟΛΗΣ ΣΕΛ. ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 19: Φύλο Ανέργων Ηλικίας 45-64. 104 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 20: Ηλικία Ανέργων Ηλικίας 45-64...105 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 21: Μορφωτικό Επίπεδο Ανέργων Ηλικίας 45-64.106 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 22: Γνώση Ξένων Γλωσσών Ανέργων Ηλικίας 45-64.107 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 23: Γνώση Χρήσης Η/Υ Ανέργων Ηλικίας 45-64.108 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 24: Οικογενειακή Κατάσταση Ανέργων Ηλικίας 45-64. 109 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 25: Αριθμός Παιδιών Ανέργων Ηλικίας 45-64..110 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 26: Διάστημα Ανεργίας Ανέργων Ηλικίας 45-64. 111 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 27: Είδος Προηγούμενης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64. 112 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 28: Προηγούμενη Εργασία/Απασχόληση Ανέργων Ηλικίας 45-64. 113 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 29: Λόγος Διακοπής Προηγούμενης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64.....114 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 30: Λήψη Επιδόματος Ανεργίας....115 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 31: Συμμετοχή σε Προγράμματα του ΟΑΕΔ 116 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 32: Τρόπος Αναζήτησης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64 117 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 33: Επιθυμία Έναρξης Νέου Επαγγέλματος..118 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 34: Προτιμήσεις Ανέργων Ηλικίας 45-64 για Ανάπτυξη Κοινωνικής Επιχείρησης σε Ατομικό Επίπεδο ή σε Συνεργασία με Άλλους...119 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 35: Αντικείμενο Οικονομικής Δραστηριότητας που θα Επιθυμούσαν να Ενασχοληθούν οι Άνεργοι Ηλικίας 45-64. 120 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 36: Επιθυμία για Περαιτέρω Ενημέρωση για το Παρόν Πρόγραμμα Ανέργων Ηλικίας 45-64. 121 6

ΔΗΜΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΣΕΛ. ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 37: Φύλο Ανέργων Ηλικίας 45-64. 125 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 38: Ηλικία Ανέργων Ηλικίας 45-64...126 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 39: Μορφωτικό Επίπεδο Ανέργων Ηλικίας 45-64.127 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 40: Γνώση Ξένων Γλωσσών Ανέργων Ηλικίας 45-64.128 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 41: Γνώση Χρήσης Η/Υ Ανέργων Ηλικίας 45-64.129 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 42: Οικογενειακή Κατάσταση Ανέργων Ηλικίας 45-64. 130 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 43: Αριθμός Παιδιών Ανέργων Ηλικίας 45-64..131 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 44: Διάστημα Ανεργίας Ανέργων Ηλικίας 45-64. 132 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 45: Είδος Προηγούμενης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64. 133 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 46: Προηγούμενη Εργασία/Απασχόληση Ανέργων Ηλικίας 45-64. 134 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 47: Λόγος Διακοπής Προηγούμενης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64.....135 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 48: Λήψη Επιδόματος Ανεργίας....136 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 49: Συμμετοχή σε Προγράμματα του ΟΑΕΔ 137 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 50: Τρόπος Αναζήτησης Εργασίας Ανέργων Ηλικίας 45-64 138 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 51: Επιθυμία Έναρξης Νέου Επαγγέλματος..139 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 52: Προτιμήσεις Ανέργων Ηλικίας 45-64 για Ανάπτυξη Κοινωνικής Επιχείρησης σε Ατομικό Επίπεδο ή σε Συνεργασία με Άλλους...140 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 53: Αντικείμενο Οικονομικής Δραστηριότητας που θα Επιθυμούσαν να Ενασχοληθούν οι Άνεργοι Ηλικίας 45-64. 141 ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 54: Επιθυμία για Περαιτέρω Ενημέρωση για το Παρόν Πρόγραμμα Ανέργων Ηλικίας 45-64. 142 7

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα μελέτη αποτελεί μέρος των στοχευμένων μελετών ανάπτυξης της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας που εκπονούνται στο πλαίσιο του έργου «45-64: ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ», το οποίο έχει αναληφθεί από την κοινωνική σύμπραξη «Κοινωνικό Επιχειρείν». Στόχος του έργου είναι η υποστήριξη ενηλίκων ατόμων άνω των 45 ετών που αντιμετωπίζουν κοινωνικό αποκλεισμό ή αποκλεισμό από την αγορά εργασίας. Η υποστήριξη εστιάζεται στην επανένταξη στην αγορά εργασίας μέσω της ανάπτυξης μορφών προσέγγισης, συμβουλευτικής και κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Κάτω από αυτό το πρίσμα, ανατέθηκε στο Κέντρο Κοινωνικών και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕ.Κ.Ο.Ε.) του Παντείου Πανεπιστημίου η εκπόνηση μελέτης με σκοπό τον προσδιορισμό των πεδίων ανάπτυξης της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε τρεις περιοχές παρέμβασης: τους Δήμους Περιστερίου, Δράμας και Τρίπολης. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάζονται ακολούθως, διαρθρωμένα σε πέντε κεφάλαια και ένα παράρτημα. Ειδικότερα: Στο πρώτο κεφάλαιο αποτυπώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν την κοινωνική οικονομία. Αναλύονται οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες και οδήγησαν στην ανάδυση του τρίτου τομέα και της κοινωνικής οικονομίας και διερευνώνται οι όροι συγκρότησης και λειτουργίας τους στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται ο ρόλος και η σημασία της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, αναλύονται οι πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενθάρρυνση της κοινωνικής οικονομίας και παρουσιάζεται η εμπειρία τεσσάρων χωρών μελών της Ένωσης: του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Σουηδίας. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται οι παράγοντες που συνέβαλλαν στην καθυστερημένη ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στη χώρα, και οι οποίοι σχετίζονται με το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο του ελληνικού 8

κοινωνικού σχηματισμού. Στη συνέχεια αποτυπώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά και οι μορφές οργάνωσης των ελληνικών κοινωνικών επιχειρήσεων. Τέλος καταγράφονται οι περιορισμοί που αντιμετωπίζει ο εν λόγω τομέας ως προς την ομαλή λειτουργία του. Αντικείμενο του τέταρτου κεφαλαίου είναι η διερεύνηση της συμβολής της κοινωνικής οικονομίας στην τοπική οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Εξετάζονται οι δράσεις και ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μοχλού υποκίνησης και ενδυνάμωσης της σχέσης αυτής, αποτυπώνεται η υφιστάμενη κατάσταση στην Ελλάδα και τα προβλήματα που εμφανίζονται και διατυπώνονται εκτιμήσεις για τις μελλοντικές δυνατότητες. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των τριών πιλοτικών ερευνών στους Δήμους Τρίπολης, Δράμας και Περιστερίου. Οι έρευνες αυτές συνέβαλλαν προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, στην αποτύπωση της εικόνας της κοινωνικής οικονομίας σε κάθε Δήμο και των δραστηριοτήτων στις οποίες αυτή επικεντρώνεται. Δεύτερον, στη διαμόρφωση του προφίλ των ανέργων ηλικίας 45-64 ετών, με την έννοια των δημογραφικών, κοινωνικών και οικονομικών τους χαρακτηριστικών. Με αυτό τον τρόπο έγινε δυνατό να προσδιοριστούν οι δραστηριότητες στις οποίες είναι δυνατό να αναπτυχθεί περισσότερο η κοινωνική επιχειρηματικότητα στους υπό εξέταση Δήμους σε συνδυασμό με τα άτομα στα οποία πρέπει να στραφούν τα μέτρα παρέμβασης ώστε να υποκινηθούν και να τους δοθούν οι ευκαιρίες να συμμετάσχουν σε αυτές τις δραστηριότητες. Τέλος, στο παράρτημα παρατίθενται τα δύο ερωτηματολόγια που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή των πληροφοριών στις τρεις πιλοτικές έρευνες. Στην ερευνητική ομάδα του ΚΕ.Κ.Ο.Ε. του Παντείου Πανεπιστημίου που εκπόνησε τη μελέτη αυτή συμμετείχαν οι ακόλουθοι: Θεόδωρος Σακελλαρόπουλος, Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου Χαράλαμπος Οικονόμου, Λέκτορας Παντείου Πανεπιστημίου Αντώνιος Κώστας, Υποψήφιος Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου Θεόδωρος Φούσκας, Υποψήφιος Διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου 9

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 1.1. Εισαγωγή Ο τρίτος τομέας, που άρχισε να αναπτύσσεται τα τελευταία 15 χρόνια σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και της συζήτησης στον τομέα των κοινωνικών επιστημών. Χαρακτηρίζει την πολύπλοκη πραγματικότητα του χώρου που βρίσκεται ανάμεσα στην αγορά, το κράτος και τις κοινωνικές ανάγκες. Είναι δύσκολο να οριστεί επακριβώς το νόημά του. Η σχετική βιβλιογραφία έχει χαρακτηρίσει αυτό το νέο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο ένα «χαλαρό και πλαδαρό τέρας». Οι ειδικοί, στην προσπάθειά τους να το κατανοήσουν (Kendall, Knapp 1995) αναφέρονται σε αυτό ως μία χαμένη ήπειρο ή «μια αόρατη και ανεξερεύνητη περιοχή» (Salamon et. al. 1999), μια έκταση όπου τα στερεότυπα γεμίζουν τα κενά των εμπειρικών στοιχείων (Kramer 1987). Αυτή η πολυδιάστατη πραγματικότητα έχει ονομαστεί με διάφορους όρους όπως τομέας της κοινωνίας των πολιτών, μη-κυβερνητικός τομέας, μη-κερδοσκοπικός τομέας, εθελοντικός τομέας, ανεξάρτητος τομέας, κοινωνική οικονομία, κοινωνικός τομέας, φιλανθρωπικός τομέας, καθώς και με λιγότερο γνωστές ονομασίες όπως τρίτος χώρος (Van Til 2000) ή κοινόχρηστος, κοινός χώρος (Lohman 1992, 1995). Αυτοί οι όροι είτε αντανακλούν τις διαφορετικές εμπειρίες διαφορετικών κοινωνιών είτε εστιάζουν την προσοχή τους σε περισσότερο συγκεκριμένες ή ευρύτερες διαστάσεις, όψεις και ποιοτικές παραμέτρους. Στην εμπειρική πραγματικότητα ο όρος «τρίτο σύστημα» περιγράφει ένα πολυσύνθετο φάσμα σχέσεων και δράσεων που κυμαίνονται από την έννοια του ενεργού πολίτη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ευέλικτη απασχόληση, τις κοινωνικές υπηρεσίες και την αποκεντρωμένη κοινωνική πρόνοια, την τοπική πολιτική, την κοινωνική συνεργασία, μέχρι τις φιλανθρωπικές δράσεις. Παραπέμπει σε διαφορετικές οργανωτικές μορφές αστικής δέσμευσης όπως συλλόγους, ιδρύματα, εθελοντικούς και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και σωματεία. 10

Ένας γενικά παραδεκτός ορισμός του τρίτου συστήματος καθιερώθηκε από το Συγκριτικό Πρόγραμμα Μη Κερδοσκοπικού Τομέα του Johns Hopkins (Salamon et al. 1999) και περιλαμβάνει πέντε στοιχεία: μια θεσμική αλλά όχι απαραίτητα νομική πραγματικότητα (προσωπικότητα), μια οργανωτική μονιμότητα (σταθερότητα), μη κερδοσκοπική διάθεση, αυτο-διαχείριση και εθελοντική συμμετοχή. Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι να προσδιορίζει τα αίτια που συνέβαλλαν στην ανάδυση της προβληματικής για τον τρίτο τομέα και την κοινωνική οικονομία και να διερευνήσει τα βασικά χαρακτηριστικά και τους όρους συγκρότησης και λειτουργίας του πεδίου αυτού. 1.2. Οι αιτίες εμφάνισης της κοινωνικής οικονομίας O προβληματισμός που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τον προσδιορισμό της έννοιας της κοινωνικής οικονομίας, την οριοθέτησή της και τις δυνατότητές της να αποτελέσει έναν μοχλό προώθησης της απασχόλησης και κάλυψης κοινωνικών αναγκών με σκοπό την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού, συνδέεται με τρεις σημαντικές εξελίξεις που σημειώθηκαν: Πρώτον, την κρίση του φορντικού-τεϊλορικού μοντέλου συσσώρευσης και τη μετάβαση σε μεταφορντικές ευέλικτες μορφές παραγωγής. Δεύτερον, σε άμεση συνάφεια με το πρώτο, την αμφισβήτηση του ρόλου του κράτους πρόνοιας και την αναζήτηση νέων μορφών οργάνωσης της κοινωνικής προστασίας στα πλαίσια λειτουργικών, αναδιανεμητικών, κανονιστικών και θεσμικών επαναχαράξεων (Σακελλαρόπουλος 2003). Τρίτον, την αύξηση της εμφάνισης καταστάσεων κοινωνικού αποκλεισμού στις οικονομικά ανεπτυγμένες κοινωνίες, οι οποίες ουσιαστικά αναιρούν την ιδιότητα του πολίτη και θέτουν στο περιθώριο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Ο ρόλος της κοινωνικής οικονομίας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν περιορισμένος. Ο κύριος λόγος για αυτό ήταν ότι η λογική που διέπει τη λειτουργία της δεν έβρισκε πεδίο έκφρασης σε ένα καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα όπου η κυρίαρχη μορφή συσσώρευσης και οργάνωσης της παραγωγής ήταν ο φορντισμός- 11

τεϊλορισμός. Δηλαδή ένα μοντέλο το οποίο χαρακτηριζόταν από την εντατική συσσώρευση του κεφαλαίου, την πλήρη απασχόληση, τη μαζική βιομηχανική παραγωγή, την οκτάωρη εργασία, τις τεϊλορικές αρχές οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας, τις κεϋνσιανές πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης και τη λειτουργία του κράτους πρόνοιας ως μέσου αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και ενίσχυσης της αγοραστικής της ικανότητας. Στις χώρες όπου ο συνδυασμός φορντισμού-κεϊνσιανού κοινωνικού κράτους δεν ήταν ο κυρίαρχος, οι μικρές εταιρείες, η ανεπίσημη οικονομία, τα νοικοκυριά και οι οργανώσεις του τρίτου τομέα παρέμειναν σημαντικές πηγές εργασίας και επιχειρηματικότητας. Στις χώρες όμως όπου, αντίθετα, ο συνδυασμός αυτός αποτέλεσε την βασική οργανωτική δομή της οικονομίας και της κοινωνίας, οι εκτεταμένες κρατικές παροχές οδήγησαν σε σημαντική αύξηση της απασχόλησης στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών. Μια λιγότερο θετική συνέπεια αυτής της τάσης ήταν η μείωση της εμπιστοσύνης στην κοινωνία των πολιτών, σε σχέση με το ρόλο που αυτή μπορεί να παίξει στην εξασφάλιση εισοδήματος και ευημερίας. Ο φορντισμός, παρόλο που αναμφίβολα ενέτεινε τις διακρίσεις με βάση την τάξη, το φύλο και την εθνικότητα, συνέτεινε ταυτόχρονα στη διαμόρφωση μιας ιδεολογίας του «ανήκειν», δηλαδή, του δικαιώματος και της επιθυμίας όλων να συμμετέχουν σε μια κοινωνία όπου χαρακτηρίζεται από την καθολική απασχόληση, τη μαζική κατανάλωση και την ιδιότητα του πολίτη. (Bauman 1998, Procacci 1978, Rose 1998). Η φτώχεια, η οποία συνδεόταν κυρίως με την ανεπάρκεια εισοδήματος και την οικονομική ανασφάλεια και οι άλλες μορφές κοινωνικής μειονεξίας θεωρούνταν προσωρινές καταστάσεις που θα εξαλείφονταν με την επανένταξη στην αγορά εργασίας και την καταναλωτική κοινωνία και την υιοθέτηση των κοινών κανόνων και αξιών. Οι ανάγκες και οι άποροι, επομένως, θεωρούνταν ακόμα ως μέρος της συνήθους κοινωνικής τάξης. Δεν αντιμετωπίζονταν ως ένας ξεχωριστός κόσμος που απαιτούσε ιδιαίτερη μεταχείριση, κάτι το οποίο συμβαίνει σήμερα με τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού διαφέρει από την παραδοσιακή έννοια της φτώχειας, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται μόνο σε μια προσωρινή κατάσταση οικονομικής στενότητας αλλά και σε μια συνεχή διαδικασία παρεμπόδισης στην απορρόφηση δημόσιων και κοινωνικών αγαθών (Κασιμάτη 1998). 12

Ο φορντισμός συμβόλιζε επίσης ένα μοντέλο ιδιότητας του πολίτη που βασιζόταν στα συλλογικά δικαιώματα, τη δικαιοσύνη στην κατανομή και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ή σύμφωνα με την ορολογία του Marshall, στα αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών συνασπίζονταν γύρω από αγώνες για την ανακατανομή του εισοδήματος και το κράτος πρόνοιας. Οι πολιτικές τους αξιώσεις επικεντρώνονταν γύρω από τις καθολικές έννοιες της δικαιοσύνης και της ισότητας και εκφράζονταν μέσω των μαζικών πολιτικών κομμάτων, του κοινοβουλίου και άλλων αντιπροσωπευτικών θεσμών. Με εξαίρεση την ύπαρξη σημαντικών μαζικών οργανώσεων, όπως τα εργατικά συνδικάτα και περιόδους κοινωνικής κινητοποίησης από κινήματα όπως το φοιτητικό και το φεμινιστικό, η κοινωνία των πολιτών έμεινε σχετικά αδρανής σε σχέση με τα δικαιώματα του πολίτη. Όμως το σκηνικό αλλάζει από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, λόγω μιας σειράς δυσμενών εξελίξεων που έλαβαν χώρα την περίοδο αυτή. Η αύξηση των τιμών του πετρελαίου, η αύξηση των εξαγωγών χωρών με χαμηλό κόστος εργασίας, η μείωση των αποδόσεων του κεφαλαίου, η αύξηση των ελλειμμάτων στους κρατικούς προϋπολογισμούς, η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και οργανωτικών αρχών της παραγωγής που δίνουν έμφαση στην ευελιξία και τις διαφορετικές προτιμήσεις των καταναλωτών, έθεσαν σε αμφισβήτηση τη δυνατότητα του φορντικού-τεϊλορικού μοντέλου συσσώρευσης και οργάνωσης της παραγωγής για την αξιοποίηση του κεφαλαίου. Μια πρώτη αντίδραση από τις βιομηχανίες ήταν η μεταφορά της παραγωγής σε περιοχές με φτηνό εργατικό δυναμικό, οι μαζικές απολύσεις και οι αναθέσεις υπεργολαβίας μέρους της παραγωγής. Επιπροσθέτως, εμφανίστηκαν νέες βιομηχανίες όπως η μικροηλεκτρονική και άλλες βιομηχανίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, ευέλικτες τεχνολογίες και ευέλικτες εργασιακές πρακτικές. Το αποτέλεσμα ήταν η μεταμόρφωση της εργασίας και η μείωση της ισχύος των βιομηχανικών περιοχών των αναπτυγμένων οικονομιών στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η διαδικασία αποβιομηχάνισης που έλαβε χώρα σηματοδότησε το τέλος της πλήρους και σταθερής τυπικής απασχόλησης, έτσι ώστε κάποιοι έκαναν λόγο για το «τέλος της 13

εργασίας» (Gorz 1982, Rifkin 1995). Η δεκαετία του 1980 σημαδεύτηκε από τη μακροχρόνια ανεργία λόγω της αύξησης της παραγωγικότητας και της υποκατάστασης της εργασίας από την τεχνολογία. Επιπροσθέτως, αυξήθηκαν οι μορφές μερικής, αβέβαιης και ανεπίσημης απασχόλησης, αφού οι εταιρείες προσπάθησαν να μειώσουν το εργατικό κόστος και να αναπροσαρμόσουν τις συμβάσεις εργασίας. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση της ανασφάλειας στην απασχόληση, που επιδεινώθηκε με την απώλεια θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα η οποία ήταν συνυφασμένη με μια νέα τάση ιδιωτικοποίησης και απορρύθμισης. Στα πλαίσια αυτά, ο τρίτος τομέας άρχισε να εμφανίζεται ως μια συμπληρωματική πηγή απασχόλησης και επιχειρηματικότητας. Ενώ κατά τη διάρκεια του φορντισμού, οι άνεργοι θεωρούνταν μέρος του εφεδρικού στρατού εργασίας, τώρα αντιμετώπιζαν την προοπτική του μόνιμου ή συχνού αποκλεισμού από την αγορά εργασίας. Εκείνοι που δεν είχαν τα αναγκαία προσόντα, συμπεριφορά και εμπειρία οδηγήθηκαν σε καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού, χωρίς εγγυήσεις για την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας (Byrne 1999). Η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορούσε πλέον να εγγυηθεί την επιστροφή τους στην εργασία. Αυτές οι ομάδες θα αποτελούσαν τα νέα κοινωνικά υποκείμενα στο πεδίο δράσης της ανεπίσημης ή μαύρης οικονομίας ή στις οργανώσεις του τρίτου τομέα που παρείχαν υπηρεσίες τις οποίες είχαν εγκαταλείψει ο κρατικός ή ο ιδιωτικός τομέας (Catterall et al. 1996, Borzaga and Maiello 1998). Η δεύτερη εξέλιξη που είχε σημασία για την κοινωνική οικονομία αφορά στις επιπτώσεις που είχε η κρίση του φορντισμού πάνω στο καθολικό κράτος προνοίας. Η επιβράδυνση της ανάπτυξης αύξησε τις απαιτήσεις από το κράτος προνοίας (π.χ. λόγω της αύξησης της ανεργίας), αλλά άσκησε επίσης πίεση στους πόρους που διατίθεντο για την ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων. Η διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των δαπανών και των εσόδων επέβαλε την αύξηση των δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα (Pierson 1991), οδηγώντας στην οικονομική κρίση του κράτους (O Connor 1973). Στην προβληματική για την μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας συνέβαλλαν και άλλοι λόγοι. Πρώτον, η ανάγκη του κεφαλαίου για εφεδρικό εργατικό δυναμικό είχε εξαφανιστεί, με αποτέλεσμα να εκλείψει η ανάγκη για καθολική κοινωνική προστασία και κατά συνέπεια σημειώθηκε η μετάβαση σε επιλεκτικές πολιτικές 14

πρόνοιας. Με βάση αυτό το σκεπτικό, προβάλλονταν όλο και περισσότερο αντιρρήσεις στη χρήση φορολογικών εσόδων για καθολική πρόνοια και ανακατανομή του εισοδήματος. Οι αντιρρήσεις αυτές έναντι της φορολογικής επιβάρυνσης στη δεκαετία του 1980 (Confalonieri και Newton 1995), οφείλονταν εν μέρει σε αυτό που ο Galbraith (1992) περιέγραψε ως την πολιτική μιας ικανοποιημένης πλειοψηφίας, δηλαδή της μεσαίας τάξης, που είναι προετοιμασμένη να αποδεχτεί τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων με βάση το σκεπτικό ότι η υψηλή φορολογία θα επέφερε δυσανάλογα οφέλη πρόνοιας (ιδιαίτερα με την ανάπτυξη ιδιωτικών προγραμμάτων προνοίας και τις προσωπικές αποταμιεύσεις). Δεύτερον, τα πολιτικά κόμματα άρχισαν να απορρίπτουν την ιδέα του κράτους που τα παρέχει όλα. Οι νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις ενοχοποίησαν το κράτος πρόνοιας ότι ευνόησε την ανάπτυξη μιας κουλτούρας εξάρτησης στο πλαίσιο ενός κρατικού πατερναλισμού και στόχευσαν την φιλοσοφία τους «στον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του». Επίσης, τη δεκαετία του 1990 οι σοσιαλδημοκράτες αναζητώντας έναν «τρίτο δρόμο» μεταξύ κράτους και αγοράς δέχτηκαν ότι το κράτος θα έπρεπε να δίνει κυρίως παροχές σε εκείνους με τη μεγαλύτερη ανάγκη και ότι τα δικαιώματα για την παροχή επιδομάτων θα έπρεπε να συνδέονται με ευθύνες και ειδικότερα με τη δέσμευση του ατόμου στην ενεργή αναζήτηση εργασίας. Έτσι, σημειώθηκε η μετάβαση από την έννοια του Κεϋνσιανού Εθνικού Κράτους Πρόνοιας, στην έννοια του Σουμπετεριανού Μεταεθνικού Καθεστώτος του Κράτους Εργασίας, όπου το κοινωνικό κράτος ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας (Σακελλαρόπουλος 1999). 1.3. Οι όροι συγκρότησης και λειτουργίας της κοινωνικής οικονομίας Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο όρος κοινωνική οικονομία δεν είχε τεθεί στην ημερήσια διάταξη της ακαδημαϊκής και πολιτικής κοινότητας. Πιο συνηθισμένη ήταν η χρήση όρων όπως «τρίτος τομέας», «μη κερδοσκοπική δραστηριότητα», «κοινοτική επιχείρηση», «εθελοντική οργάνωση», οι οποίοι όμως εντάσσονταν στα πλαίσια μιας πιο μετριοπαθούς προσέγγισης δραστηριοτήτων που αποσκοπούσαν στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών και τοποθετούνταν στα όρια μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, με βάση θεωρίες του ρεύματος του προνοιακού πλουραλισμού 15

(Στασινοπούλου 1996). Οι μορφές αυτές οργανώσεων και φορέων παροχής κοινωνικών υπηρεσιών δεν αντιμετωπίζονταν ως τμήμα της οικονομίας δεδομένου ότι δεν είχαν κερδοσκοπικά κίνητρα και δεν αποσκοπούσαν στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά ως πολιτικά υποκείμενα που προάγουν τα πολιτικά δικαιώματα. Η παραπάνω κατάσταση άλλαξε σημαντικά κατά την τελευταία δεκαετία, όπου άρχισε η χρήση του όρου κοινωνική οικονομία να εδραιώνεται. Ο όρος κοινωνική οικονομία αναφέρεται σε ένα ευρύ φάσμα μη κερδοσκοπικών κυρίως δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών οι οποίες αποσκοπούν στην ικανοποίηση κοινωνικών και οικονομικών αναγκών της τοπικής κοινότητας, των μελών της κ.ά. Στο πλαίσιο αυτό, εντάσσονται δραστηριότητες αλληλοβοήθειας και συνεργασίας, ο σχηματισμός συνεταιρισμών όπως οι πιστωτικοί συνεταιρισμοί και στεγαστικών ενώσεων, η λειτουργία κοινοτικών και κοινωνικών επιχειρήσεων και εταιρειών κ.ά. (Amin et al. 2002). Σήμερα, η κοινωνική οικονομία καλύπτει διάφορες υπηρεσίες, όπως εκπαίδευση, εργασιακή και επιχειρηματική εμπειρία, στέγαση, πρόνοια, καταναλωτικές υπηρεσίες, προστασία του περιβάλλοντος κλπ. Κύρια επιδίωξη των οργανισμών που δραστηριοποιούνται στην κοινωνική οικονομία δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων (π.χ. μέσω της πρόσληψης ή εκπαίδευσης κοινωνικά αδύναμων ομάδων), η ανταπόκριση σε ανάγκες που δεν ικανοποιούνται επαρκώς (π.χ. προστασία περιβάλλοντος, παροχή φροντίδας των παιδιών ή στέγαση για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα) και η δημιουργία νέων μορφών εργασίας. Η κοινωνική οικονομία επομένως βασίζεται σε αρχές που αφορούν κυρίως τις ανάγκες των ατόμων. Ουσιαστικό στοιχείο στη λειτουργία της κοινωνικής οικονομίας είναι η αποτελεσματική συνεργασία, η αλληλεξάρτηση και η ενεργή συμμετοχή των πολιτών στην κοινωνική και οικονομική ευημερία των τοπικών κοινοτήτων. Ο βαθμός επιτυχίας των δραστηριοτήτων της κρίνεται με βάση: τα οφέλη που προκύπτουν για την ευρύτερη κοινότητα σε σχέση με τον αριθμό των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται, τον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν σε εθελοντικές δράσεις, 16

τα οφέλη για τους παραγωγούς και τους χρήστες, την ικανότητα μιας ενέργειας και πρωτοβουλίας να παράγει εισόδημα για την κοινότητα. Υπάρχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά των οργανισμών της κοινωνικής οικονομίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο πρωταρχικός σκοπός τους δεν είναι η αποκόμιση κερδών και η μεγιστοποίησή τους με βάση την οικονομική απόδοση του επενδυμένου κεφαλαίου. Αντίθετα, η λειτουργία τους αποσκοπεί: στην ενδυνάμωση της συμμετοχικής οικονομίας, με βάση την ύπαρξη κοινών αναγκών και την κάλυψη αυτών με τη μορφή ευρύτερων συνεργασιών, στη διεύρυνση της εθελοντικής συμμετοχής και την ανάπτυξη αλληλέγγυων σχέσεων μεταξύ των μελών, στην ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων μέσω, για παράδειγμα, της εκπαίδευσης κοινωνικά ευπαθών ομάδων, στην ανταπόκριση σε ανάγκες που δεν ικανοποιούνται επαρκώς από άλλες μορφές δράσης και παρέμβασης, όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η παροχή ημερήσιας φροντίδας στα παιδιά κ.λπ., στη δημιουργία νέων μορφών εργασίας, στην προώθηση της ευελιξίας και της καινοτομίας έτσι ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη ανταπόκριση στο μεταβαλλόμενο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον Οι βασικότερες μορφές φορέων που δραστηριοποιούνται στην κοινωνική οικονομία είναι οι συνεταιρισμοί, οι εταιρίες αλληλοβοήθειας, οι εθελοντικές ενώσεις και τα μη κυβερνητικά, μη κερδοσκοπικά ιδρύματα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2002). Οι συνεταιρισμοί είναι ιδιαίτερα σημαντικοί στους τομείς της γεωργίας, της μεταποιητικής βιομηχανίας, των τραπεζών, του εμπορίου και των υπηρεσιών και εμφανίζουν χαρακτηριστικά όπως η ανοιχτή, εθελοντική συμμετοχή, η ισότητα μεταξύ των μελών στο δικαίωμα ψήφου, η λήψη αποφάσεων με βάση την αρχή της πλειοψηφίας, η ισότιμη και ισόποση διανομή των οικονομικών αποτελεσμάτων στα μέλη, η αυτονομία και ανεξαρτησία. Οι εταιρίες αλληλοβοήθειας δραστηριοποιούνται κυρίως σε τομείς όπως οι ιατρικές υπηρεσίες και οι ασφάλειες και χαρακτηρίζονται από ανοιχτή, εθελοντική συμμετοχή, 17

ίσα δικαιώματα ψήφου, ανάγκη πλειοψηφίας για τη λήψη αποφάσεων, αυτονομία, ανεξαρτησία και οι αμοιβές των μελών βασίζονται σε ασφαλιστικούς υπολογισμούς και όχι στην αναδιανομή του κεφαλαίου. Οι εθελοντικές οργανώσεις παρέχουν κυρίως κοινωνικές υπηρεσίες όπως φροντίδα υγείας και μέριμνα για την τρίτη ηλικία και για τα παιδιά και χαρακτηρίζονται και αυτές από ανοιχτή, εθελοντική συμμετοχή, ίσα δικαιώματα ψήφου, πλειοψηφία για τη λήψη αποφάσεων, αυτονομία και ανεξαρτησία. Τέλος, τα κοινωφελή ιδρύματα διοικούνται από διορισμένους διαχειριστές, τα κεφάλαιά τους προέρχονται από δωρεές και κληροδοτήματα, υποστηρίζουν διεθνή, εθνικά και τοπικά ερευνητικά έργα αναλαμβάνοντας τη χρηματοδότησή τους, πολλές φορές διενεργούν έρευνες τα ίδια, χρησιμοποιώντας το προσωπικό που απασχολούν και κάνουν δωρεές σε άτομα με ανάγκη, επιχορηγούν την εθελοντική εργασία και χρηματοδοτούν προγράμματα για την υγεία και τη μέριμνα των ηλικιωμένων. Για τον προσδιορισμό μιας επιχείρησης ως κοινωνικής θα πρέπει να ικανοποιούνται ορισμένα κριτήρια. Τα βασικότερα από αυτά είναι τα ακόλουθα: Ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της λειτουργίας της: Οι κοινωνικές επιχειρήσεις δίνουν έμφαση στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και αποσκοπούν στην βοήθεια της κοινότητας στην οποία υπάγονται καθώς και των μελών αυτής. Η εμπορική δραστηριότητα έχει δευτερεύουσα σημασία αφού αποτελεί το μέσο επίτευξης του κοινωνικού σκοπού. Η φιλικότητα προς τους εργαζόμενους: Εκτός από τον ανθρωποκεντρισμό τους, οι κοινωνικές επιχειρήσεις παρέχουν τη δυνατότητα απασχόλησης σε ανέργους που ανήκουν σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες. Η μη διανομή των κερδών: Οι Κοινωνικές Επιχειρήσεις δεν στοχεύουν στη διανομή πλούτου στα μέλη τους. Τα κέρδη επανεπενδύονται στην ίδια την επιχείρηση με σκοπό την επέκταση των δραστηριοτήτων της ώστε να επιφέρει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος για την κοινότητα ή τους εργαζόμενους. Ο συνδυασμός κοινωνικών και οικονομικών στόχων: Η εξασφάλιση της λειτουργίας μιας κοινωνικής επιχείρησης προϋποθέτει αυτή να ανταποκρίνεται σε 18

κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας, χωρίς όμως να υποβαθμίζονται οι κοινωνικοί της στόχοι που είναι και οι πρωταρχικοί όροι ίδρυσής της. Η κοινή ιδιοκτησία: Τα περιουσιακά στοιχεία των Κοινωνικών Επιχειρήσεων δεν μπορούν να πωληθούν προς όφελος κάποιου ιδιώτη αλλά μόνο προς όφελος της κοινότητας στην οποία λειτουργούν ή κάποιας κοινωνικής ομάδας. Η δημοκρατική διακυβέρνηση και η διαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων: Στόχος των Κοινωνικών Επιχειρήσεων είναι να συμπεριλαμβάνουν στις τάξεις τους άτομα ακολουθώντας όσο το δυνατόν πιο δημοκρατικές, μη-ιεραρχικά δομημένες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Η αξιοπιστία των κοινωνικών επιχειρήσεων στηρίζεται στη δημοσιοποίηση των δραστηριοτήτων τους, καθώς και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν. Με άλλα λόγια προωθούν ένα συμμετοχικό μοντέλο διοίκησης. Η εθελοντική εργασία: Πολλοί προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ή εργάζονται σε κοινωνικές επιχειρήσεις χωρίς αμοιβή επειδή διακατέχονται από την πίστη στις αξίες και το έργο που αυτές παράγουν. Σε αντάλλαγμα αποκομίζουν την προσωπική ηθική ικανοποίηση για την κοινωνική αναγνώριση των προσπαθειών τους. Ο προσανατολισμός τους στην τοπική κοινότητα: Η δραστηριότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων στηρίζει την τοπική ανάπτυξη και συνοχή και αναπτύσσει δεσμούς με την τοπική αυτοδιοίκηση. Σύμφωνα με τον ορισμό του Ευρωπαϊκού Δικτύου για την Κοινωνική Οικονομία ΕΜΕS, μια κοινωνική επιχείρηση είναι αποτέλεσμα ανάληψης πρωτοβουλίας από πολίτες, αποσκοπεί στο όφελος της κοινότητας και η πιθανή ύπαρξη επενδυτικών συμφερόντων είναι περιορισμένη. Επιπροσθέτως, οι κοινωνικές επιχειρήσεις δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην αυτόνομη λειτουργία τους και στην ανάληψη σχετικού οικονομικού κινδύνου που συνδέεται με την συνεχή κοινωνικοοικονομική τους δραστηριότητα (Defourny, Nyssens 2006). Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, μια κοινωνική επιχείρηση συνδυάζει 4 οικονομικά και 5 κοινωνικά χαρακτηριστικά. Τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν την οικονομική διάσταση μιας κοινωνικής επιχείρησης είναι: - η συνεχής παραγωγική δραστηριότητα αγαθών και υπηρεσιών, - ο υψηλός βαθμός διαχειριστικής και διοικητικής αυτονομίας, 19

- η ανάληψη ενός ορισμένου βαθμού επιχειρηματικού κινδύνου, - η χρησιμοποίηση ενός ορισμένου τουλάχιστον βαθμού αμειβόμενης εργασίας. Από την άλλη, τα χαρακτηριστικά που υποδηλώνουν την κοινωνική διάσταση μιας κοινωνικής επιχείρησης είναι: - ο σαφής στόχος να επωφεληθεί η κοινότητα από τη λειτουργία της κοινωνικής επιχείρησης. - η ανάληψη της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας από μια ομάδα πολιτών, - η λήψη των αποφάσεων με δημοκρατικές διαδικασίες με βάση την αρχή «ένα μέλος, μια ψήφος» και όχι ανάλογα με τα μετοχικά μερίδια, - η συμμετοχή στη διαχείριση όλων όσων επηρεάζονται από τη λειτουργία της επιχείρησης και - η απουσία διανομής κερδών ή εάν αυτό λαμβάνει χώρα να γίνεται σε έναν πολύ περιορισμένο βαθμό. Στη συζήτηση για τη δημόσια πολιτική σήμερα, η κοινωνική οικονομία προσεγγίζεται με βάση την αντίληψη ότι μπορεί να προσφέρει υπηρεσίες για τους κοινωνικά αποκλεισμένους, με την παροχή απασχόλησης και την κάλυψη των αναγκών για κοινωνική προστασία, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην κοινωνική επανένταξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων (Borzaga και Maiello 1998, Lipietz 1992 και 1995). Ο μη κερδοσκοπικός τομέας θεωρείται ότι μπορεί να παράσχει αγαθά και υπηρεσίες, συμβάλλοντας κατ αυτόν τον τρόπο στην ικανοποίηση των σε μεγάλο βαθμό ακάλυπτων αναγκών των αποκλεισμένων ομάδων ή κοινοτήτων. Οι ανάγκες αυτές περιλαμβάνουν υπηρεσίες για ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού όπως η φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, η εκπαίδευση των ανέργων, η εξασφάλιση ενός βιώσιμου φυσικού περιβάλλοντος, υπηρεσίες για άστεγους, μετανάστες, εξαρτημένα άτομα από ναρκωτικές ουσίες, ανύπαντρες μητέρες, άτομα με ειδικές ανάγκες κ.λπ. Η δραστηριότητα της κοινωνικής οικονομίας δεν αποσκοπεί στο κέρδος αλλά στην ικανοποίηση κοινωνικών αναγκών και συνεπώς καθίσταται σημαντικός παράγοντας για την κοινωνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό αναδύεται η έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο αναφέρεται στην ικανότητα της κοινωνίας των πολιτών να ενισχύει την οικονομική αποτελεσματικότητα και να δημιουργεί κοινωνική 20

προστιθέμενη αξία μέσω της ανάπτυξης δικτύων διαπροσωπικής και συλλογικής δέσμευσης (Putnam 1993). Οι κοινωνικές επιχειρήσεις και ο τρίτος τομέας ως χώροι τόσο κοινωνικής ολοκλήρωσης όσο και κάλυψης των κοινωνικών αναγκών, θεωρούνται όλο και περισσότερο ως πηγές κοινωνικού κεφαλαίου οι οποίες μπορούν να συμβάλλουν στην ευδοκίμηση θεσμών που τοποθετούνται μεταξύ του ατόμου και του κράτους και να προωθήσουν αξίες όπως η υπευθυνότητα, η αίσθηση υποχρέωσης, η αυτο-κινητοποίηση και η αυτο-φροντίδα του ατόμου (Rimke 2000). Σύμφωνα με την προσέγγιση του κοινοτισμού που απορρέει από την παράδοση των ΗΠΑ (Gittell και Vidal 1998, Walzer 1995), η έμφαση δίνεται στην κοινωνικά προσδιορισμένη ηθική συμπεριφορά και δράση και στην αξία της κοινωνίας πρόνοιας. Η σοσιαλδημοκρατική έμφαση στο κοινωνικό κράτος και ο νεοφιλελεύθερος ατομικισμός προς τους κοινωνικά αποκλεισμένους αντικαθίστανται από την αμοιβαιότητα μεταξύ ομοιογενών κοινοτήτων. Στα πλαίσια αυτά, η κοινωνική οικονομία αποτελεί τμήμα ενός προγράμματος δόμησης της κοινότητας, συμβάλλοντας στην αναζωογόνηση της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας σε περιοχές με σημαντικά κοινωνικά προβλήματα, μέσω υποδειγματικών προγραμμάτων που καλύπτουν κοινωνικές ανάγκες και προωθούν την αμοιβαιότητα. Η κοινωνική οικονομία συνδέεται με μια νέα πολιτική ενίσχυσης των τοπικών κοινωνιών όπου η κοινωνική δικαιοσύνη εκπορεύεται από τη βάση και διαχέεται προς τα επάνω (Donnison 1994). Με βάση τα παραπάνω, η κοινωνική οικονομία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια νέα προσέγγιση της συμμετοχικής δημοκρατίας, με δύο διαστάσεις. Η μια διάσταση επικεντρώνεται στον εκ νέου προσδιορισμό της δημόσιας σφαίρας, ως το πεδίο δράσης ενεργών πολιτών που έχουν φωνή και λόγο (Donnison 1994). Οι οργανώσεις της κοινωνικής οικονομίας ενισχύουν τα άτομα με διάφορους τρόπους όπως μέσω συμμετοχικών διαδικασιών, της διαμαρτυρίας και της προάσπισης των συμφερόντων τους ή μέσω της δημιουργίας συμμαχιών με άλλες κοινωνικές ομάδες που πρεσβεύουν παρόμοιες απόψεις (Bucek και Smith 2000). Η δεύτερη διάσταση δίνει έμφαση στους θεσμούς της κοινωνικής οικονομίας, στα πλαίσια ενός μοντέλου συνεταιριστικής δημοκρατίας, βασισμένης στην κατανομή ισχύος σε οργανώσεις και ενώσεις πολιτών (Hirst 1994). Στη συνεταιριστική κοινωνία, οι συνδετικές και παραδοσιακές δυνάμεις του τρίτου τομέα μπορούν να αφομοιώσουν τις κρατικές 21

ευθύνες που αφορούν στην πρόνοια (de Leonardis 1998), καθώς και να αναπτύξουν έναν πιο ανοικτό και συνεργατικό κώδικα λειτουργίας με τους αποδέκτες των υπηρεσιών (Williams και Windebank 1998). Μια άλλη προσδοκία από την κοινωνική οικονομία σχετίζεται με τη διαμόρφωση μιας αντικουλτούρας επιβίωσης στα όρια του καπιταλισμού. Η έμφαση στις κοινωνικές ανάγκες και την κοινωνική και οικολογική ισορροπία, έρχεται σε αντίθεση με την πρωτοκαθεδρία που δίδεται από τον καπιταλισμό στο κέρδος και την αγοραστική ικανότητα. Η αντικουλτούρα αυτή βρήκε έκφραση στα κοινωνικά κινήματα όπως το φοιτητικό κίνημα που διαδήλωνε για εναλλακτικές κοινωνίες, αντίθετες στο κατεστημένο αξίες και έναν αντικαταναλωτικό τρόπο ζωής, το φεμινιστικό κίνημα που απέρριπτε τα πατριαρχικά πρότυπα οργάνωσης της κοινωνίας και τμήματα του εργατικού κινήματος που ασκούσαν πίεση για μεγαλύτερο έλεγχο από τους εργαζόμενους στις συνθήκες παραγωγής και ανακατανομής του υπερπροϊόντος. Ανάλογες διεκδικήσεις υπάρχουν και από την πλευρά της κοινωνικής οικονομίας, από ομάδες αυτοβοήθειας και διάφορες οργανώσεις του τρίτου τομέα. Στα εγχειρήματα περιλαμβάνονται εναλλακτικά νομισματικά συστήματα που βασίζονται στην καταμέτρηση του χρόνου (π.χ. χρονο-δολάρια) ή σε κουπόνια, πιστωτικές μονάδες που δημιουργήθηκαν από τοπικές συνεισφορές και παρέχουν δανεισμό με χαμηλό επιτόκιο, τοπικοί εμπορικοί διακανονισμοί που βασίζονται στην ανταλλαγή (π.χ. δύο ώρες φροντίδας ενός παιδιού για μια ώρα διδασκαλίας) και πόροι που διανέμονται σε συνεργατική ή συμμετοχική βάση (π.χ. εγκαταστάσεις στέγασης, σίτισης και αναψυχής). Από την παραπάνω ανάλυση φαίνεται ότι η κοινωνική οικονομία συνοδεύεται από ένα πλήθος υψηλών προσδοκιών, που κυμαίνονται από το ρόλο της ως πηγή εργασίας, επιχειρηματικότητας και πρόνοιας έως το ρόλο της στην ανάκτηση μιας κοινωνικής, συμμετοχικής δημοκρατίας και μιας κουλτούρας ενάντια στον άκρατο καταναλωτισμό (Rifkin 2000, Flores και Gray 2000). Οι προσδοκίες αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με της σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ κοινωνικής οικονομίας, αγοράς, κράτους και κοινωνίας των πολιτών. Στις Η.Π.Α., οι οποίες χαρακτηρίζονται από ένα υπολειμματικό μοντέλο κοινωνικού κράτους, η παραγωγή και διανομή κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών γίνεται κυρίως από μη κερδοσκοπικές οργανώσεις (Borzaga και Maiello 1998). Την απουσία ενός ισχυρού 22

κράτους πρόνοιας αντανακλά η προσπάθεια ενθάρρυνσης της κοινοτικής ανάπτυξης και ο τρίτος τομέας λαμβάνει τη μορφή οργάνωσης της πρόνοιας μέσω μη κερδοσκοπικών και εθελοντικών οργανώσεων (Mollenkopf 1983). Στη Δυτική Ευρώπη όπου η παράδοση του κορπορατιστικού ή σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού κράτους είναι ισχυρή, επικρατεί η άποψη της κρατικής χρηματοδότησης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ιδιαίτερα όταν αυτή υποκαθιστά τη δράση του δημόσιου τομέα και το κράτος έχει γενικά πιο σημαντικό ρόλο στην ενθάρρυνση και τη στήριξη της κοινότητας και της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης (Borzaga και Maiello 1998). Ωστόσο, παρά τη γενική αυτή τάση, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Η κοινωνική πολυμορφία της Ευρώπης από την άποψη των θεσμών κοινωνικής προστασίας έχει επανειλημμένα επισημανθεί από την ακαδημαϊκή κοινότητα η οποία θεωρεί ότι η ύπαρξη ενός ενιαίου ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί (Sakellaropoulos and Bergman 2004). Η έρευνα έχει εντοπίσει τρία με τέσσερα μοντέλα κοινωνικού κράτους στην Ευρώπη και ανάλογα θα μπορούσε να γίνει λόγος για τέσσερα μοντέλα κοινωνικής οικονομίας: το Αγγλοσαξονικό, το Μεσογειακό, το Σκανδιναβικό και το μοντέλο του Ρήνου (www.fondazionecesar.it). Το Aγγλοσαξoνικό μοντέλο εντοπίζεται στη Μεγάλη Βρετανία και δίνει έμφαση στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού μέσω των προσεγγίσεων της τοπικής κοινωνικής οικονομίας και του τρίτου τομέα που συμπεριλαμβάνουν μία ποικιλία συνεταιρισμών, πιστωτικών συνεταιρισμών (credit unions), παραδοσιακών οργανισμών αλληλοβοήθειας (mutuals), εθελοντικών οργανώσεων, επιχειρήσεων με κοινωνικό προσανατολισμό και οργανισμών στέγασης. Τα παραπάνω έχουν καταστεί κεντρικό στοιχείο στην πολιτική οικονομία των Νέων Εργατικών και αντανακλάται τόσο στα κείμενα του Πρωθυπουργού της Μ. Βρετανίας T. Blair όσο και των θεωρητικών του υποστηρικτικών (όπως ο Giddens 1998 και 2000). Η κοινωνική οικονομία αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο μέρος ενός τρίτου δρόμου, μεταξύ κράτους και αγοράς, που εκπληρώνει κοινωνικο-πολιτικούς στόχους μέσω κοινωνικά χρήσιμης οικονομικής δραστηριότητας. Περιλαμβάνει την παραγωγή και τη διανομή αγαθών και υπηρεσιών από οργανισμούς κυρίως τοπικής ιδιοκτησίας και ελέγχου, δημιουργεί εναλλακτικές μορφές εργασίας και απασχόλησης, ενισχύοντας παράλληλα 23

την τοπική δημοκρατία και ενισχύοντας τη διασύνδεση μεταξύ εργασίας και προσωπικής ευθύνης (workfare). Το Μεσογειακό μοντέλο περιλαμβάνει την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα. Η Ιταλία είναι μια χώρα όπου ο τρίτος τομέας είναι πολύ ισχυρός και αποτελείται από συνεταιρισμούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, μη κερδοσκοπικές ενώσεις και κοινωνικές επιχειρήσεις. Στην Πορτογαλία και την Ισπανία, η κοινωνική οικονομία είναι σχετικά λιγότερο αναπτυγμένη. Για παράδειγμα, μόλις το 1999 εισήχθη στην Πορτογαλία η νομική έννοια των «κοινωνικών συνεταιρισμών περιορισμένης ευθύνης». Στην περίπτωση της Ελλάδας, τίθεται το ερώτημα αν μπορούμε πραγματικά να μιλάμε για τρίτο τομέα. Ο προβληματισμός για το Μεσογειακό μοντέλο σχετίζεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κράτους στις χώρες της Μεσογείου, όπως ο ρόλος της οικογένειας στην κοινωνική αναπαραγωγή, που έχουν εξεταστεί διεξοδικά από τον Ferrera (1999). Το Σκανδιναβικό μοντέλο περιλαμβάνει τη Φινλανδία, τη Νορβηγία, τη Δανία και τη Σουηδία. Και οι τέσσερις χώρες έχουν παρεμφερή κοινωνικά συστήματα: βαθιά ριζωμένη παράδοση σε λαϊκά κινήματα, μεγάλο δημόσιο τομέα και ισχυρό κράτος πρόνοιας (Borzaga και Maiello 1998). H μείωση των κοινωνικών δαπανών στις χώρες αυτές τα τελευταία χρόνια συνέτεινε στην τόνωση της δραστηριότητας του τρίτου τομέα και στην ανάπτυξη των συνεταιρισμών, ειδικότερα στις αγροτικές περιοχές. Το αποτέλεσμα είναι, η παροχή πρόνοιας και υπηρεσιών να διοχετεύεται μέσω ενός πιο σύνθετου συνδυασμού κρατικής και κοινωνικής οικονομίας, με τις μειώσεις στο πλαίσιο της κρατικής παροχής υπηρεσιών να δημιουργούν χώρους τους οποίους κατέλαβαν οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας, συχνά με κρατική υποστήριξη. Το παράδειγμα των Σκανδιναβικών χωρών δείχνει ότι η ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να συμφιλιωθεί και να καταστεί συμβατή με ένα αξιοπρεπές και γενναιόδωρο σύστημα πρόνοιας ως μέρος μιας προοδευτικής πολιτικής ανακατανομής (Borzaga & Maiello 1998). Το Κορπορατιστικό μοντέλο περιλαμβάνει το Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Στη Γερμανία, η κοινωνική οικονομία περιλαμβάνει τις ενώσεις πρόνοιας, τους συνεταιρισμούς, τους οργανισμούς αλληλοβοήθειας και πληθώρα εθελοντικών οργανώσεων και πρωτοβουλιών. Επικρατεί όμως η άποψη ότι υπάρχει μια γενική 24

έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με την κοινωνική οικονομία και τις δυνατότητες που μπορεί προσφέρει. Η Γαλλία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράδειγμα ευρωπαϊκής χώρας με κοινωνική οικονομία που υποστηρίζεται από το κράτος, δεδομένου ότι οι οργανισμοί διαχείρισης υπηρεσιών για λογαριασμό του κράτους αποζημιώνονται από αυτό γιατί εκτελούν δημόσιο-κοινωνικό έργο και οι κοινωνικές επιχειρήσεις απολαμβάνουν ειδικού νομικού καθεστώτος. Επίσης, λειτουργεί μια Εθνική Επιτροπή Διασύνδεσης Συνεταιρισμών, Οργανισμών Αλληλοβοήθειας και Ενώσεων (National Liaison Commíttee for Co-Operatives, Mutuals and Associations) που περιλαμβάνει εκπροσώπους κρατικών φορέων και οργανισμών κοινωνικής οικονομίας. Στο Βέλγιο έχει σχηματισθεί ένα υβριδικό μοντέλο, που διαθέτει στοιχεία από το γερμανικό και το γαλλικό μοντέλο, ιδιαίτερα όσον αφορά στους συνεταιρισμούς που στην πραγματικότητα αποτελούν βραχίονα του κράτους. Σε πολλούς τομείς, ιδιαίτερα στην εκπαίδευση και τη διοίκηση των νοσοκομείων, το κράτος έχει μεταβιβάσει αρμοδιότητες στον ιδιωτικό τομέα, τον οποίο στη συνέχεια χρηματοδοτεί. Το 1995, ωστόσο, το Βέλγιο εισήγαγε τη νομική έννοια της ίδρυσης εταιρειών για κοινωνικούς σκοπούς, που ήταν ενδεικτική της αυξανόμενης αναγνώρισης του δυνητικού ρόλου της κοινωνικής οικονομίας. Παρά τις διαφορετικές εθνικές προσεγγίσεις που παρουσιάστηκαν παραπάνω, η ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας προκύπτει είτε ως αναγκαιότητα είτε ως επιθυμία και επιδίωξη. Και στις δύο περιπτώσεις το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι η αποκατάσταση του κοινωνικού ως πηγής θέσεων εργασίας και ευημερίας. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η κοινωνική οικονομία μπορεί να ανταπεξέλθει στις επιταγές αυτές. Τίθενται συνεπώς ερωτήματα σχετικά με το είδος, το εύρος, την έκταση και την ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Για παράδειγμα επισημαίνεται από ερευνητές ο κίνδυνος της υποκατάστασης της καθολικής προστασίας ως δικαίωμα του πολίτη από μια προσέγγιση όπου δίνει έμφαση σε ad hoc συγκυριακούς κανόνες, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ανισοτήτων (Procacci 1978). Το κανονιστικό επιχείρημα φαίνεται να στηρίζεται στην ανησυχία σχετικά με την απώλεια μίας κοινωνίας δεσμεύσεων. Για παράδειγμα, ο Jeremy Rifkin επισημαίνει την ανάγκη επανεδραίωσης της κοινωνικής συναλλαγής και επαναδημιουργίας της 25

κοινωνικής πίστης και του κοινωνικού κεφαλαίου καθώς επίσης την έμφαση στο πολιτισμικό στοιχείο (Rifkin 2000). Παρομοίως, ο Richard Sennett (1998) υποστηρίζει την αναβίωση του «εμείς» ώστε να αμυνθεί έναντι μιας νέας σθεναρής μορφής καπιταλισμού. Ο Charles Leadbeater αναφέρεται στο ρόλο που παίζουν οι αξίες της κοινωνικής οικονομίας, δεδομένου ότι για να δημιουργήσουμε μια σύγχρονη αίσθηση της κοινότητας, θα πρέπει να ανοίξουμε δημόσιους χώρους και πεδία, όπου άτομα με διαφορετικά ενδιαφέροντα, δεξιότητες και μέσα, να μπορούν να συναντηθούν, να συζητήσουν, να ακούσουν και να συνεργαστούν για να ανακαλύψουν κοινούς σκοπούς και να αναπτύξουν κοινές αξίες (Leadbeater 1997). Οι απόψεις αυτές προσδίδουν στην κοινωνική οικονομία και τον τρίτο τομέα μια διάσταση ελπίδας που βασίζεται στις δυνάμεις της κοινωνίας και τη συμφωνία των πολιτών. Η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία εμφανίζεται πιο συγκρατημένη και σκεπτικιστική σε σχέση με τις παρατηρούμενες τάσεις. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η έμφαση στο ρόλο της κοινότητας για την αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού αποκρύπτει μια πολιτική αποκλεισμού η οποία συνδέει τους φτωχούς και την ένδεια με ειδικούς τύπους ανθρώπων, τόπων και τρόπων παρέμβασης. Όπως σημειώνει η Giovanna Procacci, η γλώσσα του κοινωνικού αποκλεισμού προϋποθέτει έναν κοινωνικό διαχωρισμό όπου η φτώχεια αναλύεται ως περιθωριακή κατάσταση, χαρακτηριστική των «αποσυρμένων» και καθίσταται ο τρόπος ζωής αυτών που εκπίπτουν από την κοινωνία και δεν συνιστά απλά μία δύσκολη κατάσταση που μπορεί να συμβαίνει στο εσωτερικό της κοινωνίας (Procacci 1999). Μια δεύτερη κριτική συνίσταται στο ότι οποιαδήποτε νέα οριοθέτηση μεταξύ των εντός και των εκτός, επιτρέπει στο πρόβλημα της πρόνοιας να χαρακτηριστεί ως ειδική περίπτωση επιλεκτικής μεταχείρισης ορισμένων μόνο ατόμων, σε αντίθεση με την αρχή της καθολικής παροχής του κράτους πρόνοιας (Bauman 1998). Τρίτον, υπάρχει ο κίνδυνος «γκετοποίησης» που συνοδεύει την ταύτιση της φτώχειας με μια συγκεκριμένη κοινότητα (Sennett 1998). Επίσης, δίνεται η δυνατότητα στο κράτος να αποδεσμευτεί από τις υποχρεώσεις καθολικής πρόνοιας, υιοθετώντας επιλεκτικές πολιτικές (Hoggett 1997). 26

1.4. Συμπερασματικές διαπιστώσεις Από την ανάλυση που προηγήθηκε διαπιστώνεται ότι ο τρίτος τομέας έχει καταστεί σύμβολο της επιστροφής της κοινωνίας των πολιτών στην οικονομική και πολιτική ζωή, μια σημαντική πηγή εργασίας, ευημερίας και συμμετοχικής δημοκρατίας σε ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού. Ωστόσο, ο βαθμός επαλήθευσης των προσδοκιών αυτών δεν είναι δεδομένος. Η αισιόδοξη θεώρηση αντιμετωπίζει την κοινωνική οικονομία ως πηγή εργασίας, πρόνοιας και κοινωνικής δέσμευσης μέσω της ανάπτυξης δεξιοτήτων, κοινωνικών αξιών και υπευθυνότητας του ατόμου. Αντίθετα, η απαισιόδοξη θεώρηση συνδέει πρώτον την ανάδυση της κοινωνικής οικονομίας με τη διάβρωση του «κοινωνικού», του καθολικού κράτους πρόνοιας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της χωρίς αποκλεισμούς κοινωνίας. Η ανάδυση του τρίτου τομέα παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος να μειώσει τις δεσμεύσεις του ως προς την πρόνοια, στα πλαίσια του αυξανόμενου φορολογικού βάρους και της αμφισβήτησης του ρόλου του από τη φιλελεύθερη ιδεολογία (Rose 1998). Δεύτερον, το ενδιαφέρον του κράτους για πλουραλιστικές προσεγγίσεις σε σχέση με τους προμηθευτές κοινωνικών υπηρεσιών αποτελεί ένα βήμα προς την αποδοχή άνισων παροχών πρόνοιας (Smith 2000). Τρίτον, στη νέα αντίληψη διακυβέρνησης για την πρόνοια, οι δικαιούχοι αντιμετωπίζονται ως παθολογικά διαφορετικοί και παρεκκλίνοντες από τον γενικό πληθυσμό (Rose 1998). Στο πλαίσιο αυτό, το ζητούμενο είναι η νηφάλια ανάλυση και διερεύνηση μιας τάσης που δεν μπορεί να χαρακτηριστεί εκ των προτέρων ούτε θετική ούτε αρνητική. Η κατεύθυνση που θα λάβει θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές και πολιτικές προτεραιότητες και στρατηγικές (Καπογιάννης, Νικολόπουλος 2005). Σε συνθήκες κοινωνικού πειραματισμού όπου το ζητούμενο είναι η προώθηση συμμετοχικών μορφών πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, η κοινωνική οικονομία αποτελεί μια εναλλακτική πρόταση, η οποία χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. 27