ΜΑΚΕ ΟΝΕΣ ΤΗΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (17ος 19ος ΑΙΩΝΑΣ): ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ

Σχετικά έγγραφα
Οι Μακεδόνες στη Διασπορά. Οι ελληνικές παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης Ουγγαρίας 17 ος 18 ος 19 ος αι.

Θέματα Νεοελληνικής Ιστορίας Γ Λυκείου Κλάδος Οικονομίας. Διδακτική ενότητα: H ελληνική οικονομία μετά την επανάσταση

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ στα αποσπάσματα των εγχειριδίων που ακολουθούν : 1]προσέξτε α) το όνομα του Βυζαντίου β) το μέγεθος

Η κοινωνία και ο γεωγραφικός χώρος. Δρ. Νίκος Μεταξίδης

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Η ΣΗΜΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΘΝΟΣΗΜΟ

7ος αι ος αι. ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. αποφασιστικοί αγώνες και μεταρρυθμίσεις

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων

Τι είναι ο κατακόρυφος διαμελισμός;

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

σωβινιστικός: εθνικιστικός

_ _scope7 1 Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΕΝΟΣ Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Γεωλογία - Γεωγραφία Β Γυμνασίου ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΑΣΚΗΣΕΩΝ. Τ μαθητ : Σχολικό Έτος:

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ CBC04. ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΡΟΕΣ

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

108 Ιστορίας και Εθνολογίας Θράκης (Κομοτηνή)

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΧΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ Θ.Ε.: ΕΠΟ 11 Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης

Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 5/11/2017 ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ. Να δώσετε το περιεχόμενο των ακόλουθων όρων :

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΣΥΝΟΛΩΝ

εύτερη Ενότητα: Οι Έλληνες κάτω από την οθωµανική και τη λατινική κυριαρχία ( ) Κεφάλαιο 1

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET11: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΡΑΜΑΣ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ

ΕΛΠ 40. Εθνοπολιτισμικές ταυτότητες και χορευτικά ρεπερτόρια του Βορειοελλαδικού χώρου.

Μαντούβαλος Ίκαρος (Υποψήφιος µεταδιδάκτορας) Όλγα Κατσιαρδή Hering (Επιστηµονική Υπεύθυνος)

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασµού στον Ευρωπαϊκό και Ελληνικό χώρο: πολιτικές και θεσµοί Αθηνά Γιαννακού ρ. Χωροτάκτης-Πολεοδόµος (M.Sc.&Ph.D.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΛΑΒΩΝ Α. Αγγελική Παπαγεωργίου Δρ. Βυζαντινής Ιστορίας

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

Σ ΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ Σ ΤΟ Γ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Α.1.1.α.6 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΛΟΙΠΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΚΑΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ

«γεωγραφικές δυναμικές και σύγχρονοι μετασχηματισμοί του ελληνικού χώρου» σ. αυγερινού- κολώνια, ε. κλαμπατσέα, ε.χανιώτου ακαδημαϊκό έτος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ο H ΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ 6.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΑΞΗ ΣΥΓΚΛΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ-Βουλευτές:

ραστηριότητα 7 η Τάξη: Ε Μάθηµα: Γεωγραφία Ενότητα Β : «Το φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας» Υποενότητα: «Η µορφή και το σχήµα της Ελλάδας»

ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΕΚΤΙΜΗΣΗ

3 Η ΓΡΑΠΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 03/042016

Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Ευρωπαϊκής Κοινωνίας

ÖÑÏÍÔÉÓÔÇÑÉÏ ÈÅÙÑÇÔÉÊÏ ÊÅÍÔÑÏ ÁÈÇÍÁÓ - ÐÁÔÇÓÉÁ

Οδηγίες για Λήμματα Τοπωνυμίων

Δημοκρατία της νότιας Ευρώπης. Επιφάνεια: τ.χμ Πληθυσμός: κατ. Πρωτεύουσα: Ρώμη. Γλώσσα: επίσημη η ιταλική.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...9 Βραχυγραφίες...13 Εισαγωγή: Οι µουσουλµάνοι της Ελλάδας την περίοδο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΣΧΟΛΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ- ΙΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΚΟΣΜΗΤΟΡΑΣ ΠΡΑΞΗ

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ Μέρος Α

Ποιός πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού στην Ελλάδα ανά Περιφέρεια και ανά αγορά, 2017.

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

Ειδικά Θέματα Δημογραφίας: Χωρικές Διαστάσεις Δημογραφικών Δεδομένων

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ: ΕΓΝΑΤΙΑ Ο ΟΣ ΚΑΙ Ν. ΗΜΑΘΙΑΣ

1ο Σχέδιο. δεδοµένων της Β και Γ στήλης, που αντιστοιχούν στα δεδοµένα της Α στήλης. A. Βασικοί όροι των συνθηκών Β. Συνθήκες Γ.

ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΙΑΣ ΘΡΑΚΗΣ. Ιδέες από το Αναπτυξιακό Συνέδριο

Ανάλυση Σεναρίων για τη ιαχείριση Κινδύνου στην Περιοχή του Βεζούβιου - Νάπολη

Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά ηµέρα ευτέρα, 2/9/2013 ιδακτική της Ιστορίας ΠΑΛΗΚΙ ΗΣ ΑΓΓΕΛΟΣ 09:00-12:00 ΑΙΘΟΥΣΑ Α

ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (Ο.Κ.Ε.) ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΥΨΗΛΗΣ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ (Ν. 4071/2012)

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET11: ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Ένας χρόνος πριν τη Γέφυρα Ένας χρόνος µετά την Περιµετρική

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

Πρόγραµµα εξεταστικής Σεπτεµβρίου 2013 ανά διδάσκοντα

Ο ρόλος της Εγνατίας Οδού στην ανάπτυξη της Περιφέρειας

Σοφία Αυγερινού-Κολώνια Καθηγήτρια ΕΜΠ

ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Χ ο ΡΗΓΑΧ Φ^ΑΙ Σ Η Χάρτα Διασυνδέσεις ΒιΒλιογραφία

Κεφάλαιο 5. Η Θράκη, η Μικρά Ασία και ο Πόντος, ακµαία ελληνικά κέντρα (σελ )

Δημογραφία. Ενότητα 11.1: Παράδειγμα - Περιφερειακές διαφοροποιήσεις και ανισότητες του προσδόκιμου ζωής στη γέννηση

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).

Η κοινωνική οργάνωση της αρχαϊκής εποχής

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Ποιος πάει πού; Πόσο μένει; Πόσα ξοδεύει; Ανάλυση εισερχόμενου τουρισμού ανά Περιφέρεια και ανά Αγορά

Πρόσφατες δηµογραφικές εξελίξεις σε περιφερειακό επίπεδο

Η πόλη και οι λειτουργίες της.

Διαφωτισμός και Επανάσταση. 2 ο μάθημα

ΕΘΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΡΕΥΝΩΝ [επιστήμης κοινωνία]

Ιστορία Σλαβικών Λαών

Νότια Ευρώπη. Οικονομική Κρίση: Αγροτικές/αστικές ανισότητες, περιφερειακή σύγκλιση, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός. Ελληνικά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 : ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET10: ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΣΤΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΑΣΙΑΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΟΜΑ Α Α

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

Μετανάστευση. Ορισμός Είδη Ιστορική αναδρομή

Π Α Ν Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ι Ο Μ Α Κ Ε Δ Ο Ν Ι Α Σ ΤΜΗΜΑ : ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ, ΣΛΑΒΙΚΩΝ & ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ 2015

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ

Transcript:

ΜΑΚΕ ΟΝΕΣ ΤΗΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΣΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ (17ος 19ος ΑΙΩΝΑΣ): ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΙΕΡΕΥΝΗΣΗ Ευάγγελος Π. ηµητριάδης ηµήτριος Π. ρακούλης Καθηγητής Πολεοδοµίας ρ. Αρχιτέκτων Πολεοδόµος Τµήµα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ. Γεώργιος Π. Τσότσος ρ. Τοπογράφος Μηχανικός ΕΙΣΑΓΩΓΗ Αντικείµενο του άρθρου είναι ο εντοπισµός και η χωροθέτηση αλλά και το κοινωνικό περιεχόµενο των οικισµών της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, όπου δραστηριοποιήθηκε ο απόδηµος µακεδονικός ελληνισµός κυρίως για το χρονικό διάστηµα 17ος-19ος αι. 1 Η µεθοδολογία διερεύνησης του φαινοµένου ακολουθεί την ιστορικογεωγραφική επιστηµονική περιοχή η οποία είναι υποπεδίο της ανθρώπινης γεωγραφίας. Η πρόσφατη Ιστορική Γεωγραφία (Ι.Γ.) στον αγγλοσαξωνικό χώρο διαµορφώθηκε κατά τρεις συνεχόµενες εξελικτικές φάσεις: την κλασική, τη νεοκλασική και τη λεγόµενη «καινούρια αρχή». 2 Η παρούσα εργασία αντλεί µεθοδολογικές έννοιες και από τις τρεις αυτές αναφερόµενες φάσεις της Ι.Γ. Ειδικότερα, για τη µελέτη του συγκεκριµένου αντικειµένου χρησιµοποιούνται δύο διασταυρούµενοι άξονες (βλ. µεθοδολογικό διάγραµµα): Κατά τον οριζόντιο διαχρονικό άξονα επιλέγονται δύο ιστορικές τοµές (17ος-18ος αι. / Αη περίοδος και 19ος αι. / Βη περίοδος), ενώ κατά τον κατακόρυφο (συγχρονικό) παραθέτουµε το υλικό έρευνας κατά δύο κύριες ενότητες: α) κατά την κοινωνιο-πολιτιστική διάσταση (π.χ. ιστορικό πλαίσιο, µακεδονική εµπορική διασπορά, µετανάστευση κ.ά.) και β) κατά την κοινωνιο-χωρική διάσταση (π.χ. χαρτογραφική αποτύπωση των οικισµών, µητρώο, γεωγραφικά όρια, κ.ά.) (βλ. περισ. παρακάτω για τη χαρτογραφία των οικισµών). Κατά την Αη περίοδο (17ος-18ος αι.), στην ενότητα α, η µελέτη του απόδηµου ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού τίθεται εντός των πλαισίων της ευρωπαϊκής ιστοριογραφίας, σε αναφορά µε τη συγκρουσιακή σχέση µεταξύ των δύο αυτοκρατοριών (Αψβουργικής - Οθωµανικής) ιδιαίτερα για το διάστηµα 1718-1774, δηλ. µεταξύ των δύο σηµαντικών ευρωπαϊκών συνθηκών (Πασάροβιτς - Κιουτσούκ Καϊναρτζή). Οι Μακεδόνες απόδηµοι στην υπό µελέτη περιοχή εκµεταλλεύονται τις γεωπολιτικές συνθήκες (π.χ. δηµιουργία του εµπορικού θαλάσσιου τριγώνου Θεσσαλονίκης- Κωνσταντινούπολης - Σµύρνης, επέκταση προς Ραγούσα κ.ά.) και ενώ το 17ο αι. δη- µιουργούν ένα εξαιρετικό εµπορικό δίκτυο µε τις κοµπανίες (λιανεµπόριο), κατά το 1 Οι συγγραφείς του άρθρου θα ήθελαν να ευχαριστήσουν για την αµέριστη βοήθεια κατά τη συλλογή του υλικού τον επίκουρο καθηγητή κ. Ιάκωβο Μιχαηλίδη, τον οµότιµο καθηγητή κ. Ιωάννη Κολιόπουλο, καθώς και τον Πρόεδρο της Ε.Μ.Σ. κ. Νικόλαο Μέρτζο. Βέβαια, κατά την ολιγόµηνη διάρκεια της έρευνας αποδείχθηκε ότι το υπόψη αντικείµενο έχει σηµαντικές αδιερεύνητες ακόµη διαστάσεις και απλώς προσεγγίστηκε στις γενικότερές του συνιστώσες. 2 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, «Μία πρώτη εκτίµηση της µεταπολεµικής ιστορικής γεωγραφίας στην Ελλάδα µε πλαίσιο την αγγλοαµερικανική εξέλιξη του κλάδου», Ανθρωπολογικά 8, Βόλος - Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 5-21. Βλ. και Michael Heffernan, λήµµα Historical Geography στο Derek Gregory, Ron Johnston, Geraldine Pratt, Michael J. Watts και Sarah Whatmore (επιµ.), The Dictionary of Human Geography, Southampton, 2009, σσ. 332-335. Βλ. και Steve Hoelscher, λήµµα Historical Geography στο Barney Warf (επιµ.), Encyclopedia of Human Geography, London, 2006, σσ. 210-216. 1

18ο αι. είναι έτοιµοι, ιδίως οι µεγαλέµποροι της Βιέννης, να εκµεταλλευτούν τις τεράστιες καθηµερινές ανάγκες του εµπορίου στις δύο αυτοκρατορίες (κυρίως ως προς τα σιτηρά και τα βοοειδή), αποκοµίζοντας τεράστια κέρδη. Κάτω απ αυτές τις ιστορικές συνθήκες δηµιουργείται µία ευηµερούσα µεταπρατική τάξη Ελλήνων (Μακεδόνων), αστική και µικροαστική, που καλύπτει τις ανάγκες τόσο στις τοπικές, όσο και στις παγκόσµιες αγορές του καπιταλισµού στα Βαλκάνια, αλλά και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο. Στο όλο σκηνικό συµβάλλουν και συγχρονικοί δοµικοί παράγοντες, όπως είναι η δηµογραφική αύξηση του πληθυσµού, και η µετανάστευση. Σε χαρτογραφικό επίπεδο στην ενότητα β αποτυπώνεται το χωροταξικό σύστηµα των οικισµών στην περιοχή µελέτης, αλλά και στη Μακεδονία και συνάγονται χρήσιµες στατιστικής φύσης παρατηρήσεις. Κατά τη Βη περίοδο, στο 19ο αι. και µε αφετηρία το κρίσιµο έτος 1815, παρατηρείται µία συνεχής συρρίκνωση των δύο αυτοκρατοριών (Αψβουργικής - Οθωµανικής) και ενίσχυση των άλλων ευρωπαϊκών κρατών (π.χ. Βρετανίας, Γερµανίας κ.ά.). Παράλληλα, στα Βαλκάνια δηµιουργούνται τα νέα εθνικά κράτη (π.χ. Ελλάδα 1832 κ.ά.). Το φαινόµενο της αποδηµίας ακολουθεί αρχικά µία µεγάλη συρρίκνωση µε ε- πακόλουθο την υποβάθµιση της παρουσίας των αποδήµων στις κοινότητες της περιοχής µελέτης (π.χ. Ουγγαρία, Τρανσυλβανία κ.ά.) και επακολουθεί, ιδίως µετά το 1912-22, η αθρόα επιστροφή στο εθνικό κράτος (Μακεδονία) των απόδηµων Ελλήνων. Στη συνέχεια έχουµε το πλέον έντονο φαινόµενο της αστικοποίησης αρχικά της Αθήνας και ακολούθως όλων των αστικών κέντρων της Παλαιάς Ελλάδας και των «Νέων Χωρών». Ως χαρτογραφικό υπόβαθρο χρησιµοποιήθηκε ένας διανυσµατικός χάρτης (vector map) τοπογραφικών ψηφιακών δεδοµένων που καλύπτουν τη γήινη επιφάνεια από τις 15 µοίρες δυτικά έως 50 µοίρες ανατολικά και από τις 20 µοίρες βόρεια ως τις 60 µοίρες βόρεια. Η περιοχή αυτή αντιστοιχεί στην Ευρώπη σε ένα ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο. Ο χάρτης περιλαµβάνει επάλληλα επίπεδα γεωγραφικής πληροφορίας που είναι: έξι επίπεδα ορεογραφικής πληροφορίας που αρθρώνονται από τις ισοϋψείς των 0, 200, 500, 1000, 2000 και 3500 µέτρων, τα επίπεδα των µεγάλων, µεσαίων ποταµών και λιµνών καθώς και τις ονοµασίες των παραπάνω γεωφυσικών χαρακτηριστικών. Στα παραπάνω επίπεδα φυσικής γεωγραφίας προστέθηκαν δεδοµένα ιστορικής πολιτικής γεωγραφίας: συγκεκριµένα χρησιµοποιήθηκαν εναλλακτικά και σε διαφορετικά στάδια ανάλυσης, τα διοικητικά όρια των κρατών της Ευρώπης στις αρχές του 19 ου αι. (1815 Συνθήκη της Βιέννης) καθώς και τα όρια των ευρωπαϊκών κρατών το 2010. 3 Ο χάρτης συνοδεύεται και συµπληρώνεται από µια ηλεκτρονική βάση δεδοµένων που διευκολύνει την χωροθέτηση των επιµέρους οικισµών και επιτρέπει τη δηµιουργία µητρώου οικισµών (Πίν. 1). Το µητρώο καταγράφει τη θέση κάθε οικισµού στο χάρτη, την ιστορική ενότητα που ανήκε ο οικισµός στην περίοδο µελέτης, την σύγχρονη ονοµασία του οικισµού και το σύγχρονο κράτος στο οποίο ανήκει. Η χωροθέτηση των 136 συνολικά οικισµών µε εγκατεστηµένες ελληνικές κοινότητες βασίστηκε στις εργασίες του καθηγητή Απόστολου Βακαλόπουλου και κυρίως στην ανάλυσή του για τις ελληνικές κοινότητες της διασποράς από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». 4 Σχηµατικά η µεθοδολογική προσέγγιση εµφανίζεται στο ακόλουθο διάγραµµα: 3 Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά µε το γεωγραφικό σύστηµα πληροφοριών που χρησιµοποιήθηκε βλ. Christos Nüssli, The Physical Vector Map of Europe 2009, στο http://shop.euratlas. com/maps_gis/europe_phys.html (επισκέψιµο 14/07/2010). 4 Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ο Ελληνισµός της ιασποράς», στο Γεώργιος Χριστόπουλος, Ιωάννης Μπαστιάς (επιµ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, Αθήνα, 1975, σσ. 231-243 και ιδιαίτερα χάρτης 7, σσ. 232-233. 2

ιάγραµµα µεθοδολογίας ιστορικο-γεωγραφικής προσέγγισης του αντικειµένου έρευνας ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΕΙ ΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕ ΟΝΩΝ. ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ. ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΜΑΚΕ ΟΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ Ιστορικό πλαίσιο ελληνικού κοινωνικού σχηµατισµού, Αη περίοδος (17ος-18ος αιώνας). οµικοί παράγοντες ανάλυσης του φαινοµένου Ώς τον 17ο αι.: Από τα µέσα του 15ου (Άλωση της Κωνσταντινούπολης) ως τις αρχές του 19ου αι. (δηµιουργία εθνικού ελληνικού κράτους, 1832), οι περιοχές όπου κατοικούσαν ελληνόφωνοι υπάγονταν στην Οθωµανική Αυτοκρατορία, που συγκροτούσε τη µόνη οργανωµένη κρατική εξουσία στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου 5. Τα Βαλκάνια και η Εγγύς Ανατολή βρίσκονται στο περιθώριο των µεγάλων οικονο- µικών, κοινωνικών και ιδεολογικών µεταλλαγών της υτικής Ευρώπης εφησυχασµένα από τη µακραίωνη Pax Ottomana. Ενώ η Ευρώπη οργανώνει τις νέες αγορές 6 στα πλαίσια του εµποριοκρατικού καπιταλισµού, η Οθωµανική Αυτοκρατορία διατηρεί τον «ασιατικό» πολυεθνικό µικτό πληθυσµιακό χαρακτήρα που κληρονόµησε από το Βυζάντιο. 7 Σύµφωνα µε το Κοράνιο, όλες οι εθνικές και θρησκευτικές µειονότητες εντός της Αυτοκρατορίας διατηρούσαν την ταυτότητά τους µε βάση την αποδοχή ή ή όχι της θρησκευτικής τους ένταξης στην ισλαµική παράδοση (Dimma = συµβόλαιο). Ειδικότερα, οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί (Οθωµανοί υπήκοοι) υπάγονταν στην πνευµατική και 5 Κώστας Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος του εκπαιδευτικού µηχανισµού στην Ελλάδα (1830-1922), Αθήνα, 1977, σσ. 31-39. 6 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, Ιστορία της πόλης και της πολεοδοµίας. Ευρωπαϊκοί πολιτισµοί. Μυκηναϊκοί χρόνοι ως τις αρχές του 20ού αι., Θεσσαλονίκη, 1995, σσ. 247-251. 7 Maurice Cerasi, La città del Levante: Civiltà urbana e architettura sotto gli Ottomani nei secoli XVIII-XIX, Milano, 1988, σσ. 26-27. 3

νοµική εξουσία του Πατριαρχείου, αµέσως µετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η ορθόδοξη εκκλησία συγκέντρωνε εκτός από τους Έλληνες και άλλα πολυάριθµα εθνικά γλωσσικά σύνολα των Βαλκανίων, ελλείψει µιας εναλλακτικής θεσµοποιηµένης αρχής. Γύρω από τον εκκλησιαστικό θεσµό (Πατριαρχείο) δηµιουργείται µία ελληνόφωνη γραφειοκρατική ηγετική τάξη (Φαναριώτες), που κυριαρχεί διαχρονικά στην πολιτιστική και ιδεολογική σκηνή στο σύνολο των βαλκάνιων ορθόδοξων. Παράλληλα, τα ελληνικά γίνονται η γλώσσα της εµπορικής συναλλαγής στο χώρο της χριστιανικής ανατολής, αν και εµφανίζεται το φαινόµενο της διπλής λειτουργίας στη γλώσσα των ελληνοφώνων: α) µε τη µορφή µιας «οικουµενικήςεκκλησιαστικής» και β) µε τη µορφή µιας άλλης «λαϊκής και ζωντανής». Από τον 16ο αι. το κοινωνικό στρώµα των Φαναριωτών αποκτά αξιόλογη πολιτική και οικονοµική δύναµη και εισχωρεί στην οθωµανική διοίκηση µε ανώτερες µόνιµες θέσεις (π.χ. ως διερµηνείς, διπλωµάτες, τραπεζίτες κ.ά.). Κάποιες φαναριώτικες οικογένειες καταλήγουν να γίνουν κληρονοµικοί άρχοντες σε ορισµένες παραδουνάβιες ηγεµονίες (π.χ. Μολδαβία και Βλαχία). Με αυτόν τον τρόπο δηµιουργείται αρκετά νωρίς ένα κοινωνικό δίκτυο από τους υψηλόβαθµους αξιωµατούχους του Πατριαρχείου και τους Φαναριώτες που εγκαθίστανται σε βαλκανικές και κεντροευρωπαϊκές πόλεις και οι οποίοι αποτελούν και την πρώιµη γενιά των ελληνοφώνων χριστιανών της ιασποράς. Η τάξη αυτή απολάµβανε υψηλά προνόµια, αλλά συγχρόνως κατείχε και τα πολιτιστικά εχέγγυα για τις υψηλές κοινωνικές και πολιτικές θέσεις στο περιβάλλον της. 17ος-18ος αι.: Από το τέλος του 17ου αι. είναι έντονη η παρουσία των ευρωπαϊκών δυνάµεων 8 (Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Βρετανία κ.ά.), στο βαλκανικό χώρο, οι οποίες µε µια σειρά διεθνών συνθηκών (Κάρλοβιτς 1699, Πασάροβιτς 1718 και Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1774) 9 περιορίζουν την κυριαρχία της οθωµανικής αυτοκρατορίας, δίνοντας προνόµια διακίνησης στους ορθόδοξους χριστιανούς. Εµφανίζεται, έτσι, ως συνέπεια, µια ντόπια εµπορευµατική αστική τάξη που συµµετέχει δυναµικά στην ευρεία βαλκανική αγορά στα πλαίσια του εµποριοκρατικού ευρωπαϊκού καπιταλισµού. 10 Το ήδη εγκατεστηµένο δίκτυο οικονοµικής και πολιτιστικής επιρροής της ορθόδοξης εκκλησίας, µε τη βοήθεια και την κυριαρχία της ελληνοφωνίας σε διαβαλκανική κλίµακα, βοηθά στον «εξελληνισµό» αυτού του καινούριου εµπορευµατικού µεταπρατικού στρώµατος και στον προσεταιρισµό του στην ήδη υπάρχουσα υψηλή ελληνόφωνη αστική τάξη. Η χρησιµοποίηση της ελληνικής ως επίσηµης γλώσσας στην ορθόδοξη εκκλησία (1750, lingua franca) από τα ανερχόµενα µικροαστικά εµπορικά στρώµατα (π.χ. Αλβανούς, Βούλγαρους, Σέρβους κ.ά.) τα βοηθά ώστε να ενσωµατωθούν και αυτά ταχύτερα στο εµπορευµατικό σύστηµα (µεταπρατικό). Έτσι, η ορθόδοξη εκκλησία και η εµπορευµατική τάξη σφυρηλατούν µια εσωτερική πολιτιστική ενότητα µε βάση την ελληνική γλώσσα, η οποία ισχυροποιεί τον «πολιτισµό» των χριστιανών σε αντιδιαστολή µε τον µουσουλµανικό. Αυτό βοήθησε αργότερα και την αφύπνιση των εθνικών συνειδήσεων κατά το 19ο αιώνα. Από τις αρχές του 18ου αι. παρατηρούµε µια αδιάκοπη ανακατανοµή πληθυσµού στον οθωµανικό χώρο, µε αφορµή την αναζωπύρωση των εµπορικών σχέσεων της 8 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, Ιστορία της πόλης και της πολεοδοµίας, ό.π., σσ. 273-274. 9 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, «Η αναγέννηση των οικισµών του Ελληνικού χώρου κατά την όψιµη Τουρκοκρατία» στο Αλέξανδρος Φαίδων Λαγόπουλος (επιµ.), Ιστορία της Ελληνικής Πόλης, Αθήνα, 2004, σσ. 357-370. 10 Traian Stoianovitch, «The conquering Balkan Orthodox merchant» στο Journal of Economic History 20 (1960) 2, σ. 272. Βλ. του ιδίου, Between East and West. The Balkan and the Mediterranean Worlds, Economies and Societies, Traders, Towns, and Households, τ. 2, New York, 1992, σσ. 52-55. 4

Αυτοκρατορίας µε τη ύση και την απόσυρση των ιταλικών εµπορικών πόλεων από τον χώρο της Α. Μεσογείου. Επίσης, την ίδια εποχή, στη νότια βαλκανική χερσόνησο υπάρχει µεγάλη ανασφάλεια από πολέµους, τοπάρχες, επιδείνωση οικονοµικών και κοινωνικών σχέσεων και όλα αποτελούν αφορµή για µεταναστευτικά ρεύµατα φυγής (βλ. σχ. Μοσχόπολη - χαλασµός, 1769). 11 Παράλληλα, η πολιτική διείσδυση των αυστριακών και ρωσικών συµφερόντων έχει ως αποτέλεσµα την επαναλειτουργία του οδικού συγκοινωνιακού δικτύου της Ανατολής µε την Κεντρική Ευρώπη που είχε διακοπεί στην πρώιµη Τουρκοκρατία. Γύρω στα µέσα του 18ου αι. επαναλειτουργεί το εµπόριο σε διηπειρωτική κλίµακα 12 (βλ. Βρετανία), ενώ αυξάνονται οι βιοτεχνικές εξαγωγικές δραστηριότητες από τις ορεινές περιοχές προς το δίκτυο των πόλεων της Κ. Ευρώπης και των Βαλκανίων. ηµιουργούνται πόλεις - σταθµοί κατά µήκος των συγκοινωνιακών αξόνων, όπου δραστηριοποιούνται οι µεταφορές και οι µεταπράτες διαµεσολαβητές. Η µονιµότητα του συγκοινωνιακού δικτύου βασίζεται στην τριπλή δοµική συσχέτιση: παραγωγή εµπορία µεταφορά εξαγώγιµων προϊόντων και εισαγωγή προϊόντων των καπιταλιστικών αγορών της Κ. Ευρώπης και όχι µόνο. Το εµπόριο αυτό των µακρινών αποστάσεων επανδρώνεται µε το σύνολο των εµπορευµατικών (µεταπρατικών) στρωµάτων των Βαλκανίων και γίνεται η αφορµή της εγκατάστασης πολλών κατοίκων του βορειοελλαδικού χώρου σε πόλεις και περιοχές που διατηρούν εµπορικές σχέσεις µε την Ευρώπη (πόλεις-σταθµούς). 13 Οι δυσµενείς τοπικές κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες (Οθωµανική επικράτεια), αλλά και το ευρύτερο γενικό ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο, µε το άνοιγµα των οδών προς την Κ. Ευρώπη δηµιουργούν στο 2ο µισό του 18ου αι., νέου τύπου µεταναστευτικές κινήσεις όπως: α) µετακίνηση κατοίκων υπαίθρου προς σηµαντικές κω- µοπόλεις του βαλκανικού χώρου ή του εξωτερικού και β) µαζική µετακίνηση από τις πεδιάδες στον ορεινό χώρο (ασφάλεια) ή από την µία περιοχή σε άλλη. 14 Η αδιάκοπη πληθυσµιακή µετακίνηση συνετέλεσε στη σφυρηλάτηση της κοινής εθνικής συνείδησης στην ελληνική διασπορά των Βαλκανίων, την Εγγύς Ανατολή και του εξωτερικού παρ όλο τον γεωγραφικό κατακερµατισµό των κοινοτήτων. 15 Κατά το τέλος του 18ου αι. και τις αρχές του 19ου αι. το βιοµηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο του καπιταλιστικού κέντρου ισχυροποιεί την ηγεµονική του θέση έναντι του εµπορικού κεφαλαίου, όπου υπάγονταν η πλειοψηφία των ελλήνων αστών της Ευρώπης. Οι ελληνικές παροικίες της Βιέννης, της Μασσαλίας, του Λονδίνου ή της Τεργέστης δεν µπορούν να διαδραµατίσουν αυτόνοµο οικονοµικό και κοινωνικό ρόλο. Στα πλαίσια της παρακµής του φαινοµένου της διασποράς στα Βαλκάνια αρχίζει η βαθµιαία ενσωµάτωση της µεταπρατικής τάξης του εξωτερικού στο εθνικό κράτος (Πίν. 5). 11 Ιωακείµ Μαρτινιανός, Η Μοσχόπολις, 1330-1930, Θεσσαλονίκη, 1957. Βλ. επίσης Μοσχόπολις, ιεθνές Συνέδριο, Θεσσαλονίκη 31/10-1/11/1996, Θεσσαλονίκη, 1999. 12 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, Ιστορία της πόλης και της πολεοδοµίας, ό.π., σσ. 296-304. 13 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη, 1969. Βλ. ειδικότερα του ιδίου, Οι υτικοµακεδόνες απόδηµοι επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1980, σσ. 403-424. 14 Hélène Antoniadis-Bibicou, «Villages desertés en Gréce: Un bilan provisoire» στο Fernand Braudel (επιµ.), Villages desertés et histoire économique XI-XVIII siècle, Paris 1965, σσ. 393-395. Βλ. και της ιδίας «Ερηµωµένα χωριά στην Ελλάδα. Ένας προσωρινός απολογισµός» στο Ελένη Μπιµπίκου- Αντωνιάδη, Προβλήµατα Ιστορίας. Βυζαντινά, Μεταβυζαντινά, Αθήνα, 1996, σσ. 135-136. 15 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, Γεώργιος Τσότσος, «Η ιστορική γεωγραφία της ελληνικής διασποράς στη βόρεια Βαλκανική και τις παραδουνάβιες χώρες (17ος-19ος αι.). Μια πρώτη χαρτογράφηση», Β ιαβαλκανικό Συνέδριο. Οι πνευµατικές σχέσεις του Ελληνισµού µε τους βαλκανικούς λαούς, Πρακτικά, Κοµοτηνή, 2002, σσ. 183-197. 5

Το γεωγραφικό πλαίσιο των οικισµών µε ελληνικές εγκαταστάσεις Οι 136 οικισµοί 16 που ανευρέθηκαν µε εγκατεστηµένες ελληνικές κοινότητες στις αρχές του 19 ου αιώνα µπορούν να καταταχθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες 17 : α) οικισµοί που είναι χωροθετηµένοι στον «πυρήνα» της περιοχής µελέτης (Βόρεια Βαλκανική και Κεντρική Ευρώπη), β) οικισµοί µε γηγενείς ελληνικούς πληθυσµούς στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο του Ελλινισµού και γ) οικισµοί που είναι περιφερειακοί σε σχέση µε τον πυρήνα. 18 (Πίν. 1 και Χάρτης 1) Αναφορικά µε την πρώτη κατηγορία οικισµών, στον πυρήνα της περιοχής µελέτης, παρατηρούνται δυο µεγάλες γεωγραφικές συγκεντρώσεις οικισµών µε εγκαταστηµένες ελληνικές κοινότητες (Χάρτης 2). Οι συγκεντρώσεις αυτές παρουσιάζουν πυκνώσεις στην κατανοµή τους παρόµοιες µε τη σύγχρονη έννοια των συστοιχιών οικισµών (τύπου clusters). 19 Η πρώτη πύκνωση στη διασπορά των οικισµών µε εγκατεστηµένες ελληνικές κοινότητες παρατηρείται σε περιοχές του ανατολικού τµήµατος της σηµ. Ουγγαρίας που ανήκαν το 19 ο αι. στα εδάφη της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας και σε περιοχές των βορείων τµηµάτων της σηµ. Κροατίας και Σερβίας που ανήκαν στα εδάφη της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Οι περιοχές της πρώτης πύκνωσης εκτείνονται στο λεκανοπέδιο των Καρπαθίων που περιβάλλεται από τις Άλπεις, τον Βοηµικό ρυµό και τα όρη Tatra στο Β, από τα Καρπάθια και τα Νότια Καρπάθια προς Α, και από τις ιναρικές Άλπεις προς Ν και. Πρόκειται για εύφορες πεδινές περιοχές που διαρρέονται κατά τη διεύθυνση του Β κάθετα από δυο βασικούς ποταµούς, τον ούναβη και τον παραπόταµό του Tisza και στο Ν από τους π. Drina και Morava. Οριζόντια µε σειρά από το Ν προς Β ρέουν επίσης οι παραπόταµοι του ούναβη, Sava (Σαύος) και Drava ( ραύος), καθώς και ο παραπόταµος του π. Tisza, Mures (Μάρος). Οι κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή ανήκουν στον τύπο του ήπιου ηπειρωτικού κλίµατος, µε απότοµες αλλαγές και σχετικές ξηρασίες λόγω της ηµικύκλωσης της πεδινής έκτασης από τα Καρπάθια όρη. Οι 34 οικισµοί (25% επί συνόλου 136) που βρίσκονται χωροθετηµένοι µέσα στην πρώτη αυτή πύκνωση είναι οι παρακάτω: [14], [15], [16], [17], [18], [19], [20], [21], [22], [23], [24], [25], [26], [27], [29], [30], [33], [34], [35], [36], [40], [41], [42], [44], [45], [46], [47], [48], [49], [50], [79], [80], [91] και [122] (Πίν. 1 και Χάρτης 2). Η δεύτερη πύκνωση στη διασπορά των οικισµών µε εγκατεστηµένες ελληνικές κοινότητες παρατηρείται σε περιοχές του νοτίου τµήµατος της σηµ. Ρουµανίας που ανήκε το 19 ο αι. στα εδάφη κυρίως του Πριγκιπάτου της Βλαχίας και µερικώς του 16 Για τη χωροθέτηση των 136 οικισµών αποδελτιώθηκε το άρθρο του Απόστολου Βακαλόπουλου, «Ο Ελληνισµός της ιασποράς», στο Γεώργιος Χριστόπουλος, Ιωάννης Μπαστιάς (επιµ.), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΑ, Αθήνα, 1975, σσ. 231-243 και ιδιαίτερα ο χάρτης ν. 7, σσ. 232-233 και το άρθρο των Ευάγγελου Π. ηµητριάδη και Γεωργίου Τσότσου, «Η ιστορική γεωγραφία της ελληνικής διασποράς», ό.π. και ιδιαίτερα ο χάρτης 9, σ. 194. 17 Για µια παρόµοια κατηγοριοποίηση «πυρηνικών» περιοχών µελέτης, βλ. Johannes Koder, Το Βυζάντιο ως χώρος. Εισαγωγή στην ιστορική γεωγραφία της Ανατολικής Μεσογείου στη Βυζαντινή εποχή, Θεσσαλονίκη, 2005, σσ. 19-21. 18 Οι οικισµοί στον πυρήνα της περιοχής µελέτης συµβολίζονται µε κόκκινο χρώµα, οι περιφερειακοί οικισµοί µε γκρί-µαύρο και οι οικισµοί µε γηγενείς ελληνικούς πληθυσµούς µε µπλέ χρώµα. 19 Michael E. Porter, On competition, Boston, 1998, σσ. 197 198. Ως συστοιχίες (clusters) ορίζονται «γεωγραφικές συγκεντρώσεις διασυνδεµένων επιχειρήσεων, ειδικευµένων προµηθευτών και εταιριών σε σχετικές βιοµηχανίες και θεσµούς (π.χ. εµπορικές ενώσεις, εµπορικές αντιπροσωπείες, εκπαιδευτικά ιδρύµατα), σε ιδιαίτερους τοµείς που ανταγωνίζονται αλλά και συνεργάζονται µεταξύ τους». 6

Πίν. 1: Μητρώο οικισµών µελέτης Β. Βαλκανικής και Κ. Ευρώπης καταχωρηµένων κατά τους ακόλουθους κατακόρυφους άξονες: α) ιστορική ονοµασία οικισµού, β) ι- στορική ενότητα, γ) σύγχρονη ονοµασία οικισµού, δ) σύγχρονο κράτος. (Με εντονότερη σκίαση καταχωρούνται οι οικισµοί στον πυρήνα της περιοχής µελέτης, µε ελαφρά οι οικισµοί µε γηγενή ελληνικό πληθυσµό εκτός σηµερινής ελληνικής επικράτειας, ενώ οι υπόλοιποι δίχως σκίαση αποτελούν τους περιφερειακούς οικισµούς εγκατάστασης αποδήµων, σε σχέση µε την περιοχή µελέτης) 7

(Πίν. 1 - συνέχεια) (Πηγή: Επεξεργασία στοιχειών βιβλιογραφίας) 8

Χάρτης 1: Γεωγραφική οργάνωση οικισµών µε εγκατεστηµένες ελληνικές κοινότητες στις αρχές του 19ου αιώνα (Πηγή: Επεξεργασία στοιχειών βιβλιογραφίας) 9

Χάρτης 2: Γεωγραφικές συγκεντρώσεις οικισµών περιοχής µελέτης (Βόρεια Βαλκανική Κεντρική Ευρώπη) κατά τις αρχές του 19ου αιώνα (Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων βιβλιογραφίας) Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, καθώς και σε περιοχές του βορείου τµήµατος της σηµ. Βουλγαρίας που ανήκε στην επικράτεια της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Οι περιοχές της δεύτερης πύκνωσης εκτείνονται στις άδενδρες πεδιάδες και κοιλάδες της Βλαχίας που περιβάλλονται από τα Νότια Καρπάθια στο Β και τη Βαλκανική Οροσειρά στο Ν. Οι πεδιάδες καλύπτονται µε λιβάδια και αποτελούν χειµερινούς βοσκότοπους για τα κοπάδια, που το καλοκαίρι ανεβαίνουν στα Καρπάθια. Η περιοχή στο νότιο όριό της διαρρέεται οριζοντίως από τον π. κάτω ούναβη και καθέτως, από Β προς Ν, από τον π. Olt. Το ΒΑ της άκρο, ένα χαµηλό οροπέδιο µε γρανιτώδεις σχη- µατισµούς και λιµνάζοντα νερά, διαρρέεται από τους π. Siret (Σιρέτ) και Prut (Προύθο) που εκβάλλουν µαζί µε τον ούναβη στον Εύξεινο Πόντο δηµιουργώντας εκβολικό έλτα. Οι κλιµατικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή ανήκουν στον τύπο του γενικού ηπειρωτικού κλίµατος, µε τις πεδιάδες να έχουν ψυχρότατο χειµώνα και θερµό, υγρό καλοκαίρι. Οι 29 οικισµοί (21,3% επί συνόλου 136) που βρίσκονται χωροθετηµένοι µέσα στη δεύτερη αυτή πύκνωση είναι οι παρακάτω: [28], [31], [37], 10

[38], [51], [52], [53], [54], [62], [63], [64], [81], [82], [83], [84], [85], [86], [87], [88], [89], [90], [109], [110], [111], [112], [123], [124], [125] και [126]. Συµπερασµατικά παρατηρούµε ότι γεωγραφικά, περίπου ποσοστό 50% των ελληνικών εγκαταστάσεων χωροθετείται σε δυο πεδινούς, καλά αρδευόµενους θύλακες στα βόρεια τµήµατα της βαλκανικής χερσονήσου. Οι θύλακες αυτοί διαµοιράζονται σε εδάφη που ανήκαν στην Αψβουργική Αυτοκρατορία, στα Πριγκιπάτα της Βλαχίας και Μολδαβίας και στην Οθωµανική Αυτοκρατορία. Η συγκέντρωση των οικισµών παρατηρείται να είναι εντονότερη κοντά στο διασυνοριακό όριο που είναι ο π. ούναβης. Η Μακεδονική εµπορική διασπορά στην Αψβουργική Αυτοκρατορία (17 ος ως το 19ο αι.) Στη διερεύνηση του µεταναστευτικού προτύπου στα πλαίσια της Αψβουργικής αυτοκρατορίας 20 που συνδέεται µε τις οικονοµικές δραστηριότητες των Μακεδόνων, ιδίως των Βλαχόφωνων, στην κεντροανατολική Ευρώπη (17ος-19ος αι.), διακρίνουµε, δοµικά συνδεόµενες, δύο χρονικές φάσεις ανάπτυξης του φαινοµένου. 21 (Βλ. περισ. µεθοδολογικό διάγραµµα και Πίν. 5) Αη Περίοδος - Αη φάση: Από τον 16ο αι. αρχίζουν οι µετακινήσεις των Μακεδόνων Βλαχόφωνων που µεταναστεύουν ως ορθόδοξοι Οθωµανοί υπήκοοι στην Αυστροουγγαρία. Η κύρια εµπορική δραστηριότητά τους ήταν η εµπορική σύνδεση µεταξύ περιοχών της κεντροανατολικής Ευρώπης. Τους εντοπίζουµε στο χώρο της Τρανσυλβανίας και Κ. και ΒΑ Ουγγαρίας. Εγκαθίστανται σε πόλεις - εµπορικούς σταθµούς 22 και από εκεί επεκτείνουν τις εµπορικές τους δραστηριότητες και σε µακρυνότερες αγορές, ακολουθώντας τους δρόµους του πλανόδιου εµπόρου. ιεξάγουν κυρίως το λιανικό εµπόριο µε κάθε είδους προϊόντα, εκµεταλλευόµενοι τις δυνατότητες που τους προσφέρουν οι τοπικές οικονοµίες. Από τον 17ο αι. οι Μακεδόνες έµποροι εγκαθίστανται στην Τρανσυλβανία 23 στα κύρια εµπορικά κέντρα τις περιοχής (πόλεις Sibiou [37] 24 και Brasov [38]), ενώ από το 2ο µισό του 17ου έως τις αρχές του 18ου αι. τους βρίσκουµε εγκατεστηµένους µαζικά και στις ανατολικές επαρχίες της Ουγγαρίας, στο γεωγραφικό τµήµα ΒΑ του π. ούναβη και του π. Τίσα (Tisza). Η περιοχή αυτή είχε αποψιλωθεί πληθυσµιακά εξαιτίας των πολεµικών συρράξεων κατά τη διάρκεια της οθωµανικής κατοχής. Η κύρια µορφή οργάνωσης των Ελλήνων Μακεδόνων µεταναστών ήταν οι «κο- µπανίες» 25, θεσµικά όργανα που αναγνώριζαν οι αρχές του τόπου εγκατάστασης, ενί- 20 David Good, The economic rise of the Habsbury Empire 1750-1914, Berkeley - London, 1984. 21 Βάσω Σειρηνίδου, «Ελληνικές Κοινότητες και Ευρωπαϊκός Κόσµος (13ος-19ος αι.). Μορφές αυτοδιοίκησης, κοινωνικής οργάνωσης, συγκρότηση ταυτοτήτων», (συντονίστρια) Πρόγραµµα Πυθαγόρας ΙΙ, σσ. 1-8. Βλ. της ιδίας, «Η ελληνική εµπορική διασπορά στην Aψβουργική Αυτοκρατορία (17ος 19ος αι.)» στο http://epa.oszk.hu/00000/00003/00038/seirinidou_g.html (προσβάσιµο 20/07/2010). 22 Ελευθερία Νικολαΐδου, «Συµβολή στην ιστορία τεσσάρων ελληνικών κοινοτήτων της Αυστροουγγαρίας (Zemun, Novisad, Orsova, Temerva)», ωδώνη 9 (1980), σσ. 323-314. Βλ. και Ιωάννης Παπαδριανός, Οι Έλληνες πάροικοι του Σεµλίνου (18ος-19ος αι.), Θεσσαλονίκη, 1988. 23 Athanasios Karathanasis, L Hellénisme en Transylvanie. L activité culturelle, nationale et religieuse des companies commerciales helléniques de Sibiu et de Brasov aux XVIII-XIX siècles, Θεσσαλονίκη, 1989. 24 έσποινα-ειρήνη Τσούρκα-Παπαστάθη, Η ελληνική κοµπανία του Σιµπιού Τρανσυλβανίας 1636 1848. Οργάνωση και ίκαιο, Θεσσαλονίκη, 1994, σσ. 36 κ.εξ. 25 Όλγα Κατσιαρδή Hering, «Αδελφότητα, Κοµπανία, Κοινότητα. Για µια τυπολογία των ελληνικών κοινοτήτων της Κεντρικής Ευρώπης µε αφορµή το άγνωστο καταστατικό του Miskolc (1801)», Εώα και Εσπερία 7 (2007). Βλ. και Νικόλαος Μουτσόπουλος, Μακεδονική αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη, 1971. Βλ. περισ. στο ίδιο, για τα «εσνάφια των κουδαραίων», σσ. 229-230. 11

οτε µάλιστα ήταν και φορείς προνοµίων στις δασµολογικές ρυθµίσεις καθώς και δικαιωµάτων αυτοδιοίκησης, όπου µέσα συµπεριλαµβάνονταν και η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Κατά το πρώτο µισό του 18ου αι., ο ορθόδοξος έµπορος της Ουγγαρίας, ο λιανοπωλητής (Görög) ήταν: ο έλληνας παντοπώλης, µέλος µιας θρησκευτικής µειονότητας, επικίνδυνος στις αρχές αλλά φιλικός προς τους τοπικούς γαιοκτήµονες που εξυπηρετούσε µε τα προϊόντα του. Οι πόλεις όπου εγκαθίστανταν οι Μακεδόνες έµποροι διέθεταν τις στοιχειώδεις υποδοµές µιας ενότητας αγοράς όπως η παραγωγή και η εκµετάλλευση προϊόντων. Κυρίως αναφέρονται οι ακόλουθες: α) οινοπαραγωγικές πόλεις στα ΒΑ (π.χ. Gyöngyös [20], Eger [21], Miscolc [22], Tokaj [23] και β) οι πόλεις κατά µήκος των εµπορικών αρτηριών ή πόλεις µε εξειδίκευση στο εµπόριο ζώων (Kecskemet [25], Nagyvarad και Ujvidek (µη χωροθετηµένοι). Αη Περίοδος - Βη φάση: Από τις αρχές του 18ου αι. οι µερκαντιλιστές, οικονοµικοί σύµβουλοι των Αψβούργων, έβλεπαν µε ανησυχία τη συµµετοχή των ξένων υπηκόοων στο εσωτερικό εµπόριο. Έτσι, από το 1774 (συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή), οι οθωµανοί υπήκοοι που εµπορεύονταν εγκατεστηµένοι στην Ουγγαρία 26 και Τρανσυλβανία (εκεί από το 1777) έπρεπε να ορκιστούν πίστη ως αψβούργοι υπήκοοι. Επί πλέον το θεσµικό πλαίσιο των επίσηµων διεθνών συνθηκών Κάρλοβιτς (1699) και Πασάροβιτς (1718) (µεταξύ Οθωµανών και Αψβούργων) αφορούσε τη θεσµοθέτηση του ελεύθερου εµπορίου µεταξύ υπηκόων των δύο αυτοκρατοριών, µε προνοµιακό δασµό 3% επί των εισαγόµενων και εξαγόµενων ειδών. Η κύρια εµπορική δραστηριότητα διεξάγεται στον άξονα: Οθωµανική - Αψβουργική αυτοκρατορία και αφορά εισαγωγές πρώτων υλών από ανατολικά (βαµβάκι, νήµατα, δέρµατα κ.ά.) και εξαγωγές µεταποιηµένων προϊόντων από τις βιοτεχνίες της Αυστρίας-Βοηµίας. Οι µακεδονοηπειρώτες µεγαλέµποροι της Βιέννης 27 γρήγορα βάζουν σε δεύτερη προτεραιότητα τη δραστηριότητα της µεταφοράς πρώτων υλών από τα Βαλκάνια στα καταναλωτικά κέντρα της Κ. Ευρώπης και στρέφονται στην εκµετάλλευση ευκαιριών στις τοπικές οικονοµικές εξειδικεύσεις της αψβουργικής µοναρχίας κυρίως στο γεωγραφικό χώρο της Ουγγαρίας. Για να γίνει όµως η παρέµβαση των ελλήνων εµπόρων προσανατολίζονται αυτοί µαζικά στην απόκτηση της αψβουργικής υπηκοότητας (χάνοντας την οθωµανική). Έτσι, ενώ έχαναν την προνοµιακή δασµολόγηση στο εισαγωγικό εµπόριο πρώτων υλών από την ανατολή, κερδίζουν τη δυνατότητα συµµετοχής τους στο εσωτερικό εµπόριο της µοναρχίας (άξονας Αυστρίας - Ουγγαρίας). ηµιουργούνται λοιπόν δύο διαφοροποιηµένα εµπορικά δίκτυα, µε διαφορετικό οικονοµικό προσανατολισµό, άµεσα όµως συσχετισµένα στην εσωτερική τους δοµή: ι) των ελλήνων εµπόρων οθωµανικής υπηκοότητας και ιι) των ελλήνων εµπόρων αψβουργικής υπηκοότητας στη Βιέννη. Κατά το 2ο µισό του 18ου αι., ενισχύονται οι µορφές δευτερογενούς παραγωγής µε αιχµή την επεξεργασία του βαµβακιού στην Αυστρία και τη Βοηµία. Η Βιέννη [14] αναδεικνύεται το µεγαλύτερο κέντρο αποθήκευσης και διάθεσης της βαλκανικής βαµβακοπαραγωγής. Συνδέεται άµεσα η επιτυχία του εµπορίου αυτού µε το δίκτυο των κοµπανιών, των ανεξάρτητων εµπόρων και των πλανόδιων εµπόρων της Ουγγαρίας και της Τρανσυλβανίας. Το καινούριο εµπόριο ήταν αποκλειστικά χονδρικό και προϋπέθετε προσβάσεις στην οθωµανική γραφειοκρατία, απ όπου πραγµατοποιούνται και οι κατάλληλες εισαγωγές για την ευρωπαϊκή ζήτηση. Το χονδρικό εµπόριο 26 Ödön Füves, Οι Έλληνες της Ουγγαρίας, Θεσσαλονίκη, 1965. 27 Σπυρίδων Λουκάτος, «Ο πολιτικός βίος των Ελλήνων της Βιέννης κατά την Τουρκοκρατία και τα αυτοκρατορικά προς αυτούς προνόµια», ελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 15 (1961), σσ. 287-350. 12

µεταξύ των δύο αυτοκρατοριών απαιτούσε µεγάλα κεφάλαια, που διέθεταν τα εξέχοντα µέλη των κοµπανιών των πόλεων: Sibiu [37], Brasov [38], Kecskemet [25], Τιµισοάρα (Temesvar) [36], Ζέµονα (Zimony - Semlin) [46], Novisad [42] και της Πέστης [19]. Οι περισσότεροι από τους οικισµούς αυτούς ήταν κατά µήκος των χερσαίων εµπορικών δρόµων απ όπου περνούσαν οι πρώτες ύλες από την ανατολή προς τις κεντροευρωπαϊκές αγορές. Η αναβάθµιση του εµπορικού άξονα Αυστρίας - Ουγγαρίας και ο αποκλεισµός στα 1775 της Ουγγαρίας από την τελωνειακή ένωση των αψβουργικών επαρχιών, κατευθύνει ένα µεγάλο µέρος του εξωτερικού εµπορίου από τα δυτικά (Βιέννη) και προς τα ανατολικά (τις ουγγρικές αγορές). Οι αγορές αυτές προµήθευαν, έτσι κι αλλιώς, τα είδη διατροφής και κατανάλωσης µεταποιηµένων προϊόντων. Εµφανίζεται, λοιπόν, η Ουγγαρία ως χώρα εµπορικών ευκαιριών για πολλούς Βιεννέζους επιχειρηµατίες. Ωστόσο, οι Έλληνες έµποροι είχαν σαφή πλεονεκτήµατα γιατί είχαν γνώση της χώρας και των αγορών της. Επίσης, διέθεταν ένα εξαιρετικό κοινωνικό δίκτυο στην ουγγρική «ενδοχώρα» από ελληνικές εµπορικές εγκαταστάσεις των συγγενών και συντοπιτών τους. ηµιουργούνται έτσι µερικές από τις γνωστότερες πλούσιες οικογένειες µακεδονοηπειρωτών εµπόρων της Βιέννης, όπως οι οικογένειες Σίνα, Νάκου, Νίκολιτς, Χατζηµιχαήλ, Μπεκέλλα, έρρα κ.ά. 28 Αυτοί οι µεγαλέµποροι λειτουργούσαν ως ενδιάµεσοι στο εµπόριο Ουγγαρίας - Αυστρίας όσον αφορά στην τροφοδοσία της αψβουργικής πρωτεύουσας στα ουγγρικά σιτηρά και βοοειδή. Έτσι, λοιπόν, δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική εµπορική διασπορά της κεντροανατολικής Ευρώπης, άφησε στην Ουγγαρία τα περισσότερα ίχνη της παρουσίας της. Στην ουγγρική ιστοριογραφία, οι έλληνες παρουσιάζονται ως η επιχειρηµατική µειονότητα που οδήγησε την ουγγρική οικονοµία από ένα (µεσαιωνικό) αγροτικό σύστη- µα στην κεφαλαιοκρατική και πιστωτική οικονοµία. Από την άλλη, αφήνονται αρνητικές αιχµές για τη συµµετοχή τους στο εµπόριο βοοειδών που ζηµίωσε κατ αυτούς την ουγγρική οικονοµία. Ειδικότερα, στην Πέστη οι Βλάχοι της Μακεδονίας και της Ηπείρου θεωρούνται οι φορείς του βαλκανικού οθωµανικού εµπορίου, παράλληλα όµως και φορείς πολιτισµικών επιρροών διαµέσου της ελληνικής γλώσσας και κουλτούρας. 29 Τόποι προέλευσης αποδήµων Μακεδόνων Από τη σχετική βιβλιογραφική έρευνα 30 προκύπτει ότι οι συχνότερα αναφερόµενοι οικισµοί ως τόποι προέλευσης των αποδήµων Μακεδόνων σε Βόρεια Βαλκανική 28 Γεώργιος Λάϊος, Σίµων Σίνας, Αθήνα, 1972. Βλ. του ιδίου, Η Σιάτιστα και οι εµπορικοί οίκοι Χατζη- µιχαήλ και Μανούση (17ος-19ος αι.), Θεσσαλονίκη, 1982. 29 Νικόλαος Ι. Μέρτζος, Αρµάνοι, οι Βλάχοι, Θεσσαλονίκη 2000. Επίσης του ιδίου, πρόσφατο συνοπτικό αυτοτελές άρθρο «Οι Αρµάνοι Βλάχοι», Θεσσαλονίκη, 2010. 30 Βλ. ενδεικτικά, Σπυρίδων Λάµπρος, «Σελίδες εκ της ιστορίας του εν Ουγγαρία και Αυστρία Μακεδονικού Ελληνισµού», Νέος Ελληνοµνήµων 8 (1911), σ. 279. Ιωάννης Βογιατζίδης, «Αι ελληνικαί κοινότητες Αυστροουγγαρίας», Ηµερολόγιον Μεγάλης Ελλάδος (1926), σσ. 71-78. Dusan Popovic, O Cincarima. Prilozi pitanju postanka naseg grad-janskog drustva (Για τους Τσιντσάρους - Βλάχους. Συµβολές στο πρόβληµα της γένεσης της αστικής µας τάξης), έκδ. β, Beograd, 1937. Κωνσταντίνος Άµαντος, Οι Έλληνες εις την Ρουµανίαν προ του 1821, Πρακτικά της Ακαδηµίας Αθηνών, Αθήναι, 1944. Θεόδωρος Νάτσινας, Οι Μακεδόνες Πραµµατευτάδες εις τας Χώρας Αυστρίας και Ουγγαρίας, Θεσσαλονίκη, 1939. Απόστολος Βακαλόπουλος, Οι υτικοµακεδόνες Απόδηµοι επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη, 1958. Ο ίδιος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη, 1988. Ödön Füves, Οι Έλληνες της Ουγγαρίας, Θεσσαλονίκη, 1965. Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι Έλληνες Λόγιοι στη Βλαχία (1610-1714), Θεσσαλονίκη, 1982. Ιωάννης Παπαδριανός, Οι Έλληνες Απόδηµοι στις Γιουγκοσλαβικές 13

Κεντρική Ευρώπη, δηλαδή στις σηµερινές χώρες Σερβία, Κροατία, Ουγγαρία, Αυστρία, Ρουµανία και Βουλγαρία, στο διάστηµα από το 17ο µέχρι τις αρχές του 20ού αι., ήταν οι ακόλουθοι (µε γεωγραφική σειρά από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά και µε την ονοµατολογία περιόδου Τουρκοκρατίας, ενώ σε παρένθεση αναγράφονται οι µετά το 1927 νέες ονοµασίες) (Χάρτης 3): Κρούσοβο, Μοναστήρι, Πισοδέρι, Καστοριά, Νέβεσκα (Νυµφαίο), Κλεισούρα, Μπογατσικό (Βογατσικό), Μπλάτσι (Βλάστη), Σέλιτσα (Εράτυρα), Σιάτιστα, Κατράνιτσα (Πύργοι), Κοζάνη, Σέρβια, Βελβεντό, Νάουσα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, Μελένικο, Σέρρες. Χάρτης 3: Οικισµοί προέλευσης αποδήµων Μακεδόνων στη Βόρεια Βαλκανική και Κεντρική Ευρώπη (17ος αρχές 20ου αιώνα) (Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων βιβλιογραφίας) Από τις άµεσα γειτονικές προς τη Μακεδονία περιοχές της Ηπείρου και Θεσσαλίας, το µέγιστο αριθµό αποδήµων παρουσιάζει η βορειοηπειρωτική Μοσχόπολη, την οποία συµπεριλαµβάνουµε στα ποσοτικά στοιχεία που παραθέτουµε στις επόµενες παραγράφους. Οι λόγοι είναι δύο: (α) Η Μοσχόπολη είναι το σηµαντικότερο αστικό κέντρο ευρισκόµενο πολύ κοντά στα γεωγραφικά όρια του µακεδονικού χώρου, (β) Η οικονοµική και πνευµατική της ακτινοβολία επηρέασε το δυτικοµακεδονικό χώρο, καθώς πολλοί Μοσχοπολίτες εγκαταστάθηκαν µετά την ερήµωσή της (1769) σε αρκετούς από τους προαναφερθέντες οικισµούς (Κρούσοβο, Μοναστήρι, Μπλάτσι, Σιά- Χώρες (18ος-20ός αι.), Θεσσαλονίκη, 1993. Σταύρος Ηλιαδέλης, Μακεδόνες απόδηµοι στη Μεσευρώπη (1850-1950), Θεσσαλονίκη, 2005. 14

τιστα κ.ά.) 31, τους οποίους ενδυνάµωσαν, και από τους οποίους, ακολούθως, συνέχισαν τις εµπορικές επαφές και τις αποδηµίες τους προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Από µια επισκόπηση της γεωγραφικής κατανοµής των οικισµών αυτών στο χώρο της Μακεδονίας, διαπιστώνουµε ότι, από τους δεκαεννέα (19) συνολικά οικισµούς, δεκατέσσερις (14) βρίσκονται στη υτική Μακεδονία, τρεις (3) στην Κεντρική και δύο (2) στην Ανατολική. Παρατηρείται ότι η υτική Μακεδονία διαθέτει πολύ µεγάλο ποσοστό (περίπου 70%) οικισµών κοιτίδων αποδήµων σε σχέση µε τον υπόλοιπο µακεδονικό χώρο. Αυτό σχετίζεται άµεσα µε δύο γεγονότα: (α) Στην ορεινή υτική Μακεδονία το ελληνικό χριστιανικό στοιχείο που αποδηµούσε και ασχολήθηκε µε το εµπόριο κυριαρχούσε πληθυσµιακά κατά την υπό µελέτη περίοδο έναντι του µουσουλµανικού, ενώ στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, που είναι βασικά πεδινές περιοχές, υπήρχαν συµπαγείς µουσουλµανικοί πληθυσµοί. (β) Οι αποδηµίες ήταν αποτέλεσµα της σηµαντικής τοπικής οικονοµικής ανάπτυξης που παρουσίασαν ορισµένες περιοχές της υτική Μακεδονίας, ιδίως στο διάστηµα του 17ου 19ου αιώνα. Οι παραπάνω αναφερόµενοι δυτικοµακεδονικοί οικισµοί µπορούν να ενταχθούν σε δύο βασικές κατηγορίες: (α) Αστικά κέντρα: Η Καστοριά και τα Σέρβια, που ήταν παλαιές βυζαντινές πόλεις και εξακολούθησαν να έχουν το χαρακτήρα τοπικού αστικού κέντρου κατά την Τουρκοκρατία, καθώς και το Μοναστήρι, το οποίο εξελίχθηκε σε σηµαντική πόλη, ιδίως κατά το τέλος της περιόδου, και µάλιστα υπήρξε το δεύτερο σε πληθυσµό διοικητικό και οικονοµικό κέντρο του µακεδονικού χώρου µετά τη Θεσσαλονίκη. (β) Ορεινοί οικισµοί (Κρούσοβο, Πισοδέρι, Νέβεσκα, Κλεισούρα, Μπογατσικό, Μπλάτσι, Σιάτιστα), ή ηµιορεινοί (Σέλιτσα, Κοζάνη, Κατράνιτσα, Βελβεντό), οι οποίοι εξελίχθηκαν κατά την Τουρκοκρατία από κτηνοτροφικοί σε εµποροβιοτεχνικούς 32, µε αποτέλεσµα τις µετακινήσεις και αποδηµίες των εµπόρων τοπικών προϊόντων αρχικά σε τοπική και ακολούθως σε υπερτοπική κλίµακα (ευρωπαϊκές χώρες). Οι οικισµοί της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας διακρίνονται στα σηµαντικά αστικά κέντρα (Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες) και στα τοπικά εµποροβιοτεχνικά κέντρα, ηµιορεινά και κάπως αποµονωµένα γεωγραφικά (Νάουσα, Μελένικο), τα ο- ποία παρουσίασαν σηµαντική ανάπτυξη κατά την ύστερη Τουρκοκρατία 33. Ειδικότερα στοιχεία για τους οικισµούς προέλευσης των αποδήµων ανά τόπο εγκατάστασης και δραστηριότητα στην περιοχή µελέτης (Αη Περίοδος) Ακολούθως επιχειρούµε µια προσέγγιση, από ετερογενείς πηγές ακόµη και χρονολογικά, στο θέµα αναφοράς για την περιοχή µελέτης της γεωγραφικής κατανοµής των τόπων προέλευσης των αποδήµων Μακεδόνων, µε βάση διαθέσιµα αρχεία τα οποία παρέχουν ποσοτικά στοιχεία. Τα διαθέσιµα αρχεία είναι πενιχρά ως προς τα αριθµητικά δεδοµένα, και τα εξαγόµενα στοιχεία έχουν χαρακτήρα αποσπασµατικό και ενδεικτικό. Όπως προαναφέραµε συµπεριλαµβάνουµε και στοιχεία που αφορούν οικι- 31 Ιωακείµ Μαρτινιανός, Η Μοσχόπολις 1330-1930, Θεσσαλονίκη, 1957, σσ. 163 κεξ. Γεώργιος Τσότσος, «Οι µετοικεσίες Βλαχοφώνων από τη Βόρεια Ήπειρο στη υτική Μακεδονία», υτικοµακεδονικά Γράµµατα Ζ (1996), σσ. 338-325. 32 Γεώργιος Τσότσος, Το οικιστικό δίκτυο της υτικής Μακεδονίας 14ος 17ος αιώνας, ιδακτορική ιατριβή, Τοµέας Πολεοδοµίας, Χωροταξίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Τµήµα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ., 2006. 33 Απόστολος Βακαλόπουλος,, Ιστορία της Μακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 395-518. 15

σµούς άµεσης γειτνίασης µε το µακεδονικό χώρο (Μοσχόπολη και γύρω οικισµούς) (Χάρτης 3). Οι Έλληνες πάροικοι στη Βούδα και στην Πέστη 1700 1748 Ο µελετητής της ιστορίας των ελληνικών παροικιών στην Ουγγαρία Ödön Füves παραθέτει κατάλογο των Ελλήνων αποδήµων που πολιτογραφήθηκαν στη Βούδα και στην Πέστη κατά το διάστηµα από το 18ο ως και τα µέσα του 19ου αι 34. Πίν. 2: Αριθµός Ελλήνων παροίκων που πολιτογραφήθηκαν στη Βούδα και Πέστη από 1700 έως 1849 (εµφαίνεται η κατανοµή ανά χρονική περίοδο και ανά τόπο καταγωγής) (Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων βιβλιογραφίας) 34 Έντεν Φιούβες, «Οι κατάλογοι των πολιτογραφηθέντων Ελλήνων παροίκων της Πέστης και Βούδας στην περίοδο 1687 1848», Μακεδονικά 6 (1964 1965), σσ. 106-119. 16

Στον κατάλογο αναφέρονται στις περισσότερες περιπτώσεις οι τόποι γέννησης των Ελλήνων αποδήµων. Με αποδελτίωση του κειµένου καταλόγου και καταµέτρηση του αριθµού των ονοµάτων ανά τόπο καταγωγής προέκυψε ο Πίν. 2, στον οποίο παρουσιάζεται ο αριθµός αποδήµων ανά οικισµό και συνολικά ανά γεωγραφικό διαµέρισµα του ευρύτερου βορειοελλαδικού χώρου. Από τον πίνακα απουσιάζουν οι αριθµοί των Ελλήνων που γεννήθηκαν στη Βούδα και Πέστη, για τους οποίους δεν αναφέρεται τόπος καταγωγής. Από τα στοιχεία του πίνακα παρατηρείται ότι οι γεωγραφικές ενότητες µε το µεγαλύτερο αριθµό αποδήµων είναι η υτική Μακεδονία (56) και η γειτονική προς αυτή περιοχή της Μοσχόπολης 35 (45), ενώ και από τις άλλες έξι ελληνικές πόλεις και κωµοπόλεις, που διαθέτουν πολιτογραφηθέντες αποδήµους, οι τρεις βρίσκονται κοντά στα όρια µε τη υτική Μακεδονία (Μέτσοβο, Αµπελάκια, Τύρναβος). Από τους οικισµούς του µακεδονικού χώρου το µεγαλύτερο αριθµό αποδήµων εµφανίζουν η Κοζάνη (20) και η Καστοριά (17). Μακεδόνες απόδηµοι στη Βιέννη και το Τοκάϊ Ουγγαρίας 1762-1766 Σύµφωνα µε στοιχεία του D. Popovic 36, αναφέρονται ως τόποι καταγωγής: α) Μακεδόνων εµπόρων εγκατεστηµένων στο Τοκάϊ της Ουγγαρίας το 1762 οι ακόλουθοι οικισµοί (σε παρένθεση ο αριθµός εµπόρων): Κοζάνη (22), Καστοριά (7), Μελένικο (5), Βέροια και Σέρβια (από 1). β) Μακεδόνων αποδήµων στη Βιέννη το 1766 οι εξής οικισµοί (σε παρένθεση ο αριθµός οικογενειών): Μοσχόπολη (12), Σιάτιστα (12), Καστοριά (7), Μελένικο (6), Μοναστήρι (1-3) και Κοζάνη (1). Παρατηρούµε και πάλι η Μοσχόπολη έχει σηµαντική θέση ανάµεσα στους οικισµούς προέλευσης αποδήµων, ενώ από τους µακεδονικούς οικισµούς προηγούνται η Κοζάνη και η Σιάτιστα. Μακεδόνες απόδηµοι στη βόρεια Σερβία και Κροατία περί το 1770 Από αποδελτίωση και επεξεργασία ποσοτικών στοιχείων που αναφέρονται στην ελληνική βιβλιογραφία για τους αποδήµους, προερχόµενα από τις έρευνες του Σέρβου ιστορικού Dusan Popovic 37, προκύπτουν οι τόποι καταγωγής µακεδονικών οικογενειών εγκατεστηµένων γύρω στο 1770 σε πόλεις και περιοχές της βόρειας Σερβίας, όπως η Κράϊνα (επαρχία στο Β άκρο της Σερβίας, βόρεια της Κροατίας), και οι πόλεις Σρεµ, Σεµλίνο και Βελιγράδι (Πίν. 3). 35 Η Γκράµποβα και η Σίπισκα ήταν κωµοπόλεις γειτονικές µε τη Μοσχόπολη. Βλ. σχετ. Ιωακείµ Μαρτινιανός, Η Μοσχόπολις 1330-1930, Θεσσαλονίκη, 1957, passim. 36 Traian Stoianovich, «Ο κατακτητής ορθόδοξος βαλκάνιος έµπορος», στο Σπύρος Ασδραχάς (επιµ.), Η Οικονοµική οµή των Βαλκανικών Χωρών (15ος 19ος αιώνας), Αθήνα 1979, σ. 311, µε στοιχεία από Dusan Popovic, O Cincarima. Prilozi pitanju postanka naseg grad-janskog drustva (Για τους Τσιντσάρους (Βλάχους). Συµβολές στο πρόβληµα της γένεσης της αστικής µας τάξης), έκδ. β, Beograd, 1937, σσ. 49 50. 37 Γεώργιος Μόδης, «Συµβολή και επίδρασις των υτικοµακεδόνων εις την πνευµατικήν οικονοµικήν ανάπτυξιν της Σερβίας κατά τον ΙΗ - ΙΘ αιώνα: Σχόλια και παρατηρήσεις εις το βιβλίον του Καθηγητού του Πανεπιστηµίου Βελιγραδίου Ντούσιαν Πόποβιτς, Κουτσόβλαχοι, Συµβολή εις την η- µιουργίαν της Σερβικής Αγοράς», Αριστοτέλης 5/41 (1963), σ. 13 και Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία της Μακεδονίας 1354 1833, Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 360, µε στοιχεία που άντλησαν από τον Dusan Popovic, O Cincarima, ό.π. 17

Παρατηρείται από τον πίνακα, ο οποίος παρέχει στοιχεία από µια ευρεία γεωγραφική περιοχή (βόρεια Σερβία), ότι η βορειοηπειρωτική Μοσχόπολη είναι ο κυριότερος οικισµός κοιτίδα αποδήµων. Στον καθαυτό γεωγραφικό χώρο της Μακεδονίας, οι οικισµοί Κατράνιτσα, Κλεισούρα, Μπλάτσι και Σιάτιστα, που καταλαµβάνουν περίπου το κέντρο της υτικής Μακεδονίας, διαθέτουν κατ αριθµητική ιεραρχία, τους περισσότερους αποδήµους. Αντίθετα, οικισµοί όπως η Καστοριά, η Κοζάνη, η Σέλιτσα και το Μοναστήρι, που είναι εξ ίσου σηµαντικές πόλεις προέλευσης αποδήµων, αντιπροσωπεύονται ελάχιστα στον παραπάνω πίνακα. Παρατηρείται επίσης ότι η µεγάλη πλειονότητα των αποδήµων είναι και πάλι υτικοµακεδόνες (176 183 άτοµα έναντι 12 15 από την υπόλοιπη Μακεδονία). Πίν. 3: Τόποι καταγωγής µακεδονικών οικογενειών εγκατεστηµένων στη Βόρεια Σερβία περί το 1770 (Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων βιβλιογραφίας) υτικοµακεδόνες απόδηµοι ασχολούµενοι µε εκδόσεις σε σηµαντικές ευρωπαϊκές πόλεις Κατά την περίοδο 1785 1837 αναφέρονται υτικοµακεδόνες ασχολούµενοι µε εκδόσεις βιβλίων στην Ευρώπη (περιλαµβάνονται συγγραφείς, εκδότες, χορηγοί, διορθωτές, ερανιστές, µεταφραστές) ως εξής κατά τόπο καταγωγής 38 : Κοζάνη 14, Σιάτιστα 11, Καστοριά 8, Κλεισούρα 3, και από ένας: Βελβεντό, Κάλιανη (Αιανή), Κατράνιτσα (Πύργοι), Κωστάντσικο (Αυγερινός), Λινοτόπι, Σέρβια και Σισάνι. Η Κοζάνη, η Σιάτιστα και η Καστοριά αναδεικνύονται µέσα από τον κατάλογο αυτό ως οικισµοί καταγωγής πνευµατικών ανθρώπων, ενώ, παράλληλα, είναι γνωστές ως πόλεις µε τις σηµαντικότερες σχολές στη υτική Μακεδονία, οι οποίες και κατά το 18ο αι. ήταν από τις σπουδαιότερες ελληνικές σχολές στα πλαίσια της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας. Σηµειώνουµε επίσης ότι ο µέγιστος αριθµός των βιβλίων στα οποία αναφέρονται οι παραπάνω υτικοµακεδόνες εκδόθηκε στη Βιέννη (120 βιβλία), που αναδεικνύεται 38 Ευαγγελία Αµοιρίδου, «Η συµµετοχή των υτικοµακεδόνων στην εκδοτική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας», στο ιεθνές Συνέδριο Η υτική Μακεδονία κατά τους Χρόνους της Τουρκικής Κυριαρχίας µε έµφαση στους υτικοµακεδόνες Αποδήµους στις Βαλκανικές Χώρες (15ος αι. έως το 1912), Σιάτιστα 30/3 1/4/2001, προδηµοσίευση: Παρέµβαση 114 (2001), σσ. 13-15. 18

έτσι το κυριότερο εκδοτικό πνευµατικό κέντρο του απόδηµου Ελληνισµού, και ειδικά του µακεδονικού, στην Ευρώπη. Ακολουθούν σε αριθµό εκδόσεων οι πόλεις (σε παρένθεση ο αριθµός εκδοθέντων βιβλίων): Βενετία (20), Βούδα και Πέστη (13), Μόσχα (6), και από ένα βιβλίο οι γερµανικές πόλεις Λειψία, Γοτίγγη και Χάλλη. Μακεδόνες πάροικοι του Σεµλίνου Από τους Έλληνες πάροικους του Σεµλίνου (Zemun) [46] της βόρειας Σερβίας κατά το πρώτο µισό του 19ου αι., και επί 318 συνολικά αναφεροµένων ελληνικών ονοµάτων σε «βιβλίον µνηµονευοµένων τεθνηκότων» στο ναό Γέννησης της Θεοτόκου, καταγράφονται στη βιβλιογραφία 39 ως καταγόµενοι από συγκεκριµένους οικισµούς του ευρύτερου µακεδονικού χώρου οι εξής απόδηµοι (αριθµοί ανά οικισµό καταγωγής): Κλεισούρα 79, Μπλάτσι 21, Μοσχόπολη 20, Μελένικο 12, Σιάτιστα 8, Καστοριά 6, Κατράνιτσα 4 και Σέρρες 4. Οι υπόλοιποι καταγεγραµµένοι κατάγονται από άλλες περιοχές της Μακεδονίας, της Ηπείρου, Θεσσαλίας και Αλβανίας. Παρατηρούµε ότι ο οικισµός µε το µεγαλύτερο αριθµό αποδήµων στο Σεµλίνο, που ήταν σηµαντικός σταθµός διαµετακοµιστικού εµπορίου, είναι η Κλεισούρα, µε δεύτερο το γειτονικό της Μπλάτσι. Συµπεράσµατα Αης περιόδου Κατά την Αη περίοδο µελέτης οι Μακεδόνες απόδηµοι οργανωµένοι στα πλαίσια των κοµπανιών εκµεταλλέυονται τα κενά στην τοπική αλλά και στη διεθνή οικονοµία, τόσο της Αψβουργικής, όσο και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, αρχικά ως λιανέµποροι και από τον 18 ο αι. ως χονδρέµποροι. Το κοινωνικό δίκτυο που είχαν ήδη δηµιουργήσει διατηρείται ακµαίο µε τους µακεδονικούς οικισµούς προέλευσης, µέσω της διαρκούς ροής κεφαλαίων και της µετανάστευσης. Οι οικισµοί εγκατάστασης στην περιοχή µελέτης οργανώνονται σε δυο θύλακες στην Αψβουργική και Οθωµανική επικράτεια και στα Πριγκιπάτα Βλαχίας και Μολδαβίας αντιστοίχως, µε έµφαση σε γραµµικές συγκεντρώσεις κατά µήκος ποταµών ( ούναβης, Tisza). Ως προς τους τόπους προέλευσης των αποδήµων Μακεδόνων, γενικότερα και προσεγγιστικά, από τα στοιχεία που παραθέσαµε, προκύπτει ότι α) στο χώρο της βόρειας Σερβίας, οι οικισµοί του µακεδονικού χώρου που είχαν εγκατεστηµένους τους περισσότερους αποδήµους ήταν: η Κλεισούρα, η Κατράνιτσα, το Μπλάτσι και η Σιάτιστα, β) στη Βιέννη [14]: η Σιάτιστα και η Καστοριά, ενώ γ) στις πόλεις της Ουγγαρίας (από τα στοιχεία που παραθέσαµε για τη Βουδαπέστη [19] και το Τοκάϊ [23]): η Κοζάνη και η Καστοριά. Η γεωγραφική θεώρηση που επιχειρηµατολογεί για την κατά το δυνατό γειτνίαση του εµπόρου µε τον αγοραστή για την ελαχιστοποίηση της κυκλοφοριακής δαπάνης µας οδηγεί προς τη γενική θεωρία των κεντρικών τόπων (central place theory), άποψη η οποία βέβαια θα πρέπει να αποδειχθεί µε επιµέρους εµβάθυνση του δικτύου οικισµών, καθώς και δεδοµένων των τοπικών αγορών τους. 40 39 Ιωάννης Παπαδριανός, Οι Έλληνες Απόδηµοι στις Γιουγκοσλαβικές Χώρες (18ος 20ός αι.), Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 48. 40 Βλ. σχετικά Ron Johnston, λήµµα Central Place Theory στο Derek Gregory, Ron Johnston, Geraldine Pratt, Michael J. Watts και Sarah Whatmore (επιµ.), The Dictionary of Human Geography, ό.π., σσ. 76. Βλ. επίσης Barney Warf, λήµµα Location Theory στο Barney Warf (επιµ.), Encyclopedia of Human Geography, ό.π., σσ. 285-287. 19

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΚΜΗ ΤΩΝ ΜΑΚΕ ΟΝΩΝ ΤΗΣ ΙΑΣΠΟΡΑΣ. ΜΕΤΑΠΡΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ. Ι ΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ Βη Περίοδος - 19ος αι. Από τα µέσα του 19ουαι. και µε αφορµή το ταραγµένο ευρωπαϊκό γεωπολιτικό πλαίσιο, οι ελληνικές κοινότητες της Κεντρικής και υτικής Ευρώπης αρχίζουν να αφοµοιώνονται όλο και περισσότερο από τις ντόπιες αστικές κοινωνίες. Εξάλλου, στα Βαλκάνια ο σχηµατισµός των νέων αστικών κρατών 41 (1829-1879: Ελλάδα, Ρουµανία, Βουλγαρία, Σερβία) εξαφάνιζε βίαια ή βαθµιαία τις ελληνικές κοινότητες της περιοχής που υφίσταντο ως κοινωνικοί οργανισµοί. Το µεγάλο µεταναστευτικό ρεύµα από τον 17ο έως τον 19ο αι., που παρουσιάσαµε συνοπτικά, δηµιούργησε την ελληνική µεταπρατική τάξη που διαµορφώθηκε στην περιφέρεια της Ανατολικής Μεσογείου και στα Βαλκάνια. Η τάξη αυτή δρούσε έξω από τα γεωγραφικά όρια του κοινωνικού χώρου στον οποίο ανήκε σε ηθικό επίπεδο. Παράλληλα, µπορούµε µέσα από τη διαχρονική εξέλιξή της να τη διαφοροποιήσουµε σε δύο µεγάλες κατηγορίες: α) στην αστική µεταπρατική των αρχών του 17ου αι. που φθίνει στην εξέλιξή της ώς τον 19ο αι. και β) στη µικροαστική µεταπρατική τάξη κυρίως του 19ου αι. που σχετίζεται άµεσα µε την «αγροτική έξοδο» στο σύνολο του ελληνικού χώρου. Αυτή κάλυπτε τις κενές θέσεις εργασίας που δηµιουργεί η έλευση του καπιταλισµού εκτός των ελληνικών συνόρων και αποτελούσε κίνηµα κυρίως κοινωνικής ανόδου πρώτα του µετανάστη (αφορά κυρίως ανδρικό πληθυσµό 16-40 ετών) και αργότερα της οικογένειάς του. Τα αίτια κυρίως οφείλονται στη µεγάλη δηµογραφική αύξηση κατά τον 19ο αι. και την (µικρή) αγροτική καλλιέργεια που δεν επαρκούσε για την αυτοκατανάλωση. Αυτός ο τύπος µετανάστευσης αφορούσε τις ελληνικές περιοχές µε µικρές ιδιοκτησίες αγροτικής γης. Μετά απ αυτές τις ιστορικές διεργασίες, το ελληνικό εθνικό σύνολο κατά τα µέσα του 19ου αι. απαρτίζεται από δύο συστήµατα 42 (Πίν. 4): α) το πρώτο, το «εσωτερικό», ταυτίζεται µε το εθνικό ανεξάρτητο κράτος (1832) και β) το δεύτερο, το εξωτερικό» συγκροτείται από τις συµπαγείς κοινότητες έξω από τα όρια αυτού του κράτους. Αυτό το εξωτερικό σύστηµα της ιασποράς αρχίζει να χάνεται ή να αφοµοιώνεται από το νέο κράτος - έθνος ως το 1922. Μόνο µε τους βαλκανικούς πολέµους 1912-13 και την προσάρτηση της Ηπείρου, της Μακεδονίας, των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης ανατρέπεται η ισορροπία υπέρ του πρώτου συστήµατος όταν οριστικοποιήθηκαν τα εθνικά σύνορα (Συνθήκη Λωζάνης 1923). 41 Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, Ιστορία της πόλης και της πολεοδοµίας, ό.π., σσ. 311-313. Βλ. και χάρτη βασικών οικισµών 1910. 42 Κώστας Τσουκαλάς, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, ό.π., σσ. 55-56. 20

Πίν. 4: ιαµόρφωση της µεταπρατικής ελληνικής κοινωνικής τάξης εκτός των ορίων του ελληνικού χώρου (17ος 19ος αιώνας) Η δηµιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους χαρακτηρίζεται στο οικονοµικό πεδίο από τη µετάβαση µιας µορφής οθωµανικής φεουδαρχίας στον ευρωπαϊκό καπιταλισµό, γεγονός που προκαλεί πολλές αγκυλώσεις στη λειτουργία του. Ο κεντρικός κρατικός µηχανισµός κάτω από τις διεθνείς δεσµεύσεις στηρίζεται στους ακόλουθους πολιτικούς φορείς: 43 α) στο Στέµµα που αποβλέπει παντοιοτρόπως στην ενίσχυση της δύναµής του, β) στις διεθνείς δεσµεύσεις των µεγάλων δυνάµεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) που εξυπηρετούν ξένα συµφέροντα προς την ελληνική κοινωνία και καλύπτονται µε την ονοµασία Προστασία. Ουσιαστικά αντιµετωπίζουν την Ελλάδα σ ένα νεο-αποικιοκρατικό πλαίσιο, ελέγχοντας την εξωτερική πολιτική, τα δηµόσια οικονοµικά και τις προµήθειες πολεµικού υλικού 44, γ) στην ανώτερη τάξη της ιασποράς, η οποία εκµεταλλευόµενη την απουσία µιας οικονοµικά ισχυρής εγχώριας τάξης µεσολαβεί ως ενδιάµεσος διαµεσολαβητής σε σχέση µε την επικυριαρχία των ξένων (π.χ. υψηλά επιτόκια, φτηνές πρώτες ύλες κ.ά.), δ) στις κυρίαρχες οµάδες του εσωτερικού, που ασκούσαν την περιορισµένη δύναµη µε τις γνωστές πατρωνικές σχέσεις. 45 43 Ελένη Ανδρικοπούλου, Ευάγγελος Π. ηµητριάδης, Γρηγόρης Καυκαλάς, Παρύσατις Παπαδοπούλου - Συµεωνίδου, Αλέξανδρος Φαίδων Λαγόπουλος (συντονιστής 3ετούς έρευνας), 3η φάση. ιερεύνηση του δικτύου αστικών οικισµών στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη, 1978, σσ. 37-42. Επίσης εκδόθηκαν και άλλοι δύο προηγούµενοι τόµοι (1976-1977) µε τους ίδιους βασικούς συνεργάτες. 44 Γεώργιος Β. ερτιλής, Κοινωνικός µετασχηµατισµός και στρατιωτική επέµβαση, 1880-1909, Αθήνα, 1977, σσ. 153-158. 45 Γεώργιος Β. ερτιλής, Κοινωνικός µετασχηµατισµός, ό.π., σσ. 153-165, για την οργάνωση των πολιτικών κοµµάτων. 21